Διάγραμμα – Περίληψη
Θέματος Ε' τοῦ Θεολογικοῦ Προγράμματος «Ὀρθοδοξία καί Ζωή»
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου Ι', ἔτους 2015-2016.
Οἱ προϋποθέσεις τῆς Ὀρθόδοξης Κοσμολογίας: Ἡ
θεμελιώδης θεολογική διάκριση μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου
καί ἡ ἐμπειρική θεμελίωσή της: Οἱ πρῶτες
ἀλήθειες, πού γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος
στήν κατάσταση τῆς θεώσεως, εἶναι: α) ὅτι
ὑπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ κτιστοῦ
καί ἀκτίστου καί β) ὅτι μεταξύ κτιστοῦ
καί ἀκτίστου δέν ὑπάρχει καμία ὁμοιότητα.
Ἔτσι, ὅλοι οἱ
Ἅγιοι (οἱ θεούμενοι) γνωρίζουν ἐμπειρικά
τό δόγμα τῆς δημιουργίας. Στά ἄκτιστα ἀνήκει
μόνο ὁ Θεός, δηλαδή ἡ Οὐσία
Του, οἱ Ὑποστάσεις Του καί ἡ Ἐνέργειά
Του. Ἡ ἄκτιστη Οὐσία τοῦ
Θεοῦ εἶναι παντελῶς ἀμέθεκτη,
ἐνῶ ἡ Ἐνέργειά Του εἶναι, ἄκτιστη
μέν, ἀλλά μεθεκτή. Ἐπι πλέον, ἡ
μία Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ
«πολλαπλασιάζεται ἀπολλαπλασιάστως καί μερίζεται ἀμερίστως
ἐν μεριστοῖς» (ὥστε
νά γίνεται λόγος καί γιά πολλές Ἐνέργειες τοῦ
Θεοῦ), παράγουσα πολλαπλά ἀποτελέσματα (κτιστά «ἐνεργήματα»).
Ἕνα ἀπό τά ἀποτελέσματα αὐτά
εἶναι ὁ κόσμος. Τά κτιστά εἶναι ὁ
κόσμος: ὁ ὁρατός καί ὁ ἀόρατος
(ὁ κόσμος τῶν Ἀγγέλων,
τῶν δαιμόνων καί τῶν ἀνθρώπινων
ψυχῶν). Ἡ διάκριση μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου
ὑποβαθμίζει ριζικά τήν κυρίαρχη σέ ἄλλους
χώρους (Ἀποκρυφισμό, Μανιχαϊσμό κ.ἄ.) διάκριση μεταξύ «ὕλης»
καί «πνεύματος», «ἄνω» καί «κάτω κόσμου» κ.λπ. Ὁρισμένες διευκρινίσεις
ἐπί τῆς Ὀρθοδόξου Κοσμολογίας: α) Γιά τήν ἀκρίβεια,
ὁ κόσμος δέν εἶναι «ἐκ
τοῦ Θεοῦ»· εἶναι μέν δημιούργημα τοῦ Θεοῦ,
ἀλλά «ἐκ τοῦ
μηδενός» ἤ «ἐξ οὐκ ὄντων» (τό Σύμβολο τῆς Πίστεως χρησιμοποιεῖ
τόν ὅρο «ποιητήν», ἀντί τῆς
προθέσεως «ἐκ» γιά τή σχέση Θεοῦ καί κόσμου). β) Ὁ
κόσμος εἶναι προϊόν ὄχι τῆς
Οὐσίας τοῦ Θεοῦ,
ἀλλά τῆς Ἐνεργείας
ἤ τῆς Βουλήσεώς Του. Τό δόγμα τῆς δημιουργίας, ἡ
πρώτη ἀλήθεια πού διδάσκει ἡ βιβλική Παράδοση, μέ
τόν φαινομενικά παράδοξο χαρακτῆρα του, ἀνέτρεψε
τά θεμέλια τῆς ἑλληνικῆς Κοσμολογίας. Ἦταν
μιά ἐπανάσταση ἐντός τοῦ
ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ,
πού θεωροῦσε τόν κόσμο αἰώνιο («ἄκτιστο»)
καί τόν Θεό μέρος τοῦ αἰώνιου κόσμου. Ὡστόσο, ἐπικράτησε
ἄν καί τελοῦσε σέ πλήρη ἀντίθεση
μέ τή γνωστή λογική ἀρχή «ex nihilo nihil fit» («τίποτε δέν προέρχεται ἀπό
τό μηδέν»). Τό ἀσυμβίβαστο τῆς Ὀρθόδοξης
Κοσμολογίας μέ τίς ἀντιλήψεις γιά τήν «αὐτόματη» γένεση τοῦ
κόσμου (θεωρίες περί big bang κ.ἄ.). Ἄν
ἡ Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ
μερίζεται καί πολλαπλασιάζεται, τότε κάθε ὄν μετέχει: α) Στή
δημιουργική Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ,
ἡ ὁποία τό φέρνει ἀπό τήν ἀνυπαρξία
στήν ὕπαρξη. β) Στή θεία Βούληση, δηλαδή ἔρχεται
στήν ὕπαρξη ἐκ μέρους τοῦ
Θεοῦ ἐλευθέρως, ὡς προϊόν τῆς
θείας ἐλευθερίας. γ) Στήν προνοητική Ἐνέργεια
τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τό διατηρεῖ στήν ὕπαρξη
(θεία Πρόνοια). δ) Ὅσα ὄντα ἔχουν ζωή (φυτά, ζῶα), μετέχουν ἐπιπλέον
στή ζωοποιό Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
ε) Ὅσα ἔχουν «λόγον» (λογική), μετέχουν καί στή λογοποιό Ἐνέργεια
τοῦ Θεοῦ. στ) Τέλος, ὅσα ἀπό
τά λογικά ὄντα ἔχουν κληθεῖ καί ἀνταποκρίνονται
στήν κλήση τοῦ Θεοῦ νά δοξασθοῦν (θεωθοῦν),
μετέχουν καί στή θεοποιό Ἐνέργεια ἤ Δόξα τοῦ
Θεοῦ. Ὁ ἐν Χριστῷ δοξασμός εἶναι
ὁ ὕψιστος βαθμός μετοχῆς στόν Θεό ἐκ
μέρους τῶν λογικῶν ὄντων
(Ἀγγέλων καί ἀνθρώπων). Γιά τούς ἀνθρώπους,
τῆς μετοχῆς στή θεοποιό Ἐνέργεια
ἤ Δόξα τοῦ Θεοῦ
προηγεῖται ἡ μετοχή στήν καθαρτική καί στή φωτιστική θεία Ἐνέργεια.
Οἱ παραπάνω ἀντιλήψεις ἀποτελοῦν
ἀπάντηση τῆς Ὀρθόδοξης
Θεολογίας στό περίφημο ὀντολογικό ἐρώτημα τῆς
φιλοσοφίας (στό ἐρώτημα «τί τό ὄν», τοῦ
Ἀριστοτέλη): ὅ,τι κάνει τά ὄντα
νά εἶναι (νά ὑπάρχουν), εἶναι
ἡ μετοχή τους στή θεία Ἐνέργεια (τή
δημιουργική καί τήν προνοητική). Στήν ἐποχή μας ἑτερόδοξοι
θεολόγοι τόνισαν ἔντονα τή διαλεκτική σχέση μεταξύ κτιστοῦ
καί ἀκτίστου («διαλεκτική θεολογία»). Ὁ
Karl Barth (1886-1968) μίλησε γιά «ἄπειρη ποιοτική
διαφορά» μεταξύ Θεοῦ καί κόσμου. Ὡστόσο, κατά τήν Ὀρθόδοξη
Παράδοση, τό διαλεκτικό χάσμα μεταξύ Θεοῦ καί κόσμου
γεφυρώνεται διά τῶν ἀκτίστων θείων Ἐνεργειῶν.
Ἡ θνητότητα, ὡς ἰδιότητα τοῦ κτιστοῦ: Ἡ ἀλήθεια ὅτι ὁ
κόσμος εἶναι «ἐκ τοῦ
μηδενός» ἔχει ἄμεσες συνέπειες γιά τόν ἴδιο τόν κόσμο. Τό
μηδέν, ἀπό τό ὁποῖο
προέρχεται ὁ κόσμος, περιβάλλει ὅλα τά ὄντα
ἔξωθεν καί τά διαβρώνει ἔσωθεν. Μέ ἄλλα
λόγια, ὅ,τι γεννιέται πεθαίνει καί ὅ,τι ἔχει
ἀρχή ἔχει καί τέλος: «πᾶν γάρ τό ἀρξάμενον
τελευτᾷ κατά φύσιν» (ἅγ. Ἰω.
Δαμασκηνός). Ἡ θνητότητα εἶναι φυσική ἰδιότητα
τοῦ κτιστοῦ καί ὁ
θάνατος ἀνήκει στήν ἴδια τή φύση τῶν
ὄντων. Ὡστόσο, ὅ,τι
δέν ἀνήκει στό ὄν «κατά φύσιν» (στήν
προκειμένη περίπτωση, ἡ ἀθανασία ἤ ἡ
ἄφθαρσία) μπορεῖ νά τοῦ
δοθεῖ ἀπό τόν Θεό «κατά χάριν» ἔξωθεν. Τό «κατά χάριν»
εἶναι κάτι, πού χορηγεῖται ὡς
δῶρο (χαρίζεται - χάρις) καί προστίθεται στή φύση, χωρίς νά ἀνήκει
σ’ αὐτήν. Τό «κατά χάριν» ἀποτελεῖ
ὑπέρβαση τῆς ἴδιας
τῆς φύσης. Ἔτσι, οἱ
Ἄγγελοι, ὡς κτιστά ὄντα,
εἶναι θνητοί «κατά φύσιν», ἀλλά ἀθάνατοι
«κατά χάριν». Κατά τόν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο, ἡ ψυχή τοῦ
ἀνθρώπου, ὡς κτίσμα, ἔχει,
βέβαια, ἀρχή. Ἐπίσης, ἔχει
καί τέλος «κατά φύσιν», τό ὁποῖο,
ὅμως, τέλος ἔχει καταργηθεῖ
«κατά χάριν». Στήν προπτωτική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου
ἡ φθορά καί ὁ θάνατος, ὡς
φυσικές ἰδιότητες τοῦ κτιστοῦ,
δέν εἶχαν ἐκδηλωθεῖ ἀκόμη
καί δέν θά ἐκδηλώνονταν ποτέ, ἄν ὁ
ἄνθρωπος παρέμενε στήν ἴδια κατάσταση (τήν προπτωτική)
ἤ ἐνεργοποιοῦσε τό «καθ’ ὁμοίωσιν».
Διά τοῦ «καθ’ ὁμοίωσιν» εἶχε
ἐξ ἀρχῆς κληθεῖ στήν «κατά χάριν» ὑπέρβαση
τοῦ θανάτου καί τῆς φθορᾶς,
δηλαδή στήν «κατά χάριν» ὑπέρβαση τῆς ἴδιας
τῆς φύσης του.
Ὁ ἄνθρωπος, ὡς «μεθόριος» δύο κόσμων: Ὡστόσο, ἡ
κλήση τοῦ «καθ’ ὁμοίωσιν» ἀπευθύνεται
μόνο σέ λογικά καί ἐλεύθερα (ἔχοντα ἐλεύθερη
βούληση) δημιουργήματα, δηλαδή, στήν προκειμένη περίπτωση, μόνο στόν ἄνθρωπο
καί ὄχι στόν ὑπόλοιπο ὁρατό
κόσμο. Ὁ ὁρατός κόσμος μετέχει στήν «κατά χάριν» ἀφθαρσία
μόνο διά τοῦ ἀνθρώπου καί λόγῳ τῆς
στενῆς σύνδεσης ἀνθρώπου καί κόσμου. Κατά
τήν Πατερική Παράδοση, ὁ κόσμος δημιουργήθηκε γιά τόν ἄνθρωπο
καί ἀποτελεῖ τόν, μέ εὐρύτερη
ἔννοια, «οἶκο» του. Ὁ
ἄνθρωπος, δημιουργημένος μέ ἰδιαίτερη δημιουργική Ἐνέργεια
(μέ διαφορετικό τρόπο ἔναντι τῶν ἄλλων
κτισμάτων) ὑπερέχει ὅλων ὁρατῶν
δημιουργημάτων τοῦ Θεοῦ, συμπεριλαμβάνοντας στόν ἑαυτό του τήν ἀνόργανη
ὕλη, τή ζωή καί τόν λόγο (εἶναι «μικρός κόσμος»,
κατά τόν ἅγ. Γρηγόριο Νύσσης). Ἔτσι, κοινωνεῖ
μέ τά ἀνόργανα στοιχεῖα τοῦ
κόσμου, μέ τά φυτά, μέ τά ζῶα καί μέ κάθε λογικό ὄν.
Ἄν τό πολυτιμότερο στοιχεῖο τοῦ
ἀνθρώπου εἶναι ὁ
«νοῦς», κατά τήν Πατερική Παράδοση, τότε ὁ
ἄνθρωπος κοινωνεῖ καί μέ τούς καθαρούς
«νόες», δηλαδή μέ τίς ἀγγελικές δυνάμεις. Ἔτσι, ἵσταται
«μεθόριος» μεταξύ δύο κόσμων, τοῦ ὁρατοῦ
(ὑλικοῦ) καί τοῦ ἀοράτου
(ἀγγελικοῦ) κόσμου.
Συμπεριλαμβάνοντας στόν ἑαυτό του τόν ὁρατό κόσμο, τόν
συμπαρασύρει εἴτε στήν πτώση, εἴτε στή σωτηρία (ἀφθαρτοποίηση).
Ἔτσι, ἡ πτώση τοῦ
Ἀδάμ συμπαρέσυρε τήν ὑλική κτίση στή φθορά, ἡ
Ἐνανθρώπιση τοῦ Νέου Ἀδάμ
(Ἰησοῦ Χριστοῦ) καί ἡ
Ἀνάστασή Του τήν ἀπελευθέρωσε ἀπό
τή φθορά καί ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου τῆς
Δόξης θά ἐνεργοποιήσει, θά ὁλοκληρώσει καί θά ὁριστικοποιήσει
τήν ἀπαλλαγή τῆς κτίσεως ἀπό
τή φθορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου