γαπητοί φίλοι,

Σς καλωσορίζω στό προσωπικό μου ἱστολόγιο καί σς εχομαι καλή περιήγηση. Σ’ ατό θά βρετε κείμενα θεολογικο καί πνευματικο περιεχομένου, πως κείμενα ναφερόμενα στήν πίστη καί Παράδοση τς κκλησίας, ντιαιρετικά κείμενα, κείμενα πνευματικς οκοδομς, κείμενα ναφερόμενα σέ προβληματισμούς καί ναζητήσεις τς ποχς μας καί, γενικά, διάφορα στοιχεα πό τήν πίστη καί ζωή τς ρθόδοξης κκλησίας.

Εχομαι τά κείμενα ατά καί κάθε νάρτηση σ’ ατό τό ἱστολόγιο νά φανον χρήσιμα σέ σους νδιαφέρονται, νά προβληματίσουν θετικά, νά φυπνίσουν καί νά οκοδομήσουν πνευματικά.

ελογία καί Χάρις το Κυρίου νά εναι πάντοτε μαζί σας.

Μετά τιμς καί γάπης.

π. Σωτήριος θανασούλιας

φημέριος Μητροπολιτικο ερο Ναο γίου Βασιλείου Τριπόλεως.

Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2017

Σχέδιο Διαλόγου Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών (1/6/1980)


Α΄ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΜΙΚΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ
ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΙ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
«ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ
ΜΕΤΑΞΥ
ΤΗΣ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ»
ΠΑΤΜΟΣ - ΡΟΔΟΣ  1 ΙΟΥΝΙΟΥ 1980

Ι. Σκοπός τοῦ Διαλόγου:

Ὁ σκοπός τοῦ Διαλόγου μεταξύ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀποκατάσταση τῆς πλήρους κοινωνίας μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Ἡ κοινωνία, μέ βάση τήν ἑνότητα τῆς πίστεως σύμφωνα πρός τήν κοινή ἐμπειρία καί τήν παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, θά βρεῖ τήν ἔκφρασή της στήν κοινή ἑορτή τῆς θείας Εὐχαριστίας.

II. Μέθοδος τοῦ Διαλόγου:

Δεδομένου ὅτι αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τοῦ Διαλόγου μεταξύ τῆς Ὀρθόδοξης καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ καλύτερη μέθοδος γιά τήν προσέγγιση καί τή συζήτηση τῶν διαφόρων προβλημάτων θά πρέπει νά περιλαμβάνει τά ἀκόλουθα στοιχεῖα:

1. Ὁ Διάλογος πρέπει νά ἀρχίσει μέ τά στοιχεῖα πού ἑνώνουν τήν Ὀρθόδοξο καί Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία. Αὐτό σέ καμία περίπτωση δέν σημαίνει ὅτι εἶναι ἐπιθυμητό, ἤ ἀκόμα καί δυνατό, νά ἀποφευχθοῦν τά προβλήματα πού ἐξακολουθοῦν νά χωρίζουν τίς δύο Ἐκκλησίες. Σημαίνει ἁπλῶς ὅτι ὁ Διάλογος πρέπει νά ξεκινήσει μέ θετικό πνεῦμα καί ὅτι αὐτό τό πνεῦμα θά πρέπει νά ἐπικρατήσει κατά τή θεραπευτική ἀντιμε­τώπιση τῶν προβλημάτων πού ἔχουν συσσωρευτεῖ στή διάρκεια μιᾶς διαίρεσης χωρισμοῦ πού διαρκεῖ πολλούς αἰῶνες.
2. Κατά τήν ἐξέταση τῶν θεολογικῶν προβλημάτων πού ὑφίστανται μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας θά πρέπει ἐπίσης νά δοθεῖ σημασία στίς πιό πρόσφατες ἐξελίξεις τόσο τῆς θεολογικῆς ὅσο καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς φύσης τῶν σχέσεων μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Ἡ ἱστορία τοῦ παρελθόντος σίγουρα δέν θά πρέπει νά ἀγνοηθεῖ καί ἴσως μπορεῖ νά βοηθήσει ἀκόμη καί τήν θετική ἐξέλιξη τοῦ Διαλόγου (γιά παράδειγμα, ἡ μελέτη τῆς Συνόδου πού ἔλαβε χώρα τό 879-880). Παρόλα αὐτά, οἱ ἱστορικές ἐξελίξεις τοῦ παρελθόντος πρέ­πει ἐπίσης νά ἐξετασθοῦν ὑπό τό φῶς τόσο τῶν περαιτέρω θεολογικῶν ἐξελίξεων ὅσο καί τῆς πρόσφατης ἐκκλησιαστικῆς πρακτικῆς τῆς Ρω­μαιοκαθολικῆς καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὑπό τό φῶς αὐτῶν, τά σημεῖα τῆς διαφορᾶς μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν μας μποροῦν ἐπίσης νά θεωρηθοῦν μέ ἕναν νέο τρόπο. Ἔτσι, μπορεῖ κανείς νά ἐλπίζει ὅτι θά καταστεῖ δυνατό νά ξεπερασθοῦν σταδιακά καί διαδοχικά τά συγκεκρι­μένα ἐμπόδια πού στέκονται στό δρόμο τῆς ἀνανέωσης τῆς κοινῆς ζωῆς μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν μας.
3. Κατά τή συζήτηση τῶν ὑφιστάμενων προβλημάτων πρέπει νά γίνει μία διάκριση μεταξύ τῶν διαφορῶν οἱ ὁποῖες εἶναι συμβατές μέ τήν εὐχαριστιακή κοινωνία καί ἐκείνων πού εἶναι ἀσυμβίβαστες καί ἀπαιτοῦν νά βρεθεῖ μιά λύση καί νά ἐπιτευχθεῖ μιά κοινή συμφωνία. Ἕνας μεγάλος ἀριθμός ἐξελίξεων ὀφείλεται σέ εἰδικές ἱστορικές συνθῆκες πού ἐπι­κράτησαν μονομερῶς εἴτε στήν Ἀνατολή εἴτε στή Δύση. Οἱ ἐξελίξεις αὐτές δέν ἀποτελοῦν στοιχεῖα τά ὁποῖα ἀναγκαστικά εἶναι ἀποδεκτά ἤ μή ἀποδεκτά καί ἀπό τίς δυό πλευρές. Τήν ἴδια στιγμή, χωρίς σοβαρή ἐξέταση δέν μποροῦν νά θεωρηθοῦν ὡς ἀδιάφορες ὅσον ἀφορᾶ στήν ἐπίδρασή τους στήν εὐχαριστιακή κοινωνία. Συνεπῶς, εἶναι ἀναγκαῖο, σέ κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, νά ἀναζητοῦνται τά κριτήρια μέ τά ὁποῖα οἱ ἰδιαίτερες διαφορές τόσο στό ἐσωτερικό τῆς Ρωμαιοκαθολι­κῆς Ἐκκλησίας ὅσο καί σέ αὐτό τῆς Ὀρθόδοξου, μποροῦν νά κριθοῦν.
4. Ἐμεῖς κρίνουμε σκόπιμο στό πλαίσιο τοῦ Διαλόγου νά δοθεῖ σοβαρή σημασία καί νά ληφθεῖ κέρδος ἀπό μικτές ὁμάδες οἱ ὁποῖες θά ἔχουν ἐργασθεῖ σέ διάφορες περιστάσεις, ἀποτελούμενες ἀπό Ρωμαικαθολικούς καί Ὀρθόδοξους θεολόγους.
5. Ὁ Διάλογος τῆς ἀγάπης πρέπει νά συνοδεύει συνεχῶς τόν θεολογικό Διάλογο, προκειμένου νά διευκολύνει τήν ἐπίλυση τῶν δυσκολιῶν καί νά ἐνισχύσει τήν ἐμβάθυνση τῶν ἀδελφικῶν σχέσεων μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν τόσο σέ τοπικό ὅσο καί σέ γενικότερο ἐπίπεδο. Γιά τόν σκο­πό αὐτόν, θά ἦταν κερδοφόρο ὁρισμένες δυσάρεστες καταστάσεις νά ἐπανεξετασθοῦν, ὅπως τά ζήτημα τῆς «Οὐνίας», τοῦ Προσηλυτισμοῦ, κ.λπ. Σέ γενικές γραμμές ὁ θεολογικός Διάλογος μπορεῖ νά εἶναι καρπο­φόρος μόνο σέ μιά ἀτμόσφαιρα ἀγάπης, ταπεινότητας καί προσευχῆς.

III. Θέματα τῆς πρώτης φάσης τοῦ Διαλόγου:

1. Ὅσον ἀφορᾶ στά θέματα πού θά πρέπει νά ἀποτελέσουν τό ἀντικείμενο τοῦ Διαλόγου κατά τήν πρώτη φάση του, κρίνουμε ὅτι ἡ μελέτη τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι εὐνοϊκή γιά τήν ἐξέταση σέ βάθος καί μέ θετικό τρόπο τῶν προβλημάτων τοῦ Διαλόγου. Ἡ μυστηριακή ἐμπει­ρία καί θεολογία νά ἐκφραστοῦν ἡ μία μέσα ἀπό τήν ἄλλη. Γιά τό λόγο αὐτόν ἡ μελέτη τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας παρουσιάζεται ὡς ἕνα πολύ θετικό καί φυσικό θέμα. Ἀπό τή μελέτη τῶν προβλημάτων πού σχετίζονται μέ τά Μυστήρια, κάποιος θά εἰσχωροῦσε κανονικά στήν ἐξέταση τῶν ἐκκλησιολογικῶν καί ἄλλων πτυχῶν τῆς πίστεως, χωρίς νά ἀπομακρύνεται ἀπό τόν βιωμένο χαρακτῆρα, πού εἶναι θεμελιώδους σημασίας γιά τή θεολογία.
2. Κατά τήν ἐξέταση τοῦ ζητήματος τῶν Μυστηρίων στό πλαίσιο τοῦ Διαλόγου, ἡ Ἐπιτροπή γιά τόν Διάλογο θά πρέπει νά ἀπαλλαγεῖ, ὅσο τό δυνατόν περισσότερο, ἀπό τήν προβληματική πού δημιουργήθηκε ἀπό τήν θεολογία παλαιότερων σχολῶν. Κατά τή διαμόρφωση τοῦ συνόλου τῆς προβληματικῆς σχετικά μέ τό ζήτημα τῶν Μυστηρίων εἶναι σχεδόν ὑποχρεωτικό νά μελετήσει καί νά λάβει σοβαρά ὑπόψη ὅλες τίς πρό­σφατες θεολογικές προσπάθειες τόσο τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς ὅσο καί τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, ἔτσι ὥστε αὐτές οἱ προσπάθειες νά μποροῦν νά συνδεθοῦν μέ τήν παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας.
3. Ὁ κύριος σκοπός τῆς μελέτης τοῦ ζητήματος τῶν Μυστηρίων δέν εἶναι νά ἐξετασθεῖ κάθε πτυχή αὐτοῦ τοῦ εὐρύτατου πεδίου, ἀλλά κυρίως οἱ πτυχές πού ἅπτονται τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Κατά συνέπεια, τά κύρια προβλήματα πού θά ἔπρεπε νά προταθοῦν γιά συζήτηση εἶναι σχετικά μέ τήν ἐκκλησιολογία στήν εὐρεῖα θεολογική ἔννοια τοῦ ὅρου. Εἰδικότερα, τά προβλήματα αὐτά σχετίζονται μέ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἡ παρουσία ἤ ἡ ἀπουσία τῆς ἑνότητας μεταξύ Ρωμαιοκαθολι­κῶν καί Ὀρθοδόξων ἔχει ἐπίδραση στήν κοινωνία μέσῳ τῶν Μυστηρί­ων καί στή χριστιανική ζωή γενικά τῶν πιστῶν τῶν δύο Ἐκκλησιῶν καί ἀντιστρόφως.
4. Ἄν κάποιος προσπαθεῖ νά ἐπανασυνδέσει τήν προβληματική σχετικά μέ τά Μυστήρια μέ τήν παράδοση τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, θά δεῖ ὅτι, κατ’ ἀρχήν καί κατ’ οὐσίαν, δέν εἶναι ἀπαραίτητο νά γίνεται λόγος γιά διά­φορα Μυστήρια, ἀλλά μᾶλλον γιά ἕνα Μυστήριο, τό «Μυστήριο τοῦ Χριστοῦ», πού ἐκφράζεται καί ἐκδηλώνεται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα ὡς Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Τά Μυστήρια δέν πρέπει νά θεωροῦνται ὡς αὐτόνομες δράσεις ἤ ὡς ἀτομικιστικά μέσα γιά τή μετάδοση τῆς θείας χάριτος, ἀλλά ὡς ἔκφραση καί ὑλοποίηση τοῦ μοναδικοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας.
5. Αὐτό τό μοναδικό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται καί ἐκδηλώνεται στήν ἱστορία πάνω ἀπ’ ὅλα στή θεία Εὐχαριστία. Δέν εἶναι τυχαῖο τό γεγονός ὅτι ὅλα τά ἰδιαίτερα Μυστήρια συνδέθηκαν στίς ἀρχές τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμα καί στή λειτουργική τους διάσταση, μέ τήν Εὐχαρι­στία. Ἡ θεία Εὐχαριστία δέν θά πρέπει νά θεωρεῖται ὡς ἕνα Μυστήριο μεταξύ ἄλλων, ἀλλά ὡς τό κατ’ ἐξοχήν Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Κατά συνέπεια, θά πρέπει νά εἶναι ἡ βάση γιά κάθε ἐξέταση τοῦ ζητήματος τῶν Μυστηρίων στό πλαίσιο τοῦ διαλόγου.
6. Σέ αὐτή τή βάση, καί μέ τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας ὡς σημεῖο ἀφετηρίας, ἡ Ἐπιτροπή γιά τό Διάλογο θά κληθεῖ νά ἐξετάσει τά ἀκό­λουθα βασικά προβλήματα:
(α) Ποιά εἶναι ἡ σχέση μεταξύ τῶν ἄλλων «Μυστηρίων τῆς Μύ­ησης», δηλαδή τοῦ βαπτίσματος καί τοῦ χρίσματος / ἐπιβεβαίωσης μέ τή θεία Εὐχαριστία; Στή Δύση, αὐτά τά τρία Μυστήρια ἔχουν διαχω­ριστεῖ μεταξύ τους σέ λειτουργικό ἐπίπεδο ὅσον ἀφορᾶ στό βάπτισμα τῶν παιδιῶν. Στήν Ἀνατολή τά τρία αὐτά Μυστήρια ἔχουν παραμείνει ἑνωμένα. Ποιά σημασία ἔχει τό ζήτημα αὐτό γιά τή σύλληψη τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τά ἄτομα, ἀκόμη καί γιά τήν πνευματική ζωή τῶν πιστῶν; Ἕνα ἄλλο ζήτημα σχετικά μέ αὐτό εἶναι ἡ «ἀναγνώρι­ση» αὐτῶν τῶν Μυστηρίων μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν. Μέχρι ποιό σημεῖο εἶναι δυνατόν νά ποῦμε ὅτι κάποιος ἀναγνωρίζει τό βάπτισμα μιᾶς Ἐκκλησίας χωρίς νά συμμετέχει στή θεία Εὐχαριστία τῆς Ἐκκλησίας; Πῶς μποροῦμε νά ἔχουμε ἑνότητα σέ σχέση μέ τό ἕνα μόνο ἀπό τά δυό αὐτά Μυστήρια τῆς Μύησης;
(β) Ποιά εἶναι ἡ σχέση τῶν Μυστηρίων - ὅπως συνδέονται πάντοτε μέ τή θεία Εὐχαριστία, μέ τή δομή καί τή διακυβέρνηση τῆς Ἐκκλησίας (ἤ τήν κανονική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας); Ἐδῶ εἶναι ἀπαραίτητο νά ἐξεταστοῦν οἱ ἀκόλουθες ἐρωτήσεις: μπορεῖ νά ὑπάρχει στήν Ἐκκλησία μιά «διοίκηση» ἤ μιά δομή ἤ μιά «κανονική δικαιοδοσία», ἡ ὁποία δέν ρέει ἄμεσα καί ἀναγκαστικά ἀπό τή μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα στήν περίπτωση τῆς χειροτονίας καί τῆς Εὐχαριστίας; Εἶναι προφανές ὅτι μιά σειρά ἀπό προβλήματα πού ἀφοροῦν στή σχέση μετα­ξύ Μυστηρίων καί κανονικῆς δικαιοδοσίας παρουσιάζονται σέ αὐτό τό σημεῖο καί συνδέεται ἄμεσα μέ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
(γ) Δεδομένου ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι χτισμένη καί ἐκδηλώνεται σέ χρόνο καί χῶρο μέσῳ τῆς Εὐχαριστίας τῆς τοπικῆς κοινότητας πού συγκεντρώνεται γύρω ἀπό ἕνα μοναδικό ἐπίσκοπο, τί σημαίνει τό γεγονός αὐτό γιά τήν κοινωνία ὅλων τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καί τή μαρτυρία τους στήν κόσμο;
(δ) Μέ ποιά ἔννοια εἶναι ἡ ὀρθή πίστη (ὀρθοδοξία) σχετιζόμενη μέ τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας; Εἶναι μιά προϋπόθεση γιά τήν κοινωνία μέσῳ τῶν Μυστηρίων - καί, ἄν ναί, μέ ποιά ἔννοια καί σέ ποιό βαθμό; - ἤ μᾶλλον τό ἀποτέλεσμα καί ἡ ἔκφραση μιᾶς τέτοιας κοινωνίας; Ἤ μποροῦν καί τά δύο αὐτά πράγματα νά εἶναι ἀλήθεια; Τό θέμα αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο πάνω ἀπ’ ὅλα ἀπό ἄποψη μυστηριακῆς ἑνότητας καί, ἰδίως, τῆς εὐχαριστιακῆς ἑνότητας.
7. Κατά τήν ἐξέταση τῶν ζητημάτων αὐτῶν θεωροῦμε ὅτι εἶναι ἀπαραίτητο ἡ ὅλη συζήτηση γιά τό θέμα τῶν Μυστηρίων νά εἶναι συνεχῶς παροῦσα, ὑπό τό πρῖσμα τῶν παρακάτω θεμελιωδῶν ἐρωτημάτων:
(α) Πῶς πρέπει ὁλόκληρη ἡ δομή καί ἡ ὑλοποίηση τῆς μυστηριακῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας νά κατανοηθοῦν σέ σχέση μέ τόν Χριστό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα; Ποιά σχέση ὑπάρχει μεταξύ τῶν Μυστηρίων καί τῆς Χρι­στολογίας, Πνευματολογίας καί Τριαδολογίας; Θά πρέπει νά τοποθετη­θοῦν ὑπό αὐτή τήν προοπτική ἐρωτήματα προοπτικές ὅσον ἀφορᾶ, γιά παράδειγμα, στήν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἤ στά ὁρατά στοιχεῖα τῶν Μυστηρίων ἤ καί πάλι τή σύνδεση μεταξύ τοῦ ἱερέα καί τῆς κοινότητας σέ σχέση μέ τόν Χριστό καί σέ σχέση μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα;
(β) Ἐπίσης, θά πρέπει νά συνδεθεῖ μέ αὐτά καί τό πρόβλημα τοῦ νοήματος τῆς ἐσχατολογίας στήν κατανόηση τῶν Μυστηρίων. Εἶναι ἀλή­θεια ὅτι στή Δύση ἡ ἱστορική προσέγγιση τῶν Μυστηρίων ἔχει περισ­σότερο ἤ λιγότερο ἐπικρατήσει, ἐνῶ στήν Ἀνατολή ἡ κατανόηση τῶν Μυστηρίων ἦταν μᾶλλον «εἰκονολογική» καί «μεθιστορική». Ὑπάρχουν προβλήματα πού προκύπτουν ἀπό τό γεγονός αὐτό καί μποροῦν νά εἶ­ναι οὐσιώδη γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας;
(γ) Τέλος, τό ἀνθρωπολογικό ἐρώτημα, τό ὁποῖο ἔχει διαφορετικά τονισθεῖ στήν Ἀνατολή καί στή Δύση, δέν πρέπει νά παραμεληθεῖ στήν μελέτη τῶν Μυστηρίων. Γιά παράδειγμα, θά μποροῦσε νά τεθεῖ τό ἐρώτημα «ποιά εἶναι ἡ νέα πραγματικότητα (ἡ «νέα δημιουργία») πού ἡ μυστηριακή ζωή δημιουργεῖ; Σέ τί συνίσταται ἡ νέα δημιουργία; Ἰδι­αίτερη προσοχή θά πρέπει νά δοθεῖ στό γεγονός ὅτι ἡ θεολογία καί παράδοση τῶν Μυστηρίων, ὑπό τό φῶς τῆς θείας Εὐχαριστίας, περιέχουν διαστάσεις εὐρύτερες ἀπό τίς ψυχολογικές καί ἀτομικές καί φτάνουν ἀκόμη καί στόν μετασχηματισμό τοῦ κοινωνικοῦ περιβάλλοντος, κα­θώς καί τοῦ φυσικοῦ καί κοσμικοῦ περιβάλλοντος τῆς ἀνθρωπότητας. Πῶς ἔχει συλληφθεῖ αὐτός ὁ μετασχηματισμός καί τί συνέπειες μπορεῖ νά ἔχει μιά τέτοια θεώρηση γιά τή ζωή τῶν πιστῶν στήν Ἐκκλησία;

IV. Κατάλογος προτεινόμενων θεμάτων:

1. Τό Μυστήριο τοῦ Χριστοῦ ἐκφράζει τόν ἑαυτό του καί αὐτοϋλοποιεῖται μέσῳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας (μέρος ΙΙΙ.4 ἀνωτέρω). Πῶς θά πρέπει κάποιος νά κατανοήσει τήν μυστηριακή φύση τῆς Ἐκκλησίας σέ σχέση μέ τόν Χριστό καί σέ σχέση μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα; Ποιά εἶναι ἡ σχέση μεταξύ τῶν Μυστηρίων καί τῆς Χριστολογίας, Πνευματολογίας καί Τριαδολογίας (τμῆμα ΙΙΙ.7 ἀνωτέρω);
2. Ἡ Εὐχαριστία, ὡς κατ’ ἐξοχήν Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας (τμῆμα ΙΙΙ.5).
3. Τά Μυστήρια τῆς Μύησης, ἡ μεταξύ τους σχέση καί ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας (τμῆμα ΙΙΙ.6.α ἀνωτέρω).
4. Σχέση μεταξύ τῶν Μυστηρίων καί τῆς κανονικῆς δομῆς τῆς Ἐκκλησίας (τμῆμα ΙΙΙ.6.β-γ ἀνωτέρω).
5. Πίστη καί κοινωνία μέσῳ τῶν Μυστηρίων (τμῆμα III.6.δ ἀνωτέρω).
6. Τά Μυστήρια στή σχέση τους μέ τήν ἱστορία καί τήν ἐσχατολογία (τμῆμα III 7.β ἀνωτέρω).
7. Τά Μυστήρια καί ἡ ἀνανέωση τῆς ἀνθρωπότητας καί τοῦ κόσμου (τμῆμα III.7.γ. ἀνωτέρω).
8. Τελετουργία καί κανονικές διαφορές στόν ἑορτασμό τῶν Μυστηρίων.

V. Συστάσεις:

Οἱ δυό προπαρασκευαστικές ἐπιτροπές ὑποβάλλουν τήν ἔκθεση αὐτή στίς ἀντίστοιχες ἐκκλησιαστικές ἀρχές καί ὁμόφωνα συστήνουν:
- οἱ Ἐπιτροπές πού θά συμμετάσχουν στόν Διάλογο νά συσταθοῦν τό συντομότερο δυνατόν,
- τό προτεινόμενο σχέδιο νά εἶναι ἡ βάση γιά τίς ἐργασίες τῶν ἐν λόγῳ ἐπιτροπῶν κατά τό πρῶτο στάδιο τοῦ Διαλόγου,
- κάθε ἐπιτροπή θά ἀποτελεῖται ἀπό ἴσο ἀριθμό μελῶν κάθε πλευρᾶς.

Θεσπίσθηκε σέ Πάτμο/Ρόδο 1 Ἰουνίου 1980
Πρώτη συνεδρίαση τῆς Ὁλομέλειας

ΠΗΓΗ:
Ἀρχιμ. Ἀπ. Καβαλιώτη, Ὁ διμερής Οἰκουμενικός Διάλογος Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν ὑπό τήν πραγματικότητα τῶν δυσχερειῶν τῆς Οὐνίας καί τοῦ πρωτείου, ἔκδ. Παπαζήσης, Ἀθήνα 2014, σ. 145-151.

(Ἀκριβής μετάφραση Ἀρχιμ. Ἀπ. Καβαλιώτη τοῦ κειμένου πού παρατίθεται στήν ἀγγλική γλῶσσα στό
J. Borelli - J.H. Erickson, Thw Qest for Unity, Orthodox nd Catholics in Dialoge, St. Vladimir’s Seminart Press / United States Cathilic Conference, Crestwood, N.Y. 1996, σελ. 47-52).

ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ:
Στή θέση αὐτήΟἰκουμενική Κίνησις») ἀναρτῶνται πρός ἐνημέρωσιν τῶν ἐνδιαφερομένων ἐπίσημα κείμενα, ἀναφερόμενα στόν Διάλογο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ διάφορες Χριστιανικές Ὁμολογίες, ἀκόμη καί ἄν δέν ἐκφράζουν ἀκριβῶς ὀρθῶς τό φρόνημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου