Διάγραμμα – Περίληψη Θέματος Ι' τοῦ Προγράμματος Μελέτης καί Ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς «Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία καί Παράδοση», περιόδου Β', ἔτους 2024-2025.
Εἰσαγωγικά: Στίς μνῆμες τῶν μεγάλων Πατέρων ὑπάρχουν συνήθως προφητικά Ἀναγνώσματα στόν Ἑσπερινό, πού ἀναφέρονται στή δικαιοσύνη (ἁγιότητα) καί στή σοφία τῶν τιμωμένων Ἁγίων. Τό πρῶτο Ἀνάγνωσμα τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου (328-390) προέρχεται ἀπό τό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν. Δέν εἶναι ἑνιαῖο ἀπόσπασμα, ἀλλά «ἐκλογή», δηλ. ἐπιλογή χωρίων, πού συνδέονται νοηματικά μεταξύ τους. Τό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν ἀποδίδεται στόν βασιλέα Σολομῶντα (π. 965-926 π.Χ.) καί περιλαμβάνει γνωμικά (σοφές ρήσεις) του. Αὐτές κυκλοφοροῦσαν σέ διάφορες συλλογές, μέ σκοπό τή διατήρηση τῆς σοφίας τοῦ Βασιλέως. Προφανῶς, ἡ συνένωσή τους στό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν ἔγινε πολύ ἀργότερα. Οἱ Παροιμίες ἀνήκουν στή λεγόμενη Σοφιολογική Γραμματεία: κείμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μέ κεντρικό θέμα τή «σοφία». Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στήν προκειμένη περίπτωση προβάλλονται ἤ ἐγκωμιάζονται ὡς σοφοί. Ὁμως, τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ σοφία; Στήν Καινή Διαθήκη γίνεται λόγος γιά δύο εἴδη σοφίας: α) τήν «ἐπίγειον» καί β) τήν «ἄνωθεν κατερχομένην» (Ἰακ. 3,15). Ἡ πρώτη εἷναι οἱ γνώσεις, πού ἀποκτοῦμε μέ τίς δικές μας προσπάθειες καί ἀναφέρεται στά πράγματα πού μᾶς περιβάλλουν (στά κτιστά, στά δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ), καθώς καί ἡ ἱκανότητα νά τίς χρησιμοποιοῦμε. Αὐτή ἡ σοφία χαρακτηρίζεται «ψυχική» καί «δαιμονιώδης» (ὅ.π.), γιατί, παρά τήν ἀναμφισβήτητη χρησιμότητά της, στίς περισσότερες περιπτώσεις «φυσιοῖ» (Α' Κορ. 8,2), δηλ. προκαλεῖ ὑπερηφάνεια, ἔπαρση, ἀλαζονεία, αὐτοπεποίθηση. Ἀποκαλεῖται «ψυχική», γιατί διακρίνεται σαφῶς ἀπό τήν «πνευματική» γνώση καί ἀπό κάθε «πνευματική» κατάσταση. «Ψυχική» εἶναι ἡ αὐτόνομη καί ἐπαναστατημένη ἔναντι τοῦ Θεοῦ (ἀνθρώπινη ἤ δαιμονική) γνώση: «ψυχικός ἄνθρωπος οὐ δέχεται τά τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ· μωρία γάρ αὐτῷ ἐστι» (Α' Κορ. 2,14). Ἡ δεύτερη, ἡ «ἄνωθεν» σοφία δέν ἀποκτᾶται μέ δικές μας προσπάθειες, ἀλλά παρέχεται ἀπό τόν Θεό σέ ὅσους εἶναι ἑνωμένοι μαζί Του. Ὅσοι τήν κατέχουν εἶναι θεοδίδακτοι! Εἶναι γνώση κυρίως γιά τά ἄκτιστα (γιά τόν Θεό), καθώς καί γιά τίς σχέσεις τῶν ἀκτίστων μέ τά κτιστά. Δέν εἶναι «ἀνακάλυψη» τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά «ἀποκάλυψη» τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Τό παρόν Ἀνάγνωσμα ὁμιλεῖ γι’ αὐτήν ἀκριβῶς τή σοφία, τήν «ἄνωθεν». Ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας διέπρεψαν καί στήν ἀνθρώπινη σοφία. Ὅμως, δέν τούς τιμοῦμε γι’ αὐτό. Τούς τιμοῦμε, ἐπειδή παράλληλα ἀπέκτησαν τήν «ἄνωθεν κατερχομένην σοφία» καί ἔγιναν θεοδίδακτοι καί θεοφώτιστοι. Στό κείμενο ἡ Σοφία ἐμφανίζεται προσωποποιημένη: δέν εἶναι ἀφηρημένη ἔννοια, ἀλλά ὁμιλεῖ σάν συγκεκριμένο Πρόσωπο, τό ὁποῖο δέν κατέχει ἁπλῶς τήν σοφία, ἀλλά ταυτίζεται μέ αὐτήν. Τοῦτο δέν εἶναι σχῆμα λόγου. Ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας σταθερά καί ἀμετάκλητα ταυτίζει τήν Σοφία, πού ὁμιλεῖ ἐδῶ, μέ τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ.
Περιεχόμενο τοῦ Ἀναγνώσματος: Τό Ἀνάγνωσμα ἀρχίζει
μέ ἀναφορά στόν Δίκαιο (τόν Ἅγιο), ὁ ὁποῖος στήν προκειμένη περίπτωση
ταυτίζεται μέ τόν σοφό, ἤ τό ἀντίστροφο: σοφός, ἀληθινά σοφός, εἶναι ὁ Δίκαιος,
ὁ Ἅγιος, αὐτός πού ἔχει τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ πάνω του. Τή μνήμη τοῦ Δικαίου
συνοδεύουν ἐγκώμια: ὁ Δίκαιος ἐγκωμιάζεται μετά θάνατον, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει
στήν τιμή τῶν Ἁγίων. Ἀντίθετα, οἱ ἔνδοξοι καί οἱ ἰσχυροί τῆς γῆς παραδίδονται
συνήθως στή λήθη. Ὅποιος ἀπέκτησε τή σοφία, εἶναι πραγματικά εὐτυχισμένος.
Εἶναι ἀνώτερη ἀπό θησαυρούς χρυσοῦ καί ἀργύρου, ἀπό πολύτιμους λίθους καί ἀπό
κάθε πράγμα, πού θεωρεῖται πολύτιμο στόν κόσμο. Γιά ποιά σοφία, ὅμως, πρόκειται
καί ἀπό πού προκύπτει αὐτό; Ἀπό τίς ἰδιότητές της, προκύπτει σαφῶς ὅτι
πρόκειται γιά τήν «ἄνωθεν» σοφία. Σέ ἀντίθεση μέ τήν «σοφία τοῦ κόσμου τούτου»,
αὐτή εἶναι μονίμως συνδυασμένη μέ τή δικαιοσύνη. Εἶναι ἀπόλυτα σύμφωνη μέ τόν
νόμο (τό θέλημα) τοῦ Θεοῦ καί μεταδίδει ἀγάπη καί εἰρήνη. Στή συνέχεια ὁ λόγος
μεταβαίνει ξαφνικά στό πρῶτο πρόσωπο: ἀρχίζει πλέον νά ὁμιλεῖ ἡ ἴδια ἡ Σοφία,
ζητώντας στήν ἀρχή τήν προσοχή μας, γιατί ὅσα ἀκολουθοῦν εἶναι σημαντικά καί
ἅγια («σεμνά»). Ὅποιος μέ ἀκολουθήσει, θά βρεῖ τήν ἀληθινή εὐτυχία. Οἱ δρόμοι
πού βαδίζω ὁδηγοῦν στή ζωή καί ἐξασφαλίζουν τήν εὔνοια τοῦ Θεοῦ (τήν ἀποδοχή
μας ἐκ μέρους Του). Σᾶς προτρέπω καί πάλι καί σᾶς καλῶ μέ τόν λόγο μου, ὅλους
τούς ἀνθρώπους, νά μέ ἀκολουθήσετε. Ἐγώ, ἡ Σοφία, δημιούργησα τή φρόνηση καί τή
σύνεση, ἐγώ δημιούργησα τή γνώση καί τήν ἐπίγνωση. Δική μου εἶναι ἡ σύνεση καί
ἡ ἀσφάλεια, ἡ φρόνηση καί ἡ δύναμη. Ἡ Σοφία, ἐδῶ ὁμιλεῖ μέ ἐξουσία: εἶναι ἡ
μόνη «πηγή» τῆς σοφίας καί τῶν ἰδιοτήτων, πού σχετίζονται μέ αὐτήν. Στή
συνέχεια μᾶς καλεῖ σέ προσωπική σχέση μαζί της: Ἐγώ ἀγαπῶ ὅσους μέ ἀγαποῦν καί
θά ἀνταμειφθοῦν ὅσοι μέ ἀναζητοῦν. Ὅμως, ὁ Θεός (ἡ Σοφία) δέν ἀγαπᾶ ἐξ ἴσου
ὅλους τούς ἀνθρώπους; Προφανῶς, ἐννοεῖ ὅτι τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀπολαμβάνουν μόνο
ὅσοι ἀνταποκρίνονται σ’ αὐτήν καί ὅσοι τήν ἀποδέχονται, ἀλλά καί στόν βαθμό πού
ἀνταποκρίνονται καί τήν ἀποδέχονται. Μαζί μου οἱ ἄκακοι θά ἀποκτήσουν φρόνηση
καί οἱ ἁπλοί καί ἀπαίδευτοι θά τήν ἐγκαταστήσουν μέσα στήν καρδιά τους. Πάλι
ἐπικαλεῖται τήν προσοχή μας, γιατί θά εἰπωθοῦν σημαντικά. Ὅ,τι λέει ἡ Σοφία
εἶναι σωστό. Λέει πάντα τήν ἀλήθεια, μισεῖ τό ψεῦδος καί ἀποστρέφεται ὅσους τό
χρησιμοποιοῦν. Ὁ λόγος της εἶναι εὐθύς καί ἁπλός, δέν περιέχει τίποτε περίπλοκο
ἤ διεστραμμένο. Ὅλα αὐτά εἶναι φανερά σ’ ὅσους καταλαβαίνουν, καί ὅσοι ἔχουν
ἀνακαλύψει τή ἀληθινή γνώση ἀντιλαμβάνονται ὅτι ὅλα εἶναι σωστά. Μᾶς διδάσκει,
λοιπόν, τήν ἀλήθεια, γιά νά μήν ἐλπίζουμε στόν ἑαυτό μας, ἤ στίς δυνάμεις μας,
ἤ στίς γνώσεις μας, ἤ σέ ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ἀλλά μόνο στόν Κύριο, καί γιά νά
εἴμαστε γεμᾶτοι μέ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἐνυπόστατη Σοφία τοῦ Θεοῦ: Ὅπως εἴδαμε, ἡ Σοφία πού ὁμιλεῖ ἐδῶ, ταυτίζεται στήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μέ τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ. Οἱ ὅροι «Υἱός», «Λόγος» καί «Σοφία» ἀναφέρονται στό ἴδιο ἀκριβῶς Πρόσωπο. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ λεγόμενη Σοφιολογική Γραμματεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Σοφία Σολομῶντος, Σοφία Σειράχ, Παροιμίαι) ὁμιλεῖ περί τοῦ Χριστοῦ, ὡς Ἀσάρκου Λόγου ἤ Ἀσάρκου Σοφίας. Σημαίνει, ἐπίσης, ὅτι οἱ Δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως οἱ συγγραφεῖς τῶν παραπάνω βιβλίων, γνώριζαν τήν ἀλήθεια γιά τήν Ἁγία Τριάδα καί ὁμιλοῦσαν γι’ αὐτήν μέ τά μέσα πού διέθεταν, κατά τίς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς τους καί κατά τήν κατάσταση τῶν ἀκροατῶν ἤ τῶν ἀναγνωστῶν τους. Ὅσοι γνωρίζουν τόν Θεό, ἀποκτοῦν μιά ἄλλη γνώση, πού δέν ταυτίζεται μέ τήν ἀνθρώπινη. Εἶναι γνώση ἐμπειρική (μοιάζει μέ αὐτήν τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν) καί ὄχι θεωρητική (δέν μοιάζει μέ τή γνώση τῆς φιλοσοφίας, τῶν συλλογισμῶν καί τῶν μαθηματικῶν). Ἀπό τά πρῶτα στοιχεῖα αὐτῆς τῆς γνώσης εἶναι ἡ ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι ἕνα, ἀλλά τρία Πρόσωπα, πού διακρίνονται μεταξύ τους μόνο ὡς πρός τόν τρόπο ὑπάρξεώς τους (τά λεγόμενα «ὑποστατικά ἰδιώματα»). Λόγο, σοφία καί πνεῦμα ἔχει καί ὁ ἄνθρωπος. Ὅμως, ἐξ αἰτίας τῆς τεράστιας διαφορᾶς μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ὅ,τι ἰσχύει στά ἀνθρώπινα δέν ἰσχύει κατά τόν ἴδιο τρόπο καί στά θεῖα. Ἔτσι, ὁ ἀνθρώπινος λόγος εἶναι ἀνυπόστατος, δηλ. εἶναι κύμματα ἀέρος, πού προκαλοῦν τή φωνή, ἤ γράμματα γραμμένα σέ χαρτί κ.ἄ. Ὁ Λόγος, ὅμως, ἤ ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ εἶναι Λόγος ἐνυπόστατος ἤ Σοφία ἐνυπόσταστη, δηλ. ἀποτελεῖ ἰδιαίτερη ὑπόσταση ἤ πρόσωπο. Ὡς ξεχωριστή ὑπόσταση ἤ πρόσωπο, ἔρχεται σέ προσωπική σχέση μαζί μας, καθιστῶντας μας μετόχους ἄλλης γνώσεως καί ἄλλης ζωῆς. Ἡ γνώση αὐτή δέν εἶναι ἕνα σύστημα πληροφοριῶν, ἀλλά δύναμη, πού μεταβάλλει καί ἀνακαινίζει τήν προσωπικότητά μας, μεταδίδοντάς μας παράλληλα χαρά, εἰρήνη, πίστη, ἐπιείκεια, ἔλεος, ἀγάπη κ.λπ. «Ὅτε δέ ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου», ἡ Σοφία προσέλαβε ἀνθρώπινη φύση καί ἔγινε ἄνθρωπος, παραμένοντας ταυτόχρονα Θεός. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, ὅπως διαβεβαίωσε ὁ Ἴδιος, λέγοντας, «ἐγώ εἰμι ἡ Ἀλήθεια», δηλ. ἡ Σοφία (Ἰω. 14,6). Ἡ Ἐκκλησία ἀφιέρωσε ἀκόμη καί Ναούς «εἰς τήν τοῦ Θεοῦ Σοφίαν», δηλ. στόν Χριστό, ὅπως ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία στήν Κωνσταντινούπολη κ.ἄ.
(«Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία καί Παράδοση», Πρόγραμμα
Μελέτης καί Ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ἱ. Ναοῦ Ἁγίου Βασιλείου
Τριπόλεως. Ὑπεύθυνος π. Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας. Περίοδος Β΄, ἔτος 2024-2025).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου