Διάγραμμα – Περίληψη
Θέματος Γ' τοῦ Θεολογικοῦ Προγράμματος «Ὀρθοδοξία καί Ζωή»
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου Θ', ἔτους 2014-2015.
Ἀπό τήν Παλαιά στήν Καινή Διαθήκη: Ἡ
Παλαιά Διαθήκη εἶναι ἡ ἱστορία τῶν ἐμφανίσεων
τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο πρό τῆς
Ἐνσαρκώσεώς Του (εἶναι ἡ
«ἱστορία», ἤ μᾶλλον
ἡ «προϊστορία» τῆς σωτηρίας τοῦ
κόσμου). Πρόκειται γιά ἐμφανίσεις τοῦ Χριστοῦ
«ἐν Δόξη» ἤ ἐμφανίσεις
τοῦ «Κυρίου τῆς Δόξης», δηλ. ἀποκαλύψεις
τῆς ἄκτιστης Δόξας ἤ Ἐνέργειας
ἤ Θεότητος τοῦ Θεοῦ,
οἱ ὁποῖες παρέχονται σέ συγκεκριμένα πρόσωπα, πού διαθέτουν τίς
κατάλληλες προϋποθέσεις. Τά πρόσωπα αὐτά στίς θεοπτικές ἐμπειρίες
τους δέν βλέπουν ἁπλῶς τόν «Κύριο τῆς Δόξης», ἀλλά
καί μετέχουν στή Δόξα Του (δοξάζονται ἐν Αὐτῷ).
Ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως ἤ
τοῦ ἐν Χριστῷ δοξασμοῦ
ἀποτελεῖ τόν πυρῆνα
τῆς Π. Διαθήκης. Παράλληλα, ἡ Π. Διαθήκη παρέχει
τίς προϋποθέσεις τοῦ ἐν Χριστῷ δοξασμοῦ,
δηλ. διδάσκει τόν τρόπο ζωῆς, πού ὁδηγεῖ
στή σωτηρία καί στή θέωση.
Τό «μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριον»: Μέ τήν Ἐνσάρκωση τοῦ
Θεοῦ Λόγου συντελεῖται τό «μέγα τῆς
εὐσεβείας μυστήριον»: «Θεός ἐφανερώθη ἐν
σαρκί» (Α' Τιμ. 3,16). Ὁ ἐμφανιζόμενος στήν Π. Διαθήκη «Κύριος τῆς
Δόξης», ἐμφανίζεται πλέον στήν Κ. Διαθήκη μέ ἀνθρώπινη
φύση. Τί ἦταν ὁ Χριστός: «τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος
ὁ αὐτός». Ἡ ἕνωση
τῶν δύο φύσεων στό ἕνα καί μοναδικό
πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου «ἀσυγχύτως», «ἀτρέπτως»,
«ἀχωρίστως», «ἀδιαιρέτως» (Δ' Οἰκουμενική
Σύνοδος). Γιατί ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος;
«Δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν
σωτηρίαν». Ὁ Χριστός δέν ἦλθε γιά νά διδάξει τό
πῶς θά σωθοῦμε, ἀλλά
γιά νά ἐπιτελέσει τή σωτηρία μας μέ μοναδικές καί ἀνεπανάληπτες
σωστικές πράξεις, ὅπως ἡ Ἐνανθρώπιση, τό Πάθος καί ἡ Ἀνάσταση.
Ἀπό τίς πράξεις αὐτές νοηματοδοτοῦνται
(ἀντλοῦν τό κύρος τους) καί ὅλες οἱ
σωστικές ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ
(Θεοφάνειες) στήν Π. Διαθήκη: ὁλόκληρη ἡ
Π. Διαθήκη νοηματοδοτεῖται ἀπό τήν Καινή. Ἡ σωτηρία ἔγκειται
στό ὅτι ὁ Χριστός μᾶς καθιστᾶ
κοινωνούς τῆς Δόξης Του. Αὐτό σημαίνει ὅτι
ἡ οὐσία τῆς Π. Διαθήκης (ἡ
ἐμπειρία τῆς θεώσεως ἤ
ὁ ἐν Χριστῷ δοξασμός) διατηρεῖται
καί στήν Κ. Διαθήκη, μέ τή διαφορά ὅτι ἡ
κοινωνία τῆς Δόξης τοῦ Χριστοῦ
γίνεται πλέον μέσῳ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς Του. Κατά τήν ἐπί
γῆς παρουσία Του ἡ Δόξα τοῦ
Χριστοῦ δέν ἦταν ὁρατή
σέ ὅλους («ἡ θεότης ἐκρύπτετο
ὑπό τήν ἀνθρωπότητα»), παρά
μόνο σέ ἐλάχιστα πρόσωπα πού διέθεταν ἤδη
τίς ὑποκειμενικές προϋποθέσεις (Πρόδρομος, Συμεών κ.ἄ.).
Ὁ Κύριος καθοδηγοῦσε τούς Μαθητές (καί
δι’ αὐτῶν ὅλο τόν κόσμο) στό πῶς θά φτάσουν στήν ἐμπειρία
τοῦ ἐν Χριστῷ δοξασμοῦ,
στήν ὁποία ἐκεῖνοι
(οἱ Μαθητές) ἔφτασαν κατά τή
Μεταμόρφωση καί κατά τήν Πεντηκοστή. Ἡ ἐμπειρία
τῆς Πεντηκοστῆς συνιστᾶ
τήν οὐσία τοῦ ἀποστολικοῦ
λειτουργήματος.
Ἡ ὁδός τῆς Θεογνωσίας σέ Παλαιά καί Καινή Διαθήκη: Ἡ
ἐπίγνωση τῆς οὐσίας
τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς
Διαθήκης διαφωτίζει δύο πολύ σημαντικά θέματα: α) Τό πῶς
μποροῦμε νά γνωρίσουμε τόν Θεό; (ποιά εἶναι
ἡ ὁδός τῆς Θεογνωσίας;) καί β) Τό
ποιός εἶναι ὁ αὐθεντικός Θεολόγος; (ποιός παρέχει αὐθεντική
μαρτυρία περί Θεοῦ;). Κατά τήν Ἁγ. Γραφή, ἡ
γνώση τοῦ Θεοῦ, προϋποθέτει τήν κίνηση ἐκ τῶν
ἄνω πρός τά κάτω (τήν ἐν Χριστῷ
Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ)
καί οὐδέποτε τήν κίνηση ἐκ τῶν
κάτω πρός τά ἄνω: «Γνόντες Θεόν, μᾶλλον δέ γνωσθέντες ὑπό
Θεοῦ» (Γαλ. 4,9). «Οὐδείς ἔρχεται
πρός τόν Πατέρα εἰ μή δι’ ἐμοῦ»
(Ἰω. 14,6), «οὐδέ τόν Πατέρα τις ἐπιγινώσκει
εἰ μή ὁ Υἱός καί ᾧ ἐάν
βούληται ὁ Υἱός ἀποκαλύψαι» (Ματθ. 11,27). Γνωρίζουμε τόν Θεό, ἐπειδή
ὁ Ἴδιος ἐμφανίζεται καί τόν
βλέπουν κάποιοι. «Πίστις» εἶναι ἡ
ἐμπιστοσύνη στή μαρτυρία ὅσων εἶδαν
τόν Θεό. Θεολόγος εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος
εἶδε πραγματικά τόν Θεό, καί ὁ ὁποῖος
μπορεῖ νά Τόν «περιγράψει» (= νά παρέχει αὐθεντική
μαρτυρία περί Αὐτοῦ). Δευτερευόντως, Θεολόγος εἶναι ὅποιος
ἀκολουθεῖ πιστά τή μαρτυρία ὅσων
εἶδαν τόν Θεό. Ἡ ὁδός
τῆς Θεογνωσίας εἶναι ἡ
ὁδός τῆς θεοπτικῆς
ἐμπειρίας καί ἡ Ὀρθόδοξη
Θεολογία εἶναι Θεολογία ἐμπειρική. Οἱ
αἱρέσεις ἀκολουθοῦν
συνήθως διαφορετική ὁδό Θεογνωσίας: τήν ὁδό τῶν
συλλογισμῶν - ἐπιχειροῦν νά προσεγγίσουν τόν
Θεό μέσω ἀνθρωπίνων συλλογισμῶν: «Οἱ
Πατέρες θεολογοῦν ἁλιευτικῶς (δηλ. διά τῆς
Ἁγ. Γραφῆς), ἐνῶ
οἱ αἱρετικοί "θεολογοῦν" ἀριστοτελικῶς».
Ὅμως, τόσο ὁ ἴδιος
ὁ Θεός, ὅσο καί οἱ
θεοπτικές ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων
εἶναι «ὑπέρ λόγων καί ἔννοιαν»,
δηλ. ὑπερβαίνουν τήν ἀνθρώπινη λογική καί εἶναι
ἀπρόσιτα σέ ἀνθρώπινους συλλογισμούς.
Οἱ συλλογισμοί ἀνήκουν στόν χῶρο
τῆς κοσμικῆς «σοφίας»
(φιλοσοφίας), διά τῆς ὁποίας, κατά τή διαβεβαίωση τοῦ
ἀπ. Παύλου, κανένας δέν γνώρισε ποτέ τόν Θεό (Α' Κορ.
1,21). Οἱ συλλογισμοί μποροῦν ἴσως
νά προσφέρουν κάποιες γενικές πληροφορίες περί τοῦ Θεοῦ
(π.χ. ὅτι ὁ Θεός ὑπάρχει ἤ
ὅτι εἶναι ἀγαθός ἤ ὅτι
εἶναι τέλειος), ὄχι ὅμως
καί πραγματική γνώση τοῦ Θεοῦ. Μέ αὐτή τήν ἔννοια
συλλογισμοί περί Θεοῦ ὑπάρχουν καί στήν Ἁγ. Γραφή («πᾶς
οἶκος κατασκευάζεται ὑπό τινος, ὁ
δέ τά πάντα κατασκευάσας Θεός», Ἑβρ. 3,4) ἤ
χρησιμοποιοῡνται ἀπό τούς Πατέρες, χωρίς
αὐτό νά σημαίνει ὅτι ἡ
Ἁγ. Γραφή ἤ οἱ
Πατέρες θεολογοῦν ἤ γνωρίζουν τόν Θεό μέσῳ συλλογισμῶν.
Ἡ Βιβλική καί Πατερική Θεολογία εἶναι
ἐμπειρικές καί ὄχι θεωρητικές καταστάσεις.
Ἀντίθετα, ὁλόκληρη ἡ
Δυτική θεολογική παράδοση βάδισε τήν ὁδό τῶν
συλλογισμῶν, ἀκολουθώντας μεγάλες αἱρέσεις τοῦ
παρελθόντος. Ἔτσι, ἔγινε «Σχολαστική
Θεολογία» (θεωρητική - διανοητική ἐνασχόληση περί Θεοῦ),
κατά τίς προϋποθέσεις τῆς ὁποίας, αὐθεντικός Θεολόγος δέν
εἶναι ὁ βλέπων τόν Θεό, ὁ Θεόπτης, ἀλλά
ὁ ὀρθῶς περί Θεοῦ συλλογιζόμενος -
διανοούμενος. Αὐτή ἡ «Σχολαστική Θεολογία» ἐπιχείρησε νά
κατασκευάσει συγκροτημένες λογικά «ἀποδείξεις περί ὑπάρξεως
τοῦ Θεοῦ» καί νά προβάλλει τόν ἑαυτό της ὡς
«ἐπιστήμη» καί, μάλιστα, ὡς «ἐπιστήμη
ἐπιστημῶν»!, παραβλέποντας τό
Πατερικό ἀξίωμα: «Θεόν φράσαι ἀδύνατον, νοῆσαι
ἀδυνατότερον» (ἅγ. Γρηγόριος
Θεολόγος). Ὅμως, ἡ θεολογική αὐτή
μέθοδος ὄχι μόνο ὁδήγησε σέ μεγάλες
πλάνες περί Θεοῦ, ἀλλά καί οἱ συλλογισμοί της ἀπεδείχθησαν
παρωχημένοι καί ἐσφαλμένοι ἀπό τή σύγχρονη σκέψη,
συμπεριλαμβανομένων καί τῶν «ἀποδείξεων περί ὑπάρξεως τοῦ
Θεοῦ».
Ἡ Ἀποστολική Ἐκκλησία: Ὁ Χριστιανισμός ἐμφανίστηκε
ἐντός τοῦ κόσμου ἀποκλειστικά
ὡς Ἐκκλησία, ἡ ὁποία
ὁρίζεται ὡς «σῶμα
Χριστοῦ» (Κολ. 1,24). Ἡ Σάρκωση τοῦ
Θεοῦ Λόγου εἶναι ἡ
πρώτη φανέρωση (ἡ ἀπαρχή) τῆς Ἐκκλησίας
(ὁ Κύριος σαρκωθείς «Ἐκκλησίας σάρκα ἀνέλαβε»,
ἅγ. Χρυσόστομος): Ἡ Ἐκκλησία
ταυτίζεται μέ τήν ἱστορική Σάρκα τοῦ Κυρίου. Ὁ
Κύριος καί οἱ Ἀπόστολοι ἀποτελοῦν
τήν πρώτη Ἐκκλησία, ὡστόσο, οἱ
Ἀπόστολοι ἐνσωματώθηκαν
πραγματικά στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ
κατά τόν Μυστικό Δεῖπνο. Ἀπό τήν Ἀνάληψη
μέχρι τήν Πεντηκοστή οἱ Ἀποστόλοι συνιστοῦν τήν Καθολική Ἐκκλησία.
Ὁ Κύριος εἶχε μιλήσει ἐπανειλημμένα
γιά σύντομη ἐπανέλευσή Του μετά τήν Ἀνάληψη («μικρόν καί οὐ
θεωρεῖτέ με καί πάλιν μικρόν καί ὄψεσθέ με, ὅτι
ἐγώ ὑπάγω πρός τόν Πατέρα», Ἰω. 16,16). Αὐτό
πραγματοποιεῖται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μέ τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς.
Ἡ Πεντηκοστή, ὡς ἔναρξη
τῆς ἐπίσημης δράσης (καί ὄχι ὡς
«γενέθλιος ἡμέρα») τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ διά τοῦ Βαπτίσματος ἐνσωμάτωση
τῶν πρώτων 3.000 πιστῶν στό Σῶμα
τοῦ Χριστοῦ. Ἡ
συγκρότηση τῆς πρώτης Ἐκκλησίας γύρω ἀπό
τήν λατρεία τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ
καί γύρω ἀπό τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Οἱ πρῶτοι πιστοί ὁδηγοῦνται
σέ προσωπική μετοχή στό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς:
Τό γεγονός αὐτό ἐπαναλαμβάνεται συνεχῶς ἐντός
τῆς Ἐκκλησίας. Τά παραδείγματα τοῦ ἀπ.
Παύλου καί τοῦ ἁγ. Στεφάνου. Ἡ θεοπτική ἐμπειρία
ἤ ὁ ἐν Χριστῷ δοξασμός, ὡς
πυρῆνας τῆς Ἀποστολικῆς
Ἐκκλησίας. Ἡ σύνδεση τῆς
θεοπτικῆς ἐμπειρίας μέ τά Μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ
Χρίσματος. Ἡ παρουσία τῶν χαρισματούχων στήν Ἀποστολική
Ἐκκλησία (χαρισματοῦχοι καί «ἰδιῶται»).
Οἱ ὑποκειμενικές προϋποθέσεις τῆς σωτηρίας: Γιά τήν ἐπίτευξη
τῆς σωτηρίας δέν ἀρκοῦν
οἱ ἀντικειμενικές προϋποθέσεις της (τό ἔργο
τοῦ Χριστοῦ), ἀλλά
ἀπαιτοῦνται καί ὑποκειμενικές
προϋποθέσεις. Ἡ οἰκειοποίηση τοῦ ἔργου
τοῦ Χριστοῦ γίνεται διά τῶν
ἱερῶν Μυστηρίων (Βαπτίσματος καί Θείας Εὐχαριστίας),
ὡστόσο πρέπει νά ἀρθοῦν
καί κάποια ἄλλα ἐμπόδια τῆς σωτηρίας, πού εἶναι
τά πάθη καί ἡ ἁμαρτία. Οἱ πιστοί μέ τό Βάπτισμα
εἰσέρχονται σέ ἕνα στάδιο ἀγῶνος
ἐναντίον τῶν παθῶν,
τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ διαβόλου. Ἡ
διαδικασία τῆς σωτηρίας διέρχεται τρία στάδια (τά στάδια «τῶν
σωζομένων», κατά τόν ἅγ. Μάξιμο), τά ὁποῖα
εἶναι: α) ἡ Κάθαρσις, β) ὁ
Φωτισμός καί γ) ἡ Θέωσις. Στό πρῶτο στάδιο ὁ
πιστός ἀποβάλλει προοδευτικά τά ἀρρωστήματα τῆς
ἀνθρώπινης προσωπικότητας (πάθη), ἐφαρμόζοντας
τή θεραπευτική μέθοδο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ θεραπευτική μέθοδος τῆς
Ἐκκλησίας, ὡς «τέχνη τεχνῶν
καί ἐπιστήμη ἐπιστημῶν»,
καί οἱ ἐντολές τοῦ Χριστοῦ,
ὡς φάρμακα θεραπείας. Στό δεύτερο στάδιο ὁ
πιστός καθίσταται αἰσθητά «ναός τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος», τό Ὁποῖο προσεύχεται ἐντός του ἀδιαλείπτως.
Στό τρίτο στάδιο ὁ πιστός ἔχει κατά διαστήματα
θεοπτικές ἐμπειρίες, δηλ. μετέχει στό γεγονός τῆς
Πεντηκοστῆς, βλέπει τόν «Κύριο τῆς Δόξης» καί δοξάζεται
ἐν Αὐτῷ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου