γαπητοί φίλοι,

Σς καλωσορίζω στό προσωπικό μου ἱστολόγιο καί σς εχομαι καλή περιήγηση. Σ’ ατό θά βρετε κείμενα θεολογικο καί πνευματικο περιεχομένου, πως κείμενα ναφερόμενα στήν πίστη καί Παράδοση τς κκλησίας, ντιαιρετικά κείμενα, κείμενα πνευματικς οκοδομς, κείμενα ναφερόμενα σέ προβληματισμούς καί ναζητήσεις τς ποχς μας καί, γενικά, διάφορα στοιχεα πό τήν πίστη καί ζωή τς ρθόδοξης κκλησίας.

Εχομαι τά κείμενα ατά καί κάθε νάρτηση σ’ ατό τό ἱστολόγιο νά φανον χρήσιμα σέ σους νδιαφέρονται, νά προβληματίσουν θετικά, νά φυπνίσουν καί νά οκοδομήσουν πνευματικά.

ελογία καί Χάρις το Κυρίου νά εναι πάντοτε μαζί σας.

Μετά τιμς καί γάπης.

π. Σωτήριος θανασούλιας

φημέριος Μητροπολιτικο ερο Ναο γίου Βασιλείου Τριπόλεως.

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018

Ορθόδοξη προσευχή και διαλογισμός



Διάγραμμα – Περίληψη
Θέματος Ε' το Θεολογικο Προγράμματος «ρθοδοξία καί Ζωή»
τς ερς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου ΙΓ', τους 2018-2019.

Ἡ «προσευχή» τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν: Προκειμένου νά κατανοηθεῖ τό βάθος καί τό περιεχόμενο τῆς προσευχῆς, πρέπει νά διακριθεῖ ἀπό τίς μή αὐθεντικές μορφές της, τίς ὁποῖες συναντᾶμε συνήθως στίς θρησκεῖες. Ἐκεῖ συναντᾶμε καί διάφορες τεχνικές, πού μοιάζουν μέ προσευχή, χωρίς νά ταυτίζονται μέ αὐτήν. Μιά τέτοια τεχνική εἶναι ὁ διαλογισμός τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν (Ἰνδουϊσμοῦ καί Βουδισμοῦ). Προβάλλεται συνήθως σάν ἕνα εἶδος προσευχῆς, ταυτόσημο σχεδόν μέ τή «νοερά προσευχή» τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης. Ὡστόσο, ὁ διαλογισμός μπορεῖ νά μοιάζει, ἀλλά δέν εἶναι προσευχή, τουλάχιστον μέ τή γνωστή ἔννοια τῆς προσευχῆς.

Οἱ θεωρητικές προϋποθέσεις τοῦ διαλογισμοῦ: Τό ὅτι κάθε προσευχή εἶναι φορέας τῆς πίστεως μιᾶς θρησκείας («lex orandi est lex credendi») ἰσχύει καί γιά μεθόδους καί τεχνικές, ὅπως ὁ διαλογισμός. Γιά νά κατανοηθεῖ ἡ συγκεκριμένη τεχνική, πρέπει νά ἀνατρέξουμε στίς θεωρητικές προϋποθέσεις της, καί αὐτές εἶναι οἱ θεμελιῶδεις διδασκαλίες τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν, τίς ὁποῖες ἐκφράζει ὁ διαλογισμός καί μόνο μέσῳ αὐτῶν κατανοεῖται. Βασικές ἀντιλήψεις τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν υἱοθετήθηκαν ἀπό τό σύγχρονο κίνημα τῆς Νέας Ἐποχῆς, τό ὁποῖο προβάλλει ἔντονα τόσο τήν τεχνική τοῦ διαλογισμοῦ, ὅσο καί τήν παράλληλη τεχνική τῆς γιόγκα. Οἱ ἀντιλήψεις αὐτές διαφέρουν ριζικά ἀπό τίς ἀντίστοιχες τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τῶν γνωστῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν. Τέτοιες ἀντιλήψεις, πού προϋποθέτει σαφῶς ὁ διαλογισμός, εἶναι: α) Δέν ὑπάρχει προσωπικός Θεός. Ὁ Θεός εἶναι μιά ἀπρόσωπη Δύναμη ἤ Ἐνέργεια, πού διαχέεται στό σύμπαν καί εἶναι γνωστή μέ πολλά ὀνόματα (Συμπαντική Ἐνέργεια, Παγκόσμιο Πνεῦμα, Ὑπερσυνειδητότητα, κ.ἄ.). Αὐτή προσλαμβάνει διάφορες μορφές καί σχηματίζει τά πράγματα τοῦ κόσμου. β) Κατά συνέπειαν, ὅλα τά ὄντα ἔχουν τήν ἴδια οὐσία (ὁλιστική θεώρηση τοῦ κόσμου), ὅλα ἔχουν ἕνα θεῖο πηρῦνα ἐντός τους, ὅλα ἀποτελοῦν μέρος τοῦ ἀπρόσωπου Θεοῦ («θεοί», ἄνθρωποι, ζῶα, φυτά, ἀντικείμενα). Κάθε ὄν βρίσκεται σέ κάποια βαθμίδα μιᾶς κλίμακας, ἀνάλογα μέ τή μετοχή του στό ἀπρόσωπο θεῖο. Οἱ «θεοί», βρίσκονται στίς ἀνώτερες βαθμίδες αὐτῆς τῆς κλίμακας καί δέν διαφέρουν οὐσιαστικά ἀπό τά λοιπά ὄντα. Οὐσιαστικά, πρόκειται γιά θεοποιημένους ἀνθρώπους ἤ γιά θεοποιημένα ὄντα καί ὄχι γιά «θεούς» μέ τή γνωστή ἔννοια. γ) Σκοπός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά ἀνακαλύψει τόν θεῖο πηρῦνα ἐντός του, νά πιστέψει ὅτι εἶναι «θεός» καί νά ἀνέλθει σέ ἀνώτερες βαθμίδες τῆς ὀντολογικῆς κλίμακας. Γιά νά γίνει αὐτό, δέν ἀρκεῖ ὁ χρόνος μιᾶς ζωῆς. Πρέπει νά ἐπανέλθει στή ζωή μέ ἄλλο σῶμα (μετενσάρκωση) μέσα ἀπό μιά μακρά διαδικασία γεννήσεων καί θανάτων («σαμσάρα»). Ἔσχατος σκοπός εἶναι ἡ ἕνωση μέ τήν ἀπρόσωπη θεότητα, πού ταυτίζεται μέ τήν πλήρη διάλυση (ἐξαφάνιση) τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου μέσα σ’ αὐτήν. Ἄς σημειωθεῖ, ὅτι οἱ ἀνατολικές θρησκεῖες δέν ἔχουν «δόγματα». Ὑπάρχει ἐκεῖ πλήρης ἐλευθερία ἀντιλήψεων (πίστεων) μέ κάποια κοινά στοιχεῖα, ὅπως τά παραπάνω, τά ὁποῖα καί πάλι ἐφαρμόζονται μέ διάφορες παραλλαγές.
Τί εἶναι ὁ διαλογισμός: Κατά τούς ὁπαδούς του, πρόκειται γιά μέθοδο συγκέντρωσης τοῦ νοῦ. Προβάλλεται μέ διάφορες μορφές, π.χ. στή δύση ὡς μέθοδος προσαρμοσμένη στά δυτικά πρότυπα, ἀκόμη καί στά χριστιανικά ἤ ἀκόμη ὡς μέθοδος ἀπαλλαγμένη, δῆθεν, ἀπό κάθε θρησκευτικό στοιχεῖο. Ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἐνατένιση γιά ὧρες ὁλόκληρες ἑνός ἀντικειμένου. Τό διαλογιστικό ἀντικείμενο μπορεῖ νά εἶναι πράγμα ἤ πρόσωπο (π.χ. στή χριστιανική ἐκδοχή, μιά εἰκόνα ἤ τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ). Προϋποθέτει συγκεκριμένη στάση τοῦ σώματος, «σωστή» (εἰδική) διατροφή, ἀσκήσεις «χαλάρωσης», ἀσκήσεις ἐλέγχου ἀναπνοῆς κ.ἄ. Ὁ διαλογισμός διδάσκεται ἀπό «φωτισμένο» δάσκαλο (γκουρού) σέ πιστούς μαθητές. Κατά τή διάρκεια τῆς μύησης ὁ δάσκαλος (γκουρού) παραδίδει στόν μαθητή μιά διαλογιστική «ἱερή» συλλαβή («μάντρα»), γιά νά τήν διατηρεῖ σάν ἱερό μυστικό καί νά διαλογίζεται πάνω σ' αὐτήν. Τά «μάντρας» εἶναι συνήθως ὀνόματα θεοτήτων καί ἀποτελοῦν ἠχητικά σύμβολα, πού ἐπαναλαμβάνονται συνεχῶς κατά τήν ἄσκηση τοῦ διαλογισμοῦ, μέ σκοπό νά ἀπελευθερώσουν τήν «πνευματική δύναμη», μέ τήν ὁποία εἶναι δῆθεν φορτισμένα. Τό «μάντρα» εἶναι «ὄχημα» γιά τό ταξίδι μέσα ἀπό τά στρώματα τοῦ νοῦ. Γνωστά «μάντρας» εἶναι οἱ συλλαβές «ὄμ» καί «ἄουμ». Πρῶτος στόχος ἤ «ἐπίτευγμα» τοῦ διαλογιζομένου εἶναι ἡ ἕνωση (ταύτιση) μέ τό διαλογιστικό ἀντικείμενο, ὅποιο καί ἄν εἶναι αὐτό, δηλ. ἡ κατάργηση τῆς διάκρισης μεταξύ ὑποκειμένου καί ἀντικειμένου. Ὁ νοῦς ταυτίζεται, ὑποτίθεται, μέ τήν οὐσία τοῦ ἀντικειμένου καί, μέσω αὐτῆς, μέ ὅλα τά πράγματα τοῦ κόσμου καί ἰδιαίτερα μέ τόν ἐσώτερο ἑαυτό του, ἀνακαλύπτει τόν θεῖο πηρῦνα μέσα του, ἀνακαλύπτει ποιός πραγματικά εἶναι (ὑποτιθέμενο σύστημα «αὐτογνωσίας»), ἀνακαλύπτει ὅτι εἶναι «θεός» (σύστημα αὐτοθεώσεως). Σέ πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, ὁ πιστός καλεῖται νά λατρεύσει τόν «θεό» μέσα του, δηλ. νά λατρεύσει τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του (σύστημα αὐτολατρείας). Δεύτερος στόχος τοῦ διαλογισμοῦ εἶναι ἡ ἄνοδος στήν ὀντολογική κλίμακα, ἡ ἐξέλιξη σέ ἀνώτερες βαθμίδες «συνειδητότητας» ἤ μετοχῆς στήν ἀπρόσωπη θεότητα. Ὅσοι ἔφθασαν σέ τέτοιες ἀνώτερες βαθμίδες (οἱ γκουρού, οἱ «πεφωτισμένοι», οἱ μύστες, οἱ διδάσκαλοι) ἔχουν σαφή αἴσθηση ὅτι εἶναι «θεοί» καί ὅτι πρέπει νά λατρεύονται ἀπό τού ὁπαδούς τους. Κατά τή διδασκαλία τῶν ὁμάδων πού δέχονται αὐτές τίς ἀντιλήψεις ἕνα τέτοιο πρόσωπο ἦταν καί ὁ Ἰησοῦς Χριστός! Ἔσχατος σκοπός τοῦ διαλογισμοῦ εἶναι ἡ πλήρης ἕνωση (ἀφομοίωση) μέ τήν ἀπρόσωπη θεότητα, ἡ διάλυση ἐντός αὐτῆς, ἡ ἐξαφάνιση τοῦ συγεκριμένου προσώπου (ὅπως ἡ σταγόνα τοῦ νεροῦ, πού πέφτει στόν ὠκεανό). Κατ’ ἐξοχήν ἐμπόδιο σ’ αὐτή τή διαδικασία εἶναι τό «κάρμα». «Κάρμα» εἶναι τά ἐπακόλουθα τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων (ἰδιαίτερα τῶν κακῶν), πού συσωρεύονται ὄχι μόνο ἀπό τήν παροῦσα ζωή, ἀλλά καί ἀπό τίς προηγούμενες. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος πράττει - ἐνεργεῖ (ἡ ἀπραξία θεωρεῖται, συνήθως, ἀρετή στίς ὀμάδες αὐτές), καί ἰδιαίτερα ὅσο ἐνεργεῖ ἀρνητικά, τόσο συσωρεύει «κάρμα» καί ἀπό τό συσωρευμένο «κάρμα» ἐξαρτᾶται ἡ μορφή μέ τήν ὁποία θά ἐπανέλθει στόν κόσμο στήν ἑπόμενη ζωή (μετενσάρκωση). Τό «κάρμα» εἶναι καθολικός παντοδύναμος νόμος, τοῦ ὁποίου ἀπόλυτα δέσμιος εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἐλεύθερη βούληση στήν οὐσία δέν ὑπάρχει· ἐλάχιστα μόνο περιθώρια ἐλευθερίας ὑπάρχουν.
Ὁμοιότητες καί διαφορές μέ τήν προσευχή: Οἱ τυχόν ὁμοιότητες τοῦ διαλογισμοῦ μέ τή Ὀρθόδοξη νοερά προσευχή (συγκέντρωση τοῦ νοῦ, στάση τοῦ σώματος, ἔλεγχος ἀναπνοῆς, νηστεία, προεργασία, ἐπανάληψη μικρῆς εὐχητικῆς φράσεως) εἶναι ἐντελῶς ἐπιφανειακές. Μεταξύ τῶν δύο μεθόδων «χάσμα μέγα ἐστήρικται»: ὁ διαλογισμός δέν εἶναι κἄν προσευχή. Ἡ προσευχή εἶναι σχέση δύο σαφῶς διακεκριμμένων προσώπων. Ὁ Θεός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πρόσωπο (ἤ μᾶλλον, εἶναι τρία πρόσωπα: ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα), δέν εἶναι ἀπρόσωπη δύναμη ἤ ἐνέργεια, οὔτε «καθαρά ἐνέργεια» (τό «actus purus» τοῦ Ἀριστοτέλη καί τῶν Δυτικῶν). Βέβαια, ὁ Θεός εἶναι καί Ἐνέργεια, ἀλλά εἶναι «Ἐνέργεια» ἐπειδή πρῶτα εἶναι «Οὐσία». Μεταξύ Θεοῦ καί κόσμου ὑπάρχει «ἡ ἄπειρος ποιοτική διαφορά» (K. Barth) ἤ, κατά τά Ὀρθόδοξα δεδομένα, ἰσχύει ἡ θεμελιώδης διάκριση μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Ἡ ἀλήθεια ὅτι μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου δέν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότητα εἶναι ἐπαναλαμβανόμενη ἐμπειρική διαπίστωση ὅσων ἔχουν θεοπτικές ἐμπειρίες, δηλ. ἐμπειρίες τοῦ ἀκτίστου. Ἡ ὑπέρβαση τοῦ χάσματος μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου συντελεῖται μόνο διά τοῦ Χριστοῦ. Διά τοῦ προσώπου καί τοῦ ἔργου Του, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά μετέχει στά ἄκτιστα καί αὐτό συνιστᾶ τόν ἔσχατο προορισμό του καί τή σωτηρία του. Εἰδικότερα, μπορεῖ νά μετέχει στήν ἄκτιστη Ἐνέργεια ἤ Δόξα τοῦ Θεοῦ καί ὄχι στήν ἄκτιστη, ἀπρόστιτη, ἀμέθεκτη καί παντελῶς ἄγνωστη Οὐσία Του. Αὐτό σημαίνει ὅτι κάθε σχέση μέ τόν Θεό, κάθε μορφή ἑνώσεως μέ Αὐτόν, εἶναι πάντοτε «κατ’ ἐνέργειαν» σχέση ἤ ἕνωση καί ποτέ «κατ’ οὐσίαν» ἤ «καθ’ ὑπόστασιν» σχέση ἤ ἕνωση (ἤ «κοινωνία προσώπων»). Αὐτό πάλι σημαίνει ὅτι σέ κάθε μορφή κοινωνίας ἤ ἑνώσεως μέ τόν Θεό τό ἀνθρώπινο πρόσωπο διατηρεῖ ὅλα τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά του (αὐτό ἀκριβῶς σημαίνει ἡ ἔκφραση «σώζεται»). Οἱ Πατέρες χρησιμοποίησαν ἐκτενῶς τό παράδειγμα τῆς ἑνώσεως τοῦ πυρός καί τοῦ σιδήρου, γιά νά περιγράψουν τήν ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό στίς θεοπτικές ἐμπειρίες (σέ ἀντίθεση μέ τό παράδειγμα τῆς σταγόνας καί τοῦ ὠκεανοῦ). Στή διαδικασία αὐτή ἡ προσευχή εἶναι ἡ μέθοδος, πού ὁδηγεῖ σταδιακά α) στήν «δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι» καί β) στήν «πρόσωπον πρός πρόσωπον» κοινωνία μέ τόν Θεό. Στή δεύτερη περίπτωση («πρόσωπον πρός πρόσωπον» κοινωνία) ἡ προσευχή πλέον καταργεῖται ἤ μᾶλλον ἀντικαθίσταται μέ τίς «καινές ὠδές» τῆς μελλούσης Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἄρα, κάθε ἀπόπειρα συσχετισμοῦ τοῦ διαλογισμοῦ μέ τήν Ὀρθόδοξη προσευχή ἀποσκοπεῖ στό νά ἐκτρέψει μαθητές τοῦ Χριστοῦ ἀπό τόν προορισμό τους, τήν κοινωνία μέ τόν Θεό, τήν ὄντως Ζωή, ὁδηγώντας τους σέ ἀλλότριους «πνευματικούς» χώρους, στό κράτος καί στό βασίλειο τοῦ θανάτου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου