Διάγραμμα – Περίληψη
Θέματος Ι' τοῦ Θεολογικοῦ Προγράμματος «Ὀρθοδοξία καί Ζωή»
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου Ι', ἔτους 2015-2016.
Ὁ σκοπός τῆς Ἐνανθρωπήσεως: Ἄν ὁ
θάνατος εἶναι ὁ «ἔσχατος ἐχθρός» καί τό κατ’ ἐξοχήν
ὑπαρξιακό πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου,
τότε τό ἀγωνιῶδες ἀνθρώπινο ἐρώτημα εἶναι,
ἄν μπορεῖ νά νικηθεῖ
ὁ θάνατος. Ἡ Ὀρθόδοξη
Παράδοση ἀπαντᾶ ὅτι αὐτό μπορεῖ νά γίνει μόνο ἐν
Χριστῷ, ὅλη δέ ἡ Θεολογία τῆς
Ἐκκλησίας γιά τό ἔργο τοῦ
Χριστοῦ ἀποτελεῖ ἀπάντηση
σ’ αὐτό τό ἐρώτημα. Κέντρο τοῦ
ἔργου τοῦ Χριστοῦ
εἶναι τό Πάθος καί ἡ Ἀνάσταση.
Ὁ Χριστός δέν ἦλθε στόν κόσμο μόνο
γιά νά διδάξει, γιά νά θαυματουργήσει ἤ γιά νά καταστήσει τόν
Ἑαυτό Του παράδειγμα πρός μίμησιν. Ἦλθε
«ὑπέρ τῆς τοῦ
κόσμου ζωῆς καί σωτηρίας» καί «ἵνα ἄρῃ
τάς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου». Ὡστόσο,
αὐτά συνοψίζονται στίς Βιβλικές διατυπώσεις ὅτι
ὁ Χριστός ἦλθε «ἵνα
διά τοῦ θανάτου καταργήσῃ τόν τό κράτος ἔχοντα
τοῦ θανάτου, τοῦτ’ ἔστι
τόν διάβολον» (Ἑβρ. 2,14) καί «ἵνα λύσῃ
τά ἔργα τοῦ διαβόλου» (Α' Ἰω.
3,8). Ὄντως, «σωτηρία» σημαίνει ἀπελευθέρωση «ἐκ
τῶν πυλῶν τοῦ
θανάτου» (Παρακλητική, πλ. α' ἦχος) καί ἀποκατάσταση
τοῦ ἀνθρώπου στήν ὁλοκληρία του,
«λύτρωση» σημαίνει ἀπελευθέρωση ἐκ τῶν
χειρῶν τοῦ διαβόλου καί ἐκ τῶν
δεσμῶν τοῦ θανάτου καί τοῦ ἅδου,
«ἄρσις τῆς ἁμαρτίας»
σημαίνει κατάργησις τοῦ «κέντρου» τοῦ θανάτου («τό δέ
κέντρον τοῦ θανάτου ἡ ἁμαρτία»,
Α' Κορ. 15,16) κ.λπ. Αὐτά δέν συντελοῦνται οὔτε
μέ τό κήρυγμα, οὔτε μέ τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ
(ὅσοι ἀνέστησε ὁ Χριστός, ἀπέθαναν
πάλι!), ἀλλά μέ τό Πάθος καί τήν Ἀνάστασή Του.
Τό Πάθος καί ἡ Ἀνάσταση: Ὁ Χριστός ἐν
τῇ παντοδυναμίᾳ Του μποροῦσε
καί μέ ἄλλους τρόπους νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Ὅμως,
«ηὐδόκησε» (θεώρησε σωστότερο) νά τόν σώσει ἔτσι,
ἐπειδή: α) κάθε ἄλλος τρόπος θά ἦταν
«βίᾳ καί δυναστείᾳ» σωτηρία καί β) θά ἀδικοῦσε
κατάφορα τόν διάβολο (ὁ διάβολος ἐξαπάτησε καί ἐθανάτωσε
ἄνθρωπο, ἐνῶ
ὁ λυτρωτής θά ἦταν Θεός). Ὁ
λύτρωτης δέν μποροῦσε νά εἶναι οὔτε
ὁ Θεός, οὔτε ἄνθρωπος.
Γι’ αὐτό ὁ Θεός ἐν Χριστῷ
ἀποφάσισε νά γίνει ὁ Ἴδιος
ἀμφότερα (καί Θεός καί ἄνθρωπος), διατηρώντας ἀκέραια
τή θεία Του φύση καί προσλαμβάνοντας στό πρόσωπό Του καί ὁλόκληρη
τήν ἀνθρώπινη, ἵνα «θεοσόφῳ
δελεάσματι» θανατώσει τόν θάνατο. Ὁ διάβολος δέν ἀντελήφθη
οὔτε τό μυστήριο τῆς Σαρκώσεως, οὔτε
τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ: «ἔλαθεν
τόν ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος
τούτου ἡ παρθενία τῆς Μαρίας καί ὁ
τοκετός αὐτῆς, ὁμοίως καί ὁ θάνατος τοῦ
Κυρίου· τρία μυστήρια κραυγῆς, ἅτινα
ἐν ἡσυχίᾳ Θεοῦ ἐπράχθη» (ἅγ. Ἰγνάτιος).
Ἡ Σταύρωση τοῦ «Κυρίου τῆς
Δόξης» κατέστη πανωλεθρία γιά τό κράτος τοῦ θανάτου καί τοῦ
διαβόλου, ἐπειδή ἀκριβῶς
ἀκολούθησε ἡ Ἀνάσταση.
Μέ τήν Ἀνάσταση, ὁ Χριστός στρέφει ἐναντίον
τοῦ διαβόλου τά κατ’ ἐξοχήν ὅπλα
τοῦ διαβόλου, τόν σταυρό καί τόν θάνατο. Ἔτσι,
ὁ Θάνατος τοῦ Χριστοῦ
γίνεται πηγή ζωῆς (διά τοῦ θανάτου καταργεῖται
ὁ θάνατος: «θανάτῳ θάνατον πατήσας») καί
«ἀθανασίας πρόξενος», ὁ δέ Σταυρός γίνεται τό
ἰσχυρότερο «ὅπλον κατά τοῦ
διαβόλου». Ὁ Θάνατος τοῦ Χριστοῦ
ἦταν μόνο φυσικός (χωρισμός Ψυχῆς
καί Σώματος). Δέν ἦταν ἀποτέλεσμα πνευματικοῦ θανάτου, ἀφοῦ
ὁ Χριστός ἦταν πλήρως ἀναμάρτητος,
ἀλλά οἰκειοποίηση τῶν
ἀποτελεσμάτων τοῦ δικοῦ
μας πνευματικοῦ θανάτου. Ὁ Χριστός οἰκειοποιεῖται
τόν θάνατο (καί τά λοιπά ἀδιάβλητα πάθη - ἀποτελέσματα τῆς
πτώσεως) ὄχι γιά νά τά καθαγιάσει, ἀλλά γιά νά τά
καταργήσει. Μέ τόν Θάνατο τοῦ Χριστοῦ
τό Σῶμα παρέμεινε στόν Τάφο, ἑνωμένο μέ ὁλόκληρη
τή θεότητα, γι’ αὐτό «οὔτε ἡ
σάρξ αὐτοῦ εἶδεν διαφθοράν» (Πράξ. 2,31) καί ἡ
Ψυχή κατῆλθε στόν ἅδη, ἑνωμένη
πάλι μέ ὁλόκληρη τήν θεότητα («οὔτε ἐγκατελείφθη
εἰς ᾅδην» Πράξ. 2,31). Ὅμως, «οὐκ
ἦν δυνατόν κρατεῖσθαι ὑπό
τῆς φθορᾶς τόν Ἀρχηγόν
τῆς ζωῆς» (Λειτ. Μ. Βασιλείου). Ὁ Κύριος, κατερχόμενος
στόν ἅδη, ὄχι μόνο «τοῖς ἐν
φυλακῇ πνεύμασι πορευθείς ἐκήρυξεν» (Α' Πέτρ.
3,19), ἀλλά α) «ἔδησε τόν ἰσχυρόν»
(Ματθ. 12,29), β) ἔθραυσε «τάς πύλας» καί συνέτριψε «τά κλεῖθρα»
τοῦ ἅδου καί γ) «ἥρπασε τά σκεύη» τοῦ
ἰσχυροῦ (Ματθ. 12, 29),
δηλαδή ἀνέστησε τόν «Ἀδάμ παγγενῆ».
Οἱ συνέπειες τῆς Ἀναστάσεως: Ἡ
Ὀρθόδοξη Παράδοση μαρτυρεῖ ὁμόφωνα
ὅτι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ
δέν ἦταν γεγονός, τοῦ ὁποίου
ἡ σημασία περιοριζόταν μόνο στό πρόσωπο τοῦ
Χριστοῦ, ἀλλά ἦταν γεγονός μέ συνέπειες γιά ὁλόκληρο
τό ἀνθρώπινο γένος καί γιά ὅλο τόν κόσμο. Ὁ
Χριστός ἀναστήθηκε, ὡς «ἀπαρχή
τῶν κεκοιμημένων» («Χριστός ἐγήγερται ἐκ
νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων», Α'
Κορ. 15,20), δηλαδή ὡς πρῶτος, γιά νά ἀναστηθοῦν
στή συνέχεια ὅλοι οἱ νεκροί. Πῶς,
ὅμως, ὁ «θάνατος τεθανάτωται»
(Ὄρθρος Κυριακῆς), ἀφοῦ
ἀκόμη καί οἱ δίκαιοι συνεχίζουν νά
πεθαίνουν; Ἡ ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου
ἤ μᾶλλον ἡ οἰκειοποίηση
τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς Ἀναστάσεως
τοῦ Χριστοῦ, ἀκολουθεῖ
τήν πορεία τῆς κυριαρχίας τοῦ θανάτου ἐπί
τοῦ ἀνθρώπου: ὅπως στήν περίπτωση τοῦ
θανάτου ὑπῆρξε «πρῶτος θάνατος» (πνευματικός)
καί «δεύτερος θάνατος» (φυσικός) καί ὅπως ὁ
«πρῶτος θάνατος» προηγήθηκε τοῦ «δευτέρου», ἔτσι
καί στήν περίπτωση τῆς ἀναστάσεως ὑπάρχει «πρώτη ἀνάστασις»
(πνευματική) καί «δευτέρα ἀνάστασις» (σωματική), ἡ
δέ «πρώτη ἀνάστασις» προηγεῖται τῆς
«δευτέρας». «Πρώτη ἀνάστασις» εἶναι ἡ
ἀποκατάσταση τῶν σχέσεων τοῦ
ἀνθρώπου (ἕνωση) μέ τόν Θεό. Ὅσοι
ἀκολουθοῦν τόν Χριστό, μετέχουν
ἤδη στήν «πρώτη ἀνάσταση». Δέν μετέχουν
ὅλοι, ἀλλά μόνο ὅσοι
θέλουν, γιατί ὁ Χριστός δέν ἐξαναγκάζει κανέναν. Μέ
τήν Ἀνάστασή Του ἔθραυσε «τάς πύλας τοῦ
ἅδου» καί τίς ἄφησε ἀνοικτές,
ὥστε μόνο ὅποιος θέλει νά Τόν ἀκολουθεῖ
στήν κατάσταση τῆς ἐλευθερίας. Ὅποιος δέν θέλει, παραμένει
ἐντός τοῦ ἅδου
καί στήν κατάσταση τῆς δουλείας. Στήν «πρώτη ἀνάσταση» μετέχουμε διά
τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας
καί, ἰδίως, διά τοῦ ἀναστημένου
Σώματος τοῦ Χριστοῦ, δηλ. διά τῆς
Θείας Εὐχαριστίας. Ἡ Θ. Εὐχαριστία
εἶναι «φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτος
τοῦ μή ἀποθανεῖν, ἀλλά
ζῆν ἐν Χριστῷ διά παντός» (ἅγ. Ἰγνάτιος). Ἡ «δευτέρα ἀνάστασις»,
ἡ ἀνάσταση τῶν σωμάτων, θά ἀκολουθήσει
ἀργότερα, λίγο πρίν τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ
Κυρίου, καί θά εἶναι «κοινή», δηλαδή θά μετέχουν σ’ αὐτήν
ὅλοι, δίκαιοι καί ἁμαρτωλοί. Ὅπως
ὁ σωματικός θάνατος ἐπικράτησε, κατά
κάποιον τρόπο, ἀναγκαστικά, ὡς ἀποτέλεσμα
τοῦ πνευματικοῦ θανάτου, καί χωρίς νά
τόν ἐπιλέξει ὁ ἄνθρωπος,
ἔτσι καί ἡ ἀνάσταση
τῶν σωμάτων θά εἶναι κοινή γιά ὅλους.
Μέ τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων ἀποκαθίσταται
ὁ ἄνθρωπος στήν ὁλοκληρία του, γιατί ἄνθρωπος
δέν εἶναι οὔτε ἡ
ψυχή μόνο, οὔτε τό σῶμα, ἀλλά
τό «συναμφότερον», δηλ. ἡ ἕνωση ψυχῆς καί σώματος. Ἡ
πίστη στήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων εἶναι
δόγμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπαραίτητη προϋπόθεση
τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος: «προσδοκῶ ἀνάστασιν
νεκρῶν» (Σύμβολο Πίστεως). Οἱ νεκροί στήν Ὀρθόδοξη
Παράδοση ὀνομάζονται «κεκοιμημένοι» καί ὁ
τόπος ταφῆς τους ὀνομάζεται
«Κοιμητήριον», ὅροι πού ἐκφράζουν ἀκριβῶς
τήν προσωρινή κυριαρχία τοῦ θανάτου καί τήν
πραγματικότητα τῆς κατάργησής του ἐν Χριστῷ.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ σώματος θά συνοδευτεῖ
μέ τήν μεταβολή - ἀνακαίνισή του, δηλαδή μέ τήν ἀπαλλαγή
του ἀπό τή φθορά: «πάντες ἀλλαγησόμεθα ... καί οἱ
νεκροί ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι» (Α' Κορ. 15,
52-53). Τά σώματα τῶν δικαίων θά μετέχουν στή Δόξα τοῦ
Χριστοῦ, «ὅς μετασχηματίσει τό σῶμα τῆς
ταπεινώσεως ἡμῶν εἰς τό γενέσθαι αὐτό σύμμορφον τῷ
σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ»
(Φιλ. 3,21). Χαρακτηριστικοί μάρτυρες τῆς ἀναστάσεως
καί τῆς μελλοντικῆς Δόξης τῶν
σωμάτων εἶναι τά Λείψανα τῶν Ἁγίων,
τά ὁποῖα διατηροῦνται σέ μιά κατάσταση
μεταξύ φθορᾶς καί ἀφθαρσίας (μετέχουν ἤδη
μερικῶς τῆς μελλοντικῆς ἀφθαρσίας)
καί ἐπί πλέον εὐωδιάζουν, θαυματουργοῦν,
θεραπεύουν, ἐκδιώκουν δαιμόνια κ.λπ. Ἡ Ἀνάσταση
τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει
μόνο ἀνθρωπολογικές, ἀλλά καί κοσμολογικές
συνέπειες. Ὁ Χριστός δέν ἦλθε μόνο γιά τή
σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί γιά τή σωτηρία
τοῦ κόσμου. Οἱ συνέπειες αὐτές
εἶναι ἡ ἐλευθερία τῆς κτίσεως ἀπό
τή δουλεία τῆς φθορᾶς καί ἡ
ἀνακαίνιση τοῦ σύμπαντος κόσμου: «Ἡ
γάρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως τήν ἀποκάλυψιν
τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται ... Καί αὐτή ἡ
κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπό τῆς
δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς
τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν
τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 8, 19-22). «Καινούς δέ οὐρανούς
καί γῆν καινήν κατά τό ἐπάγγελμα αὐτοῦ
προσδοκῶμεν» (Β' Πετρ. 3,13). «Καί εἶδον οὐρανόν
καινόν καί γῆν καινήν· ὁ γάρ πρῶτος
οὐρανός καί ἡ πρώτη γῆ
ἀπῆλθον» (Ἀποκ. 21,1). «Ἰδού
καινά ποιῶ πάντα» (Ἀποκ. 21,5).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου