γαπητοί φίλοι,

Σς καλωσορίζω στό προσωπικό μου ἱστολόγιο καί σς εχομαι καλή περιήγηση. Σ’ ατό θά βρετε κείμενα θεολογικο καί πνευματικο περιεχομένου, πως κείμενα ναφερόμενα στήν πίστη καί Παράδοση τς κκλησίας, ντιαιρετικά κείμενα, κείμενα πνευματικς οκοδομς, κείμενα ναφερόμενα σέ προβληματισμούς καί ναζητήσεις τς ποχς μας καί, γενικά, διάφορα στοιχεα πό τήν πίστη καί ζωή τς ρθόδοξης κκλησίας.

Εχομαι τά κείμενα ατά καί κάθε νάρτηση σ’ ατό τό ἱστολόγιο νά φανον χρήσιμα σέ σους νδιαφέρονται, νά προβληματίσουν θετικά, νά φυπνίσουν καί νά οκοδομήσουν πνευματικά.

ελογία καί Χάρις το Κυρίου νά εναι πάντοτε μαζί σας.

Μετά τιμς καί γάπης.

π. Σωτήριος θανασούλιας

φημέριος Μητροπολιτικο ερο Ναο γίου Βασιλείου Τριπόλεως.

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2023

«Ορθοδοξία και Ζωή» 2022-2023: Στοιχεία Θεολογίας της Παλαιάς Διαθήκης

 


Διάγραμμα – Περίληψη Θέματος ΙΒ΄ τοῦ Θεολογικοῦ Προγράμματος «Ὀρθοδοξία καί Ζωή» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, περιόδου ΙΖ΄, ἔτους 2022-2023. 

Εἰσαγωγικά: Ἡ οὐσία καί ἡ ἀξία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔγκεινται στήν περί Θεοῦ μαρτυρία της. Ἡ Ἐκκλησιαστική Παράδοση ὁμόφωνα δέχεται ὅτι ὁ ἐμφανιζόμενος σ’ αὐτήν Θεός εἶναι ὁ Ἴδιος ἀκριβῶς μέ τόν ἐμφανιζόμενο στήν Καινή καί στίς θεοπτικές ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων. Ὁ Θεός αὐτός ἐμφανίζεται ὡς Τριαδικός (Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα), ἄν καί στήν Π. Διαθήκη ὑποκρύπτεται ἡ τριαδικότητά Του καί τονίζεται ἡ ἑνότητά Του, λόγῳ τοῦ κινδύνου τῆς πολυθεΐας ἀπό τό περιβάλλον τῆς ἐποχῆς. Ὡστόσο, ἀπό μαρτυρίες τῆς ἴδιας τῆς Π. Διαθήκης προκύπτει ὅτι οἱ Προφῆτες καί Δίκαιοι τῆς ἐποχῆς της γνώριζαν τήν ἀλήθεια περί Ἁγίας Τριάδος. Τήν ἴδια μαρτυρία παρέχει καί ἡ Λειτουργική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Κάθε ἄλλη κατανόηση καί ἑρμηνεία τῆς Π. Διαθήκης, κατά τήν ὁποία αὐτή ὁμιλεῖ γιά ἕναν μόνο Θεό, ὁ Ὁποῖος μάλιστα διαφέρει ἀπό Αὐτόν τῆς Καινῆς, εἶναι ἰουδαϊκή ἑρμηνεία της καί αἵρεση.

Ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παράδοσης: Ἡ ἄποψη ὅτι  οἱ Προφῆτες καί Δίκαιοι τῆς Π. Διαθήκης γνώριζαν τήν ἀλήθεια περί Ἁγ. Τριάδος, προβάλλεται ἰδιαίτερα στούς Τριαδικούς Κανόνες τῶν Κυριακῶν (τῆς Παρακλητικῆς). Σύμφωνα μέ τά κείμενα αὐτά, ἡ τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται σέ περιπτώσεις, ὅπως: α) ἡ Δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου (Γεν. 1, 26-27), β) ἡ φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ (Γεν. 18, 1-5), γ) ἡ ὅραση τοῦ Ἡσαΐα στό Ἡσ. 6, 1-3, δ) ἡ ὅραση τοῦ Δανιήλ στό Δαν. 7, 9-14, ε) ἡ ὅραση τοῦ Μωϋσέως στή φλεγόμενη Βάτο (Ἐξοδ. 3, 2-6), στ) οἱ ἐνέργειες τοῦ προφήτη Ἠλία στό Γ΄ Βασ. 18, 33-35. Παράλληλα, ἡ ἀλήθεια αὐτή προβάλλεται ὡς διδασκαλία καί τῶν Προφητῶν καί ὄχι μόνο τῶν Ἀποστόλων.

Οὐσία καί Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ: Ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀναφέρεται στίς ὁράσεις τοῦ Θεοῦ στούς Προφῆτες καί Δικαίους τῆς ἐποχῆς της. Ὅμως, ἡ ἴδια ἡ Ἁγ. Γραφή διαβεβαιώνει ὅτι «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε» (Ἰω. 1,18), τό ἴδιο ἐπαναλαμβάνουν καί οἱ Πατέρες (Ἰω. Δαμασκηνός κ.ἄ.), τό ἴδιο διαβεβαιώνει ὁ Θεός τόν Μωϋσῆ: «οὐ δυνήσῃ ἰδεῖν τό πρόσωπόν μου· οὐ γάρ μή ἴδῃ ἄνθρωπος τό πρόσωπόν μου καί ζήσεται» (Ἐξ. 33,20). Ὡστόσο, οἱ θεόπτες, τόσο τῆς Παλαιᾶς ὅσο καί τῆς Καινῆς, γνωρίζουν σαφῶς ὅτι βλέπουν ὄντως τόν Ἴδιο τόν Θεό καί ὄχι κάποιο κτιστό σύμβολό Του. Ἰσχυρίζονται ὅτι συνομιλοῦν μαζί Του «ἐνώπιος ἐνωπίῳ, ὡς εἴ τις λαλήσει πρός τόν ἑαυτοῦ φίλον» (Ἐξ. 33,11) καί ὅτι ὁ Θεός ὁρᾶται «πρόσωπον πρός πρόσωπον» (Α΄ Κορ. 13,12) καί «καθώς ἐστι» (Α΄ Ἰω. 3,2) κ.ἄ. Μόνο ἡ Δυτική θεολογική παράδοση θεώρησε ὅτι οἱ ὁράσεις τῶν Προφητῶν ἦταν κτιστά σύμβολα τοῦ Θεοῦ («γινόμενα καί ἀπογινόμενα κτίσματα»!). Ἄρα, ὑπάρχει ἕνα «μέρος» τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὁρατό καί γνωστό, καί ἕνα «μέρος», πού εἶναι παντελῶς ἀόρατο, ἀπρόσιτο καί ἄγνωστο. Ὁ ἀπ. Παῦλος ὁμιλεῖ σαφῶς γιά τό «γνωστόν τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 1,19), ὑπονοώντας ὅτι ὑπάρχει καί τό «ἄγνωστον». Στή θεοπτία τοῦ Μωϋσέως στό Σινά (Ἐξ. 33, 11-23), τό «ἄγνωστον» ἀποκαλεῖται «πρόσωπον» καί τό «γνωστόν» ἀποκαλεῖται «ὀπίσω» τοῦ Θεοῦ. Οἱ Πατέρες ἀποκαλοῦν τό «ἄγνωστον» τοῦ Θεοῦ «Οὐσία» καί τό «γνωστόν» «Ἐνέργεια» ἤ «Ἐνέργειες» τοῦ Θεοῦ. Ἡ διάκριση αὐτή εἶναι θεμελιώδης στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση καί ἀποτελεῖ δόγμα πίστεως, ὑπάρχει δέ στήν Παλαιά Διαθήκη, στήν Καινή καί σέ ὅλους τούς ἁγίους Πατέρες, μέ ποικίλα ὀνόματα. Στήν Π. Διαθήκη ἡ Ἐνέργεια ἀποκαλεῖται συνήθως Δόξα ἤ Μεγαλοπρέπεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί Φῶς, Γνόφος, Νεφέλη, Στήλη Πυρός, Στήλη Νεφέλης κ.ἄ. Ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (328-390) ἀποκαλεῖ τήν Οὐσία τοῦ Θεοῦ «Πρώτην φύσιν», πού εἶναι γνωστή μόνο στά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί παντελῶς ἄγνωστη στούς ἀνθρώπους καί στούς Ἀγγέλους, ὄχι μόνο στήν παροῦσα ζωή, ἀλλά καί στή μέλλουσα, καί τήν Ἐνέργεια ἀποκαλεῖ «Δευτέραν φύσιν», πού γίνεται γνωστή μόνο στούς «κεκαθαρμένους» καί «ἐν θεωρίᾳ διαβεβηκότας». Ταυτίζει τή Δευτέρα φύση μέ τά «ὀπίσω» ἤ τά «ὀπίσθια» τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν «μεγαλοπρέπειά» Του, πού εἶναι «ἐπηρμένη ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν»! (δηλ. ἄκτιστη). Ὁ Μ. Βασίλειος (330-378) ὁμιλεῖ σαφῶς γιά «Οὐσία» καί «Ἐνέργειες» τοῦ Θεοῦ: «Αἱ μέν γάρ ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ ποικίλαι, ἡ δέ οὐσία ἁπλῆ. Ἡμεῖς δέ ἐκ μέν τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τόν Θεόν, τῇ δέ οὐσίᾳ αὐτοῦ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα. Αἱ μέν γάρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρός ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δέ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος». Ὁ ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός (680-755) ἀποκαλεῖ τήν Ἐνέργεια «δραστικήν καί οὐσιώδη τῆς φύσεως κίνησιν». Ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (1296-1359) τόν 14ο αἰ. διευκρινίζει σαφέστερα τή διάκριση αὐτή, μέ ἀφορμή τήν ἀμφισβήτησή της ἀπό τόν αἱρετικό (λατινόφρονα) Μοναχό Βαρλαάμ. Κατά τούς Πατέρες, ἄρνηση τῆς Ἐνέργειας σημαίνει ἄρνηση τοῦ Ἴδιου τοῦ Θεοῦ (ἀθεΐα), ἐπειδή «τό ἀνενέργητον καί ἀνυπόστατον». Ἡ Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀδιάσπαστα ἑνωμένη καί ἀχώριστη τῆς Οὐσίας Του. Δέν εἶναι μόνο ὁρατή (γιά τούς κεκαθαρμένους), ἀλλά καί μεθεκτή. Ὅσοι τήν βλέπουν ὡς Φῶς, Δόξα, Νεφέλη, Γνόφο κ.λπ., εἰσέρχονται μέσα στό Φῶς, φωτίζονται, «ἐκλάμπουσι ὡς φωστῆρες», «ἀλλοιοῦνται», «ἀπαστράπτουσι», «εἴσω τῆς Νεφέλης γίγνονται», «Θεῷ συγγίγνονται», δοξάζονται κ.λπ. Ἡ Ἐνέργεια εἶναι ἄκτιστη ὅπως καί ἡ Οὐσία καί ὁ μετέχων Αὐτῆς μετέχει τοῦ Ἴδιου τοῦ Θεοῦ, δηλ. ἔχει πραγματική θεοπτία, «θεοῦται», γίνεται «θέσει θεός» ἤ «θεός κατά Χάριν», κοινωνεῖ μέ τόν Θεό «ἐνώπιος ἐνωπίῳ», γίνεται «φίλος Θεοῦ» ἤ «φίλος Χριστοῦ», τοῦ ὁμιλεῖ ὁ Θεός «ὡς εἴ τις λαλήσει πρός τόν ἑαυτοῦ φίλον», βλέπει τόν Θεό «πρόσωπον πρός πρόσωπον» καί «καθώς ἐστι», γίνεται «υἱός Θεοῦ κατά Χάριν» ἤ «θέσει (θετός) υἱός». Ἡ μία Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, κατά μυστηριώδη τρόπο, «πολλαπλασιάζεται ἀπολλαπλασιάστως» καί «μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς» (ἀνάλογα μέ τά ἀποτελέσματα – «ἐνεργήματά» της), ὥστε νά μπορεῖ νά γίνεται λόγος καί γιά πολλές Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ: οἱ ὅροι «Ἐνέργεια» καί «Ἐνέργειες» ἐλεύθερα ἐναλάσσονται. Οἱ Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀκόμη καί ὅταν γίνοται γνωστές καί μεθεκτές, παραμένουν ἄρρητες καί ἀκατανόητες, ἐπειδή οἱ ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων (θεοπτῶν) εἶναι «ὑπέρ αἴσθησιν», «ὑπέρ λόγον» καί «ὑπέρ νοῦν». Ἡ σημασία τῆς διδασκαλίας περί τῶν Ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ εἶναι τεράστια. Ἡ περί θείων Ἐνεργειῶν διδασκαλία εἶναι ἴσως ἡ μεγαλύτερη θεολογική διαφορά μας μέ τή χριστιανική Δύση. Ὁ ἄνθρωπος σώζεται μέ τή μετοχή του στίς ἄκτιστες Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Κοινωνεῖ τοῦ Θεοῦ «κατ’ ἐνέργειαν» (ὄχι «κατ’ οὐσίαν», οὔτε «καθ’ ὑπόστασιν»), ἑνώνεται μέ τόν Θεό «κατ’ ἐνέργειαν» καί σώζεται μόνο ὅ,τι ἑνώνεται μέ τόν Θεό: «ὅ δέ ἥνωτται τῷ Θεῷ τοῦτο καί σώζεται». Ἄν ὁ Θεός δέν ἔχει Ἐνέργειες, τότε εἶναι ἀνύπαρκτος καί τότε ὅλο τό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κήρυγμα συγκεκαλυμμένης ἀθεΐας («τό ἀνενέργητον καί ἀνυπόστατον»!). Ἄν ἔχει Ἐνέργειες ἄκτιστες, ἀλλά δέν κοινωνεῖ μέσῳ αὐτῶν μέ τόν ἄνθρωπο, ἀλλά μέσῳ «γινομένων καί ἀπογινομένων κτισμάτων, τότε ὅλη ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μιά νέα μορφή εἰδωλολατρίας δίπλα σέ ὅλες τίς ἄλλες. Τό ἴδιο ἰσχύει καί ἄν ὑποτεθεῖ ὅτι ὁ Θεός ἔχει μέν ἐνέργειες, ἀλλά κτιστές (ὅμως, κατά τούς Πατέρες, ἡ ἄκτιστη Φύση ἔχει ἄκτιστες Ἐνέργειες καί ἡ κτιστή φύση ἔχει κτιστές ἐνέργειες). Ἄν ὁ ἄνθρωπος κοινωνεῖ τῆς ἴδιας τῆς Οὐσίας τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τῶν Ἐνεργειῶν Του (εἴτε στήν παροῦσα ζωή, εἴτε στή μέλλουσα), τότε τό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κήρυγμα Πανθεϊσμοῦ (ταύτισης Θεοῦ καί ἀνθρώπου), ἀντίληψη πού ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τή μαρτυρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί μέ τή μαρτυρία τῶν Ἁγίων (θεοπτῶν) τῆς Ἐκκλησίας, κατά τήν ὁποία μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου δέν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότητα.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου