ΤΕΥΧΟΣ 94 ΤΡΙΠΟΛΙΣ
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2016
ΟΡΘΟΔΟΞΗ
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑ
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ
ΕΝ ΟΨΕΙ ΤΗΣ
ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐν Συνόδῳ
Εἶναι
γεγονός, ὅτι τό τρέχον ἔτος ἀποτελεῖ
σταθμό μεγάλης ἱστορικῆς σημασίας γιά τήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία. Τήν ἑβδομάδα τῆς
Πεντηκοστῆς (18-27/6/2016) θά συνέλθη («ἐκτός
ἀπροόπτου», κατά τό Μήνυμα Προκαθημένων τῆς
9/3/2014) ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας
στίς ἐγκαταστάσεις τῆς Ὀρθοδόξου
Ἀκαδημίας Κρήτης. Μετά ἀπό πολλούς αἰῶνες
ἡ Ἐκκλησία συνέρχεται σέ μεγάλη Πανορθόδοξη Σύνοδο. Ἔχει
προηγηθεῖ μακρά καί ἐπίπονη διαδικασία προετοιμασίας
της, χωρίς ἀνάλογο προηγούμενο, οὔτε στήν περίπτωση τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οὔτε
στήν περίπτωση ἄλλων μεγάλων Συνόδων. Συμπληρώθηκαν ἤδη
55 χρόνια ἀπό τό 1961, ὅταν ἀποφασίστηκε
ἐπίσημα ἡ σύγκληση τῆς
Συνόδου ἀπό τήν Α' Πανορθόδοξο Διάσκεψη τῆς
Ρόδου καί ἄρχισαν οἱ διαδικασίες προετοιμασίας
της, καί 93 χρόνια ἀπό τά ἔτη 1923, 1930 καί 1936,
ὅταν ἔγιναν οἱ πρῶτες
ἀποτυχημένες προσπάθειες γιά σύγκληση «Οἰκουμενικῆς»
ἤ «Πανορθοδόξου» Συνόδου ἀπό τό Οἰκουμενικό
Πατριαρχεῖο!
Γιά τήν ἐπικείμενη
Σύνοδο ἔχουν διατυπωθεῖ διάφορες ἐκτιμήσεις,
θετικές (ὑπεραισιόδοξες) καί ἀρνητικές (ἐπικριτικές).
Πολλοί ἔσπευσαν νά τήν καταδικάσουν ἐκ τῶν
προτέρων, ἰσχυριζόμενοι ὅτι δέν ὑπάρχουν
σοβαρά καί ἐπείγοντα προβλήματα, πού πρέπει νά ἐπιλύσει
ἡ Ἐκκλησία, ὅτι ὁ
χρόνος σύγκλησης δέν εἶναι κατάλληλος, ὅτι ὁ
τρόπος λειτουργίας της πάσχει, ὅτι ἡ
ἐκπροσώπηση τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν
δέν εἶναι ἡ ὀρθότερη, ὅτι ὑπάρχει
κίνδυνος ἀλλοίωσης τῆς Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησιολογίας, ὅτι ἐπίκειται
κατοχύρωση βασικῶν θέσεων τῆς παναίρεσης τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ κ.ἄ.
Μεταξύ ὅσων ἐκφράζουν ἔντονους προβληματισμούς
εἶναι καί πρόσωπα μεγάλου πνευματικοῦ
κύρους, ὅπως ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος
Πόποβιτς (1894-1979), Σέρβος Ἱερομόναχος καί Καθηγητής
Πανεπιστημίου, ὁ ὁποῖος ἔγραφε σέ ὑπόμνημά του τό 1971: «Προσωπικῶς
δέν βλέπω, ὅτι κατά τάς σημερινάς περιστάσεις ὑπάρχει
πράγματι ἀναπόφευκτος ἀνάγκη διά τήν σύγκλησιν
τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐάν
ὅμως ὑπάρχῃ, ἡ παροῦσα στιγμή εἶναι
ἡ πλέον ἀκατάλληλος εἰς
τήν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας
μας». Ἀναφερόμενος στίς ἐνέργειες τοῦ
τότε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη, ἐκτιμοῦσε
ὅτι «προετοιμάζει μέ αὐτοκτονικήν ταχύτητα καί
ἐπιπολαιότητα, κατά τό παράδειγμα τοῦ
Βατικανοῦ, αὐτήν τήν ἰδικήν του λεγομένην “Μεγάλην
Πανορθόδοξον Σύνοδον”, ὄχι ὅμως μέ τό βασικόν εὐαγγελικόν καί ἁγιοπαραδοσιακόν
θέμα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου
καί τοῦ κόσμου, ἀλλά μέ καθαρῶς
σχολαστικοπροτεσταντικήν θεματολογίαν ... ἄνευ τῆς
συμμετοχῆς τῶν πραγματικῶν Ὀρθοδόξων
ὁμολογητῶν, φορέων τῆς
Ὀρθοδόξου πίστεως, Θεολογίας, Παραδόσεως καί Ἐκκλησιαστικότητος»
(http://amethystosbooks.blogspot.gr/2016/01/blog-post_448.html).
Ὄντως,
πολλά ἀπό τά παραπάνω ἰσχύουν. Γιά
παράδειγμα, τά κείμενα, πού θά συζητηθοῦν καί πού πρόσφατα
δόθηκαν στή δημοσιότητα, περιέχουν ἀσάφειες καί
προβληματικές ἐκφράσεις, οἱ ὁποῖες,
βέβαια, ἐνδέχεται νά διορθωθοῦν ἤ
νά ἐξαλειφθοῦν κατά τή διαδικασία τῆς
Συνόδου. Προβλήματα, ὅμως, σοβαρά ἐντός τῆς
Ἐκκλησίας ὑπάρχουν, ἄν
ὄχι δογματικῆς, ὁπωσδήποτε
κανονικῆς καί πρακτικῆς φύσεως, ὅπως
ἡ ἀντικανονική κατάσταση στήν Ὀρθόδοξη Διασπορά
(πολλοί Ἐπίσκοποι στήν ἴδια περιοχή), οἱ
δικαιοδοσιακοί καί ἐθνικιστικοί ἀνταγωνισμοί μεταξύ τῶν
κατά τόπους Ἐκκλησιῶν, ἡ
ἀσυνεννοησία, ἡ ἔλλειψη
ἑνότητας, συνεργασίας καί κοινῆς
μαρτυρίας τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν
κ.ἄ. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ἀπό
τά 41 γενικά θέματα, πού κατάρτισε ἡ Α' Πανορθόδοξος
Διάσκεψη τῆς Ρόδου τό 1961 (τά ἐπί μέρους ὑπερέβαιναν
κατά πολύ τά 100), μόνο 6 θά συζητηθοῦν τελικά στή Σύνοδο,
λόγῳ ἀκριβῶς τῆς ἀδυναμίας τῶν Ὀρθοδόξων
Ἐκκλησιῶν νά συμφωνήσουν σέ
περισσότερα. Δυστυχῶς, πολλά ἀπό τά προβλήματα αὐτά
ἀναμένεται νά μήν ἐπιλυθοῦν
οὔτε στήν ἐπικείμενη Μεγάλη Σύνοδο.
Ὡστόσο,
ἀφοῦ ἡ σύγκληση τῆς Συνόδου ἔχει
ἀποφασισθεῖ πανορθοδόξως, ὀφείλουμε
ὅλοι νά μήν προδικάζουμε τό ἀποτέλεσμά της, ἀλλά
νά συμβάλλουμε μέ κάθε μέσο στήν κατά Θεόν ἐπιτυχία της, ἀλλά
καί νά προσευχόμεθα ἔντονα γι’ αὐτήν. Τό κῦρος
καί ἡ ἀξία τῆς Συνόδου θά κριθοῦν
ἐκ τῶν ὑστέρων ἀπό τίς Ἀποφάσεις
της. Ἄν αὐτές τελοῦν σέ συμφωνία μέ τό
πνεῦμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, μέ τίς Ἀποφάσεις
τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί, γενικά,
μέ τή ζῶσα Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας,
τότε ἡ Σύνοδος θά συγκαταριθμηθεῖ μεταξύ τῶν
ἁγίων καί ἱερῶν
Συνόδων καί οἱ Ἀποφάσεις της θά γίνουν δεκτές μέ ἱκανοποίηση
ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἄν, παρ’ ἐλπίδα, δέν συμβεῖ
αὐτό, τότε θά συγκαταριθμηθεῖ μεταξύ τῶν
Συνόδων, πού χαρακτηρίζονται «ληστρικές», καί οἱ Ἀποφάσεις
της θά προκαλέσουν ἐντάσεις καί σχίσματα μεταξύ τῶν
πιστῶν.
Στό τεῦχος
αὐτό δέν θά ἀσχοληθοῦμε
γενικά μέ τήν ἐπικείμενη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο,
ἀλλά μέ ἕνα μόνο θέμα, πού ἀπορρέει
ἀπό τή σύγκλησή της, τή συνοδικότητα τῆς
Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία
μετά ἀπό πολλούς αἰῶνες ἐκφράζεται
σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Εἰδικότερα, θά ἀσχοληθοῦμε
μέ τήν αὐθεντική λειτουργία τῆς συνοδικότητας, μέ δύο
χαρακτηριστικές περιπτώσεις κατάλυσής της στόν Ρωμαιοκαθολικισμό καί στόν
Προτεσταντισμό, ἀλλά καί μέ φαινόμενα παράχρησης τῆς
συνοδικότητας ἐντός τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔννοια, προϋποθέσεις καί αὐθεντικότητα τῆς συνοδικότητας
Ἡ
συνοδικότητα, δηλαδή τό γεγονός ὅτι ἡ
Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ
ἐκφράζεται καί ἀποφασίζει διά τῶν
Συνόδων τῶν κανονικῶν Ἐπισκόπων
της, δέν εἶναι ἕνας ἁπλός θεσμός ἤ ἕνα
ὄργανο διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας,
ἀλλά κάτι πολύ βαθύτερο καί οὐσιαστικότερο, εἶναι
ὁ τρόπος ὑπάρξεως τῆς
Ἐκκλησίας. «Ἡ Ὀρθοδοξία
εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς συνοδικότητος»
(Πατριαρχική Ἐγκύκλιος 20/3/2016), ἡ δέ «Ἐκκλησία
συστήματος καί συνόδου ἐστίν ὄνομα», κατά τόν ἱερό
Χρυσόστομο (PG, 55, 493). Θεμέλιο τῆς συνοδικότητας εἶναι
ἡ διδασκαλία γιά τό Μυστήριο τῆς
Ἱερωσύνης καί, εἰδικότερα, γιά τό
λειτούργημα τοῦ Ἐπισκόπου. Ἡ διδασκαλία αὐτή
διατυπώθηκε ἐκτενέστερα ἀπό τόν ἅγιο
Ἰγνάτιο Ἀντιοχείας (50-113)
στίς ἀρχές τοῦ β' μ.Χ. αἰ.,
μέ ἀφορμή τήν κοίμηση τῶν ἁγίων
Ἀποστόλων καί τόν ἔντονο προβληματισμό σχετικά
μέ τό κῦρος τῶν διαδόχων τους, Ἐπισκόπων,
Πρεσβυτέρων καί Διακόνων. Ὁ ἅγιος
Ἰγνάτιος τονίζει ὅτι ὁ
Ἐπίσκοπος ἵσταται «εἰς
τῦπον» καί «τόπον Χριστοῦ» ἐπί
κεφαλῆς τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας,
δηλαδή ἀποτελεῖ ζῶσα
εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ. Ὅλοι τοῦ ὀφείλουν
ὑπακοή, ὁ δέ «λάθρα ἐπισκόπoυ
τι πράσσων τῷ διαβόλῳ λατρεύει»
(Σμυρναίοις, ix). Αὐτό ἰσχύει ἐπειδή «οἱ
ἐπίσκοποι, οἱ κατά τά πέρατα ὁρισθέντες,
ἐν Ἰησοῦ Χριστοῦ γνώμῃ
εἰσίν» (Ἐφεσίους, iii), δηλαδή
οἱ Ἐπίσκοποι ἔχουν (ὀφείλουν
νά ἔχουν) φρόνημα Χριστοῦ. Ἡ
προτροπή τοῦ Ἁγίου διατυπώνεται ὡς ἑξῆς:
Σᾶς παρακαλῶ νά ἔχετε
φρόνημα Θεοῦ («συντρέχητε τῇ γνώμῃ
τοῦ Θεοῦ»). Ἐπειδή ὁ Χριστός ἔχει
τό φρόνημα τοῦ Πατρός καί ἐπειδή οἱ
Ἐπίσκοποι ἔχουν φρόνημα Χριστοῦ,
καί ἐσεῖς ὀφείλετε νά ἀκολουθεῖτε
τό φρόνημα τοῦ Ἐπισκόπου («συντρέχειν τῇ τοῦ
Ἐπισκόπου γνώμῃ», Ἐφεσίους,
iii-iv), ὥστε νά ἔχετε φρόνημα Θεοῦ.
Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος εἶναι ὁ αὐθεντικότερος ἐκφραστής τοῦ Σώματος καί τό στόμα τοῦ ἀλαθήτου τῆς Ἐκκλησίας. |
Ἔτσι,
μεταξύ Ἐπισκόπου καί τοπικῆς Ἐκκλησίας
ὑπάρχει ἕνα καί μονό φρόνημα,
τό φρόνημα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό
τό φρόνημα ἐκφράζει ἑκάστοτε ὁ
Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος
δέν εἶναι μόνο εἰκόνα Χριστοῦ,
ἀλλά εἶναι ἐπίσης
ὁ φορέας καί ἐκφραστής τῆς
τοπικῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας
προΐσταται. «Πᾶν τό πλῆθος»,
δηλαδή ὁλόκληρη ἡ τοπική Ἐκκλησία,
«θεωρεῖται» στό πρόσωπό του καί εἶναι «ἐγκεκραμένον»
(βαθύτατα ἑνωμένο) μέ αὐτόν (Τραλλιανοῖς,
i, Ἐφεσίους, v). Μεταξύ Ἐπισκόπου καί τοπικῆς
Ἐκκλησίας ὑπάρχει ἄρρηκτος
δεσμός («ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ἐν
τῇ Ἐκκλησίᾳ καί ἡ
Ἐκκλησία ἐν τῷ
Ἐπισκόπῳ», Κυπριανός
Καρθαγένης, Ἐπιστ. 66, 8,3), γι’ αὐτό καί ἀπαγορεύονται
οἱ «ἀπολελυμένες χειροτονίες», δηλαδή οἱ
χειροτονίες Ἐπισκόπων χωρίς ἕδρα καί ποίμνιο, χωρίς
τοπική Ἐκκλησία (στ' κανών Δ' Οἰκ. Συνόδου).
Μέ αὐτά
τά δεδομένα, κάθε Ἐπίσκοπος στή Σύνοδο δέν ἐκφράζει τόν ἑαυτό
του, ἀλλά τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας
του, δηλαδή τό φρόνημα τοῦ Χριστοῦ, ἡ
δέ παρουσία του στή Σύνοδο εἶναι παρουσία ὁλόκληρης
τῆς ὑπ’ αὐτόν τοπικῆς Ἐκκλησίας.
Ἄν οἱ Ἐπίσκοποι ἐκφράζουν φρόνημα
Χριστοῦ, τότε ὁμονοοῦν
καί μεταξύ τους, τουλάχιστον σέ θέματα πίστεως καί σωτηρίας καί σέ σοβαρά ἐκκλησιαστικά
ζητήματα, δηλαδή ἔχουν ἕνα καί μόνο φρόνημα, τό
φρόνημα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ
Σύνοδοι δέν γίνονται τόσο γιά νά ἐπιλυθοῦν
προκύπτοντα προβλήματα (ὅπως τό Διοικητικό Συμβούλιο μιᾶς
ἑταιρίας ἐπιλεύει προβλήματα καί
προγραμματίζει τίς μελλοντικές κινήσεις της), ὅσο γιά νά καταδειχθεῖ
ἡ ἑνότητα τοῦ σώματος τῶν
Ἐπισκόπων καί, κατ’ ἐπέκτασιν, ἡ
ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας,
δηλαδή γιά νά καταδειχθεῖ ὅτι ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι
εἶναι ἐντός τοῦ φρονήματος τοῦ
Χριστοῦ. Γι’ αὐτό, ὁ
φυσικός τρόπος λήψεως τῶν συνοδικῶν Ἀποφάσεων
εἶναι ἡ ὁμοφωνία. Ἄν, παρ’ ἐλπίδα,
αὐτή δέν ἐπιτυγχάνεται, τότε
«κρατείτω ἡ τῶν πλειόνων ψῆφος» (στ' κανών Α' Οἰκ.
Συνόδου). Στήν περίπτωση αὐτή οἱ
διαφωνοῦντες καί ἐκτός τοῦ
φρονήματος τοῦ Χριστοῦ εὑρισκόμενοι
Ἐπίσκοποι ἤ ἀκολουθοῦν
τό κοινό τῆς Ἐκκλησίας φρόνημα ἤ ἀποκόπτονται
ἀπό τό Σῶμα της, ὡς
φορεῖς ἀλλοτρίου φρονήματος.
Μέ αὐτές
τίς προϋποθέσεις ἡ Ἐκκλησία συγκροτοῦσε ἐξ
ἀρχῆς Συνόδους γιά νά ἐκφράζει τήν ἑνότητά
της καί γιά νά ἐπιλύει προβλήματα. Αὐτό γινόταν σέ τοπικό ἐπίπεδο
μέ τίς τοπικές καί σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο μέ τίς Οἰκουμενικές
Συνόδους. Ποτέ ἕνα πρόσωπο (Πάπας ἤ Πατριάρχης) δέν
θεωρήθηκε ἐκφραστής τῆς ἑνότητας
τῆς Ἐκκλησίας ἤ ἁρμόδιος
γιά τήν ἐπίλυση τῶν προβλημάτων της, ἀλλά
πάντοτε αὐτά τά ἐξέφραζε ἡ
Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων. Ὅταν προέκυψαν
προβλήματα στήν Ἀποστολική Ἐκκλησία, δέν ἀποφάσισε
γι’ αὐτά οὔτε ὁ ἀπ. Πέτρος, οὔτε ὁ
ἐπικεφαλῆς τῆς
πρώτης Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων
ἅγιος Ἰάκωβος ὁ
Ἀδελφόθεος, ἀλλά ἡ
λεγομένη Ἀποστολική Σύνοδος τοῦ 48 μ.Χ., ἡ
ὁποία κατέστη πρότυπο ὅλων τῶν
Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας.
Στήν Ἀπόφαση
τῆς Συνόδου ἐκείνης χρησιμοποιήθηκε
ἡ ἔκφραση «ἔδοξε τῷ
Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν»
(Πράξ. 15,28). Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι - μέλη της εἶχαν
σαφή συνείδηση ὅτι ἀκολουθοῦν ὅσα
«τό Πνεῦμα λέγει ταῖς ἐκκλησίαις»
(Ἀποκ. 2,7). Τελικά, ἡ ἑνότητα
τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ἔκφραση
τῆς Ἀλήθείας της εἶναι ἔργα
τοῦ «Πνεύματος τῆς ἀληθείας»,
τό Ὁποῖο «εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσεν» (Κοντάκιο
Πεντηκοστῆς). Ὅμως, τό Ἅγιο Πνεῦμα
δέν «τελειοῖ» μόνο Ἱερεῖς,
δηλαδή δέν ἐγκαθιστᾶ ἁπλῶς
Ἐπισκόπους, Πρεσβυτέρους καί Διακόνους, ἀλλά
ἐπίσης θεώνει, φωτίζει καί ἀναδεικνύει Ἁγίους,
Πατέρες, Διδασκάλους, Προφῆτες καί κατόχους πολλῶν
ἄλλων πνευματικῶν χαρισμάτων, εἴτε
ἀπό τίς τάξεις τῶν Κληρικῶν,
εἴτε ἀπό τίς τάξεις τῶν λαϊκῶν.
Ἔτσι, πολλοί ἀπό τούς Πατέρες καί
Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας δέν ἦσαν Ἐπίσκοποι,
ἀλλά Πρεσβύτεροι, Μοναχοί, ἀκόμη καί λαϊκοί
(Μάξιμος Ὁμολογητής, Ἰωάννης Δαμασκηνός,
Θεόδωρος Στουδίτης, Νικόλαος Καβάσιλας). Στήν περίπτωση αὐτή
οἱ Σύνοδοι τῶν Ἐπισκόπων
ὀφείλουν νά ἀκολουθοῦν
πιστά τό φρόνημα τῶν Πατέρων καί τῶν Ἁγίων,
γιατί ὁ λόγος τῶν Ἁγίων
εἶναι ἡ φωνή τοῦ Ἁγ.
Πνεύματος («ὑπό Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν
ἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι»,
Β' Πέτρ. 1,21) καί τό φρόνημα τῶν Πατέρων εἶναι
φρόνημα Χριστοῦ. Γι’ αὐτό, ἡ
ἔκφραση «ἑπόμενοι τοῖς
ἁγίοις Πατράσιν» ἀποτελεῖ
συνηθέσταστη διατύπωση στή συνοδική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας
καί θεωρεῖται ἐγγύηση γιά τήν αὐθεντικότητα τῶν
συνοδικῶν Ἀποφάσεων.
Δύο σοβαρές παρεκκλίσεις στόν χριστιανικό κόσμο
Στήν ἱστορία
τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐμφανίζονται
δύο σοβαρές παρεκκλίσεις ἀπό τή συνοδικότητα, μεταξύ ὅσων ἀποσχίσθηκαν
ἀπό τό Σῶμα τῆς
Ἐκκλησίας, δηλαδή τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ
ἀρχικά καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ
ἀργότερα. Οἱ παρεκκλίσεις αὐτές
ὀφείλονται κυρίως στό πῶς κατανοεῖται
ἡ ἴδια ἡ πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας,
στό πῶς ἑρμηνεύεται τό ἔργο τοῦ
Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος καί στό πῶς λειτουργεῖ ἡ
σχέση «θεσμοῦ» καί «χαρίσματος» ἐντός της.
Στόν Ρωμαιοκαθολικισμό
ἡ Ἐκκλησία κατανοεῖται περισσότερο ὡς
«Σῶμα Χριστοῦ» (Α' Κορ. 12,27) καί,
κατά κανόνα, τονίζεται περισότερο τό ἔργο τοῦ
Χριστοῦ ἐντός της, ἔναντι τοῦ
ἔργου τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Ὁ ὑπερτονισμός τοῦ ἔργου
τοῦ Χριστοῦ καλεῖται
«Χριστομονισμός» καί ἀποτελεῖ ἐκκλησιολογική
παρέκκλιση. Ἄν ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Σῶμα
Χριστοῦ» καί ἄν σέ κάθε σῶμα
ὑπάρχουν μέλη μέ ἀποστολή εἰδική
καί ἀναγκαία γιά τή συγκρότηση τοῦ σώματος, τότε ἡ
Ἐκκλησία μοιάζει μέ καλά δομημένο θεσμό, μέ ὀργανισμό
ἤ μέ καθίδρυμα. Ἐδῶ,
ὁ «θεσμός» προηγεῖται τοῦ
«χαρίσματος», δηλαδή ὁ Κλῆρος ἔχει προτεραιότητα ἔναντι των Ἁγίων,
τῶν φορέων πνευματικῶν χαρισμάτων! Ἄν
στό σῶμα τόν πρῶτο ρόλο ἔχει
ἡ κεφαλή, τότε καί στήν Ἐκκλησία προτεραιότητα
δέν ἔχει ἡ Σύνοδος, ἀλλά ὁ
ἕνας, ἡ κεφαλή, ὁ
Πάπας. Ἡ ἐνίσχυση τοῦ παπικοῦ
θεσμοῦ, ἡ ἐμφάνιση τοῦ παπικοῦ
πρωτείου καί ἀργότερα ἡ θεσμοθέτηση τοῦ
δόγματος τοῦ παπικοῦ ἀλαθήτου,
ὁδήγησαν στήν πλήρη ὑποτίμηση τῶν
Συνόδων καί στήν οὐσιαστική κατάλυση τῆς συνοδικότητας. Ἔτσι,
ὁ Πάπας θεωρεῖται μοναδική κεφαλή τῆς
«Καθολικῆς Ἐκκλησίας» καί κάτοχος τοῦ πληρώματος τῆς
ἱερατικῆς ἐξουσίας,
μέρος τῆς ὁποίας χορηγεῖ στούς Ἐπισκόπους.
Κατά συνέπειαν, ὅ,τι ἔχουν ὅλοι μαζί οἱ
Ἐπισκοποι ὑστερεῖ
ἔναντι τοῦ «πληρώματος», πού
κατέχει ὁ Πάπας, μέ ἀποτέλεσμα οἱ
ἀποφάσεις μιᾶς Συνόδου, ἀκόμη
καί Οἰκουμενικῆς, νά ὑστεροῦν
ἔναντι τῶν προσωπικῶν
ἀποφάσεων τοῦ Πάπα. Ἀκόμη
καί ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀντλεῖ
τό κύρος της ἀπό τόν Πάπα καί οἱ ἀποφάσεις
της ἰσχύουν μόνο, ἄν ἐπικυρωθοῦν
ἀπ’ αὐτόν.
Στόν Προτεσταντισμό ἡ
Ἐκκλησία κατανοεῖται περισσότερο ὡς
«Κοινωνία ἁγίων» καί, κατά κανόνα, ὑπερτονίζεται τό ἔργο
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔναντι τοῦ
ἔργου τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ὑπερτονισμός αὐτός καλεῖται
«Πνευματομονισμός» καί ἀποτελεῖ, ἐπίσης,
ἐκκλησιολογική παρέκκλιση. Ἄν «οὗ
τό Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ
ἐλευθερία» (Β' Κορ. 3,17), τότε ἡ
Ἐκκλησία δέν εἶναι θεσμός, γιατί ὁ
θεσμός καταπνίγει, ὑποτίθεται, τήν ἐλευθερία. Ἔτσι,
τό «χάρισμα» προηγεῖται τοῦ «θεσμοῦ»,
δηλαδή ἡ ἁγιότητα προηγεῖται τῆς
Ἱερωσύνης. Οὐσιαστικά, Ἱερωσύνη
δέν ὑπάρχει, ἀφοῦ
αὐτή δέν θεωρεῖται Μυστήριο, ἀλλά
προσωρινός ρόλος, πού σήμερα μπορεῖ νά ἀσκεῖ
ὁ ἕνας καί αὔριο ὁ
ἄλλος. Ἀφοῦ
δέν ὑπάρχει μυστηριακή Ἱερωσύνη, δέν ὑπάρχει
καί συνοδικότητα, ἀλλά λαοκρατία ἤ μᾶλλον
ὀχλοκρατία, κατά τό παράδειγμα τῆς
προσωρινῆς ἐκπροσώπησης τοῦ Λαοῦ
στή Βουλή. Ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν σοβαρή παρέκκλιση ἀπό
τή ζωή καί τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἤ μᾶλλον
κατάλυση τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας.
Συναντήσεις
καί συνέδρια στόν προτεσταντικό χῶρο, ὅπως αὐτά τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησίων», δέν ἔχουν καμμία σχέση μέ Συνόδους καί μέ τή συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας. |
Στήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία τόσο τό ἔργο τοῦ
Χριστοῦ καί τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ὅσο καί ἡ σχέση «θεσμοῦ»
καί «χαρίσματος» δέν κατανοοῦνται ὡς
ἀντίθεση, ἀλλά ὡς
ἑνότητα καί ἁρμονία. Δέν ὑπάρχει
θέμα προτεραιότητας μεταξύ Χριστοῦ καί Ἁγίου
Πνεύματος ἤ μεταξύ «θεσμοῦ» καί «χαρίσματος».
«Θεσμός» καί «χάρισμα» συμπίπτουν, συνήθως, στό ἴδιο πρόσωπο, ἀφοῦ
Κληρικοί ἐκλέγονται καί χειροτονοῦνται κατά
προτεραιότητα οἱ ἔχοντες πνευματικά χαρίσματα.
Φαινόμενα δυσλειτουργίας ἐντός τῆς Ἐκκλησίας
Φαινόμενα δυσλειτουργίας
τῆς συνοδικότητας προέκυψαν κατά καιρούς καί ἐντός
τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν κάποιες Σύνοδοι ἐπιχείρησαν
νά καινοτομήσουν, παρεκκλίνοντας ἀπό τό ἐκκλησιαστικό
φρόνημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ἡ μεγάλη Σύνοδος τῆς
Ἐφέσου τοῦ 449 μ.Χ., ἡ
ὁποία συνεκλήθη ὡς Οἰκουμενική,
ἀλλά ἐπιχείρησε νά ἐπιβάλλει βιαίως τήν αἵρεση
τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, μέ ἀποτέλεσμα
ὁ Πάπας Ρώμης ἅγιος Λέων Α' ὁ
Μέγας (440-461) νά τήν ἀποκαλέσει «ληστρική» (συνάθροιση ληστῶν!).
Ἔκτοτε ἀποκαλοῦνται,
συνήθως, «ληστρικές» οἱ Σύνοδοι οἱ ὁποῖες
ἐπικυρώνουν αἱρετικές θέσεις ἤ
διδασκαλίες καί χαρακτηρίζονται ἀπό ἀνάλογα
ἔκτροπα. Τέτοιες ἦταν ἡ
εἰκονομαχική Σύνοδος τῆς Ἱερείας
(754), ἡ ἑνωτική Σύνοδος Φερράρας - Φλωρεντίας (1438-1439) κ.ἄ.
Οἱ
«ληστρικές» Σύνοδοι εἶχαν, συνήθως, μικρή διάρκεια ζωῆς.
Τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τίς ἀπέριψε σχεδόν ἀμέσως
καί στή συνέχεια καταδικάστηκαν ἤ ἀναθεματίστηκαν
ἀπό ἄλλες μεγάλες Συνόδους, ὅπως π.χ. ἡ
Ζ' Οἰκουμενική Σύνοδος (787) ἀναθεμάτισε τήν εἰκονομαχική
Σύνοδο τῆς Ἱερείας (754): «Τῷ φρυαξαμένῳ
συνεδρίῳ κατά τῶν σεπτῶν
εἰκόνων, ἀνάθεμα» (Ἰω.
Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα, τ. Α', Ἀθῆναι
1960, σ. 241). Πότε, ὅμως, καί γιατί μιά Σύνοδος καθίσταται «ληστρική»; Συνήθως
αὐτό συμβαίνει: α) ὅταν οἱ
Ἐπίσκοποι, πού τήν συγκροτοῦν, δέν ἐκφράζονται
ἐλεύθερα, ἀλλά ἀποφαίνονται
ὑπό τό κράτος βίας ἤ ἀπειλῆς,
β) ὅταν συγκροτεῖται καί λειτουργεῖ
κατά παράβασιν τοῦ προβλεπόμενου ἀπό τούς ἱερούς
κανόνες τρόπου συγκρότησης καί λειτουργίας της, γ) ὅταν
οἱ Ἐπίσκοποι ἐκφράζουν σ’ αὐτήν
τόν ἑαυτό τους καί τήν προσωπική τους γνώμη καί ὄχι
τό φρόνημα τῆς ὑπ’ αὐτούς τοπικῆς Ἐκκλησίας,
δ) ὅταν ἀποφαίνεται σέ ἀντίθεση πρός τό
φρόνημα τῶν Ἁγίων καί πρός τίς Ἀποφάσεις τῶν
προηγηθέντων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, προϋποθέτοντας
ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα
ἐπιφοιτᾶ ἀναγκαστικά
σέ κάθε Σύνοδο καί ἐπικυρώνει κάθε Ἀπόφασή της, μόνο καί
μόνο ἐπειδή, ὅσοι τήν συγκροτοῦν,
εἶναι Ἐπίσκοποι κ.ἄ.
Ἀπό
τά παραπάνω φαίνεται ὅτι δέν εἶναι ὅλες
οἱ Σύνοδοι ἱερές καί ἅγιες.
Ὡστόσο, ἐπειδή ἡ
Ἐκκλησία εἶναι «στῦλος
καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας»
(Α' Τιμ. 3,15), στήν περίπτωση τῶν «ληστρικῶν»
Συνόδων κινητοποιεῖται ἕνας ἄλλος μηχανισμός: τό ἴδιο τό Σῶμα
τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο,
ὑποτίθεται, ἐκφράζεται στίς
Συνόδους, ἤ ἡ «συνείδηση» τῆς Ἐκκλησίας.
Αὐτή εἶναι ὁ ἔσχατος κριτής τῆς αὐθεντικότητας
τῶν Συνόδων. Τήν ἀλήθεια αὐτή
διατύπωσαν συνοδικά οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχες τό 1848, ἀναφέροντας
χαρακτηριστικά: «παρ’ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν
ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ
ὑπερασπιστής τῆς θρησκείας ἐστίν
αὐτό τό σῶμα τῆς
Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτός
ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει
τό θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καί ὁμοειδές
τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ»
(Ἰω. Καρμίρη, ὅ.π., τ. Β', Ἀθῆναι
1953, σ. 920).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου