Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Παράδεισος και Κόλαση στην Ορθόδοξη Παράδοση


Διάγραμμα – Περίληψη
Θέματος Η' το Θεολογικο Προγράμματος «ρθοδοξία καί Ζωή»
τς ερς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου Ι', τους 2015-2016.

μαρτυρία τν Γραφν: Μέ τό ζήτημα το θανάτου συνδέεται μεσα περί Παραδείσου καί Κολάσεως διδασκαλία. Ο σαφες μαρτυρίες τς γίας Γραφς. ρχέγονος Παράδεισος ( «κατοικία» τν Πρωτοπλάστων), ς ασθητός καί νοητός (τόπος καί κατάστασις). οσία το Παραδείσου: θέα «θεωρία» το Θεο, κοινωνία μέ τόν Θεό. κοινωνία, ς μετοχή στήν κτιστη Δόξα νέργεια Βασιλεία το Θεο. μαρτυρία τς Καινς Διαθήκης: α) μετάνοια το Ληστο καί Παράδεισος (Λουκ. 23,43). «Παράδεισος» = «Βασιλεία το Θεο». β) «ρπαγή» το π. Παύλου (Β' Κορ. 12, 3-4) καί τά «ρρητα ρήματα» (12,4), «θεάματα» καί «κούσματα» (Α' Κορ. 2,9) το Παραδείσου. γ) ναφορά στήν ποκάλυψη (2,7). Κόλασις κατά τήν γ. Γραφή: «Κόλασις αώνιος» (Ματ. 25,46), «τόπος βασάνου» (Λουκ. 16,28), «γέενα πυρός» (Ματ. 5,22), «πρ αώνιον» (Ματ. 25,41), «σκότος ξώτερον» (Ματ. 25,22). λλοιώσεις τς περί Παραδείσου καί Κολάσεως ρθοδόξου διδασκαλίας, προερχόμενες πό τή σχολαστική (Φραγκολατινική) Δύση:

α) πλάνη τι Παράδεισος εναι γεγονός ποκλειστικά μελλοντικό: Κατά τήν ρθόδοξη Παράδοση, Παράδεισος εναι κατάσταση χι μόνο το μέλλοντος, λλά καί το παρόντος. πρόγευσή του ρχίζει πό τήν παροσα ζωή: χαρακτηριστική μαρτυρία το π. Παύλου (Β' Κορ. 12,4). « βασιλεία το Θεο ντός μν στιν» (Λουκ. 17,21). πί το παρόντος μπειρία το Παραδείσου ς «ρραβών το μέλλοντος αἰῶνος». Παράδεισος εναι μέν κατάσταση το «μέλλοντος αἰῶνος», λλά ντός τς κκλησίας νθρωπος μπορε νά ζε ντως τά μέλλοντα, ς παρόντα. κκλησία ποτελε πρόγευση τς σχατολογικς Βασιλείας το Θεο. Βασιλεία το Θεο ς κατάσταση «δη» καί «οπω».
β) πλάνη τι τό πρ τς Κολάσεως εναι κτιστό: ντίληψη ατή βασίζεται στίς περί τριορόφου σύμπαντος (ορανός, γ καί καταχθόνια) δισειδαιμονικές ντιλήψεις τν Φράγκων, ο ποες προϋποτίθενται καί στίς σύγχρονες θεωρίες γιά τήν «πομύθευση» τν Γραφν (R. Bultmann). Μεσαίωνας ξέλαβε τά κολαστήρια τν μαρτωλν (τό πρ, τήν φλόγα, τό σκότος, τόν σκώληκα, τό ποταμόν το πυρός κ.λπ.) ς κτιστά (ασθητά - λικά) πράγματα (βασανιστήρια) καί προέβη σέ φαντασιδεις περιγραφές τς Κολάσεως (πως π.χ. στό ργο το Al. Dante). Κατά τήν ρθόδοξη Παράδοση, τό πρ τς Κολάσεως εναι κτιστο: «αώνιο», «σβεστο» κ.λπ. Δέν εναι ασθητό (λικό), δέν χει ρχή καί τέλος, δέν νάβει καί σβήνει. μαρτυρία το γ. Γρηγορίου το Παλαμ. ς κτιστο, εναι καί περίγραπτο, δηλαδή δέν χει καμία μοιότητα μέ τά κτιστά, γι’ ατό μπορε νά σημαίνεται μέ ντιφάσκοντες ρους, πως «πρ» καί «σκότος». Ο εκόνες τς ρθόδοξης Παράδοσης γιά τήν Κόλαση («πρ», «σκότος», «σκώληξ» κ.λπ.) εναι κτιστά σύμβολα μις κτίστου πραγματικότητος. πραγματικότητα τς Κολάσεως περβαίνει συγκρίτως τίς κτιστές περιγραφές της.
γ) πλάνη τι μεταξύ Παραδείσου καί Κολάσεως πάρχει πραγματική διάκρισις: στόσο, τό μόνο κτιστο, στό ποο μπορε νά μετάσχει νθρωπος εναι Δόξα νέργεια το Θεο. ρα, «Κόλασις» εναι δια Δόξα νέργεια το Θεο, ποία δοξάζει μέν τούς Δικαίους, κολάζει δέ τούς μαρτωλούς. Παράδεισος καί Κόλασις εναι πραγματικότητες, πού διακρίνονται μόνο πό τήν ποψη το νθρώπου καί χι καθ’ ατές. τσι, στή μέλλουσα ζωή λλοι θά δον τόν Θεό ς «Φς ληθινόν» (ω. 1,8) καί λλοι θά δον τόν διο Θεό ς «Πρ καταναλίσκον» (« Θεός μν πρ καταναλίσκον», βρ. 12,29, «Κύριος Θεός σου πρ καταναλίσκον στί», Δευτ. 4,24), «κατά τήν ναλογίαν τς καθαρότητός» των. Ο μαρτωλοί θά δον «ς πρ ... ν ς φς οκ γνώρισαν» (γ. Γρηγόριος Θεολόγος). Ο δύο διότητες το πυρός, φωτιστική καί καυστική, καί διαχωρισμός τους: «Φωνή Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός» (Ψαλμ. 28,7). Θεός, ς «φλόγα δροσίζουσα σίους, δυσσεβες δέ καταφλέγουσα» (κκλ. μνολογία). πραγματικότητα τς Κολάσεως καί γάπη το Θεο: Κόλαση εναι «μάστιγα τς γάπης» το Θεο (γ. σαάκ Σύρος). «Ο ν τ γεένν μαρτωλοί» δέν στερονται τς γάπης το Θεο.
δ) πλάνη τι Κόλασις εναι γνοια το Θεοῦ: Κατά τήν ρθόδοξη Παράδοση, λοι κάποτε θά δον καί θά γνωρίσουν τόν Θεό («πσα γλσσα ξομολογήσηται τι Κύριος ησος Χριστός ες δόξαν Θεο Πατρός», Φιλ. 2,11), χι μως κατά τόν διο τρόπο. Στόν «μέλλοντα αἰῶνα» δέν θά χουμε μεγαλύτερη γνοια το Θεο, λλά μεγαλύτερη γνώση Του! Κόλασις δέν εναι γνοια πουσία το Θεο, λλά γνσις καί παρουσία Του στούς μαρτωλούς. «Γνσις» καί «πίγνωσις»: δύο διαφορετικές μορφές μπειρίας το Θεο. Ο κολαζόμενοι θά γνωρίζουν («γνσις») τήν κτινοβολοσα πό τήν νθρώπινη φύση το Χριστο Δόξα Του, χωρίς μως νά μετέχουν  σ’ ατήν (νά χουν «πίγνωσιν» ατς). πό τήν ποψη ατή, Κόλαση εναι μία νευ θεώσεως μορφή τελειότητος («βέλτιον εσονται»).
λεγομένη «Μέση κατάστασις» τν ψυχν: Παράδεισος καί Κόλασις, ς καταστάσεις το «μέλλοντος αἰῶνος», ρχίζουν γιά τήν κρίβεια, μετά τήν μέλλουσα νάσταση τν νεκρν, μετά τή Δευτέρα Παρουσία το Χριστο καί μετά τήν σχατη Κρίση. στόσο, πρόγευση το Παραδείσου πάρχει πό τήν παροσα ζωή, πρόγευση τς αωνίου Κολάσεως, μως, χι. Μορφές μμεσης πρόγευσης μπορε νά θεωρηθον πουσία τς Χάρης το Θεο, πικρία τν ποτελεσμάτων τς μαρτίας («θλψις καί στενοχωρία πί πσαν ψυχήν νθρώπου το κατεργαζομένου τό κακόν», Ρωμ. 2,9) κ.., στόσο, ατές δέν συνιστον πραγματική πρόγευση τς αωνίου Κολάσεως. Τέτοια πρόγευση (πραγματική) χει ψυχή μετά τόν σωματικό θάνατο. Πο βρίσκονται ο ψυχές μετά θάνατον; Σέ μία κατάσταση μεταξύ «παρόντος» καί «μέλλοντος αἰῶνος», ποκαλούμενη συνήθως «Μέση κατάσταση» τν ψυχν, που προγεύονται το αωνίου Παραδείσου καί τς αωνίου Κολάσεως. Ατό σημαίνει τι κρίσις τν ψυχν γίνεται μέσως μετά τόν σωματικό θάνατο: «πόκειται τος νθρώποις παξ ποθανεν, μετά δέ τοτο κρίσις» (βρ. 9,28). στόσο, κρίσις ατή δέν εναι τελική - σχάτη Κρίσις τς Δευτέρας Παρουσίας, λλά προσωρινή καί μερική κρίσις. Χαρακτηριστικά τς «Μέσης καταστάσεως»: α) γεσις (πρόγευσις) το Παραδείσου τς Κολάσεως φορ μόνο στήν ψυχή, ν κατά τόν «μέλλοντα αἰῶνα» θά φορ καί στό σμα. β) κε ο ψυχές τν κεκοιμημένων φελονται χι πό τίς δικές τους νέργειες («ν τ δη οκ στιν μετάνοια»), λλά πό τίς νέργειες τς κκλησίας καί τν ζώντων (Λειτουργίες, Μνημόσυνα, προσευχές, γαθοεργίες). 
πλάνη γιά τό «καθαρτήριον πρ»: Μεταξύ τν πλανν τς χριστιανικς Δύσης εναι καί κείνη γιά τό «καθαρτήριον πρ» («purgatorium»). Κατά τή διδασκαλία ατή, ο ψυχές σων βαρύνονται μέ συγγνωστά μαρτήματα σων μετανόησαν καί ξομολογήθηκαν γνησίως, λλά δέν πρόφθασαν νά κπληρώσουν τόν κανόνα τους, οτε δωσαν καρπούς μετανοίας, σων πό μέλεια λλειψη χρόνου δέν μπόρεσαν νά κανοποιήσουν τή θεία δικαιοσύνη, καθαρίζονται μέ να εδος βασανισμο («διά πυρός»), λλες συντομότερα καί λλες γιά περισσότερο χρόνο, νάλογα μέ τά μαρτήματά τους, καί μόνο τότε πέρχονται στόν Παράδεισο, συνεργούσης καί τς κκλησίας διά τν Λειτουργιν καί τν δεήσεων τν ερέων. λατινική διδασκαλία γιά τούς τρες τόπους καταστάσεις μετά θάνατον: «ορανός», «δης», «καθαρτήριον». Τό «καθαρτήριον», α) διακρίνεται σαφς πό τό «αώνιον πρ», ς κατάσταση «ν τ νν» «ν τ νεσττι αἰῶνι», β) εναι πρ κτιστό καί γ) εναι κατάσταση προσωρινή («πρός καιρόν»). διδασκαλία γιά τό «καθαρτήριον» χει κάποια μακρυνή μοιότητα μέ τήν ρθόδοξη διδασκαλία τι ο ψυχές τν κεκοιμημένων φελονται μέ τίς νέργειες τς κκλησίας καί τν ζώντων, οσιαστικά μως ποτελε διαστροφή της. Τό θέμα συζητήθηκε κτενς στήν νωτική σύνοδο Φρερράρας - Φλωρεντίας (1437-1439). Στηρίζεται σέ παρερμηνεία λαχίστων χωρίων τς γίας Γραφς, διαίτερα το Α' Κορ. 3, 13-15. Κατά τόν Μεσαίωνα, συνδυάστηκε μέ τήν παπική διδασκαλία γιά τίς «λυσίποινες φέσεις» («indulgentiae», «συγχωροχάρτια»), μέ τίς γνωστές κρότητες καί συνέπειες. Κατά τήν ρθόδοξη ντίληψη, τό «καθαρτήριον πρ», α) δέν μαρτυρεται στήν γ. Γραφή, β) εναι παντελς γνωστο στή μακραίωνη Πατερική Παράδοση καί γ) εναι συμβίβαστο μέ τή γενικότερη κκλησιαστική διδασκαλία γιά τή μετά θάνατον ζωή.




ΣΧΕΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΠΕΡΙ ΘΕΙΟΥ ΦΩΤΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΚΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΠΥΡΟΣ
ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

ΚΕΙΜΕΝΟ: Νν μέν οτω τος ν γάπ καθαρθεσιν Θεός ρται, τότε δέ, φησί, «πρόσωπον πρός πρόσωπον». Ο δέ τ μή παθεν τά θεα μηδ᾿ δεν μηδαμς πιστεύοντες ς φς πέρ φς ρσθαι τόν Θεόν, λλά λογικς μόνον θεωρεσθαι, τυφλος οίκασιν, ο τς το λίου θέρμης μόνης ντιλαμβανόμενοι τος ρσιν πιστοσιν τι καί φαιδρός στιν λιος. Ε δέ καί τούς ρντας ο τυφλοί μεταδιδάσκειν γχειροσιν, ς ο φς στιν ν ασθητος φανότατος πάντων λιος, καταγέλαστοι μέν οτοι τος ασθητς ρσιν σονται. κενοι δ᾿ ο τά παραπλήσια πάσχοντες περί τόν το παντός περανιδρυμένον τς δικαιοσύνης λιον, ο παρά τν νοερς ς ληθς ρώντων μόνον, λλά καί παρά τν πιστευόντων τος ρσι θρηνηθήσονται, μή μόνον τι το Θεο δι᾿ περβολήν τς περί μς γαθότητος, κ το πάντων ξρημένου καί λήπτου καί φθέγκτου, πρό τό ν μεθεκτόν τε καί θεωρητόν οράτως συγκαταβαίνοντος καθ᾿ περούσιον αυτο δύναμιν νεκφοίτητον, ατοί μένουσιν νέραστοι πρός τόν ατοπτικόν καί ατονόητον κενον ρωτα, λλ᾿ τι καί τος πρός τό φς κενο χειραγωγοσι διά τν λόγων πό φιλανθρωπίας γίοις οκ θέλοντες πεσθαι, κατά κρημνν φέρουσιν αυτούς καί συγκατασπν πιχειροσι τούς πειθομένους, ς ν δήπου κοινωνούς σχοεν ταν «ς πρ δωσι» κατά τόν θεολόγον Γρηγόριον «ν ς φς οκ γνώρισαν», οδέ πίστευσαν. λλά γάρ καί τό πρ κενο σκοτεινόν, μλλον δέ τ πειλημέν σκότει τατόν. Τατα δέ τ διαβόλ καί τος γγέλοις ατο προητοίμασται κατά τόν το Κυρίου λόγον. Οκον οτε ασθητόν πλς, μοιροσι γάρ ασθήσεως προητοίμασται τος πονηρος γγέλοις, οθ᾿ πλς γνοια τουτί τό σκότος, ο γάρ γνοήσουσι τότε μλλον τόν Θεόν νν ο νν τος κληρονόμοις το σκότους κείνου πεπεισμένοι, μλλον μέν ον καί βέλτιον εσονται· «πσα» γάρ, φησί, «σάρξ ξομολογήσεται τι Κύριος ησος Χριστός ες δόξαν Θεο Πατρός», μήν. Οκ ρ᾿ οδέ τό φς κενο ασθητόν κυρίως, οδέ μέν ον γνσις, επερ μηδέ γνοια τό ντιδιαστελλόμενον πρός τοτο σκότος. Ε δέ μή τό φς κενο γνσις, παρεκτικόν δέ μλλον τς μυστικς καί πορρήτου γνώσεως τν μυστηρίων το Θεο, καί ρραβών νν τος κεκαθαρμένοις τήν καρδίαν νορώμενος, ο γνσίς στιν πλς, λλ᾿ ναλόγου μέν γνώσεως χορηγός, ατός δέ φς νοητόν καί νοερόν μλλον δέ πνευματικόν, πνευματικς γγινόμενός τε καί ρώμενος, περοχικς ξηρημένος πάσης γνώσεως καί ρετς καί τς νταθα κατά χριστιανούς τελειότητος παρεκτικός μονώτατος, οκ πό μιμήσεως φρονήσεως προσγινομένης, λλ᾿ ποκαλύψει καί χάριτι το Πνεύματος (Γρ. Παλαμ, πέρ ερς συχαζόντων, Α,3, 10).


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Τώρα βέβαια, τσι φαίνεται Θεός σέ σους καθαρίσθηκαν διά τς γάπης, τότε μως θά τόν δομε «πρόσωπο πρός πρόσωπο». Ατοί ο ποοι πειδή δέν πόλαυσαν τά θεα, δέν πιστεύουν καί τι εναι δυνατό θεαθε Θεός ς Φς πέρ τό φς, λλά νομίζουν τι τόν Θεό τόν κατανοε κανείς μόνο μέ τό λογικό του, μοιάζουν μέ τυφλούς, ο ποοι πειδή ασθάνονται μόνο τή θέρμη το λιου, δέν πιστεύουν κείνους, πού βλέπουν καί τι λιος εναι καί φωτεινός. ν λοιπόν ο τυφλοί προσπαθήσουν νά μεταπείσουν σους βλέπουν, τι δέν εναι φς λιος, περισσότερο φωτεινός πό λα τά ασθητά, σφαλς θά γίνουν περίγελος σ’ ατούς πού βλέπουν πραγματικά. κενοι δέ πού κάνουν κάτι παρόμοιο γιά τόν λιο τς δικαιοσύνης, πού εναι πάνω καί ξω πό λα, θά εναι ξιοθρήνητοι χι μόνον πό σους πράγματι βλέ­πουν νοερς, λλα καί πό κεινους, πού μπιστεύονται σους βλέπουν. Θά εναι ξιοθρήνητοι, χι μόνο πειδή, ν Θεός πό τήν περβολική του γαθότητα γιά μς, ν καί εναι περάνω λων καί κατάληπτος καί ρρητος, συγκατα­βαίνει, στε νά γίνει μεθεκτός στόν νο καί νά γίνει «οράτως» ρατός μέ τήν περούσια δύναμή του, πού ποτέ δέν τήν χάνει, ατοί μένουν νέραστοι πρός τόν ρωτα κενο, πού βλέπει καί νοε τόν αυτό του, λλα καί πειδή δέν θέλουν νά κολουθον τούς γίους, ο ποοι μέ τή διδασκαλία τους πό φιλανθρωπία δηγον πρός κενο τό φς. Ατοί καί τούς αυτούς τους δηγον στούς κρημνούς, λλά προσπαθον νά συμπαρασύρουν καί κείνους πού τούς κούουν, στε νά τούς χουν πωσδήποτε μαζί τους, ταν θά δον ς πρ κεινον πού, κατά τόν Θεολόγο Γρηγόριο, «δέν γώρισαν ς φς», οτε τόν πίστευσαν. Βέβαια, τό πρ κενο εναι σκοτεινό, μλλον , καλύτερα, ταυτίζεται μέ τό σκότος, μέ τό ποο χουν πειληθε ο μαρτωλοί. Ατά βέβαια (τό πρ καί τό σκότος) «χουν προετοιμασθε γιά τόν διάβολο καί γιά τούς γγέλους του», σύμφωνα μέ τόν λόγο το Κυρίου (Ματθ. 25,41). ρα, λοιπόν, οτε πλς ασθητό εναι κενο τό σκότος, φο χει τοιμασθε γιά τούς πονηρούς γγέλους πού δέν χουν ασθήσεις, οτε πλς γνοια (το Θεο) εναι ατό τό σκότος, φο τότε, στή μέλλουσα ζωή, δέν πρόκειται νά γνοήσουν περισσότερο τόν Θεό π’ τι τόν γνοον τώρα σοι σήμερα κολουθον τούς κληρονόμους το σκότους κείνου καί πείθονται π’ ατούς. Μάλιστα, θά Τόν γνωρίσουν περισσότερο καί καλύτερα, φο λέει   γία Γραφή τι «κάθε νθρωπος θά μολογήση τι ησος Χριστός εναι Κύριος, πρός δόξαν το Θεο Πατρός» (Φιλ. 2,11). πομένως τό φς κενο δέν εναι στήν πραγματικότητα οτε ασθητό, οτε γνώση, πως τό ντίθετό του σκότος δέν εναι γνοια». λλά, ν τό φς κενο δέν εναι γνώση, εναι κάτι πού παρέχει τή μυστική καί πόρρητη γνώση τν μυστηρίων το Θεο, καί γενικά εναι ρραβνας, πού λαμβάνουν τώρα σοι χουν καθαρθε στήν καρδία, δέν εναι πλς μιά γνώση, λλα χορηγός τς νάλογης γνώσης. ρραβνας ατός εναι διος τό φς τό νοητό καί νοερό, τό μλλον πνευ­ματικό, τόν ποο (ρραβνα) πνευματικς ποκτ κανείς καί τόν βλέπει, καί εναι κατά πολύ πέρτερος κάθε γνώσης καί ρετς, μόνος πού χορηγε πί τς γς τήν τελειότητα τν χριστιανν, τήν τελειότητα κείνη ποία δέν ποκτται μέ τή μίμηση τή φρόνηση, λλα μέ τήν ποκάλυψη καί τή χάρη το Πνεύματος.

1 σχόλιο:

  1. Ευλογείτε πάτερ
    Διαβάζω συχνά το ότι είναι πλάνη να θεωρούμε το πυρ της κόλασης κτιστό και φυσικά πρέπει να το θεωρούμε Άκτιστο δλδ να πείσουμε τον εαυτόν μας ότι ο Κύριος που είναι η Ζωή και η Ανάστασις είναι συνάμα και το πυρ της κόλασης!
    Ωραία, ας το δεχθούμε μιας και τόσες παραπομπές σε αγίους αναφέρετε που έτσι μας το ερμηνεύουν...
    Τι γίνεται όμως με τα λόγια του Κυρίου:
    "πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ•";;

    Φύγετε ΑΠΟ ΕΜΕΝΑ εις το πυρ το αιώνιο!!!
    Ποιος δεν καταλαβαίνει το παραπάνω κι ότι ο Κύριος ξεκάθαρα διαχωρίζει τον Εαυτόν Του από το πυρ της Κόλασης?

    Αν επιμένουμε τώρα ότι ο Κύριος είναι το πυρ το αιώνιον δε σκοντάφτουμε στα λόγια του Κυρίου που λένε το αντίθετο;;;!
    Εύχομαι να έχετε λύσει το πρόβλημα αυτό ώστε να βοηθήσετε κι εμένα.
    Χαίρετε

    ΑπάντησηΔιαγραφή