γαπητοί φίλοι,

Σς καλωσορίζω στό προσωπικό μου ἱστολόγιο καί σς εχομαι καλή περιήγηση. Σ’ ατό θά βρετε κείμενα θεολογικο καί πνευματικο περιεχομένου, πως κείμενα ναφερόμενα στήν πίστη καί Παράδοση τς κκλησίας, ντιαιρετικά κείμενα, κείμενα πνευματικς οκοδομς, κείμενα ναφερόμενα σέ προβληματισμούς καί ναζητήσεις τς ποχς μας καί, γενικά, διάφορα στοιχεα πό τήν πίστη καί ζωή τς ρθόδοξης κκλησίας.

Εχομαι τά κείμενα ατά καί κάθε νάρτηση σ’ ατό τό ἱστολόγιο νά φανον χρήσιμα σέ σους νδιαφέρονται, νά προβληματίσουν θετικά, νά φυπνίσουν καί νά οκοδομήσουν πνευματικά.

ελογία καί Χάρις το Κυρίου νά εναι πάντοτε μαζί σας.

Μετά τιμς καί γάπης.

π. Σωτήριος θανασούλιας

φημέριος Μητροπολιτικο ερο Ναο γίου Βασιλείου Τριπόλεως.

Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2018

Κείμενον περί Ουνίας Ζ΄ Μικτής Επιτροπής Διαλόγου (Balamand 1993)


Η Ζ΄ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
ΤΗΣ ΜΙΚΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ
ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΙ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗΣ

«Η ΟΥΝΙΑ ΩΣ ΜΕΘΟΔΟΣ ΕΝΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ
ΚΑΙ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΣ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΥΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ»

BALAMAND, ΛΙΒΑΝΟΣ 17-24 ΙΟΥΝΙΟΥ 1993.

Εἰσαγωγὴ

1. Κατόπιν ἀξιώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὀμα­λὴ πρόοδος τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μὲ τὴν Ῥωμαιοκαθολι­κὴ Ἐκκλησία διεκόπη διὰ νὰ καταστῇ δυνατὸν νὰ ἐξετασθῇ κατὰ προτεραιότητα τὸ καλούμενο πρόβλημα τῆς Οὐνίας.
2. Ἀναφορικῶς πρὸς τὴν μέθοδο ποὺ ἀπεκλήθη «Οὐνία» εἶχε δηλωθῇ στὸ Freising (Ἰούνιος 1990) ὅτι: «τὴν ἀποκλείομε ὡς μέθοδο ἀναζητήσεως τῆς Ἑνότητος, διότι δὲν εἶναι σύμ­φωνη πρὸς τὴν κοινὴ παράδοση τῶν Ἐκκλησιῶν μας».
3. Ὅσον ἀφορᾶ στὶς Καθολικὲς Ἐκκλησίες Ἀνατολικοῦ ῥυθμοῦ, εἶναι προφανὲς ὅτι, ὡς μέλη τῆς Ῥωμαιοκαθολικῆς (ἐκ­κλησιαστικῆς) Κοινωνίας, ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ ὑπάρχουν καὶ νὰ δροῦν μὲ στόχο τὴν ἱκανοποίηση τῶν πνευματικῶν ἀναγκῶν τῶν πιστῶν των.
4. Τὸ κείμενο ποὺ συνετάχθη στὴν Ariccia ὑπὸ τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς (Ἰούνιος 1991) καὶ ὠλοκληρώθη στὸ Balamand (Ἰού­νιος 1993) διαγράφει τὴν μέθοδο ποὺ υἱοθετοῦμε στὰ πλαίσια τῆς σημερινῆς ἀναζητήσεως τῆς πλήρους κοινωνίας, δίδοντας ἔτσι τοὺς λόγους ποὺ ἐπιβάλλουν τὸν ἀποκλεισμὸ τῆς «Οὐνίας» ὡς μεθόδου.
5. Τὸ παρὸν κείμενο περιλαμβάνει δύο μέρη:
α. Ἐκκλησιολογικὲς Ἀρχὲς
β. Πρακτικοὶ Κανόνες


Ἐκκλησιολογικὲς Ἀρχὲς

6. Ὁ χωρισμὸς τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως ὄχι μόνο οὐδέποτε κατέπνιξε τὴν ἐπιθυμία γιὰ Ἑνότητα ποὺ θέλησε ὁ Χριστός, ἀλλά, ἀντιθέτως, συχνὰ ἡ καταστάση αὐτή, ἡ τόσο ἀντιθέτη ἀπὸ τὴ φύση τῆς Ἐκκλησίας, κατέστη γιὰ πολλοὺς ἡ εὐκαιρία νὰ λάβουν ζωηρότερη συνείδηση τῆς ἀνάγκης νὰ πραγματοποιήσουν αὐτὴ τὴν Ἑνότητα γιὰ νὰ εἶναι πιστοὶ στὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου.
7. Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν αἰώνων κατεβλήθησαν πολλὲς προσπάθειες γιὰ τὴν ἀποκαταστάση τῆς Ἑνότητος. Οἱ προσπά­θειες αὐτὲς ἐπεδίωξαν νὰ ἐπιτύχουν τὸν σκοπὸ αὐτὸ διὰ ποι­κίλων μεθόδων, κάποτε συνοδικῶν, ἀναλόγως πρὸς τὴν πολι­τική, ἱστορική, θεολογικὴ καὶ πνευματικὴ καταστάση ἑκάστης ἐποχῆς. Δυστυχῶς, καμμία ἀπὸ τὶς προσπάθειες αὐτὲς δὲν ἐπέτυχε νὰ ἀποκαταστήσει τὴν πλήρη κοινωνία μεταξὺ τῶν Ἐκκλη­σιῶν τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως, ἀντιθέτως μάλιστα κά­ποτε ὡδήγησαν σὲ σκλήρυνση τῶν ἀντιθέσεων.
8. Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν τεσσάρων πρώτων αἰώνων, σὲ διάφορες περιοχὲς τῆς Ἀνατολῆς, ἀνελήφθησαν πρωτοβου­λίες, προερχόμενες ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸ ὡρισμένων Ἐκκλησιῶν καὶ ὑπὸ τὴν ὠθήση ἐξωτερικῶν παραγόντων, γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως. Οἱ πρωτοβουλίες αὐτὲς ὡδήγησαν στὴν ἕνωση ὡρισμένων κοινοτήτων μὲ τὴν Ἕδρα τῆς Ῥώμης καὶ εἶχαν ὡς συνέπεια τὴ διακοπὴ τῆς κοινωνίας μὲ τὶς Ἐκκλησίες - μητέρες των τῆς Ἀνατολῆς. Ἔτσι ἐγεννήθησαν οἱ Ἀνατολικὲς Καθολικὲς Ἐκκλησίες καὶ ἐδημιουργήθη μία καταστάση ποὺ κατέστη πηγὴ συγκρούσεως καὶ θλίψεων πρῶτον γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς Καθολικούς.
9. Ὅποια καὶ ἂν ἦταν ἡ πρόθεση καὶ ἡ γνησιότητα τῆς θελήσεως ποὺ ἐξέφραζαν οἱ μερικὲς αὐτὲς ἑνώσεις μὲ τὴν Ἕδρα τῆς Ῥώμης νὰ εἶναι πιστὲς στὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν», ὀφείλομε νὰ διαπιστώσωμε ὅτι ἡ ἀποκαταστάση τῆς Ἑνότητος μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως δὲν ἐπετεύχθη καὶ ὅτι ὁ χωρισμός των ἐξακολουθεῖ, δηλητηριαζόμενος περαιτέρω ἀπὸ τὶς ἀπόπειρες αὐτές.
10. Ἡ καταστάση ποὺ ἐδημιουργήθη κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐγέννησε, πράγματι, ἐντάσεις καὶ ἀντιθέσεις. Προοδευτικά, κατὰ τὶς δεκαετίες ποὺ ἀκολούθησαν αὐτὲς τὶς ἑνώσεις, ἡ ἱε­ραποστολικὴ δραστηριότητα εἶχε τὴν τάση νὰ ἐγγράψῃ μετα­ξὺ τῶν προτεραιοτήτων της τὴν προσπάθεια νὰ προσηλυτίσει τοὺς ἄλλους Χριστιανούς, ἀτομικὰ ἢ καθ’ ὁμάδες, γιὰ νὰ τοὺς κάμῃ νὰ ἐπιστρέψουν στὴ δική της Ἐκκλησία. Γιὰ νὰ νομιμοποιήσῃ τὴν τάση αὐτή, πηγὴ τοῦ προσηλυτισμοῦ, ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία ἀνέπτυξε μία θεολογικὴ θεωρήση, σύμφωνα πρὸς τὴν ὁποία παρουσιαζόταν ἡ ἴδια ὡς ἡ μοναδικὴ διαχειρίστρια τῆς παρακαταθήκης τῆς σωτηρίας. Ἀπὸ ἀντίδραση, ἡ Ὀρθό­δοξος Ἐκκλησία κατέληξε μὲ τὴ σειρά της στὴν υἱοθέτηση τῆς ἰδίας θεωρήσεως τῶν πραγμάτων, σύμφωνα πρὸς τὴν ὁποία ἡ σωτηρία εὑρίσκετο ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στοὺς κόλπους της. Γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν, μάλιστα, τὴν σωτηρία τῶν «χωρισμένων ἀδελφῶν» ἔφθασαν μέχρι τοῦ σημείου νὰ ἀναβαπτίζουν τοὺς Χριστιανοὺς καὶ νὰ λησμονοῦν τὸ δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας καὶ τὴν προσωπικὴ θρησκευτικὴ ἀπόφαση τῶν ἀνθρώπων· μία προοπτικὴ στὴν ὁποία ἡ ἐποχὴ ἦταν πολὺ λί­γο εὐαίσθητη.
11. Ἀφ’ ἑτέρου, ὡρισμένες πολιτικὲς ἀρχὲς ἔκαμαν ἀπόπειρες γιὰ τὴν ἐπαναφορὰ τῶν ἀνατολικῶν Καθολικῶν στὴν Ἐκκλησία τῶν πατέρων των. Πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτὸ δὲν ἐδίσταζαν, ὅταν παρουσιάζετο ἡ εὐκαιρία, νὰ χρησιμοποιοῦν ἀπαράδεκτα μέσα.
12. Ἐξ αἰτίας τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο οἱ Καθολικοὶ ἢ οἱ Ὀρθόδοξοι θεωροῦν καὶ πάλι ὁ ἕνας τὸν ἄλλο στὰ πλαίσια τῆς σχέσεών των πρὸς τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀνακαλύπτουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο ὡς ἀνήκοντες σὲ «ἀδελφὲς Ἐκκλησίες», ἡ μορφὴ αὐτὴ «ἱεραποστολῆς» ποὺ περιγράψαμε ἀνωτέρω καὶ ποὺ ὠνομάσθη «Οὐνία» δὲν δύναται πλέον νὰ γίνῃ ἀποδεκτὴ οὔτε ὡς ἀκολουθητέα μέθοδος οὔτε ὡς ὑπόδειγμα τῆς Ἑνότητος ποὺ ἀναζητοῦν οἱ Ἐκκλησίες μας.
13. Πράγματι κυρίως ἀπὸ τῆς ἐνάρξεως τῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων καὶ τῆς Β΄ Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ, ἡ ἐκ νέου ἀνακάλυψη καὶ ἀξιοποιήση τόσο ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς Καθολικούς, τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινωνίας, ἄλλαξαν ριζικῶς οἱ προυποθέσεις καί, ἄρα, καὶ οἱ θεμελιώδεις στάσεις. Καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς ἀναγνωρίζεται ὅτι αὐτὸ ποὺ ὁ Χριστὸς ἐνεπιστεύθη στὴν Ἐκκλησία Του - ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, συμμετοχὴ στὰ ἴδια μυστήρια, πρὸ πάντων στὴ μοναδικὴ Ἱερωσύνη ποὺ τελεῖ τὴ μοναδικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολικὴ διαδοχὴ τῶν ἐπισκόπων - δὲν δύναται νὰ θεωρῆται ὡς ἡ ἰδιοκτησία τῆς μίας μόνον ἀπὸ τὶς Ἐκκλησίες μας. Στὰ πλαίσια αὐτά, εἶναι προφανὲς ὅτι κάθε εἴδους ἀναβαπτισμὸς ἀποκλείεται.
14. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἡ Ὀρθόδοξος καὶ ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζονται ἀμοιβαίως ὡς «ἀδελφὲς Ἐκκλησίες», ὑπεύθυνες ἀπὸ κοινοῦ γιὰ τὴ διατήρηση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ στὴν πιστότητα πρὸς τὸ Θεῖο Σχέδιο, ὅλως δὲ ἰδιαιτέρως σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴν Ἑνότητα. Σύμφωνα πρὸς τοὺς λόγους τοῦ Πάπα Ἰωάννου - Παύλου τοῦ Β΄, ἡ οἰκουμενικὴ προσπάθεια τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως, θεμελιωμένη στὸ διάλογο καὶ τὴν προσευχή, ἀναζητεῖ μία τέλεια καὶ πλήρη κοινωνία ποὺ νὰ μὴν εἶναι οὔτε ἀπορροφήση, οὔτε συγχώνευση, ἀλλὰ συνάντηση ἐν τῇ ἀληθείᾳ καὶ τῇ ἀγάπῃ (πρβλ. Slavorum Apostoli, ἀρ. 27).
15. Ἐφ’ ὅσον μένομε σταθεροὶ στὴν ἀπαραβίαστη ἐλευθερία τῶν προσώπων καὶ στὴν παγκόσμια ὑποχρέωση νὰ ἀκολουθοῦμε τὶς ἐπιταγὲς τῆς συνειδήσεως στὴν προσπάθεια ἀποκαταστάσεως τῆς Ἑνότητος, κατανοοῦμε ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀναζητοῦμε τὸν προσηλυτισμὸ τῶν προσώπων ἀπὸ τὴ μία Ἐκκλησία στὴν ἄλλη γιὰ νὰ ἐξασφαλίσωμε τὴ σωτηρία των. Τὸ πρόβλημα ποὺ τίθεται εἶναι πῶς θὰ πραγματοποιήσωμε ἀπὸ κοινοῦ αὐτὸ ποὺ θέλει ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς δικούς Του καὶ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν Ἐκκλησία Του - καὶ τοῦτο διὰ μιᾶς κοινῆς ἀναζητήσεως τῶν Ἐκκλησιῶν μεταξύ των καὶ σὲ πλήρη συμφωνία γιὰ τὸ περιεχόμενο τῆς πίστεως καὶ τῶν συνεπειῶν της. Ἡ προσπάθεια αὐτὴ συνεχίζεται στὰ πλαίσια τοῦ διεξαγομένου σήμερα διαλόγου. Τὸ πάρον κείμενο ἀποτέλει ἀναγκαία βαθμίδα τοῦ διαλόγου αὐτοῦ.
16. Οἱ Ἀνατολικὲς Καθολικὲς Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες θέλησαν νὰ ἀποκαταστήσουν τὴν πλήρη κοινωνία μὲ τὴν Ἕδρα τῆς Ρώμης καὶ νὰ μείνουν πιστὲς στὴν Ἐκκλησία αὐτή, ἔχουν τὰ δικαιώματα καὶ τὶς ὑποχρεώσεις νὰ συνδέονται μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ αὐτὴ Κοινωνία τῆς ὁποίας εἶναι μέλη. Ἔχουν ὡς ἀρχὲς ποὺ διέπουν τὴ στάση τους ἔναντι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τὶς ἀρχὲς ποὺ διετυπώθησαν ἀπὸ τὴ Β΄ Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ καὶ ἐφηρμόσθησαν ἀπὸ τοὺς Πάπες, ποὺ διεσάφησαν τὶς πρακτικὲς συνέπειες αὐτῶν σὲ διάφορα ἔκτοτε δημοσιευμένα κείμενα. Θὰ πρέπει ἑπομένως οἱ Ἐκκλησίες αὐτὲς νὰ ἐνσωματωθοῦν, τόσο στὸ τοπικὸ ὅσο καὶ στὸ παγκόσμιο ἐπίπεδο, στὸ διάλογο τῆς ἀγάπης μέσα στὰ πλαίσια τοῦ ἀμοιβαίου σεβασμοῦ καὶ τῆς ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης ποὺ ξαναβρέθηκε, καὶ νὰ λάβουν μέρος στὸ Θεολογικὸ Διάλογο μὲ ὅλες τὶς πρακτικές του συνέπειες.
17. Μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα αὐτὴ οἱ σκέψεις ποὺ προηγήθησαν καὶ οἱ πρακτικοὶ κανόνες ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν εἶναι τέτοιας φύσεως - κατὰ τὸ μέτρο ποὺ θὰ τύχουν τῆς πρακτικῆς ἀποδοχῆς μας καὶ θὰ τηρηθοῦν πιστά -, ὥστε νὰ ὁδηγήσουν σὲ μία δίκαιη καὶ ὁριστικὴ λύση τῶν δυσκολιῶν ποὺ οἱ Ἀνατολικὲς αὐτὲς Καθολικὲς Ἐκκλησίες ἔθεσαν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
18. Σχετικῶς, ὁ Πάπας Παῦλος ὁ Στ΄ εἶχε τονίσει στὴν ὁμιλία του στὸ Φανάρι τὸν Ἰούλιο τοῦ ἔτους 1967 ὅτι «ἐπαφίεται στοὺς ἀρχηγοὺς τῶν Ἐκκλησιῶν, - στὴν Ἱεραρχία τους - νὰ ὁδηγήσουν τὶς Ἐκκλησίες στὴν ὁδὸ τῆς πλήρους ἀποκατασταθείσης κοινωνίας. Ὀφείλουν νὰ τὸ πράξουν ἀλληλοαναγνωριζόμενοι καὶ ἀλληλοσεβόμενοι ὡς Ποιμένες τοῦ τμήματος ἐκείνου τοῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ ποὺ Αὐτὸς τοὺς ἐνεπιστεύθη, λαμβάνοντας πρόνοια περὶ τῆς συνοχῆς καὶ τῆς αὐξήσεως τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποφεύγοντας ὁ,τιδήποτε θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ τὸν διασκορπίσῃ ἢ νὰ τοῦ προκαλέσῃ σύγχυση» (Τόμος Ἀγάπης, ἀρ. 172). Ὑπὸ τὸ πνεῦμα αὐτό, ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος ὁ Β΄ καὶ ὁ Πατριάρχης Δημήτριος διευκρίνισαν ἀπὸ κοινοῦ: «Ἀποκρούομε κάθε μορφὴ προσηλυτισμοῦ, κάθε στάση ποὺ θὰ ἦταν ἢ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθῇ ὡς ἔλλειψη σεβασμοῦ τοῦ ἄλλου» (1 Δεκεμβρίου 1987).

Πρακτικοὶ Κανόνες

19. Ὁ ἀμοιβαῖος σεβασμὸς μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν ποὺ εὑρίσκονται σὲ δύσκολες καταστάσεις θὰ αὐξηθῇ αἰσθητὰ στὸ μέτρο ποὺ αὐτὲς θὰ ἀκολουθήσουν τοὺς ἑπομένους πρακτι­κοὺς κανόνες:
20. Οἱ κανόνες αὐτοὶ δὲν θὰ λύσουν τὰ προβλήματα ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦν, ἐφ’ ὅσον δὲν ὑπάρξῃ προηγουμένως ἀπὸ τῆς πλευρᾶς καὶ τῶν δύο μερῶν μία βουλήση γιὰ συγγνώμη, θεμε­λιωμένη ἐπὶ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ - στὰ πλαίσια μιᾶς σταθερῆς προσπάθειας ἀνανεώσεως - ἡ συνεχῶς ἀναζωογονούμενη ἐπιθυμία νὰ βρουν τὴν πλήρη κοινωνία ποὺ εἶχε ὑπάρξει μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν μας κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς καὶ πλέον χιλιε­τίας. Ἐδῶ ἀκριβῶς θὰ πρέπει νὰ μεσολαβήσῃ μὲ συνεχῶς ἀνανεούμενη ἔνταση ὁ διάλογος τῆς ἀγάπης, ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ ὑπερνικήσῃ τὴν ἀμοιβαία ἀκατανοησία ποὺ εἶναι τὸ ἀναγκαῖο γιὰ τὴν ἐμβάθυνση τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου κλίμα καὶ τὴν, μέσῳ αὐτῶν, ἐπιτεύξη τῆς πλήρους κοινωνίας.
 21. Ἡ πρώτη ἐνέργεια ποὺ θὰ πρέπει νὰ γίνῃ εἶναι νὰ θέσωμε τέρμα σὲ ὁ,τιδήποτε δύναται νὰ διατηρήσῃ ζωντανὴ τὴ διχόνοια, τὴν περιφρόνηση καὶ τὸ μῖσος μετ’ Ἐκκλησι­ῶν. Οἱ ὑπεύθυνες ἀρχὲς τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας θὰ βοηθήσουν πρὸς τὸ σκοπὸ αὐτὸ τὶς Ἀνατολικὲς Καθολικὲς Ἐκκλησί­ες καὶ τὶς κοινότητές των, ὥστε νὰ προετοιμάσουν καὶ αὐτὲς τὴν πλήρη κοινωνία μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν Ὀρθοδόξου καὶ Καθολικῆς. Οἱ ὑπεύθυνες ἀρχὲς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας θὰ πρέπει νὰ ἐνεργήσουν μὲ ἀνάλογο τρόπο ἔναντι τῶν πι­στῶν των. Μόνον ἔτσι θὰ καταστῇ δυνατὸν νὰ ἀντιμετωπισθῇ, μὲ ἀγάπη καὶ δικαιοσύνη συγχρόνως, ἡ ἐξαιρετικὰ πο­λύπλοκη καταστάση ποὺ ἔχει δημιουργηθεῖ στὴν Κεντρικὴ καὶ Ἀνατολικὴ Εὐρώπη, τόσο γιὰ τοὺς Καθολικοὺς ὅσο καὶ γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους.
22. Ἡ ποιμαντικὴ δραστηριότητα τῆς Καθολικῆς Ἐκκλη­σίας - τόσο τῆς λατινικῆς ὅσο καὶ τῆς ἀνατολικῆς - δὲν ἀποσκόπει πιὰ στὸ νὰ κάμῃ νὰ «περάσουν» στὴν μία ’Εκκλησία οἱ πιστοὶ τῆς ἄλλης· δηλαδή, δὲν ἀποβλέπει πιὰ στὸν προσηλυ­τισμό, ἐνεργούμενο στοὺς κόλπους τῶν Ὀρθοδόξων. Ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ ἀπαντήσῃ στὶς πνευματικὲς ἀνάγκες τῶν δικῶν της πιστῶν καὶ δὲν ἔχει καμμία ἐπιθυμία ἐπεκτάσεως εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Μέσα σὲ αὐτὴ τὴν προοπτική, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχῃ πιὰ καμμία θέση γιὰ τὴ δυσπιστία καὶ τὴν ὑποψία, εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπάρχῃ μία ἀμοιβαία πληροφόρηση ἐπὶ τῶν διαφόρων ποιμαντικῶν προγραμμάτων καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ μπορέσῃ νὰ ἀρχίσῃ καὶ νὰ ἀναπτυχθῇ μία συνεργασία μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων καὶ ὅλων τῶν ὑπευθύνων τῆς Ἐκκλησίας μας.
23. Ἡ ἱστορία τῶν σχέσεων μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλη­σίας καὶ τῶν Ἀνατολικῶν Καθολικῶν Ἐκκλησιῶν φέρει τὰ ἴ­χνη διωγμῶν καὶ θλίψεων. Ὅποιες κι ἂν ἦσαν οἱ θλίψεις αὐτὲς καὶ τὰ αἴτιά των, δὲν δικαιολογοῦν κανενὸς εἴδους θριαμβολογί­ες - κανεὶς δὲν δύναται νὰ ἀντλῇ δόξα ἀπὸ αὐτὲς ἢ καὶ ἐπιχειρήματα γιὰ νὰ κατηγορῇ ἢ νὰ κακολογῇ τὴν ἄλλη Ἐκκλησία. Ὁ Θεὸς μόνο γνωρίζει τοὺς αὐθεντικούς Του μάρτυρες. Ὅποιο καὶ ἂν ἦταν τὸ παρελθόν, θὰ πρέπει νὰ ἀφεθῇ στὴν εὐσπλα­χνία τοῦ Θεοῦ. καὶ ὅλες οἱ Ἐκκλησίες θὰ πρέπει νὰ προσπαθή­σουν, ὥστε τὸ πάρον καὶ τὸ μέλλον νὰ εἶναι περισσότερο σύμ­φωνα πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ γιὰ τοὺς ἀνήκοντες σὲ Αὐτόν.
24. Θὰ πρέπει ἐπίσης - τοῦτο δὲ καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές - οἱ ἐπίσκοποι καὶ ὅλοι οἱ ὑπεύθυνοι νὰ σέβωνται μὲ σχολα­στικότητα τὴ θρησκευτικὴ ἐλευθερία τῶν πιστῶν. Οἱ τελευ­ταῖοι αὐτοὶ θὰ πρέπει νὰ μποροῦν νὰ ἐκφράζουν ἐλεύθερα τὴ γνώμη τους ὅταν τοὺς ζητεῖται καὶ νὰ ὀργανώνωνται πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτό. Ἡ θρησκευτικὴ ἐλευθερία, πράγματι, ἀπαιτεῖ ὅπως, ἰδιαίτερα σὲ περιπτώσεις συγκρούσεως, οἱ πιστοὶ νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ διατυπώνουν τὴν ἐπιλογή των καὶ νὰ ἀποφασίζουν χωρὶς ἐξωτερικὲς πιέσεις, ἂν ἐπιθυμοῦν νὰ τελοῦν ἐν κοινωνίᾳ εἴτε μὲ τὴν Ὀρθόδοξο εἴτε μὲ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλη­σία. Ἡ θρησκευτικὴ ἐλευθερία θὰ ἐβιάζετο ἐφ’ ὅσον, ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς οἰκονομικῆς βοηθείας, θὰ ἐπεδιώκετο ἡ προ­σέλκυση τῶν πιστῶν τῆς ἄλλης Ἐκκλησίας, π.χ. μὲ τὴν ὑπόσχεση παροχῆς παιδείας ἢ ὑλικῶν ὠφελημάτων, τῶν ὁποίων στεροῦνται στὰ πλαίσια τῆς δικῆς των Ἐκκλησίας. Σὲ παρό­μοιες περιπτώσεις, θὰ πρέπει ἡ κοινωνικὴ βοήθεια νὰ ὀργα­νώνεται διὰ κοινῆς συμφωνίας, ὅπως καὶ γιὰ κάθε εἴδους φι­λανθρωπικὴ δραστηριότητα οὕτως, ὥστε νὰ ἀποφευχθῇ ἡ γέν­νηση νέων ὑποψιῶν.
25. Ἀφ’ ἑτέρου, ὁ ἀναγκαῖος σεβασμὸς τῆς χριστιανικῆς ἐλευθερίας - μία ἀπὸ τὶς πολυτιμότερες δωρεὲς ποὺ λάβαμε ἀπὸ τὸν Χριστό - δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ γίνῃ ἀφορμή, ὥστε νὰ τεθῇ σὲ ἐφαρμογὴ χωρὶς προηγούμενη συνεννόηση μὲ τοὺς διευθύνοντες τὶς Ἐκκλησίες αὐτές, ἕνα ποιμαντικὸ πρόγραμμα ποὺ νὰ ἀφορᾶ καὶ στοὺς πιστοὺς τῶν Ἐκκλησιῶν αὐτῶν. Ὄχι μόνο κάθε εἴδους πίεση, ὅποια καὶ ἂν εἶναι, θὰ πρέπει νὰ ἀποκλεισθῇ, ἀλλὰ καί, γενικῶς, ὁ σεβασμὸς τῶν συνειδήσεων ποὺ κι­νοῦνται ἀπὸ ἕνα γνήσιο κίνητρο πίστεως, ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς ἀρχὲς ποὺ θὰ πρέπει νὰ κατευθύνῃ τὴν ποιμαντικὴ φρον­τίδα τῶν ὑπευθύνων τῶν δύο Ἐκκλησιῶν καὶ νὰ ἀποτελεῖ ἀντι­κείμενο τῆς συνεννοήσεώς των (πρβλ. Γαλ. 5, 13).
26. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο, θὰ πρέπει νὰ ἀναζητήσωμε καὶ νὰ ἀρχίσωμε ἕνα διάλογο ἀνοικτό, ἐν πρώτοις μεταξὺ ὅλων ἐκείνων πού, στὴν «γραμμὴ τοῦ πυρός», ἔχουν τὴν εὐθύνη τῶν Ἐκ­κλησιῶν. Οἱ διευθύνοντες, ἐπίσης, τῶν ἀμέσως ἐνδιαφερομέ­νων κοινοτήτων θὰ πρέπει νὰ ἱδρύουν τοπικὲς ἰσομερεῖς ἐπιτροπὲς ἢ νὰ καθιστοῦν ἀποτελεσματικὲς τὶς ἤδη ὑφιστάμενες, πρὸς τὸν σκοπὸ τῆς ἐξευρέσεως λύσεως τῶν συγκεκριμένων προβλημάτων, καθὼς καὶ νὰ ἐφαρμόσουν τὶς λύσεις αὐτὲς ἐν ἀληθείᾳ καὶ ἀγάπῃ, ἐν δικαιοσύνῃ καὶ εἰρήνῃ. Σὲ περίπτωση ποὺ δὲν καταστεῖ δυνατὸν νὰ ἐπιτευχθῇ συμφωνία ἐπὶ τοπι­κοῦ ἐπιπέδου, θὰ πρέπει τὸ γεννηθὲν ζήτημα νὰ ὑποβληθῇ στὶς ἀνώτερες ἀρχές, συγκροτημένες ὑπὸ μορφὴ μικτῶν ἐπιτροπῶν.
27. Ἡ καχυποψία θὰ ἐξηφανίζετο εὐκολώτερα, ἂν τὰ δύο μέρη κατεδίκαζαν τὴ βία ἐκεῖ, ὅπου οἱ κοινότητες τὴν ἀσκοῦν ἐναντίον τῶν κοινοτήτων μιᾶς ἀδελφῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως τὸ ζητεῖ ἡ Α. Ἁγιότης, ὁ Πάπας Ἰωάννης - Παῦλος ὁ Β΄ στὴν ἐπι­στολή του τῆς 31ης Μαίου 1991, θὰ πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ ἀποφεύγεται κάθε εἴδους βία καὶ πίεση οὕτως, ὥστε νὰ καθίστα­ται σεβαστὴ ἡ ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως. Ἀνήκει στοὺς διευθύνοντες τῶν κοινοτήτων νὰ βοηθοῦν τοὺς πιστούς των νὰ ἐμβαθύνουν τὴν πιστότητά των ἔναντι τῶν Ἐκκλησιῶν των καὶ ἔναν­τι τῆς παραδόσεώς τους καὶ νὰ τοὺς διδάσκουν νὰ ἀποφεύγουν ὄχι μόνο τὴ βία - φυσικὴ ἢ ἠθική -, ἀλλὰ καὶ ὁ,τιδήποτε θὰ μποροῦσε νὰ ὁδηγήσῃ στὴν περιφρόνηση τῶν ἄλλων Χριστιανῶν καὶ σὲ μία ἀρνητικὴ μαρτυρία ποὺ νὰ χλευάζῃ τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας, δηλαδὴ τῆς καταλλαγῆς ἐν Χριστῷ.
28. Ἡ πίστη στὴ μυστηριακὴ πραγματικότητα συνεπάγε­ται ὅτι σέβεται κανεὶς ὅλες τις λειτουργικὲς τελετὲς τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν. Ἡ χρήση τῆς βίας γιὰ τὴν κατάληψη ἑνὸς τόπου λατρείας ἀντιβαίνει σὲ αὐτὴ τὴν πεποίθηση. Ἡ τελευταία αὐτή, ἀντιθέτως, ἀπαιτεῖ ὅπως, σὲ ὡρισμένες περιστάσεις, διευκο­λύνεται ἡ λατρεία τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν, βάσει μιᾶς συμφω­νίας ποὺ νὰ ἐπιτρέπῃ τὴν ἐναλλὰξ τελέση λειτουργίας σὲ διαφορετικοὺς χρόνους μέσα στὸ ἴδιο κτίριο. Καὶ πέραν τούτου: ἡ εὐαγγελικὴ ἠθικὴ ἀπαιτεῖ νὰ ἀποφεύγῃ κανεὶς δηλώσεις ἢ ἐκδηλώσεις δυνάμενες νὰ διαιωνίζουν μία καταστάση συγκρούσεως ἢ νὰ βλάπτουν τὸν διάλογο. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δὲν μᾶς προτρέπει νὰ εἴμεθα φιλόξενοι οἱ μὲν πρὸς τοὺς δέ, ὅπως ὁ Χριστὸς ἦταν πρὸς ἐμᾶς πρὸς δόξαν Θεοῦ; (πρβλ. Ρωμ. 15, 7).
29. Οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ ἱερεῖς ἔχουν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τὸ καθῆκον νὰ σέβωνται τὴν ἐξουσία ποὺ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔδω­σε στοὺς ἐπισκόπους καὶ τοὺς ἱερεῖς τῆς ἄλλης Ἐκκλησίας καὶ πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτὸ νὰ ἀποφεύγουν νὰ ἀναμιγνύωνται στὴν πνευματικὴ ζωὴ τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς. Ὅταν μία συνεργασία καθίσταται ἀναγκαία γιὰ τὸ καλό τους, ἀπαιτεῖται ὅπως οἱ ὑπεύθυνοι συντονίζωνται, θέτοντας γιὰ τὴν ἀμοιβαία αὐτὴ βοήθεια ἀναμφισβήτητα θεμέλια, γνωστὰ σὲ ὅλους, καὶ ὅπως ἐνεργοῦν ἐν συνεχείᾳ μὲ εἰλικρίνεια καὶ δια­φάνεια, σεβόμενοι τὴ μυστηριακὴ τάξη τῆς ἑτέρας Ἐκκλησίας.
Στὸ ἴδιο αὐτὸ πλαίσιο γιὰ νὰ ἀποφευχθῇ κάθε παρεξή­γηση καὶ γιὰ νὰ ἀναπτυχθῇ ἡ ἐμπιστοσύνη μεταξὺ τῶν Ἐκκλη­σιῶν, εἶναι ἀναγκαῖο ὅπως οἱ Καθολικοὶ καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι τῆς αὐτῆς περιοχῆς συνεννοοῦνται πρὸ τῆς ἐφαρμογῆς καθολικῶν ποιμαντικῶν προγραμμάτων, συνεπαγομέ­νων τὴ δημιουργία νέων δομῶν σὲ περιοχὲς ποὺ ἀνήκουν ἐκ παραδόσεως στὴν δικαιοδοσία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καὶ τοῦτο πρὸς τὸν σκοπὸ ἀποφυγῆς παραλλήλων ποιμαντικῶν δραστηριοτήτων ποὺ θὰ κινδύνευαν νὰ γίνουν ταχύτατα ἀντα­γωνιστικὲς ἢ καὶ ἐχθρικές.
30. Γιὰ νὰ προετοιμασθῇ τὸ μέλλον τῶν σχέσεων μεταξὺ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν καὶ νὰ ξεπερασθῇ πιὰ ἡ πεπαλαιωμένη ἐκκλησιολογία τῆς ἐπιστροφῆς στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία ποὺ συνεδέθη μὲ τὸ πρόβλημα, τὸ ἀντιμετωπιζόμενο στὸ παρὸν κει­μενο, θὰ πρέπει νὰ δοθῇ εἰδικὴ προσοχὴ στὴν προετοιμασία τῶν ἱερέων τῆς αὔριον καὶ ὅλων ἐκείνων ποὺ καθ’ οἱονδήποτε τρόπο λαμβάνουν μέρος σὲ μία ἀποστολικὴ δραστηριότητα, ἀσκούμενη ἐκεῖ ὅπου ἡ ἄλλη ’Εκκλησία ἔχει ἐκ παραδόσεως τῆς ῥίζες της. Ἡ ἐκπαίδευσή των θὰ πρέπει νὰ εἶναι ἀντικει­μενικὰ θετικὴ ἔναντι τῆς ἄλλης Ἐκκλησίας. Ὅλοι ὀφείλουν πρῶτον νὰ εἶναι πληροφορημένοι περὶ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς τῆς ἄλλης Ἐκκλησίας καὶ περὶ τῆς αὐθεντικότητος τῆς μυστηριακῆς της ζωῆς. Ὁμοίως θὰ πρέπει νὰ προσφέρεται σὲ ὅλους μία τίμια καὶ σφαιρικὴ παρουσίαση τῆς ἱστορίας, τείνουσα πρὸς μία ἱστοριογραφία συγκλίνουσα ἢ καὶ κοινὴ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Ἔτσι θὰ βοηθεῖται ἡ διαλύση τῶν προκατα­λήψεων καὶ θὰ ἀποφεύγεται τὸ γεγονός, νὰ χρησιμοποιεῖται ἡ ἱστορία κατὰ πολεμικὸ τρόπο. Ἡ παρουσίαση αὐτὴ θὰ συντελέσῃ στὴ λήψη συνειδήσεως ὅτι οἱ εὐθύνες γιὰ τὸν χωρισμὸ εἶναι μοιρασμένες καὶ ὅτι ἄφησαν ἑκατέρωθεν βαθειὲς πλη­γές.
31. Θὰ πρέπει νὰ θυμηθοῦμε τὴν προτροπὴ τοῦ Ἀποστό­λου Παύλου πρὸς τοὺς Κορινθίους (Α΄ Κορ. 6, 1-7), ἡ ὁποία συνιστᾶ σὲ αὐτοὺς νὰ λύσουν μεταξύ των τὶς διαφορές των διὰ μέσου ἑνὸς ἀδελφικοῦ διαλόγου, ἀποφεύγοντας ἔτσι νὰ ἐμπιστευθοῦν στὴν παρέμβαση τῶν πολιτικῶν ἀρχῶν τὴν πρακτι­κὴ λύση τῶν προβλημάτων ποὺ ἀνακύπτουν μεταξὺ Ἐκκλη­σιῶν ἢ τοπικῶν Κοινοτήτων. Τοῦτο ἰσχύει ἰδιαιτέρως γιὰ τὴν κατοχὴ ἢ ἐπιστροφὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας. Τόσο ἡ μία ὅσο καὶ ἡ ἄλλη, δὲν θὰ πρέπει νὰ θεμελιώνωνται μόνο σὲ περασμένες καταστάσεις ἢ νὰ στηρίζωνται ἀποκλειστικὰ σὲ γενικὲς νομικὲς ἀρχές, ἀλλὰ ὀφείλουν νὰ λαμβάνουν ὑπ’ ὄψιν ἐπίσης, καὶ τὸ πολύπλοκο τῶν ποιμαντικῶν πραγματικοτήτων τοῦ παρόντος ὡς καὶ τὶς τοπικὲς συνθῆκες.
32. Μόνο μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα θὰ καταστῇ δυνατὸν νὰ ἀντιμετωπισθῇ ἀπὸ κοινοῦ ὁ ἐπανευαγγελισμὸς τοῦ ἐκκοσμικευμένου κόσμου μας. Θὰ πρέπει νὰ προσπαθήσωμε νὰ δώσωμε στὰ μέσα μαζικῆς ἐνημερώσεως νέους στόχους, ἰδιαίτερα δὲ στὸν θρησκευτικὸ τύπο οὕτως, ὥστε νὰ ἀποφεύγωνται ἀνακριβεῖς ἢ προκατειλημμένες πληροφορίες.
33. Εἶναι ἀναγκαῖο ὅπως οἱ Ἐκκλησίες ἑνώνωνται γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὴν ἀναγνωρίση καὶ τὸν σεβασμὸ πρὸς ὅλους ἐκεί­νους - γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους, ἐπισκόπους, ἱερεῖς ἢ πιστούς, Ὀρθοδόξους, Ἀνατολικοὺς Καθολικοὺς ἢ Λατίνους -, οἱ ὁποῖοι ὑπέφεραν, ὁμολόγησαν τὴν πίστη των, ἀπέδειξαν τὴν ἀφοσίωσή των στὴν Ἐκκλησία ἢ, γενικῶς, σὲ ὅλους τοὺς Χριστια­νοὺς χωρὶς διάκριση, ποὺ ὑπέστησαν διώξεις. Τὰ ὅσα ὑπέφε­ραν μᾶς καλοῦν νὰ ἑνωθοῦμε καὶ νὰ δώσωμε, μὲ τὴ σειρά μας, μία κοινὴ μαρτυρία γιὰ νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴν προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν» (Ἰωαν. 17, 21).
34. Ἡ Μικτὴ Διεθνὴς Ἐπιτροπὴ γιὰ τὸ Θεολογικὸ Διά­λογο μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν Καθολικῆς καὶ Ὀρθοδόξου, συνελθοῦσα ἐν Ὁλομελείᾳ στὸ Balamand συνιστᾶ μὲ ἔμφαση ὅπως οἱ πρακτικοὶ κανόνες ἐφαρμοσθοῦν ἀπὸ τὶς Ἐκκλησίες μας, συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν Ἀνατολικῶν Καθολικῶν Ἐκκλη­σιῶν, καλουμένων νὰ λάβουν μέρος στὸ διάλογο αὐτὸ ποὺ θὰ πρέπει νὰ συνεχισθῇ ἐντὸς τῆς νηφαλίας ἐκείνης ἀτμόσφαι­ρας ποὺ εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὴν πρόοδό του, καθ’ ὁδὸν πρὸς τὴν ἀποκαταστάση τῆς πλήρους κοινωνίας.
Ἀποκλείοντας στὸ μέλλον κάθε προσηλυτισμὸ ἢ κάθε εἴ­δους θελήση γιὰ ἐπέκταση τῶν Καθολικῶν εἰς βάρος τῆς Ὀρθο­δόξου Ἐκκλησίας, ἡ Ἐπιτροπὴ ἐλπίζει ὅτι κατήργησε τὸ ἐμπό­διο ποὺ ὤθησε ὡρισμένες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες νὰ ἀναστείλουν τὴ συμμετοχή των στὸν θεολογικὸ Διάλογο καὶ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θὰ μπορέσει νὰ εὕρῃ ἐκ νέου τὴν πλή­ρη σύνθεσή της, ὥστε νὰ συνέχισῃ τὴ θεολογικὴ ἐργασία ποὺ ἔχει ἀρχίσει ὑπὸ τόσους αἰσίους οἰωνούς.

Balamand (Λίβανος), 23 Ἰουνίου 1993.

ΠΗΓΗ:
Ἐπίσκεψις (496/30-9-1993) καὶ Πρωτ. Θεοδ. Ζήση, Οὐνία. Ἡ καταδίκη καὶ ἡ ἀθώωση, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 173-186.

ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ:
Στή θέση αὐτήΟἰκουμενική Κίνησις») ἀναρτῶνται πρός ἐνημέρωσιν τῶν ἐνδιαφερομένων ἐπίσημα κείμενα, ἀναφερόμενα στόν Διάλογο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ διάφορες Χριστιανικές Ὁμολογίες, ἀκόμη καί ἄν δέν ἐκφράζουν ἀκριβῶς ὀρθῶς τό φρόνημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου