Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

Εισηγητικό κείμενο: «Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις τον σύγχρονον κόσμον»


Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΕΙΣ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΙΝ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ, ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ,
ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, ΤΗΣ ΑΔΕΛΦΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΛΑΩΝ, ΚΑΙ ΑΡΣΙΝ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ
ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

[Σχέδιον κειμένου τς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, τό γκριθέν πό τς ν Σαμπεζύ-Γενεύῃ πό 21 ως 28 ανουαρίου 2016 Συνάξεως τν ρθοδόξων Προκαθημένων. Δημοσιεύεται συμφώνως πρός τήν πόφασιν τς Συνάξεως τν Προκαθημένων].

κκλησία το Χριστο ζ «ν τ κόσμ», λλά δέν εναι «κ το κόσμου» (ωάν. 17, 11 καί 14-15). κκλησία ποτελε σημεον καί εκόνα τς Βασιλείας το Θεο ν τ στορί, εαγγελιζομένη μίαν «καινήν κτίσιν» (Β Κορ. 5,17), «καινούς ορανούς καί γν καινήν… ν ος δικαιοσύνη κατοικε» (Β Πέτρ. 3, 13), να κόσμον, ες τόν ποον Θεός «ξαλείψει πν δάκρυον κ τν φθαλμν ατν (τν νθρώπων), καί θάνατος οκ σται τι, οτε πένθος οτε κραυγή οτε πόνος οκ σται τι» (ποκ. 21, 4- 5).

Τήν προσδοκίαν ατήν βιώνει δη καί προγεύεται κκλησία, κατ ξοχήν σάκις τελε τήν θείαν Εχαριστίαν, συνάγουσα «πί τό ατό» (Α Κορ. 11, 20) τά διεσκορπισμένα τέκνα το Θεο (ωάν. 11, 52) ες ν σμα νευ διακρίσεως φυλς, φύλου, λικίας, κοινωνικς λλης καταστάσεως, που «οκ νι ουδαος, οδέ λλην, οκ νι δολος οδέ λεύθερος, οκ νι ρσεν καί θλυ» (Γαλ. 3, 28, πρβλ. Κολ. 3, 11), ες να κόσμον καταλλαγς, ερήνης καί γάπης.
Τήν πρόγευσιν ατήν τς «καινς κτίσεως», το μεταμορφωμένου κόσμου, βιώνει πίσης κκλησία ες τά πρόσωπα τν γίων της, ο ποοι διά τς σκήσεως καί τς ρετς των κατέστησαν δη ες τήν ζωήν ατήν εκόνες τς Βασιλείας το Θεο, ποδεικνύοντες καί βεβαιοντες τοιουτοτρόπως τι προσδοκία νός κόσμου ερήνης, δικαιοσύνης καί γάπης δέν εναι οτοπία, λλά «λπιζομένων πόστασις» (βρ. 11, 1), δυνατή μέ τήν χάριν το Θεο καί τόν πνευματικόν γνα το νθρώπου.
μπνεομένη διαρκς πό τήν προσδοκίαν καί τήν πρόγευσιν ατήν τς Βασιλείας το Θεο, κκλησία δέν διαφορε διά τά προβλήματα το νθρώπου τς κάστοτε ποχς, λλά, ντιθέτως, συμμετέχει ες τήν γωνίαν καί τά παρξιακά προβλήματά του, αρουσα, πως Κύριός της, τήν δύνην καί τάς πληγάς, τάς ποίας προκαλε τό κακόν ες τόν κόσμον καί πιχέουσα, ς καλός Σαμαρείτης, λαιον καί ονον ες τά τραύματα ατο (Λουκ. 10, 34) διά το λόγου «τς πομονς καί παρακλήσεως» (Ρωμ. 15, 4, βρ. 13, 22) καί διά τς μπράκτου γάπης. λόγος της πρός τόν κόσμον ποβλέπει πρωτίστως χι ες τό νά κρίν καί καταδικάσ τόν κόσμον (πρβλ. ωάν. 3,17 καί 12, 47), λλά ες τό νά προσφέρ ες ατόν ς δηγόν τό Εαγγέλιον τς Βασιλείας το Θεο, τήν λπίδα καί βεβαιότητα τι τό κακόν, πό οανδήποτε μορφήν, δέν χει τόν τελευταον λόγον ες τήν στορίαν καί δέν πρέπει νά φεθ νά κατευθύν τήν πορείαν της.
ντλοσα πό τάς ρχάς ατάς καί πό τήν λην μπειρίαν καί διδασκαλίαν τς πατερικς, λειτουργικς καί σκητικς της παραδόσεως, ρθόδοξος κκλησία συμμετέχει ες τόν προβληματισμόν καί τήν γωνίαν το συγχρόνου νθρώπου ς πρός θεμελιώδη παρξιακά ζητήματα, τά ποα πασχολον τόν σύγχρονον κόσμον, πιθυμοσα νά συμβάλ ες τήν ντιμετώπισίν των, στε νά πικρατήσ ες τόν κόσμον ερήνη το Θεο, « πάντα νον περέχουσα» (Φιλ. 4, 7), καταλλαγή καί γάπη.

Α. ξία το νθρωπίνου προσώπου

ξία το ἀνθρωπίνου προσώπου, πορρέουσα κ τς δημιουργίας το νθρώπου ς εκόνος Θεο καί κ τς ποστολς ατο ες τό σχέδιον το Θεο διά τόν νθρωπον καί τόν κόσμον, πρξεν πηγή μπνεύσεως διά τούς Πατέρας τῆς κκλησίας, ο ποοι νεβάθυναν ες τό μυστήριον τςς θείας οκονομίας. γιος Γρηγόριος Θεολόγος τονίζει χαρακτηριστικς διά τόν νθρωπον τι Δημιουργός «οόν τινα κόσμον τερον, ν μικρ μέγαν, πί τς γς στησιν, γγελον λλον, προσκυνητήν μικτόν, πόπτην τς ρατς κτίσεως, μύστην τς νοουμένης, βασιλέα τν πί γς, … ζον νταθα οκονομούμενον, καί λλαχο μεθιστάμενον, καί πέρας το μυστηρίου, τ πρός Θεόν νεύσει θεούμενον» (Λόγος ΜΕ´, Ες τό γιον Πάσχα, 7. ΡG 36, 632 AB). σκοπός τς νανθρωπήσεως το Λόγου Θεο εναι θέωσις το νθρώπου. Χριστός, νακαινίσας ν αυτ τόν παλαιόν δάμ (πρβλ. φ., 2,15), «συναπεθέου γε τόν νθρωπον, παρχήν τς μν λπίδος» (Εσεβίου, Εαγγελική πόδειξις, 4, 14. ΡG 22, 289Α). Τοτο διότι, πως ες τόν παλαιόν δάμ νυπρχεν δη λόκληρον τό νθρώπινον γένος, οτω καί ες τόν νέον δάμ συνεκεφαλαιώθη λόκληρον πίσης τό νθρώπινον γένος. «νθρωπος γέγονεν Μονογενής, …νακεφαλαιώσασθαι πάλιν καί ες τό ρχαον ναλαβεν τό διολισθσαν γένος, τουτέστι, τό νθρώπινον» (Κυρίλλου λεξανδρείας, ρμηνεία πόμνημα ες τό κατά ωάννην Εαγγέλιον, Θ´. PG 74, 273D-275A). διδασκαλία ατή τς κκλησίας εναι νεξάντλητος πηγή πάσης χριστιανικς προσπαθείας διά τήν περιφρούρησιν τς ξίας καί το μεγαλείου το νθρώπου.
π’ ατς τς βάσεως εναι παραίτητον νά ναπτυχθ πρός λας τάς κατευθύνσεις διαχριστιανική συνεργασία διά τήν προστασίαν τς ξίας το νθρώπου, ατονοήτως δέ καί το γαθο τς ερήνης, οτως στε α ερηνευτικαί προσπάθειαι λων νεξαιρέτως τν Χριστιανν νά ποκτον μεγαλύτερον βάρος καί δύναμιν.
ς προϋπόθεσις μις ερυτέρας ν προκειμέν συνεργασίας δύναται νά χρησιμεύσ κοινή ποδοχή τς ψίστης ξίας το νθρωπίνου προσώπου. Α ρθόδοξοι κκλησίαι καλονται νά συμβάλουν ες τήν διαθρησκειακήν συνεννόησιν καί συνεργασίαν, δι’ ατς δέ ες τήν πάλειψιν το φανατισμο πό πάσης πλευρς καί τοιουτοτρόπως ες τήν συμφιλίωσιν τν λαν καί πικράτησιν τς λευθερίας καί τς ερήνης ες τόν κόσμον πρός ξυπηρέτησιν το νθρώπου, νεξαρτήτως φυλς καί θρησκεύματος. ννοεται τι συνεργασία ατη ποκλείει τόσον τόν συγκρητισμόν, σον καί τήν πιδίωξιν πιβολς οασδήποτε θρησκείας πί τν λλων.
χομεν τήν πεποίθησιν τι ς «Θεο συνεργοί» (Α Κορ. 3, 9), δυνάμεθα νά προχωρήσωμεν ες τήν διακονίαν ταύτην πό κοινο μεθ’ λων τν νθρώπων καλς θελήσεως, τν γαπώντων τήν κατά Θεόν ερήνην, π’ γαθ τς νθρωπίνης κοινωνίας πί τοπικο, θνικο καί διεθνος πιπέδου. διακονία ατή εναι ντολή Θεο (Ματθ. 5, 9).

Β. Περί λευθερίας καί εθύνης

ν κ τν ψίστων δώρων το Θεο πρός τόν νθρωπον, τόσον ς συγκεκριμένον φορέα τς εκόνος το προσωπικο Θεο, σον καί ς κοινωνίαν προσώπων ντανακλώντων κατά χάριν διά τς νότητος το νθρωπίνου γένους τήν ν τ γί Τριάδι ζωήν καί κοινωνίαν τν θείων προσώπων, ποτελε τό θεον δρον τς λευθερίας. « πλάσας π’ ρχς τόν νθρωπον λεύθερον φκε καί ατεξούσιον, νόμ τ τς ντολς μόνον κρατούμενον» (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΙΔ, Περί φιλοπτωχίας, 25. PG 35, 892Α ). λευθερία καθιστ μέν τόν νθρωπον κανόν νά προοδεύ πρός τήν πνευματικήν τελειότητα, λλά, συγχρόνως, μπερικλείει τόν κίνδυνον τς παρακος, τς πό το Θεο ατονομήσεως καί, δι’ ατς, τς πτώσεως, ξ ο καί α τραγικαί συνέπειαι το κακο ν τ κόσμ.
Συνέπεια το κακο τούτου εναι α πικρατοσαι σήμερον ν τ ζω τέλειαι καί λλείψεις, ς κκοσμίκευσις, βία, κλυσις τν θν, τά παρατηρούμενα νοσηρά φαινόμενα τς λαίλαπος τν ναρκωτικν καί λλων ξαρτήσεων ες μερίδα τς συγχρόνου νεότητος, φυλετισμός, ο ξοπλισμοί, ο πόλεμοι καί τά τούτων πότοκα κοινωνικά κακά, καταπίεσις κοινωνικν μάδων, θρησκευτικν κοινοτήτων καί λαν λοκλήρων, κοινωνική νισότης, περιορισμός τν νθρωπίνων δικαιωμάτων ες τόν χρον τς λευθερίας τν συνειδήσεων καί τς θρησκευτικς εδικώτερον λευθερίας, παραπληροφόρησις καί χειραγώγησις τς κοινς γνώμης, οκονομική θλιότης, νισος κατανομή καί παντελής στέρησις τν πολύτως ναγκαίων πρός τό ζν γαθν, πενα τν ποσιτιζομένων κατομμυρίων νθρώπων, α βίαιαι μετακινήσεις πληθυσμν καί θέμιτος διακίνησις νθρώπων, τό προσφυγικόν χάος, καταστροφή το περιβάλλοντος, νεξέλεγκτος χρσις τς γενετικς βιοτεχνολογίας καί βιοϊατρικς ναφορικς πρός τήν ρχήν, τήν διάρκειαν καί τό τέλος τς ζως το νθρώπου. Πάντα τατα φαίνουν τό πέραντον γχος τς γωνιώδους συγχρόνου νθρωπότητος.
ναντι τς καταστάσεως ατς, ποία δήγησεν ες τήν ποδυνάμωσιν τς θεωρήσεως το νθρωπίνου προσώπου, καθκον τς ρθοδόξου κκλησίας εναι, πως προβάλ σήμερον, διά το κηρύγματος, τς θεολογίας, τς λατρείας καί το ποιμαντικο ργου της, τήν λήθειαν τς ν Χριστ λευθερίας. «Πάντα μοι ξεστιν, λλ᾿ ο πάντα συμφέρει· πάντα μοι ξεστιν, λλ᾿ ο πάντα οκοδομε. Μηδείς τό αυτο ζητείτω, λλά τό το τέρου καστος… να τί γάρ λευθερία μου κρίνεται πό λλης συνειδήσεως;» (Α Κορ. 10, 23-24 καί 10,29). λευθερία νευ εθύνης καί γάπης δηγε τελικς ες τήν πώλειαν τς λευθερίας.

Γ. Περί ερήνης καί δικαιοσύνης

ρθόδοξος κκλησία ναγνωρίζει καί ναδεικνύει διαχρονικς τήν κεντρικήν θέσιν τς ερήνης καί τς δικαιοσύνης ες τήν ζωήν τν νθρώπων. Ατή ατη ν Χριστ ποκάλυψις χαρακτηρίζεται «εαγγέλιον τς ερήνης» (φ. 6,15), διότι Χριστός, «ερηνοποιήσας διά το αματος το σταυρο ατο» τά πάντα (Κολ. 1, 20), «εηγγελίσατο ερήνην τος μακράν καί τος γγύς» (φ. 2, 17) καί κατέστη « ερήνη μν» (φ. 2, 14). ερήνη ατη, «περέχουσα πάντα νον» (Φιλ. 4, 7) εναι, ς επεν διος Κύριος ες τούς μαθητάς Του πρό το Πάθους, ερυτέρα καί οσιαστικωτέρα τς ερήνης, τήν ποίαν παγγέλλεται κόσμος: «Ερήνην φίημι μν, ερήνην τήν μήν δίδωμι μν· ο καθώς κόσμος δίδωσιν, γώ δίδωμι μν» (ωάν. 14, 27). Καί τοτο, διότι ερήνη το Χριστο εναι ριμος καρπός τς ν Ατ νακεφαλαιώσεως τν πάντων, τς ναδείξεως τς ξίας καί το μεγαλείου το νθρωπίνου προσώπου ς εκόνος Θεο· τς προβολς τς ν Ατ ργανικς νότητος το νθρωπίνου γένους καί το κόσμου· τς καθολικότητος τν ρχν τς ερήνης, τς λευθερίας καί τς κοινωνικς δικαιοσύνης καί, τέλος, τς καρποφορίας τς χριστιανικς γάπης μεταξύ τν νθρώπων καί τν λαν το κόσμου. πραγματική ερήνη εναι καρπός τς πί τς γς πικρατήσεως λων ατν τν χριστιανικν ρχν. Εναι νωθεν ερήνη, περί τς ποίας πάντοτε εχεται ρθόδοξος κκλησία ες τάς καθημερινάς της δεήσεις, ξαιτουμένη ταύτην παρά το Θεο, το τά πάντα δυναμένου καί εσακούοντος τάς προσευχάς τν μετά πίστεως Ατ προσερχομένων.
κ τν νωτέρω καθίσταται δλον διατί κκλησία, ς «Σμα Χριστο» (Α’ Κορ. 12,27), δέεται πάντοτε πέρ ερήνης το σύμπαντος κόσμου, ποία ερήνη, κατά τόν Κλήμεντα λεξανδρέα, εναι συνώνυμον τς δικαιοσύνης (Στρωματες, 4, 25. ΡG 8, 1369B-72A). δέ Μέγας Βασίλειος προσθέτει: «ο δύναμαι πεσαι μαυτόν, τι νευ τς ες λλήλους γάπης καί νευ το, τό ες μέ κον, ερηνεύειν πρός πάντας δύναμαι ξιος κληθναι δολος ησο Χριστο» (πιστολή 203,1. PG 32,737B). Τοτο εναι, ς σημειώνει ατός Πατήρ, τόσον ατονόητον διά τόν Χριστιανόν, στε «οδέν οτως διόν στι Χριστιανο ς τό ερηνοποιεν» (πιστολή, 114. ΡG 32, 528B). ερήνη το Χριστο εναι μυστική δύναμις, ποία πηγάζει πό τήν καταλλαγήν το νθρώπου πρός τόν οράνιον Πατέρα Του, «κατά πρόνοιαν ησο, το τά πάντα ν πσιν νεργοντος, καί ποιοντος ερήνην ρρητον καί ξ αἰῶνος προωρισμένην καί ποκαταλλάσσοντος μς αυτ καί ν αυτ τ Πατρί» (Διονυσίου ρεοπαγίτου, Περί θείων νομάτων, 11, 5, ΡG 3,953AB).
φείλομεν συγχρόνως νά πογραμμίσωμεν τι τά δρα τς ερήνης καί τς δικαιοσύνης ξαρτνται καί κ τς νθρωπίνης συνεργίας. Τό γιον Πνεμα χορηγε πνευματικά δρα, ταν ν μετανοί πιζητμεν τήν ερήνην καί τήν δικαιοσύνην το Θεο. Τά δρα τατα τς ερήνης καί δικαιοσύνης μφανίζονται κε νθα ο Χριστιανοί καταβάλλουν προσπαθείας ες τό ργον τς πίστεως, τς γάπης καί τς λπίδος ν Χριστ ησο τ Κυρί μν (Α’ Θεσ. 1,3).
μαρτία εναι πνευματική σθένεια, τς ποίας τά ξωτερικά συμπτώματα εναι α ταραχαί, α ριδες, τά γκλήματα καί ο πόλεμοι, μετά τν τραγικν ατν συνεπειν. κκλησία πιδιώκει νά ξαλείψ ο μόνον τά ξωτερικά συμπτώματα ατς τς σθενείας, λλά καί ατήν ταύτην τήν σθένειαν, τήν μαρτίαν.
Συγχρόνως, ρθόδοξος κκλησία θεωρε καθκον ατς νά πικροτ πν ,τι ξυπηρετε πράγματι τήν ερήνην (Ρωμ. 14,19) καί νοίγει τήν δόν πρός τήν δικαιοσύνην, τήν δελφοσύνην, τήν ληθ λευθερίαν καί τήν μοιβαίαν γάπην μεταξύ λων τν τέκνων το νός ορανίου Πατρός, ς καί μεταξύ λων τν λαν τν ποτελούντων τήν νιαίαν νθρωπίνην οκογένειαν. Συμπάσχει δέ μεθ’ λων τν νθρώπων, ο ποοι ες διάφορα μέρη το κόσμου στερονται τν γαθν τς ερήνης καί τς δικαιοσύνης.

Δ. ερήνη καί ποτροπή το πολέμου

κκλησία το Χριστο καταδικάζει γενικς τόν πόλεμον, τόν ποον θεωρε πόρροιαν το ν τ κόσμ κακο καί τς μαρτίας. «Πόθεν πόλεμοι καί μάχαι ν μν; Οκ ντεθεν, κ τν δονν μν τν στρατευομένων ν τος μέλεσιν μν;» (ακ. 4,1). καστος πόλεμος ποτελε πειλήν καταστροφς τς δημιουργίας καί τς ζως.
 λως διαιτέρως, ες περίπτωσεις πολέμων δι πλων μαζικς καταστροφς, α συνέπειαι θά εναι τρομακτικαί, χι μόνον διότι θά πέλθ θάνατος ες πρόβλεπτον ριθμόν νθρώπων, λλά καί διότι δι’ σους θά πιζήσουν βίος θά καταστ βίωτος. Θά μφανισθον νίατοι σθένειαι, θά προκληθον γενετικαί λλαγαί καί λλα δεινά, τά ποα θά πηρεάζουν καταστρεπτικς καί τάς πομένας γενεάς.
Λίαν πικίνδυνος δέν εναι μόνον πυρηνικός ξοπλισμός, λλά καί ο χημικοί, ο βιολογικοί καί πάσης μορφς ξοπλισμοί, ο ποοι δημιουργον τήν ψευδαίσθησιν τς περοχς καί κυριαρχίας πί το περιβάλλοντος κόσμου. Τοιοτοι ξοπλισμοί καλλιεργον τμόσφαιραν φόβου καί λλείψεως μπιστοσύνης καί καθίστανται ατία νός νέου νταγωνισμο ξοπλισμν.
κκλησία το Χριστο, θεωροσα κατ ρχήν τόν πόλεμον πόρροιαν το ν τ κόσμ κακο καί τς μαρτίας, νθαρρύνει πσαν πρωτοβουλίαν καί προσπάθειαν πρός πρόληψιν ποτροπήν ατο διά το διαλόγου καί διά παντός λλου προσφόρου μέσου. Ες περίπτωσιν κατά τήν ποίαν πόλεμος καταστ ναπόφευκτος, κκλησία συνεχίζει προσευχομένη καί μεριμνσα ποιμαντικς διά τά τέκνα ατς, τά ποα μπλέκονται ες τάς πολεμικάς συγκρούσεις διά τήν περάσπισιν τς ζως καί τς λευθερίας ατν, καταβάλλουσα πσαν προσπάθειαν διά τήν ταχυτέραν ποκατάστασιν τς ερήνης καί τς λευθερίας.
ρθόδοξος κκλησία καταδικάζει ντόνως τάς ποικιλομόρφους συγκρούσεις καί τούς πολέμους, τούς φειλομένους ες φανατισμόν, προερχόμενον κ θρησκευτικν ρχν. Βαθεαν νησυχίαν προκαλε μόνιμος τάσις αξήσεως τν καταπιέσεων καί διώξεων τν χριστιανν καί λλων κοινοτήτων, ξ ατίας τς πίστεως ατν, ες τήν Μέσην νατολήν καί λλαχο, καθώς καί α πόπειραι κριζώσεως το Χριστιανισμο κ τν παραδοσιακν κοιτίδων ατο. Τοιουτοτρόπως, πειλονται α φιστάμεναι διαθρησκειακαί καί διεθνες σχέσεις, ν πολλοί χριστιανοί ναγκάζονται νά γκαταλείψουν τάς στίας ατν. Ο νά τόν κόσμον ρθόδοξοι συμπάσχουν μετά τν δελφν ατν χριστιανν καί λων τν λλων διωκομένων ν τ περιοχ καί καλον ες ξεύρεσιν δικαίας καί μονίμου λύσεως τν προβλημάτων τς περιοχς.
 Καταδικάζονται πίσης πόλεμοι, μπνεόμενοι πό θνικισμο, προκαλοντες θνοκαθάρσεις, μεταβολάς κρατικν ρίων καί κατάληψιν δαφν.

Ε. ρθόδοξος κκλησία ναντι τν διακρίσεων

Κύριος, ς Βασιλεύς τς δικαιοσύνης (βρ. 7, 2-3), ποδοκιμάζει τήν βίαν καί τήν δικίαν (Ψαλμ. 10, 5) καί καταδικάζει τήν πάνθρωπον στάσιν πρός τόν πλησίον (Μάρκ. 25, 41-46. ακ. 2, 15-16). Ες τήν Βασιλείαν Aτο, ποία εκονίζεται καί εναι παροσα ν τ κκλησί Του δη δ ες τήν γν, δέν πάρχει τόπος οτε διά τό μσος, οτε δι’ χθραν καί μισαλλοδοξίαν (σ. 11, 6. Ρωμ. 12, 10).
θέσις τς ρθοδόξου κκλησίας εναι ν προκειμέν σαφής. κκλησία πιστεύει τι Θεός «ποίησεν ξ νός αματος πν θνος νθρώπων κατοικεν πί πν τό πρόσωπον τς γς» (Πράξ. 17, 26) καί τι ν Χριστ «οκ νι ουδαος οδέ λλην, οκ νι δολος οδέ λεύθερος, οκ νι ρσεν καί θλυ· πάντες γάρ ες στε ν Χριστ ησο» (Γαλ. 3, 28). Ες τό ρώτημα «καί τίς στί μου πλησίον;» Χριστός πήντησε διά τς παραβολς το καλο Σαμαρείτου (Λουκ. 10,25-37). Καί οτως δίδαξε τήν κατάλυσιν παντός μεσοτοίχου χθρας καί προκαταλήψεως. ρθόδοξος κκλησία μολογε τι καστος νθρωπος, νεξαρτήτως χρώματος, θρησκείας, φυλς, φύλου, θνικότητος, γλώσσης, χει δημιουργηθ κατ εκόνα καί καθ μοίωσιν Θεο καί πολαμβάνει σα δικαιώματα ν τ κοινωνί. Συνεπής πρός τήν πίστιν ατήν, ρθόδοξος κκλησία δέν δέχεται τάς διακρίσεις δι’ καστον κ τν προαναφερθέντων λόγων, φ’ σον αται προϋποθέτουν ξιολογικήν διαφοράν μεταξύ τν νθρώπων.
κκλησία, ν τ πνεύματι το σεβασμο τν νθρωπίνων δικαιωμάτων καί τς σης μεταχειρίσεως τν νθρώπων, ξιολογε τήν φαρμογήν τν ρχν ατν πό τό φς τς διδασκαλίας ατς περί τν μυστηρίων, τς οκογενείας, τς θέσεως τν δύο φύλων ν τ κκλησί καί τν ν γένει ξιν τς κκλησιαστικς παραδόσεως. κκλησία χει δικαίωμα να διακηρύττ τήν μαρτυρίαν τς διδασκαλίας της ες τόν δημόσιον χρον.

ΣΤ. ποστολή τς ρθοδόξου κκλησίας ς μαρτυρία γάπης ν διακονί.

ρθόδοξος κκλησία, πιτελοσα τήν σωτήριον ατς ποστολήν ν τ κόσμ, μεριμν μπράκτως διά πάντας τούς νθρώπους χρζοντας βοηθείας, τούς πεινντας, τούς πόρους, τούς σθενες, τούς ναπήρους, τούς περήλικας, τούς διωκομένους, τούς αχμαλώτους, τούς φυλακισμένους, τούς στέγους, τά ρφανά, τά θύματα τν καταστροφν καί τν πολεμικν συγκρούσεων, τς μπορίας νθρώπων καί τν συγχρόνων μορφν δουλείας. Α καταβαλλόμεναι πό τς ρθοδόξου κκλησίας προσπάθειαι διά τήν καταπολέμησιν τς νδείας καί τς κοινωνικς δικίας ποτελον κφρασιν τς πίστεως ατς καί διακονίαν Ατο το Κυρίου, ποος ταύτισεν αυτόν πρός πάντα νθρωπον, δίως πρός τούς ν νάγκαις ερισκομένους: «φ᾿ σον ποισατε νί τοτων τν δελφν μου τν λαχστων, μοί ποισατε» (Ματθ. 25, 40). ν τ πολυπτύχ ταύτ κοινωνικ διακονί, κκλησία δύναται νά συνεργάζηται μετά τν διαφόρων σχετικν κοινωνικν φορέων.
Ο νταγωνισμοί καί α χθρότητες ν τ κόσμ εσάγουν δικίαν καί νισότητα ες τήν συμμετοχήν τν νθρώπων καί τν λαν ες τά γαθά τς θείας δημιουργίας. Στερον πό κατομμύρια νθρώπων τά βασικά γαθά καί δηγον ες ξαθλίωσιν τς νθρωπίνης πάρξεως, προκαλον μαζικάς μεταναστεύσεις πληθυσμν, διεγείρουν θνικάς, θρησκευτικάς καί κοινωνικάς συγκρούσεις, α ποαι πειλον τήν σωτερικήν συνοχήν τν κοινωνιν.
κκλησία δέν δύναται νά μείν διάφορος ναντι τν οκονομικν καταστάσεων, α ποαι πηρεάζουν ρνητικς λόκληρον τήν νθρωπότητα. πιμένει ες τήν νάγκην, οχί μόνον οκονομία νά ρείδηται πί θικν ρχν, λλά καί μπράκτως νά διακονται δι ατς νθρωπος, συμφώνως καί πρός τήν διδασκαλίαν το ποστόλου Παύλου, «κοπιντας δε ντιλαμβνεσθαι τν σθενοντων, μνημονεειν τε τν λγων το Κυρου ᾿Ιησο, τι ατός επε· μακριν στι μλλον διδναι λαμβνειν» (Πράξ. 20,35). Μ. Βασίλειος γράφει τι «σκοπός ον κάστ προκεσθαι φείλει ν τ ργ πηρεσία τν δεομένων, οχί δία ατο χρεία» (ροι κατά πλάτος ΜΒ’. PG 31, 1025 A).
Τό χάσμα μεταξύ πλουσίων καί πτωχν διευρύνεται δραματικς ξ ατίας τς οκονομικς κρίσεως, ποία εναι συνήθως ποτέλεσμα κερδοσκοπίας χωρίς φραγμούς κ μέρους οκονομικν παραγόντων, συγκεντρώσεως το πλούτου ες χερας λίγων καί στρεβλς οκονομικς δραστηριότητος, ποία, στερουμένη δικαιοσύνης καί νθρωπιστικς εαισθησίας, δέν ξυπηρετε, τελικς, τάς πραγματικάς νάγκας τς νθρωπότητος. Βιώσιμος οκονομία εναι κείνη, ποία συνδυάζει τήν ποτελεσματικότητα μετά δικαιοσύνης καί κοινωνικς λληλεγγύης.
πό τάς τραγικάς ταύτας καταστάσεις, κατανοεται τεραστία εθύνη τς κκλησίας διά τήν καταπολέμησιν τς πείνης καί πάσης λλης μορφς νδείας ν τ κόσμ. ν τοιοτον φαινόμενον ες τήν ποχήν μας, κατά τήν ποίαν α χραι ζον πό καθεστώς παγκοσμιοποιημένης οκονομίας, ποδηλο τήν σοβαράν κρίσιν ταυτότητος το συγχρόνου κόσμου, διότι πενα οχί μόνον πειλε τό θεον δρον τς ζως λοκλήρων λαν, λλά καί θίγει τό μεγαλεον καί τήν ερότητα το νθρωπίνου προσώπου, συγχρόνως δέ προσβάλλει καί τόν διον τόν Θεόν. Διά τοτο, ν μέριμνα διά τήν δικήν μας τροφήν εναι θέμα λικόν, μέριμνα διά τήν τροφήν το συνανθρώπου μας εναι θέμα πνευματικόν (ακ. 2, 14-18). ποτελε, πομένως, ποστολήν λων τν ρθοδόξων κκλησιν νά πιδεικνύουν λληλεγγύην καί νά ργανώνουν ποτελεσματικς τήν βοήθειάν των πρός τούς νδεες δελφούς.
γία το Χριστο κκλησία ν τ καθολικ σώματι ατς, περικλείουσα ες τούς κόλπους ατς πολλούς λαούς τς γς, ναδεικνύει τήν ρχήν τς πανανθρωπίνου λληλεγγύης καί ποστηρίζει τήν στενοτέραν συνεργασίαν λαν καί κρατν πρός ερηνικήν πίλυσιν τν διαφορν.
νησυχίαν προκαλε ες τήν κκλησίαν διαρκς αξανομένη πιβολή ες τήν νθρωπότητα νός καταναλωτικο τρόπου ζως, ποος στερεται τν χριστιανικν θικν ξιν. πό τήν ννοιαν ατήν, καταναλωτισμός οτος, ν συνδυασμ μετά τς κκοσμικευμένης παγκοσμιοποιήσεως, τείνει νά δηγήσ τούς λαούς ες τήν πώλειαν τν πνευματικν καταβολν ατν, ες τήν στορικήν μνησίαν καί ες τήν λήθην τν παραδόσεων.
Τά μέσα γενικς νημερώσεως οχί σπανίως τελον πό τόν λεγχον μις δεολογίας φιλελευθέρας παγκοσμιοποιήσεως καί οτω καθίστανται δίαυλοι διαδόσεως το καταναλωτισμο καί τς νηθικότητος. διαιτέραν νησυχίαν προκαλον περιστατικά, καθ’ στάσις ναντι τν θρησκευτικν ξιν χαρακτηρίζεται διά τήν λλειψιν σεβασμο, νίοτε δέ καί διά βλασφημίαν, προξενοντα διχασμούς καί ξεγέρσεις ντός τς κοινωνίας. κκλησία προειδοποιε τά τέκνα ατς διά τόν κίνδυνον το πηρεασμο τν συνειδήσεων διά τν μέσων νημερώσεως καί τς χρήσεως ατν οχί δι τν προσέγγισιν τν νθρώπων καί τν λαν, λλά διά τήν χειραγώγησίν των.
Ες τήν πορείαν, ν διανύει κκλησία, κηρύττουσα καί σκοσα τήν σωτήριον ποστολήν ατς διά τήν νθρωπότητα, λοέν καί τακτικώτερον ρχεται ντιμέτωπος μετά τν κφάνσεων τς κκοσμικεύσεως. κκλησία το Χριστο καλεται νά παναδιατυπώσ καί φανερώσ τήν προφητικήν μαρτυρίαν της ες τόν κόσμον, στηριζομένη ες τήν μπειρίαν τς πίστεως, πενθυμίζουσα ν τατ καί τήν πραγματικήν ποστολήν ατς, διά τς καταγγελίας τς Βασιλείας το Θεο καί τς καλλιεργείας συνειδήσεως νότητος ες τό ποίμνιον ατς. Οτω, διανοίγεται ερύ πεδίον δι’ ατήν, δεδομένου τι ς οσιαστικόν στοιχεον τς κκλησιολογικς της διδασκαλίας προβάλλει ες τόν διεσπασμένον κόσμον τήν εχαριστιακήν κοινωνίαν καί νότητα.
πόθος τς συνεχος αξήσεως τς εημερίας καί μετρος κατανάλωσις ναποφεύκτως δηγον ες τήν δυσανάλογον χρσιν καί τήν ξάντλησιν τν φυσικν πόρων. δημιουργηθεσα πό το Θεο κτίσις, ποία δόθη ες τόν νθρωπον «ργζεσθαι καί φυλσσειν» ατήν (πρβλ. Γεν. 2.15), φίσταται τάς συνεπείας τς μαρτίας το νθρώπου: «Τ γρ ματαιτητι κτσις πετγη, οχ κοσα, λλά διά τόν ποτξαντα, π᾿ λπδι τι καί ατή κτσις λευθερωθσεται πό τς δουλεας τς φθορς ες τήν λευθεραν τς δξης τν τκνων το Θεο. Οδαμεν γάρ τι πσα κτσις συστενζει καί συνωδνει χρι το νν» (Ρωμ. 8.20-22).
οκολογική κρίσις, ποία συνδέεται πρός τάς κλιματολογικάς λλαγάς καί τήν περθέρμανσιν το πλανήτου, καθιστ πιτακτικόν τό χρέος τς κκλησίας πως συμβάλ, διά τν ες τήν διάθεσιν ατς πνευματικν μέσων, ες τήν προστασίαν τς δημιουργίας το Θεο κ τν συνεπειν τς νθρωπίνης πληστίας. πληστία διά τήν κανοποίησιν τν λικν ναγκν δηγε ες τήν πνευματικήν πτώχευσιν το νθρώπου καί ες τήν καταστροφήν το περιβάλλοντος. Δέν πρέπει νά λησμονται τι φυσικός πλοτος τς γς δέν εναι περιουσία το νθρώπου, λλά το Δημιουργο:
«Το Κυρίου γ καί τό πλήρωμα ατς, οκουμένη καί πάντες ο κατοικοντες ν ατ» (Ψαλμ. 23,1). Οτως, ρθόδοξος κκλησία τονίζει τήν προστασίαν τς δημιουργίας το Θεο διά τς καλλιεργείας τς εθύνης το νθρώπου ναντι το θεοσδότου περιβάλλοντος καί διά τς προβολς τν ρετν τς λιγαρκείας καί τς γκρατείας. φείλομεν νά νθυμώμεθα τι χι μόνον α σημεριναί, λλά καί α μελλοντικαί γενεαί χουν δικαίωμα πί τν φυσικν γαθν, τά ποα μς χάρισεν Δημιουργός.
Διά τήν ρθόδοξον κκλησίαν, κανότης πρός πιστημονικήν ρευναν το κόσμου ποτελε θεόσδοτον δρον ες τόν νθρωπον. Συγχρόνως μως πρός ατήν τήν κατάφασιν, κκλησία πισημαίνει τούς κινδύνους, ο ποοι ποκρύπτονται ες τήν χρσιν ρισμένων πιστημονικν πιτευγμάτων. Θεωρε τι πιστήμων εναι μέν λεύθερος νά ρευν, λλά καί τι φείλει νά διακόπτ τήν ρευνάν του, ταν παραβιάζωνται βασικαί χριστιανικαί καί νθρωπιστικαί ρχαί: «Πάντα μοι ξεστιν, λλ ο πάντα συμφέρει» (A Κορ. 6, 12) καί «Τό καλόν ο καλόν, ταν μή καλς γίνηται» (Γρηγορίου το Θεολόγου, Λόγος Θεολογικός Α, 4, PG 36, 16 C). θέσις ατη τς κκλησίας ποδεικνύεται πολλαπλς παραίτητος διά τήν ρθήν ριοθέτησιν τς λευθερίας καί τήν ξιοποίησιν τν καρπν τς πιστήμης, ες πάντας σχεδόν τούς τομες τς ποίας, δί δέ τς βιολογίας, ναμένονται νέα πιτεύγματα, λλά καί κίνδυνοι. ν τατ, πογραμμίζομεν τήν ναμφισβήτητον ερότητα τς νθρωπίνης ζως πό τς συλλήψεως μέχρι το φυσικο θανάτου.
Κατά τά τελευταα τη, παρατηρεται λματώδης νάπτυξις ες τάς βιοεπιστήμας καί ες τήν συνδεδεμένην μέ ατάς βιοτεχνολογίαν, πολλά πιτεύγματα τν ποίων θεωρονται εεργετικά διά τόν νθρωπον, λλα δημιουργον θικά διλήμματα, ν λλα κρίνονται πορριπτέα. ρθόδοξος κκλησία πιστεύει τι νθρωπος δέν εναι πλον σύνολον κυττάρων, στν καί ργάνων, οτε καί προσδιορίζεται μόνον πό βιολογικούς παράγοντας. νθρωπος ποτελε δημιούργημα «κατ’ εκόνα Θεο» (Γεν. 1, 27) καί θά πρέπει ναφορά ες ατόν νά γίνηται μέ τόν δέοντα σεβασμόν. ναγνώρισις τς θεμελιώδους ατς ρχς δηγε ες τό συμπέρασμα τι τόσον κατά τήν πιστημονικήν ρευναν, σον καί κατά τήν πρακτικήν φαρμογήν τν νέων νακαλύψεων καί φευρέσεων, δέον πως διαφυλάσσηται τό πόλυτον δικαίωμα κάθε νθρώπου νά πολαύ σεβασμο καί τιμς ες πν στάδιον τς ζως του, καθώς καί βούλησις το Θεο, ς ατη φανερώθη κατά τήν δημιουργίαν. ρευνα πρέπει νά λαμβάν π ψιν της τάς θικάς καί πνευματικάς ρχάς καί τά χριστιανικά θέσμια. παραίτητος σεβασμός δέον νά πιδεικνύηται καί ες λην τήν Δημιουργίαν το Θεο τόσον κατά τήν χρσιν ατς πό το νθρώπου, σον καί κατά τήν ρευναν, συμφώνως πρός τήν ντολήν το Θεο πρός ατόν (Γεν. 2, 15).
Κατά τούς χρόνους τούτους τς κκοσμικεύσεως, διαιτέρως προβάλλει νάγκη, πως ξαρθ σημασία τς γιότητος το βίου, ν ψει τς πνευματικς κρίσεως, ποία χαρακτηρίζει τόν σύγχρονον πολιτισμόν. παρανόησις τς λευθερίας ς λευθεριότητος δηγε ες τήν αξησιν τς γκληματικότητος, τήν καταστροφήν καί τήν βεβήλωσιν τν σεβασμάτων, τήν ξάλειψιν το σεβασμο πρός τήν λευθερίαν το πλησίον καί τήν ερότητα τς ζως. ρθόδοξος Παράδοσις, διαμορφωθεσα διά τς βιώσεως ν τ πράξει τν χριστιανικν ληθειν, εναι φορεύς πνευματικότητος καί σκητικο θους, τό ποον δέον νά ξαρθ καί προβληθ λως διαιτέρως κατά τήν ποχήν μν.
εδική ποιμαντική μέριμνα τς κκλησίας πρός τούς νέους τυγχάνει διαρκής καί μετάπτωτος διά τήν ν Χριστ διαπαιδαγώγησίν των. Ατονόητος τυγχάνει προέκτασις τς ποιμαντικς εθύνης τς κκλησίας καί ες τόν θεόσδοτον θεσμόν τς οκογενείας, τις είποτε καί παραιτήτως στηρίχθη ες τό ερόν μυστήριον το χριστιανικο γάμου, ς νώσεως νδρός καί γυναικός, ποία εκονίζει τήν νωσιν το Χριστο καί τς κκλησίας Του (φ. 5,32). Τοτο καθίσταται πίκαιρον, ν ψει μάλιστα καί ποπειρν νομιμοποιήσεως ες χώρας τινάς καί θεολογικς θεμελιώσεως ες χριστιανικάς τινάς κοινότητας, μορφν συμβιώσεως, ντιτιθεμένων ες τήν χριστιανικήν παράδοσιν καί διδασκαλίαν.

Ες τήν σύγχρονον ποχήν καί είποτε, προφητική καί ποιμαντική φωνή τς κκλησίας πευθύνεται ες τήν καρδίαν το νθρώπου καί καλε ατόν, μετά το ποστόλου Παύλου, να νστερνισθ καί βιώσ «σα στίν ληθ, σα σεμνά, σα δίκαια, σα γνά, σα προσφιλ, σα εφημα» (Φιλιπ. 4,8), τήν θυσιαστικήν γάπην το σταυρωμένου Κυρίου της, τήν μόνην δόν πρός να κόσμον ερήνης, δικαιοσύνης, λευθερίας καί γάπης μεταξύ τν νθρώπων καί τν λαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου