γαπητοί φίλοι,

Σς καλωσορίζω στό προσωπικό μου ἱστολόγιο καί σς εχομαι καλή περιήγηση. Σ’ ατό θά βρετε κείμενα θεολογικο καί πνευματικο περιεχομένου, πως κείμενα ναφερόμενα στήν πίστη καί Παράδοση τς κκλησίας, ντιαιρετικά κείμενα, κείμενα πνευματικς οκοδομς, κείμενα ναφερόμενα σέ προβληματισμούς καί ναζητήσεις τς ποχς μας καί, γενικά, διάφορα στοιχεα πό τήν πίστη καί ζωή τς ρθόδοξης κκλησίας.

Εχομαι τά κείμενα ατά καί κάθε νάρτηση σ’ ατό τό ἱστολόγιο νά φανον χρήσιμα σέ σους νδιαφέρονται, νά προβληματίσουν θετικά, νά φυπνίσουν καί νά οκοδομήσουν πνευματικά.

ελογία καί Χάρις το Κυρίου νά εναι πάντοτε μαζί σας.

Μετά τιμς καί γάπης.

π. Σωτήριος θανασούλιας

φημέριος Μητροπολιτικο ερο Ναο γίου Βασιλείου Τριπόλεως.

Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2019

Η Εκκλησία του Χριστού προσευχομένη



Διάγραμμα – Περίληψη
Θέματος ΣΤ' το Θεολογικο Προγράμματος «ρθοδοξία καί Ζωή»
τς ερς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου ΙΓ', τους 2018-2019.

Προσωπική καί κοινή προσευχή: Ἡ αὐθεντική προσευχή διακρίνεται σέ διάφορα εἴδη. Μιά πρώτη γενική διάκρισή της εἶναι σέ α) προσωπική καί β) σέ κοινή προσευχή. Καί οἱ δύο αὐτές μορφές ὑπάρχουν ἤδη στήν Παλαιά Διαθήκη. Ὡστόσο, ἰδιαίτερη σημασία δίνεται στήν κοινή προσευχή, αὐτήν πού γίνεται ἀπό τό σύνολο τοῦ «Λαοῦ τοῦ Θεοῦ» ἤ τουλάχιστον ἀπό ἕνα ἀντιπροσωπευτικό μέρος του. Περιλαμβάνει τίς θυσίες στόν Ναό, τίς κοινές προσευχές, τίς ἑορτές, τή μελέτη τοῦ Νόμου καί τό κήρυγμα στή Συναγωγή. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἐπεμβαίνει καί δίνει συγκεκριμένες ὁδηγίες (μέχρι λεπτομερειῶν!), γιά τήν κατασκευή τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου, γιά τίς τελετές τῶν θυσιῶν κ.λπ. Ἐπίσης, ὁ Ἴδιος θεσμοθετεῖ τή νομική Ἱερωσύνη, ὡς ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς νομικῆς λατρείας. Δύο βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περιέχουν τό ἕνα τόν «τύπο» τῆς λατρείας, τό «lex orandi» (Λευϊτικόν), καί τό ἄλλο τό ὑμνολογικό μέρος της (Ψαλμοί). Βέβαια, ὅσα συμβαίνουν ἐκεῖ εἶναι «σκιά» καί ὅσα συμβαίνουν στήν Ἐκκλησία εἶναι «εἰκόνα» τῆς «πραγματικότητος» τῶν «μελλόντων ἀγαθῶν» (Ἑβρ. 10,1). Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι οἱ ἑνώπιον τοῦ Θεοῦ συνάξεις τοῦ Λαοῦ Του στήν Παλαιά Διαθήκη ἀποκαλοῦνται συνήθως «ἐκκλησία» (τύπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Καινῆς Διαθήκης).

Προσευχή καί Ἐκκλησία: Ἄν ἡ προσευχή εἶναι μία μέθοδος, πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία, καί ἄν ἡ σωτηρία ἐπιτυγχάνεται μόνο ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, τότε ἡ προσευχή μόνο ἐντός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀποτελεσματική. «Ἐκτός Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία», κατά τό κοινό φρόνημα τῶν Πατέρων. Ἡ Ἐκκλησία ἐμφανίζεται πραγματικά, ἀπό τή στιγμή τῆς Σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὁ Ὁποῖος «Ἐκκλησίας σάρκα ἀνέλαβε» (ἅγ. Χρυσόστομος). Ἐκκλησία, γιά τήν ἀκρίβεια, εἶναι ἡ ἱστορική «Σάρξ» (ἀνθρώπινη φύση) τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ ἑνωμένη μέ τή θεία, ἡ θεωμένη, ἡ παθοῦσα, ἡ ἀναστημένη, ἡ καθήμενη «ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός», στήν ὁποία ἐνσωματώνεται κάθε πιστός μέ τό Βάπτισμα καί μέ τή Θεία Εὐχαριστία. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησίας «ὁρίζεται» ὡς «Σῶμα Χριστοῦ». Ἐκκλησία, σύμφωνα μέ ἄλλη διατύπωση, εἶναι ὁ Ἴδιος «ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας». Ἄν ὁ ἄνθρωπος σώζεται μόνο διά τοῦ Χριστοῦ καί μόνο ἐντός τοῦ Σώματός Του (τῆς Ἐκκλησίας), τότε καμμία ἐνέργεια τῶν μελῶν δέν εἶναι ἀτομική, ἀποκομμένη ἀπό τά ἄλλα μέλη, ἀλλά τά πάντα τελοῦνται καί λειτουργοῦν σέ κοινωνία (σχέση) μέ ὅλα τά μέλη: «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις» (Ἐφ. 3,18). Μόνο ἔτσι ὅλα λειτουργοῦν αὐθεντικά. Αὐτό σημαίνει, ὅτι ἡ κοινή προσευχή, ἡ προσευχή τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας ὑπερέχει σαφῶς τῆς προσωπικῆς, τῆς κατ’ ἰδίαν προσευχῆς: «εἰ γάρ ἑνός καί δευτέρου προσευχή τοσαύτην ἰσχύν ἔχει, πόσῳ μᾶλλον ἥ τε τοῦ Ἐπισκόπου καί πάσης τῆς Ἐκκλησίας» (ἅγ. Ἰγνάτιος). Ἀλλά, καί ἡ προσωπική προσευχή εἶναι ἐπίσης μιά λειτουργία τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Κατά τή διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου, «οὗ εἰσίν δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. 18,20). Κατά συνέπειαν, ὅλες οἱ συνάξεις τῆς Ἐκκλησίας εἶναι συνάξεις στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί σέ ὅλες ὁ Χριστός εἶναι παρών. Ὅμως, «ὅπου βρίσκεται ὁ Χριστός εἶναι ἀνάγκη νά βρίσκονται καί Ἄγγελοι, εἶναι ἀνάγκη νά βρίσκονται καί Ἀρχάγγελοι καί οἱ ἄλλες Δυνάμεις» (ἅγ. Χρυσόστομος), ἀφοῦ «ὅπου ἄν ᾖ Χριστός Ἰησοῦς, ἐκεῖ ἡ καθολική Ἐκκλησία» (ἅγ. Ἰγνάτιος). Ἄν ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Σῶμα Χριστοῦ», τότε τό Σῶμα αὐτό ταυτίζεται μέ τό Σῶμα τῆς Θείας Εὐχαριστίας, γι’ αὐτό «σημαίνεται ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς Μυστηρίοις» (ἅγ. Νικόλαος Καβάσιλας), δηλ. στή Θ. Εὐχαριστία. Ἐκεῖ ὁ Χριστός δέν εἶναι ἁπλῶς παρών, ἀλλά καί παραδίδει τόν Ἑαυτό Του «εἰς βρῶσιν», δηλ. σέ κοινωνία, «τοῖς πιστοῖς». Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ ὕψιστη ἐνέργεια τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί τό ὕψιστο ἔργο τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τῆς γῆς. Ἐκεῖ συντελεῖται ἡ σωτηρία μας, ἐκεῖ γίνεται ἡ ἕνωσή μας μέ τόν Θεό. Εἶναι τό ἐπίκεντρο ὅλων τῶν Μυστηρίων (στό παρελθόν ὅλα τά ἄλλα Μυστήρια ἦταν ἐσωματωμένα στή Λειτουργία καί τελοῦντο ἐντός της, ὅπως μέχρι σήμερα οἱ Χειροτονίες), ἀλλά καί ὅλων τῶν ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν συνάξεων ἤ τελετῶν (Ἑσπερινοῦ, Ὄρθρου, κ.λπ.). Γι’ αὐτό πρώτιστο μέλημα κάθε πιστοῦ εἶναι ἡ μετοχή στίς ἐκκλησιαστικές συνάξεις καί ἰδιαίτερα στή Θ. Λειτουργία. Ὁ μετέχων στίς συνάξεις αὐτές «ἐκκλησιάζεται», δηλ. ἐπιβεβαιώνει, ἐπικυρώνει συνεχῶς τήν ἰδιότητά του ὡς μέλους τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ὁ ἀπ. Παῦλος προτρέπει νά μή ἐγκαταλείπουμε «τήν ἐπισυναγωγήν ἑαυτῶν» (Ἑβρ. 10,25), ὁ δέ ἅγ. Ἰγνάτιος ἀναφέρει: «Σπουδάζετε οὖν πυκνότερον συνέρχεσθαι εἰς εὐχαριστίαν Θεοῦ καί εἰς δόξαν. Ὅταν γάρ πυκνῶς ἐπί τό αὐτό γίνεσθε, καθαιροῦνται αἱ δυνάμεις τοῦ σατανᾶ, καί λύεται ὁ ὄλεθρος αὐτοῦ». Τέλος, οἱ ἐκκλησιαστικοί κανόνες ἀπειλοῦν μέ ἀφορισμό ὅποιον Χριστιανό ἀπουσιάζει χωρίς σοβαρό λόγο γιά τρεῖς συνεχόμενες Κυριακές ἀπό τή Θ. Λειτουργία. Ὡστόσο, σέ ὅλες τίς ἐκκλησιαστικές συνάξεις εἶναι ἀπαραίτητο νά μετέχουν οἱ πιστοί (Ἑσπερινό, Ὄρθρο, Παρακλήσεις, ἄλλες ἱερές Ἀκολουθίες).
Ὁ «κανών τῆς προσευχῆς»: Ἡ Ἐκκλησία, μέ βάση τό ψαλμικό «ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ᾔνεσά σε» (Ψαλμ. 118,164), ὅρισε «ἑπτά καιρούς» προσευχῆς τοῦ 24ώρου, στούς ὁποίους ἀντιστοιχοῦν ἑπτά ἱερές Ἀκολουθίες: α) ὁ Ἑσπερινός, β) τό Μεσονυκτικό, γ) ὁ Ὄρθρος, δ) ἡ Α΄ Ὥρα, ε) ἡ Γ΄ Ὥρα, στ) ἡ ΣΤ΄ Ὥρα καί ζ) ἡ Θ΄ Ὥρα. Αὐτές οἱ Ἀκολουθίες, στίς ὁποῖες προστέθηκε καί τό Ἀπόδειπνο, ἀποτελοῦν τήν τακτή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διατηρεῖ τό ἑβραϊκό ἡμερολόγιο ὡς πρός τήν ὀνομασία τῶν ἡμερῶν καί ὡς πρός τήν ἔναρξη τῆς ἡμέρας (τοῦ 24ώρου), πού γίνεται τό ἑσπέρας. Ἐπειδή, ὅμως, ἡ μετάβαση στόν Ναό «ἑπτάκις τῆς ἡμέρας» ἦταν πρακτικῶς ἀδύνατη, οἱ «καιροί» τῆς προσευχῆς συμπτύχθηκαν σέ δύο, στήν ἑωθινή (πρωϊνή) καί στήν ἑσπερινή Ἀκολουθία, χωρίς νά καταργηθοῦν οἱ ἀντίστοιχες Ἀκολουθίες τῶν «ἑπτά καιρῶν». Ἔτσι, ἡ ἑωθινή Ἀκολουθία περιλαμβάνει τό Μεσονυκτικό, τόν Ὄρθρο καί τίς Ὧρες Α΄, Γ΄ καί ΣΤ΄ καί ἡ ἑσπερινή περιλαμβάνει τήν Θ΄ Ὥρα καί τόν Ἑσπερινό (καί τό Ἀπόδειπνο). Ὡστόσο, καί αὐτός ὁ «κανών» μόνο στά Μοναστήρια τηρεῖται, ἐνῶ στίς Ἐνορίες τελοῦνται συνήθως ὁ Ὄρθρος τό πρωΐ καί ὁ Ἑσπερινός τό ἑσπέρας, ὡς ἀπόηχος τῆς ἀρχαίας (μέχρι τόν 8ο μ.Χ. αἰ.) διακρίσεως τοῦ τυπικοῦ τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας σέ α) Ἀσματικό (ἐνοριακό) καί β) Μοναστικό. Παράλληλα, ὑπάρχει ἡ ἔκτακτη λατρεία, ἡ ὁποία περιλαμβάνει Ἀκολουθίες ὅπως οἱ Παρακλήσεις, οἱ Χαιρετισμοί, οἱ Ἁγιασμοί κ.ἄ. Μέ τήν τακτή λατρεία εἶναι περισσότερο συνδεδεμένη ἡ Θεία Λειτουργία, ἡ ὕψιστη λατρευτική πράξη τῆς Ἐκκλησίας, πού τελεῖται τακτικῶς κάθε Κυριακή καί ἑορτή καί ἐκτάκτως ὁποιαδήποτε μέρα, ἐκτός κάποιων ἐξαιρέσεων. Ὁ ἐτήσιος ἑορταστικός κύκλος περιλαμβάνει α) Δεσποτικές ἑορτές, β) Θεομητορικές καί γ) μνῆμες ἑορταζομένων Ἁγίων, διακρίνεται δέ σέ α) σταθερό ἑορταστικό κύκλο (μέ προεξάρχουσα τή δεσποτική ἑορτή τῶν Χριστουγέννων) καί β) κινητό ἑορταστικό κύκλο (μέ ἐπίκεντρο τή Δεσποτική ἑορτή τοῦ Πάσχα). Ἡ ἑορτή τοῦ Πάσχα (ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου), ἡ κορυφαία ἑορτή τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἑορτάζεται μόνο ἅπαξ (μία φορά) τοῦ ἔτους, ἀλλά καί ἅπαξ τῆς ἑβδομάδος, κάθε Κυριακή. Ὁ ἑβδομαδιαῖος ἑορταστικός κύκλος διαμορφώθηκε μέ ἐπίκεντρο τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, ὡστόσο, κάθε μέρα τῆς ἑβδομάδος εἶναι ἀφιερωμένες σέ κάποιο τιμώμενο πρόσωπο ἤ σέ κάποιο γεγονός. Ἔτσι, τό Σάββατο εἶναι ἡμέρα προσευχῆς ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων, ἡ Τετάρτη καί ἡ Παρασκευή εἶναι ἡμέρες νηστείας, ἀφιερωμένες στό Πάθος καί στή Σταύρωση τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί στή Θεοτόκο, ἡ Δευτέρα εἶναι ἡμέρα τιμῆς τῶν Ἀσωμάτων (Ἀγγέλων), ἡ Τρίτη εἶναι ἡμέρα τιμῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί ἡ Πέμπτη εἶναι ἡμέρα τιμῆς τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τοῦ ἁγίου Νικολάου. Ἡ τιμή τῆς Κυριακῆς, ἡμέρας κατά τήν ὁποία ἔγινε ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου (καί ἄλλα γεγονότα τῆς θείας Οἰκονομίας, κατά τήν Παράδοση), ἀντικατέστησε τήν τιμή καί τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου κατά τό ἑβραϊκό ἑορτολόγιο. Ἡ Κυριακή, ἡ «ἡμέρα Κυρίου», ἔχει ἔντονα ἑόρτιο χαρακτῆρα καί εἶναι ἡμέρα ἀργίας, προσευχῆς, ἀγαθοεργίας καί, ἰδιαίτερα, ἡμέρα προσφορᾶς τοῦ «Δείπνου τοῦ Κυρίου», τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἐπίσης, ἔχει ἱστορικό χαρακτῆρα (ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως), ἀλλά καί ἔντονα ἐσχατολογικό χαρακτῆρα: εἶναι ταυτοχρόνως ἡ «μία» (ἡ πρώτη), ἀλλά καί ἡ «ὀγδόη ἡμέρα», ἡ ἡμέρα τοῦ «μέλλοντος αἰῶνος», ἡ ἡμέρα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐσχάτης Κρίσεως, «ἡ ἡμέρα Κυρίου ἡ μεγάλη καί ἐπιφανής».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου