Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

Πίστη και επιστήμη στον εικοστό πρώτο αιώνα


ΤΕΥΧΟΣ 92        ΤΡΙΠΟΛΙΣ         ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2015

ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΣΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ

Ἡ ἀνάδυση τοῦ προβλήματος στήν ἐποχή μας

Τό ζήτημα τῶν σχέσεων τῆς πίστης (καί εἰδικότερα, τῆς Ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστης) μέ τή λογική καί τήν ἐπιστήμη δέν εἶναι πρόσφατο, εἶναι πολύ παλαιό. Κατά καιρούς ἐπανέρχεται στό προσκήνιο μέ ἔντονο πολλές φορές τρόπο. Στούς τελευταίους αἰῶνες, ἀπό τήν ἐποχή εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ (17ος - 18ος αἰ.) καί ὕστερα, ἡ σχέση αὐτή κατανοήθηκε κατά κανόνα ὡς ἀντίθεση καί σύγκρουση. Πίστη καί ἐπιστήμη θεωρήθηκαν ἀλληλοαποκλειόμενες ἔννοιες. Ἡ πίστη θεωρήθηκε στοιχεῖο τοῦ παρεθόντος, σχετιζόμενο μέ τή μυθολογική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἄγνοια καί τόν σκοταδισμό. Τό ἀντικείμενό της, ὁ «θεός», θεωρήθηκε προϊόν τῆς ἀνθρώπινης φαντασίας ἤ γέννημα ψυχολογικῶν αἰτίων ἤ ἀποτέλεσμα τῶν προσπαθειῶν τοῦ ἀνθρώπου νά ἀπαντήσει στά ὑπαρξιακά του ἐρωτήματα ἤ νά κατανοήσει τή δομή τοῦ κόσμου. Στό μέλλον, ὅπως πίστευαν πολλοί, ὅλα θά ἀπαντηθοῦν ἀπό τήν ἐπιστήμη. Αὐτή θά λύσει ὅλα τά ἀνθρώπινα προβλήματα, τά προσωπικά, τά κοινωνικά καί τά παγκόσμια. Ἡ πίστη, μή ἔχοντας τί νά προσφέρει, θά τεθεῖ ἀναγκαστικά στό περιθώριο. Ἀπό ἐκεῖ θά ἱκανοποιεῖ κάποιους, πού σκέπτονται καί ἐνεργοῦν ἀκόμη μέ μυθολογικές κατηγορίες. Ὅταν ἐκλείψουν κι αὐτοί, θά ἐκλείψει μαζί τους καί ἡ πίστη. Κατά συνέπειαν, τό μέλλον ἀνήκει στόν ὀρθό λόγο καί στήν ἐπιστήμη. Αὐτά ὁδηγοῦν μέ βεβαιότητα στήν ἀλήθεια, τά δέ συμπεράσματά τους εἶναι τά μόνα ἔγκυρα καί ἀδιαμφισβήτητα. Ἡ ἐμπιστοσύνη στίς δυνατότητες τῆς ἐπιστήμης ἔλαβε κάποτε τεράστιες διαστάσεις, σχεδόν μεταφυσικές, ἔγινε ἡ νέα θρησκεία τῆς ἀνθρωπότητας. Ἡ ἐπιστήμη καί ἡ λογική ἐνθρονίστηκαν στή θέση τοῦ Θεοῦ καί λατρεύτηκαν ὡς νέες θεότητες!

Οἱ πεποιθήσεις αὐτές χαρακτηρίζουν τήν περίοδο τῆς ἱστορίας τοῦ πολιτισμοῦ, πού ἀποκαλεῖται συνήθως «Νεοτερικότητα» ἤ «Μοντερνισμός» (μέσα 17ου - μέσα 20οῦ αἰ.). Εἶναι γεγονός, ὅτι ἐνισχύθηκαν καί ἀπό μεγάλες ἐπιστημονικές ἀνακαλύψεις τῆς ἐποχῆς, ὅπως τοῦ Κοπέρνικου (1473-1543), τοῦ Γαλιλαίου (1546-1642), τοῦ Κέπλερ (1571-1630), τοῦ Νεύτωνα (1643-1727) κ.ἄ., πού ἄλλαξαν τήν ἀντίληψή μας γιά τόν κόσμο. Ὅπως εἶναι γνωστό, ἔγιναν καί πολιτική ἰδεολογία, ἡ ὁποία ἐπιβλήθηκε μέ τή βία, σέ χῶρες, μάλιστα, πού ἐπικρατοῦσε ἡ Ὀρθοδοξία (Ρωσία καί «ἀνατολικές χῶρες») μέ τά γνωστά ἀποτελέσματα. Στή χώρα μας αὐτή ἡ πολιτική ἰδεολογία προβάλλεται ἀρκετά καθυστερημένα, ὡς κάτι «νέο» καί «σύγχρονο», μέ τήν ἐπιλογή τῆς πλειοψηφίας τῶν μελῶν τῶν τελευταίων Κυβερνήσεων νά δίνουν πολιτικό «ὅρκο», ἐκπέμποντας σαφές μήνυμα περιφρόνησης τῆς πίστης τοῦ ἑλληνικοῦ Λαοῦ, καί μέ ἄλλες παρόμοιες ἐνέργειες.
Ὡστόσο, ἀπό τό τελευταῖο τέταρτο τοῦ περασμένου (20οῦ) αἰῶνα, ὅταν γιά τήν ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ ἄρχισε νά ἀνατέλει μιά νέα περίοδος, πού ἀποκαλεῖται συνήθως «Ὕστερη Νεοτερικότητα» ἤ «Μετανεοτερικότητα» («Μεταμοντερνισμός»), ἡ ἐμπιστοσύνη στήν ἀπόλυτη ἀξία τῆς ἐπιστήμης καί στήν παντοδυναμία τοῦ ὀρθοῦ λόγου ἄρχισαν νά κλονίζονται σοβαρά. Σ’ αὐτό συνέβαλλαν νέες θεωρίες στόν χῶρο τῆς φυσικῆς, ὅπως τῆς «σχετικότητας» τοῦ Albert Einstein (1879-1955) καί τῆς «ἀπροσδιοριστίας» τοῦ Werner Heisenberg (1901-1976), πού ἔδωσαν μιά ἐντελῶς νέα ἑρμηνεία τοῦ φυσικοῦ κόσμου, ἀλλά καί παράγοντες μᾶλλον «ψυχολογικοί», ὅπως ἡ ἀδυναμία τῆς ἐπιστήμης νά ἐπιλύσει τά μεγάλα προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου καί νά φέρει τήν εἰρήνη στόν κόσμο, ἡ ἀπειλή συντριβῆς τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου ἀπό τήν κυριαρχία τῶν ἐπιτευμάτων τῆς σύγχρονης τεχνολογίας κ.ἄ. Στόν νέο πολιτισμό τῆς Μετανεοτερικότητας, ἡ ἀντίληψη ὅτι ὑπάρχει μιά ἀπόλυτη ἀντικειμενική ἀλήθεια γιά τόν κόσμο, τόν ἄνθρωπο καί τήν ἱστορία του, στήν ὁποία ὁδηγοῦν ὁ ὀρθός λόγος καί ἡ ἐπιστήμη, ὄχι μόνο ἀμφισβητεῖται, ἀλλά θεωρεῖται τό ἴδιο σχετική μέ ὁποιαδήποτε θρησκευτική γνώση.
Στό κλίμα αὐτό ἡ πίστη, ἀντί νά ἔχει ἐξαλειφθεῖ, ὅπως ἀναμενόταν, ἐπανέρχεται στό προσκήνιο μέ δυναμικό τρόπο, δυστυχῶς ὅμως, ὄχι πάντοτε στήν αὐθεντική της μορφή. Νέες αἱρέσεις καί παραθρησκευτικές ὁμάδες, ἀποκρυφιστικές καί ἀκραῖες σατανιστικές ὀργανώσεις, πρόσωπα καί ὁμάδες πού προβάλλουν ἀντιλήψεις καί τεχνικές τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν τοῦ Ἰνδουϊσμοῦ καί τοῦ Βουδισμοῦ ἐξαπλώνονται ραγδαία μεταξύ τοῦ ἀνεπτυγμένου κόσμου, δηλαδή μεταξύ ὅσων πίστευαν στήν παντοδυναμία τῆς λογικῆς. Παράλληλα, παρατηρεῖται μιά ἄνευ προηγουμένου ἔξαρση τοῦ ἰσλαμικοῦ φανατισμοῦ, μέ φαινόμενα πού γιά αἰῶνες εἶχαν ἐκλείψει ἤ τουλάχιστον εἶχαν περιοριστεῖ, ὅπως διώξεις καί μαρτύρια χριστιανῶν ἤ ἑτεροθρήσκων, θρησκευτικοί πόλεμοι, τρομοκρατία μέ θρησκευτικό ὑπόβαθρο κ.ἄ.
Ἀπό τά παραπάνω προκύπτουν ἐρωτήματα, ὅπως: Ποιός εἶναι, τελικά, ὁ νικητής στή σύγκρουση πίστης καί ἐπιστήμης καί πῶς θά ἐξελιχθεῖ αὐτή ἡ σχέση στό μέλλον; Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος εἶναι ἀναγκασμένος νά ἐπιλέξει ἕνα ἀπό τά δύο; Ἄν δέχεται τήν ἐπιστήμη, θά πρέπει νά ἀπορρίψει τήν πίστη ὡς κατάσταση προεπιστημονική; Τό θέμα, βέβαια, εἶναι τεράστιο καί κάθε πλευρά ἔχει διαφορετική ἄποψη. Ἐδῶ μᾶς ἐνδιαφέρει, προφανῶς, ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανική ἄποψη, στήν ὁποία ἔχουμε ἀναφερθεῖ καί σέ προηγούμενο τεῦχος τοῦ ἐντύπου μας (Νο 80) μέ ἄλλη ἀφορμή. Πῶς, ὅμως, προῆλθε ἡ σύγκρουση πίστης καί ἐπιστήμης;

Οἱ ἀπαρχές μιᾶς ἐπερχόμενης ρήξης

Ἄν ἐρευνήσουμε προσεκτικά τά Βιβλικά κείμενα (τήν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη), θά διαπιστώσουμε ὅτι τέτοια σύγκρουση ἤ ἀντίθεση δέν μαρτυρεῖται σ’ αὐτά. Πίστη καί ἐπιστήμη κατανοοῦνται σέ μιά ἑνότητα. Ἡ ἐπιστήμη ἀξιολογεῖται θετικά, ὡς δωρεά τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Ἡ Ἁγ. Γραφή διερωτᾶται· «οὐχί ὁ Κύριός ἐστιν ὁ διδάσκων σύνεσιν καί ἐπιστήμην;» (Ἰώβ 21,22), καί προτρέπει· «ἄκουσόν μου, τέκνον, καί μάθε ἐπιστήμην» (Σοφ. Σειρ. 16,24), ἐνῶ ἀλλοῦ τονίζει ὅτι ὁ Κύριος «προσέθηκεν αὐτοῖς (τοῖς ἀνθρώποις) ἐπιστήμην» (Σοφ. Σειρ. 17,11). Ἡ σύγκρουση προκύπτει ὅταν κάποια πλευρά ὑπερβαίνει τά ὅριά της ἤ ὅταν συγχέονται τά ὅρια μεταξύ πίστης καί ἐπιστήμης.
Στόν Χριστιανισμό κάτι τέτοιο συνέβη μέ τίς αἱρέσεις. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας κατηγοροῦν τούς αἱρετικούς ὅτι θεολογοῦν «ἀριστοτελικῶς», δηλαδή ὅτι εἰσάγουν τόν ἀριστοτελικό συλλογισμό καί, γενικά, τίς ἀρχές τῆς φιλοσοφίας ἐντός τῆς Θεολογίας, ὡς μέθοδο γιά τήν ἀναζήτηση τῆς Ἀλήθειας. Ὅμως, ἡ Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή ὁ Θεός, δέν ἀνακαλύπτεται μέ ἀνθρώπινους συλλογισμούς, ἀλλά φανερώνεται ὁ Ἴδιος στόν ἄνθρωπο καί γίνεται γνωστός μέσα ἀπό τίς ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων Του. Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία εἶναι μέθοδος ἐμπειρική, δηλαδή βασίζεται στίς ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ καί στίς θεοπτικές ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων. Κατ’ ἐξοχήν φορεῖς της (Θεολόγοι) εἶναι οἱ Ἅγιοι καί χῶρος δημιουργίας της εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί ὁ στίβος τῶν ἀγωνιζομένων ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ διαβόλου, πιστῶν.
Ὁ Γαλιλαῖος (1546-1642) ἀναγκάστηκε νά ὁμολογήσει ὅτι ἡ γῆ δέν κινεῖται, γιά νά ἀποφύγει τίς συνέπειες τῆς παρέμβασης τῆς δυτικῆς Θεολογίας σέ θέματα ἐπιστήμης.
Δυστυχῶς, ὅμως, κατά τή σκοτεινή περίοδο τοῦ Μεσαίωνα (στ'- ιε' αἰ.) στή Δύση, μαζί μέ ἄλλες ἐκτροπές τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἡ Θεολογία ἀπώλεσε τόν ἐμπειρικό χαρακτῆρα της καί ἄρχισε νά λειτουργεῖ κι αὐτή «ἀριστοτελικῶς», δηλαδή μέ τή μέθοδο τῶν ἀρχαίων αἱρετικῶν. Ἡ ζῶσα ἐμπειρική Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας ἀντικαταστάθηκε ἀπό τόν θεολογικό στοχασμό καί κατέληξε σέ ἕνα εἶδος θρησκευτικῆς φιλοσοφίας. Φορεῖς της δέν ἦταν πλέον οἱ Ἅγιοι, ἀλλά κάποιοι πανεπιστημιακοί καθηγητές καί διανοούμενοι, πού ἔγραφαν ἐπιστημονικά συγγράμματα μέ παραπομπές, ἡ δέ πηγή της μεταφέρθηκε ἀπό τό πεδίο τῆς ζωῆς στά ἀποπνικτικά ἐργαστήρια τῶν δυτικῶν Πανεπιστημίων. Ἀποτέλεσμα αὐτοῦ τοῦ ἀφηρημένου θεολογικοῦ στοχασμοῦ ἦταν ἡ πλήρης ἐκφιλοσόφηση τῆς πίστεως, μέ τή διατύπωση ἀκόμη καί «ἀποδείξεων γιά τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ». Ἡ φιλοσοφία εἶχε διαφθείρει τή χριστιανική Θεολογία ἐσωτερικά, παρά τίς διακηρύξεις ὅτι εἶναι «ὑπηρέτρια τῆς Θεολογίας». Παράλληλα, ὅσο ἡ ἐπιστήμη ἀνακτοῦσε κῦρος, τόσο ἡ δυτική Θεολογία ἐπιχειροῦσε νά περιβληθεῖ τό κῦρος αὐτό, προβαλλόμενη ὡς «ἐπιστήμη ἐπιστημῶν». Ὁ πομπώδης αὐτός αὐτοπροσδιορισμός ἐκλάμβανε τή Θεολογία ὡς ἕνα εἶδος ὑπερεπιστήμης, ἤ ὡς μέθοδο περισσότερο ἐπιστημονική ἀπ’ ὅ,τι οἱ ἄλλες ἐπιστῆμες.
Ὡστόσο, ἡ νεότερη σκέψη (φιλοσοφία καί ἐπίστημη) ἀπέδειξε ὅτι ὅλοι οἱ συλλογισμοί τῆς δυτικῆς Θεολογίας ἦταν ἐσφαλμένοι καί δέν ὁδηγοῦσαν στή γνώση κανενός «θεοῦ». Οὐσιαστικά, κατέληξε σέ ὅ,τι τόνιζε πρίν ἀπό αἰῶνες ὁ ἀποστόλος Παῦλος καί ἀκολουθεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση, δηλαδή στό ὅτι «διά τῆς σοφίας» δέν γνώρισε ποτέ κανείς τόν Θεό, οὔτε πρόκειται νά Τόν γνωρίσει (πρβλ. Α' Κορ. 1,21). Ὅμως, ἡ ταύτιση τῆς Θεολογίας μέ τήν ἐπιστήμη ἐπέφερε τήν κατάρρευση τῆς πρώτης. Ἡ δυτική Θεολογία καί, γενικότερα, κάθε θρησκευτική πίστη, θεωρήθηκαν ψευδοεπιστῆμες ἤ καταστάσεις προεπιστημονικές ἤ μέθοδοι ἀσυμβίβαστες μέ τή σύγχρονη σκέψη. Ἡ ρήξη Θεολογίας καί ἐπιστήμης ἦταν ἀποτέλεσμα αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς ταύτισης.

Θεολογία, ἐπιστήμη καί φιλοσοφία στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση

Ἀντίθετα, κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, Θεολογία, ἐπιστήμη καί φιλοσοφία εἶναι τρεῖς ἐντελῶς διαφορετικές ἀνθρώπινες ἐνέργειες. Ἔτσι, ἀπό Ὀρθόδοξη ἄποψη δέν τίθεται κἄν τό ἐρώτημα ἄν εἶναι ἡ Θεολογία ἐπιστήμη. Ἡ Θεολογία δέν εἶναι οὔτε ἐπιστήμη, οὔτε φιλοσοφία, ἀλλά κάτι ἄλλο, τό ὁποῖο δέν ταυτίζεται οὔτε μέ τήν ἐπιστήμη, οὔτε μέ τή φιλοσοφία. Βέβαια, ὑπάρχουν ὁμοιότητες καί διαφορές καί, ἀπό τήν ἄποψη αὐτή τίθεται τό ἐρώτημα μέ τί μοιάζει περισσότερο ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία, μέ τήν ἐπιστήμη ἤ μέ τή φιλοσοφία;
Γιά νά ἀπαντήσουμε, ἀποφεύγοντας πολύπλοκα ἐπιμέρους ζητήματα, θά συγκρίνουμε τήν ἐπιστήμη, τή φιλοσοφία καί τήν (Ὀρθόδοξη) Θεολογία σέ τρία γενικά χαρακτηριστικά τους: α) στό ἀντικείμενο, β) στό γνωστικό ὄργανο καί γ) στή μέθοδο.
Ἐπιστήμη εἶναι ἡ ἔρευνα ἑνός ἀντικειμένου μέ μιά συγκεκριμένη μέθοδο, ἡ ὁποία πρέπει νά ἀναγνωρίζεται, γενικότερα, ὡς ἐπιστημονική. Ἀντικείμενό της εἶναι τό ἐπιστητό, δηλαδή ὅ,τι γίνεται ἀντιληπτό μέ τίς αἰσθήσεις μας, ἀλλά καί μέ τά διάφορα ὄργανα, πού ἀποτελοῦν προέκταση τῶν ἀνθρώπινων αἰσθήσεων. Γνωστικό ὄργανο πρόσβασης σ’ αὐτό εἶναι ὁ λόγος: ἡ ἐπιστήμη εἶναι λειτουργία τοῦ ἀνθρώπινου λόγου. Μέθοδός της εἶναι ἡ ἐμπειρία, ἡ ὁποία βασίζεται στήν παρατήρηση, στήν ἀπόδειξη καί στό πείραμα. Ἡ ἐπιστήμη δέν λειτουργεῖ μέ τή μέθοδο τῆς φιλοσοφίας, πού εἶναι ὁ συλλογισμός. Γι’ αὐτήν, οἱ συλλογισμοί τῆς φιλοσοφίας ἔχουν ἀξία μόνο, ὅταν ἐπιβεβαιώνονται ἀπό ἐμπειρικά δεδομένα. Ἴσως εἶναι χρήσιμοι ὡς ὄργανο ἤ ὡς μέσο γιά τήν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας καί, ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, μπορεῖ νά ἀποτελοῦν μέρος ἐπιστημονικῶν θεωριῶν. Ἄν ὅμως, δέν ἐπιβεβαιωθοῦν ἀπό τήν ἐμπειρία, οὔτε οἱ συλλογισμοί, οὔτε οἱ ἐπιστημονικές θεωρίες ἀποτελοῦν ἐπιστημονικές ἀλήθειες. Ἄλλο εἶναι ἡ ἐπιστημονική θεωρία καί ἄλλο ἡ ἐπιστημονική ἀλήθεια.
Ἡ φιλοσοφία ἀσχολεῖται μέ πολλά ζητήματα. Ὅμως τό κατ’ ἐξοχήν ἀντικείμενό της εἶναι τό λεγόμενο «ὀντολογικό ἐρώτημα», «τό πάλαι τε καί νῦν καί ἀεί ζητούμενον καί ἀπορούμενον», δηλαδή τό ἐρώτημα «τί τό ὄν, τοῦτό ἐστι τίς ἡ οὐσία», κατά τόν Ἀριστοτέλη (Μετά τά Φυσικά, Ζ', 1028b). Κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, «φιλοσοφία ἐστί γνῶσις τῶν ὄντων, ᾗ ὄντα ἐστί, τουτέστι γνῶσις τῆς τῶν ὄντων φύσεως» (Διαλεκτικά, Γ', MPG, τ. 94, 533). Ἀντικείμενό της εἶναι τό «ὄν» ἤ τό «εἶναι» ἤ ἡ «οὐσία». Μέ ἄλλα λόγια, ἡ φιλοσοφία ἀναζητεῖ τό σταθερό καί ἀμετάβλητο θεμέλιο κάτω ἀπό τήν μεταβλητότητα καί τήν συνεχή ροή τῶν ἐπιμέρους πραγμάτων, τό ὁποῖο γιά ἄλλους εἶναι ἡ ὕλη, γιά ἄλλους ἡ ἰδέα καί γιά ἄλλους κάποια ἄλλη ἀρχή. Ἡ ἀπόπειρα αὐτή κατανόησης τοῦ κόσμου στό σύνολό του καί ἀπό μιά συγκεκριμένη ἀρχή ἀποκαλεῖται Ὀντολογία ἤ Μεταφυσική. Ὄργανο τῆς φιλοσοφίας εἶναι ὁ λόγος, ὅπως καί στήν περίπτωση τῆς ἐπιστήμης: καί ἡ φιλοσοφία εἶναι λειτουργία τοῦ ἀνθρώπινου λόγου. Ἡ μέθοδος, ὡστόσο, τῆς φιλοσοφίας, στήν παραδοσιακή της, τουλάχιστον, μορφή εἶναι ὁ συλλογισμός. Μέ αὐτή τήν ἔννοια, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεωροῦν μάταια τήν προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά συλλάβει τήν ἀρχή (τό «εἶναι» ἤ τήν «οὐσία») τοῦ κόσμου καί μάλιστα, μέσω τοῦ μεταφυσικοῦ στοχασμοῦ, καί δέν ἔχουν σέ ἰδιαίτερη ἐκτίμηση τή φιλοσοφία. Στήν Ἁγ. Γραφή συναντᾶμε ὑποτιμητικές ἐκφράσεις γι’ αὐτήν, ὅπως ἡ ἔκφραση «κενή ἀπάτη» τοῦ ἀπ. Παύλου (Κολ. 2,8). Ἀλλά, καί στούς νεότερους χρόνους ἡ φιλοσοφία ὡς Ὀντολογία - Μεταφυσική, δέχθηκε ἰσχυρότατα πλήγματα. Στή σύγχρονη ἔρευνα ἔχει πλέον διαμορφωθεῖ ἡ σταθερή πεποίθηση ὅτι τό ἀμετάβλητο, πού ἀποτελεῖ θεμέλιο τῆς Μεταφυσικῆς, τελικά δέν ὑπάρχει. Μέ τίς σύγχρονες, τέλος, ἀνακαλύψεις στόν χῶρο τῆς φυσικῆς (εἰδικότερα, μετά τήν ἐμφάνιση τῆς κβαντομηχανικῆς) κατέρρευσε καί τό τελευταῖο ὀχυρό τῆς Μεταφυσικῆς, τά καθαρά μαθηματικά.
Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ (1296-1359), ἡ ἐπιστήμη καί ἡ φιλοσοφία ὁδηγοῦν σέ ἀλήθειες γιά τόν κόσμο καί εἶναι χρήσιμες γιά τή βελτίωση τῶν συνθηκῶν τῆς ζωῆς μας, δέν συμβάλλουν, ὅμως, στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Θεολογία σημαίνει, γενικά, λόγος περί Θεοῦ. Κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ὁ λόγος αὐτός, γιά νά εἶναι αὐθεντικός, προϋποθέτει μιά ἐμπειρία, μιά πραγματική γνώση τοῦ Θεοῦ. Διαφορετικά, ἤ θά εἶναι μεταφυσικός στοχασμός περί Θεοῦ (θρησκευτική φιλοσοφία), χωρίς κανένα ἀντίκρισμα στήν πραγματικότητα καί χωρίς καμμία ἀξία, ἤ θά εἶναι ἁπλῶς προϊόν τῆς ἀνθρώπινης φαντασίας. Πῶς, ὅμως μπορεῖ νά ὑπάρξει γνώση τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ Θεός χαρακτηρίζεται «ἀόρατος», «ἀκατάληπτος», «ἀπερινότητος» κ.λπ.; Ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ Ἅγιοι («θεόπτες») τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης ἰσχυρίζονται ὅτι βλέπουν καί γνωρίζουν πραγματικά τόν ἴδιο τόν Θεό καί ὄχι κάποιο κτιστό σύμβολό Του, προκύπτει ὅτι ὑπάρχει κάτι ἀπό τόν Θεό, πού μπορεῖ νά γίνει γνωστό, καί κάτι πού παραμένει παντελῶς καί γιά πάντα ἄγνωστο. Τό ἄγνωστο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἄκτιστη οὐσία Του καί τό γνωστό εἶναι οἱ, ἐπίσης, ἄκτιστες ἐνέργειές Του, οἱ ὁποῖες, κατά τόν Μέγα Βασίλειο, φτάνουν μέχρι ἐμᾶς. Αὐτές γίνονται γνωστές ἀπό ὅσους βρίσκονται στήν ἀνώτατη κατάσταση πού μπορεῖ νά φτάσει ὁ ἄνθρωπος καί πού εἶναι ἡ κατάσταση τῆς θεοπτίας (θεώσεως ἤ ἁγιότητος).
Ἄν καί οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀνήκουν στά ἄκτιστα καί δέν ἀποτελοῦν μέρος τοῦ ἐπιστητοῦ, τότε οὔτε ὁ Θεός, οὔτε οἱ ἐνέργειές Του μποροῦν νά γίνουν ἀντιληπτά ἀπό τήν ἐπιστήμη. Ἡ ἐπιστήμη δέν μπορεῖ νά ἰσχυρισθεῖ οὔτε ὅτι ὑπάρχει ὁ Θεός, οὔτε ὅτι δέν ὑπάρχει, πολύ περισσότερο δέν μπορεῖ νά «περιγράψει» τόν Θεό. Ἄν κάνει κάτι τέτοιο, ὑπερβαίνει τά ὅριά της καί παύει νά λειτουργεῖ ὡς ἐπιστήμη. Τότε ἐκπίπτει σέ μεταφυσικό στοχασμό καί ἡ σύγκρουσή της μέ τή Θεολογία εἶναι ἀναπόφευκτη. Ἄν, ὅμως, λειτουργεῖ στά ὅριά της, τότε δέν ὑπάρχει ἐνδεχόμενο σύγκρουσης μέ τή Θεολογία, ἀφοῦ ἡ μέν ἀναφέρεται στήν ἀλήθεια γιά τά κτιστά καί ἡ δέ στήν ἀλήθεια γιά τά ἄκτιστα (γιά τόν Θεό καί γιά τίς σχέσεις Του μέ τόν κόσμο). Τά παραπάνω ἰσχύουν κατά τόν ἴδιο τρόπο καί γιά τή φιλοσοφία. Ὡστόσο, ὑπερβάσεις ὁρίων παρατηροῦνται καί ἐκ μέρους τῆς Θεολογίας. Μέχρι πρόσφατα ὑπῆρχαν Ὀρθόδοξοι Θεολόγοι, ἐπηρεασμένοι ἀπό τή δυτική σκέψη, πού ἐπιχειρηματολογοῦσαν γιά τό ὅτι ἡ Θεολογία εἶναι μιά ἐπιστήμη, ἡ ὁποία δέν ὑστερεῖ ἔναντι τῶν ἄλλων ἐπιστημῶν, πιστεύοντας ὅτι ἔτσι ἡ Θεολογία ἀποκτᾶ κῦρος. Προφανῶς, οἱ παραπάνω Θεολόγοι παρέβλεπαν τό ἁπλό δεδομένο ὅτι τό «ἀντικείμενο» τῆς Θεολογίας (ὁ Θεός) βρίσκεται ἐκτός τοῦ ἐπιστητοῦ, δηλαδή ἐκτός τοῦ πεδίου τῆς ἐπιστήμης, καί δέν μπορεῖ σέ καμμία περίπτωση νά γίνει ἀντικείμενο ἐπιστημονικῆς ἔρευνας.
Πράγματι, ὅσοι ἔχουν θεοπτικές ἐμπειρίες, δηλαδή οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, βεβαιώνουν ὅτι οἱ ἐμπειρίες αὐτές ὑπερβαίνουν καί τήν αἴσθηση καί τή λογική (εἶναι ἐμπειρίες «ὑπέρ λόγον» καί «ὑπέρ ἔννοιαν»). Ἡ πρόσβαση σ’ αὐτές δέν γίνεται μέσω τοῦ λόγου, ὅπως στήν περίπτωση τῆς ἐπιστήμης καί τῆς φιλοσοφίας, ἀλλά μέσω τοῦ «νοῦ» καί, ἀκριβέστερα, μέσω τοῦ «κεκαθαρμένου νοῦ». Ὁ νοῦς, κατά τήν Πατερική Παράδοση, εἶναι γνωστική δύναμη τοῦ ἀνθρώπου («μέρος τῆς ψυχῆς»), πού διαφέρει τοῦ λόγου, δηλαδή τῆς νόησης, τῆς λογικῆς. Στήν περίπτωση τοῦ μέσου (πεπτωκότος) ἀνθρώπου ὁ νοῦς εἶναι ἀδρανής, ἤ κατά τήν Πατερική ὁρολογία «ἐσκοτισμένος». Ὅταν, ὅμως, μέ τά ἱερά Μυστήρια καί μέ τήν ἀσκητική διαδικασία τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἄνθρωπος καθαρθεῖ ἀπό τά πάθη, τότε καί ὁ νοῦς καθαίρεται, ἐνεργοποιεῖται καί «ὁρᾶ» (βλέπει ἤ γνωρίζει) τόν Θεό. Στή συνέχεια, ὁ λόγος ἐπιχειρεῖ νά διατυπώσει αὐτές τίς «ὑπέρ λόγον» ἐμπειρίες μέ κτιστά «ρήματα» (λόγια) καί «νοήματα» καί μέ μοναδικό σκοπό τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ λόγος τῆς Θεολογίας εἶναι σωτηριώδης, δηλαδή ἀποβλέπει καί ὁδηγεῖ στή σωτηρία. Ἐπίσης, εἶναι λόγος παραδειγματικός ἤ συμβολικός, δηλαδή δέν ὑπάρχει πλήρης ἀντιστοιχία μεταξύ ἀφ’ ἑνός τῶν «ρημάτων» καί «νοημάτων» τῆς Θεολογίας καί ἀφ’ ἑτέρου τῆς πραγματικότητας τήν ὁποία ἐπισημαίνουν, ἀφοῦ τά μέν «ρήματα» καί «νοήματα» εἶναι κτιστά, ἡ δέ πραγματικότητα στήν ὁποία ἀναφέρονται εἶναι ἄκτιστη. Ἔτσι, μέθοδος καί θεμέλιο τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας εἶναι ἡ ἐμπειρία καί, εἰδικότερα, οἱ θεοπτικές ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων, καί ὄχι ὁ συλλογισμός (στοχασμός) περί Θεοῦ. Ἀπό τά παραπάνω προκύτει ὅτι Θεολογία καί φιλοσοφία διαφέρουν καί ὡς πρός τό ἀντικείμενο καί ὡς πρός τό γνωστικό ὄργανο καί ὡς πρός τή μέθοδο. Θεολογία καί ἐπιστήμη, ὅμως, ἐνῶ διαφέρουν ὡς πρός τά δύο πρῶτα, ὁμοιάζουν ὡς πρός τή μέθοδο, πού εἶναι καί στίς δύο περιπτώσεις ἡ ἐμπειρία, μιά διαδικασία πού μπορεῖ νά ἐπαναληφθεῖ μέ τό ἴδιο ἀποτέλεσμα (τή θέωση στήν περίπτωση τῆς Θεολογίας).
Ποιά εἶναι, ὅμως, ἡ θέση τῆς πίστης στίς σχέσεις Θεολογίας, ἐπιστήμης καί φιλοσοφίας; Κατά τή Θεολογία, ὁ ἄνθρωπος σώζεται «διά πίστεως». Ἡ ἐπιστήμη καί ἡ φιλοσοφία, ἀντίθετα, ἀπορρίπτουν τήν πίστη καί τό θαῦμα. Ἡ πίστη θεωρεῖται αὐθαίρετη ἐνέργεια, χωρίς λογικά ἐρείσματα, καί τό θαῦμα ἐντάσσεται στά ἀνεξήγητα φαινόμενα, μέ τήν ἐλπίδα κάποτε νά ἐξηγηθεῖ. Ὅμως, ἄν ἡ πίστη εἶναι κάτι αὐθαίρετο στίς θρησκεῖες, δέν ἰσχύει τό ἴδιο στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἐδῶ ἡ πίστη βασίζεται σέ συγκεκριμένα πραγματικά γεγονότα, σέ δυναμικές παρεμβάσεις τοῦ Θεοῦ μέσα στόν χρόνο καί στήν ἱστορία. Τέτοιες παρεμβάσεις εἶναι τά θαύματα. Τά θαύματα ἀποκαλοῦνται «σημεῖα» στήν Ἁγ. Γραφή, πού σημαίνει σημάδια, ἰσχυρές ἐνδείξεις (ὄχι, ὅμως, καί ἀποδείξεις) τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Ἄν ἦταν ἀποδείξεις, θά εἶχαν ὑποχρεωτικό χαρακτῆρα, θά βίαζαν τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία καί θά καταργοῦσαν τήν πίστη. Ἐπειδή, ἀκριβῶς, δέν εἶναι ἀποδείξεις, ἡ πίστη παραμένει ὡς ἐλεύθερη ἐπιλογή τοῦ ἀνθρώπου καί ὡς μέθοδος, ἡ ὁποία τόν ὁδηγεῖ στή σωτηρία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου