Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012
Ορθόδοξη ανθρωπολογία και πάθη Β
Διάγραμμα – Περίληψη
Θέματος ΣΤ' τοῦ Θεολογικοῦ Προγράμματος «Ὀρθοδοξία καί Ζωή»
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου Ζ΄, ἔτους 2012-2013.
Ἡ ψυχή καί τά μέρη της: Ἡ ψυχή εἶναι
τό ἀθάνατο μέρος τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ἀντιλήψη γιά τήν ἀθανασία τῆς
ψυχῆς εἶναι ἤδη γνωστή ἀπό τήν ἑλληνική
φιλοσοφία, ὅπως καί ἡ διάκριση μεταξύ ψυχῆς
καί σώματος. Οἱ Πατέρες τήν προσλαμβάνουν καί τήν προσαρμόζουν στά Ὀρθόδοξα
δεδομένα ὡς ἑξῆς: α) Ἡ ψυχή δέν εἶναι
αἰώνια, ἀλλά κτιστή. β) Ἡ
ψυχή εἶναι «φύσει» θνητή καί «χάριτι» ἀθάνατη.
γ) Ἡ ψυχή δέν ταυτίζεται μέ τόν ὅλο ἄνθρωπο.
δ) Ἡ ἀθανασία τοῦ ἀνθρώπου
δέν στηρίζεται στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς,
ἀλλά στήν Ἀνάσταση τοῦ
Χριστοῦ. Ἡ ψυχή δέν ταυτίζεται μέ τή θεία πνοή (Γεν. 2,7), ἀλλά
εἶναι ἀποτέλεσμα (ἐνέργημά) της. Κύρια μέρη
ἤ δυνάμεις τῆς ψυχῆς
εἶναι ὁ «νοῦς» καί «λόγος»: ἡ ψυχή διακρίνεται σέ
«νοερά» καί «λογική» ψυχή. «Λόγος» εἶναι ἡ
νόηση, ἡ τυπική λογική καί «νοῦς» εἶναι
μιά ἄλλη δύναμη, πού μόνο στήν κατάσταση τοῦ
πεπτωκότος ἀνθρώπου ταυτίζεται μέ τή νόηση («λόγο»). Στόν μέσο ἄνθρωπο
ὁ νοῦς εἶναι ἀνενεργός («ἐσκοτισμένος»). Ὁ
«νοῦς» εἶναι «μέρος τῆς ψυχῆς
τό καθαρώτατον» καί «ὥσπερ ὀφθαλμός ἐν
σώματι, οὕτως ἐν ψυχῇ ὁ
νοῦς» (ἅγ. Ἰω. Δαμασκηνός). Ὁ «νοῦς»
εἶναι τό γνωστικό ὄργανο, μέ τό ὁποῖο
ὁ ἄνθρωπος βλέπει τόν Θεό καί κοινωνεῖ
μαζί Του. «Νοῦς» καί «λόγος» ὄχι μόνο διαφέρουν
μεταξύ τους, ἀλλά χρησιμοποιοῦν καί διαφορετικά
σωματικά ὄργανα: ὄργανο τοῦ
«λόγου» εἶναι ὁ ἐγκέφαλος, ἐνῶ
ὄργανο τοῦ «νοῦ»
εἶναι ἡ καρδία. Ὅμως, ὁ
«νοῦς» καί ὁ «λόγος» δέν εἶναι
τά μόνα μέρη τῆς ψυχῆς. Οἱ
Πατέρες χρησιμοποιοῦν τή βασική διάκριση τῆς ἑλληνικῆς
φιλοσοφίας, κατά τήν ὁποία ἡ ψυχή διακρίνεται σέ
νόηση, βούληση καί συναίσθημα («λογιστικόν», «θυμοειδές» καί «ἐπιθυμητικόν»).
Κατά τούς Πατέρες, ἡ νόηση («λογιστικόν») ἀποτελεῖ
τό «λογικόν» μέρος («νοῦς» καί «λόγος»), ὁ δέ θυμός καί ἡ
ἐπιθυμία («θυμοειδές» καί «ἐπιθυμητικόν») ἀποτελοῦν
τό «ἄλογον» μέρος τοῦ ἀνθρώπου.
Οἱ Πατέρες θά μποροῦσαν νά χρησιμοποιήσουν
ἄνετα καί σύγχρονες διακρίσεις τοῦ
ἀνθρώπου, κατά τίς ὁποῖες
ἡ «ψυχή» διακρίνεται σέ α) συνειδητό καί β) μή συνείδητο μέρος,
τό συνειδητό διακρίνεται σέ αἴσθηση, νόηση, βούληση,
συναίσθημα, διαίσθηση κ.λ.π. καί τό μή συνειδητό μέρος διακρίνεται σέ ὑποσυνείδητο,
ἀσυνείδητο κ.λπ.
Ορθόδοξη ανθρωπολογία και πάθη Α
Διάγραμμα – Περίληψη
Θέματος Ε' τοῦ Θεολογικοῦ Προγράμματος «Ὀρθοδοξία καί Ζωή»
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου Ζ', ἔτους
2012-2013.
Εἰσαγωγικά: Τά πάθη συνδέονται ἄμεσα
μέ τό ἐρώτημα γιά τόν ἄνθρωπο: Κατανοοῦμε
τί εἶναι τά πάθη καί πῶς ἐπιδροῦν,
ἄν ἔχουμε κατανοήσει τί εἶναι ὁ
ἄνθρωπος. Ἀκόμη, ἡ
διαίρεση καί ἡ κατάταξη τῶν παθῶν
ἀκολουθεῖ τή διαίρεση τοῦ
ἀνθρώπου σέ σῶμα καί ψυχή καί τή
διαίρεση τῆς ψυχῆς στά ἐπιμέρους
στοιχεῖα της.
Ο προσηλυτισμός των αιρέσεων και η Κατήχηση της Εκκλησίας
ΤΕΥΧΟΣ
48 ΤΡΙΠΟΛΙΣ
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2007
Ο
ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ Η ΚΑΤΗΧΗΣΗ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Ὁ προσηλυτισμὸς ὡς τακτικὴ τῶν παραθρησκευτικῶν ὁμάδων
Ἂν
ανοίξουμε ἕνα ἔγκυρο
λεξικὸ νομικῶν ὅρων
στὴ λέξη «προσηλυτισμός», θὰ
διαβάσουμε λίγο πολὺ
τὸν ἀκόλουθο ὁρισμό:
ὅτι ὁ προσηλυτισμὸς ἀποτελεῖ
πράξη παραβίασης τῆς
θρησκευτικῆς συνείδησης τοῦ
προσώπου, ποὺ συντελεῖται
μὲ τὴν μεταστροφή του σὲ
ἄλλο θρησκευτικὸ δόγμα
ἢ θρήσκευμα μὲ τὴ
χρήση ἀθέμιτων μέσων, ὅπως
εἶναι ἡ παροχὴ ἢ
ἡ ὑπόσχεση παροχῆς ὑλικῶν
ἀνταλλαγμάτων, ἐξευρέσεως
ἐργασίας, ἐξασφάλισης στέγης, σπουδῶν
κ.τ.ὅ. καί, γενικῶς, μὲ
κατάχρηση τῆς ἐμπιστοσύνης,
τῆς πνευματικῆς ἀνεπάρκειας,
τῆς κουφότητας (ἐπιπολαιότητας)
ἢ τῆς ἀνάγκης τοῦ προσώπου,
ποὺ ἐνδεχομένως εἶναι
ἐμπερίστατο. Ὑπάρχει
μάλιστα ἡ πρόβλεψη
ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ
νομοθέτη, ὅσο καὶ ἂν
σήμερα φαίνεται ὅτι
τὰ πράγματα ἔχουν ἀδρανήσει,
γιὰ τιμωρία ἐκείνων
ποὺ ἐπιδιώκουν τὸν προσηλυτισμό,
ἀφοῦ, ὡς πράξη ἀθέμιτου ἰδεολογικοῦ
(θρησκευτικοῦ) ἀνταγωνισμοῦ, ὁ
προσηλυτισμὸς ἀπαγορεύεται μὲ
τὴν παράγραφο 2 τοῦ
ἄρθρου 13 τοῦ Συντάγματος
καὶ τιμωρεῖται κατὰ
τὶς ἐπὶ τούτου διατάξεις εἰδικοῦ
ποινικοῦ νόμου. Ὁ προσηλυτισμὸς
ἀποτελεῖ, λοιπόν,
μία κατάφωρη παραβίαση
τῆς ἀτομικῆς ἐλευθερίας
τοῦ πολίτη καὶ συνιστᾶ
ἰδεολογικὴ προπαγάνδα.
Οἱ παραθρησκευτικὲς ὁμάδες
καὶ αἱρέσεις κατόρθωσαν νὰ
ὑπερτονίζεται ἡ
ἀντίληψη τῆς θρησκευτικῆς
ἐλευθερίας, ὥστε
μὲ τὴν ἀπονεύρωση τῶν νομικῶν
διατάξεων ποὺ προστάτευαν
τὴ θρησκευτικὴ ἀκριβῶς
ἐλευθερία τῶν
ἀτόμων, νὰ ἐπιδίδονται
ἀσύδοτες σὲ κινήσεις
ἄγρας ὀπαδῶν.
Ἀπὸ τὴ μία ἡ ἀδιαφορία τοῦ
κράτους καὶ τῶν
ὑπευθύνων καί ἀπὸ
τὴν ἄλλη ἡ νομικὴ τελμάτωση
καὶ ἡ σύγχυση (μέχρι ἐφησυχασμοῦ)
τῶν πνευματικῶν ταγῶν
διευκόλυναν ἀφάνταστα
τὸ ἔργο τῶν προσηλυτιστῶν.