Θέματος ΙΔ' τοῦ Θεολογικοῦ Προγράμματος «Ὀρθοδοξία καί Ζωή»
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου Ζ΄, ἔτους
2012-2013.
Τό πάθος τῆς
Φιλαργυρίας: Ἡ Φιλαργυρία ἀνήκει στά τρία μεγάλα
πάθη πού προέρχονται ἀπό τή Φιλαυτία (Φιληδονία, Φιλαργυρία, Φιλοδοξία). Φιλαργυρία
εἶναι ἡ ὑπερβολική ἀγάπη καί προσκόλληση
στό χρῆμα καί, γενικά, στά ὑλικά ἀγαθά.
Φιλαργυρία εἶναι ἡ ἡδονή ἀπό τήν κατοχή τῶν
ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ἡ Φιλαργυρία συνυπάρχει συνήθως μέ τήν πλεονεξία, δηλ. μέ
τή βούληση νά ἀποκτήσουμε νέα ἀγαθά, νά κατέχουμε
περισσότερα. Βέβαια, οὔτε τό χρῆμα εἶναι
ἀπό τή φύση του κακό, οὔτε τά ὑλικά
πράγματα, ἀλλά ἡ χρήση τοῦ χρήματος καί τῶν
ὑλικῶν πραγμάτων εἶναι καλή ἤ
κακή. Φιλαργυρία εἶναι ἡ «παράχρησις» αὐτῶν
τῶν πραγμάτων. Ἡ «παράχρησις» αὐτή
ὀφείλεται στή διαστροφή τῆς ἐπιθυμητικῆς
δύναμης τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία
στή φυσική της λειτουργία ἦταν στραμμένη στόν
Θεό. Στήν «παρά φύσιν» λειτουργία τῆς ἐπιθυμητικῆς
δύναμης τή θέση τοῦ Θεοῦ καταλαμβάνει τό χρῆμα καί τά ὑλικά
ἀγαθά, γι’ αὐτό ἡ
«πλεονεξία ἐστίν εἰδωλολατρία» (Κολ.
3,5). Ὁ Κύριος εἶπε, «οὐ
δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί μαμωνᾶ» (Λουκ. 16,13) καί ὁ
ἅγ. Χρυσόστομος τονίζει: «πάντα ἔρωτα
οὗτος νικήσας ὁ ἔρως
(τῆς Φιλαργυρίας) καί παρωσάμενος ἐξέβαλε
τῆς ψυχῆς». Ὅπως
κάθε πάθος, ἡ Φιλαργυρία διαταράσσει κάθε σχέση τοῦ
ἀνθρώπου: α) μέ τόν Θεό (εἰδωλολατρία), β) μέ τόν
ἑαυτό του (ὁ φιλάργυρος μισεῖ
τήν ψυχή του, γιατί δέν θησαυρίζει ἀληθινούς καί ἄφθαρτους
θησαυρούς) καί γ) μέ τούς συνανθρώπους (ὁ φιλάργυρος δέν ἀγαπᾶ
τούς ἄλλους, τούς βλέπει σάν χρῆμα καί σάν ἀντικείμενο
ἐκμετάλλευσης, οἱ δέ σχέσεις μ’ αὐτούς
εἶναι σχέσεις συμφέροντος). Ἐπιπλέον, ὁ
ἄλλος θεωρεῖται ἐμπόδιο
στήν ἱκανοποίηση τοῦ πάθους καί μισεῖται.
Γι’ αὐτό ὁ Κύριος σέ πολλές περιπτώσεις εἶχε
τονίσει ὅτι πολύ δύσκολα σώζεται ὁ πλούσιος.
Ἡ
θεραπεία τῆς Φιλαργυρίας: Κατ’ ἐξοχήν χαρακτηριστικό τῆς
Φιλαργυρίας εἶναι τό ἀκόρεστο: ὅσο
ἱκανοποιεῖται, τόσο τρέφεται καί
ἀναπτύσσεται. Γι’ αὐτό, τό πάθος αὐτό
πρέπει νά θεραπεύεται στήν ἀρχή του. Κατ’ ἐξοχήν
θεραπευτικά φάρμακα εἶναι οἱ ἀρετές
τῆς ἀκτημοσύνης καί τῆς ἐλεημοσύνης,
κατάλληλες ἡ μέν γιά τούς μοναχούς ἡ δέ γιά τούς κοσμικούς.
Ἐπίσης, θεραπευτικά φάρμακα τῆς φιλαργυρίας εἶναι:
α) ἡ ἐπίγνωση τῶν ὀλέθριων
συνεπειῶν τοῦ πάθους, β) ἡ συνειδητοποίηση τῆς
ματαιότητας τοῦ πλούτου καί τῶν ὑλικῶν
ἀγαθῶν, γ) ὁ ἐθισμός
στήν ὀλιγάρκεια, δ) ἡ καλλιέργεια τῆς
πίστης (ἐμπιστοσύνης) στόν Θεό, ἀντί στόν ἑαυτό
μας, ε) ἡ ἀμεριμνησία καί στ) ἡ γεύση τῶν
πνευματικῶν ἀγαθῶν καί ἡδονῶν.
Κατά τόν ἅγ. Χρυσόστομο, θεραπεύεσαι ἀπό τή Φιλαργυρία, «ἄν
ἕτερον εἰσαγάγῃς
ἔρωτα, τόν τῶν οὐρανῶν».
Τό πάθος τῆς
Φιλοδοξίας: Φιλοδοξία εἶναι ἡ ἀναζήτηση τῆς δόξας ἤ
μᾶλλον τῆς ἡδονῆς
πού προέρχεται ἀπό τή δόξα. Ὀνομάζεται καί
κενοδοξία ἤ ματαιοδοξία καί ταυτίζεται σχεδόν μέ τήν ὑπερηφανία.
Συνήθως ἐμφανίζεται μέ δύο μορφές: α) αὐτή
πού τροφοδοτεῖται ἀπό ὑλικά ἀγαθά, ὅπως
φυσικά καί σωματικά χαρίσματα, δεξιοτεχνίες, πλοῦτο (φιλαργυρία), ἐξουσία
(φιλαρχία), νοητικές ἱκανότητες, γνώση, μόρφωση κ.λπ. β) αὐτή
πού τροφοδοτεῖται ἀπό πνευματικά καί κρυμμένα ἀγαθά. Στήν πρώτη
περίπτωση Φιλοδοξία καί φιλαργυρία (ἤ Φιλοδοξία καί
φιλαρχία) εἶναι πάθη «ἀλλήλων γεννητικά». Στή
δεύτερη περίπτωση ἡ Φιλοδοξία ἐνεργεῖ
κυρίως μέσω λογισμῶν: τό «πνεῦμα κενοδοξίας χαίρει, ὁρῶν
πληθυνομένην τήν ἀρετήν» (Κλῖμαξ). Ἡ
Φιλοδοξία εἶναι πάθος ἰσχυρό, λεπτό καί
δυσδιάκριτο. Μετασχηματίζεται καί διεισδύει παντοῦ: «νηστεύων κενοδοξῶ
καί καταλύων ... πάλιν κενοδοξῶ· λαλῶν
περιβεβλημένος ἡττῶμαι ταύτῃ καί εὐτελῆ
ἐξαλάσσων πάλιν κενοδοξω· λαλῶν ἠττῶμαι
καί σιωπῶν πάλιν ἠττήθην· ὡς
ἄν ῥίψης ταύτην τήν τρίβολον, ὀρθόν τό κέντρον ἵσταται»
(Κλῖμαξ). Ἡ Φιλοδοξία ἤ
ἡ ὑπερηφανία εἶναι ἡ
αἰτία τῆς πτώσεως τοῦ
Ἑωσφόρου καί τῶν δαιμόνων, ἄρα
ὁ κάτοχος αὐτῶν
τῶν παθῶν καθίσταται
δαιμονιώδης. Ὡστόσο, ἡ Φιλοδοξία ἀποτελεῖ
διαστροφή ἤ «παράχρησιν» φυσικῆς κατάστασης τοῦ
ἀνθρώπου, ὅπως ὅλα
τά πάθη. Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ
ἄνθρωπος ἐξέπεσε ἀπό
μιά κατάσταση Δόξης (μετοχῆς στή Δόξα τοῦ
Θεοῦ) καί προορισμός του μετά τήν πτώση εἶναι
ὁ «ἐν Χριστῷ δοξασμός», δηλ. ἡ
θέωση, ἡ μετοχή στή Δόξα τοῦ Χριστοῦ:
«ἐγώ τήν δόξαν ἥν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς
... πάτερ, οὕς δέδωκάς μοι, θέλω ἵνα ὅπου
εἰμί ἐγώ κἀκεῖνοι ὦσι μετ’ ἐμοῦ
ἵνα θεωρῶσι τήν δόξαν τήν ἐμήν,
ἥν δέδωκάς μοι» (Ἰω. 17, 22-24). Ἔτσι,
ὁ ἄνθρωπος ἔχει φυσική τήν τάση νά
ἀναζητεῖ τή δόξα. «Παράχρησις»
αὐτῆς τῆς φυσικῆς τάσης εἶναι
νά ἀναζητεῖ τή δόξα ἀπό
τά αἰσθητά, ἀντί τῆς
Δόξης τοῦ Θεοῦ. Δόξα ἤ Φῶς
τῆς Δόξης ἤ Μεγαλοπρέπεια ἤ
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἄκτιστη Ἐνέργειά Του. Ἐν
Χριστῷ δοξασμός εἶναι ἡ
μετοχή στήν ἴδια τήν ἄκτιστη πραγματικότητα,
στήν Θεότητα τοῦ Θεοῦ, ὅπου ὁ ἄνθρωπος γίνεται «υἱός τοῦ
Θεοῦ» καί «θεός κατά χάριν».
Ἡ
θεραπεία τῆς Φιλοδοξίας: Φάρμακο κατά τῆς Φιλοδοξίας καί τῆς
ὑπερηφανίας εἶναι ἡ
(«ἁγία καί ὑψοποιός») ταπείνωσις. Ἡ
θεραπεία τοῦ πάθους εἶναι ἰδιαίτερα
δύσκολη καί ἐπίπονη, λόγω τοῦ λεπτοῦ,
δυσδιάκριτου καί μεταβαλλόμενου χαρακτῆρα του. Ἄλλα
δραστικά φάρμακα κατά τῆς Φιλοδοξίας εἶναι: ἡ
λεπτομερής γνώση τοῦ πάθους καί τῶν ἐπιπτώσεών
του, ἡ ματαιότητα τῆς ἀνθρώπινης
δόξης, ἡ «μνήμη θανάτου», ἡ ἀποφυγή
κάθε προβολῆς καί τιμῆς («ἀτιμία»),
τό «λάθε βιώσας» (ζῆσε ἀπαρατήρητος, Ἐπίκουρος), ἡ
ἀπόκρυψη ἀρετῶν
καί χαρισμάτων, ἡ «φυλακή τοῦ στόματος» (ἀποφυγή
τοῦ διδάσκειν), ἡ (διακριτική) φανέρωση
τῶν σφαλμάτων μας, ἡ ἐξουθένωση
καί ὁ ὀνειδισμός κ.ἄ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου