ΤΕΥΧΟΣ 95 ΤΡΙΠΟΛΙΣ ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2016
ΤΟ ΑΓΙΟ
ΠΝΕΥΜΑ
ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΑΙΡΕΣΕΙΣ
Πεντηκοστή,
Ἅγιο Πνεῦμα καί Ἐκκλησία
Κάθε φορά, πού ἡ
Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τή μεγάλη ἑορτή
τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ
προσοχή μας στρέφεται στό τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας
Τριάδος, στό Ἅγιο Πνεῦμα. Σ’ αὐτό
ἀκριβῶς μᾶς προτρέπει καί ἡ Ἀκολουθία
τῆς ἑορτῆς, ἡ ὁποία περιέχει εὐχές καί ὕμνους,
πού ἀπευθύνονται ἀποκλειστικά στό τρίτο
πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά καί ἡ
Ἀκολουθία τῆς ἑπόμενης
ἡμέρας, τῆς «Δευτέρας τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος», ἡ ὁποία
ἔχει ἀφιερωθεῖ ἐξ
ὁλοκλήρου στό πρόσωπο Ἐκεῖνο,
πού ἐνήργησε στό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς.
Μέ αὐτό τόν τρόπο, προβάλλεται καί διασφαλίζεται ἡ
ὀρθή ἀντίληψη γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα,
ἀφοῦ ἡ ὀρθή ἀντίληψη καί πίστη, ὁδηγεῖ
σέ ὀρθή σχέση μέ τόν Θεό καί ἀπό τήν ὀρθή
σχέση ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία μας. Γι’ αὐτό ἡ
Ἐκκλησία, ἔχοντας ἀποκλειστικό
σκοπό τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ σύμπαντος κόσμου,
συνεχῶς προβάλλει τήν ὀρθή πίστη, τήν Ἀλήθεια
τοῦ Εὐαγγελίου, ὡς ἀπαραίτητη
προϋπόθεση τῆς σωτηρίας.
Ἐπί
πλέον, ἡ Ἐκκλησία ἔχει γνωρίσει κατά τό
παρελθόν, ἰδιαίτερα κατά τόν γ' καί δ' μ.Χ. αἰ.,
μεγάλες αἱρέσεις πού ἀλλοίωναν τή διδασκαλία
της γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτές
καταδικάστηκαν ἀπό τήν Β' Οἰκουμενική Σύνοδο τό
381 μ.Χ., ἡ ὁποία ὅρισε στό Σύμβολο τῆς
Πίστεως ὅτι, πιστεύουμε «καί εἰς τό Πνεῦμα
τό Ἅγιον, τό Κύριον, τό ζωοποιόν, τό ἐκ
τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον, τό σύν
Πατρί καί Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καί συνδοξαζόμενον, τό λαλῆσαν
διά τῶν Προφητῶν». Κατά τή διατύπωση
αὐτή, τό Ἅγιο Πνεῦμα
εἶναι Θεός («Κύριον»), παρέχει τή ζωή («ζωοποιόν»), ἔχει
τήν ὕπαρξή του («ἐκπορεύεται») ἀπό
τόν Πατέρα (μόνο ἀπό Αὐτόν), προσκυνεῖται καί δοξάζεται μαζί
μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό (δηλαδή εἶναι «ὁμοούσιον»
μέ τά ἄλλα δύο πρόσωπα τῆς Ἁγίας
Τριάδος) καί μίλησε διά τῶν Προφητῶν. Ἡ
παραπάνω διατύπωση τῆς διδασκαλίας γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα
θεωρεῖται πλήρης καί ὁλοκληρωμένη. Ὡστόσο,
ἐπειδή ὑπάρχει πάντα ὁ
κίνδυνος ἀναβίωσης ἀρχαίων αἱρέσεων
ἤ ἐμφάνισης νέων, ἡ Ἐκκλησία
συνεχῶς προβάλλει αὐτή τή διδασκαλία καί ἡ
καλύτερη εὐκαιρία εἶναι, βέβαια, ὁ
ἑορτασμός τῆς Πεντηκοστῆς.
Ὄντως,
δύο περίπου αἰῶνες μετά τήν Β' Οἰκουμενική Σύνοδο (381),
ἀπό τά μέσα τοῦ στ' μ.Χ. αἰ.,
ἄρχισε νά ἐμφανίζεται μεταξύ τῶν
Φράγκων ἡ αἵρεση τοῦ filioque, δηλαδή ἡ
πεπλανημένη διδασκαλία ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα
ἐκπορεύεται «καί ἐκ τοῦ
Υἱοῦ». Ἡ προοδευτική ἐπικράτησή της στή Δύση
ὁδήγησε στό ὁδυνηρότερο γεγονός τῆς
ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας,
στό μέγα σχίσμα τοῦ Πατριαρχείου τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης τοῦ
1054 μ.Χ. Στήν ἐποχή μας ὑπάρχουν ὁμάδες,
πού εἴτε ἀναβιώνουν ἀρχαῖες
αἱρετικές ἀντιλήψεις γιά τό Ἅγιο
Πνεῦμα (Μάρτυρες Ἰεχωβᾶ),
εἴτε συγχέουν τίς ἐνέργειές Του μέ ἐνέργειες
ἀκαθάρτων πνευμάτων (Πεντηκοστιανοί κ.ἄ.).
Γι’ αὐτό, εἶναι ἀπαραίτητο
νά ἀσχοληθοῦμε μέ ἀρχαῖες
καί σύγχρονες αἱρετικές ἀντιλήψεις γιά τό Ἅγιο
Πνεῦμα, καί μέ τήν ἀπάντηση τῆς
Ἐκκλησίας μας σ’ αὐτές. Σέ ἑπόμενο
τεῦχος τοῦ ἐντύπου
μας θά ἀσχοληθοῦμε εἰδικότερα
μέ τή λατινική διδασκαλία γιά τήν ἐκπόρευση τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος.
Οἱ Πνευματομάχοι τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας
Στήν ἀρχαία
Ἐκκλησία ὑπῆρξαν
δύο μορφές Πνευματομάχων, δηλαδή αἱρετικῶν
πού ὑποτιμοῦσαν τό Ἅγιο
Πνεῦμα, ἀλλοιώνοντας τήν ἀντίστοιχη διδασκαλία τῆς
Ἐκκλησίας. Ἡ μία τό θεωροῦσε
«κτίσμα», δηλαδή δημιούργημα τοῦ Θεοῦ,
ἤ «πνεῦμα λειτουργικόν»,
δηλαδή πίστευε ὅτι εἶναι ἕνας ἀπό τούς Ἀγγέλους. Ἡ
ἄλλη πίστευε ὅτι τό Ἅγιο
Πνεῦμα δέν εἶναι διακεκριμένο
πρόσωπο, ἀλλά μιά ἀπρόσωπη δύναμη ἤ
ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ
ἤ ἀκόμη μία μορφή, μέ τήν ὁποία ἐμφανίζεται
ὁ Θεός στόν κόσμο.
Πρῶτα
ἐμφανίστηκε ἡ δεύτερη μορφή
Πνευματομάχων μεταξύ τῶν αἱρετικῶν Μοναρχιανῶν,
οἱ ὁποῖοι δέχονταν γιά τό Πνεῦμα ὅ,τι
ἀκριβῶς δέχονταν καί γιά τόν Υἱό, τό δεύτερο πρόσωπο
τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ αἱρετικός
ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας Παῦλος
ὁ Σαμοσατεύς (200-275) καί οἱ ὁπαδοί
του πίστευαν ὅτι ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα
εἶναι ἀπρόσωπες καί ἀνυπόστατες δυνάμεις ἤ
ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ,
γι’ αὐτό ὀνομάστηκαν Δυναμικοί Μοναρχιανοί. Μεγάλη Σύνοδος στήν Ἀντιόχεια
τό 268 καθαίρεσε τόν Παῦλο Σαμοσατέα καί καταδίκασε τίς ἀντιλήψεις
του. Τήν ἴδια περίπου ἐποχή ὁ
αἱρετικός Σαβέλλιος (+240) καί οἱ
ὁπαδοί του δίδασκαν ὅτι ὁ
Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα
εἶναι τρεῖς τρόποι ἤ
τρεῖς μορφές ἤ τρία προσωπεῖα
μέ τά ὁποῖα ὁ ἕνας Θεός ἐμφανίζεται στόν κόσμο.
Οἱ ὁπαδοί τοῦ Σαβέλλιου ὀνομάστηκαν
Τροπικοί Μοναρχιανοί καί πίστευαν ὅτι ὁ
ἕνας καί μοναδικός Θεός στήν Παλαιά Διαθήκη ἐμφανίζεται
ὡς Πατήρ, στήν Καινή ἐμφανίζεται ὡς
Υἱός καί στήν Ἐκκλησία ἐμφανίζεται
ὡς Ἅγιο Πνεῦμα. Ὡστόσο,
τήν ἐποχή αὐτή οἱ
Πνευματομάχοι δέν ἀποτελοῦσαν διακεκριμένη ὁμάδα
αἱρετικῶν.
Ἀπό
τίς ἀρχές τοῦ δ' μ.Χ. αἰ.
συντάραξε τήν Ἐκκλησία ἡ φοβερή αἵρεση
τοῦ Ἀρείου (260-336), πού δίδασκε ὅτι
ὁ Υἱός εἶναι κτίσμα (δημιούργημα τοῦ Θεοῦ).
Ὅπως εἶναι φυσικό, οἱ
ὁπαδοί της ἦταν οἱ
πρῶτοι Πνευματομάχοι τῆς πρώτης μορφῆς,
ἀφοῦ πίστευαν πῶς ὅ,τι
ἰσχύει γιά τόν Υἱό, ἰσχύει
καί γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἔτσι,
ὁ ἀκραῖος ἀρειανός Εὐνόμιος Κυζίκου
(320-390) ἀποκαλοῦσε τό Ἅγιο
Πνεῦμα «ποίημα τοῦ ποιήματος». Ὅταν
ὁ Ἀρειανισμός ἄρχισε νά ὑποχωρεῖ,
κάποιοι μετριόφρονες ὁπαδοί του, ἐνῶ
ἦταν πρόθυμοι νά δεχθοῦν τή διδασκαλία τῆς
Ἐκκλησίας γιά τόν Υἱό, δέν ἔκαναν
τό ἴδιο καί γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Οἱ πρῶτες διακεκριμένες ὁμάδες Πνευματομάχων ἐμφανίστηκαν
στήν ἐπισκοπή Θμούεως τῆς Αἰγύπτου,
ὅταν ἐπίσκοπος ἦταν ὁ
ἅγιος Σεραπίων (300-362), μαθητής τοῦ
Μεγάλου Ἀθανασίου (295-373). Αὐτοί πίστευαν ὅτι
τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι
«πνεῦμα λειτουργικόν» (Ἄγγελος). Λίγο ἀργότερα
γνωστοί Πνευματομάχοι ἦσαν οἱ Μακεδόνιος Κων/πόλεως
(+364), Εὐστάθιος Σεβαστείας (300-378) κ.ἄ.
Στή Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐμφανίστηκε «ἐν εἴδει Περιστερᾶς» |
Ἡ
πρώτη ἀντιμετώπιση τῆς αἵρεσης
ἔγινε ἀπό τόν Μέγα Ἀθανάσιο
(295-373) μέ τίς Πρός Σεραπίωνα ἐπιστολές του (358-359).
Στή συνέχεια, συστηματικά ἔργα Περί Ἁγίου
Πνεύματος ἔγραψαν οἱ μεγάλοι Πατέρες
Βασίλειος ὁ Μέγας (330-378), Γρηγόριος Νύσσης (335-395) καί Γρηγόριος
ὁ Θεολόγος (328-390). Ἡ Β' Οἰκουμενική
Σύνοδος (381) καταδίκασε τούς Πνευματομάχους στά πρόσωπα τῶν
Μακεδονίου, Σαβελλίου κ.ἄ. καί διατύπωσε τήν ἀλήθεια γιά τό Ἅγιο
Πνεῦμα στό 8ο ἄρθρο τοῦ
Συμβόλου τῆς Πίστεως, ὅπως προαναφέραμε. Ἀπό
τότε καμμία σοβαρή ἀμφισβήτηση τῆς διδασκαλίας γιά τό Ἅγιο
Πνεῦμα δέν ὑπῆρξε
στήν Ἀνατολή, ἐκτός τῆς
αἵρεσης τοῦ filioque πού ἐμφανίστηκε
στή Δύση.
Τό Ἅγιο
Πνεῦμα σέ σύγχρονες αἱρέσεις
Στήν ἐποχή
μας τήν αἵρεση τῶν Πνευματομάχων ἀναβίωσαν
οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ
καί κάποιες ἄλλες, σχεδόν ἄγνωστες, ἀντιτριαδικές
αἱρέσεις. Οἱ Μάρτυρες τοῦ
Ἰεχωβᾶ θεωροῦν πλάνη καί εἰσήγηση
τοῦ διαβόλου τή διδασκαλία γιά τήν Ἁγία
Τριάδα. Κατά συνέπειαν, θεωροῦν τό Ἅγιο
Πνεῦμα ὡς τήν «ἐνεργό δύναμη» τοῦ
Θεοῦ, ὅπως οἱ ἀρχαῖοι
Δυναμικοί Μοναρχιανοί: «Τό πνεῦμα τό ἅγιον
σημαίνει τήν ἀόρατον δύναμιν ἤ ἐπίδρασιν
τοῦ Θεοῦ» (Κιθάρα τοῦ Θεοῦ,
σ. 16). «Ἡ λέξις πνεῦμα, δέν σημαίνει ὄν
ἤ πρόσωπον ἤ πλάσμα, ἀλλά
τήν δύναμη τοῦ Ἰεχωβᾶ Θεοῦ» (Πλούτη, σ. 197).
Σέ ἄλλες
περιπτώσεις παρατηροῦμε σύγχυση τῶν ἐνεργειῶν
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ ἐνέργειες πονηρῶν
(δαιμονικῶν) πνευμάτων, σέ συνδυασμό μέ μιά τραγική διαστροφή τοῦ
γεγονότος τῆς Πεντηκοστῆς. Αὐτό
συμβαίνει στίς διάφορες ὁμάδες Πεντηκοστιανῶν, στό εὐρύτερο
λεγόμενο «χαρισματικό κίνημα» καί σέ κύκλους ψευδοχαρισματούχων, ψευδοπροφητῶν
καί ἄλλων πεπλανημένων. Στούς κύκλους αὐτούς
ἐπικρατεῖ σύγχυση σχετικά καί μέ
τό τί ἀκριβῶς λαμβάνουμε ἀπό τό Ἅγιο
Πνεῦμα. Κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, δέν ὑπάρχει
δυνατότητα μετοχῆς οὔτε στήν Οὐσία, οὔτε
στήν Ὑπόσταση τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, παρά μόνο στίς Ἐνέργειες ἤ
στή Χάρη Του. Ἡ Περιστερά τοῦ Βαπτίσματος καί οἱ
Φλόγες τῆς Πεντηκοστῆς δέν ἦταν
Οὐσία ἤ Ὑπόσταση, οὔτε βέβαια ἐνεργήματα
(κτιστά ἀποτελέσματα Ἐνεργειῶν),
ἀλλά ἄκτιστες Ἐνέργειες τοῦ
Πνεύματος. Ὡστόσο, ἀπό τή μακραίωνη ἐκκλησιαστική
ἐμπειρία γνωρίζουμε ὅτι γιά κάθε αὐθεντική
Ἐνέργεια ἤ ἐνέργημα
ὑπάρχουν ψευδείς ἀπομιμίσεις ἐκ
μέρους πονηρῶν πνευμάτων. Ἔτσι, ὑπάρχουν
δαιμονικές ἀπομιμίσεις τόσο τοῦ ἴδιου
τοῦ γεγονότος τῆς Πεντηκοστῆς,
ὅσο καί τῶν χαρισμάτων τῆς
προφητείας, τῆς θεραπείας, τῆς γλωσσολαλίας κ.λπ. Ὁ
ἴδιος ὁ Κύριος μίλησε γιά θεαματική
αὔξηση τῶν «ψευδοχρίστων» καί τῶν
«ψευδοπροφητῶν», ὅσο θά πλησιάζει τό τέλος τοῦ κόσμου, οἱ
ὁποῖοι θά ἐπιχειρήσουν νά
πλανήσουν «εἰ δυνατόν, καί τούς ἐκλεκτούς» (Ματθ. 24,
23-24). Γι’ αὐτό, ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης προτρέπει νά μή
δεχόμεθα εὔκολα κάθε «πνεῦμα» (πνευματικό
φαινόμενο), ἀλλά νά δοκιμάζουμε, ἄν εἶναι
ὄντως ἀπό τόν Θεό: «Ἀγαπητοί,
μή παντί πνεύματι πιστεύετε, ἀλλά
δοκιμάζετε τά πνεύματα εἰ
ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν, ὅτι πολλοί ψευδοπροφῆται
ἐξεληλύθασιν εἰς
τόν κόσμον» (Α' Ἰω. 4,1). Ἡ
«διάκριση τῶν πνευμάτων» εἶναι ἔργο
ὅσων διαθέτουν αὐθεντικά κριτήρια καί ἡ
Ὀρθόδοξη Παράδοση (Ἁγία Γραφή, Πατερικά ἔργα,
ἀσκητικά κείμενα, βίοι Ἁγίων) παρέχει πλῆθος
τέτοιων κριτηρίων. Αὐτό σημαίνει ὅτι μόνο ὁ
βαθύς γνώστης τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης καί ὁ κάτοχος αὐθεντικῶν
ἐμπειριῶν μπορεῖ
νά διακρίνει μέ ἀσφάλεια μεταξύ τῶν Ἐνεργειῶν
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τῶν ἐνεργειῶν
τῶν πνευμάτων τῆς πλάνης. Ὡστόσο,
στήν περίπτωση τῶν Πεντηκοστιανῶν καί τῶν
σύγχρονων «χαρισματικῶν» ἀρκεῖ ἡ ἁπλή σύγκριση μέ τίς περιγραφόμενες στήν Ἁγία
Γραφή καί στήν ἀσκητική γραμματεία τῆς Ἐκκλησίας
ἀνάλογες ἐμπειρίες γιά νά
διαπιστωθεῖ ὅτι πρόκειται γιά καθαρά δαιμονικῆς
προέλευσης καταστάσεις.
Ὁ
Προτεσταντισμός ἀπό τήν ἐμφάνισή του τόν ιστ' αἰ.
ὑπερτόνισε τό ἔργο τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος ἐντός τῆς
Ἐκκλησίας ἔναντι τοῦ
ἔργου τοῦ Χριστοῦ,
στήν προσπάθειά του νά ὑπερβεῖ τόν θεσμικό χαρακτῆρα
τοῦ Παπισμοῦ. Ὁ
θεσμός τῆς Ἐκκλησίας ταυτίστηκε μέ τήν καταπίεση, ἐνῶ
ὁ πνευματολογικός προσανατολισμός ταυτίστηκε μέ τήν ἐλευθερία
(«οὗ τό Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ
ἐλευθερία», Β' Κορ. 3,17), προφανῶς
ἐπειδή ἐντός του ἔχει
ἀπωλεσθεῖ ἡ
αἴσθηση τῆς ἑνότητας
μεταξύ τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ
καί τοῦ ἔργου τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος.
Στήν ἴδια
περίπου γραμμή, κάποιοι Ρῶσσοι Ὀρθόδοξοι Θεολόγοι τοῦ
περασμένου αἰῶνα, πού ζοῦσαν στήν Εὐρώπη,
ὄχι ἀπαραίτητα ἀπό προτεσταντική ἐπίδραση,
μίλησαν γιά «Οἰκονομία τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος», μέ τήν ἔννοια ὅτι τό ἔργο
τοῦ Χριστοῦ ὁλοκληρώθηκε
μέ τήν Ἀνάληψή Του στούς οὐρανούς καί μετά τήν
Πεντηκοστή ἄρχισε τό ἔργο τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος ἐντός τῆς
Ἐκκλησίας. Ἡ ἀντίληψη
αὐτή ὑπονοεῖ, χωρίς αὐτό
νά ἐκφράζεται ρητά, ὅτι ὑπάρχει
καί μιά πρώτη «Οἰκονομία τοῦ Πατρός» στήν Παλαιά
Διαθήκη. Ὡστόσο, ἡ Ὀρθόδοξη
Παράδοση γνωρίζει μία μόνο Οἰκονομία, τήν ἐν
Χριστῷ. «Οἰκονομία», γενικά, εἶναι τό ἔργο
τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου. Στό ἔργο
αὐτό ὁ Πατήρ «εὐδοκεῖ»,
ὁ Υἱός «αὐτουργεῖ»
καί τό Ἅγιο Πνεῦμα «συνεργεῖ»,
δηλαδή ἡ Οἰκονομία εἶναι στήν οὐσία
τριαδική. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Υἱός,
ὡς αὐτουργός τῆς θείας Οἰκονομίας,
ἐκπληρώνει τήν ἀποστολή ἤ
τό ἔργο πού τοῦ ἔχει
ἀναθέσει ὁ Πατήρ, μέ τή
συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖο
εἶναι παρόν καί ἐνεργεῖ
σέ κάθε στάδιο αὐτοῦ τοῦ ἔργου. Ἡ ἐν
Χριστῷ Οἰκονομία ἀρχίζει ἀπό
τήν Παλαιά Διαθήκη, ὅπου ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ
ἐμφανίζεται καί ἐνεργεῖ
ὡς Ἄσαρκος Λόγος, κορυφώνεται μέ τήν ἔνσαρκη
Οἰκονομία τοῦ Υἱοῦ
στήν Καινή Διαθήκη, συνεχίζεται ἐν Ἁγίῳ
Πνεύματι ἐντός τῆς Ἐκκλησίας
καί θά ὁλοκληρωθεῖ μέ τή Δευτέρα
Παρουσία τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἔναρξη
τοῦ «μέλλοντος αἰῶνος».
Ἡ ἐκκλησιαστική
μαρτυρία γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα
Ἤδη
ἡ Ἁγία Γραφή μαρτυρεῖ σαφῶς
γιά δύο θεμελιώδεις ἀλήθειες: α) ὅτι τό Ἅγιο
Πνεῦμα δέν εἶναι ἀπρόσωπη
δύναμη ἤ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ,
ἀλλά συγκεκριμένο καί διακεκριμένο πρόσωπο καί β) ὅτι
τό πρόσωπο αὐτό δέν εἶναι κτιστό, ἀλλά
ἄκτιστο καί ὁμοούσιο μέ τά ἄλλα
δύο πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὡς
διακεκριμένο πρόσωπο, τό Πνεῦμα δίνει ἐντολές
(Πράξ. 8,29, 10,19, 13,2, 21,11), ὁμιλεῖ
στίς Ἐκκλησίες (Ἀποκ. 2,7), λυπεῖται
(Ἐφ. 4,30), διδάσκει καί ὑπενθυμίζει (Ἰω.
14,26), τοποθετεῖ ἐπισκόπους (Πράξ. 20,28), ἐλέγχει τήν ἁμαρτία
(Ἰω. 16,8), ἐμποδίζει ἐνέργειες
(Πράξ. 16,6) καί ἔχει πολλές ἄλλες παρόμοιες ἐνέργειες
ἤ ἰδιότητες, οἱ ὁποῖες
δέν μποροῦν νά ἀποδοθοῦν
σέ κάποια ἀπρόσωπη δύναμη. Ἐπί πλέον, ὁ
τρόπος, μέ τόν ὁποῖο ἀναφέρεται σ’ Αὐτό ὁ
Ἰησοῦς εἶναι σαφῶς τρόπος ἀναφορᾶς
σέ ἄλλο πρόσωπο: «ἄλλος Παράκλητος» (Ἰω.
14,16), «ὁ Παράκλητος» (Ἰω. 15,26 κ.ἄ.),
«Ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει» (Ἰω. 14,26), «Ἐκεῖνος
ἐλέγξει τόν κόσμον περί ἁμαρτίας» (Ἰω.
16,8) κ.ἄ.
Πεντηκοστή. «Ἡ ἱστορική φανέρωσις τοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας», μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «ἐν εἴδει πυρίνων Γλωσσῶν» |
Κατά τόν ἴδιο
τρόπο, ἡ Βίβλος, μαρτυρεῖ σαφῶς
ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα
εἶναι Θεός, ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα
καί τόν Υἱό. Αὐτό γίνεται περισσότερο στήν Καινή Διαθήκη, γιατί στήν
Παλαιά, ἐπειδή ἦταν ἔντονη
ἡ ροπή πρός τήν πολυθεΐα, λόγω τοῦ
εἰδωλολατρικοῦ περιβάλλοντος τοῦ
«Λαοῦ τοῦ Θεοῦ», προβάλλεται ἡ ἀλήθεια
γιά τόν ἕνα Θεό καί ὄχι οἱ
ἀλήθειες γιά τόν Υἱό, τό Πνεῦμα
καί τήν Ἁγία Τριάδα. Ὡστόσο, οἱ
Προφῆτες καί Δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης γνώριζαν καλά τήν ἀλήθεια αὐτή.
Ὁ Ἀβραάμ γνωρίζει τό μυστήριο τῆς Ἁγίας
Τριάδος στή φιλοξενία τῶν «τριῶν ἀνδρῶν»
(Γεν. 18, 1-5), τούς Ὁποίους προσφωνεῖ ἄλλοτε
σέ ἑνικό ἀριθμό «Κύριε» (Κύριος,
σημαίνει Θεός), σάν νά ἦταν ἕνα πρόσωπο, καί ἄλλοτε σέ πληθυντικό,
σάν νά ἦταν τρία πρόσωπα. Ὁ Μωϋσῆς
βλέπει μέ θεῖο φωτισμό ὅτι ἡ
δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου δέν ἔγινε ἀπό
ἕνα, ἀλλά ἀπό περισσότερα πρόσωπα, γι’ αὐτό
χρησιμοποιεῖ πληθυντικό ἀριθμό στή σχετική
διήγηση (Γεν. 1,26, 3,22 κ.ἄ.). Γνωρίζει, ἐπίσης,
ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα
ἦταν παρόν στή δημιουργία τοῦ κόσμου (Γεν. 1,2). Τό
ἴδιο γνωρίζουν ὁ Δαβίδ (Ψαλμ. 32,6)
καί ὁ Ἰώβ (33,4). Ὁ Δαβίδ δέν βλέπει μόνο
ἕναν, ἀλλά καί δευτέρο καί
τρίτο «Κύριον» (Ψαλμ. 109, 1-5). Οἱ Προφῆτες,
γενικά, μαρτυροῦν σαφῶς ὅτι
τούς ὁμιλεῖ τό «Πνεῦμα Κυρίου» ἤ
ἁπλῶς τό «Πνεῦμα» (Β' Βασ. 23,2, Ἰεζ.
2,2, 3,24-27 κ.ἄ.), τό Ὁποῖο
αὐτοχαρακτηρίζεται «Κύριος» (Θεός) στόν προφήτη Ἰεζεκιήλ
(3, 24-27).
Σαφέστερα εἶναι
τά πράγματα στήν Καινή Διαθήκη. Ἐκεῖ
τά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος βρίσκονται στό ἴδιο ἐπίπεδο
(Β' Κορ. 13,13). Ὁ Ἰησοῦς δίνει ἐντολή στούς Μαθητές
Του νά βαπτίζουν κατά τόν ἴδιο ἀκριβῶς
τρόπο «εἰς τό ὄνομα τοῦ
Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος» (Ματθ. 28,19). Ἀλλοῦ
τό Πνεῦμα ἀποκαλεῖται σαφῶς
«Κύριος» («ὁ δέ Κύριος τό Πνεῦμά ἐστιν»,
Β' Κορ. 3,17) καί «Θεός»: Ὁ Ἀνανίας,
ψευδόμενος στό Ἅγιο Πνεῦμα, «οὐκ
ἐψεύσθη ἀνθρώποις, ἀλλά
τῷ Θεῷ» (Πράξ. 5, 1-4) καί, κατά τόν ἀπόστολο
Παῦλο, εἴμαστε «ναός Θεοῦ»,
ἐπειδή «τό Πνεῦμα τοῦ
Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν» (Α' Κορ. 3,16). Ὅπως προκύπτει ἀπό
πλῆθος ἄλλων χωρίων, οἱ Ἐνέργειες
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι κοινές μέ αὐτές
τῶν δύο ἄλλων προσώπων τῆς
Τριάδος, πού σημαίνει ὅτι κοινή εἶναι καί ἡ
Οὐσία Τους. Ὅλα αὐτά
φανερώνουν ὅτι ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας
γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι
βαθύτατα Βιβλική.
Ὅπως
εἴδαμε, τό Ἅγιο Πνεῦμα
συνεργεῖ σέ κάθε στάδιο τῆς θείας Οἰκονομίας,
εἴτε ἐμφανῶς, εἴτε ἀφανῶς. Στή δημιουργία τοῦ κόσμου ἦταν
παρόν καί «ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ
ὕδατος» (Γεν. 1,2). Κατά τόν Δαβίδ, «τῷ
λόγῳ τοῦ Κυρίου οἱ οὐρανοί
ἐστερεώθησαν καί τῷ πνεύματι τοῦ
στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν»
(Ψαλ. 32,6). Στήν Παλαιά Διαθήκη μίλησε μέσα ἀπό τούς Προφῆτες
καί τούς Ἁγίους («οὐ γάρ θελήματι ἀνθρώπου
ἠνέχθη προφητεία ποτέ, ἀλλά ὑπό
Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν ἅγιοι
Θεοῦ ἄνθρωποι», Β' Πέτρ. 1,21), ἀποκαλύπτοντας τήν
μελλοντική Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τό Πάθος, τήν Ἀνάσταση,
ἀλλά καί τήν ἔνδοξη Δευτέρα Παρουσία
Του. Ἡ Σάρκωση τοῦ Υἱοῦ
τοῦ Θεοῦ ἔγινε «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου»
(Μάτθ. 1,18). Τό Πνεῦμα ἐμφανίστηκε «ἐν εἴδει
Περιστερᾶς» στή Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ,
ἀλλά καί «ἔμεινεν ἐπ’
Αὐτόν» (Ἰω. 1,32). Ὁ
Χριστός ἐνεργοῦσε πάντα ὡς
«πλήρης Πνεύματος Ἁγίου» (Λουκ. 4,1). Στή Μεταμόρφωση τό Πνεῦμα
ἐμφανίστηκε καί πάλι, αὐτή τή φορά ἐν
εἴδει φωτεινῆς Νεφέλης.
Ὁ
Κύριος ἀναφέρθηκε στό ἔργο τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος μετά τήν Πεντηκοστή, ἐπισημαίνοντας
ὅτι ὁ Παράκλητος, α) θά διδάσκει ἐκ νέου καί θά ὑπενθυμίζει
ὅσα Ἐκεῖνος δίδαξε (Ἰω. 14,26) καί β) θά ὁδηγήσει
«εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» (Ἰω.
16,13), δηλαδή θά συμπληρώσει τή διδασκαλία Του, μέ ὅσα
Ἐκεῖνος δέν δίδαξε, ἐπειδή οἱ
Μαθητές δέν ἦσαν ἀκόμη σέ θέση νά κατανοήσουν. Αὐτό
δέν σημαίνει ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα
ἀποκαλύπτει συνεχῶς νέες καί ἄγνωστες
ἀλήθειες περί Θεοῦ προϊόντος τοῦ
χρόνου. Κατά τούς Πατέρες, οἱ Ἀπόστολοι
ὁδηγήθηκαν «εἰς πᾶσαν
τήν ἀλήθειαν» στό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς.
Ἔκτοτε, κάθε φορά πού κάποιος φτάνει στήν κατάσταση τῆς
θεώσεως καί γίνεται θεόπτης, Ἅγιος, μέτοχος τῆς
ἐμπειρίας τῶν Ἀποστόλων,
ἐπαναλαμβάνεται σ’ αὐτόν τό γεγονός τῆς
Πεντηκοστῆς καί ὁδηγεῖται,
ἐπίσης, «εἰς πᾶσαν
τήν ἀλήθειαν».
Κατά τόν ἀπόστολο
Παῦλο, τό Ἅγιο Πνεῦμα
χορηγεῖ σέ πιστούς εἰδικά πνευματικά
χαρίσματα, ὅπως «προφητείαν», «λόγον σοφίας», «χαρίσματα ἰαμάτων»,
«ἐνεργήματα δυνάμεων», «γένη γλωσσῶν»
κ.ἄ. (Α' Κορ. 12,4-11, 12,28-30). Ὅσοι
«περιπατοῦσιν κατά Πνεῦμα» (Ρωμ. 8,1), δηλ.
ζοῦν κατά τό θέλημά Του, φέρουν τόν «καρπόν τοῦ
Πνεύματος», ὁ ὁποῖος εἶναι «ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη,
μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. 5,
22-23).
Εἶναι
φανερό, ὅτι τό ἔργο τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος δέν εἶναι ἄλλο
καί ἀνεξάρτητο ἀπό τό ἔργο
τοῦ Χριστοῦ. Τό Ἅγιο
Πνεῦμα ἐνεργοποιεῖ σέ κάθε πιστό τήν ἀντικειμενικῶς
δεδομένη ἀπό τόν Χριστό σωτηρία. Ἡ οἰκειοποίση
τῆς σωτηρίας γίνεται μέ τά Μυστήρια τῆς
Ἐκκλησίας καί ὅλα τά Μυστήρια τελοῦνται
μέ τήν ἐπίκληση καί τήν ἐπενέργεια τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος. Τό ἴδιο ἰσχύει
καί γιά τήν Ἱερωσύνη, πού εἶναι εἰδικό
«χάρισμα» τοῦ Πνεύματος, τό ὁποῖο
διατηρεῖται καί διασφαλίζεται ἐντός τῆς
Ἐκκλησίας μέ τήν Ἀποστολική Διαδοχή τῶν
ἐπισκόπων. Τό ἔργο τοῦ
Πνεύματος περιγράφει κάλλιστα ὁ γνωστός ὕμνος
τῆς Ἐκκλησίας: «Πάντα χορηγεῖ τό Πνεῦμα
τό Ἅγιον· βρύει προφητείας, ἱερέας τελειοῖ,
ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξεν, ἁλιεῖς
θεολόγους ἀνέδειξεν. Ὅλον συγκροτεῖ
τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας. Ὁμοούσιε καί ὁμόθρονε,
τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ,
Παράκλητε, δόξα σοι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου