Διάγραμμα – Περίληψη
Θέματος Ζ' τοῦ Θεολογικοῦ Προγράμματος «Ὀρθοδοξία καί Ζωή»
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου Ι', ἔτους 2015-2016.
Ἡ οὐσία τοῦ θανάτου: Θάνατος οὐσιαστικά εἶναι
ὁ ἀποχωρισμός ἀπό τόν Θεό. Ὁ
Θεός εἶναι Ζωή. Ὅ,τι εἶναι
ἑνωμένο μέ τόν Θεό, ζεῖ, καί ὅ,τι
ἀποχωρίζεται ἀπό τόν Θεό, ἀποθνήσκει.
Ὁ θάνατος εἶναι ἀπουσία
καί στέρησις Θεοῦ: «Ὅσον ἀφίστατο ὁ Ἀδάμ
τῆς ζωῆς, τοσοῦτον προσήγγιζε τῷ
θανάτῳ. Ζωή γάρ ὁ Θεός. Στέρησις δέ τῆς
ζωῆς θάνατος» (Μ. Βασίλειος). Ὁ θάνατος ἐμφανίζεται
μέ δύο μορφές: α) πνευματικός θάνατος ἤ «θάνατος πρῶτος»
εἶναι ὁ διά τῆς ἁμαρτίας
ἀποχωρισμός ἀπό τόν Θεό (ὁ
κατ’ ἐξοχήν θάνατος) καί β) φυσικός θάνατος ἤ
«θάνατος δεύτερος» εἶναι ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς
ἀπό τό σῶμα. Ὁ
φυσικός θάνατος εἶναι τό ἀναγκαῖο
ἀποτέλεσμα τοῦ πνευματικοῦ.
Κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ὁ θάνατος, παρά τήν
μεγάλη καί πραγματική του δύναμη, δέν εἶναι «οὐσία»,
ἀλλά στέρηση καί ἀπουσία: «κακία οὐκ
οὐσία τίς ἐστιν, οὐδέ
οὐσίας ἰδίωμα, ἀλλά
συμβεβηκός, ἤτοι ἐκ τοῦ κατά φύσιν εἰς τό παρά φύσιν ἑκούσιος
παρεκτροπή» (Ἰω. Δαμασκηνός). Ὁ θάνατος ὡς
«μέγιστο κακό», συνδέεται στενά με τό «πρόβλημα τῆς θεοδικίας»: Γιατί τό
κακό στόν κόσμο; Γιατί οἱ πόλεμοι καί οἱ ἀναταραχές;
Γιατί οἱ σεισμοί, οἱ θεομηνίες, οἱ
φυσικές καταστροφές; Γιατί εὐημερεῖ
ὁ ἀσεβής καί δυστυχεῖ ὁ
δίκαιος; «Τί ὅτι ὁδός ἀσεβῶν εὐοδοῦται;» (Ἱερ. 12,1). Τό κακό,
γενικά, εἶναι «μή ὄν», «ἀπουσία»,
«στέρησις» καί «παρυπόστασις», ὅπως τό σκότος εἶναι
ἀπουσία φωτός. Ὅλες οἱ
μορφές τοῦ κακοῦ εἶναι
«συμβεβηκότα», «ἐπισυμβάντα», «ἐπεισελθόντα τῇ
φύσει» καί «παρά φύσιν προσθήκη» σ’ αὐτήν (ἅγ.
Ἰουστῖνος Πόποβιτς). Ἡ δημιουργία τοῦ
Θεοῦ εἶναι «καλή λίαν», τό δέ κακό καί ὁ
θάνατος, εἶναι μία «παράσιτος δύναμις» στήν «καλήν λίαν» δημιουργία
τοῦ Θεοῦ. Τό κακό ἔγκειται ὄχι
στή φύση, ἀλλά στήν προαίρεση τῶν πραγμάτων. Προαίρεση,
ὅμως, ἔχουν μόνο τά λογικά ὄντα.
Ὁ αἴτιος τοῦ θανάτου: Ἀφοῦ
ὁ θάνατος δέν ἀνήκει στήν ἀρχική
δημιουργία τοῦ Θεοῦ, ἕπεται ὅτι αἴτιος
τοῦ θανάτου δέν μπορεῖ νά εἶναι
ὁ Θεός. Ἡ Ὁρθόδοξη
Παράδοση διδάσκει σαφῶς ὅτι «ὁ Θεός θάνατον οὐκ ἐποίησεν»
(Σ. Σολ. 1,13) καί ὅτι «οὐκ ἔστιν
αἴτιος τῶν κακῶν
ὁ Θεός» (Μ. Βασίλειος, Ἰω. Δαμασκηνός). Αἴτιο
τοῦ θανάτου εἶναι τά ἐλεύθερα
δημιουργήματα καί εἰδικότερα ἡ κακή χρήση («παράχρησις»)
τῆς ἐλευθερίας τῶν λογικῶν
ὄντων, δαιμόνων καί ἀνθρώπων. Ἔτσι,
πρώτη αἰτία τοῦ θανάτου εἶναι
ὁ διάβολος καί δεύτερη ὁ ἄνθρωπος,
ὁ ὁποῖος διά τῆς πτώσεως, ἔγινε
αἴτιος τοῦ θανάτου τοῦ
ἑαυτοῦ του: «Ὥστε ἑαυτῷ
τόν θάνατον ὁ Ἀδάμ διά τῆς ἀναχωρήσεως
τοῦ Θεοῦ κατεσκεύασε» (Μ. Βασίλειος). Κατά τήν Ἁγία
Γραφή, ὁ διάβολος, ὡς πρώτη αἰτία
τοῦ θανάτου, εἶναι καί «ὁ
ἔχων τό κράτος τοῦ θανάτου» (Ἑβρ.
2,14). Διά τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου
τό «κράτος τοῦ θανάτου» ἐπεκτείνεται ἐπί
τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀλλά καί ἐφ’
ὁλοκλήρου τοῦ φυσικοῦ
κόσμου. Διά τοῦ θανάτου ὁ διάβολος κυριαρχεῖ
στόν κόσμο. Ὡστόσο, τό γεγονός ὅτι ὁ
διάβολος γίνεται «κοσμοκράτορ» καί «ἄρχων» τοῦ
κόσμου τούτου, δέν αἵρει τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Θεός ἐξακολουθεῖ
νά ἔχει «τάς κλεῖς τοῦ
θανάτου καί τοῦ ἅδου» (Ἀποκ. 1,18). Κατά τούς
Πατέρες, ἐπιτρέπει καί ἀνέχεται τόν θάνατο ἐκ
φιλανθρωπίας: «ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατον γένηται». Ὁ
Θεός δέν θέλει τόν θάνατο. Ὡστόσο, κατά παραχώρησή
Του, ὑπάρχουν στόν κόσμο καί θελήματα ἐνάντια
στό θεῖο θέλημα. Τά δύο θελήματα τοῦ Θεοῦ:
α) «εὐδοκία», τό «πρῶτον καί προηγούμενον
θέλημα», «ἐξ αὐτοῦ ὄν» καί β) «παραχώρησις», τό «δεύτερον καί ἑπόμενον
θέλημα», «ἐξ ἡμετέρας αἰτίας». Ὁ
Θεός «τά ὄντως κακά οὔτε προηγουμένως οὔτε
ἑπομένως θέλει· παραχωρεῖ δέ τῷ
αὐτεξουσίῳ» (Ἰω.
Δαμασκηνός).
Ὁ θάνατος στή θεολογία τῆς Δύσεως: Στή Δύση ἐπικράτησαν
διαφορετικές ἀντιλήψεις περί πτώσεως καί σωτηρίας, ξένες πρός τή Βιβλική
καί Πατερική Παράδοση, μέ ἄμεση ἐπίδραση
στήν περί θανάτου διδασκαλία. Οἱ τρεῖς
βασικές θεωρίες περί πτώσεως καί σωτηρίας: α) Ἡ «περί
καταχρήσεως τῆς ἐξουσίας
τοῦ σατανᾶ» θεωρία
τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου (354-430) καί τοῦ
Βερνάρδου ἐκ Claivaux (1090-1153).
Ὁ σατανᾶς ἔλαβε
ἐκ Θεοῦ τήν ἐξουσία
ἐπί τῶν νεκρῶν. Διά τοῦ
Θανάτου τοῦ Χριστοῦ, ὅμως,
ὑπερέβη τήν δικαιοδοσία του, γι’ αὐτό
τιμωρήθηκε, μέ τήν ἀφαίρεση τῶν νεκρῶν
ἀπό τή δικαιοδοσία του. β) Ἡ «ἠθικιστική»
θεωρία τῆς σωτηρίας τοῦ Πέτρου
Ἀβελάρδου (1079-1142). Ὁ Χριστός ἦλθε
στόν κόσμο, μόνο γιά νά ἀποδείξει τήν ἀγάπη Του πρός τόν ἄνθρωπο
καί γιά νά ἀφήσει παράδειγμα πρός μίμησιν. γ) Ἡ
«περί ἱκανοποιήσεως τῆς
θείας δικαιοσύνης» θεωρία
τοῦ Ἄνσελμου Καντουαρίας (1033-1109) καί
τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη (1225-1274). Ἡ πτώση ἀποτελεῖ
ἄπειρη προσβολή τοῦ Θεοῦ,
ἡ ὁποία ἀπαιτοῦσε
ἄπειρη ἱκανοποίηση. Τήν ἄπειρη
ἱκανοποίηση προσέφερε ὁ Χριστός ἐκ
μέρους τοῦ ἀνθρώπου διά τοῦ Πάθους καί Θανάτου
Του. Ὅλες οἱ παραπάνω θεωρίες: α)
Προϋποθέτουν τήν προσφιλή στή Δύση νομική θεώρηση τῆς
σχέσης Θεοῦ καί ἀνθρώπου: Ὁ
λόγος τοῦ Θεοῦ κατανοεῖται ὡς
νόμος, ἡ ἁμαρτία κατανοεῖται ὡς
παράβαση καί τά ἀποτελέσματα τῆς ἁμαρτίας
κατανοοῦνται ὡς τιμωρία. β) Κατανοοῦν
τόν θάνατο ὡς ὄργανο τιμωρίας ἤ βασανισμοῦ
τοῦ ἀνθρώπου στά χέρια τοῦ Θεοῦ.
γ) Ἐκλαμβάνουν τόν Θεό ὡς τελικό αἴτιο
τοῦ θανάτου καί τόν ἴδιο τόν θάνατο, ὡς
κάτι καλό καί ὄχι ὡς τό μέγιστο κακό. δ) Ἀλλοιώνουν πλήρως τόν
χαρακτῆρα τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ
ἔργου τοῦ Χριστοῦ:
ὁ Χριστός δέν ἦλθε στόν κόσμο «ἵνα
διά τοῦ θανάτου καταργήσῃ τόν τό κράτος ἔχοντα
τοῦ θανάτου, τοῦτ’ ἔστι
τόν διάβολον» (Ἑβρ. 2,14), οὔτε «ἵνα
λύσῃ τά ἔργα τοῦ διαβόλου» (Α' Ἰω.
3,8).
Σχέση θανάτου καί ἁμαρτίας: Μεταξύ θανάτου καί ἁμαρτίας
ὑπάρχει ἄρρηκτη σχέση. Δέν ὑπάρχει
θάνατος χωρίς ἁμαρτία: «Δι᾿ ἑνός
ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τόν κόσμον εἰσῆλθε
καί διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος» (Ρωμ. 5,12). Ἡ ἁμαρτία
εἶναι ἡ δύναμις τοῦ θανάτου: «Τό δέ
κέντρον τοῦ θανάτου ἡ ἁμαρτία»
(Α' Κορ. 15,16). Ὅπου ἁμαρτία, ἐκεῖ
καί θάνατος, καί ὅπου θάνατος, ἐκεῖ
καί ἁμαρτία: «Ἐβασίλευσεν
ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θανάτῳ» (Ρωμ. 5,21). Ὁ θάνατος ἀποτελεῖ
ἀναγκαῖο ἐπακόλουθο
τῆς ἁμαρτίας: «Τά γάρ ὀψώνια τῆς
ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. 6,23). Ἁμαρτία
εἶναι κάθε πράξη ἤ λόγος ἤ
σκέψη ἀντίθετα πρός τόν θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἐπί τοῦ θελήματος τοῦ
Θεοῦ θεμελίωση τῆς διάκρισης καλοῦ
καί κακοῦ: Καλό εἶναι ὅ,τι
θέλει ὁ Θεός καί κακό ὅ,τι δέν θέλει. Ἀντίθετα,
ἡ ἀνθρώπινη ἠθική καί τό φυσικό
δίκαιο θεμελιώνονται στόν λεγόμενο «ὀρθό λόγο». Ὁ
«κατά φύσιν» ἄνθρωπος (ὁ προπωτικός ἤ
ὁ ἐν Χριστῷ ἀναγεννημένος)
ἀκολουθεῖ ἀβίαστα
τό θεῖο θέλημα. Ὁ μεταπτωτικός διέπεται
ἀπό τήν ἰσχυρή ρόπη πρός τήν ἁμαρτία.
Μετά τήν πτώση ἡ ἁμαρτία εἶναι «εὐπερίστατος»
(Ἑβρ. 12,1), δηλ. συμβαίνει - προκύπτει πολύ εὔκολα.
Ὡστόσο, ἡ φυσική χρήση ὅλων
τῶν ἀνθρωπίνων δυνάμεων εἶναι νά ἀκολουθοῦν
τό θεῖο θέλημα. Ἡ ὀρθή
χρήση τῶν ἀνθρωπίνων δυνάμεων συνιστᾶ «νόμον», κατά τούς
Πατέρες (τόν «νόμον τοῦ δεδωκότος»). Ἡ «παρά τόν νόμον τοῦ
δεδωκότος» χρήση τῶν φυσικῶν δυνάμεων συνιστᾶ
τήν ἁμαρτία. Ὄψεις τῆς
περί ἁμαρτίας Ὀρθόδοξης ἀντίληψης:
α) Ἡ ἁμαρτία ὡς ἀσθένεια
ψυχῆς καί σώματος (ὁλόκληρης τῆς
ἀνθρώπινης προσωπικότητος): «Κατηρρώστησεν ἡ
ἀνθρώπου φύσις τήν ἁμαρτίαν» (Κύριλλος Ἀλεξανδρείας).
β) Ἡ ἁμαρτία, ὡς «ἀστοχία»
- ἀποτυχία τοῦ ἀνθρώπινου
προορισμοῦ («ἁμαρτάνω» = ἀστοχῶ).
γ) Ἡ ἁμαρτία, ὡς «παράβασις καί
παρακοή» (Ἑβρ. 2,2) τοῦ θείου νόμου (νομική
θεώρηση τῆς ἁμαρτίας). Ὡστόσο, ἡ
νομική θεώρηση τῆς ἁμαρτίας ἐνέχεει τόν κίνδυνο
μετάπτωσης τῆς Ὀρθόδοξης θεραπευτικῆς (σωτηριολογίας) σέ
μή σώζουσα – νεκρή ἀνθρώπινη ἠθική. Στήν ἐκκλησιαστική
ζωή ὑφίσταται πάντοτε ὁ κίνδυνος τῆς
ἔκπτωσης στόν φαρισαϊσμό καί στό «ἐξ
ἔργων δικαιοῦσθαι». Τόν κίνδυνο αὐτό
ἀποτρέπει ἡ Χριστοκεντρική
κατανόηση τῶν θείων καί ζωηφόρων ἐντολῶν:
«Ὁ τηρῶν τάς ἐντολάς αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ) ἐν
αὐτῷ μένει καί αὐτός
ἐν αὐτῷ» (Α' Ἰωαν. 3, 24). «Αὕτη
γάρ ἐστιν ἡ ἀγάπη
τοῦ Θεοῦ, ἵνα τάς ἐντολάς αὐτοῦ τηρῶμεν· καί αἱ
ἐντολαί αὐτοῦ
βαρεῖαι οὐκ εἰσίν» (Α' Ἰωαν. 5, 3). «Ὁ
γάρ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν»
(Ματθ. 11,30). Ὁ «Κύριος εἰς τάς
ἰδίας ἐγκέκρυπται ἐντολάς καί
τοῖς ζητοῦσιν αὐτόν
κατ' ἀναλογίαν εὑρίσκεται»
(ἅγ. Μᾶρκος Ἀσκητής).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου