Διάγραμμα – Περίληψη Θέματος Δ΄ τοῦ Θεολογικοῦ Προγράμματος «Ὀρθοδοξία καί Ζωή» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, περιόδου ΙΖ΄, ἔτους 2022-2023.
Ἑρμηνευτικές μέθοδοι τῆς Ἁγίας Γραφῆς: Οἱ διάφορες χριστιανικές ὁμάδες χρησιμοποιοῦν τό ἴδιο κείμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά καταλήγουν σέ διαφορετικά συμπεράσματα. Τοῦτο ὀφείλεται μεταξύ ἄλλων στό ὅτι χρησιμοποιοῦν διαφορετικές μεθόδους ἑρμηνείας ἤ χρησιμοποιοῦν τίς ἴδιες μεθόδους μέ ἐσφαλμένο τρόπο. Οἱ πιό γνωστές ἑρμηνευτικές μέθοδοι εἶναι: α) ἡ γραμματική - ἱστορική ἑρμηνεία καί β) ἡ ἀλληγορική ἑρμηνεία, πού ἀντιστοιχοῦν στίς δύο ἀντιλήψεις περί θεοπνευστίας τῆς Ἁγ. Γραφῆς, στήν «κατά γράμμα» καί στήν «κατά πνεῦμα» θεοπνευστία. Ἡ πρώτη μέθοδος στήν ἀκραία μορφή της ἐξαρτᾶ ἀπόλυτα τήν ἑρμηνεία τῆς Ἁγ. Γραφῆς ἀπό τό γράμμα της: Ὅσα λέγονται ἐκεῖ, ἰσχύουν καί πρέπει νά ἑρμηνεύονται κατά λέξη. Ἡ διατύπωση τῆς Γραφῆς ἔχει ἀπόλυτη καί δεσμευτική σημασία. Τό ποῦ ἀκριβῶς τίθεται τό κόμμα ἔχει, ἐπίσης, σημασία. Ἄν π.χ. ἡ Ἁγ. Γραφή λέει ὅτι ὁ Θεός ἔχει χέρια καί πόδια, σημαίνει ὅτι ἔχει ὄντως χέρια καί πόδια. Ἄν λέει ὅτι κάθεται σέ θρόνο, σημαίνει ὅτι ὁ θρόνος αὐτός ὑπάρχει σέ συγκεκριμένο τόπο! Τέτοιες ἀντιλήψεις συναντᾶμε σέ πολύ γνωστές αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς μας, ὅπως οἱ Πεντηκοστιανοί. Γενικά, οἱ αἱρέσεις ἀρέσκονται στή γραμματική ἑρμηνεία. Κατά τή δεύτερη μέθοδο, ὅσα λέει ἡ Ἁγ. Γραφή εἶναι σημαντικά ἄλλων, ἀνώτερων καί πνευματικότερων πραγμάτων: Ἡ Γραφή «ἄλλα λέει καί ἄλλα ἐννοεῖ». Ἀκραία ἐφαρμογή τῆς μεθόδου αὐτῆς συναντᾶμε στόν ἀποκρυφιστικό χῶρο (ἀπόπειρες ἀποκρυφιστικῆς ἑρμηνείας τῆς Ἁγ. Γραφῆς). Χρήση αὐτῆς τῆς μεθόδου γίνεται ἀπό τήν ἴδια τήν Ἁγ. Γραφή: χρησιμοποιεῖται ὁ παραβολικός λόγος, ὁ Κύριος μίλησε μέ παραβολές, ὁ Ἴδιος ἑρμήνευσε παραβολές Του, ὁ ἀπ. Παῦλος ἑρμηνεύει γεγονότα τῆς Π. Διαθήκης ὡς «ἀλληγορούμενα» (Γαλ. 4,24) κ.ἄ. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποίησαν μέ προσοχή καί τίς δύο μεθόδους, χωρίς νά ἀπολυτοποιήσουν καμμία, ἀφοῦ ἡ ἀπολυτοποίηση τῶν μεθόδων ὁδηγεῖ σέ αἱρέσεις καί πλάνες: ἡ ἀκραία γραμματική ἑρμηνεία ἀποκλείει τήν πρόσβαση στό βαθύτερο νόημα τῶν Γραφῶν, ἡ δέ ἀκραία ἀλληγορία ἀνοίγει τήν πύλες γιά τήν εἴσοδο κάθε φανταστικοῦ καί ξένου στοιχείου. Ἐπιπλέον, ἡ ἀλληγορία καθίσταται ἐπικίνδυνη ὅταν ἀρνεῖται τήν ἱστορική βάση τῶν ἱερῶν κειμένων. Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία οἱ Κατηχητικές Σχολές Ἀντιοχείας καί Ἀλεξανδρείας χρησιμοποιοῦσαν τή γραμματική καί τήν ἀλληγορική ἑρμηνεία ἀντίστοιχα. Χαρακτηριστικοί ἐκπρόσωποι τῆς πρώτης εἶναι ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί τῆς δευτέρης οἱ ἅγ. Ἀθανάσιος καί Κύριλλος Ἀλεξανδρείας. Αἱρετικοί ἐκπρόσωποι τῆς πρώτης εἶναι οἱ Ἀρειανοί καί οἱ Νεστοριανοί καί τῆς δεύτερης οἱ Μονοφυσίτες. Ὡστόσο, ὑπάρχουν καί ἄλλες ἑρμηνευτικές μέθοδοι. Οἱ Πατέρες χρησιμοποίησαν ἀρκετά τήν τυπολογική μέθοδο (τυπολογία), κατά τήν ὁποία πρόσωπα ἤ γεγονότα τοῦ παρελθόντος (Π. Διαθήκη), ἀποτελοῦν τύπους, εἰκόνες, προτυπώσεις μελλοντικῶν γεγονότων (Κ. Διαθήκη). Στήν ἐποχή μας ἐμφανίστηκαν νέες ἑρμηνευτικές μέθοδοι. Μία ἀπ’ αὐτές, ἡ μέθοδος τῆς «ἀπομυθεύσεως» τῶν Γραφῶν τοῦ Rudolf Bultmann (1884-1976) ἐπέφερε ἐπανάσταση στίς Βιβλικές σπουδές, ἡ δέ ἐφαρμογή ἀκυρώνει οὐσιαστικά τό περιεχόμενο τῆς Βίβλου.