ΠΟΙΟΙ
ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΟΙΝΩΝΟΥΝ
Τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν
Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου
Λόγος Παραινετικὸς τῇ
Ἁγίᾳ καὶ Μεγάλῃ Πέμπτῃ.
(Κείμενο)
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ
καὶ παμπόθητοι, οἱ συναθροισθέντες ἐν τῇ ἁγίᾳ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίᾳ, πρὸς τὸ
λατρεῦσαι Θεῷ ζῶντι, ἐν ὁσιότητι καὶ δικαιοσύνῃ, καὶ τῶν ἁγίων, ἀχράντων καὶ
ἀθανάτων, φρικτῶν Μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ, μετὰ φόβου μετασχεῖν, ἀκούσατε ἐμοῦ
τοῦ ταπεινοῦ καὶ ἀναξίου. Οὐ γὰρ ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν καὶ ὁ διδάσκων ὑμᾶς, ἀλλ’ ἡ
χάρις τοῦ παναγίου καὶ ζωοποιοῦ Πνεύματος. Οὐ γὰρ ἀπ’ ἐμαυτοῦ λαλῶ, ἀλλ’ ὡς
ἐδιδάχθην παρὰ τῶν θείων Κανόνων, καὶ Θεοφόρων Πατέρων, καὶ ὡς παρέλαβεν ἡ Ἐκκλησία
παρὰ τῶν Θεοσόφων καὶ θείων Ἀποστόλων· οὕτω δὴ αὐτός φημι ἐγώ, ὁ ταπεινὸς καὶ
πάντων ἐλαχιστότερος.
Τὰς πράξεις ὑμῶν οὐ γινώσκω, τὰ ἐπιτηδεύματα ἀγνοῶ· καὶ
διὰ τοῦτο τῷ τοῦ Θεοῦ φόβῳ βαλλόμενος, παραγγέλλω ἑνὶ ἑκάστῳ ὑμῶν, ἀνδράσι τε
καὶ γυναιξί, μικροῖς τε καὶ μεγάλοις· Μηδεὶς ἐξ ὑμῶν, ἔνοχος ἁμαρτίας ὑπάρχων,
ὑπὸ τῆς ἰδίας κατηγορούμενος συνειδήσεως, πρίν μετανοῆσαι καὶ ἐξομολογήσασθαι,
τολμήσῃ καταφρονητικῶς προσελθεῖν, καὶ ἄψεσθαι τοῦ θείου τούτου Πυρός· ὁ γὰρ
Θεὸς ἡμῶν, πῦρ καταναλίσκον ἐστί· καὶ τῶν μὲν ἐκ πίστεως καὶ φόβου προσερχομένων,
ὡς Θεῷ καὶ Βασιλεῖ καὶ Κριτῇ πάντων ἡμῶν, φλογίζει καὶ κατακαίει τὰς ἁμαρτίας,
τὰς δὲ ψυχὰς φωτίζει καί ἁγιάζει· τῶν δὲ ἀπίστων, καὶ μετὰ ἀναισχυντίας προσερχομένων,
φλογίζει καὶ κατακαίει τὰς ψυχὰς καί τὰ σώματα. Διὰ τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς
καὶ ἄρρωστοι κοιμῶνται, τουτέστιν, ἀποθνήσκουσι πολλοὶ ἀνεξαγόρευτοι καὶ
ἀμετανόητοι. Καὶ λοιπόν, ἀδελφοί μου, παρακαλῶ ὑμᾶς, καὶ λέγω· Μηδεὶς ὀμνύων, ἤ
ἐπίορκος, ἤ ψεύστης, ἤ κατάλαλος, ἤ πόρνος, ἤ μοιχός, ἤ ἀρσενοκοίτης, ἤ ἅρπαξ,
ἤ μέθυσος, ἤ λοίδορος, ἤ μῖσος ἔχων κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ, ἤ φόνον πεποιηκώς, ἤ μάγος,
ἤ γόης, ἤ φαρμακός, ἤ ἐπαοιδός, ἤ μάντης, ἤ ληστής, ἤ Μανιχαῖος, ἀνεξαγόρευτος
καί ἀνέτοιμος προσέλθῃ, τῶν φρικτῶν τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων, ἤ ἅψασθαι, ἤ
προσεγγίσαι· φοβερὸν γὰρ τὸ ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος· τομώτερος γάρ
ἐστιν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὑπὲρ μάχαιραν δίστομον, διϊκνούμενος μέχρις ἁρμονιῶν,
καὶ μυελῶν, καὶ ὀστέων, καὶ ἐννοιῶν, καὶ καρδιῶν. Βλέπετε οὖν, ἀδελφοί μου,
μηδεὶς ἀμετανόητος, ἤ ἀνέτοιμος, ἤ ἀνάξιος προσελθών, μεταλάβῃ τῶν φοβερῶν καὶ
ἀχράντων αὐτοῦ Μυστηρίων· αὐτὸς γάρ φησιν· Ἐγώ εἰμι, καὶ οὐκ ἔστι Θεὸς πλὴν
ἐμοῦ· ἐγὼ ἀποκτενῶ, καὶ ζῆν ποιήσω· καὶ οὐκ ἔστιν, ὅς ἐξελεῖται ὑμᾶς ἐκ τῶν
χειρῶν μου· αὐτὸς γάρ ἐστιν ὁ Βασιλεὺς τῶν αἰώνων· αὐτῷ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμὴ
καὶ προσκύνησις, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς
τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. (Μέγα Εὐχολόγιον, ἔκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι, σ. 609-610)
(Ἐλεύθερη
ἀπόδοση)
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πολὺ
ἀγαπητοί μου, ἐσεῖς ποὺ συγκεντρωθήκατε στὴν ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ
λατρεύσετε τὸν ζωντανὸ Θεό μας μὲ ὁσιότητα καὶ μὲ δικαιοσύνη, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ
κοινωνήσετε μὲ φόβο τὰ ἄχραντα, τὰ ἀθάνατα καὶ φρικτὰ Μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, ἀκοῦστε
καὶ μένα τὸν ταπεινὸ καὶ ἀνάξιο. Γιατὶ δὲν εἶμαι ἐγὼ ποὺ σᾶς μιλῶ καὶ σᾶς
διδάσκω, ἀλλὰ ἡ Χάρις τοῦ Παναγίου καὶ ζωοποιοῦ Πνεύματος. Δὲν σᾶς μιλάω ἀπὸ
τὸν ἑαυτό μου, ἀλλά, ὅπως διδάχθηκα ἀπὸ τοὺς θείους Κανόνες καὶ τοὺς Θεοφόρους
Πατέρες καὶ ὅπως παρέλαβε ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τοὺς θείους καὶ Θεοφώτιστους Ἀποστόλους,
ἔτσι σᾶς μιλάω κι ἐγώ, ὁ ταπεινὸς καὶ πιὸ ἐλάχιστος ἀπ’ ὅλους σας.
Τὶς πράξεις σας δὲν τὶς γνωρίζω καὶ τὰ σχέδιά σας τὰ ἀγνοῶ. Γι’ αὐτό, λοιπὸν, πιεζόμενος ἀπὸ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ ποὺ μὲ κατέχει, παραγγέλλω στὸν καθένα σας ξεχωριστά, στοὺς ἄνδρες καὶ στὶς γυναῖκες, στοὺς μικροὺς καὶ στοὺς μεγάλους· Κανεὶς ἀπὸ σᾶς, ἄν εἶναι ἔνοχος σὲ ἁμαρτίες κι ἄν ἡ ἴδια ἡ συνείδησή του τὸν ἐλέγχει, νὰ μὴν τολμήσει νὰ πλησιάσει μὲ καταφρόνηση ἤ νὰ ἀγγίξει τὸ θεῖο αὐτὸ Πῦρ, πρὶν μετανοήσει καὶ ἐξομολογηθεῖ. Γιατὶ ὁ Θεός μας εἶναι Πῦρ, ποὺ κατακαίει. Καὶ ὅσους τὸν πλησιάζουν μὲ πίστη καὶ μὲ φόβο, σὰν Θεὸ καὶ Βασιλέα καὶ Κριτὴ ὅλων μας, πυρπολεῖ καὶ κατακαίει τὶς ἁμαρτίες τους, ἐνῶ τὶς ψυχές τους τὶς φωτίζει καὶ τὶς ἁγιάζει. Στοὺς ἄπιστους, ὅμως, καὶ σὲ ὅσους τὸν πλησιάζουν χωρὶς ντροπή, πυρπολεῖ καὶ κατακαίει τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα. Γι’ αὐτὸ μεταξύ σας εἶναι πολλοὶ ἄρρωστοι καὶ ἀδύναμοι, ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ, δηλαδὴ πολλοὶ ἔχουν πεθάνει, χωρὶς νὰ μετανοήσουν καὶ χωρὶς νὰ ἐξομολογηθοῦν. Λοιπόν, ἀδελφοί μου, σᾶς παρακαλῶ καὶ σᾶς λέω· Κανένας ἀπ’ ὅσους ὁρκίζονται, ἤ ἀπ’ ὅσους παραβαίνουν τοὺς ὅρκους τους, ἤ ψεύτης, ἤ κατήγορος τῶν ἄλλων, ἤ πόρνος, ἤ μοιχός, ἤ ἀρσενοκοίτης[1], ἤ κλέφτης, ἤ μέθυσος, ἤ ἄνθρωπος ποὺ κοροϊδεύει καὶ ὑποτιμᾶ τοὺς ἄλλους, ἤ ὅποιος ἔχει μῖσος γιὰ τὸν ἀδελφό του, ἤ φονιάς, ἤ μάγος, ἤ γόης, ἤ φαρμακός, ἤ ἐπαοιδός, ἤ μάντης[2], ἤ ληστής, ἤ Μανιχαῖος[3] νὰ μὴν ἔλθει ἤ πλησιάσει ἤ ἀγγίξει τὰ φρικτὰ Μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, πρὶν ἐξομολογηθεῖ καὶ προετοιμασθεῖ κατάλληλα. Γιατὶ εἶναι φοβερὸ νὰ πέσει κανεὶς στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος! Καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι πιὸ κοφτερὸς ἀπὸ δίκοπο μαχαίρι· τρυπάει καὶ φθάνει μέχρι τὶς ἀρθρώσεις καὶ τὰ κόκκαλα, μέχρι τὸν μυελὸ τῶν ὀστῶν καὶ μέχρι τὰ βάθη τῶν ἐννοιῶν καὶ τῶν καρδιῶν μας. Προσέξτε, λοιπόν, ἀδελφοί μου. Κανένας ἀμετανόητος, ἤ ἀνέτοιμος, ἤ ἀνάξιος νὰ μὴν προσέλει καὶ μεταλάβει ἀπὸ τὰ φοβερὰ καὶ ἄχραντα Μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ ὁ Ἴδιος λέει· «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεός, καὶ ἐκτὸς ἀπὸ μένα ἄλλος Θεὸς δὲν ὑπάρχει. Ἐγὼ θανατώνω, καὶ δίνω πάλι ζωή. Καὶ κανεὶς δὲν ὑπάρχει, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ σᾶς ἀποσπάσει ἀπὸ τὰ χέρια μου». Αὐτὸς εἶναι ὁ Βασιλεὺς τῶν αἰώνων, καὶ σ’ Αὐτὸν ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση, στὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες. Ἀμήν. (Μέγα Εὐχολόγιον, ἔκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι, σ. 609-610).
Τὶς πράξεις σας δὲν τὶς γνωρίζω καὶ τὰ σχέδιά σας τὰ ἀγνοῶ. Γι’ αὐτό, λοιπὸν, πιεζόμενος ἀπὸ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ ποὺ μὲ κατέχει, παραγγέλλω στὸν καθένα σας ξεχωριστά, στοὺς ἄνδρες καὶ στὶς γυναῖκες, στοὺς μικροὺς καὶ στοὺς μεγάλους· Κανεὶς ἀπὸ σᾶς, ἄν εἶναι ἔνοχος σὲ ἁμαρτίες κι ἄν ἡ ἴδια ἡ συνείδησή του τὸν ἐλέγχει, νὰ μὴν τολμήσει νὰ πλησιάσει μὲ καταφρόνηση ἤ νὰ ἀγγίξει τὸ θεῖο αὐτὸ Πῦρ, πρὶν μετανοήσει καὶ ἐξομολογηθεῖ. Γιατὶ ὁ Θεός μας εἶναι Πῦρ, ποὺ κατακαίει. Καὶ ὅσους τὸν πλησιάζουν μὲ πίστη καὶ μὲ φόβο, σὰν Θεὸ καὶ Βασιλέα καὶ Κριτὴ ὅλων μας, πυρπολεῖ καὶ κατακαίει τὶς ἁμαρτίες τους, ἐνῶ τὶς ψυχές τους τὶς φωτίζει καὶ τὶς ἁγιάζει. Στοὺς ἄπιστους, ὅμως, καὶ σὲ ὅσους τὸν πλησιάζουν χωρὶς ντροπή, πυρπολεῖ καὶ κατακαίει τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα. Γι’ αὐτὸ μεταξύ σας εἶναι πολλοὶ ἄρρωστοι καὶ ἀδύναμοι, ποὺ ἔχουν κοιμηθεῖ, δηλαδὴ πολλοὶ ἔχουν πεθάνει, χωρὶς νὰ μετανοήσουν καὶ χωρὶς νὰ ἐξομολογηθοῦν. Λοιπόν, ἀδελφοί μου, σᾶς παρακαλῶ καὶ σᾶς λέω· Κανένας ἀπ’ ὅσους ὁρκίζονται, ἤ ἀπ’ ὅσους παραβαίνουν τοὺς ὅρκους τους, ἤ ψεύτης, ἤ κατήγορος τῶν ἄλλων, ἤ πόρνος, ἤ μοιχός, ἤ ἀρσενοκοίτης[1], ἤ κλέφτης, ἤ μέθυσος, ἤ ἄνθρωπος ποὺ κοροϊδεύει καὶ ὑποτιμᾶ τοὺς ἄλλους, ἤ ὅποιος ἔχει μῖσος γιὰ τὸν ἀδελφό του, ἤ φονιάς, ἤ μάγος, ἤ γόης, ἤ φαρμακός, ἤ ἐπαοιδός, ἤ μάντης[2], ἤ ληστής, ἤ Μανιχαῖος[3] νὰ μὴν ἔλθει ἤ πλησιάσει ἤ ἀγγίξει τὰ φρικτὰ Μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, πρὶν ἐξομολογηθεῖ καὶ προετοιμασθεῖ κατάλληλα. Γιατὶ εἶναι φοβερὸ νὰ πέσει κανεὶς στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος! Καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι πιὸ κοφτερὸς ἀπὸ δίκοπο μαχαίρι· τρυπάει καὶ φθάνει μέχρι τὶς ἀρθρώσεις καὶ τὰ κόκκαλα, μέχρι τὸν μυελὸ τῶν ὀστῶν καὶ μέχρι τὰ βάθη τῶν ἐννοιῶν καὶ τῶν καρδιῶν μας. Προσέξτε, λοιπόν, ἀδελφοί μου. Κανένας ἀμετανόητος, ἤ ἀνέτοιμος, ἤ ἀνάξιος νὰ μὴν προσέλει καὶ μεταλάβει ἀπὸ τὰ φοβερὰ καὶ ἄχραντα Μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ ὁ Ἴδιος λέει· «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεός, καὶ ἐκτὸς ἀπὸ μένα ἄλλος Θεὸς δὲν ὑπάρχει. Ἐγὼ θανατώνω, καὶ δίνω πάλι ζωή. Καὶ κανεὶς δὲν ὑπάρχει, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ σᾶς ἀποσπάσει ἀπὸ τὰ χέρια μου». Αὐτὸς εἶναι ὁ Βασιλεὺς τῶν αἰώνων, καὶ σ’ Αὐτὸν ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση, στὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς ἀτελεύτητους αἰῶνες. Ἀμήν. (Μέγα Εὐχολόγιον, ἔκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι, σ. 609-610).
[1] «Πορνεία», «μοιχεία»
καὶ «ἀρσενοκοιτία» εἶναι τὰ μεγαλύτερα ἀπὸ τὰ λεγόμενα σαρκικὰ ἁμαρτήματα. «Πορνεία»
εἶναι κάθε σχέση ἔξω ἀπὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸ Γάμο (προγαμιαῖες ἤ ἐξωγαμιαῖες
σχέσεις). «Μοιχεία» (ἀκόμη μεγαλύτερο ἁμάρτημα) εἶναι ἡ σχέση τοῦ ἐγγάμου μὲ
ἄλλο πρόσωπο ἔξω ἀπὸ
τὸν Γάμο. «Ἀρσενοικοιτία» = ὁμοφυλοφιλία.
[2] «Γόης», «φαρμακός»,
«ἐπαοιδὸς» καὶ «μάντης» εἶναι εἴδη μάγων.
[3] «Μανιχαῖος» - «Μανιχαϊσμός»:
συγκεκριμένη αἵρεση στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία. Ἐννοεῖ κάθε αἱρετικὸ γενικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου