Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2025

«Αγ. Γραφή, Εκκλησία, Παράδοση» 2024-5: Η οδός των εντολών του Θεού (Β΄ Ανάγνωσμα 1ης Σεπτεμβίου)

 


Διάγραμμα – Περίληψη Θέματος ΙΑ' τοῦ Προγράμματος Μελέτης καί Ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς «Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία καί Παράδοση», περιόδου Β', ἔτους 2024-2025. 

Εἰσαγωγικά: Τήν 1η Σεπτεμβρίου ἀρχίζει τό ἐκκλησιαστικό ἔτος (ἀρχή Ἰνδίκτου = ἐκκλησιαστική Πρωτοχρονιά). Στόν Ἑσπερινό τῆς ἑορτῆς τό β΄ Ἀνάγνωσμα ἀναφέρεται στό πῶς πρέπει νά πορεύεται ὁ ἄνθρωπος στό νέο ἔτος, ἀλλά καί πάντοτε. Προέρχεται ἀπό τό Λευϊτικό, ἕνα ἀπό τά πέντε πρῶτα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τήν «Πεντάτευχο» ἤ τόν «Νόμο» κατά τήν ἑβραϊκή ὀνομασία. Τό περιεχόμενό της ἀνάγεται στόν προφήτη Μωϋσῆ (π. 1300-1200 π.Χ.). Εἰδικά τό Λευϊτικό περιέχει κυρίως τελετουργικές διατάξεις τῆς ἰουδαϊκῆς λατρείας, ἀλλά καί διάφορες ὁδηγίες γιά τήν πνευματική καθαρότητα τοῦ Λαοῦ. Ὅπως κάθε κείμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἐκφράζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο. Τό δέ συγκεκριμένο Ἀνάγνωσμα ἀναφέρεται εἰδικότερα στά ὀφέλη ἀπό τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν ἤ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καί στίς ἐπιπτώσεις (βλαβερές συνέπειες) ἀπό τήν παράβαση τῶν ἐντολῶν ἤ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Τό κείμενο πρέπει νά κατανοηθεῖ στό πλαίσιο τῆς ἐποχῆς του, δηλ. τῆς τότε ἀγροτοποιμενικῆς κοινωνίας, κατά τήν ὁποία πλοῦτος ἦταν κυρίως ἡ καρποφορία τῆς γῆς, καί νά ἑρμηνευθεῖ στά δεδομένα τῆς σύγχρονης βιομηχανικῆς καί μεταβιομηχανικῆς (ἠλεκτρονικῆς) κοινωνίας. Ἐπίσης, πρέπει νά κατανοηθεῖ στό πλαίσιο τῆς «διαθήκης» (συμφωνίας) μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Λαοῦ Του στό ὄρος Σινά (Παλαιά Διαθήκη), τῆς ὁποίας ἀντίστοιχο εἶναι ἡ «διαθήκη» (Καινή Διαθήκη), πού συνάπτει κάθε πιστός μέ τόν Θεό (τόν Χριστό) κατά τό Βάπτισμά του.

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2025

«Αγ. Γραφή, Εκκλησία, Παράδοση» 2024-5: Η Σοφία του Θεού - Η αληθινή Σοφία (Α΄ Ανάγνωσμα 25ης Ιανουαρίου)

 


Διάγραμμα – Περίληψη Θέματος Ι' τοῦ Προγράμματος Μελέτης καί Ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς «Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία καί Παράδοση», περιόδου Β', ἔτους 2024-2025. 

Εἰσαγωγικά: Στίς μνῆμες τῶν μεγάλων Πατέρων ὑπάρχουν συνήθως προφητικά Ἀναγνώσματα στόν Ἑσπερινό, πού ἀναφέρονται στή δικαιοσύνη (ἁγιότητα) καί στή σοφία τῶν τιμωμένων Ἁγίων. Τό πρῶτο Ἀνάγνωσμα τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου (328-390) προέρχεται ἀπό τό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν. Δέν εἶναι ἑνιαῖο ἀπόσπασμα, ἀλλά «ἐκλογή», δηλ. ἐπιλογή χωρίων, πού συνδέονται νοηματικά μεταξύ τους. Τό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν ἀποδίδεται στόν βασιλέα Σολομῶντα (π. 965-926 π.Χ.) καί περιλαμβάνει γνωμικά (σοφές ρήσεις) του. Αὐτές κυκλοφοροῦσαν σέ διάφορες συλλογές, μέ σκοπό τή διατήρηση τῆς σοφίας τοῦ Βασιλέως. Προφανῶς, ἡ συνένωσή τους στό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν ἔγινε πολύ ἀργότερα. Οἱ Παροιμίες ἀνήκουν στή λεγόμενη Σοφιολογική Γραμματεία: κείμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μέ κεντρικό θέμα τή «σοφία». Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στήν προκειμένη περίπτωση προβάλλονται ἤ ἐγκωμιάζονται ὡς σοφοί. Ὁμως, τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ σοφία; Στήν Καινή Διαθήκη γίνεται λόγος γιά δύο εἴδη σοφίας: α) τήν «ἐπίγειον» καί β) τήν «ἄνωθεν κατερχομένην» (Ἰακ. 3,15). Ἡ πρώτη εἷναι οἱ γνώσεις, πού ἀποκτοῦμε μέ τίς δικές μας προσπάθειες καί ἀναφέρεται στά πράγματα πού μᾶς περιβάλλουν (στά κτιστά, στά δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ), καθώς καί ἡ ἱκανότητα νά τίς χρησιμοποιοῦμε. Αὐτή ἡ σοφία χαρακτηρίζεται «ψυχική» καί «δαιμονιώδης» (ὅ.π.), γιατί, παρά τήν ἀναμφισβήτητη χρησιμότητά της, στίς περισσότερες περιπτώσεις «φυσιοῖ» (Α' Κορ. 8,2), δηλ. προκαλεῖ ὑπερηφάνεια, ἔπαρση, ἀλαζονεία, αὐτοπεποίθηση. Ἀποκαλεῖται «ψυχική», γιατί διακρίνεται σαφῶς ἀπό τήν «πνευματική» γνώση καί ἀπό κάθε «πνευματική» κατάσταση. «Ψυχική» εἶναι ἡ αὐτόνομη καί ἐπαναστατημένη ἔναντι τοῦ Θεοῦ (ἀνθρώπινη ἤ δαιμονική) γνώση: «ψυχικός ἄνθρωπος οὐ δέχεται τά τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ· μωρία γάρ αὐτῷ ἐστι» (Α' Κορ. 2,14). Ἡ δεύτερη, ἡ «ἄνωθεν» σοφία δέν ἀποκτᾶται μέ δικές μας προσπάθειες, ἀλλά παρέχεται ἀπό τόν Θεό σέ ὅσους εἶναι ἑνωμένοι μαζί Του. Ὅσοι τήν κατέχουν εἶναι θεοδίδακτοι! Εἶναι γνώση κυρίως γιά τά ἄκτιστα (γιά τόν Θεό), καθώς καί γιά τίς σχέσεις τῶν ἀκτίστων μέ τά κτιστά. Δέν εἶναι «ἀνακάλυψη» τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά «ἀποκάλυψη» τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Τό παρόν Ἀνάγνωσμα ὁμιλεῖ γι’ αὐτήν ἀκριβῶς τή σοφία, τήν «ἄνωθεν». Ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διέπρεψαν καί στήν ἀνθρώπινη σοφία. Ὅμως, δέν τούς τιμοῦμε γι’ αὐτό. Τούς τιμοῦμε, ἐπειδή παράλληλα ἀπέκτησαν τήν «ἄνωθεν κατερχομένην σοφία» καί ἔγιναν θεοδίδακτοι καί θεοφώτιστοι. Στό κείμενο ἡ Σοφία ἐμφανίζεται προσωποποιημένη: δέν εἶναι ἀφηρημένη ἔννοια, ἀλλά ὁμιλεῖ σάν συγκεκριμένο Πρόσωπο, τό ὁποῖο δέν κατέχει ἁπλῶς τήν σοφία, ἀλλά ταυτίζεται μέ αὐτήν. Τοῦτο δέν εἶναι σχῆμα λόγου. Ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας σταθερά καί ἀμετάκλητα ταυτίζει τήν Σοφία, πού ὁμιλεῖ ἐδῶ, μέ τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ.