ΤΕΥΧΟΣ 80 ΤΡΙΠΟΛΙΣ
ΙΟΥΛΙΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2012
Η
ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΤΟ «ΜΠΟΖΟΝΙΟ
HIGGS»
Μιά νέα
«ἐπιστημονική» πρόκληση: τό «σωματίδιο τοῦ Θεοῦ»
Θεωρήσαμε σκόπιμο νά ἀφιερώσουμε
τό τεῦχος αὐτό τοῦ
ἐντύπου μας σέ μιά πρόσφατη ἐπιστημονική ἀνακάλυψη
καί στίς συνέπειες, πού ἐνδεχομένως ἔχει γιά τήν Ὀρθόδοξη
διδασκαλία περί τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. Ὅπως
εἶναι γνωστό, στίς 4/7/2012 ἀνακοινώθηκαν τά πρῶτα
ἀποτελέσματα ἑνός μακροχρόνιου καί
πολυδάπανου πειράματος στόν τομέα τῆς σωματιδιακῆς
Φυσικῆς (πείραμα CERN), σύμφωνα μέ τά ὁποῖα
ἐντοπίστηκε τελικά τό σωματίδιο, πού προσδίδει μάζα στήν ὕλη
(«μποζόνιο Higgs»). Λόγω αὐτῆς
ἀκριβῶς τῆς «δημιουργικῆς» του δύναμης, τό σωματίδιο
αὐτό ἔχει χαρακτηριστεῖ «σωματίδιο Θεός» ἤ
«σωματίδιο τοῦ Θεοῦ», ὅπως ἐσφαλμένα μεταφράζεται στή γλώσσα μας. Μέ ἀφορμή
αὐτή τήν ἀνακάλυψη, οἱ
ἐχθρικά διακείμενοι πρός τήν Ἐκκλησία ἔσπευσαν
νά πανηγυρίσουν, διακηρύσσοντας πρός κάθε κατεύθυνση ὅτι
λύθηκε πλέον τό μυστήριο τῆς ἀρχῆς
τοῦ σύμπαντος καί ὅτι ἡ
διδασκαλία γιά τήν δημιουργία τοῦ κόσμου εἶναι
ἕνας μῦθος, ὅπως
ἄλλωστε καί ὁλόκληρη ἡ
Χριστιανική πίστη.
Βέβαια, ἡ
ἀποτίμηση τῶν συμπερασμάτων τοῦ
πειράματος CERN θά γίνει, ὅταν ὑποχωρήσει
ὁ πρῶτος ἐνθουσιασμός καί ὅταν ἐκπνεύσει
ἡ ὑπεραισιοδοξία πού συνοδεύει συνήθως κάθε νέα ἐπιστημονική
ἀνακάλυψη, ἀλλά καί ὅταν
θά ἔχουμε μιά πιό ὁλοκληρωμένη εἰκόνα
τῶν ἀποτελεσμάτων τοῦ πειράματος. Τότε, ἄν
χρειαστεῖ, θά τοποθετηθοῦν μεγάλοι θεολόγοι καί
ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία ἔναντι τοῦ
ζητήματος. Μέ ὅσα ἀκολουθοῦν θά προσπαθήσουμε,
χωρίς νά εἰσέλθουμε σέ λεπτομέρειες καί ἁπλοποιώντας
κατά τό δυνατόν τά θέματα, α) νά περιγράψουμε τά γενικά πλαίσια, ἐντός
τῶν ὁποίων πρέπει νά κατανοεῖται ἡ
σχέση Ὀρθόξοξης πίστης καί ἐπιστήμης, μέ σκοπό νά
διασκεδαστοῦν ἐσφαλμένες ἐντυπώσεις, καί β) νά ὑπογραμμίσουμε
τή σημασία καί τίς συνέπειες τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ
δόγματος γιά τή δημιουργία τοῦ κόσμου.
Εἶναι
γεγονός ὅτι ἡ ἐπιστήμη ἔχει ἐπανειλημμένα
ἐπιχειρήσει νά ἐξηγήσει τήν ἀρχή
τοῦ κόσμου. Στήν προσπάθεια αὐτή ἔχουν
διατυπωθεῖ διάφορες ἐπιστημονικές θεωρίες, μέ
πιό γνωστή τή θεωρία γιά τή «μεγάλη ἔκρηξη» (big bang),
κατά τήν ὁποία τό σύμπαν προῆλθε μέ μιά ἀρχέγονη
ἔκρηξη ἀπό ἕνα
ἄπειρα πυκνό καί μηδενικῶν διαστάσεων σημεῖο.
Τό 1964 ὁ Βρεττανός φυσικός Peter Higgs (1929-), καθηγητής σέ διάφορα Πανεπιστήμια,
διατύπωσε τή θεωρία γιά τήν ὕπαρξη ἑνός
σωματιδίου (μποζονίου), πού προσδίδει μάζα στήν ὕλη καί ἐξηγεῖ
κατά μέγα μέρος τήν ἀρχή τοῦ κόσμου. Ἀπό
τότε ἄρχισαν ἔρευνες καί πειράματα
γιά τόν ἐντοπισμό αὐτοῦ
τοῦ σωματιδίου. Λόγω τοῦ ὅτι
οἱ ἔρευνες γιά πολλά χρόνια ἀπέβαιναν ἄκαρπες,
ὁ Ἀμερικανός φυσικός Leon Lederman, σέ βιβλίο του πού ἐκδόθηκε
τό 1993, τό ἀποκάλεσε «ἀναθεματισμένο
σωματίδιο» («Goddamn particle»), ὅμως, μετά ἀπό
πίεση τῶν ἐκδοτῶν του, μετέτρεψε τόν χαρακτηρισμό σέ «σωματίδιο Θεός»
(«The God particle»). Ἔτσι, ἐπεκράτησε αὐτή
ἡ ἐσφαλμένη καί παραπλανητική ὀνομασία, ἀντί
τῆς ὀρθῆς («μποζόνιο Higgs»). Τό 2008 ἄρχισε ἕνα
νέο, ἐντυπωσιακό καί πολυδάπανο πείραμα μέ τόν Μεγάλο Ἐπιταχυντή
Ἀνδρονίων CERN. Ἀπό στοιχεῖα,
πού ἦλθαν στή δημοσιότητα, ἡ συμμετοχή τῆς
χώρας μας στή δαπάνη τοῦ πειράματος ἀνέρχεται στό τεράστιο
ποσό τῶν 15 ἑκατομμυρίων εὐρώ
ἐτησίως! Στίς 4/7/2012 ἀνακοινώθηκε ὅτι
ἐντοπίστηκαν ἴχνη ἑνός
ἀόρατου καί θνησιγενοῦς σωματιδίου, ἀπό
τά ὁποῖα φαίνεται ὅτι αὐτό
ὑπάρχει. Προφανῶς, πρόκειται γιά τό
«μποζόνιο Higgs», πού ζεῖ μόνο γιά ἕνα
ἑκατομμυριοστό τοῦ δισεκατομμυριοστοῦ
τοῦ δισεκατομμυριοστοῦ τοῦ
δευτερολέπτου! Ἔτσι, φαίνεται νά ἐπιβεβαιώνεται ἤ,
τουλάχιστον, νά ἐνισχύεται σημαντικά ἡ θεωρία τοῦ
Higgs γιά τήν προέλευση τῆς μάζας. Ποιά εἶναι,
ὅμως, ἡ θέση τῶν
θεωριῶν στό σῶμα τῆς
ἐπιστήμης;
Ἐπιστημονικές θεωρίες
καί ἐπιστημονική ἀλήθεια
Εἶναι
φανερό ὅτι ἡ ἐπιστήμη εἶναι μιά μέθοδος, πού ὁδηγεῖ
στήν ἀλήθεια γιά τόν κόσμο, πού μᾶς περιβάλλει. Ἡ
ἐπιστημονική ἀλήθεια θεωρεῖται
ἔγκυρη καί ἀξιόπιστη, ἐπειδή
ἀποδεικνύεται ἐμπειρικά καί
πειραματικά. Ὅμως, στό σῶμα τῆς
ἐπιστήμης ἐξέχουσα θέση κατέχουν
καί οἱ θεωρίες. Ἡ ἐπιστημονική
θεωρία εἶναι ἕνα σύνολο πεποιθήσεων, περισσότερο ἤ
λιγότερο συνεκτικό, μέ τό ὁποῖο
προσπαθοῦμε νά ἐξηγήσουμε ἕνα
μέρος τῆς πραγματικότητας πού εἶναι ἀνεξήγητο.
Κάποιες ἀπό τίς πεποιθήσεις αὐτές, πού συνιστοῦν
μιά θεωρία, μπορεῖ νά ἀποδεικνύονται ἐμπειρικά καί πειραματικά
καί, κατά συνέπειαν, νά ἀποτελοῦν ἐπιστημονικές
ἀλήθειες, κάποιες ἄλλες, ὅμως,
ὄχι. Αὐτό σημαίνει ὅτι
οἱ ἐπιστημονικές θεωρίες δέν ταυτίζονται μέ τήν ἐπιστημονική
ἀλήθεια. Εἶναι μέσα πού ὁδηγοῦν
στήν ἀλήθεια, εἶναι ὄργανα
γιά τήν ἀνακάλυψή της, ἀλλά δέν ταυτίζονται μ’
αὐτήν. Οἱ θεωρίες ἀποτελοῦν
ἐπιστημονικές ὑποθέσεις, πού πρέπει
νά ἀποδειχθοῦν πειραματικά. Γι’ αὐτό
οἱ ἐπιστημονικές ἀλήθειες εἶναι
ἀποδεκτές ἀπό ὅλους
τούς εἰδικούς ἑνός χώρου, ἐνῶ
οἱ ἐπιστημονικές θεωρίες, ἀκόμη κι ἄν
ἔχουν μιά γενικότερη ἀποδοχή, ἔχουν
ἀντιπάλους ἤ ἀμφισβητοῦνται
ἀπό εἰδικούς τοῦ χώρου τους. Ἄς
δοῦμε δύο ἀπό τίς πιό γνωστές
θεωρίες: Οἱ περισσότεροι παλαιοντολόγοι δέχονται τή θεωρία τοῦ
Δαρβίνου γιά τήν ἐξέλιξη τῶν εἰδῶν,
ἄλλοι ὅμως τήν ἀμφισβητοῦν
μέ σοβαρά ἐπιχειρήματα. Κατά τόν ἴδιο τρόπο, οἱ
περισσότεροι φυσικοί ἐπιστήμονες δέχονται τή θεωρία τῆς
«μεγάλης ἔκρηξης» (big bang) γιά τή γένεση τοῦ
σύμπαντος, ὑπάρχουν ὅμως καί σφοδροί
πολέμιοι αὐτῆς τῆς θεωρίας. Αὐτό μόνο καταδεικνύει, ὅτι
οἱ πεποιθήσεις αὐτές κινοῦνται
στόν χῶρο τῆς ἐπιστημονικῆς θεωρίας καί ὄχι
τῆς ἐπιστημονικῆς ἀλήθειας.
Ὡστόσο, οἱ θεωρίες εἶναι
ἰδιαίτερα χρήσιμες, ἀφοῦ
σπουδαῖες ἐπιστημονικές ἀνακαλύψεις ἐμφανίσθηκαν
πρῶτα ὡς θεωρίες κι ἔπειτα ἐπαληθεύτηκαν
πειραματικά.
Ἡ
πειραματική ἐπαλήθευση τῶν θεωριῶν
δέν εἶναι κάτι ἁπλό καί εὔκολο.
Οἱ σύγχρονες ἐπιστημονικές θεωρίες εἶναι,
συνήθως, πολύπλοκες καί σύνθετες, μέ πλῆθος ἐπιμέρους
πεποιθήσεων. Τά πειράματα ἐπαληθεύουν κάποιες ἀπό
τίς πεποιθήσεις αὐτές, ἐνῶ
ἄλλες παραμένουν ἀναπόδεικτες. Τό
γεγονός, ἄλλωστε, ὅτι τά ἴδια
τά πειράματα προϋποθέτουν ἤδη μιά θεωρία, δηλ.
μιά ἀναπόδεικτη λογική κατασκευή, κλονίζει τό κύρος τῶν
συμπερασμάτων τους. Παρά ταῦτα, μπορεῖ
οἱ θεωρίες νά γίνονται περισσότερο συνεκτικές ἤ
εὔλογες μέσω τῆς πειραματικῆς
διαδικασίας, μπορεῖ νά συγκεντρώνουν ἐπιχειρήματα ὑπέρ
τους, μπορεῖ, ὅμως, παράλληλα τά ἐναντίον τους ἐπιχειρήματα
νά παραμένουν ἀκλόνητα ἤ μπορεῖ
νά παραμένει ἡ ἀδυναμία τους νά ἐξηγήσουν πλήρως τήν
πραγματικότητα, στήν ὁποία ἀναφέρονται. Πολλές
φορές οἱ θεωρίες ἀναθεωροῦνται
καί ἀναπροσαρμόζονται μέ τήν πίεση τῶν
πειραματικῶν δεδομένων. Γιά παράδειγμα, ἡ
θεωρία τοῦ Δαρβίνου ἀπό τή δεκαετία τοῦ
1940 ἐμφανίζεται ἀναθεωρημένη σέ πολλά
σημεῖα ὡς «συνθετική θεωρία τῆς ἐξέλιξης»
ἤ «νεοδαρβινισμός». Σήμερα πολλοί πιστεύουν ὅτι
τά ἀποτελέσματα τοῦ πειράματος CERN ἀναθεωροῦν
ἤδη τή θεωρία γιά τή «μεγάλη ἔκρηξη»: Ἡ
«μεγάλη ἔκρηξη» δέν θεωρεῖται πλέον τό «σημεῖο
μηδέν», ἀλλά μία ἀπό τίς πολλές
μεταβολές στήν ἱστορία τοῦ σύμπαντος, ἄν
καί πιθανότατα ἡ πιό δραματική (http://www.physics.ntua.gr/POPPHYS/articles/bigbang.html).
Ἄλλοτε πάλι νέες θεωρίες ἐκτοπίζουν καί ὑποκαθιστοῦν
παλαιότερες, κάτι πού συμβαίνει ἀκόμη καί στίς ἐπιστημονικές
«ἀλήθειες». Ἡ ἀντίληψη
ὅτι ὁ ἥλιος κινεῖται ἀπό
τήν ἀνατολή στή δύση ἐθεωρεῖτο
γιά πολλούς αἰῶνες ἐπιστημονική ἀλήθεια καθολικά ἀποδεκτή.
Σήμερα γνωρίζουμε ὅτι συμβαίνει ἀκριβῶς
τό ἀντίθετο: ἡ γῆ
κινεῖται γύρω ἀπό τόν ἥλιο.
Κάτι ἀνάλογο προβλέπεται καί γιά τό μέλλον: «τό μεγαλύτερο μέρος
αὐτῶν πού τώρα θεωροῦμε κοινή γνώση στό
μέλλον θά ἀποκηρυχθεῖ», ἐνῶ
«εἶναι σχεδόν σίγουρο τό ὅτι ὑπάρχουν
πολλά πεδία αὐτοῦ πού σήμερα ὀνομάζεται κοινή γνώση,
μερικά ἐκ τῶν ὁποίων προέρχονται κατευθείαν ἀπό
τήν ἐπιστήμη ἐνῶ
ἄλλα ὄχι, τά ὁποῖα
θά ἀπεικονίζουν τήν μωρία τῆς ἐποχῆς
μας στά ἐγχειρίδια τοῦ ἑπόμενου
αἰῶνα» (W. Quine - J. Ullian, Ὁ ἱστός
τῆς πεποίθησης, Ἀθήνα 2002, σ. 63).
Τό πρόβλημα εἶναι
ὅτι, ἐνῶ αὐτά ἰσχύουν ἐντός τῆς
ἐπιστήμης, στά μέσα ἐνημερώσεως (ἀκόμη
καί στά σχολικά μας βιβλία!) οἱ ἐπιστημονικές
θεωρίες προβάλλονται κατά κανόνα ὡς ἐπιστημονικές
ἀλήθειες, μέ ἀποτέλεσμα νά κυριαρχεῖ
ἡ σύγχυση, πού παρατηροῦμε στό εὐρύ
κοινό. Ποιό εἶναι, ὅμως, τό κύρος τῶν
ἴδιων τῶν ἐπιστημονικῶν
ἀληθειῶν;
Ὅπως
εἶναι γνωστό, ἡ Νεωτερικότητα, δηλ. ἡ
περίοδος τοῦ πολιτισμοῦ πού ἄρχισε
μέ τήν Ἀναγέννηση καί, κυρίως, μέ τόν Διαφωτισμό, ἀπέρριψε
κάθε μεταφυσική αὐθεντία καί στήριξε ὅλες τίς ἐλπίδες
τοῦ ἀνθρώπου στόν ὀρθό λόγο. Στά πλαίσια
αὐτά θεοποιήθηκε ἡ ἐπιστήμη
καί ἀπολυτοποιήθηκε ἡ ἀξία
τῆς γνώσης. Ὁ ἄνθρωπος,
ἐντυπωσιασμένος ἀπό τήν ἀλματώδη
πρόοδο τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν,
τή βιομηχανική ἐπανάσταση καί τήν τεχνολογική ἔκρηξη
τοῦ 20οῦ αἰῶνα, πίστεψε ὅτι μέ τή λογική καί τήν
ἐπιστήμη θά λύσει ὅλα του τά προβλήματα, ἀκόμη
καί τά ὑπαρξιακά. Ὅμως, ἤδη
ἀπό τό τελευταῖο τέταρτο τοῦ
20οῦ αἰ. ἡ παντοδυναμία τοῦ ὀρθοῦ
λόγου καί ἡ πίστη στήν ἀπόλυτη ἀξία
τῆς γνώσης ἄρχισαν νά κλονίζονται
σοβαρά. Αὐτό τό γεγονός καί πολλά ἄλλα σήμαναν τό τέλος ἑνός
ὁλόκληρου πολιτισμοῦ καί τήν ἔναρξη
μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς,
πού ὀνομάστηκε Μετανεωτερικότητα (ἤ
Ὕστερη Νεωτερικότητα). «Τώρα πλέον ἡ
ἐπιστημονική γνώση καί ἡ ἐπιβολή
μιᾶς ἀπόλυτης καί ἀντικειμενικῆς
ἀλήθειας γιά τόν κόσμο, τόν ἄνθρωπο καί τήν ἱστορία
του ὄχι ἁπλά ἀμφισβητοῦνται, ἀλλά
θεωροῦνται τό ἴδιο σχετικές μέ ὁποιαδήποτε
θρησκευτική γνώση» (Στ. Γιαγκάζογλου, «Φιλοσοφία τῆς
Ἱστορίας καί Θεολογία τῆς Ἱστορίας»,
στό Ἡ Ὀρθοδοξία ὡς πολιτισμικό ἐπίτευγμα
καί τά προβλήματα τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, τ. Γ', ἔκδ.
ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σ. 20). Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἡ
σύγχρονη Ἐπιστημολογία ἀνέδειξε ἕνα
πλῆθος προβλημάτων, πού σχετίζονται μέ τό κύρος τῶν
ἐπιστημονικῶν ἀληθειῶν,
ὅπως π.χ. τό πρόβλημα τῆς ἐπαγωγῆς
(βλ. A. Chalmers, Τί εἶναι αὐτό πού τό λέμε ἐπιστήμη;,
Ἠράκλειο 20079, σ. 19 ἑξ.).
Πίστη
καί ἐπιστήμη
Ἀναγκαστικά,
ὅσα λέγονται γιά τά ἀποτελέσματα τοῦ
πειράματος CERN φέρνουν καί πάλι στό προσκήνιο τή σχέση πίστης καί ἐπιστήμης,
θέμα γιά τό ὁποῖο ἔχουν γραφεῖ πάρα πολλά. Ἡ
Νεωτερικότητα εἶδε τή σχέση αὐτή ὡς
ἀντίθεση, ὡς σύγκρουση. Τέτοια
σύγκρουση εἶναι ἀδιανόητη γιά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, πού
δέχεται ὅτι ἡ ἐπιστήμη εἶναι δῶρο
τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἁγ. Γραφή διερωτᾶται· «οὐχί
ὁ Κύριός ἐστιν ὁ
διδάσκων σύνεσιν καί ἐπιστήμην;» (Ἰώβ 21,22), καί
προτρέπει· «ἄκουσόν μου, τέκνον, καί μάθε ἐπιστήμην»
(Σοφ. Σειρ. 16,24), ἐνῶ ἀλλοῦ τονίζει ὅτι ὁ
Κύριος «προσέθηκεν αὐτοῖς (τοῖς ἀνθρώποις)
ἐπιστήμην» (Σοφ. Σειρ. 17,11). Ἡ
σύγκρουση προκύπτει ὅταν κάποια πλευρά ὑπερβαίνει τά ὅριά
της. Ποιά εἶναι, ὅμως, τά ὅρια
τῆς (Ὀρθόδοξης) πίστης (ἤ Θεολογίας) καί ποιά
τά ὅρια τῆς ἐπιστήμης;
Ὅπως
εἶναι γνωστό, ἀντικείμενο τῆς
ἐπιστήμης εἶναι τό ἐπιστητό,
δηλ. ὅ,τι γίνεται ἀντιληπτό μέ τίς αἰσθήσεις
μας (καί μέ τά διάφορα ὄργανα, πού ἀποτελοῦν
προέκταση τῶν ἀνθρώπινων αἰσθήσεων). Ὅ,τι
δέν ἀνήκει στό ἐπιστητό εἶναι
ἐξ ὁρισμοῦ ἔξω
ἀπό τά ὅρια τῆς
ἐπιστήμης. Π.χ., τό νά μιλᾶ ἡ
ἐπιστήμη περί Θεοῦ ἀποτελεῖ
ὑπέρβαση τῶν ὁρίων
της, ἀφοῦ ὁ Θεός οὔτε μέρος τοῦ
ἐπιστητοῦ (τοῦ
κόσμου πού μᾶς περιβάλλει) εἶναι, οὔτε
ἀντιληπτός μέ τίς φυσικές αἰσθήσεις μας γίνεται. Ὅταν,
λοιπόν, ἡ ἐπιστήμη «ἀποφαίνεται» περί Θεοῦ,
ὑπερβαίνοντας τά ὅριά της, τότε ἡ
σύγκρουση μέ κάθε θρησκευτική πίστη εἶναι ἀναπόφευκτη.
Ἡ ἐπιστήμη εἶναι (μεθοδολογικά, καί
ὄχι δογματικά) «ἄθεη» (ἐρευνᾶ
τόν κόσμο, σάν νά μήν ὑπῆρχε ὁ Θεός). Ἡ ἐπιστήμη
δέν γνωρίζει ἄν ὑπάρχει ἤ δέν ὑπάρχει
Θεός (πολύ περισσότερο δέν γνωρίζει τί εἶναι ὁ
Θεός).
Ἄν
ὄργανο τῆς ἐπιστήμης
εἶναι ἡ λογική, ὄργανο τῆς
Θεολογίας εἶναι ἡ πίστη. Ὅμως, στήν Ὀρθόδοξη
Παράδοση ἡ πίστη δέν εἶναι μιά αὐθαίρετη
πεποίθηση, χωρίς ἐμπειρικά ἐρείσματα. Ἀντίθετα,
ἔχει ἰσχυρά ἐρείσματα στήν ἐμπειρία,
ὅπως καί ἡ ἐπιστημονική
γνώση. Αὐτό συμβαίνει ἐπειδή ὁ
Χριστός, τό κέντρο τῆς πίστης μας καί ἡ κορύφωση τῆς
Ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ,
ἐμφανίστηκε μέσα στόν χρόνο καί στήν ἱστορία,
ἀλλά καί συνεχίζει νά ἐπανεμφανίζεται μέχρι
σήμερα στίς θεοπτικές ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων.
Οἱ ἐμπειρίες αὐτές, ἄν
καί ὑπερβαίνουν τή λογική καί τήν αἴσθηση,
ἔχουν ἐπίσης ἱστορικό
χαρακτῆρα, δηλ. εἶναι καταστάσεις μέσα
στόν χρόνο καί τήν ἱστορία. Γι’ αὐτό οἱ
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τονίζουν ὅτι ἡ
πίστη εἶναι «γνῶσις» καί «σχέσις»
(Μάξιμος Ὁμολογητής, PG, τ. 90, στ. 1224-1225) καί ὁ
εὐαγγελιστής Ἰωάννης τονίζει ὅτι
δέν μιλᾶμε γιά κάτι πού δέν εἴδαμε, ἀλλά
γιά «ὅ ἀκηκόαμεν, ὅ ἑωράκαμεν
τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν,
ὅ ἐθεασάμεθα καί αἱ χεῖρες
ἡμῶν ἐψηλάφησαν» (Α' Ἰω. 1,1).
Μέ βάση τή θεοπτική ἐμπειρία
τῶν Ἁγίων καί, γενικά, τήν Ἀποκάλυψη, ἡ
Ὀρθόδοξη Θεολογία διακρίνει τήν πραγματικότητα σέ «κτιστή»
καί «ἄκτιστη»: «Πάντα τά ὄντα ἤ
κτιστά ἐστιν ἤ ἄκτιστα»
(Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις
Ὀρθ. πίστεως, Α,3). Ἡ διάκριση ἀνάμεσα
στά «κτιστά» καί στά «ἄκτιστα» εἶναι ἠ
πρώτη καί θεμελιώδης διάκριση τῆς Πατερικῆς
Θεολογίας. Στά «ἄκτιστα» ἀνήκει μόνο ὁ
Θεός, δηλ. ἡ οὐσία Του, οἱ ὑποστάσεις
Του καί οἱ ἐνέργειές Του, ἐνῶ
στά «κτιστά» ἀνήκει ὁ δημιουργημένος
κόσμος, τόσο ὁ ὁρατός, ὅσο καί ὁ
ἀόρατος, δηλ. ὁ κόσμος τῶν
Ἀγγέλων καί τῶν δαιμόνων. Ἡ
Πατερική ἐμπειρία μαρτυρεῖ ὅτι
μεταξύ «κτιστοῦ» καί «ἀκτίστου» δέν ὑπάρχει
καμμία ἀπολύτως ὁμοιότητα. Ἀντικείμενο
τῆς ἐπιστήμης, σύμφωνα μέ τά παραπάνω, εἶναι
τά «κτιστά», καί μάλιστα ἕνα μέρος τῶν «κτιστῶν»,
ὅσα φαίνονται, τά «ὁρατά». Ἀντικείμενο
τῆς Θεολογίας εἶναι τό «ἄκτιστο»,
ὅπως τό Ἴδιο ἀποκαλύπτεται
στόν χρόνο καί στήν ἱστορία, καθώς καί ἡ σχέση του μέ τό
«κτιστό». Ἄν εἶναι ἔτσι τά πράγματα, τότε δέν ὑπάρχει χῶρος
σύγκρουσης μεταξύ Θεολογίας καί ἐπιστήμης. Ἡ
ἐπιστήμη οὔτε τό «ἄκτιστο»
γνωρίζει, οὔτε τή σχέση τοῦ «κτιστοῦ»
μέ τό «ἄκτιστο» μπορεῖ νά ἀντιληφθεῖ,
ἡ δέ Θεολογία δέν ἀσχολεῖται
μέ ἀλήθειες πού ἀφοροῦν
στόν κτιστό κόσμο. Γι’ αὐτό, οἱ Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας κάνουν λόγο γιά διπλή ἀλήθεια
καί διπλή γνώση. Ἡ ἀλήθεια πού ἀφορᾶ
στά «κτιστά» προσεγγίζεται μέ τή λογική καί τήν αἴσθηση καί δέν σώζει, ἀλλά
ἔχει πρακτική χρησιμότητα. Ἀντίθετα, ἡ
ἀλήθεια πού ἀφορᾶ
στά «ἄκτιστα» εἶναι σωτηριώδης καί
προσεγγίζεται μέ μιά ἐμπειρία, πού εἶναι καί λογική καί αἰσθητή,
ἀλλά ταυτόχρονα ὑπερβαίνει καί τή
λογική καί τήν αἴσθηση.
Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση
Ἡ
ἀλήθεια ὅτι ὁ
κόσμος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ
ἀφορᾶ στή σχέση τοῦ «κτιστοῦ»
μέ τό «ἄκτιστο», δηλ. πρόκειται γιά σαφῶς
θεολογική (καί ὄχι ἐπιστημονική) ἀλήθεια. Εἶναι
τόσο σημαντική ἡ ἀλήθεια αὐτή, ὥστε
διδάσκεται ἤδη στίς πρῶτες γραμμές τῆς
Ἁγ. Γραφῆς καί ἔκτοτε
ἐπαναλαμβάνεται συνεχῶς στή Βιβλική καί
Πατερική Παράδοση. Πηγή της εἶναι ἡ
Ἀποκάλυψη. Ὡστόσο, δέν πρόκειται
γιά κάτι πού ἀποκαλύφθηκε μία μόνο φορά στόν Μωϋσῆ,
τόν συγγραφέα τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως, ἀλλά
γιά κάτι πού ἀποκαλύπτεται συνεχῶς μέσω τῆς
θεοπτικῆς ἐμπειρίας τῶν Ἁγίων.
Ἄν τό πρῶτο, πού γνωρίζει ἐμπειρικά
κάθε Ἅγιος, φτάνοντας στήν κατάσταση τῆς
θεώσεως, εἶναι ἡ διάκριση μεταξύ «κτιστοῦ» καί «ἀκτίστου»
καί τό ὅτι μεταξύ «κτιστοῦ» καί «ἀκτίστου»
δέν ὑπάρχει καμμία ἀπολύτως ὁμοιότητα,
τότε ἡ πρώτη ἀλήθεια πού διδάσκει ἡ
θεοπτική ἐμπειρία εἶναι ὅτι
ὁ κόσμος πού μᾶς περιβάλλει καί ἐμεῖς
οἱ ἴδιοι εἴμαστε κτίσματα -
δημιουργήματα.
Ὡς
θεολογική, ἡ ἀλήθεια αὐτή ὑπερβαίνει
τή λογική καί πάντοτε ἀποτελοῦσε σκάνδαλο γιά τήν ἀνθρώπινη
νόηση, ἀφοῦ ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τή βασική λογική
ἀρχή ὅτι ex nihilo nihil est (τίποτε δέν προέρχεται ἀπό
τό μηδέν). Ἄς σημειωθεῖ ὅτι
ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση κάνει λόγο γιά δημιουργία ἀπό
τό μηδέν (ἀπό τό ἀπόλυτο μηδέν), ἤ
γιά δημιουργία «ἐξ οὐκ ὄντων» (Β' Μακ. 7,28). Ὁ κόσμος δέν εἶναι
«ἐκ τοῦ Θεοῦ», ὅπως συχνά λέγεται, ἀλλά εἶναι
(δημιούργημα τοῦ Θεοῦ) «ἐκ τοῦ μηδενός». Ὡστόσο, ἡ
ἀλήθεια αὐτή ἐπεκράτησε
πλήρως στόν ἑλληνιστικό κόσμο μέ τίς γνωστές ἰσχυρές
λογικές καί φιλοσοφικές βάσεις, διασπώντας καί ἐκτοπίζοντας τή
βαθύτατα ριζωμένη ἀρχαία ἑλληνική κοσμοκεντρική Ὀντολογία.
Εἶναι γνωστό ὅτι στή ζωή καί τή
σκέψη τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων πρωταρχική ἀξία
ἔχει ὁ κόσμος. Ὁ κόσμος εἶναι
αἰώνιος καί τέλειος, ὅπως ὁ
Θεός. Εἶναι τελειότητα καί ἁρμονία. Ἀκόμη
καί ὁ Θεός ἤ οἱ
θεοί εἶναι μέρος αὐτοῦ
τοῦ κόσμου, πού μοιάζει μέ κλειστό σύστημα, μέ κύκλο, πού
διέπεται ἀπό αἰώνιες καί ἀπαράβατες ἀρχές,
ὅπως ἡ μοίρα, ἡ ἀνάγκη.
Στό κλειστό αὐτό σύστημα δέν ἔχει καμμία θέση ἡ
ἐλευθερία καί τό ἐνδεχόμενο (ἄς
τό προσέξουν αὐτό ὅσοι ἀπολυτοποιοῦν τόν ἀρχαῖο
ἑλληνισμό). Ἐκεῖ
δέν στερεῖται μόνο ὁ ἄνθρωπος
ἐλευθερίας, ἀλλ’ ἀκόμη
καί οἱ θεοί (πρβλ. «ἀνάγκα καί θεοί
πείθονται»)! Ἄν κάποιος ἐπιχειρεῖ
ἕνα ἄλμα πρός τήν ἐλευθερία, διαπράττει «ὕβριν»,
συγκρούεται μέ τή μοίρα του καί συντρίβεται. Αὐτήν ἀκριβῶς
τή διαδικασία περιγράφει ἡ ἀρχαία τραγωδία. Ὁ κόσμος εἶναι
ἄναρχος (χωρίς χρονική ἀρχή) καί ἀδημιούργητος.
Ὅπου γίνεται λόγος γιά «δημιουργία» στόν ἀρχαῖο
ἑλληνισμό, αὐτή νοεῖται
ὡς «δημιουργία» ἀπό προϋπάρχουσα ὕλη,
ἤ ὡς «δημιουργία» μέ βάση αἰώνια καί αὐθύπαρκτα
πρότυπα - «ἰδέες» (Πλάτων). Πρόκειται δηλ. γιά διαμόρφωση ἤ
διακόσμηση τοῦ κόσμου καί ὄχι γιά πραγματική
δημιουργία.
Ἔτσι,
ἡ διδασκαλία γιά τή δημιουργία τοῦ
κόσμου ἀπό τό μηδέν, ἦταν μιά ἀνατροπή
στά θεμέλια τῆς ἀρχαίας Ὀντολογίας. Οἱ
συνέπειες αὐτῆς τῆς ἀνατροπῆς εἶναι
ἰδιαίτερα σοβαρές. Τό ὅτι ὁ
κόσμος προέρχεται ἀπό τή βούληση τοῦ Θεοῦ
σημαίνει ὅτι ὁ κόσμος εἶναι προϊόν ἐλευθερίας.
Ἡ ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ
ἐγγυᾶται καί τήν ἐλευθερία τοῦ
ἀνθρώπου, τοῦ ὁποίου
οὐσιῶδες στοιχεῖο εἶναι
τό «αὐτεξούσιον» (ἡ ἐλεύθερη
βούληση) κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Ὡς δημιούργημα, ὁ
κόσμος εἶναι μέν «καλός λίαν», ἀλλά δέν εἶναι
τόσο ἱερός, ὥστε νά συγχέεται μέ
τόν Θεό καί νά λατρεύονται τά ἐπί μέρους στοιχεῖα
του (εἰδωλολατρία). Πρακτικά, αὐτή ἡ
ἀποϊεροποίηση τοῦ κόσμου μέσω τοῦ
δόγματος τῆς δημιουργίας, ἄνοιξε τόν δρόμο γιά
τήν ἀνάπτυξη τῶν ἐπιστημῶν:
Ἄν ὁ κόσμος (ἰδιαίτερα μετά τήν
πτώση του) δέν εἶναι τόσο τέλειος καί ἱερός, ὅσο
πίστευε ἡ ἀρχαία ἑλληνική σκέψη,
σημαίνει ὅτι ἐπιδέχεται βελτιώσεις κι αὐτές μπορεῖ
νά τίς ἐπιφέρει ἡ ἐπιστήμη
ὡς ἀνθρώπινη ἐνέργεια. Βέβαια, καί
στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ὑπῆρχε
ἐπιστήμη· ὅμως αὐτή
ἀπέβλεπε μόνο στήν κατανόηση τοῦ
κόσμου (ἰδιαίτερα στήν κατανόηση τῆς θαυμαστῆς
τάξης καί ἁρμονίας πού τόν διέπει) καί ὄχι στή βελτίωση τοῦ
κόσμου.
Ὁλοκληρώνοντας
καί ἐπιχειρώντας μιά πρώτη καί γενική ἀποτίμηση
τῶν συμπερασμάτων τοῦ πειράματος CERN μέ
βάση ὅσα προναφέραμε, παρατηροῦμε ὅτι
αὐτό μᾶς δίνει προφανῶς κάποιες ἐπιπλέον
πληροφορίες γιά τόν κόσμο πού μᾶς περιβάλλει, δηλ. γιά
τά «κτιστά», ἀλλά δέν δίνει καμμία ἀπολύτως πληροφορία γιά
τόν Θεό, δηλ. γιά τά «ἄκτιστα», οὔτε γιά τή σχέση Του μέ
τόν κόσμο. Ἐπίσης, δέν μᾶς δίνει καμμία
πληροφορία γιά τήν ἀρχή τοῦ κόσμου, γιά τό «σημεῖο
μηδέν», ἀφοῦ ἀναφέρεται στό τί ἔγινε ἀπό
ἕνα σημεῖο καί μετά, καί ὄχι
στό τί ἔγινε πρίν ἀπ’ αὐτό
τό σημεῖο, δεδομένου ὅτι προϋποθέτει τήν ὕπαρξη
ὕλης πού μετατρέπεται σέ μάζα, καθώς καί τήν ὕπαρξη
σωματιδίων, ὅπως τό «μποζόνιο Higgs».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου