Διάγραμμα – Περίληψη
Θέματος Η' τοῦ Θεολογικοῦ Προγράμματος «Ὀρθοδοξία καί Ζωή»
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου Ι', ἔτους 2015-2016.
Ἡ μαρτυρία τῶν Γραφῶν: Μέ τό ζήτημα τοῦ θανάτου συνδέεται ἄμεσα
ἡ περί Παραδείσου καί Κολάσεως διδασκαλία. Οἱ
σαφεῖς μαρτυρίες τῆς Ἁγίας
Γραφῆς. Ὁ ἀρχέγονος Παράδεισος (ἡ «κατοικία» τῶν
Πρωτοπλάστων), ὡς αἰσθητός καί νοητός (τόπος καί κατάστασις). Ἡ
οὐσία τοῦ Παραδείσου: ἡ
θέα ἤ «θεωρία» τοῦ Θεοῦ,
ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό. Ἡ κοινωνία, ὡς
μετοχή στήν ἄκτιστη Δόξα ἤ Ἐνέργεια
ἤ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ μαρτυρία τῆς Καινῆς
Διαθήκης: α) Ἡ μετάνοια τοῦ Ληστοῦ
καί ὁ Παράδεισος (Λουκ. 23,43). «Παράδεισος» = ἡ
«Βασιλεία τοῦ Θεοῦ». β) Ἡ «ἁρπαγή»
τοῦ ἀπ. Παύλου (Β' Κορ. 12, 3-4) καί τά «ἄρρητα
ρήματα» (12,4), «θεάματα» καί «ἀκούσματα» (Α' Κορ.
2,9) τοῦ Παραδείσου. γ) Ἡ ἀναφορά
στήν Ἀποκάλυψη (2,7). Ἡ Κόλασις κατά τήν Ἁγ.
Γραφή: «Κόλασις αἰώνιος» (Ματ. 25,46), «τόπος βασάνου» (Λουκ. 16,28), «γέενα
πυρός» (Ματ. 5,22), «πῦρ αἰώνιον» (Ματ. 25,41), «σκότος ἐξώτερον»
(Ματ. 25,22). Ἀλλοιώσεις τῆς περί Παραδείσου καί
Κολάσεως Ὀρθοδόξου διδασκαλίας, προερχόμενες ἀπό
τή σχολαστική (Φραγκολατινική) Δύση:
α) Ἡ πλάνη ὅτι ὁ Παράδεισος εἶναι γεγονός ἀποκλειστικά μελλοντικό: Κατά τήν Ὀρθόδοξη
Παράδοση, ὁ Παράδεισος εἶναι κατάσταση ὄχι
μόνο τοῦ μέλλοντος, ἀλλά καί τοῦ
παρόντος. Ἡ πρόγευσή του ἀρχίζει ἀπό
τήν παροῦσα ζωή: ἡ χαρακτηριστική
μαρτυρία τοῦ ἀπ. Παύλου (Β' Κορ. 12,4). «Ἡ βασιλεία τοῦ
Θεοῦ ἐντός ὑμῶν
ἐστιν» (Λουκ. 17,21). Ἡ ἐπί
τοῦ παρόντος ἐμπειρία τοῦ
Παραδείσου ὡς «ἀρραβών τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».
Ὁ Παράδεισος εἶναι μέν κατάσταση τοῦ
«μέλλοντος αἰῶνος», ἀλλά ἐντός
τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἄνθρωπος
μπορεῖ νά ζεῖ ὄντως
τά μέλλοντα, ὡς παρόντα. Ἡ Ἐκκλησία
ἀποτελεῖ πρόγευση τῆς
ἐσχατολογικῆς Βασιλείας τοῦ
Θεοῦ. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ
ὡς κατάσταση «ἤδη» καί «οὕπω».
β) Ἡ πλάνη ὅτι τό πῦρ τῆς Κολάσεως εἶναι κτιστό: Ἡ
ἀντίληψη αὐτή βασίζεται στίς περί
τριορόφου σύμπαντος (οὐρανός, γῆ καί καταχθόνια)
δισειδαιμονικές ἀντιλήψεις τῶν Φράγκων, οἱ
ὁποῖες προϋποτίθενται καί στίς σύγχρονες θεωρίες γιά τήν «ἀπομύθευση»
τῶν Γραφῶν (R. Bultmann). Ὁ
Μεσαίωνας ἐξέλαβε τά κολαστήρια τῶν ἁμαρτωλῶν
(τό πῦρ, τήν φλόγα, τό σκότος, τόν σκώληκα, τό ποταμόν τοῦ
πυρός κ.λπ.) ὡς κτιστά (αἰσθητά - ὑλικά)
πράγματα (βασανιστήρια) καί προέβη σέ φαντασιῶδεις περιγραφές τῆς
Κολάσεως (ὅπως π.χ. στό ἔργο τοῦ
Al. Dante). Κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, τό πῦρ τῆς
Κολάσεως εἶναι ἄκτιστο: «αἰώνιο», «ἄσβεστο»
κ.λπ. Δέν εἶναι αἰσθητό (ὑλικό),
δέν ἔχει ἀρχή καί τέλος, δέν ἀνάβει καί σβήνει. Ἡ
μαρτυρία τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
Ὡς ἄκτιστο, εἶναι καί ἀπερίγραπτο,
δηλαδή δέν ἔχει καμία ὁμοιότητα μέ τά κτιστά,
γι’ αὐτό μπορεῖ νά σημαίνεται μέ ἀντιφάσκοντες
ὅρους, ὅπως «πῦρ»
καί «σκότος». Οἱ εἰκόνες τῆς Ὀρθόδοξης
Παράδοσης γιά τήν Κόλαση («πῦρ», «σκότος», «σκώληξ»
κ.λπ.) εἶναι κτιστά σύμβολα μιᾶς ἀκτίστου
πραγματικότητος. Ἡ πραγματικότητα τῆς Κολάσεως ὑπερβαίνει
ἀσυγκρίτως τίς κτιστές περιγραφές της.
γ) Ἡ πλάνη ὅτι μεταξύ Παραδείσου καί Κολάσεως ὑπάρχει πραγματική διάκρισις: Ὡστόσο,
τό μόνο ἄκτιστο, στό ὁποῖο
μπορεῖ νά μετάσχει ὁ ἄνθρωπος
εἶναι ἡ Δόξα ἤ Ἐνέργεια
τοῦ Θεοῦ. Ἄρα, «Κόλασις» εἶναι ἡ
ἴδια Δόξα ἤ Ἐνέργεια
τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δοξάζει μέν τούς Δικαίους, κολάζει δέ τούς ἁμαρτωλούς.
Παράδεισος καί Κόλασις εἶναι πραγματικότητες, πού διακρίνονται μόνο ἀπό
τήν ἄποψη τοῦ ἀνθρώπου
καί ὄχι καθ’ αὐτές. Ἔτσι,
στή μέλλουσα ζωή ἄλλοι θά δοῦν τόν Θεό ὡς
«Φῶς ἀληθινόν» (Ἰω. 1,8) καί ἄλλοι
θά δοῦν τόν ἴδιο Θεό ὡς
«Πῦρ καταναλίσκον» («ὁ Θεός ἡμῶν
πῦρ καταναλίσκον», Ἑβρ. 12,29, «Κύριος ὁ
Θεός σου πῦρ καταναλίσκον ἐστί», Δευτ. 4,24),
«κατά τήν ἀναλογίαν τῆς καθαρότητός» των. Οἱ
ἁμαρτωλοί θά δοῦν «ὡς
πῦρ ... ὅν ὡς
φῶς οὐκ ἐγνώρισαν» (ἅγ. Γρηγόριος
Θεολόγος). Οἱ δύο ἰδιότητες τοῦ
πυρός, ἡ φωτιστική καί ἡ καυστική, καί ὁ
διαχωρισμός τους: «Φωνή Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός» (Ψαλμ. 28,7). Ὁ
Θεός, ὡς «φλόγα δροσίζουσα ὁσίους, δυσσεβεῖς
δέ καταφλέγουσα» (ἐκκλ. ὑμνολογία). Ἡ
πραγματικότητα τῆς Κολάσεως καί ἡ ἀγάπη
τοῦ Θεοῦ: Κόλαση εἶναι «μάστιγα τῆς
ἀγάπης» τοῦ Θεοῦ
(ἅγ. Ἰσαάκ ὁ Σύρος). «Οἱ
ἐν τῇ γεέννῃ ἁμαρτωλοί»
δέν στεροῦνται τῆς ἀγάπης
τοῦ Θεοῦ.
δ) Ἡ πλάνη ὅτι Κόλασις εἶναι ἡ ἄγνοια τοῦ Θεοῦ:
Κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ὅλοι κάποτε θά δοῦν
καί θά γνωρίσουν τόν Θεό («πᾶσα γλῶσσα
ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς
Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός», Φιλ. 2,11), ὄχι
ὅμως κατά τόν ἴδιο τρόπο. Στόν
«μέλλοντα αἰῶνα» δέν θά ἔχουμε μεγαλύτερη ἄγνοια
τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μεγαλύτερη γνώση Του! Κόλασις δέν εἶναι
ἡ ἄγνοια ἤ ἡ
ἀπουσία τοῦ Θεοῦ,
ἀλλά ἡ γνῶσις καί ἡ παρουσία Του στούς ἁμαρτωλούς.
«Γνῶσις» καί «ἐπίγνωσις»: δύο
διαφορετικές μορφές ἐμπειρίας τοῦ Θεοῦ.
Οἱ κολαζόμενοι θά γνωρίζουν («γνῶσις»)
τήν ἀκτινοβολοῦσα ἀπό
τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ
Δόξα Του, χωρίς ὅμως νά μετέχουν σ’
αὐτήν (νά ἔχουν «ἐπίγνωσιν»
αὐτῆς). Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή,
ἡ Κόλαση εἶναι μία ἄνευ
θεώσεως μορφή τελειότητος («βέλτιον εἴσονται»).
Ἡ λεγομένη «Μέση κατάστασις» τῶν ψυχῶν: Ὁ
Παράδεισος καί ἡ Κόλασις, ὡς καταστάσεις τοῦ
«μέλλοντος αἰῶνος», ἀρχίζουν γιά τήν ἀκρίβεια,
μετά τήν μέλλουσα ἀνάσταση τῶν νεκρῶν,
μετά τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ
καί μετά τήν ἔσχατη Κρίση. Ὡστόσο, πρόγευση τοῦ
Παραδείσου ὑπάρχει ἀπό τήν παροῦσα
ζωή, πρόγευση τῆς αἰωνίου Κολάσεως, ὅμως, ὄχι.
Μορφές ἔμμεσης πρόγευσης μπορεῖ νά θεωρηθοῦν
ἡ ἀπουσία τῆς Χάρης τοῦ
Θεοῦ, ἡ πικρία τῶν ἀποτελεσμάτων
τῆς ἁμαρτίας («θλῖψις καί στενοχωρία ἐπί
πᾶσαν ψυχήν ἀνθρώπου τοῦ
κατεργαζομένου τό κακόν», Ρωμ. 2,9) κ.ἄ., ὡστόσο,
αὐτές δέν συνιστοῦν πραγματική πρόγευση
τῆς αἰωνίου Κολάσεως. Τέτοια πρόγευση (πραγματική) ἔχει
ἡ ψυχή μετά τόν σωματικό θάνατο. Ποῦ
βρίσκονται οἱ ψυχές μετά θάνατον; Σέ μία κατάσταση μεταξύ «παρόντος»
καί «μέλλοντος αἰῶνος», ἀποκαλούμενη συνήθως
«Μέση κατάσταση» τῶν ψυχῶν, ὅπου
προγεύονται τοῦ αἰωνίου Παραδείσου καί τῆς αἰωνίου
Κολάσεως. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ
κρίσις τῶν ψυχῶν γίνεται ἀμέσως
μετά τόν σωματικό θάνατο: «ἀπόκειται τοῖς
ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν,
μετά δέ τοῦτο κρίσις» (Ἑβρ. 9,28). Ὡστόσο,
ἡ κρίσις αὐτή δέν εἶναι
ἡ τελική - ἐσχάτη Κρίσις τῆς
Δευτέρας Παρουσίας, ἀλλά προσωρινή καί μερική κρίσις. Χαρακτηριστικά τῆς
«Μέσης καταστάσεως»: α) Ἡ γεῦσις (πρόγευσις) τοῦ Παραδείσου ἤ
τῆς Κολάσεως ἀφορᾶ
μόνο στήν ψυχή, ἐνῶ κατά τόν «μέλλοντα αἰῶνα» θά ἀφορᾶ
καί στό σῶμα. β) Ἐκεῖ
οἱ ψυχές τῶν κεκοιμημένων ὀφελοῦνται
ὄχι ἀπό τίς δικές τους ἐνέργειες («ἐν
τῷ ἅδη οὐκ ἔστιν μετάνοια»), ἀλλά ἀπό
τίς ἐνέργειες τῆς Ἐκκλησίας
καί τῶν ζώντων (Λειτουργίες, Μνημόσυνα, προσευχές, ἀγαθοεργίες).
Ἡ πλάνη γιά τό «καθαρτήριον πῦρ»: Μεταξύ τῶν πλανῶν
τῆς χριστιανικῆς Δύσης εἶναι
καί ἐκείνη γιά τό «καθαρτήριον πῦρ» («purgatorium»).
Κατά τή διδασκαλία αὐτή, οἱ ψυχές ὅσων
βαρύνονται μέ συγγνωστά ἁμαρτήματα ἤ ὅσων
μετανόησαν καί ἐξομολογήθηκαν γνησίως, ἀλλά δέν πρόφθασαν νά ἐκπληρώσουν
τόν κανόνα τους, οὔτε ἔδωσαν καρπούς μετανοίας, ἤ ὅσων
ἀπό ἀμέλεια ἤ ἔλλειψη
χρόνου δέν μπόρεσαν νά ἱκανοποιήσουν τή θεία δικαιοσύνη, καθαρίζονται μέ ἕνα
εἴδος βασανισμοῦ («διά πυρός»), ἄλλες
συντομότερα καί ἄλλες γιά περισσότερο χρόνο, ἀνάλογα μέ τά ἁμαρτήματά
τους, καί μόνο τότε ἀπέρχονται στόν Παράδεισο, συνεργούσης καί τῆς
Ἐκκλησίας διά τῶν Λειτουργιῶν
καί τῶν δεήσεων τῶν Ἱερέων.
Ἡ λατινική διδασκαλία γιά τούς τρεῖς
τόπους ἤ καταστάσεις μετά θάνατον: «οὐρανός»,
«ἅδης», «καθαρτήριον». Τό «καθαρτήριον», α) διακρίνεται σαφῶς
ἀπό τό «αἰώνιον πῦρ»,
ὡς κατάσταση «ἐν τῷ
νῦν» ἤ «ἐν τῷ ἐνεστῶτι αἰῶνι», β) εἶναι πῦρ
κτιστό καί γ) εἶναι κατάσταση προσωρινή («πρός καιρόν»). Ἡ
διδασκαλία γιά τό «καθαρτήριον» ἔχει κάποια μακρυνή ὁμοιότητα
μέ τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία ὅτι οἱ
ψυχές τῶν κεκοιμημένων ὀφελοῦνται
μέ τίς ἐνέργειες τῆς Ἐκκλησίας
καί τῶν ζώντων, οὐσιαστικά ὅμως
ἀποτελεῖ διαστροφή της. Τό
θέμα συζητήθηκε ἐκτενῶς στήν ἑνωτική σύνοδο
Φρερράρας - Φλωρεντίας (1437-1439). Στηρίζεται σέ παρερμηνεία ἐλαχίστων
χωρίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἰδιαίτερα
τοῦ Α' Κορ. 3, 13-15. Κατά τόν Μεσαίωνα, συνδυάστηκε μέ τήν
παπική διδασκαλία γιά τίς «λυσίποινες ἀφέσεις» («indulgentiae»,
«συγχωροχάρτια»), μέ τίς γνωστές ἀκρότητες καί συνέπειες.
Κατά τήν Ὀρθόδοξη ἀντίληψη, τό
«καθαρτήριον πῦρ», α) δέν μαρτυρεῖται στήν Ἁγ.
Γραφή, β) εἶναι παντελῶς ἄγνωστο
στή μακραίωνη Πατερική Παράδοση καί γ) εἶναι ἀσυμβίβαστο
μέ τή γενικότερη ἐκκλησιαστική διδασκαλία γιά τή μετά θάνατον ζωή.
ΣΧΕΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΠΕΡΙ
ΘΕΙΟΥ ΦΩΤΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΚΟΛΑΣΤΙΚΟΥ ΠΥΡΟΣ
ΑΓΙΟΥ
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
ΚΕΙΜΕΝΟ: Νῦν
μέν οὕτω τοῖς ἐν
ἀγάπῃ καθαρθεῖσιν ὁ
Θεός ὁρᾶται, τότε δέ, φησί, «πρόσωπον πρός πρόσωπον». Οἱ
δέ τῷ μή παθεῖν τά θεῖα
μηδ᾿ ἰδεῖν μηδαμῶς πιστεύοντες ὡς
φῶς ὑπέρ φῶς ὁρᾶσθαι
τόν Θεόν, ἀλλά λογικῶς μόνον θεωρεῖσθαι,
τυφλοῖς ἐοίκασιν, οἵ τῆς
τοῦ ἡλίου θέρμης μόνης ἀντιλαμβανόμενοι τοῖς
ὁρῶσιν ἀπιστοῦσιν ὅτι
καί φαιδρός ἐστιν ὁ ἥλιος.
Εἰ δέ καί τούς ὁρῶντας
οἱ τυφλοί μεταδιδάσκειν ἐγχειροῦσιν,
ὡς οὐ φῶς ἐστιν ὁ ἐν
αἰσθητοῖς φανότατος ἁπάντων
ἥλιος, καταγέλαστοι μέν οὗτοι τοῖς
αἰσθητῶς ὁρῶσιν ἔσονται. Ἐκεῖνοι
δ᾿ οἱ τά παραπλήσια πάσχοντες περί τόν τοῦ
παντός ὑπερανιδρυμένον τῆς δικαιοσύνης ἥλιον,
οὐ παρά τῶν νοερῶς
ὡς ἀληθῶς ὁρώντων μόνον, ἀλλά καί παρά τῶν
πιστευόντων τοῖς ὁρῶσι θρηνηθήσονται, μή μόνον ὅτι τοῦ
Θεοῦ δι᾿ ὑπερβολήν τῆς περί ἡμᾶς
ἀγαθότητος, ἐκ τοῦ
πάντων ἐξῃρημένου καί ἀλήπτου καί ἀφθέγκτου,
πρό τό νῷ μεθεκτόν τε καί θεωρητόν ἀοράτως
συγκαταβαίνοντος καθ᾿ ὑπερούσιον ἑαυτοῦ
δύναμιν ἀνεκφοίτητον, αὐτοί μένουσιν ἀνέραστοι
πρός τόν αὐτοπτικόν καί αὐτονόητον ἐκεῖνον
ἔρωτα, ἀλλ᾿
ὅτι καί τοῖς πρός τό φῶς
ἐκεῖνο χειραγωγοῦσι διά τῶν
λόγων ὑπό φιλανθρωπίας ἁγίοις οὐκ
ἐθέλοντες ἕπεσθαι, κατά κρημνῶν
φέρουσιν ἑαυτούς καί συγκατασπᾶν ἐπιχειροῦσι
τούς πειθομένους, ὡς ἄν δήπου κοινωνούς σχοῖεν ὅταν
«ὡς πῦρ ἴδωσι» κατά τόν θεολόγον Γρηγόριον «ὅν
ὡς φῶς οὐκ ἐγνώρισαν», οὐδέ ἐπίστευσαν.
Ἀλλά γάρ καί τό πῦρ ἐκεῖνο
σκοτεινόν, μᾶλλον δέ τῷ ἠπειλημένῳ
σκότει ταὐτόν. Ταῦτα δέ τῷ
διαβόλῳ καί τοῖς ἀγγέλοις
αὐτοῦ προητοίμασται κατά τόν τοῦ Κυρίου λόγον. Οὐκοῦν
οὔτε αἰσθητόν ἁπλῶς,
ἀμοιροῦσι γάρ αἰσθήσεως
προητοίμασται τοῖς πονηροῖς ἀγγέλοις,
οὔθ᾿ ἁπλῶς ἄγνοια τουτί τό σκότος, οὐ γάρ ἀγνοήσουσι
τότε μᾶλλον τόν Θεόν ἤ νῦν
οἱ νῦν τοῖς κληρονόμοις τοῦ σκότους ἐκείνου
πεπεισμένοι, μᾶλλον μέν οὖν καί βέλτιον εἴσονται·
«πᾶσα» γάρ, φησί, «σάρξ ἐξομολογήσεται ὅτι
Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ
Πατρός», ἀμήν. Οὐκ ἄρ᾿
οὐδέ τό φῶς ἐκεῖνο
αἰσθητόν κυρίως, οὐδέ μέν οὖν
γνῶσις, εἴπερ μηδέ ἄγνοια
τό ἀντιδιαστελλόμενον πρός τοῦτο σκότος. Εἰ
δέ μή τό φῶς ἐκεῖνο γνῶσις, παρεκτικόν δέ μᾶλλον
τῆς μυστικῆς καί ἀπορρήτου
γνώσεως τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ,
καί ὁ ἀρραβών νῦν τοῖς
κεκαθαρμένοις τήν καρδίαν ἐνορώμενος, οὐ
γνῶσίς ἐστιν ἁπλῶς,
ἀλλ᾿ ἀναλόγου μέν γνώσεως χορηγός, αὐτός
δέ φῶς νοητόν καί νοερόν μᾶλλον δέ πνευματικόν,
πνευματικῶς ἐγγινόμενός τε καί ὁρώμενος, ὑπεροχικῶς
ἐξηρημένος πάσης γνώσεως καί ἀρετῆς
καί τῆς ἐνταῦθα κατά χριστιανούς τελειότητος παρεκτικός μονώτατος, οὐκ
ἀπό μιμήσεως ἤ φρονήσεως προσγινομένης,
ἀλλ᾿ ἀποκαλύψει καί χάριτι τοῦ Πνεύματος (Γρ. Παλαμᾶ,
Ὑπέρ ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Α,3, 10).
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Τώρα
βέβαια, ἔτσι φαίνεται ὁ Θεός σέ ὅσους
καθαρίσθηκαν διά τῆς ἀγάπης, τότε ὅμως θά τόν δοῦμε
«πρόσωπο πρός πρόσωπο». Αὐτοί οἱ ὁποῖοι
ἐπειδή δέν ἀπόλαυσαν τά θεῖα,
δέν πιστεύουν καί ὅτι εἶναι δυνατό θεαθεῖ ὁ
Θεός ὡς Φῶς ὑπέρ τό φῶς, ἀλλά
νομίζουν ὅτι τόν Θεό τόν κατανοεῖ κανείς μόνο μέ τό
λογικό του, μοιάζουν μέ τυφλούς, οἱ ὁποῖοι
ἐπειδή αἰσθάνονται μόνο τή
θέρμη τοῦ ἥλιου, δέν πιστεύουν ἐκείνους, πού βλέπουν
καί ὅτι ὁ ἥλιος εἶναι καί φωτεινός. Ἄν
λοιπόν οἱ τυφλοί προσπαθήσουν νά μεταπείσουν ὅσους
βλέπουν, ὅτι δέν εἶναι φῶς
ὁ ἥλιος, ὁ περισσότερο φωτεινός ἀπό
ὅλα τά αἰσθητά, ἀσφαλῶς
θά γίνουν περίγελος σ’ αὐτούς πού βλέπουν πραγματικά. Ἐκεῖνοι
δέ πού κάνουν κάτι παρόμοιο γιά τόν ἥλιο τῆς
δικαιοσύνης, πού εἶναι πάνω καί ἔξω ἀπό
ὅλα, θά εἶναι ἀξιοθρήνητοι
ὄχι μόνον ἀπό ὅσους
πράγματι βλέπουν νοερῶς, ἄλλα καί ἀπό ἔκεινους,
πού ἐμπιστεύονται ὅσους βλέπουν. Θά εἶναι
ἀξιοθρήνητοι, ὄχι μόνο ἐπειδή,
ἐνῶ ὁ Θεός ἀπό τήν ὑπερβολική
του ἀγαθότητα γιά μᾶς, ἄν
καί εἶναι ὑπεράνω ὅλων καί ἀκατάληπτος
καί ἄρρητος, συγκαταβαίνει, ὥστε νά γίνει μεθεκτός στόν
νοῦ καί νά γίνει «ἀοράτως» ὁρατός
μέ τήν ὑπερούσια δύναμή του, πού ποτέ δέν τήν χάνει, αὐτοί
μένουν ἀνέραστοι πρός τόν ἔρωτα ἐκεῖνο,
πού βλέπει καί νοεῖ τόν ἑαυτό του, ἄλλα
καί ἐπειδή δέν θέλουν νά ἀκολουθοῦν
τούς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι
μέ τή διδασκαλία τους ἀπό φιλανθρωπία ὁδηγοῦν
πρός ἐκεῖνο τό φῶς. Αὐτοί
καί τούς ἑαυτούς τους ὁδηγοῦν
στούς κρημνούς, ἀλλά προσπαθοῦν νά συμπαρασύρουν καί
ἐκείνους πού τούς ἀκούουν, ὥστε
νά τούς ἔχουν ὁπωσδήποτε μαζί τους, ὅταν
θά δοῦν ὡς πῦρ ἔκεινον πού, κατά τόν Θεολόγο Γρηγόριο, «δέν γώρισαν ὡς
φῶς», οὔτε τόν ἐπίστευσαν.
Βέβαια, τό πῦρ ἐκεῖνο εἶναι σκοτεινό, ἤ μᾶλλον
ἤ, καλύτερα, ταυτίζεται μέ τό σκότος, μέ τό ὁποῖο
ἔχουν ἀπειληθεῖ
οἱ ἁμαρτωλοί. Αὐτά βέβαια (τό πῦρ
καί τό σκότος) «ἔχουν προετοιμασθεῖ γιά τόν διάβολο καί
γιά τούς ἀγγέλους του», σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ
Κυρίου (Ματθ. 25,41). Ἄρα, λοιπόν, οὔτε ἁπλῶς
αἰσθητό εἶναι ἐκεῖνο
τό σκότος, ἀφοῦ ἔχει ἑτοιμασθεῖ γιά τούς πονηρούς ἀγγέλους
πού δέν ἔχουν αἰσθήσεις, οὔτε
ἁπλῶς ἄγνοια (τοῦ Θεοῦ)
εἶναι αὐτό τό σκότος, ἀφοῦ
τότε, στή μέλλουσα ζωή, δέν πρόκειται νά ἀγνοήσουν περισσότερο
τόν Θεό ἀπ’ ὅτι τόν ἀγνοοῦν
τώρα ὅσοι σήμερα ἀκολουθοῦν
τούς κληρονόμους τοῦ σκότους ἐκείνου καί πείθονται ἀπ’
αὐτούς. Μάλιστα, θά Τόν γνωρίσουν περισσότερο καί καλύτερα, ἀφοῦ
λέει ἡ Ἁγία
Γραφή ὅτι «κάθε ἄνθρωπος θά ὁμολογήση
ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ
Κύριος, πρός δόξαν τοῦ Θεοῦ Πατρός» (Φιλ. 2,11). Ἑπομένως τό φῶς
ἐκεῖνο δέν εἶναι στήν πραγματικότητα
οὔτε αἰσθητό, οὔτε γνώση, ὅπως
τό ἀντίθετό του σκότος δέν εἶναι ἄγνοια».
Ἀλλά, ἄν τό φῶς
ἐκεῖνο δέν εἶναι ἡ
γνώση, εἶναι κάτι πού παρέχει τή μυστική καί ἀπόρρητη
γνώση τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ,
καί γενικά εἶναι ὁ ἀρραβῶνας, πού λαμβάνουν τώρα ὅσοι ἔχουν
καθαρθεῖ στήν καρδία, δέν εἶναι ἁπλῶς
μιά γνώση, ἄλλα ὁ χορηγός τῆς ἀνάλογης
γνώσης. Ὁ ἀρραβῶνας αὐτός εἶναι
ὁ ἴδιος τό φῶς τό νοητό καί νοερό, ἤ
τό μᾶλλον πνευματικό, τόν ὁποῖο
(ἀρραβῶνα) πνευματικῶς ἀποκτᾶ
κανείς καί τόν βλέπει, καί εἶναι κατά πολύ ὑπέρτερος
κάθε γνώσης καί ἀρετῆς, ὁ μόνος πού χορηγεῖ ἐπί
τῆς γῆς τήν τελειότητα τῶν χριστιανῶν,
τήν τελειότητα ἐκείνη ἡ ὁποία
δέν ἀποκτᾶται μέ τή μίμηση ἤ τή φρόνηση, ἄλλα
μέ τήν ἀποκάλυψη καί τή χάρη τοῦ Πνεύματος.
Ευλογείτε πάτερ
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιαβάζω συχνά το ότι είναι πλάνη να θεωρούμε το πυρ της κόλασης κτιστό και φυσικά πρέπει να το θεωρούμε Άκτιστο δλδ να πείσουμε τον εαυτόν μας ότι ο Κύριος που είναι η Ζωή και η Ανάστασις είναι συνάμα και το πυρ της κόλασης!
Ωραία, ας το δεχθούμε μιας και τόσες παραπομπές σε αγίους αναφέρετε που έτσι μας το ερμηνεύουν...
Τι γίνεται όμως με τα λόγια του Κυρίου:
"πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ•";;
Φύγετε ΑΠΟ ΕΜΕΝΑ εις το πυρ το αιώνιο!!!
Ποιος δεν καταλαβαίνει το παραπάνω κι ότι ο Κύριος ξεκάθαρα διαχωρίζει τον Εαυτόν Του από το πυρ της Κόλασης?
Αν επιμένουμε τώρα ότι ο Κύριος είναι το πυρ το αιώνιον δε σκοντάφτουμε στα λόγια του Κυρίου που λένε το αντίθετο;;;!
Εύχομαι να έχετε λύσει το πρόβλημα αυτό ώστε να βοηθήσετε κι εμένα.
Χαίρετε