Πέμπτη 2 Μαΐου 2024

«Αγ. Γραφή, Εκκλησία, Παράδοση» 2023-4: Η πορεία του Κυρίου προς το Πάθος

 


Διάγραμμα – Περίληψη Θέματος ΚΑ' τοῦ Προγράμματος Μελέτης καί Ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς «Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία καί Παράδοση», περιόδου Α', ἔτους 2023-2024. 

Κείμενο Εὐαγγελίου: «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τοὺς δώδεκα Μαθητὰς αὐτοῦ ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν· 33 ὅτι Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, 34 καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. 35 Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· Διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. 36 Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; 37 Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου. 38 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. Δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; 39 Οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Δυνάμεθα. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· 40 τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ’ οἷς ἡτοίμασται. 41 Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου. 42 Ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· Οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. 43 Οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ’ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, 44 καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· 45 καὶ γὰρ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν» (Μάρκ. 10, 32-45).

Μετάφραση Εὐαγγελίου: «Κάποτε πῆρε ὁ Ἰησοῦς τούς δώδεκα Μαθητές του καί ἄρχισε νά τούς λέγει ἐκεῖνα πού ἐπρόκειτο νά συμβοῦν. 33 Ὅτι δηλ. ἀνεβαίνουμε στά Ἱεροσόλυμα καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου θά παραδοθεῖ στούς ἀρχιερεῖς καί στούς γραμματεῖς. Θά τόν καταδικάσουν σέ θάνατο καί θά τόν παραδώσουν στή ρωμαϊκή ἐξουσία. 34 Θά τόν ἐμπαίξουν, θά τόν μαστιγώσουν, θά τόν φτύσουν καί θά τόν θανατώσουν, καί τήν τρίτη ἡμέρα θά ἀναστηθεῖ. 35 Τόν πλησιάζουν τότε ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης, οἱ γιοί τοῦ Ζεβεδαίου, καί τοῦ λένε· Διδάσκαλε, θέλουμε νά μᾶς κάνεις ὅ,τι σοῦ ζητήσουμε. 36 Καί ἐκεῖνος τούς εἶπε· Τί θέλετε νά σᾶς κάνω; 37 Καί αὐτοί τοῦ εἶπαν· Νά μᾶς βάλεις νά καθίσουμε, ὅταν δοξαστεῖς, ἕνας στά δεξιά σου καί ἕνας στά ἀριστερά σου. 38 Καί ὁ Ἰησοῦς τούς εἶπε· Δέν ξέρετε τί ζητᾶτε. Μπορεῖτε νά πιεῖτε τό ποτῆρι πού πίνω ἐγώ καί νά βαπτιστεῖτε τό βάπτισμα πού ἐγώ βαπτίζομαι; 39 Καί ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν· Μποροῦμε. Τότε ὁ Ἰησοῦς τούς εἶπε· Τό ποτῆρι πού ἐγώ πίνω θά τό πιεῖτε, καί τό βάπτισμα πού ἐγώ βαπτίζομαι θά τό βαπτιστεῖτε, 40 ἀλλά τό νά καθίσετε στά δεξιά μου καί στά ἀριστερά μου δέν εἶναι στήν ἐξουσία μου νά τό δώσω, ἀλλά ἀνήκει σ' ἐκείνους γιά τούς ὁποίους εἶναι ἑτοιμασμένο. 41 Καί ὅταν ἄκουσαν οἱ δέκα, ἄρχισαν νά ἀγανακτοῦν μέ τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη. 42 Καί ὁ Ἰησοῦς τούς κάλεσε κοντά του καί τούς εἶπε· Ξέρετε ὅτι ἐκεῖνοι πού στόν κόσμο θεωροῦνται ἄρχοντες, αὐτοί ὑποδουλώνουν τούς λαούς, καί ἐκεῖνοι πού εἶναι ἰσχυροί καταδυναστεύουν. 43 Ὅμως, δέ θά εἶναι ἔτσι σέ σᾶς, ἀλλ' ἄν κάποιος θέλει νά γίνει μεγάλος μεταξύ σας, θά εἶναι ὑπηρέτης σας, 44 κι ἄν κάποιος ἀπό σᾶς θέλει νά γίνει πρῶτος, θά εἶναι ὅλων δοῦλος. 45 Γιατί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου δέν ἦλθε γιά νά τόν ὑπηρετήσουν, ἀλλά γιά νά ὑπηρετήσει καί νά προσφέρει τή ζωή του λύτρο γιά ὅλους».

Ὁ Κύριος προλέγει τό Πάθος: «Ἰδού ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα»! Ἡ διήγηση τοποθετεῖται λίγο πρό τοῦ Πάθους, ἡ δέ Ἐκκλησία τήν θέτει ἀκριβῶς λίγο πρό τῆς Ἑβδομάδος τῶν Παθῶν. Ὁ Κύριος προλέγει καί πάλι τά τοῦ Πάθους Του. Ἔχει σχεδόν ὁλοκληρώσει τό διδακτικό καί τό θαυματουργικό ἔργο καί ἀπομένει τό κατ’ ἐξοχήν ἔργο Του: τό θυσιαστικό, ἡ Θυσία ἐπί τοῦ Σταυροῦ. Οἱ μορφές αὐτές τοῦ ἔργου Του, ἀντιστοιχοῦν στά λεγόμενα τρία «ἀξιώματα» τοῦ Κυρίου: α) στό Προφητικό (διδακτικό), β) στό Βασιλικό (ἐξουσία πάνω στή φύση καί στόν κόσμο, βάσει τῆς ὁποίας θαυματουργεῖ) καί γ) στό Ἀρχιερατικό (μέ τό ὁποῖο προσφέρει τόν Ἑαυτό Του Θυσία γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου). Μέσῳ τῆς διδασκαλίας καί τῶν θαυμάτων ὁ Κύριος καθοδηγοῦσε τούς Μαθητές καί τόν Λαό νά τόν γνωρίσουν ὅπως πραγματικά εἶναι, δηλ. ὡς Θεό ἤ μᾶλλον ὡς ἄνθρωπο καί Θεό. Τώρα τούς μυσταγωγεῖ στό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως. Οἱ Μαθητές ἦταν ἀδύνατο νά γνωρίσουν τό μυστήριο αὐτό, ἄν δέν τό ἀπεκάλυπτε ὁ Ἴδιος. Οἱ σχετικές προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν ἀσαφεῖς καί οἱ Μαθητές ἦταν ἀκόμη ἀφώτιστοι. Προφανῶς, εἶχαν ἤδη πιστέψει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι Θεός, ἀλλά τώρα ἔπρεπε νά μάθουν ὅτι ὁ Θεός θά σταυρωθεῖ καί θά ἀναστηθεῖ. Ἐμμέσως ὁ Ἴδιος εἶχε ἤδη ἀναφερθεῖ στό Πάθος, μιλώντας γιά τήν κατάλυση τοῦ Ναοῦ, ἀλλά καί λίγο πρίν, στή Μεταμόρφωση, εἶχε γίνει λόγος περί «ἐξόδου» τοῦ Ἰησοῦ. Ὡστόσο, ἄν καί γνώριζαν οἱ Μαθητές τά τοῦ Πάθους, δέν τά εἶχαν κατανοήσει. Γι’ αὐτό στήν πορεία πρός τούς Ἐμμαούς ἀναγκάζεται νά τούς ἑρμηνεύσει τίς σχετικές προφητεῖες.

Ὁ πειρασμός τῆς ἐξουσίας: Ἐνῶ ἐγγίζει τό Πάθος, οἱ Μαθητές βρίσκονται ὑπό τήν ἐπίδραση πειρασμοῦ: ἐνῶ ὁ Κύριος ὁμιλεῖ περί Σταυροῦ, ἐκεῖνοι ζητοῦν πρωτοκαθεδρίες! Προφανῶς, δέν ἔχουν κατανοήσει σωστά τά περί Βασιλείας καί Δόξης τοῦ Χριστοῦ. Ὑπό τήν ἐπίδραση τοῦ περιβάλλοντος, ἴσως, πιστεύουν ὅτι οἱ καταστάσεις αὐτές εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου». Ὁ πειρασμός τῆς ἐξουσίας εἶναι ἀπό τούς ἰσχυρότερους. Τόν ὑπέστη καί ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος στό Σαραντάριο ὄρος. Ὅμως, Ἐκεῖνος τόν κατανίκησε, ἐνῶ οἱ Μαθητές φαίνεται νά ὑποκύπτουν! Εἰδικότερα, ὁ πειρασμός αὐτός ἀποτελεῖ ἐκδήλωση τοῦ πάθους τῆς φιλοδοξίας, πού ἀνήκει στούς «γίγαντες τῶν παθῶν» (μαζί μέ τή φιλαργυρία καί τή φιληδονία). Βέβαια, ὅλη ἡ συναναστροφή μέ τόν Κύριο ἦταν παράλληλα γιά τούς Μαθητές διαδικασία καθάρσεως. Ὡστόσο, ἡ διαδικασία αὐτή δέν εἶχε ὁλοκληρωθεῖ, γι’ αὐτό ὑπῆρχαν ὑπολείματα παθῶν. Ὁ Κύριος τά θεραπεύει καί αὐτά μέ δύο τρόπους: α) «Ἐν λόγῳ». Νουθετεῖ τούς Μαθητές περί ἐξουσίας, ἀνατρέποντας τά δεδομένα. Σέ μᾶς ἰσχύει τό ἀντίθετο ἀπ’ ὅ,τι στόν κόσμο: ὁ μεγάλος ἐνεργεῖ ὡς ὑπηρέτης καί ὁ πρῶτος ὡς δοῦλος. β) «Ἐν ἔργῳ». Λίγο ἀργότερα, στόν Μυστικό Δεῖπνο, ὁ Κύριος διδάσκει καί θεραπεύει ὑπολείματα παθῶν μέ μιά πράξη: νίπτει τά πόδια τῶν Μαθητῶν! Ἡ πράξη δέν ἦταν ἄγνωστη στήν ἐποχή, ἀλλά τήν ἔκανε ὁ δοῦλος τοῦ σπιτιοῦ στόν ἐπισκέπτη, ὁ τελευταῖος δοῦλος! Ὁ Κύριος τήν προβάλλει ὡς παράδειγμα: «ὑπόδειγμα δέδωκα ὑμῖν, ἵνα καθώς ἐγώ ἐποίησα ὑμῖν, καί ὑμεῖς ποιῆτε» (Ἰω. 13,16). Συνοψίζει δέ τήν ἀποστολή του στή φράση: «ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι, καί δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν». Ὅλα τά παραπάνω, ἀποτελοῦν εἰσαγωγή σέ ὅσα στή συνέχεια θά ἀκολουθήσουν, στό μυστήριο τοῦ Πάθους!

Ἡ πορεία πρός τό Πάθος: Μέ τήν ἀποκαλύψη τῆς Δόξης Του στή Μεταμόρφωση ὁ Κύριος καί μέ τίς ἀναφορές Του στό Πάθος ἀποκαλύπτει τόν ἑκούσιο χαρακτῆρα τῆς Θυσίας Του: «ἵνα ὅταν σέ ἴδωσι σταυρούμενον τό μέν Πάθος νοήσωσιν ἑκούσιον» (Κοντάκιο Μεταμορφώσεως). Γιατί πάσχει ὁ Κύριος; α) Γιά τίς ἁμαρτίες μας. Τιμωρεῖται μέ τή Θυσία Του στή θέση μας, γιά νά εἴμαστε ἐλευθεροί ἀπό τήν τιμωρία τῆς ἁμαρτίας. Ἀπό τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ πηγάζει ἄφεση ἁμαρτιῶν καί τό Αἷμα Του ἐκπλύνει τίς ἁμαρτίες μας. Πληρώνει ὅ,τι χρωστοῦμε ἐμεῖς καί μᾶς ἀπαλάσσει ἀπό τό χρέος. β) Γιά νά μᾶς ἀπελευθερώσει ἀπό τή δουλεία τοῦ διαβόλου. Σύμφωνα μέ τό παράδειγμα τῆς δουλείας τῆς ἐποχῆς, ἐνῶ γίναμε δοῦλοι τοῦ διαβόλου μέ τήν πτώση μας, ὁ Κύριος πληρώνει τό ἀντίτιμο τῆς ἀξίας μας, τό «λύτρον», μᾶς ἐξαγοράζει καί μᾶς ἀφήνει ἐλεύθερους («λύτρωση»). Ἔκτοτε εἴμαστε «ἐξηγορασμένοι» καί «ἀπελεύθεροι». γ) Γιά νά μᾶς ἀπελευθερώσει ἀπό τό κράτος τοῦ θανάτου. Ἀπό τόν Ζωηφόρο Σταυρό τοῦ Κυρίου πήγασε ἀθανασία καί ζωή. Ἡ πορεία πρός τό Πάθος ἀρχίζει μέ τή λήξη τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς τήν παραμονή τοῦ ἁγίου Λαζάρου. Παρεμβάλεται ὁ ἑορτασμός δύο γεγονότων, πού συνέβησαν πρό τοῦ Πάθους: α) Ἡ ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου, τό μεγαλύτερο θαῦμα τοῦ Ἰησοῦ, καί β) Ἡ Θριαμβευτική Εἴσοδος στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου ὁ Κύριος ἐπευφημεῖται ὡς Μεσσίας. Τίς πρῶτες μέρες τῆς Μ. Ἑβδομάδος γίνεται «μνεία» γεγονότων, πού δέν φαίνεται νά ἔχουν ἄμεση σχέση μέ τό Πάθος. «Τῇ ἁγίᾳ καί μεγάλῃ Δευτέρᾳ, μνείαν ποιούμεθα τοῦ μακαρίου Ἰωσήφ τοῦ Παγκάλου, καί τῆς ὑπό τοῦ Κυρίου καταραθείσης καί ξηρανθείσης Συκῆς». «Τῇ ἁγίᾳ καί μεγάλῃ Τρίτῃ, τῆς τῶν δέκα Παρθένων παραβολῆς, τῆς ἐκ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, μνείαν ποιούμεθα». «Τῇ ἁγίᾳ καί μεγάλῃ Τετάρτῃ, τῆς ἀλειψάσης τόν Κύριον μύρῳ Πόρνης γυναικός, μνείαν ποιεῖσθαι οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν, ὅτι πρό τοῦ σωτηρίου Πάθους μικρόν τοῦτο γέγονε». «Τῇ ἁγίᾳ καί μεγάλῃ Πέμπτῃ, οἱ τά πάντα καλῶς διαταξάμενοι θεῖοι Πατέρες, ἀλληλοδιαδόχως ἔκ τε τῶν θείων Ἀποστόλων, καί τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων, παραδεδώκασιν ἡμῖν τέσσαρά τινα ἑορτάζειν, τόν ἱερόν Νιπτῆρα, τόν μυστικόν Δεῖπνον (δηλαδή τήν παράδοσιν τῶν καθ’ ἡμᾶς φρικτῶν Μυστηρίων), τήν ὑπερφυᾶ Προσευχήν, καί τήν Προδοσίαν αὐτήν». Τά τοῦ Πάθους ἀρχίζουν ἀπό βράδυ τῆς Μ. Πέμπτης μέ τόν Νιπτῆρα καί τόν Μυστικό Δεῖπνο καί ἐξιλίσσονται ὅλα ἀπό τή νύκτα τῆς Μ. Πέμπτης μέχρι τό ἀπόγευμα τῆς Μ. Παρασκευῆς. «Τῇ ἁγίᾳ καί μεγάλῃ Παρασκευῇ, τά ἅγια καί σωτήρια καί φρικτά Πάθη τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτελοῦμεν, τούς ἐμπτυσμούς, τά ῥαπίσματα, τά κολαφίσματα, τάς ὕβρεις, τούς γέλωτας, τήν πορφυρᾶν χλαίναν, τόν κάλαμον, τόν σπόγγον, τό ὄξος, τούς ἥλους, τήν λόγχην, καί πρό πάντων, τόν σταυρόν, καί τόν θάνατον, ἅ δι’ ἡμᾶς ἑκών κατεδέξατο, ἔτι δέ καί τήν τοῦ εὐγνώμονος Λῃστοῦ, τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ, σωτήριον ἐν τῷ Σταυρῷ ὁμολογίαν». Ἀμέσως μετά τόν Μυστικό Δεῖπνο ἀκολουθεῖ ἡ ἀγωνιώδης Προσευχή στή Γεθσημανή, ἡ Προδοσία καί ἡ Σύλληψη. Ὁ Ἰησοῦς ὁδηγεῖται «εἰς τήν οἰκείαν τοῦ Ἀρχιερέως», πρῶτα τοῦ Ἄννα, ὅπου ἀνακρίνεται, καί ἔπειτα («δεδεμένος») τοῦ Καϊάφα, ὅπου συγκαλεῖται τό Μέγα Συνέδριο καί γίνεται ἡ Δίκη (ἐκεῖ, προφανῶς, γίνεται καί ἡ ἄρνηση τοῦ Πέτρου). Ἐνωρίς τό πρωϊ τῆς Μ. Παρασκευῆς ὁδηγεῖται στό Πραιτώριο ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου. Ἐκεῖνος τόν ἀποστέλλει γιά λίγο στόν Ἡρώδη καί πάλι ἐπιστρέφει στόν Πιλάτο. Μετά τήν ἀπόφαση τοῦ Πιλάτου ὑφίσταται τά φρικτά Πάθη: τή φυλάκιση, τή φραγγέλωση, τούς ἐμπτυσμούς, τά ῥαπίσματα, τά κολαφίσματα, τίς ὕβρεις, τούς γέλωτες, τήν πορφύρα, τόν κάλαμο, τόν ἀκάνθινο στέφανο! Ἀκολουθεῖ ἡ μαρτυρική πορεία πρός τόν Γολγοθᾶ! Περί τήν ἕκτη ὥρα τῆς ἡμέρας (12.00 μ. περ.) εἶχε ὁλοκληρωθεῖ ἡ Σταύρωση. Ἐπί τοῦ Σταυροῦ ὁ Κύριος παρέμεινε περίπου τρεῖς ὧρες. Τήν ἑνάτη ὥρα (3.00 μ.μ. περ.) ἐξέπνευσε! Ἀμέσως σχεδόν ἀκολούθησαν ἡ Ἀποκαθήλωση καί ἡ Ταφή. Ὁ Κύριος παρέμεινε στόν Τάφο τρεῖς ἡμέρες, ἀλλά ὄχι πλήρεις: μέρος τῆς Μ. Παρασκευῆς, ὅλο τό Μ. Σάββατο καί μέρος τῆς «μιᾶς τῶν Σαββάτων» (τῆς Κυριακῆς), ὑπολογίζοντας τήν «ἡμέρα» κατά τό ἰουδαϊκό ἡμερολόγιο, κατά τό ὁποῖο ἄρχιζε ἀπό τή δύση τοῦ ἡλίου τῆς προηγούμενης («νυχθήμερον»).

Ἀπό τό Πάθος στήν Ἀνάσταση: «Τῷ ἁγίῳ καί μεγάλῳ Σαββάτῳ, τήν θεόσωμον Ταφήν, καί τήν εἰς ᾍδου Κάθοδον τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἑορτάζομεν δι’ ὧν τῆς φθορᾶς τό ἡμέτερον γένος ἀνακληθέν, πρός αἰωνίαν ζωήν μεταβέβηκε». Μέ τόν Θάνατο τοῦ Κυρίου, ἡ Ψυχή χώρισε ἀπό τό Σῶμα Του, ὅπως καί στούς ἀνθρώπους, ὡστόσο ἡ Θεότητα (θεία φύση) παρέμεινε ἑνωμένη καί μέ τήν Ψυχή καί μέ τό Σῶμα. Ἔτσι, τό Σῶμα τοῦ Κυρίου στόν Πανάγιο Τάφο δέν ὑπέστη «διαφθοράν» (ἀποσύνθεση), ἡ δέ Ψυχή κατῆλθε στόν ἅδη μετ’ ἐξουσίας. Ἐκεῖ «εὐηγγελίσατο» (κήρυξε τό Εὐαγγέλιο) στούς δεσμίους τοῦ ἅδη καί ἔσωσε τούς πιστεύσαντας. Ἡ Κάθοδος τῆς Ψυχῆς τοῦ Χριστοῦ στόν ἅδη, ἑνωμένης μέ τήν Θεότητα, ἦταν πανωλεθρία γιά τό κράτος τοῦ θανάτου, ἀφοῦ ἀπελευθέρωσε ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου τούς Δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τούς πιστεύσαντας στό κήρυγμά Του. Πρίν τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, δίκαιοι καί ἁμαρτωλοί, κατέβαιναν στόν ἅδη. Μέχρι τότε ἀκόμη καί οἱ Δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τελοῦσαν σέ κατάσταση αἰχμαλωσίας: ἄλλο εἶναι ἡ ὕπαρξη Δικαίων στήν Παλαιά Διαθήκη καί ἄλλο ἡ ἀπελευθέρωσή τους μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μετά τήν Ἀνάσταση ὅμως, στόν ἅδη κατεβαίνουν μόνο οἱ ἁμαρτωλοί. «Τῇ ἁγίᾳ καί μεγάλῃ Κυριακῇ τοῦ Πάσχα, αὐτήν τήν ζωηφόρον Ἀνάστασιν ἑορτάζομεν τοῦ Κυρίου, καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»! Οἱ ἀνθρωπολογικές προεκτάσεις τῆς Ἀναστάσεως ἐκφράζονται μέ τόν καλύτερο τρόπο εἰκαστικά στήν Ὀρθόδοξη εἰκόνα τῆς Ἑορτῆς. Σ’ αὐτήν ὁ Κύριος εἰκονίζεται μέ λευκά ἐνδύματα καί μέσα σέ Φῶς νά ἐξέρχεται ἀπό ἕναν σκοτεινό χῶρο, τόν ἅδη. Κρατᾶ τό τρόπαιο τῆς νίκης, τόν τίμιο Σταυρό. Στό κάτω μέρος τοῦ ἅδη εἰκονίζεται δεμένος στά χέρια καί στά πόδια «ὁ ἰσχυρός», ὁ πρώην ἰσχυρός, ὁ διάβολος, «ὁ ἔχων τό κράτος τοῦ θανάτου». Στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ εἰκονίζονται σπασμένες οἱ «πύλες τοῦ ἅδου» καί γύρω διασκορπισμένα τά «κλείθρα τοῦ ἅδου» (κλειδιά). Ὁ Κύριος μέ τό χέρι του τραβᾶ καί ἀνασύρει ἀπό τόν σκότεινό ἅδη (ἤ ἀπό τόν τάφο του) τόν Ἀδάμ, ὄχι ὅμως ἀτομικά, ἀλλά «παγγενῆ» (ὡς φορέα καί ἐκπρόσωπο ὁλόκληρου τοῦ ἀνθρώπινου γένους). Αὐτά σημαίνουν ὅτι, μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ὁ «ἰσχυρός» (διάβολος) εἶναι πλέον «δεδεμένος» (ἀποδυναμωμένος). Οἱ «πύλες τοῦ ἅδου» εἶναι καί μένουν ἀνοικτές. Ὅποιος θέλει, μπορεῖ νά ἀκολουθεῖ τόν Χριστό στόν δρόμο τῆς ζωῆς, τῆς ἐλευθερίας καί τῆς πνευματικῆς ἀναστάσεως. Ὅποιος δέν θέλει εἶναι ἐλεύθερος νά παραμένει στόν σκοτεινό χῶρο τοῦ ἅδη καί ὑπό τό κράτος τοῦ θανάτου. 

(«Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία καί Παράδοση», Πρόγραμμα Μελέτης καί Ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ἱ. Ναοῦ Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως. Ὑπεύθυνος π. Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας. Περίοδος Α΄, ἔτος 2023-2024).

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου