Διάγραμμα – Περίληψη
Θέματος ΣΤ' τοῦ Θεολογικοῦ Προγράμματος «Ὀρθοδοξία καί Ζωή»
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου Ι', ἔτους 2015-2016.
Ἡ πρώτη πτώση (ἡ πτώση τοῦ Ἑωσφόρου): Στά Βιβλικά κείμενα ὁ
θάνατος ἐμφανίζεται γιά πρώτη φορά ὡς «ἀπειλή»
γιά τήν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, δηλ. σχετίζεται μέ τήν ἀνθρώπινη πτώση. Ἡ
πτώση ἀποτελεῖ «κλειδί», γιά τήν
κατανόηση τῆς Ὀρθόδοξης Σωτηριολογίας καί, γενικά, τῆς
Ὀρθόδοξης Θεολογίας. Ὡστόσο, τῆς
ἀνθρώπινης πτώσης προηγεῖται μιά ἄλλη
πτώση, ἐκείνη τοῦ Ἑωσφόρου.
Ἡ ἀρχική κατάσταση τῶν δαιμόνων: Ἄγγελοι
φωτός. Ὁ διάβολος, ὡς ἐλεύθερο
(«αὐτεξούσιον») δημιούργημα καί ὡς «φύσει ἀγαθός»
καί «προαιρέσει κακός». Ἡ πτῶσις τοῦ Ἑωσφόρου:
«Ἐκεῖνος (ὁ Σατανᾶς)
ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ’
ἀρχῆς, καί ἐν τῇ
ἀληθείᾳ οὐκ
ἔστηκεν» (Ἰω. 8,44). «Ἐθεώρουν
τόν Σατανᾶν ὡς ἀστραπήν ἐκ τοῦ
οὐρανοῦ πεσόντα» (Λουκ. 10,18). Ἡ αἰτία
τῆς πτώσεως: ἡ «παράχρησις» (κακή
χρήση) τοῦ «αὐτεξουσίου» (τῆς ἐλευθερίας
του). Ἡ οὐσία τῆς πτώσεως: «ὕβρις»,
«ὑπερηφανία» καί «ἔπαρσις». «Σύ δέ εἶπας
ἐν τῇ διανοίᾳ σου· Εἰς
τόν οὐρανόν ἀναβήσομαι, ἐπάνω
τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ
θήσω τόν θρόνον μου, καθιῶ ἐν ὄρει ὑψηλῷ, ἐπί τά ὄρη τά ὑψηλά
τά πρός Βορρᾶν, ἀναβήσομαι ἐπάνω τῶν
νεφῶν, ἔσομαι ὅμοιος τῷ
Ὑψίστῳ» (Ἡσ. 14, 12-14). Ἡ πτώση τοῦ
Ἑωσφόρου, ὡς κατάσταση θανάτου
(πνευματικοῦ θανάτου - ἀπομακρύνσεως - ἀποκοπῆς
ἀπό τόν Θεό). Οἱ δαίμονες, ὡς
«ἀκίνητοι πρός τό καλόν», «οὐ φύσει, ἀλλά
χάριτι».
Ὁ προπτωτικός ἄνθρωπος: Ἡ
θεολογική διάκριση μεταξύ προπτωτικοῦ («κατά φύσιν») καί
μεταπτωτικοῦ («παρά φύσιν») ἀνθρώπου. Ἡ
ἐπιστήμη καί κάθε ἄλλη ἀνθρώπινη
δραστηριότητα (φιλοσοφία, τέχνη) γνωρίζουν τόν ἄνθρωπο μόνο στήν
μεταπτωτική του κατάσταση, ταυτίζοντας τό «παρά φύσιν» μέ τό «κατά φύσιν». Ὁ
«κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ ἄνθρωπος:
παρά τήν ἄβυσσο μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου,
ὑπάρχει κάποια σχετική ὁμοιότης μεταξύ Θεοῦ
καί ἀνθρώπου. Ἡ διάκριση μεταξύ «εἰκόνος»
(Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ) καί «κατ’ εἰκόνα» (ἀνθρώπου).
Τό «νοερόν» καί τό «αὐτεξούσιον», ὡς θεμελιώδη στοιχεῖα
τοῦ «κατ’ εἰκόνα». Ὁ
«νοῦς», ὡς «πεφωτισμένος» στήν προπτωτική κατάσταση καί ὡς
«ἐσκοτισμένος» στή μεταπτωτική. Ἡ
μετά τοῦ Θεοῦ κοινωνία: ὁ προπτωτικός ἄνθρωπος
σέ κατάσταση φωτισμοῦ ἤ μέ νηπιακές θεοπτικές ἐμπειρίες. Ἡ
προοπτική οἱ ἐμπειρίες αὐτές νά γίνουν «ἕξεις»
(συνήθειες) καί ὁ ἄνθρωπος νά γίνει «ἄτρεπτος» πρός τό κακό.
Ἡ μετοχή τῆς τρυφῆς
τοῦ Παραδείσου. Ὁ Παράδεισος ὡς
α) αἰσθητός (τόπος) καί β) νοητός (κατάσταση). Ἡ
μετοχή τοῦ Θεοῦ, ὡς οὐσία τοῦ Παραδείσου.
Ἀπό τήν πτώση τοῦ Ἑωσφόρου στήν πτώση τοῦ Ἀδάμ: Ἡ θεία ἐντολή ὡς
ἐγγύηση τοῦ ἀνθρωπίνου
αὐτεξουσίου. «Θανάτῳ ἀποθανεῖσθε»
(Γεν. 2,17): ὁ θάνατος ὡς «ἀπειλή»
ἤ μᾶλλον ὡς προειδοποίηση γιά τά
ἀποτελέσματα τῆς πτώσεως. Ὁ
δαιμονικός πειρασμός: «οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε»
- «ἔσεσθε ὡς θεοί» (Γεν. 3, 4-5)!
Τό «ἔσεσθε ὡς θεοί», ὡς
οὐσία τῆς πτώσεως. Τό «ἔσεσθε
ὡς θεοί» (ἡ αὐτο-«θεοποίηση»
τοῦ ἀνθρώπου), ὡς πυρῆνας
μή χριστιανικῶν πολιτισμῶν (δυτικοευρωπαϊκοῦ,
ἰνδουϊστικοῦ πολιτισμοῦ,
Νέας Ἐποχῆς κ.ἄ.). Τά αἴτια τῆς
ἀνθρωπίνης πτώσεως: α) Ὁ Διάβολος καί β) Τό ἀνθρώπινο
αὐτεξούσιο, τό ὁποῖο
ἀκολούθησε τήν προτροπή τοῦ διαβόλου.
Οἱ συνέπειες τῆς πτώσεως:
α) Ἡ κυριαρχία τοῦ θανάτου ἐπί τοῦ ἀνθρώπου: «Δι᾿
ἑνός ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τόν κόσμον εἰσῆλθε
καί διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος, καί οὕτως εἰς
πάντας ἀνθρώπους
ὁ θάνατος διῆλθεν, ἐφ᾿
ᾧ πάντες ἥμαρτον» (Ρωμ. 5,12). «Ἐβασίλευσεν
ὁ θάνατος ἀπό Ἀδάμ
μέχρι Μωϋσέως καί ἐπί
τούς μή ἁμαρτήσαντας ἐπί τῷ
ὁμοιώματι τῆς παραβάσεως
Ἀδάμ» (Ρωμ. 5,14). «Τῷ τοῦ
ἑνός παραπτώματι ὁ
θάνατος ἐβασίλευσε
διά τοῦ ἑνός» (Ρωμ. 5,17). Μέ τήν ἀνθρώπινη πτώση ὁ
θάνατος, ἀπό προειδοποίηση καί ἐνδεχόμενο, γίνεται ἁπτή
πραγματικότητα, ἤ μᾶλλον ἡ ἐπί
τῶν δαιμόνων κυριαρχοῦσα κατάσταση τοῦ
θανάτου, ἐπεκτείνεται καί ἐπί τοῦ
ἀνθρώπου. Ὁ θάνατος, ὡς
ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως, δέν
ταυτίζεται μέ τό ἀπόλυτο μηδέν (τήν πλήρη ἀνυπαρξία): Ἡ
ψυχή μετέχει κάποιων ἐνεργειῶν τοῦ
Θεοῦ (δημιουργικῆς, προνοητικῆς,
ζωοποιοῦ, λογοποιοῦ) καί παραμένει
(«χάριτι») ἀθάνατη. Οἱ προάγγελοι τοῦ
θανάτου: οἱ ἀσθένεις. Ὁ θάνατος ὡς
μέγιστο κακό καί ἡ εἴσοδος τοῦ κακοῦ
στόν κόσμο. Τό φυσικό κακό (ἀσθένειες, θλίψεις,
ταλαιπωρεῖες, φυσικές καταστροφές, σεισμοί, λοιμοί κ.λ.π,) καί τό ἠθικό
κακό (ἁμαρτία, ἀπιστία, ἀποστασία,
ἀνηθικότητα, ἀδικία, πόλεμοι
κ.λπ.).
β) Ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό: Μέ τή πτώση, κάθε κοινωνία μέ τόν Θεό
διακόπτεται. Ὁ ἄνθρωπος παύει νά μετέχει στίς φωτιστικές καί θεοποιές ἐνέργειες
τοῦ Θεοῦ. Τό «κατ’ εἰκόνα» «ἀμαυροῦται»
καί δέν ἀντανακλᾶ πλέον τή λαμπρότητα
τοῦ Ἀρχετύπου. Ὁ «νοῦς»
«σκοτίζεται»: ὑπολειτουργεῖ, νεκροῦται,
ἐξέρχεται ἀπό τόν φυσικό του χῶρο,
τήν «καρδία», ταυτίζεται μέ τόν «λόγο» (τή λογική) καί ἀσχολεῖται
ἀποκλειστικά μέ ἀνθρώπινα διανοήματα. Μεταξύ
Θεοῦ καί ἀνθρώπου παρεμβάλλεται
τό «μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ» καί τό «κάλλυμα τῶν
παθῶν». Ἡ λήθη τοῦ ἀληθινοῦ
Θεοῦ ὁδηγεῖ στήν ἔκπτωση στήν εἰδωλολατρία
(λατρεία «τῆς κτίσεως παρά τόν Κτίσαντα»). Ἀποτέλεσμα
τῆς ἄκαρπης ἀναζήτησης τοῦ
Θεοῦ εἶναι οἱ θρησκεῖες,
ἐπινοούμενες ἀπό τήν ἀνθρώπινη
φαντασία καί λογική.
γ) Ἡ ἀπώλεια τοῦ Παραδείσου: Ἐπίπτωση
τῆς πτώσεως εἶναι ἡ
ἀπώλεια τῆς «τρυφῆς»
τοῦ Παραδείσου. «Καί ἐξαπέστειλεν
αὐτόν Κύριος ὁ
Θεός ἐκ τοῦ Παραδείσου τῆς
τρυφῆς ἐργάζεσθαι τήν γῆν, ἐξ
ἧς ἐλήφθη. Καί ἐξέβαλε
τόν Ἀδάμ καί κατῴκισεν αὐτόν
ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου
τῆς τρυφῆς καί ἔταξε
τά Χερουβείμ καί τήν φλογίνην ρομφαίαν τήν στρεφομένην
φυλάσσειν τήν ὁδόν τοῦ
ξύλου τῆς ζωῆς»
(Γεν. 3, 23-24). Ἡ πύλη τοῦ Παραδείσου κλείνει ὁριστικά
γιά τόν ἄνθρωπο (μέχρι τήν Ἀνάσταση τοῦ
Χριστοῦ). Ὁ ἄνθρωπος στρέφεται σέ ἄλλες ἡδονές,
προερχόμενες ἀπό τά πράγματα πού τόν περιβάλλουν, μέ τά ὁποῖα
δημιουργεῖ ἐμπαθεῖς σχέσεις. Ὁ
«ἀδαμιαῖος θρῆνος»,
μιά κατάσταση γνωστή μόνο σέ ὅσους ἔχουν
γευθεῖ τά ἀγαθά τοῦ Παραδείσου: «Ἐξεβλήθη
Ἀδάμ τοῦ Παραδείσου, διά τῆς
βρώσεως· διό καί καθεζόμενος ἀπέναντι τούτου, ὠδύρετο
ὀλολύζων, ἐλεεινῇ
τῇ φωνῇ, καί ἔλεγεν· Οἴμοι,
τί πέπονθα ὁ τάλας ἐγώ!» (Τριώδιον).
δ) Ἡ ἀπώλεια τοῦ «πρωτοκτίστου
κάλλους»:
Ὁ μεταπτωτικός ἄνθρωπος δέν ὁμοιάζει
πλέον μέ τόν προπτωτικό, οὔτε μέ τόν Θεό (τό Ἀρχέτυπο
τῆς δημιουργίας του), ἀλλά ἐξομοιώνεται
μέ τά «ἄλογα ζῶα»: «Ἄνθρωπος
ἐν τιμῇ ὤν
οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς
ἀνοήτοις καί ὡμοιώθη αὐτοῖς»
(Ψαλμ. 48,13). Τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καλύπτεται ἀπό τό «εἰδεχθές
προσωπεῖον». Ἡ κυριαρχία τοῦ
ἐνστίκτου τῆς αὐτοσυντηρήσεως
(ἀγῶνα πρός ἐπιβίωσιν) καί τῆς
μέριμνας στήν ἀνθρώπινη ζωή. Ἡ ἀσθένεια
τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως: «κατηρρώστησεν τοῦ
ἀνθρώπου ἡ φύσις» (ἅγ.
Κύριλλος Ἀλεξανδρείας). Ἡ κυριαρχία τῶν
παθῶν (ψυχικῶν καί σωματικῶν
ἀρρωστημάτων). Ἀντί τοῦ
«πρωτοκτίστου κάλλους» ἐμφανίζεται ἐνδεδυμένος
«δερματίνους χιτῶνας». Ἡ μετάδοση τοῦ
Προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Ἡ κληροδοσία τῆς
ἀσθενούσης φύσεως στούς ἀπογόνους τοῦ
Ἀδάμ. Πῶς μεταδίδεται τό
προπατορικό ἁμάρτημα: ὅπως μιά κληρονομική ἀσθένεια.
ε) Ἡ δουλεία στόν διάβολο: Ὁ
καθοριστικός ρόλος τοῦ διαβόλου στό γεγονός τῆς ἀνθρωπίνης
πτώσεως. Ἡ πτῶσις, ὡς ὑπακοή
στόν διάβολο, ὡς ἐπιλογή τῆς προσφορᾶς
τοῦ διαβόλου ἀντί τῆς
προσφορᾶς τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐπιλογή τῆς προσφορᾶς
τοῦ διαβόλου, ὡς πρόξενος δουλείας. Ἡ
καθολική κυριαρχία τοῦ διαβόλου στόν κόσμο διά τῆς πτώσεως: ὁ
διάβολος γίνεται ὁ «ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰω.
12, 31) ἤ ὁ «κοσμοκράτορ τοῦ αἰῶνος
τούτου» (Ἐφεσ. 6,12). Ἔκτοτε, «ὁ
κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται»
(Α' Ἰω. 5,19). Ἡ ἀδυναμία
τοῦ ἀνθρώπου νά ἐπιστρέψει στόν Θεό. Ἡ
διά τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ θανάτου κυριαρχία τοῦ
διαβόλου. Ἡ κυριαρχία τοῦ διαβόλου ἐπί
δικαίων καί ἁμαρτωλῶν. Οἱ
Δίκαιοι τῆς Π. Διαθήκης ἐπελευθερώνονται ἐκ
τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ διαβόλου διά τῆς
Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
στ) Ἡ ὑποταγή τῆς κτίσεως στήν φθορά: Λόγῳ
τῆς στενῆς σχέσης του μέ τόν ὁρατό
κόσμο, ὁ ἄνθρωπος συμπαρασύρει τήν κτίση στήν πτώση. Ἔκτοτε,
«ἡ κτίσις συστενάζει καί συνωδίνει
ἄχρι τοῦ νῦν»
(Ρωμ. 8,22) ὑπό τό κράτος τῆς φθορᾶς
(φθορά γιά τή φύση εἶναι ὅ,τι ὁ θάνατος γιά τόν ἄνθρωπο). «Ὑπετάγη,
οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλά διά τόν ὑποτάξαντα»
(20). Στό μέλλον, «καί αὐτή ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπό
τῆς δουλείας τῆς
φθορᾶς εἰς τήν ἐλευθερίαν
τῆς δόξης τῶν τέκνων
τοῦ Θεοῦ» (21). Ἡ σχέση φύσεως καί ἀνθρώπου
διαταράσσεται (ἡ πτῶσις καί ἡ ἁμαρτία,
ὡς πυρῆνας τοῦ
οἰκολογικοῦ προβλήματος). Ὁ
ἄνθρωπος ὑποτάσσεται πλέον στό
περιβάλλον καί στά «στοιχεῖα τοῦ
κόσμου», δηλ. χάνει τήν προπτωτική βασιλική ἡγεμονία ἐπί
τῆς φύσεως, κατά τήν ὁποία ἦταν
«βασιλεύς βασιλευόμενος ἄνωθεν». Ἡ φύσις γίνεται ἐχθρική
(«ἀνατέλει» «ἀκάνθας καί τριβόλους»)
καί τά ζῶα «θηριοῦνται» (μετατρέπονται
σέ θηρία). Ὁ ὑποδουλωμένος στό περιβάλλον ἄνθρωπος, ἀγωνίζεται
νά ὑποτάξει τήν ἐχθρική πρός αὐτόν
φύση, ἀλλά ἐκείνη, συνήθως, τόν ἐκδικεῖται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου