ΤΗΣ ΕΜΦΑΝΙΣΕΩΣ
ΚΑΙ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΕΩΣ ΤΟΥ FILIOQUE
ΙΕΡΕΩΣ
ΣΩΤΗΡΙΟΥ
Ο. ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΙΑ
Ἡ αἵρεση τοῦ filioque ἐξακολουθεῖ
νά ἀποτελεῖ τή σπουδαιότερη θεολογική διαφορά μεταξύ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας
καί τοῦ ἀποσχισθέντος ἀπό τό σῶμα της τόν ια' μ.Χ. αἰ. Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, ὑπῆρξε
δέ μία ἀπό τίς βασικότερες αἰτίες τοῦ τραγικοῦ ἐκείνου γεγονότος τῆς
Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, δηλαδή τοῦ Σχίσματος τοῦ 1054 μ.Χ. Ἀπαραίτητη
προϋπόθεση γιά τήν κατανόηση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ εἶναι ἡ γνώση τῶν ἱστορικῶν
πλαισίων τῆς ἐμφανίσεως καί ἐπικρατήσεως μεταξύ τοῦ δυτικοῦ χριστιανικοῦ κόσμου
τοῦ filioque, δηλαδή τῆς διδασκαλίας πού ἀπετέλεσε τή βασική θεολογική αἰτία τοῦ
Σχίσματος.
Τί εἶναι, ὅμως, τό filioque;
Εἶναι ἡ αἱρετική ἀντίληψη ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα «ἐκπορεύεται»[1] καί ἀπό τόν Υἱό («filioque» = «καί ἐκ
τοῦ Υἱοῦ» ), ἡ ὁποία πρωτοεμφανίστηκε στήν Ἰσπανία στά μέσα τοῦ στ' μ.Χ. αἰ.
καί ἐπικράτησε προοδευτικά σέ ὁλόκληρο τόν δυτικό κόσμο, σέ ἀντίθεση μέ τή
Βιβλική καί Πατερική διδασκαλία ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα «ἐκπορεύεται» μόνο ἀπό τόν
Πατέρα. Ἡ διδασκαλία αὐτή, δηλαδή ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα «ἐκπορεύεται» μόνο ἀπό τόν
Πατέρα, ἦταν κοινή πίστη τῆς Ἐκκλησίας σέ Δύση καί Ἀνατολή γιά πολλούς αἰῶνες. Οἱ
ρίζες καί τά θεμέλιά της, καθώς καί ὁ ἴδιος ὁ ὅρος «ἐκπόρευσις» («ἐκπορεύεται»),
βρίσκονται στήν Καινή Διαθήκη καί μάλιστα στά λόγια τοῦ Κυρίου γιά «τό Πνεῦμα
τῆς ἀληθείας ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται»[2].
Ἡ Πατερική Παράδοση κατανόησε τόν ὅρο ὡς σημαίνοντα τόν ἰδιαίτερο «τρόπο
ὑπάρξεως» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐντός τῆς Ἁγίας Τριάδος, δηλ. ὡς ἀναφερόμενο στίς
ἐνδοτριαδικές σχέσεις καί ὄχι στή σχέση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τόν κόσμο. Αὐτό σημαίνει
ὅτι ἡ «ἐκπόρευσις» δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τήν ἔλευση ἤ τήν ἀποστολή τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος στόν κόσμο, ἡ ὁποία γίνεται «ἐν χρόνῳ»[3]
γιά τόν ἁγιασμό τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ «ἐκπόρευσις», ὡς «τρόπος ὑπάρξεως» τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρός «ἀϊδίως»[4],
ἀποτελεῖ ὑποστατικό ἰδίωμα τοῦ τρίτου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος «ἀκοινώνητο»[5].
Ἔτσι, ὁ ὅρος ἐκλαμβάνεται ὡς παράλληλος τοῦ ὅρου «γέννησις», πού ἀποτελεῖ ὑποστατικό
ἰδίωμα τοῦ Υἱοῦ στήν Ἁγία Τριάδα: ὅπως ἡ «γέννησις» εἶναι «τρόπος ὑπάρξεως» τοῦ
Υἱοῦ ἐκ τοῦ Πατρός «ἀϊδίως»[6],
ἔτσι καί ἡ «ἐκπόρευσις» εἶναι διαφορετικός
«τρόπος ὑπάρξεως» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρός «ἀϊδίως». Ἐπιπλέον, ὅπως ἡ
πρώτη καί «ἀΐδιος» γέννησις τοῦ Υἱοῦ ἀπό τόν Πατέρα δέν ταυτίζεται μέ τή
δεύτερη καί «ἐν χρόνῳ» γέννηση τοῦ Υἱοῦ στόν κόσμο ἀπό τήν Παρθένο καί Θεοτόκο
Μαρία, ἔτσι καί ἡ «ἀΐδιος» ἐκπόρευσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό τόν Πατέρα δέν ταυτίζεται
μέ τήν «ἐν χρόνῳ» ἔλευση ἤ ἀποστολή Του στόν κόσμο γιά τή σωτηρία καί τόν
ἁγιασμό τῶν ἀνθρώπων.
Ἡ παραπάνω διδασκαλία
δέν ἀμφισβητήθηκε ποτέ στήν ἀρχαία Ἐκκλησία μέχρι τήν ἐμφάνιση τοῦ filioque.
Ἀμφισβητήθηκε, βέβαια, ἡ ἀλήθεια ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Θεός, ὁμοούσιος μέ
τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, ἀπό διάφορους αἱρετικούς Πνευματομάχους τοῦ δ' μ.Χ.
αἰ., οἱ ὁποῖοι, προφανῶς, θά εἶχαν αἱρετική ἤ συγκεχυμένη ἀντίληψη καί γιά τήν
ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅμως συγκεκριμένη ἀμφισβήτηση τῆς διδασκαλίας αὐτῆς
δέν ὑπῆρξε ποτέ. Κατά τούς Πατέρες, ἡ ἀλήθεια γιά τήν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος ἀποτελεῖ Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Ἀπό ἐκεῖ τήν παραλαμβάνουμε καί τήν
δεχόμεθα ὅπως ἀκριβῶς εἶναι, χωρίς νά ἐπιχειροῦμε νά τήν κατανοήσουμε ἤ νά τήν
ἑρμηνεύσουμε λογικά, ἀφοῦ, ἀκόμη καί μετά τή διατύπωσή της, παραμένει μυστήριο
ἀκατανόητο γιά τήν ἀνθρώπινη νόηση. Τυχόν προσπάθεια κατανόησης τοῦ τί ἀκριβῶς
εἶναι ἡ «γέννησις» τοῦ Υἱοῦ καί ἡ «ἐκπόρευσις» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀποτελεῖ
παράνοια ἤ παραφροσύνη[7].
Πέραν τούτων, αἵρεση σάν αὐτή τοῦ filioque δέν θά εἶχε καμμία δυνατότητα
ἐπιβίωσης στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, γιατί καταλύει εὐθέως τήν Θεολογική καί
Πατερική ἀρχή ὅτι στήν Ἁγία Τριάδα ὑπάρχουν μόνο «κοινά» (καί γιά τά τρία
πρόσωπα) καί μόνο «ἀκοινώνητα» (γιά ἕνα μόνο πρόσωπο) θεῖα ἰδιώματα, δηλ. δέν
ὑπάρχουν ἰδιώματα πού ἀνήκουν σέ δύο πρόσωπα[8].
Στήν περίπτωση τοῦ filioque, ὅμως, τό ἰδίωμα τοῦ «ἐκπορεύειν» ἀνήκει σέ δύο
πρόσωπα, στόν Πατέρα καί στόν Υἱό, καί καταλύει τήν παραπάνω Πατερική ἀρχή, δηλ.
δέν εἶναι οὔτε «φυσικό» οὔτε «ὑποστατικό» ἰδίωμα.
Στήν Πατερική Παράδοση
ἡ Ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τήν ἐκπόρευση τοῦ τρίτου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀναπτύσσεται
περισσότερο ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως τόν Θεολόγο
(328-390). Ἐπισήμως διατυπώθηκε ἀπό τήν Β' Οἰκουμενική Σύνοδο (Κων/πολη, 381
μ.Χ.), ἡ ὁποία συμπεριέλαβε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τή φράση «τό ἐκ τοῦ Πατρός
ἐκπορευόμενον». Ἀπό τότε καί μέχρι τήν ἐμφάνιση τοῦ filioque ἡ διατύπωση αὐτή
τῆς Β' Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐθωρεῖτο πλήρης καί ἀδιαπραγμάτευτη, τό δέ ζήτημα
τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐθεωρεῖτο ὁριστικῶς λελυμένο γιά τήν
Ἐκκλησία. Τό γεγονός ὅτι ἡ ἀλήθεια γιά τήν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶχε
συμπεριληφθεῖ στό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί ἀποτελοῦσε, κατά κάποιον τρόπο
«κανόνα πίστεως» τῆς Ἐκκλησίας εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τό filioque, μετά τήν ἐμφάνισή
του στή Δύση, νά ἀντιμετωπιστεῖ μέ δύο τρόπους ἀπό τούς Πατέρες καί Θεολόγους
τῆς Ἀνατολῆς: α) ὡς θεολογική διδασκαλία καί β) ὡς προσθήκη στό Σύμβολο τῆς
Πίστεως. Ἄς παρακολουθήσουμε, ὅμως, πῶς ἀκριβῶς ἐμφανίσθηκε καί πῶς, τελικά,
ἐπικράτησε μεταξύ τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ τό filioque.
* *
*
Ἡ ἐμφάνιση τῆς
αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ filioque ὀφείλεται σέ συμπλοκή ἱστορικῶν καί
θεολογικῶν αἰτίων. Οἱ ἱστορικές ρίζες της ἀνάγονται στήν ἐμφάνιση τοῦ λαοῦ τῶν
Φράγκων στό Δυτικό Ρωμαϊκό κράτος ἀπό τόν στ' μ.Χ. αἰ., καθώς καί στή δράση τῶν
ἀρειανοφρόνων Βησιγότθων στήν Ἰσπανία ἀπό τόν ε' μ.Χ. αἰ.
Συγκεκριμένα, μεταξύ
τῶν βαρβαρικῶν φυλῶν, πού δροῦσαν κατά
τούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες σέ περιοχές βορείως τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ
κράτους (τοῦ λεγομένου «Βυζαντινοῦ»), ἐπιχειρώντας κατά καιρούς ἐπιδρομές στίς
βόρειες ἐπαρχίες του, ἦσαν καί οἱ Βησιγότθοι. Αὐτοί κατά τόν γ' καί δ' μ.Χ. αἰ.
ἦσαν ἐγκαταστημένοι στήν παρά τόν ποταμό Δούναβη περιοχή[9]. Γύρω στά τέλη τοῦ δ' μ.Χ. αἰ. δέχθηκαν
τόν Χριστιανισμό ἀπό τό Ἀνατολικό Ρωμαϊκό κράτος. Ἐπειδή, ὅμως, τήν ἐποχή
ἐκείνη ἐπικρατοῦσαν στήν Ἀνατολή οἱ γνωστές ἀρειανικές ἔριδες καί κυριαρχοῦσε ἡ
αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ, δέν δέχθηκαν τόν Χριστιανισμό στή γνήσια καί αὐθεντική
του μορφή, ἀλλά στήν αἱρετική καί παρεφθαρμένη ἐκδοχή του, δηλ. δέχθηκαν τόν
Ἀρειανισμό. Ἔτσι, ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος τῶν Γότθων (Βησιγότθων) Οὐλφίλας (+383)
χειροτονήθηκε ἀπό τόν σκληροπηρυνικό ἀρειανόφρονα ἐπίσκοπο Νικομηδείας Εὐσέβιο,
τό 341 μ.Χ.[10]
Τό γεγονός αὐτό εἶχε
δύο σοβαρές θεολογικές καί ἱστορικές συνέπειες: α) οἱ Βησιγότθοι μετέδωσαν τό
Ἀρειανισμό καί σέ ἄλλα γερμανικά φῦλα, μέ τά ὁποῖα εἶχαν ἐπαφές καί β) ἐπινοήθηκε
τό filioque, ὡς θεολογική «ἀπάντηση» στίς αἱρετικές ἀντιλήψεις τους γιά τό
πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ. Πράγματι, στίς ἀρχές τοῦ ε' μ.Χ. αἰ. οἱ Βησιγότθοι
μετακινήθηκαν πρός τή Δύση καί ἐγκαταστάθηκαν, τελικά, στή σημερινή Ἰσπανία,
ὅπου ἵδρυσαν τό Βησιγοτθικό κράτος[11]. Ἐκεῖ ἦλθαν σέ ἐπαφή μέ Φράγκους
Χριστιανούς, πού δέν εἶχαν ἀποδεχθεῖ τόν Ἀρειανισμό. Τή θεολογική «ἀπάντηση» τοῦ
filioque στούς Βησιγότθους τῆς Ἰσπανίας ἐπινόησαν καί διατύπωσαν οἱ θεολόγοι
τῶν Φράγκων ἕναν αἰῶνα ἀργότερα, στά μέσα τοῦ στ' μ.Χ. αἰ.
* *
*
Οἱ Φράγκοι ἦσαν βάρβαρος
λαός γερμανικῆς καταγωγῆς, πού στίς ἀρχές τοῦ δ' μ.Χ. αἰ. ἐμφανίζεται ἐγκατεστημένος
στή περιοχή γύρω ἀπό τόν ποταμό Ρῆνο[12]. Στά τέλη τοῦ ε' μ.Χ. αἰ. οἱ Φράγκοι
κατέλαβαν τή σημερινή Γαλλία καί ὑπέταξαν τούς αὐτόχθονες Γάλλους (Γαλάτες),
πού ἦσαν ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί φορεῖς ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Ἐκεῖ οἱ Φράγκοι
ἐντυπωσιάστηκαν ἀπό τόν ὑψηλό πολιτισμό τῶν κατακτηθέντων καί θέλησαν νά τούς
μιμηθοῦν στόν πολιτισμό, ἀποδεχόμενοι τή θρησκευτική πίστη τους, δηλ. τόν Χριστιανισμό.
Ἔτσι, ἀπό τήν ἐπαφή τους μέ τούς κατακτηθέντες Γάλλους (Γαλάτες) καί μέσῳ τοῦ
Χριστιανισμοῦ οἱ Φράγκοι εἰσῆλθαν γιά πρώτη φορά στόν πολιτισμό. Ἡ ἐπιλογή αὐτή
ἐπισφραγίσθηκε μέ τήν πανηγυρική τέλεση τοῦ Βαπτίσματος τοῦ Φράγκου βασιλέως
Κλόβη (481-511) τό 496 μ.Χ., ἐνῶ τό παράδειγμα τοῦ Κλόβη ἀκολούθησε ὁλόκληρος ὁ
λαός. Ἱστορικά, οἱ Φράγκοι ἦσαν τό μόνο ἀπό τά γερμανικά φῦλα, πού δέν εἶχαν δεχθεῖ
τόν Ἀρειανισμό, ἀλλά τόν ὀρθόδοξο Χριστιανισμό. Μέ τή νέα πίστη
πραγματοποίησαν, βέβαια, τά πρῶτα βήματά τους στόν πολιτισμό, ὅμως, τήν ἐποχή
ἐκείνη, λόγῳ τοῦ χαμηλοῦ πολιτιστικοῦ καί μορφωτικοῦ τους ἐπιπέδου, δέν ἦσαν σέ
θέση οὔτε τήν οὐσία τῆς νέας πίστης νά κατανοήσουν, οὔτε, πολύ περισσότερο, νά
παρακολουθήσουν τίς δογματικές καί θεολογικές συζητήσεις τῆς Χριστιανικῆς
Ἀνατολῆς. Ἐπί πλέον, ἡ υἱοθέτηση ἐκ μέρους τους τῆς λατινικῆς γλώσσας καί ἡ
ἄγνοια τῆς ἑλληνικῆς, πού ὁμιλοῦσε τό Ἀνατολικό Ρωμαϊκό κράτος, ἦταν ἕνα ἀκόμη
ἐμπόδιο γι’ αὐτό τόν σκοπό. Ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ Φράγκοι, τελικά, ποτέ δέν μπόρεσαν
νά κατανοήσουν τή βαθύτερη οὐσία Χριστιανισμοῦ, προῆλθε μιά ὁλόκληρη σειρά
παρανοήσεων καί αἱρετικῶν ἀντιλήψεων, τήν κατάληξη τῶν ὁποίων θά παρακολουθήσουμε
στή συνέχεια.
Προϊόντος τοῦ χρόνου
οἱ Φράγκοι κατόρθωσαν νά συνενώσουν τά ἄλλα γερμανικά φῦλα, μέ τήν ἡγεσία
ἰσχυρῶν βασιλέων, ὅπως ὁ Πιπῖνος ὁ Βραχύς (751-768) καί ὁ Καρλομάγνος (768-814).
Κατόρθωσαν, ἐπίσης, νά ἐπεκταθοῦν σέ ὁλόκληρη σχεδόν τή δυτική Εὐρώπη καί νά
δημιουργήσουν ἕνα ἰσχυρό κράτος. Ἐπί Καρλομάγνου (η' - θ' μ.Χ. αἰ.) τό Φραγκικό
κράτος εἶχε φθάσει στήν ἀποκαρύφωση τῆς δύναμής του καί περιελάμβανε περίπου τή
σημερινή Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο, Ὀλανδία, Ἐλβετία, Αὐστρία καί τό ἥμισυ της
σημερινῆς Ἰταλίας[13].
Ἡ διαίρεση σέ τρία μέρη τοῦ κράτους αὐτοῦ ἀπό τούς διαδόχους τοῦ Καρλομάγνου (843
μ.Χ.), μέ τήν ὁποία πρωτεμφανίζονται στήν ἱστορία τά τρία μεγάλα εὐρωπαϊκά
κράτη (Γαλλία, Γερμανία καί Ἰταλία), δέν μετέβαλλε τήν οὐσία τῶν ἱστορικῶν
ἐξελίξεων, ἀφοῦ τά κράτη αὐτά εἶχαν κοινή παιδεία, κοινή παράδοση, κοινό
πολιτισμό, ἀλλά καί κοινή περίπου πολιτική. Ὡς κοινή γλώσσα τοῦ Φραγκικοῦ
κράτους ἐπικράτησε ἡ λατινική, ἡ ὁποία ἐκτόπισε προϊόντος τοῦ χρόνου ὅλες τίς
τοπικές διαλέκτους[14].
Ἀπό τήν ἐποχή τοῦ
Καρλομάγνου οἱ Φράγκοι βασιλεῖς ἐπέλεξαν τήν ὁδό τῆς ρήξης καί τῆς
ἀντιπαράθεσης μέ τήν Ἀνατολική Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία (τήν κακῶς ἐπικαλούμενη
«Βυζαντινή»)[15],
ἡ ὁποία διεξήχθη σέ δύο κυρίως ἐπίπεδα, τό πολιτικό καί τό πολιτιστικό. Στό
πολιτικό ἐπίπεδο ἡ ἀντιπαράθεση ἐπιχειρήθηκε μέ τήν προσπάθεια ὑποκατάστασης τῆς
Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Ἀνατολῆς ἀπό τό κράτος τῶν Γερμανῶν βασιλέων, οἱ
ὁποῖοι ἄρχισαν νά ἐμφανίζουν πλέον τούς ἑαυτούς τους ὡς Ρωμαίους καί μάλιστα ὡς
συνεχιστές καί διαδόχους τῶν Αὐτοκρατόρων τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης. Στό πολιτιστικό
καί τό θεολογικό ἐπίπεδο ἡ ἀντιπαράθεση διεξήχθη μέσω τῆς κατασυκοφάντησης τῶν
Ὀρθοδόξων τῆς Ἀνατολῆς ὡς δῆθεν αἱρετικῶν, πού διέστρεψαν τή χριστιανική πίστη
καί ἀποκόπηκαν ἀπό τήν ἱστορική συνέχεια τοῦ Χριστιανισμοῦ. Μέ αὐτό τόν τρόπο οἱ
γερμανικῆς καταγωγῆς καί μόλις ἐκπολιτισθέντες κατακτητές τοῦ δυτικοῦ Ρωμαϊκοῦ
κράτους Φράγκοι, μέ τήν ἔπαρση τοῦ νεόπλουτου, ἐπιχειροῦσαν νά ἀποποιηθοῦν τό
βαρβαρικό παρελθόν τους καί νά ἐμφανίσουν τούς ἑαυτούς τους, ὄχι μόνο ὡς
συνεχιστές τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς πνευματικῆς αἴγλης καί τοῦ ἔνδοξου παρελθόντος
τῶν ἀρχαίων Ρωμαίων, ἀλλά καί τῆς Παράδοσης τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, τήν ὁποία στήν
οὐσία ἀγνοοῦσαν. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ἀπό αὐτή τήν ἐποχή, δηλαδή ἀπό τόν η'
καί θ' μ.Χ. αἰ., ἔπαυσαν νά ἀποκαλοῦν τούς Ὀρθοδόξους τῆς Ἀνατολῆς «Ρωμαίους»[16]
καί ἄρχισαν νά τούς ἀποκαλοῦν πλέον χλευαστικῶς «Γραικούς»[17]. Εἶναι, ἐπίσης, χαρακτηριστικό, ὅτι τά
πρῶτα γραπτά κείμενα τοῦ πολιτισμοῦ τῶν Φράγκων ἀπό τόν θ' μ.Χ. αἰ. καί ἑξῆς ἔφεραν
τόν τίτλο «Contra errores Graecorum» («Κατά τῶν πλανῶν τῶν Γραικῶν»), ἔργο δέ
μέ αὐτό τόν τίτλο ἔγραψε καί ὁ μέγιστος τῶν δυτικῶν θεολόγων Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης
τόν ιγ' μ.Χ. αἰ.[18].
Ἡ πραγματικότητα,
ὅμως, δέν εἶχε καμμία σχέση μέ τίς ἐπιθυμίες καί τίς ἐπιδιώξεις τῶν Φράγκων. Στήν
παραγματικότητα, ἡ Φραγκική κυριαρχία βύθισε τή Δύση σέ βαθύ σκότος, καί
μάλιστα τίς ἐκτεταμένες περιοχές τῆς πρώην Δυτικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπου
ὑπῆρχε ἀνεπτυγμένη παιδεία καί ὑψηλός πολιτισμός. Οἱ αἰῶνες πού ἀκολούθησαν
(ἀπό τόν στ' μέχρι καί τόν ια' αἰ.) χαρακτηρίζονται ἀπό τούς ἱστορικούς ὡς «μέσοι
αἰῶνες» («Μεσαίωνας») καί ἐμφανίζονται ὡς κατ’ ἐξοχήν «σκοτεινοί χρόνοι»[19].
Ἡ Φραγκική κυριαρχία εἶχε ὡς συνέπεια, μεταξύ ἄλλων, ριζικές κοινωνικές μεταβολές.
Στή διοίκηση ἐπεβλήθη πλήρως τό φεουδαρχικό σύστημα, κατά τήν πολιτική θεωρία τοῦ
ὁποίου, τό κράτος ἀποτελεῖ προσωπική περιουσία τοῦ βασιλέως («ρῆγα»), πού κληρονομεῖται
ἀπό τά ἄρρενα τέκνα του[20],
εἶναι δέ διαιρεμένη σέ τμήματα, πάνω στά ὁποῖα τήν ἐξουσία ἀσκοῦν οἱ ἐπιμέρους
φεουδάρχες. Ὁ κοινωνικός βίος διοργανώθηκε μέ βάση τήν ἀντίληψη γιά τή δῆθεν φυσική
ἀνισότητα τῶν ἀνθρώπων καί γιά τή δῆθεν φυσική διάκρισή τους σέ τάξεις αἵματος,
οἱ ὁποῖες δῆθεν ὑφίστανται ἐκ τοῦ Θεοῦ[21]. Σ’ αὐτό τό κοινωνικό καί πολιτικό
σύστημα, οἱ κατακτητές Φράγκοι ἀποτελοῦσαν, φυσικά, τήν τάξη τῶν «εὐγενῶν», οἱ
δέ κατακτηθέντες λαοί τήν τάξη τῶν «δουλοπαροίκων»[22].
Ὅπως εἶναι εὐνόητο,
ριζικές μεταβολές ἐπῆλθαν καί στήν ἐκκλησιαστική διοίκηση, μέ κύριους στόχους
τό ἐπισκοπικό λειτούργημα καί τήν ἐκκλησιαστική περιουσία. Ἡ οὐσιαστική ἀλλοίωση
τῆς συστάσεως τοῦ σώματος τῶν Ἐπισκόπων συντελέστηκε σέ τρεῖς φάσεις: α) Μέ τήν
ἐπιβολή σέ πρώτη φάση ἀρνησικυρίας στίς ἐκλογές τῶν Ἐπισκόπων, μέσῳ τῆς ὁποίας ἀποκλείσθηκαν
ἀπό τόν βαθμό τοῦ Ἐπισκόπου οἱ ἀνεπιθύμητοι[23]. β) Μέ τήν ἐμφάνιση ἀπό τά τέλη στ'
μ.Χ. αἰ. Φράγκων Ἐπισκόπων μέ βασιλικό («ρηγικό») διορισμό καί χωρίς κανονική ἐκλογή
ἀπό Σύνοδο Ἐπισκόπων. Στή φάση αὐτή οἱ Φράγκοι βασιλεῖς πωλοῦσαν τίς ἐπισκοπικές
καί μητροπολιτικές θέσεις ἔναντι χρηματικῆς ἀμοιβῆς[24], καί μάλιστα μέ τή διαδικασία τῆς πλειοδοσίας[25]!
γ) Μέ τήν ἐκτόπιση ὅσων Ρωμαίων Ἐπισκόπων εἶχαν ἀπομείνει καί μέ τήν
ἀντικατάστασή τους ἀπό Φράγκους Ἐπισκόπους. Ὅταν, τελικά, οἱ Φράγκοι κατόρθωσαν
νά ὑποτάξουν καί αὐτό τόν ἴδιο τόν Παπικό θρόνο, ἐπῆλθε τό μέγα Σχίσμα μετά τήν
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς (1054 μ.Χ.).
Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία
ὑπέστη πλήρη ὑποταγή στούς Φράγκους κατακτητές καί βαθύτατη ἀλλοτρίωση τῆς
δομῆς καί τῆς λειτουργίας της. Τήν περιουσία της τήν διάρπαξαν οἱ Φράγκοι
«εὐγενεῖς», οἱ ὁποῖοι, στή συνέχεια, «τήν ἐχώρισαν εἰς τιμάρια, τῶν ὁποίων τήν
ἐπικαρπίαν διένειμαν ὡς Φέουδα, συμφώνως πρός τόν βαθμόν πού κατεῖχε ἕκαστος
εἰς τήν πυραμίδα τῆς στρατιωτικῆς φεουδαρχικῆς ἱεραρχίας»[26]. Κανείς πλέον ἀπό τούς δουλοπαροίκους
δέν μποροῦσε νά ἀνέλθει στόν βαθμό τοῦ Ἐπισκόπου! Αὐτοί μποροῦσαν νά γίνουν
Πρεσβύτεροι, Διάκονοι καί Μοναχοί, ὄχι, ὅμως, Ἐπίσκοποι, Ἡγούμενοι Μονῶν καί
Προϊστάμενοι μεγάλων ἐνοριῶν, οἱ ὁποῖοι προέρχονταν ἀποκλειστικά πλέον ἀπό τήν
τάξη τῶν «εὐγενῶν»[27].
Ἡ διάκριση μεταξύ «ἀνώτερου» καί «κατώτερου» κλήρου ὑπετάγη στίς αἱρετικές
ἀντιλήψεις τῶν Φράγκων περί κοινωνικῶν διακρίσεων καί τάξεων αἵματος[28].
Οἱ «εὐγενεῖς» διέπρεπαν κατά κανόνα ὡς στρατιωτικοί καί κληρικοί, ὑπῆρχε δέ
παράδοση οἱ οἰκογένειές τους νά προσφέρουν τόν νεώτερο γιό στόν κλῆρο, μέ
ἀπώτερο σκοπό τόν πλουτισμό ἀπό τήν ἀφαίμαξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας[29].
Εἶναι φανερό, ὅτι οἱ παραπάνω
Ἐπίσκοποι μόνο κατ’ ὄνομα μποροῦν νά θεωρηθοῦν Χριστιανοί καί, πολύ
περισσότερο, κληρικοί! Ἡ κατάσταση πού ἐπικράτησε διεκτραγωδεῖται
χαρακτηριστικά σέ ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Βονιφατίου (672-754) πρός τόν Πάπα Ρώμης Ζαχαρία
(741-752), ἡ ὁποία ἀπεστάλη τό 741 μ.Χ. Κατά τόν ἅγιο Βονιφάτιο, «ἡ θρησκεία
καταπατεῖται», ἀφοῦ «ἡ πλειοψηφία τῶν ἐπισκοπικῶν ἑδρῶν δίδεται εἰς φιλαργύρους
λαϊκούς ἤ μοιχούς κληρικούς»[30].
Ὅσοι κατέχουν τίς ἕδρες αὐτές χαρακτηρίζονται «ἀδηφάγοι λαϊκοί, μοιχοί καί
μέθυσοι κληρικοί, οἱ ὁποῖοι μάχονται εἰς τόν στρατόν μέ πλήρη πολεμικήν
ἐξάρτησιν καί μέ τάς χεῖρας των σφάζουν χριστιανούς καί εἰδωλολάτρας»[31].
Αὐτοί, κατά τόν ἅγιο Βονιφάτιο, δέν εἶχαν Μητροπολίτη ἤ Ἀρχιεπίσκοπο. Ἐπί
πλέον, ἐπί 80 ἔτη δέν εἶχαν συνέλθει σέ Σύνοδο, ἀλλά ἔλυναν τίς ἐκκλησιαστικές
διαφορές μαζί μέ τίς κρατικές, ἀφοῦ συνέρχονταν ὡς μέλη τοῦ σώματος τῶν εὐγενῶν
σέ συμβούλια μαζί μέ τούς λαϊκούς ἡγεμόνες καί στρατιωτικούς[32].
* *
*
Ἡ παραπάνω ἱστορική ἀναδρομή
εἶναι ἀναγκαία γιά νά κατανοηθεῖ σωστά ἡ προέλευση τῆς αἱρέσεως τοῦ filioque,
καθώς καί ποιοί ἀκριβῶς τήν ἐπινόησαν. Αὐτοί ἦσαν, προφανῶς, οἱ παραπάνω
Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι, μόλις βρέθηκαν πρό τῆς ἀνάγκης νά ἀντικρούσουν μέ
συγκεκριμένα ἐπιχειρήματα τίς περί τοῦ Υἱοῦ αἱρετικές ἀντιλήψεις τῶν Ἀρειανῶν
Βησιγότθων στήν Ἱσπανία, ἰσχυρίσθηκαν ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται «καί ἐκ
τοῦ Υἱοῦ» («filioque»), πιστεύοντας ὅτι ἔτσι ἐνισχύουν τή θέση τοῦ δευτέρου
προσώπου στήν Ἁγία Τριάδα. Ἔτσι, ἐπανελήφθη γιά μία ἀκόμη φορά τό γνωστό ἀπό
τήν ἱστορία φαινόμενο τῆς ἀντιμετωπίσεως μιᾶς αἵρεσης μέ μιά ἄλλη αἵρεση[33].
Τή διδασκαλία αὐτή
παρέλαβαν οἱ Φράγκοι κληρικοί καί θεολόγοι ἀπό τόν ἱερό Αὐγουστῖνο (354-430
μ.Χ.), τόν ὁποῖο ἐγνώριζαν ἐπειδή εἶχε γράψει στά λατινικά, τή στιγμή πού οἱ
ἴδιοι ἀγνοοῦσαν τήν ἑλληνική γλώσσα καί, κατά συνέπειαν, ὅλους γενικά τούς ἁγίους
Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, πού ἔγραψαν σ’ αὐτήν. Ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος
ἔζησε στίς ἀρχές τοῦ ε' μ.Χ. αἰ. καί οἱ Φράγκοι τόν ἀνακάλυψαν περίπου ἕναν
αἰῶνα ἀργότερα. Ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ τήν «ἀποστροφή» του «πρός τά ἑλληνικά
γράμματα», ἐπειδή ὡς μαθητής δέν κατόρθωσε νά μάθει τήν ἑλληνική γλώσσα[34].
Ἀργότερα ἔκανε μιά δεύτερη προσπάθεια ὡς Ἐπίσκοπος, ἀλλά χωρίς σοβαρά
ἀποτελέσματα[35].
Τοῦτο, ὅμως, σημαίνει ὅτι α) δέν εἶχε ἄμεση πρόσβαση στήν Ἁγία Γραφή ἀπό τό
πρωτότυπο, β) ἦταν ἀμέτοχος τῶν δογματικῶν συζητήσεων στήν Ἀνατολή μεταξύ τῶν
μεγάλων Πατέρων καί τῶν αἱρετικῶν τῆς ἐποχῆς μέχρι καί τόν δ' μ.Χ. αἰ., καθώς
καί τῆς Θεολογίας τῶν δύο πρώτων Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας, καί γ)
εἶχε ἐλάχιστη γνώση τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, τήν ὁποία ἐγνώριζε ἀπό λατινικές
περιγραφές της καί ἀπό ἐλάχιστες μεταφράσεις[36]. Ἡ οὐσιαστική ἄγνοια τῶν δεδομένων τῆς
Ἀνατολῆς ἀπό τόν ἱερό Αὐγουστῖνο, διαφαίνεται καί στήν ὀξεία θεολογική του
ἀντίθεση μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Κασσιανό (370-435), μαθητή τοῦ ἁγίου Ἰωάννου
τοῦ Χρυσοστόμου (350-407), σέ θέματα χάριτος, ἁμαρτίας, προορισμοῦ καί
ἐλευθερίας[37].
Ὅταν οἱ Φράγκοι ἦλθαν
γιά πρώτη φορά σέ ἐπαφή μέ τό ἔργο τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, ἐντυπωσιάσθηκαν τόσο
πολύ ἀπ’ αὐτό, ὥστε τό ἀποδέχθηκαν ἀνεπιφύλακτα καί ἀνύψωσαν τόν Αὐγουστῖνο σέ
κατ’ ἐξοχήν πατέρα καί διδάσκαλο τῆς παραδόσεώς τους. Ὅμως, τόν ὑπέταξαν σέ
δικές τους ἐσφαλμένες ἑρμηνευτικές ἀρχές καί προϋποθέσεις, ἀφοῦ τόν ἀπέκοψαν
ἀπό τό σῶμα στό ὁποῖο οὐσιαστικά[38]
ἀνῆκε, δηλαδή ἀπό τή Βιβλική, Πατερική καί Συνοδική Παραδόση τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό
τήν ὁποία καί διά τῆς ὁποίας ἀπαραιτήτως πρέπει νά ἑρμηνεύεται. Γιά τούς Φράγκους
θεολόγους, ὁ Αὐγουστῖνος ἀποτελεῖ συμπερίληψη ὁλόκληρης τῆς πρό αὐτοῦ Πατερικῆς
Παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ταυτοχρόνως ἀποτελεῖ καί ὑπέρβασή της. Ἡ αἱρετική
αὐτή κατανόηση ἔχει δύο σοβαρές θεολογικές συνέπειες: α) Τή διαγραφή πρακτικῶς
ὁλόκληρης τῆς Παράδοσης τῶν μεγάλων Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων: ἀφοῦ ὅ,τι
εἶπαν οἱ μεγάλοι αὐτοί Πατέρες ὑπάρχει στόν Αὐγουστῖνο, δέν ὑπάρχει λόγος νά
τούς μελετοῦμε! β) Τήν υἱοθέτηση τῆς πλάνης ὅτι ὑπάρχει πρόοδος στήν κατανόηση
τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας, ἔτσι ὥστε κάθε περίοδος ἤ κάθε στάδιο αὐτῆς τῆς
κατανόησης ἀποτελεῖ ὑπέρβαση τῶν προηγουμένων. Μέ τό σκεπτικό αὐτό, ἡ Πατερική
Παράδοση ὑπερέβη τή Βιβλική καί ὁ Αὐγουστῖνος ὑπερέβη τήν Πατερική Παράδοση[39].
Ἔτσι κατανοημένος ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, κυριαρχεῖ στήν περίοδο τοῦ Δυτικοῦ Μεσαίωνα
καί τῆς λεγόμενης Σχολαστικῆς Θεολογίας, ἀλλά ἐπιδρᾶ ἀκόμη καί στή νεότερη καί
σύγχρονη φιλοσοφική σκέψη.
Ἔτσι, τό filioque ὑπάρχει
ὡς ἔκφραση στόν ἅγιο Ἀμβρόσιο Μεδιολάνων (339-397) καί στόν ἅγιο Ἱερώνυμο (345-420),
ἐνῶ ὡς διδασκαλία ἀπαντᾶ γιά πρώτη φορά στόν ἱερό Αὐγουστῖνο (354-430). «Εἰς
τόν Ἀμβρόσιον ἡ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπόρευσις σημαίνει τήν ἐν χρόνῳ πέμψιν τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἀλλ’ οὐχί τόν τρόπον ὑπάρξεως Αὐτοῦ, ἐνῶ εἰς τόν Αὐγουστῖνον ἡ
ἐκπόρευσις σημαίνει καί πέμψιν ἀλλά καί τρόπον ὑπάρξεως. Ἡ διδασκαλία τοῦ
Ἀμβροσίου εἶναι Ὀρθόδοξος ἐνῶ τοῦ Αὐγουστίνου δέν εἶναι»[40]. Τό ὅτι στή Δύση ὑπῆρχε ἤδη μία Ὀρθόδοξη
μορφή τοῦ filioque, μέ τόν ὅρο νά σημαίνει τήν ἐν χρόνῳ ἀποστολή τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος στόν κόσμο, μαρτυρεῖται ἤδη καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ
Ὁμολογητής (580-662), ὁ ὁποῖος ἔζησε τόν ζ' μ.Χ. αἰ. ἀρκετά χρόνια στή Δύση,
καθησυχάζει τούς Ἕλληνες τῆς Ἀνατολῆς μέ τήν πληροφορία ὅτι, ὅταν οἱ Λατίνοι
ὁμιλοῦν γιά ἀποστολή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ», δέν παραδέχονται
τόν Υἱό ὡς αἴτιο ἤ συναίτιο τῆς ὑπάρξεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[41].
Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, οἱ παραπάνω Ὀρθόδοξοι τῆς Δύσης, ποτέ δέν διανοήθηκαν νά
προσθέσουν τό filioque στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, γιατί γνώριζαν καλά ὅτι ἐκεῖ ὁ
ὅρος «ἐκπόρευσις» σημαίνει ὅ,τι καί ὁ ὅρος «γέννησις», δηλ. τρόπο ὑπάρξεως καί
ὑποστατικό ἰδίωμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
* *
*
Ἔτσι, τό filioque
ἐμφανίζεται γιά πρώτη φορά ὡς θεολογική διδασκαλία σέ τοπικό ἐπίπεδο μεταξύ τῶν
Φράγκων τῆς Ἱσπανίας στά μέσα τοῦ στ' μ.Χ. αἰ. περίπου. Ἡ τοπική Σύνοδος Τολέδου
τοῦ 547 μ.Χ. τό εἰσήγαγε στό δικό της Σύμβολο Πίστεως, ἐνῶ ἡ Σύνοδος τοῦ 589
μ.Χ. στήν ἴδια πόλη τό εἰσήγαγε στό ἐν χρήσει Σύμβολο Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας
(Νικαίας - Κων/λεως)[42].
Τόν η' μ.Χ. αἰ. ἡ αἵρεση τοῦ filioque εἶχε γίνει εὐρύτατα γνωστή καί ἀποδεκτή
μεταξύ τῶν Φράγκων, μέ τήν ἐπίδραση, προφανῶς, τοῦ πρώτου θεολόγου τῆς
παραδόσεώς τους Ἀγγλοσάξωνος Ἀλκουΐνου (735-804), τοῦ ὁποίου ἡ θεολογία
ἀποτελεῖ πιστή μίμηση αὐτῆς τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου. Τήν ἴδια ἐποχή ἡ Σύνοδος τῆς
Φραγκφούρτης τοῦ 796 μ.Χ. ἐπί Καρλομάγνου (768-814) ἔκανε ἐπίσημα ἀποδεκτή τήν προσθήκη
τοῦ filioque στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, περιφρονώντας, προφανῶς, τήν ἐπί τοῦ
θέματος αὐτοῦ ἄποψη τῆς Ρώμης. Οἱ παραπάνω δογματικές καί παρεκκλίσεις αὐθαίρετες
ἐνέργειες προκάλεσαν τήν ἔντονη ἀντίδραση τοῦ Παπικοῦ θρόνου. Ὁ Πάπας Λέων ὁ Γ'
(795-816) ἀποδοκίμασε ἔντονα τά γεγονότα, καταδίκασε κάθε προσθήκη ἤ ἀλλοίωση
στό παραδεδομένο Σύμβολο τῆς Πίστεως καί διέταξε νά ἀναγραφεῖ αὐτό σέ δύο
ἀργυρές πλάκες στήν ἑλληνική καί τή λατινική γλώσσα, χωρίς τήν προσθήκη τοῦ filioque,
καί νά ἀναρτηθεῖ στόν Ναό τοῦ ἁγίου Πέτρου στή Ρώμη (808), πρός διακήρυξη καί διασφάλιση
τῆς αὐθεντικότητάς του. Σέ ἀπάντηση, οἱ Φράγκοι, στή Σύνοδο τοῦ Ἀγκυϊσγράνου τό
ἑπόμενο ἔτος (809) καί πέντε ἔτη μετά τόν θάνατο τοῦ Ἀλκουΐνου, ἀνακήρυξαν τό filioque
σέ δόγμα καί καταδίκασαν ὅσους τό ἀπέρριπταν ἤ τό καταπολεμοῦσαν.
Ὅμως, τήν ἐποχή ἐκείνη
(τέλη τοῦ η' μ.Χ. αἰ.) ἡ φραγκική θεολογική παράδοση ἤδη κυριαρχοῦσε στό
μεγαλύτερο μέρος τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, μάλιστα δέ στά ἐδάφη ἐκεῖνα πού ἦσαν στήν
ἄμεση ἐξουσία τοῦ Καρλομάγνου. Εἶναι γεγονός ὅτι, σέ ὅσα ἐδάφη κατακτοῦσαν οἱ
Φράγκοι, ἐπέβαλλαν διά τῆς βίας τά δικά τους ἐκκλησιαστικά ἔθιμα, μεταξύ τῶν
ὁποίων καί τήν αἵρεση τοῦ filioque. Τά γεγονότα πού εἶχαν προηγηθεῖ καθιστοῦσαν
ἤδη ὑποτονική κάθε ἀντίδραση τοῦ Παπικοῦ θρόνου, ὅπως αὐτή τοῦ Πάπα Λέοντος τοῦ
Γ'. Ἀπό τά μέσα τοῦ η' μ.Χ. αἰ. εἶχε ἀρχίσει μιά διαδικασία προσέγγισης μεταξύ
Παπικοῦ θρόνου καί Φράγκων βασιλέων, μέ πρωτοβουλία τοῦ Παπικοῦ θρόνου καί ὑπό
τήν πίεση συγκεκριμένων ἱστορικῶν συνθηκῶν. Τήν ἐποχή ἐκείνη μιά φυλή βαρβάρων,
οἱ Λογγοβάρδοι, ἐπέκτειναν ἐπικίνδυνα τήν κυριαρχία τους στήν Ἰταλία. Τό 751 μ.Χ.
οἱ Λογγοβάρδοι κατέλαβαν τή Ραβέννα καί τό ἑπόμενο ἔτος ἀπειλοῦσαν αὐτή τήν
ἴδια τή Ρώμη! Ἐνώπιον αὐτοῦ τοῦ κινδύνου ὁ Πάπας Στέφανος ὁ Β' (752-757) ζητοῦσε
ἀπεγνωσμένα τή βοήθεια τοῦ Αὐτοκράτορος τῆς Κων/λεως Κωνσταντίνου Ε' Κοπρωνύμου
(741-775), λόγῳ, ὅμως, τῆς ἐπικράτησης στήν Ἀνατολή τῶν εἰκονομαχικῶν ἐρίδων, ἦταν
ἀδύνατο νά φθάσει στρατιωτική βοήθεια στή Ρώμη. Ἔτσι, ὁ Πάπας Στέφανος ἀναγκάστηκε
νά προβεῖ σέ μιά ἀπόφαση, πού ἔμελλε νά ἀποβεῖ καθοριστική γιά τή μετέπειτα
ἱστορία τοῦ δυτικοῦ κόσμου: ἀπευθύνθηκε στόν βασιλέα τῶν Φράγκων Πιπῖνο τόν
Βραχύ (751-768) καί ζήτησε τή βοήθειά του. Αὐτός, ὄντως, μέ δύο ἐκστρατεῖες, τό
754 καί τό 756, κατῆλθε στήν Ἰταλία, συνέτριψε τούς κατακτητές Λογγοβάρδους καί
ἀπελευθέρωσε ὅλες τίς κατακτημένες περιοχές. Ὅμως, ἐπιστρέφοντας, ἀντί νά
ἀποδώσει τίς περιοχές αὐτές στόν Αὐτοκράτορα τῆς Νέας Ρώμης (Κων/πόλεως), στοῦ ὁποίου
τή διακαιοδοσία ἀνῆκαν, τίς ἐδώρισε ἀπ’ αὐθείας στόν Παπικό θρόνο. Ἔτσι, ὁ Πάπας
βρέθηκε, ξαφνικά καί χωρίς νά τό ἐπιδιώξει, νά ἀσκεῖ πολιτική ἐξουσία σέ συγκεκριμένη
ἐδαφική περιοχή (ἵδρυση τοῦ Παπικοῦ κράτους, 756 μ.Χ.). Ἔκτοτε, ὅμως, ὁ Παπικός
θρόνος ἀπέκτησε μιά μορφή ἐξαρτήσεως ἀπό τούς Φράγκους βασιλείς, ἡ ὁποία μέ τήν
πάροδο τοῦ χρόνου αὐξανόταν ἐπικίνδυνα[43], μέχρι πού κατέληξε στήν ὁριστική πτώση
τοῦ Παπικοῦ θρόνου στούς Φράγκους κατακτητές. Ἤδη, τήν ἴδια ἐποχή καί λίγο πρίν
τήν συνοδική ἐπικύρωση τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ filioque ἀπό τούς Φράγκους
(809), ὁ Πάπας Λέων ὁ Γ' εἶχε ἀναγκαστεῖ νά στέψει ἐπισήμως «Αὐτοκράτορα»[44]
τόν Καρλομάγνο τά Χριστούγεννα τοῦ 800 μ.Χ., πράξη μέ ἀδιαμφισβήτητες ἱστορικές
συνέπειες. Στήν περίοδο αὐτή οἱ τότε Πάπες προσπαθοῦσαν νά ἐνισχύσουν τό κῦρος
τους καί νά κατοχυρώσουν τήν αὐτονομία τοῦ Παπικοῦ θρόνου ἔναντι τῶν Φράγκων
βασιλέων[45],
προβάλλοντας συστηματικά τό Παπικό πρωτεῖο[46]. Ὅταν, ὅμως, οἱ Φράγκοι κατέκτησαν τόν ἴδιο
τόν Παπικό θρόνο, χρησιμοποίησαν τό Παπικό πρωτεῖο γιά τήν ὑποταγή τῶν
Πατριαρχικῶν θρόνων τῆς Ἀνατολῆς, μέ ἀποτέλεσμα νά προκύψει ἄλλη μία σοβαρή
αἰτία τοῦ Σχίσματος τοῦ 1054 μ.Χ.
Ἡ πτώση τοῦ Παπικοῦ
θρόνου στούς Φράγκους κατακτητές τῆς δυτικῆς Εὐρώπης ἔγινε μέ τήν ἐπιβολή
ἀρχικά φραγκόφιλων καί στή συνέχεια Φράγκων Παπῶν στόν Παπικό θρόνο. Πρῶτος
φραγκόφιλος Πάπας θεωρεῖται ὁ Νικόλαος ὁ Α' (858-867), ἐπί τῆς ἐποχῆς τοῦ
ὁποίου ἔγινε τό λεγόμενο μικρό Σχίσμα (867) μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς ἐπί
Πατριάρχου Κων/λεως ἁγίου Φωτίου τοῦ Μεγάλου (858-867, 877-886), ἐνῶ πρῶτος
Φράγκος Πάπας θεωρεῖται ὁ Σέργιος ὁ Δ'
(1009-1012) ἤ ὁ Βενέδικτος ὁ Η' (1012-1024), ὁ ὁποῖος προσέθεσε ὁριστικά τό
filioque στό Σύμβολο τῆς Πίστεως[47].
* *
*
Στήν Ἀνατολική
Ἐκκλησία τό filioque ἔγινε εὐρύτερα γνωστό τόν θ' μ.Χ. αἰ. κατά τή διάρκεια τοῦ
λεγομένου μικροῦ Σχίσματος (867) ἐπί Πάπα Νικολάου τοῦ Α' (858-867) καί
Πατριάρχου Κων/λεως ἁγίου Φωτίου τοῦ Μεγάλου (858-867, 877-886). Τήν ἐποχή
ἐκείνη ὁ Πάπας Νικόλαος ἐπιχείρησε νά παρέμβει στά ἐσωτερικά τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Κων/λεως, ἀρνούμενος νά ἀναγνωρίσει τήν ἐκλογή τοῦ Πατριάρχου Φωτίου, μέ τό
αἰτιολογικό ὅτι αὐτός ἀνῆλθε στόν Πατριαρχικό θρόνο «ἀθρόον»[48]
καί «sine romani consulto pontificis» (χωρίς τή γνώμη τοῦ Ρωμαίου Ἀρχιερέως)[49],
στή θέση τοῦ ἀδίκως καί ἀντικανονικῶς, κατά τήν Παπική ἄποψη, ἐκθρονισθέντος
Πατριάρχου Ἰγνατίου (846-858, 867-877). Οἱ ἀνταλλαγές ἐπιστολῶν μεταξύ Πάπα,
Αὐτοκράτορος καί Πατριάρχου ἁγίου Φωτίου, καθώς καί ἡ σύγκληση μεγάλης Συνόδου στήν
Κων/πολη τό 861 μ.Χ. (τῆς λεγομένης «Πρωτοδευτέρας» Συνόδου) δέν ἐκτόνωσαν τήν
κατάσταση, γιατί προσέκρουαν στήν ἀδιαλλαξία τοῦ Πάπα. Μέχρι τότε τό filioque δέν
εἶχε ἀκόμη ἐμπλακεῖ ὡς θέμα στή διαμάχη Ρώμης - Κων/λεως. Ἐνεπλάκη, ὅμως, καί
οἱ σχέσεις τῶν δύο Ἐκκλησιῶν ἐπιδεινώθηκαν σοβαρά, ὅταν ἱεραπόστολοι, πού εἶχαν
σταλεῖ ἀπό τήν Κων/πολη στή νεοσύστατη Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας, ἐκδιώχθηκαν ἀπό
Παπικούς ἱεραποστόλους, ἐπέστρεψαν στή βάση τους καί ἐνημέρωσαν τήν
ἐκκλησιαστική τους ἀρχή ὅτι οἱ Παπικοί ἱεραπόστολοι ἐπέβαλαν στήν Ἐκκλησία τῆς
Βουλγαρίας ἄλλα ἐκκλησιαστικά ἔθιμα καί ἰδιαίτερα τήν αἵρεση τοῦ filioque.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς
Βουλγαρίας εἶχε ἱδρυθεῖ τό 864 ἀπό ἱεραποστόλους τοῦ Πατριαρχείου Κων/πόλεως.
Τό ἔτος ἐκεῖνο, ὁ ἡγεμόνας τῶν Βουλγάρων Βόρις (852-889) βαπτίστηκε Χριστιανός μέ
ἀνάδοχο τόν Αὐτοκράτορα Μιχαήλ τόν Γ' (842-867), ὁ ὁποῖος, μέσῳ εἰδικοῦ
ἐκπροσώπου του, ἔδωσε στόν νεοφώτιστο τό χριστιανικό ὄνομα Μιχαήλ, ἐνῶ τό
παράδειγμα τοῦ Βόρι ἀκολούθησε καί τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ λαοῦ. Ὅμως, σύντομα
ὁ Βόρις - Μιχαήλ ἐπεδίωξε τήν ἐκκλησιαστική ἀνεξαρτησία τῆς Βουλγαρίας καί, μέ
ἐπιστολή του πρός τόν Μέγα Φώτιο, ζητοῦσε τή χειροτονία Πατριάρχη στή
Βουλγαρία. Ἐπειδή, ὅμως, δέν βρῆκε τήν ἀνταπόκριση πού περίμενε, ἀπευθήνθηκε μέ
τό ἴδιο αἴτημα τόσο στόν Παπικό θρόνο, ὅσο καί στούς Φράγκους ἡγεμόνες,
ζητώντας ἐπί πλέον τήν ἀποστολή ἱεραποστόλων στή Βουλγαρία γιά νά ὀργανώσουν
τήν ἐκεῖ Ἐκκλησία. Ἔτσι, ἔφθασαν στή Βουλγαρία δύο παράλληλες ἱεραποστολές, μία
τοῦ Πάπα Νικολάου καί μία τῶν Φράγκων. Τελικά, ἡ Παπική ἱεραποστολή κατόρθωσε
νά ὑπερισχύσει αὐτῆς τῶν Φράγκων, ἀλλά καί νά ἐκδιώξει, τούς ἱεραποστόλους τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Κων/πόλεως ἀπό τή Βουλγαρία. Ὅμως, ἡ Παπική ἱεραποστολή εἰσήγαγε
στή νεοσύστατη Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας τόσο τή διδασκαλία ὅσο καί τήν προσθήκη
τοῦ filioque στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, καθώς καί διάδορες ἄλλες ἐκκλησιαστικές
καινοτομίες, ἄν καί τό filioque δέν εἶχε γίνει ἀκόμη ἐπίσημα ἀποδεκτό ἀπό τόν
Παπικό θρόνο.
Ὅταν αὐτά ἔγιναν
γνωστά στήν Κων/πολη, ὁ Πατριάρχης Μέγας Φώτιος ἀντέδρασε ἔντονα, ἐξαποστέλλοντας
τήν περίφημη Ἐγκύκλιο Ἐπιστολή του «Πρός τούς τῆς Ἀνατολῆς Ἀρχιερατικούς
Θρόνους» (867), στήν ὁποία καταδίκαζε τήν αἱρετική διδασκαλία τοῦ filioque,
ἀποδοκίμαζε τίς ἐνέργειες τοῦ Πάπα Νικολάου καί ζητοῦσε τήν ἀποστολή ἐκπροσώπων
σέ Σύνοδο γιά τήν ὁριστική διευθέτηση τοῦ ζητήματος. Ὄντως, ἡ Σύνοδος συνῆλθε
στήν Κων/πολη τό ἴδιο ἔτος (867) ἐπί Αὐτοκράτορος Μιχαήλ τοῦ Γ' (842-867) καί
καταδίκασε τήν αἵρεση τοῦ filioque, ἀποδοκίμασε τά λατινικά ἐκκλησιαστικά ἔθιμα
καί καθαίρεσε τόν Πάπα Νικόλαο γιά τίς ἀντικανονικές του ἐνέργειες. Ἔτσι,
ὁλοκληρώθηκε τό λεγόμενο μικρό Σχίσμα τοῦ 867 μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης.
Τό Σχίσμα αὐτό ἀποκαταστάθηκε
προσωρινά τό 869, ὑπό τήν πίεση ραγδαίων πολιτικῶν ἐξελίξεων στήν Κων/πολη, καί
ὁριστικότερα τό 879/880 μ.Χ. Λίγους μόλις μῆνες μετά τή Σύνοδο τοῦ 867 ὁ
συναυτοκράτωρ Βασίλειος δολοφόνησε τόν νόμιμο Αὐτοκράτορα Μιχαήλ Γ' τόν Μέθυσο (842-867),
ἀνῆλθε στόν θρόνο ὡς Αὐτοκράτωρ Βασίλειος Α' ὁ Μακεδών (867-886) καί ἐκθρόνησε
τόν Πατριάρχη ἅγιο Φώτιο τόν Μέγα (867). Ὁ Βασίλειος ἐπιχείρησε νά στηριχθεῖ
στούς ἀντιπάλους τοῦ Φωτίου, ἀλλά καί στόν Παπικό θρόνο, στόν ὁποῖο αὐτοί εἶχαν
ἰσχυρές προσβάσεις. Αὐτό, ὅμως, ἀπαιτοῦσε ἄμεση ἄρση τοῦ Σχίσματος, καί μάλιστα
μέ τούς ὅρους πού θά ἐπέβαλε ἡ Ρώμη. Ὁ νέος Πάπας Ἀδριανός ὁ Β' (867-872), ἄν καί
μετριοπαθέστερος τοῦ προκατόχου του Νικολάου, ἦταν ἀναγκασμένος νά ἀκολουθήσει
τήν ἴδια πολιτική. Σύνοδος στήν Κων/πολη, ἡ ὁποία, μάλιστα, συνεκλήθη ὡς Οἰκουμενική
τό 869 μ.Χ., μέ περιορισμένη, ὅμως, συμμετοχή Ἐπισκόπων, μετεβλήθη οὐσιαστικά
σέ βῆμα ἀνακοίνωσης τῶν Παπικῶν ἀποφάσεων ἀπό τούς ἐκπροσώπους τοῦ Ἀδριανοῦ. Ἡ παπόφιλη
αὐτή Σύνοδος ἀκύρωσε τίς ἀποφάσεις τῆς προηγούμενης Συνόδου τοῦ 867, καθαίρεσε
τόν Πατριάρχη Μέγα Φώτιο καί ἀπεδέχθη ὅλες σχεδόν τίς ἀξιώσεις τοῦ Πάπα μέ βάση
τό Παπικό πρωτεῖο. Ἡ Σύνοδος αὐτή δέν ἐπεκτάθηκε σέ θεολογικά θέματα καί, ἔτσι,
δέν συζήτησε τό θέμα τοῦ filioque.
Προϊόντος τοῦ χρόνου
ἄρχισαν νά ἀποκαθίστανται οἱ σχέσεις τοῦ ἁγίου Φωτίου μέ τόν Αὐτοκράτορα
Βασίλειο. Ἔτσι, ὅταν ἐκοιμήθη ὁ Πατριάρχης ἅγιος Ἰγνάτιος (877), ὁ Φώτιος
ἀνῆλθε καί πάλι στόν Πατριαρχικό θρόνο σέ τρεῖς μόλις μέρες καί χωρίς καμμία ἄλλη
κανονική διαδικασία. Ἡ ἐξέλιξη αὐτή ἔθετε σέ νέα βάση τίς σχέσεις μέ τή Ρώμη,
δεδομένου ὅτι ὁ Φώτιος εἶχε καθαιρεθεῖ ἀπό τήν παπόφιλη Σύνοδο τοῦ 869 καί
ἐθεωρεῖτο γιά τόν Παπικό θρόνο καθηρημένος. Νέα Σύνοδος ἔπρεπε νά ἐπιληφθεῖ τοῦ
θέματος. Τήν ἐποχή ἐκείνη στόν Παπικό θρόνο ἦταν ὁ Ὀρθόδοξος Πάπας Ἰωάννης ὁ Η'
(872-882), ὁ ὁποῖος, παρά τήν πικρία του γιά τήν ἐσπευσμένη ἀποκατάσταση τοῦ
Φωτίου, συγκάλεσε Σύνοδο 15 Ἐπισκόπων στή Ρώμη, ἡ ὁποία ἀκύρωσε τίς Συνόδους
πού συγκλήθηκαν ἐναντίον τοῦ Φωτίου ἐπί Παπῶν Νικολάου καί Ἀδριανοῦ, ἀπέστειλε
ἐπιστολές πρός τόν Αὐτοκράτορα Βασίλειο, τόν Πατριάρχη Φώτιο καί τόν κλῆρο τῆς
Κων/πόλεως καί ὅριζε ἐκπροσώπους του γιά τή συμμετοχή σέ ἐπικείμενη Οἰκουμενική
Σύνοδο μέ σκοπό τήν ὁριστική διευθέτηση τοῦ ζητήματος. Ἡ Σύνοδος αὐτή συνεκλήθη
στήν Κων/πολη στόν Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας τό 879/880 καί διαθέτει ὅλα τά τυπικά
καί οὐσιαστικά χαρακτηριστικά τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου[50], μάλιστα πολλοί Πατέρες καί Ὀρθόδοξοι
Θεολόγοι τήν ἀριθμοῦν ὡς Η' Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας[51].
Μεταξύ ἄλλων, ἐμμέσως ἀλλά σαφῶς, ἡ Σύνοδος καταδίκασε τό filioque καί τήν Ἀπόφαση
αὐτή ἀπεδέχθηκαν καί συνυπέγραψαν οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ Ὀρθοδόξου Πάπα Ἰωάννου τοῦ
Η'. Στήν ἕκτη συνεδρία της, μέ πρόταση τοῦ Αὐτοκράτορος Βασιλείου, ἀντί τῆς
συντάξεως νέου Ὅρου, ἀποφασίστηκε νά ἀναγνωσθεῖ καί νά ἐπικυρωθεῖ τό Σύμβολο
Νικαίας - Κων/πόλεως, πρόταση τήν ὁποία ἀπεδέχθησαν εὐχαρίστως οἱ Παπικοί
ἀντιπρόσωποι. Ὄντως, ὁ Ὅρος (Ἀπόφαση) τῆς Συνόδου περιελάμβανε τήν ἐκ νέου ἐπικύρωση
τοῦ παραδεδομένου Συμβόλου Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας (Νικαίας - Κων/πόλεως), ἐνῶ ἀπαγόρευε
καί καταδίκαζε κάθε προσθήκη ἤ ἀφαίρεση ἤ ἀλλοίωση τοῦ ἱεροῦ Συμβόλου[52].
Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Σύνοδος μέ τόν Ὅρο της, ἄν καί ὄχι ὀνομαστικά, καταδίκαζε
σαφῶς τούς προσθέσαντες τό filioque στό ἱερό Σύμβολο τῆς Πίστεως Φράγκους. Ἔτσι
ἀκριβῶς ἐξέλαβαν τίς Ἀποφάσεις της τόσο οἱ Παπικοί ἀντιπρόσωποι, ὅσο καί ὁ
ἴδιος ὁ Πάπας Ἰωάννης ὁ Η', τοῦ ὁποίου ἡ θέση θά ἦταν ἰδιαίτερα δυσχερής στή
Δύση, ἄν τυχόν ἡ Σύνοδος καταδίκαζε συγκεκριμένα καί ὀνομαστικά τό filioque καί
τούς διδάσκοντες αὐτό Φράγκους κληρικούς καί θεολόγους.
* *
*
Τό λεγόμενο μικρό
Σχίσμα τοῦ 867 ἀποκαταστάθηκε πλήρως μέ τήν καταδίκη τοῦ filioque ἀπό τή
φερομένη ὡς Η' Οἰκουμενική Σύνοδο τοῦ 879/880 καί μέ τήν ἀποδοχή αὐτῆς τῆς Ἀπόφασης
ἀπό τόν Ὀρθόδοξο Πάπα Ἰωάννη τόν Η' (872-882). Τήν ἴδια στάση τήρησαν καί οἱ
περισσότεροι ἀπό τούς διαδόχους τοῦ Ἰωάννου στό μεσοδιάστημα μεταξύ μικροῦ (867)
καί μεγάλου Σχίσματος (1054). Τό μικρό Σχίσμα δέν ἦταν ἄσχετο μέ τίς ἐπεμβάσεις
τῶν Φράγκων στόν Παπικό θρόνο, ἀφοῦ κύρια αἴτιά του ἦταν τόσο οἱ διεκδικήσεις
τοῦ πρώτου φραγκόφιλου Πάπα Νικολάου τοῦ Α', ὅσο καί οἱ ἐνέργειες τοῦ
πανίσχυρου ἡγέτη τῆς φραγκόφιλης παράταξης στήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης Ἀναστασίου
τοῦ Βιβλιοθηκαρίου (817-879), ὁ ὁποῖος ἀπό τά παρασκήνια κατηύθυνε τήν Παπική
πολιτική ἐπί Παπῶν Νικολάου Α' (858-867), Ἀδριανοῦ Β' (867-872) καί Ἰωάννου Η'
(872-882). Ἀλλά, καί ἡ ἀποκατάσταση τοῦ Σχίσματος ὀφείλεται ἐν πολλοῖς στή
μεταστροφή τοῦ Ἀναστασίου Βιβλιοθηκαρίου σέ ἔνθερμο ὑποστηρικτή τοῦ ἀφοσιωμένου
στήν Κων/πολη ὀρθοδόξου κόμματος[53].
Δύο αἰτήματα τοῦ Πάπα Ἰωάννου Η' πρός τήν Οἰκουμενική Σύνοδο τοῦ 879/880
ἐκφράζουν τίς ἔντονες ἀνησυχίες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης γιά τίς πιέσεις πού
ὑφίστατο τήν ἐποχή ἐκείνη ἐκ μέρους τῶν Φράγκων. Τό πρῶτο ἦταν τό αἴτημα γιά
τήν ἀπαγόρευση τῶν «ἀθρόον» χειροτονιῶν Ἐπισκόπων, δηλ. τῆς ἐκλογῆς λαϊκῶν στόν
βαθμό τοῦ Ἐπισκόπου, γιατί ἡ Ρώμη γνώριζε ὅτι μέ τό μέσο αὐτό οἱ Φράγκοι
ὑπέταξαν τήν ἱεραρχία τῆς γαλλικῆς Ρωμανίας[54]. Τό δεύτερο αἴτημα ἦταν ἡ πρόταση νά
εἶναι ὑποψήφιοι γιά τόν Πατριαρχικό θρόνο τῆς Νέας Ρώμης μόνο οἱ «Καρδινάλιοι»
(προϊστάμενοι τῶν ἐνοριῶν) τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπως ἴσχυε τότε καί στήν
Ἐκκλησία τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης. Μέ τό μέσο αὐτό ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης
ἐπιχειροῦσε νά ἀποκλείσει τήν ἄνοδο Φράγκων κληρικῶν στόν Παπικό θρόνο (ἀφοῦ
μόνο οἱ κληρικοί - Καρδινάλιοι τῆς πόλεως τῆς Ρώμης μποροῦσαν νά γίνουν Πάπες),
ἀλλά καί νά ἀποτρέψει τήν ἀνάμιξη τῶν Φράγκων στίς Παπικές ἐκλογές. Ἡ Ὀρθόδοξη
Ἀνατολή δέν κατανόησε τή σκοπιμότητα καί τή σημασία τῶν δύο αὐτῶν Παπικῶν
αἰτημάτων καί ἡ Σύνοδος τοῦ 879/880, ἀντί νά τά κατοχυρώσει μέ κανονικό κῦρος,
ὅπως ἀπαιτοῦσε ὁ τότε Πάπας, τά ἀντιπαρῆλθε, ἀποφασίζοντας ὅτι «ἕκαστος θρόνος»
μπορεῖ νά τηρεῖ ὡς πρός τά αἰτήματα αὐτά τά «ἀρχαῖα» καί «παραδεδομένα ἔθη» στά
ὅρια τῆς δικαιοδοσίας του[55].
Ἀπό τούς διαδόχους τοῦ
Πάπα Νικολάου Α' (858-867) ἐλάχιστοι Πάπες ἦσαν φραγκόφιλοι, μέχρι τό 1009,
ὅταν ἀποχώρησε ὁ τελευταῖος Ρωμαῖος Πάπας Ἰωάννης ὁ ΙΗ' (1003-1009)[56].
Στίς φραγκικές πηγές ἡ περίοδος αὐτή, ἀπό τό 867 ὡς τό 1009 μ.Χ. ἐμφανίζεται ὡς
περίοδος κατάπτωσης τοῦ Παπισμοῦ, ὁ δέ ι' μ.Χ. αἰ. χαρακτηρίζεται ἀπό
σύγχρονους ἱστορικούς ὡς «αἰῶνας τῆς πορνοκρατίας» τοῦ Παπικοῦ θρόνου[57].
Παραδόξως, οἱ ἐμφανιζόμενοι ὡς ἀνήθικοι καί σιμωνιακοί Πάπες εἶναι πάντοτε οἱ
Ὀρθόδοξοι καί φιλέλληνες, ἐνῶ οἱ φραγκόφιλοι Πάπες εἶναι πάντοτε οἱ ἅγιοι[58].
Ἐπίσης, ἡ ἐκλογή τοῦ Πάπα ἀπό τόν κλῆρο καί τόν λαό τῆς Ρώμης πρίν τό 1009
περιγράφεται, συνήθως, ὡς αἰχμαλωσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης στόν λαό (τόν
Ρωμαϊκό), ἀπό τήν ὁποία ἀπελευθερώθηκε, δῆθεν, μέ τήν ἐπέμβαση τῶν «ἁγίων»
Φράγκων βασιλέων[59].
Μετά τήν παραίτηση τοῦ
τελευταίου Ρωμαίου καί Ὀρθοδόξου Πάπα Ἰωάννου ΙΗ'[60] καί μέ τή βίαιη ἐπέμβαση τῶν
Τευτονοφράγκων βασιλέων, ὁ Παπικός θρόνος κατελήφθη ὁριστικά ἀπό Λατινοφράγκους
(Γάλλους), Τευτονο-φράγκους (Γερμανούς) καί Ἰταλούς[61]. Τό ὄνομα τοῦ διαδόχου τοῦ Ἰωάννου ΙΗ'
Ἰταλοφράγκου Πάπα Σεργίου τοῦ Δ' (1009-1012) δέν συμπεριελήφθη στά Δί-πτυχα τῶν
Ὀρθοδόξων Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς, γιατί στήν ’Ενθρονιστήρια Ἐπιστολή του
πρός τούς ἄλλους Πατριάρχες ὁ Πάπας αὐτός εἶχε χρησιμοποιήσει τό filioque[62].
Τέλος, ὁ διάδοχος τοῦ Σεργίου Δ' Ἰταλοφράγκος Πάπας Βενέδικτος ὁ Η' (1012-1024)
προσέθεσε ὁριστικά τό filioque στό Σύμβολο τῆς Πίστεως τό 1014 μ.Χ.[63]
* *
*
Ὅπως προκύπτει ἀπό τά
παραπάνω, τά Ἀναθέματα τοῦ 1054 ἐπί Πάπα Λέοντος Θ' (1049-1054) καί Πατριάρχου
Κων/πόλεως Μιχαήλ Α' Κηρουλαρίου (1043-1059) δέν ἀποτελοῦν οὔτε τήν αἰτία, οὔτε
τήν ἔναρξη τοῦ μεγάλου Σχίσματος μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Τό μέγα Σχίσμα
προϋπῆρχε ἀπό τό ἔτος 1009, ἀφοῦ ἀπό τότε τό ὄνομα τοῦ Πάπα δέν μνημονευόταν
στά Δίπτυχα τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς. Ὁ Μιχαήλ Κηρουλάριος δέν ἦταν
αὐτός πού διέγραψε τό ὄνομα τοῦ Πάπα ἀπό τά Δίπτυχα, ὅπως συνήθως πιστεύεται,
ἀλλά κληρονόμησε τό Σχίσμα, ὡς ἤδη παγιωμένη κατάσταση. Τό ὅτι τό μνημόσυνο τοῦ
Πάπα εἶχε διακοπεῖ πρό πολλῶν ἐτῶν, τουλάχιστον στά Πατριαρχεῖα Κων/πόλεως καί
Ἀντιοχείας, προκύπτει σαφῶς καί ἀπό τήν ἀλληλογραφία τοῦ Μιχαήλ Κηρουλαρίου μέ
τόν Πατριάρχη Ἀντιοχείας Πέτρο τόν Γ' (1052-1056), ὅπου ὁ Μιχαήλ Κηρουλάριος
χρησιμοποιεῖ μεταξύ ἄλλων τή χαρακτηριστική φράση «καί ἔκτοτε καί μέχρι τοῦ νῦν
ἀποτμηθεῖναι τῆς καθ’ ἡμᾶς ἁγιωτάτης καί Καθολικῆς Ἐκκλησίας τόν πάπαν»[64].
Μάλιστα, στήν περίοδο αὐτή (1009-1054) τό filioque ἦταν ἡ κατ’ ἐξοχήν αἰτία τοῦ
Σχίσματος, ἐνῶ δευτερεύοντα ρόλο φαίνεται νά ἔπαιξαν ἄλλα αἴτια, ὅπως τό Παπικό
πρωτεῖο, πού ἦταν κυρίαρχο θέμα διαμάχης στήν περίοδο τοῦ μικροῦ Σχίσματος τοῦ
867.
Τά τραγικά γεγονότα
τοῦ 1054 προέκυψαν μέ ἀφορμή τόν ἀνταγωνισμό ἐκκλησιαστικῶν διεκδικήσεων σέ
περιοχές τῆς κάτω Ἰταλίας, πού ἀνῆκαν στήν κανονική δικαιοδοσία τοῦ
Οἰκουμενικοῦ θρόνου. Ἡ κατάκτηση ἐδαφῶν τῶν περιοχῶν αὐτῶν μετά τό 1040 ἀπό
Νορμανδούς, πού ἦσαν λατινόφονες, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἔνταξη τῶν ἐδαφῶν
αὐτῶν στήν ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία τοῦ Παπικοῦ θρόνου. Ὁ Πάπας Λέων ὁ Θ',
ἐκμεταλλευόμενος τήν εὐκαιρία, ἐπέβαλε στίς περιοχές αὐτές τά λατινικά
ἐκκλησιαστικά ἔθιμα καί κατάργησε τήν Ἀρχιεπισκοπή Σιπόντου τοῦ Πατριαρχείου
Κων/πολεως στήν Ἀπουλία, σ’ αὐτές δέ τίς ἐνέργειες ἀντέδρασε ὁ Πατριάρχης
Μιχαήλ Κηρουλάριος ἀπαγορεύοντας τά λατινικά ἐκκλησιαστικά ἔθιμα στούς Λατίνους
πού διέμεναν στήν Κων/πολη καί ἀπειλώντας μέ τήν παύση τῆς λειτουργίας τῶν ἐκεῖ
Ναῶν τους. Τελικά, ἡ συμμαχία Νορμανδῶν καί Παπικοῦ θρόνου κάποτε κλονίστηκε
καί οἱ Νορμανδοί συγκρούστηκαν μέ τά Παπικά στρατεύματα, τῶν ὁποίων ἡγεῖτο ὁ
ἴδιος ὁ Πάπας Λέων ὁ Θ'. Οἱ Νορμανδοί νίκησαν τόν Παπικό στρατό, μέ ἀποτέλεσμα
νά αἰχμαλωστεῖ ὁ Πάπας Λέων καί νά ἐγκλεισθεῖ σέ φρούριο (Φεβρ. 1053)[65].
Κατόπιν τούτου, ἡ ὅλη εὐθύνη τῆς ἄσκησης τῆς Παπικῆς πολιτικῆς περιῆλθε στόν
βασικότερο σύμβουλό του ἀδιάλλακτο καί ἀνθέλληνα Ἐπίσκοπο καί Καρδινάλιο
Οὐμβέρτο, ὁ ὁποῖος ἔφθασε στήν Κων/πολη ἐπικεφαλῆς Παπικῆς ἀντιπροσωπίας, μέ
μέλη τόν Διάκονο καί Καρδινάλιο Φρειδερῖκο καί τόν Μητροπολίτη Ἀμάλφης Πέτρο,
γιά νά διεθετήσει τά προβλήματα πού εἶχαν προκύψει μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν.
Ἡ ὑπεροπτική
συμπεριφορά τῆς Παπικῆς ἀντιπροσωπίας στήν Κων/πολη ἐξέπληξε τούς πάντες. Ἡ
Παπική ἀντιπροσωπία ἔφερε ἐπιστολές, στίς ὁποῖες ἀποδοκιμαζόταν ἡ τόλμη τοῦ
Πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου νά ἐλέγξει τόν Παπικό θρόνο καί τή διδασκαλία του.
Ἐπίσης, προβαλλόταν ἡ ἄποψη ὅτι ἡ Ρωμαϊκή Ἐκκλησία, ὡς καθέδρα τοῦ ἀποστόλου
Πέτρου καί πρῶτος θρόνος τῆς Ἐκκλησίας, διδάσκει καί δέν διδάσκεται, κρίνει καί
δέν κρίνεται ἀπό κανέναν, καί τέλος, ἐκαλεῖτο ὁ Πατριάρχης νά μετανοήσει, νά
δεχθεῖ τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης καί νά ὑποταχθεῖ σ’ αὐτήν, ἀφοῦ
κάθε Ἐκκλησία πού δέν συμφωνοῦσε μέ τόν Παπικό θρόνο ἀποτελοῦσε, κατά τήν
Παπική ἀντίληψη, φατρία αἱρετικῶν ἤ σχισματικῶν![66] Ἀλλά, καί ὁ Πατριάρχης Μιχαήλ
ἀντιμετώπιζε μέ μεγάλη καχυποψία τήν Παπική ἀντιπροσωπία καί ἀπέφυγε νά ἔλθει
σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί της, ἐνῶ ἀγνοοῦσε διακριτικά τίς προκλήσεις της.
Κατά τή μακρά παραμονή τῶν Παπικῶν ἀπεσταλμένων στήν Κων/πολη μέ τήν οὐσιαστική
κάλυψη τοῦ ἄβουλου Αὐτοκράτορα Κων/νου Θ' τοῦ Μονομάχου (1042-1055), προκλήθηκαν
ὀξύτατες θεολογικές ἀντιπαραθέσεις μεταξύ τοῦ Καρδιναλίου Οὐμβέρτου καί τοῦ
στουδίτη μοναχοῦ ἁγίου Νικήτα Στηθάτου (π.1014-1090), ὅπου ὁ Οὐμβέρτος ἐξετράπη
σέ χυδαῖες ὕβρεις ἐναντίον τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας[67]. Τελικά, στίς 16 Ἰουλίου τοῦ 1054,
ἡμέρα Σάββατο, ἡ Παπική ἀντιπροσωπία εἰσῆλθε μέ ὑπεροπτικό ὕφος στόν Ναό τῆς
Ἁγίας Σοφίας κατά τή διάρκεια Ἀκολουθίας καί, ἐνώπιον τοῦ ἐκκλησιαζομένου Λαοῦ,
ἄφησε ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα Λίβελλο, μέ τόν ὁποῖο ἀναθεματιζόταν ἐγγράφως ὁ
Πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος, κάποια ἄλλα ἐκκλησιαστικά πρόσωπα καί ὅλοι
γενικά οἱ ὁμόφρονές τους (δηλ. ὁλόκληρη ἡ Ἀνατολική Ἐκκλησία). Τέλος, ἀναχώρησε
ἀπό τόν Ναό ἐπιδεικτικά.
Ὁ Λίβελλος ἀποτελεῖ
χαρακτηριστικό δεῖγμα τόσο τῆς ἐλλιποῦς θεολογικῆς παιδείας, ὅσο καί τῆς ἄγνοιας
τῶν πραγμάτων ἀπό τόν Οὐμβέρτο καί τούς Παπικούς ἐκπροσώπους, ἀφοῦ ἐκτόξευε ἕνα
πλῆθος ἐσφαλμένων καί ἀνυπόστατων κατηγορίων ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενικοῦ
Πατριάρχου καί τῶν ὁμοφρόνων του, δηλ. ὁλόκληρης τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας.
Μεταξύ αὐτῶν ἦταν καί ἡ κατηγορία ὅτι ὁ Πατριάρχης Μιχαήλ καί οἱ «συνεργοί» του
ἀφαίρεσαν τό filioque ἀπό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως: «ὡς οἱ Πνευματομάχοι ἤ Θεομάχοι
ἀπέκοψαν ἀπό τοῦ συμβόλου τοῦ ἁγίου Πνεύματος τήν ἐκπόρευσιν ἐκ τοῦ Υἱοῦ»![68]
Ὁ Λίβελλος ἄρχιζε μέ τή χαρακτηριστική φράση: «Ὅστις ἄν τῇ πίστει καί τῇ θυσίᾳ
τῆς Ρωμαϊκῆς καί ἀποστολικῆς καθέδρας ἀντιλέγῃ, ἀνάθεμα ἔστω, καί μήτε λεγέσθω
ὀρθόδοξος, ἀλλά λεγέσθω προζυμίτης καί νέος ἀντίχριστος»[69].
Ὁ Πατριάρχης Μιχαήλ
Κηρουλάριος συγκάλεσε ἀμέσως Ἐνδημοῦσα Σύνοδο τήν Κυριακή 24 Ἰουλίου 1054 στήν
Κων/πολη, ἡ ὁποία ἀναθεμάτισε τόν Παπικό Λίβελλο, τούς συντάκτες του καί ὅσους
παρεῖχαν «συναίνεσίν τινα ἤ βουλήν» στή δημιουργία του[70]. Προφανῶς, ὁ ἀναθεματισμός ἐπεκτείνεται
καί στούς μετέπειτα συναινοῦντας καί ἀποδεχομένους τό περιεχόμενο τοῦ Λιβέλλου,
δηλ. πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης. Ἐν τούτοις, ἡ Σύνοδος δέν εἶχε τή συνείδηση
ὅτι καταδίκαζε τόν Παπικό θρόνο, ἀλλά μόνο τά συνδεομένα μέ τόν Λίβελλο
πρόσωπα, γενικά καί ἀόριστα. Ὁ Πατριάρχης ὑποπτευόταν ἐξ ἀρχῆς ὅτι ἡ Παπική
ἀντιπροσωπία ἐνεργοῦσε αὐθαίρετα καί καθ’ ὑπέρβασιν τῶν ἐντολῶν τοῦ αἰχμαλώτου
Πάπα Λέοντος. Πίστευε δέ, ὅτι, γενικά, δέν ἐξέφραζε τίς ἀπόψεις τοῦ Παπικοῦ
θρόνου καί ὅτι ἦταν ὄργανο προσωπικῶν ἀντιπάλων του στή Δύση, ὅπως τοῦ
Λογγοβάρδου Ἀργυροῦ. Τίς ὑποψίες αὐτές ἐνίσχυε τό γεγονός ὅτι, ὅπως εἶχε
διαπιστωθεῖ, οἱ σφραγῖδες στά Παπικά ἔγγραφα διέφεραν ἀπό τίς γνωστές Παπικές
σφραγῖδες τοῦ παρελθόντος[71].
Ἐπί πλέον, στίς 15 Ἀπριλίου 1054 πέθανε ὁ Πάπας Λέων ὁ Θ'. Ἡ εἴδηση τοῦ θανάτου
του ἔφθασε μετά ἀπό ἕνα δίμηνο περίπου στήν Κων/πολη, ἀλλά ὁπωσδήποτε εἶχε
γίνει γνωστή πρίν τήν ἐπίδοση τοῦ Λιβέλλου ἀπό τήν Παπική ἀντιπροσωπία (16
Ἰουλίου 1054)[72].
Ὅπως εἶναι φυσικό, τόσο ὁ Πατριάρχης ὅσο καί ἡ Συνόδος θεωροῦσαν ὅτι ἡ Παπική
ἀντιπροσωπία εἶχε πλέον ἐκπέσει τῆς ἀποστολῆς της μετά τόν θάνατο τοῦ Πάπα.
Ὡστόσο, οἱ ἐπιφυλάξεις
αὐτές δέν εἶχαν κανένα πρακτικό ἔρεισμα, γιατί μέ τήν ἐπιστροφή τῆς Παπικῆς
ἀντιπροσωπίας στή Ρώμη ἐπικράτησε ἡ γραμμή τοῦ πανίσχυρου καί ἀδιάλλακτου Καρδιναλίου
Οὐμβέρτου. Ἕνα ἄλλο μέλος τῆς Παπικῆς ἀντιπροσωπίας, ὁ Διάκονος καί Καρδινάλιος
Φρειδερῖκος, ἀνῆλθε στόν Παπικό θρόνο μέ τό ὄνομα Πάπας Στέφανος ὁ Θ'
(1057-1058), ἐνῶ ὁ στενός φίλος τοῦ Οὐμβέρτου Ἰλδεμβράνδης κατηύθυνε τήν ὅλη
πολιτική τοῦ Παπικοῦ θρόνου γιά μακρό χρονικό διάστημα[73], καί, τελικά ἀνῆλθε κι αὐτός στόν
Παπικό θρόνο ὡς Γρηγόριος Ζ' (1073-1085). Ὁ Λίβελλος τῶν Ἀναθεμάτων τοῦ 1054
ἔγινε γενικά ἀποδεκτός στή Δύση καί οἱ Πάπες Λέων ὁ Θ' (1049-1054) καί
Γρηγόριος ὁ Ζ' (1073-1085) τιμῶνται ὡς ἅγιοι τοῦ παπισμοῦ. Τά ἀμοιβαῖα
Ἀναθέματα τοῦ 1054 ἦταν ἡ τελευταία πράξη τοῦ μεγάλου Σχίσματος μέ τή Δυτική
Ἐκκλησία.
* *
*
Ἀπό τήν περιγραφή τῶν
ἱστορικῶν καί θεολογικῶν πλαισίων τῆς ἐμφανίσεως καί ἐπικρατήσεως τοῦ filioque,
πού προηγήθηκε, διαφαίνεται τό βαθύτατο θεολογικό χάσμα πού ὑφίσταται μεταξύ
ἀφ’ ἑνός τῆς ἀρχαίας ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας καί τῆς ἱστορικῆς της συνέχειας, δηλ.
τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ παρόντος, καί ἀφ’ ἑτέρου τοῦ ἀποσχισθέντος ἀπό τό
σῶμα της Ρωμαιοκαθολικισμοῦ. Ὅπως προανεφέρθη, τά ἀμοιβαῖα Ἀναθέματα τοῦ 1054
δέν ἦσαν ἡ αἰτία τοῦ μεγάλου Σχίσματος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἀλλά ἡ ἀπόληξη
μιᾶς μακρᾶς διαδικασίας ἐπιβολῆς μιᾶς ἄλλης (αἱρετικῆς) θεολογικῆς παράδοσης
καί ἕνος ἄλλου (ἀνθελληνικοῦ μάλιστα) πολιτισμοῦ στόν Δυτικό Ὀρθόδοξο
Χριστιανισμό. Πηρύνας αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς θεολογικῆς του παράδοσης
ἦταν ἡ αἵρεση τοῦ filioque, ἀλλά, πρό πάντων, οἱ θεολογικές προϋποθέσεις, πού τή
δημιούργησαν. Τό filioque, ἐπειδή ἀκριβῶς ἀναφέρεται στήν οὐσία τῆς πίστεως, ἐπειδή
θίγει τό πιό καίριο ἴσως σημεῖο της, τό Τριαδικό δόγμα, δηλαδή τήν ἀλήθεια γιά
τόν Θεό στόν Ὁποῖο πιστεύουμε, δέν εἶναι μιά ἀκίνδυνη ὡς πρός τή σωτηρία
διδασκαλία, ἀλλά ἀποτελεῖ χαρακτηριστική περίπτωση αἵρεσης καί πλάνης, οἱ δέ
ἀποδεχόμενοι αὐτή τή διδασκαλία, δέν καθίστανται ἁπλῶς σχισματικοί, ἀλλά ὄντως
αἱρετικοί. Εἶναι φανερό ὅτι, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης δέν ἀπεσχίσθη μόνο γιά λόγους
κανονικῆς τάξεως, ἀλλά πρό πάντων γιά λόγους πίστεως, ὅπου δέ ἡ ἀποκοπή ἀπό τό
σῶμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀποτέλεσμα διαφορῶν σέ καίρια σημεῖα τῆς πίστεως, ἐκεῖ
δέν πρόκειται πλέον γιά περίπτωση ἁπλοῦ σχίσματος, ἀλλά γιά περίπτωση αἱρέσεως.
Ἐπί πλέον, οἱ διαφορές
στήν πίστη δέν εἶναι ἁπλές θεωρητικές διαφορές, δέν εἶναι διαφοροποιήσεις
διδασκαλιῶν καί θεωριῶν πού ἀφοροῦν λίγους καί εἰδικούς, ἀλλά διακρίσεις τρόπων
ζωῆς, ἀφοῦ πάντοτε οἱ διαφορές στήν πίστη παραπέμπουν σέ διαφορετικούς τρόπους
ζωῆς. Εἴδαμε, παρακολουθώντας τήν γένεση τοῦ filioque, ὅτι ἡ αἵρεση αὐτή προῆλθε
ἀπό ἕναν διαφορετικό τρόπο ζωῆς, πού ἐπέβαλαν οἱ κατακτητές Φράγκοι στούς
κατακτημένους Ὀρθοδόξους πληθυσμούς τῆς δυτικῆς Εὐρώπης. Ὄντως, ἐνῶ ἡ Ἀλήθεια
τῆς Ἐκκλησίας παραπέμπει καί ἐπισημαίνει τόν ὀρθό τρόπο ζωῆς, πού ὁδηγεῖ στή
σωτηρία, ἡ αἵρεση (κάθε αἵρεση) παραπέμπει σέ ἕναν ἄλλο τρόπο ζωῆς, πού δέν
ὁδηγεῖ στή σωτηρία. Ἡ ἀπώλεια αὐτοῦ τοῦ αὐθεντικοῦ τρόπου ζωῆς, τῆς μοναδικῆς
ὁδοῦ πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία καί τήν θέωση, ἀποτελεῖ ἀκριβῶς τήν ἀπώλεια τῆς
οὐσίας τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, καί συνιστᾶ τήν οὐσία αὐτοῦ
πού ἀποκαλεῖται συνήθως αἵρεση.
Ἡ λεγόμενη «ἕνωση τῶν
Ἐκκλησιῶν» δέν ἀποτελεῖ αἴτημα μόνο τῶν «οἰκουμενιστῶν» τῆς ἐποχῆς μας, ἀλλά
βαθύτατη ἀνάγκη καί ἐπιθυμία κάθε Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ διαχρονικῶς καί
παγκοσμίως. Ὅμως, ἡ ἕνωση αὐτή δέν εἶναι ἀποτέλεσμα ἐξωτερικῶν πράξεων καί
διακηρύξεων, ἐφ’ ὅσον παραμένουν οἱ αἱρέσεις, πού διαχωρίζουν, καί οἱ τρόποι
ζωῆς πού παράγουν αὐτές τίς αἱρέσεις. Ἐννέα αἰῶνες μετά τό μέγα Σχίσμα τῆς
Δυτικῆς Ἐκκλησίας, στίς 7 τοῦ μηνός Δεκεμβρίου τοῦ 1965, μέ πρωτοβουλία τοῦ
Πάπα Παύλου τοῦ ΣΤ' (1963-1978) καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα τοῦ Α'
(1948-1972) ἔγινε ἐπισήμως ἡ ἀμοιβαία ἄρση τῶν Ἀναθεμάτων τοῦ 1054 μ.Χ. Τό
γεγονός εἶναι ἀναμφίβολα ἱστορικό. Ὅμως, εἶναι εὐνόητο, ὅτι γιά νά ἔχει μιά
τέτοια ἐνέργεια (ὅπως καί ἄλλες παρόμοιες ἐνέργειες προσέγγισης μεταξύ Ρώμης
καί Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας) κάποια πρακτική ἀξία, πρέπει νά ἀρθεῖ ὄχι μόνο ἡ
βασική αἰτία τοῦ Σχίσματος, δηλαδή ἡ αἵρεση τοῦ filioque, ἀλλά καί οἱ τρόποι
ζωῆς πού τήν παράγουν, πού σημαίνει πρακτικά ὅτι πρέπει νά ἀλλάξει ἡ ὅλη δομή
τῆς λεγομένης «Καθολικῆς Ἐκκλησίας». Ὅπως τό Σχίσμα δέν προῆλθε ἀπό τά
Ἀναθέματα τοῦ 1054, ἀλλά ἦταν μιά προϋπάρχουσα ὑφιστάμενη κατάσταση, ἔτσι καί ἡ
ἕνωση δέν προῆλθε ἀπό τήν ἄρση αὐτῶν τῶν Ἀναθεμάτων, ἀλλά, ἄν προέλθη, θά
προέλθη ἀπό τήν ἄρση τῆς πραγματικότητας ἐκείνης, πού ὁδήγησε στό Σχίσμα.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία,
μέ τήν βεβαιότητα ὅτι ἡ ἴδια τηρεῖ καί συνεχίζει τήν κοινή Παράδοση τῶν δέκα
πρώτων αἰώνων τοῦ Χριστιανισμοῦ, δηλαδή τή Βιβλική, Πατερική καί Συνοδική
Παράδοση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, εὔχεται συνεχῶς «ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως»,
δηλαδή ἐπιζητεῖ τήν μετάνοια καί τήν ἐπιστροφή σ’ αὐτή τήν Παράδοση ὅσων ἔχουν
ἀπομακρυνθεῖ ἤ παρεκκλίνει ἀπ’ αὐτήν. Εὔχεται, σημαίνει ὅτι μέ πόνο καί ἀγωνία μεγάλη
παρακαλεῖ γιά τήν μετάνοια καί ἐπιστροφή κάθε πεπλανημένου, καθώς καί γιά τόν
φωτισμό του ἀπό τό ἕνα καί μοναδικό Φῶς τῆς Ἀληθείας, «τό φωτίζον καί ἁγιάζον
πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον», δηλαδή τόν Ἰησοῦ Χριστό.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
[ΑΝΩΝΥΜΩΣ], Ἁγία
Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, http://el.wikipedia.org/wi ki/%CE%91%C E%B3%CE%AF%CE%B1_%CE%A1%CF%89%CE%BC%CE%B1
%CF%8A%CE%BA%CE%AE_%CE%91%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1,
27-2-2012. ΑΥ-ΓΟΥΣΤΙΝΟΥ Ἁγίου, Αἱ Ἐξομολογήσεις, τ. Α' - Β', μτφρ. Ἀ. Δαλεζίου,
Ἀθῆναι 19806. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος ΚΑ', 8, Ἔργα τ. 4, ἔκδ. ΕΠΕ, Θεσ/νίκη
1976. ΙΕΡΟΘΕΟΥ Μητρ. Ναυπάκτου καί Ἁγ. Βλασίου, Γέννημα καί θρέμμα Ρωμηοί,
Λεβαδειά 1996. ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, ἔκδ. Ἐκδοτική Ἀθηνῶν, τ. ΣΤ' καί Ζ'.
ΚΑΡΜΙΡΗ ΙΩ, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας,
τ. Ι, ἐν Ἀθήναις 19602. ΜΕΛΕΤΙΟΥ Μητρ. Νικοπόλεως, Ἡ Πέπμτη Οἰκουμενική
Σύνοδος. Εἰσαγωγή, Πρακτικά, Σχόλια, Ἀθῆναι 1985. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤ., Πατρολογία,
τ. Γ': Ὁ πέμπτος αἰῶνας (Ἀνατολή καί Δύση), ἔκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 2010. ΡΟΟΥΖ
ΣΕΡ. π., Ἡ θέση τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μτφρ. Ἱ. Μονή Ἁγ.
Αὐγουστίνου Φλωρίνης, ἔκδ. Μυριόβιβλος, Ἀθήνα 2010. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ ΙΩ., Δογματική
καί Συμβολική Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Α', ἔκδ.
Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 19994. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ ΙΩ., Ἐκκλησιαστικαί Σύνοδοι καί
Πολιτισμός, Θεολογία, τ. 66 (1995), σσ. 646-680. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ ΙΩ., Ρωμηοσύνη,
Ρωμανία, Ρούμελη, Θεσ/νίκη 1975. ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ Β. Ἀρχ., Ἐκκλησιαστική Ἱστορία. Ἀπ’
ἀρχῆς μέχρι σήμερον, Ἀθῆναι 19784. ΦΕΙΔΑ ΒΛ., Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α', Ἀθῆναι
19942. ΦΕΙΔΑ ΒΛ., Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τ. Β': Ἀπό τήν Εἰκονομαχία μέχρι τή
Μεταρύθμιση, Ἀθῆναι 1994. ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ ΑΝ., Ρωμηοσύνη ἤ βαρβαρότητα; Λεβαδειά
1994. ΦΩΤΙΟΥ Μ., Ἐπιστολή ΚΔ', ΕΠΕ, τ. 13.
Τρίπολις 2012,
Ἱερεύς Σωτήριος Ὀ.
Ἀθανασούλιας
[1] Ὁ
ὅρος «ἐκπορεύεται» θά μποροῦσε
νά ἀποδοθεῖ περίπου μέ τούς
νεοελληνικούς ὅρους «προέρχεται», «ὑπάρχει», «ἔχει
τήν ὕπαρξή Του» κ.λπ., μέ τή διευκρίνηση ὅτι
κανένας ὅρος δέν μπορεῖ νά ἐκφράσει
τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ «ἐκπόρευσις».
[3] Ἐντός
τοῦ χρόνου, σέ συγκεκριμένες χρονικές στιγμές.
[4] Δηλ. πέρα ἀπό
κάθε ἔννοια χρόνου.
[5] Δηλ. ἀποκλειστικό
ἰδίωμα τοῦ Ἁγ.
Πνεύματος καί ὄχι κοινό μέ κάποιο ἄλλο πρόσωπο τῆς
Ἁγίας Τριάδος.
[6] «Πρό πάντων τῶν
αἰώνων», κατά τό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ἡ
ἔκφραση «πρό πάντων τῶν αἰώνων»
καί ὁ ὅρος «ἀϊδίως» εἶναι
ταυτόσημα.
[7] Ἐρωτᾶ
π.χ. ὁ ἅγιος ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ: «Τίς οὖν
ἡ ἐκπόρευσις; Εἰπέ σύ τήν ἀγεννησίαν
τοῦ Πατρός, κἀγώ τήν γέννησιν τοῦ
Υἱοῦ φυσιολογήσω, καί τήν ἐκπόρευσιν τοῦ
Πνεύματος, καί παραπληκτίσομεν ἄμφω εἰς
Θεοῦ μυστήρια παρακύπτοντες» (Λόγος ΚΑ', 8, Ἔργα
τ. 4, ἔκδ. ΕΠΕ, Θεσ/νίκη 1976, σ. 208).
[8] Τά μέν πρῶτα
(τά κοινά) εἶναι τά «φυσικά» ἰδιώματα καί τά δεύτερα
(τά ἀκοινώνητα) εἶναι
τά «ὑποσταστικά» ἰδιωμάτα. Ἄλλη
κατηγορία ἰδιωμάτων δέν ὑπάρχει.
[9] ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Ἐκκλησιαστική
Ἱστορία Α', Ἀθῆναι
19942, σ. 367.
[11] Αὐτόθι,
σ. 368-369. Ἀρχ. Β. ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία.
Ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι σήμερον, Ἀθῆναι
19784, σ. 265-266.
[12] Ἀρχ.
Β. ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ, μνημ. ἔργ., σ. 266. Βλ. καί χάρτες στήν ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ,
ἔκδ. Ἐκδοτική Ἀθηνῶν,
τ. ΣΤ', σ. 606-607 καί τ. Ζ', σ. 44-45.
[13] ΑΝ. ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ,
Ρωμηοσύνη ἤ βαρβαρότητα; Λεβαδειά 1994, σ. 159.
[14] Οἱ
σύγχρονες εὐρωπαϊκές γλῶσσες θεωροῦνται
λατινογενεῖς γλῶσσες.
[15] ΑΝ. ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ, μνημ.
ἔργ., σ. 155 ἑξ.
[16] Ἡ
λεγόμενη σήμερα «Βυζαντινή Αὐτοκρατορία», ὀνομαζόταν
ἀνέκαθεν «Ρωμαϊκή» καί οἱ πολῖτες
της «Ρωμαῖοι» πολῖτες, ἀκόμη
καί στούς πρώτους μετά τήν πτώση τῆς Αὐτοκρατορίας
στούς Τούρκους (1453) αἰῶνες. Ἱστορικῶς,
δέν ὑπῆρξε ποτέ κράτος αὐτοαποκαλούμενο
«Βυζάντιο» ἤ «Βυζαντινό κράτος» ἤ «Βυζαντινή Αὐτοκρατορία»
καί ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ Αὐτοκράτορες
τοῦ κράτους αὐτοῦ,
μέχρι καί τοῦ τελευταίου, τοῦ Κων/νου ΙΑ'
Παλαιολόγου (1449-1453), ὑπέγραφαν ὡς «Αὐτοκράτωρ
τῶν Ρωμαίων». Οἱ χαρακτηρισμοί
«Βυζαντινός» καί «Βυζαντινή Αὐτοκρατορία» εἶναι
ἱστορικῶς μεταγενέστεροι καί
δέν ἀνταποκρίνονται στήν πραγματικότητα. Ἐπινοήθηκαν
στή Δύση γιά προπαγανδιστικούς λόγους καί χρησιμοποιήθηκαν γιά πρώτη φορά ἀπό
τόν Ἱερώνυμο Wolf τό 1562 μ.Χ., δηλ. ἕναν
καί πλέον αἰῶνα μετά τήν πτώση στούς Τούρκους (ΑΝ. ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ, μνημ. ἔργ.,
σ. 58). Περί ἐθνικῶν ὀνομάτων βλ. ἐκτενῶς
στό ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη, Θεσ/νίκη 1975, ΑΝ. ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ,
μνημ. ἔργ. καί ΙΕΡΟΘΕΟΥ Μητρ. Ναυπάκτου καί Ἁγ.
Βλασίου, Γέννημα καί θρέμμα Ρωμηοί, Λεβαδειά 1996.
[17] Ὁ
χαρακτηρισμός «Γραικός» τελικῶς κατέληξε νά σημαίνει
«αἱρετικός, κλέπτης, ψεύστης, ἀγύρτης καί ἀπατεών»
(ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, ἔνθ. ἀν., σ. 47).
[18] ΙΕΡΟΘΕΟΥ Μητρ.
Ναυπάκτου καί Ἁγ. Βλασίου, μνημ. ἔργ., σ. 26. Ὁ
Θωμᾶς Ἀκινάτης (1225-1274) ἔγραψε καί ἄλλο
ἔργο μέ τίτλο «Contra Graecos». Παρόμοια ἔργα
ἔγραψαν οἱ Αἰνείας
Παρισίων (+870) μέ τίτλο «Liber adversos Graecos», Ράτραμνος (+868) μέ τίτλο «Contra
Graecorum opposita», Πέτρος Damiani (+1072) μέ τίτλο «Contra Graeccorum errorem
de processione Spiritus sancti» καί Ἄνσελμος Καντουαρίας
(1033-1109) μέ τίτλο «Contra Graecos», ἡ δέ Σύνοδος τῆς
Βορματίας τῆς Γερμανίας τοῦ 868 μ.Χ. ἐξέδωσε
ἀπόφαση μέ τίτλο «Contra Graecorum hacresim de fide sanctae
trinitatis» (Αὐτόθι, σ. 26, ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη, Θεσ/νίκη
1975, σ. 64, ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τ. Β': Ἀπό
τήν Εἰκονομαχία μέχρι τή Μεταρύθμιση, Ἀθῆναι
1994, σ. 175).
[19] Ὁ
ΑΝ. ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ στό μνημονευθέν ἔργο του ἐκθέτει
τήν πνευματική κατάσταση στήν Εὐρώπη στήν μετά τήν ἐπικράτηση
τῶν Φράγκων ἐποχή, βάσει τῶν
σωζομένων ἱστορικῶν μαρτυριῶν.
Κατά τόν συγγραφέα, τήν περίοδο αὐτή ἐξαφανίσθηκαν
ῥαγδαία γνώσεις πού συσωρεύθηκαν ἐπί
1.500 ἔτη ἑλληνικοῦ καί ρωμαϊκοῦ
πολιτισμοῦ (σ. 115). Ἡ ἑλληνική
παιδεία ἐξαφανίσθηκε στή Γαλατία ἀπό τό 500 μ.Χ. καί στήν
Ἱσπανία ἀπό τό 600 μ.Χ. Τά ἔργα
τῶν μεγάλων ποιητῶν καί φιλοσόφων ἐπίσης
ἐξαφανίσθηκαν. Τό 570 κανείς δέν εἶχε
στή διάθεσή του τόν Ἀριστοτέλη ἤ τόν Αἰσχύλο,
ἀφοῦ οἱ γνωρίζοντες στήν Εὐρώπη γραφή καί ἀνάγνωση
ἦσαν τότε ἐλαχιστότατοι. Ὁ
Ἀριστοτέλης παρέμεινε ἄγνωστος στή Δύση μέχρι
τόν ιγ' αἰ. (σ. 115-116). Δυνατότητα ἀντιγραφῆς
καί διατήρησης χειρογράφων δέν ὑπῆρχε.
Μόνο ὁ Καρλομάγνος (711-814 μ.Χ.) κατόρθωσε νά συγκεντρώσει γύρω
του κάποιους πεπαιδευμένους τῆς ἐποχῆς,
ἐνέργεια ἡ ὁποία
προβάλλεται ἀπό τούς δυτικούς ἱστορικούς ὡς
«Καρολίγγεια ἀναγέννηση» (σ. 116). Ἀλλά, οὔτε
οἱ παραπάνω εἶχαν στή διάθεσή τους
συγγραφεῖς τοῦ κλασικοῦ πολιτισμοῦ,
ὅπως τόν Ὅμηρο, τόν Αἰσχύλο,
τόν Σοφοκλή, τόν Θουκυδίδη, τόν Δημοσθένη κ.α., ἐνῶ
ἀπό τά εἴκοσι ἕξι
ἔργα τοῦ Πλάτωνα ἐγνώριζαν
μόνο ἕνα, τόν Τίμαιο (σ. 125-126). Αὐτός
ὁ ἴδιος ὁ Καρλομάγνος, παρ’ ὅτι
ἦταν γιός τοῦ Φράγκου βασιλέως
Πιπίνου (751-768 μ.Χ.), ἦταν ἀναλφάβητος, σέ μεγάλη δέ ἡλικία κατέβαλε προσπάθειες
νά μάθει γραφή καί ἀνάγνωση (σ. 126). Ἐκτός τῆς
παιδείας, ἀνάλογη κατάσταση ἐπικρατοῦσε
καί σέ ἄλλους τομεῖς, ὅπως
στήν οἰκονομία, στό ἐμπόριο, στή διοίκηση, στήν
τεχνολογία κ.ἄ.
[20] ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, ἔνθ.
ἀν., σ. 122.
[22] Αὐτόθι,
σ. 123. Ἡ ἀντίληψη γιά τή φυσική ἤ ἐκ
τοῦ Θεοῦ ἀνισότητα τῶν ἀνθρώπων,
καθώς καί γιά τή διάκρισή τους σέ τάξεις αἵματος, εἶναι
ἀναμφίβολα αἱρετική. Ἀντιβαίνει
σαφῶς στήν Ὀρθόδοξη θέση γιά τήν ἰσότητα
ὅλων τῶν μελῶν
τῆς Ἐκκλησίας μέσῳ τοῦ
ἁγίου Βαπτίσματος, καθώς καί στή διδασκαλία τῆς
Ἁγίας Γραφῆς ὅτι
ὅλοι οἱ ἄνθρωποι
ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ
εἶναι «ἕν», καί δέν ὑφίσταται
διάκριση μεταξύ Ἰουδαίου καί Ἕλληνα, δούλου καί ἐλεύθερου,
ἄνδρα καί γυναῖκας (Γαλ. 3,28).
[23] ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Ῥωμηοσύνη,
Ῥωμανία, Ῥούμελη, Θεσ/νίκη 1975,
σ. 139.
[25] ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Ἐκκλησιαστικαί
Σύνοδοι καί Πολιτισμός, Θεολογία, τ. 66 (1995), σ.
678.
[27] ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Ῥωμηοσύνη,
Ῥωμανία, Ῥούμελη, Θεσ/νίκη 1975,
σ. 124-125.
[28] Καί στήν Ὀρθόδοξη
Παράδοση ὑπάρχει ἡ διάκριση μεταξύ ἀνώτερου
καί κατώτερου κλήρου, μόνο πού στόν ἀνώτερο κλῆρο
ἀνήκουν οἱ βαθμοί τοῦ
Ἐπισκόπου, τοῦ Πρεσβυτέρου καί τοῦ
Διακόνου καί στόν κατώτερο οἱ βαθμοί τοῦ
Ὑποδιακόνου, τοῦ Ἀναγνώστου
καί τοῦ Ψάλτου.
[31] ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Ἐκκλ.
Σύνοδοι καί Πολιτισμός, Θεολογία, τ. 66(1995), σ. 651.
[32] ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Ῥωμηοσύνη,
Ῥωμανία, Ῥούμελη, Θεσ/νίκη 1975,
σ. 321 καί 140.
[33] Τό φαινόμενο αὐτό
δέν εἶναι ἄγνωστο στήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία,
μέ χαρακτη-ριστικό παράδειγμα τήν ἀντιμετώπιση τοῦ
Νεστοριανισμοῦ ἀπό τόν αἱρεσιάρχη Εὐτυχή.
[34] ΑΓ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ, Αἱ
Ἐξομολογήσεις, τ. Α' - Β', μτφρ. Ἀ.
Δαλεζίου, Ἀθῆναι 19806, σ. 15.
[35] ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Δογματική
καί Συμβολική Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας,
τ. Α', ἔκδ. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 19994,
σ. 65.
[38] Γιά τό ὅτι,
τελικά, ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος,
ὁ ὁποῖος ἄλλωστε τιμᾶται ὡς
Ἅγιος, ἀνήκει στήν Πατερική
καί Συνοδική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, οἱ δέ ἀποκλίσεις
του ἀπ’ αὐτήν δέν εἶναι ριζικές, βλ. στήν ὑποσ.1
τῆς σελ. 9.
[39] Σήμερα τά πνευματικά
τέκνα τῶν Φράγκων θεολόγων τῆς ἐποχῆς
ἐκείνης ἰσχυρίζονται ὅτι
ἡ Σχολαστική Θεολογία τοῦ Μεσαίωνα ὑπερέβη
τόν Αὐγουστῖνο καί ἡ
σύγχρονη θεολογική σκέψη ὑπερέβη τή Σχολαστική! Μ’ αὐτό τό σκεπτικό, ὅμως,
στήν ὑποδεέστερη θέση ὅλων ἀπό
θεολογική ἄποψη εἶναι οἱ
ἅγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ
μεγάλοι Πατέρες, ἐνῶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας
δέν εἶναι οὔτε οἱ
ἅγιοι Ἀπόστολοι, οὔτε
οἱ μεγάλοι Πατέρες, ἀλλά κάποιοι σύγχρονοι
θεολόγοι ἀπό Πανεπιστημιακές σχολές, πού «θεολογοῦν»
μέ βάση τόν στοχασμό!
[40] ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ,
Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου
Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Α', ἔκδ. Πουρναρᾶς,
Θεσσαλονίκη 19994, σ. 66.
Ἀπό
τό γεγονός ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ
Αὐγουστίνου ἐμφανίζει σαφείς ἀποκλίσεις
ἀπ’ αὐτήν τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς
Ἐκκλησίας καί, γενικά, ἀπό τήν Ὀρθόδοξη
Παράδοση σέ θέματα, χάριτος, ἐλευθερίας, προορισμοῦ,
ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος κ.ἄ., προκύπτει τό ζήτημα τῆς θέσεως τοῦ
ἱεροῦ Αὐγουστίνου στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
γενικότερα. Σύγχρονοι Ὀρθόδοξοι Θεολόγοι, ὑπέρμαχοι τῆς
ἀποκάθαρσης τῆς Ὀρθόδοξης
Θεολογίας ἀπό «δυτικές ἐπιδράσεις», προβαίνουν
συνήθως σέ σκληρή κριτική κατά τοῦ ἱεροῦ
Αὐγουστίνου, τόν θεωροῦν ὑπεύθυνο
γιά ὅ,τι κακό ὑπῆρξε
στή δυτική παράδοση καί τόν ἀντιμετωπίζουν σχεδόν ὡς
αἱρετικό! Ὡς πρός τό σοβαρό αὐτό
θέμα, ἔχουμε νά παρατηρήσουμε τά ἑξῆς:
α) Ὁ
ἱερός Αὐγουστῖνος
εἶναι Ἅγιος τῆς Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησίας, πού τιμᾶται στίς 15 Ἰουνίου
ἤ 28 Αὐγούστου, ἄν
καί ἡ ἀναφορά του ἀπουσιάζει ἀπό
τά ἐν χρήσει Μηναῖα της. Στήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία θεωρεῖται ἕνας
ἀπό τούς μεγάλους Πατέρες, πού σημαίνει ὅτι
ἡ διδασκαλία του γίνεται γενικά ἀποδεκτή.
Ἡ Ε' Οἰκουμενική Σύνοδος (553
μ.Χ.) τόν μνημονεύει μεταξύ τῶν «Πατέρων καί
διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας», τούς ὁποίους «ἀκολουθοῦμεν
ἐν ἅπασι» καί «δεχόμεθα πάντα τά παρ’ αὐτῶν
περί τῆς ὀρθῆς πίστεως καί εἰς κατάκρισιν τῶν
αἱρετικῶν ἐκτεθέντα»
(Μητρ. Νικοπόλεως ΜΕΛΕΤΙΟΥ, Ἡ Πέπμτη Οἰκουμενική
Σύνοδος. Εἰσαγωγή, Πρακτικά, Σχόλια, Ἀθῆναι
1985, σ. 232). Παρά ταῦτα, ἡ ἐπικράτηση στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή
τοῦ ὅρου «ἱερός» γιά τόν Αὐγουστῖνο,
ἀντί τοῦ «ἅγιος»,
ὑποδηλώνει κάποια διάκριση (μᾶλλον στή διδασκαλία)
μεταξύ τοῦ Αὐγουστίνου καί τῶν πιό γνωστῶν
Πατέρων τῆς Δύσεως ἁγίου Ἀμβροσίου
(339-397) καί ἁγίου Ἱερωνύμου (345-420).
β) Ἔγκριτοι
σύγχρονοι Ὀρθόδοξοι Θεολόγοι, ὄχι μόνο ἀπό
τούς ἐπικριτές του (ὅπως ὁ
π. Ἰωάννης Ρωμανίδης) ἀλλά καί ἀπό
τούς ὑποστηρικτές του (ὅπως ὁ
π. Σεραφείμ Ρόουζ), δέχονται ὅτι ὁ
ἱερός Αὐγουστῖνος
ὄντως «ἔσφαλε» ἤ
διέπραξε «σοβαρά λάθη» σέ θεολογικά θέματα (π. ΣΕΡ. ΡΟΟΥΖ, Ἡ
θέση τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία,
μτφρ. Ἱ. Μονή Ἁγ. Αὐγουστίνου
Φλωρίνης, ἔκδ. Μυριόβιβλος Ἀθήνα 2010, σ. 41, 61,
66, 88 κ.ἄ.). Τήν ἴδια ἄποψη
συναντᾶμε καί σέ μεταγενέστερους Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ
Μέγας Φώτιος (820-896) καί ὁ ἅγιος
Μᾶρκος Ἐφέσου ὁ
Εὐγενικός (1392-1445). Κι αὐτοί ἐδέχοντο
ὅτι ὄντως ὁ ἱερός
Αὐγουστῖνος ἔσφαλε
σέ κάποια σημεῖα τῆς πίστεως (αὐτόθι, σ. 84-86, 92,
97).
γ) Παρά ταῦτα,
οὐδείς ποτέ ἰσχυρίσθηκε ὅτι
ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος
εἶναι αἱρετικός. Ἀκόμη
καί οἱ σφοδροί ἐπικριτές κάποιων ἐσφαλμένων
θεολογικῶν του ἀντιλήψεων, ὅπως
ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Κασσιανός (360-435), ὁ ἅγιος Φαῦστος Ρηγίου (405-490
περ.), ὁ Βικέντιος ἐκ Ληρίνης (+450 περ.)
κ.ἄ., τόν ἀντιμετώπιζαν μέ μεγάλο
σεβασμό καί τόν θεωροῦσαν αὐθεντία σέ ἄλλα
ζητήματα. Ὁ ἴδιος ὁ Αὐγουστῖνος
οὐδέποτε θεώρησε τίς θεολογικές του ἀντιλήψεις
ὡς ὁριστικές καί ἀμετάκλητες, ὅπως
συμβαίνει συνήθως στήν περίπτωση τῶν αἱρετικῶν.
Ἀντίθετα, πρίν τόν θάνατό του ἔκανε
μιά ἀνασκόπηση ὅλων τῶν
ἔργων του καί διόρθωσε λάθη πού εἶχε
ἐντοπίσει. Ἐπίσης, ὑπέβαλλε
ὁλόκληρο τό ἔργο του στή μελλοντική
κρίση τῆς Ἐκκλησίας, ἱκετεύοντας ταπεινά
τούς ἀναγνῶστες του: «ὅλοι ὅσοι
διαβάζουν αὐτά τά ἔργα, ἄς
μή μέ μιμηθοῦν στά λάθη μου» (αὐτόθι, σ. 31, 88). Ὅπως
εἶναι γνωστό, αἱρετικός εἶναι
ἐκεῖνος πού ἐπιμένει στά θεολογικά
του σφάλματα καί ὄχι ἐκεῖνος πού ἐκ τῶν
προτέρων ἔχει τή διάθεση νά τά διορθώσει.
δ) Ἡ
εἰκόνα πού ἔχουμε γιά τό πρόσωπο
καί τό ἔργο τοῦ ἱεροῦ
Αὐγουστίνου τελεῖ, συνήθως, ὑπό
τήν ἐπίδραση τῆς μεταγενέστερης
κατανόησής τους ἐκ μέρους τῶν Φράγκων καί ἐνδέχεται
νά ἀπέχει ἀπό τήν πραγματικότητα.
Δέν ἀποκλείονται ἀκόμη καί παρεμβάσεις
στά ἴδια τά ἔργα τοῦ
ἱεροῦ Αὐγουστίνου. Ἔτσι, ὁ
Μέγας Φώτιος τόν θ' μ.Χ. αἰ. «ἐξέφρασε
τήν ἀμφιβολίαν του περί τῆς χειρογράφου
παραδόσεως τῶν ἔργων τοῦ Αὐγουστίνου
καί Ἀμβροσίου, προφανῶς ἐπί
τῇ βάσει τῶν πληροφοριῶν
τοῦ Μαξίμου Ὁμολογητοῦ,
ὅτι οἱ Λατῖνοι δέν δέχονται τόν Υἱόν, ὡς
αἴτιον ἡ συναίτιον τῆς
ὑπάρξεως τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος» (ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τῆς
Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας,
τ. Α', ἔκδ. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 19994,
σ. 69).
ε) Μέ βάση τά
παραπάνω, ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος
δέν πρέπει νά κατανοεῖται καί νά ἑρμηνεύεται αὐτόνομα
καί ἀνεξάρτητα, ἀλλά τό κλειδί γιά τήν
κατανόηση καί ἑρμηνεία του εἶναι ἀπαραιτήτως
ἡ Πατερική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας
καί ἡ «συμφωνία τῶν Πατέρων». Κατά τήν ἀριστοτεχνική
διατύπωση τοῦ Βικεντίου ἐκ Ληρίνης (+450 περ.),
Ἱερά Παράδοση εἶναι ὅ,τι
«πανταχοῦ, πάντοτε καί ὑπό πάντων ἐπιστεύθη»
(βλ. ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Πατρολογία, τ. Γ': Ὁ πέμπτος αἰῶνας
(Ἀνατολή καί Δύση), ἔκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα
2010, σ. 600). Ὅ,τι, λοιπόν, ἀπό τή διδασκαλία τοῦ
ἱεροῦ Αὐγουστίνου δέν ἀνήκει σέ ὅ,τι
«πανταχοῦ, πάντοτε καί ὑπό πάντων ἐπιστεύθη»,
δέν γίνεται ἀποδεκτό καί δέν ἀποτελεῖ
Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
στ) Ὅπως
ὑποστήριξαν οἱ μεταγενέστεροι
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας Μέγας Φώτιος (820-896) καί ἅγιος
Μᾶρκος Ἐφέσου ὁ
Εὐγενικός (1392-1445) στούς διαλόγους τους μέ τούς Λατίνους
τόν θ' καί ιε' μ.Χ. αἰ., γιά τόν ἱερό Αὐγουστῖνο
ἰσχύει ὅ,τι καί γιά ἄλλους
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πού γιά διάφορους λόγους ἔσφαλαν
σέ κάποια σημεῖα τῆς πίστεως, ὅπως ὁ
ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης (335-395). Στήν περίπτωση αὐτή,
ἀπορρίπτουμε τήν παρέκκλιση, ἀλλά ἀποδεχόμεθα
καί τιμοῦμε τά πρόσωπα: «Ἡμεῖς
δέ, ἐπεί καί ἄλλους τινάς τῶν
μακαρίων ἡμῶν Πατέρων καί διδασκάλων ἐν πολλοῖς
τε ἄλλοις τῆς ἀκριβείας
τῶν ὀρθῶν δογμάτων παρενεχθέντας καταλαμβάνοντες, τό μέν
παρενεχθέν οὐ προσθήκην δεχόμεθα, τούς ἄνδρας δέ ἀσπαζόμεθα»
(Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Ἐπιστολή ΚΔ', ΕΠΕ, τ. 13, σ. 260).
[41] ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ,
Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου
Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Α', ἔκδ. Πουρναρᾶς,
Θεσσαλονίκη 19994, σ. 67.
[42] Ἀρχ.
Β. ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία. Ἀπ’
ἀρχῆς μέχρι σήμερον, Ἀθῆναι
19784, σ. 344, ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία,
τ. Β': Ἀπό τήν Εἰκονομαχία μέχρι τή
Μεταρύθμιση, Ἀθῆναι 1994, σ. 96.
[43] ΑΝ. ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ, μνημ.
ἔργ., σ. 143, ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία
Α', Ἀθῆναι 19942, σ. 802.
[44] Γιά τά δεδομένα τῆς
ἐποχῆς, ὁ τίτλος «Αὐτοκράτωρ» («Αὐτοκράτωρ
τῶν Ρωμαίων», «Imperator Romanorum») ἀνῆκε
ἀποκλειστικά καί μόνο στόν βασιλέα τῆς
Νέας Ρώμης (Κων/ πόλεως), ὡς φυσικό συνεχιστή καί
διάδοχο τῶν Αὐτοκρατόρων τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης,
καί κανείς ἄλλος δέν μποροῦσε νά τόν
χρησιμοποιήσει στίς διεθνείς σχέσεις. Προφανῶς, ὁ
Καρλομάγνος σφαιτερίστηκε τόν τίτλο, στήν προσπάθειά του νά ὑποκαταστήσει
τή Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία (τή λεγομένη «Βυζαντινή») ἤ
νά ἐμφανιστεῖ ὡς
συνεχιστής τῆς ἀρχαίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.
Βέβαια, ὁ ἴδιος ποτέ δέν χρησιμοποίησε ὁλόκληρο τόν τίτλο («Αὐτοκράτωρ
τῶν Ρωμαίων»), ἀλλά μόνο τόν πρῶτο
ὅρο του («Αὐτοκράτωρ») γενικά καί ἀόριστα,
ὅμως αὐτό ἀκριβῶς
ὑπονοοῦσε. Ἔτσι,
οἱ διάδοχοί του ὀνόμασαν τό Φραγκικό
κράτος «Ἁγία Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία» ἀπό
τό 1254 καί ἔπειτα καί «Ἁγία Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία
τοῦ Γερμανικοῦ Ἔθνους»
ἀπό τά τέλη τοῦ ιε' αἰ.
καί ἔπειτα ([ΑΝΩΝΥΜΩΣ], Ἁγία Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία,
http://
el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CE%B3%CE%AF%CE%B1_%CE%A1%CF%89%CE%BC%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CE%AE_%CE%91%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1,
27-2-2012).
[45] Πιθανῶς
ὁ θεσμός τῶν «Καρδιναλίων» (ἐκλεκτόρων
τοῦ Πάπα) προῆλθε ἀπό
τήν ἀγωνία τοῦ Παπικοῦ
θρόνου, νά ἐλέγχει τίς ἐκλογές τῶν
Παπῶν, νά διασφαλίζει τήν ὁμαλή διαδοχή καί νά ἀποκλείει
ἀπό τήν ἐκλογική διαδικασία
παρεμβάσεις Φράγκων κατακτητῶν.
[46] Τό Παπικό πρωτεῖο
εἶναι ἤδη γνωστό στή Δύση, σέ ἠπιότερες βέβαια
μορφές, πρίν τήν ἐμφάνιση τῶν Φράγκων κατακτητῶν.
Ἡ πρώτη ἐπίσημη προβολή του ἔγινε
στήν Γ' Οἰκουμενική Σύνοδο (431 μ.Χ.) ἀπό τόν Παπικό ἀντιπρόσωπο
Φίλιππο (ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, μνημ. ἔργ., σ. 391). Στήν Ἀνατολή
ποτέ δέν ἔγινε ἀποδεκτό. Τό γεγονός ὅτι
οἱ Πατριαρχικοί θρόνοι τῆς Ἀνατολῆς
ἀναγνώριζαν, βέβαια, τήν πρωτοκαθεδρία τοῦ
Πάπα στήν Ἐκκλησία, ὅπως καί τό πρωτεῖο
ἐξουσίας στά ὅρια τῆς
δικαιοδοσίας του, ἀλλά ἀπέριπταν σαφῶς κάθε πρωτεῖο
ἐξουσίας τοῦ Πάπα στά ὅρια
τῆς δικαιοδοσίας τῶν ἄλλων
Πατριαρχικῶν θρόνων, οὐδέποτε ἀποτέλεσε
αἰτία σχίσματος.
[47] ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ,
Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη, Θεσ/νίκη 1975, σ. 64, 67-68.
[48] Δηλ. ἐξελέγη
Πατριάρχης ἀπό λαϊκός καί μέσα σέ σύντομο χρονικό διάστημα (σέ ἕξι
ἡμέρες) χειροτονήθηκε διαδοχικά Διάκονος, Πρεσβύτερος καί Ἐπίσκοπος.
[49] ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, ἔνθ.
ἀνωτ., σ. 104.
[50] Δηλ. α) συνεκλήθη ὡς
Οἰκουμενική, β) ἐκπροσωπήθηκε σ’ αὐτήν
ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία,
συμπεριλαμβανομένης καί τῆς Ρώμης, γ) οἱ ἀποφάσεις
της ἔγιναν ἀποδεκτές ἀπό
ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία, δ) ἀπεφάνθη
γιά θεολογικό ζήτημα πού ἀπασχολοῦσε ἔντονα
τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. γιά τό filioque, στ) οἱ
ἀποφάσεις της τελοῦν σέ συμφωνία μέ αὐτές
τῶν προηγούμενων Οἰκουμενικῶν
Συνόδων, μέ τή διδασκαλία τῶν Πατέρων καί, γενικά,
μέ τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ζ) ἀκολουθεῖ
τή διδασκαλία θεοφόρων Πατέρων, ὅπως τοῦ
Μ. Φωτίου κ.ἄ.
[51] Ὡς
Η' Οἰκουμενική Σύνοδο τήν θεωροῦν οἱ
Θεόδωρος Βαλσαμών, Νεῖλος Θεσ/νίκης, Νεῖλος Ρόδου, Συμεών
Θεσ/νίκης, Μᾶρκος Ἐφέσου ὁ
Εὐγενικός, Γεννάδιος Σχολάριος, Δοσίθεος Ἱεροσολύμων,
Κων/νος Οἰκονόμος κ.ἄ. (ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τά
Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς
Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας,
τ. Ι, ἐν Ἀθήναις 19602, σ. 262).
[52] «Τόν ἄνωθεν
ἐκ πατέρων καί μέχρις ἡμῶν
κατεληληθότα τῆς ἀκραιφνεστάτης τῶν χριστιανῶν
πίστεως ὅρον καί διανοίᾳ καί γλώσσῃ
στέργομέν τε καί πᾶσι διαπρυσίῳ φωνῇ
περιαγγέλλομεν, οὐδέν ἀφαιροῦντες, οὐδέν
προστιθέντες, οὐδέν ἀμείβοντες, οὐδέν κιβδηλεύοντες. ...
Εἰ δέ τις ἑτέραν ἔκθεσιν,
παρά τοῦτο δή τό ἱερόν Συμβολον ...
τολμήσειεν ἀναγράψασθαι καί ὅρον πίστεως ὀνομάσαι
... καί ρήμασι νόθοις ἤ προσθήκαις ἤ ἀφαιρέσεσι
τήν ἀρχαιότητα τοῦ ἱεροῦ
τούτου καί σεβασμίου ὅρου κατακιβδηλεῦσαι ἀποθρασυνθείη
... εἰ μέν τῶν ἱερωμένων
εἴη τις καθαιρέσει τοῦτον καθυποβάλλομεν, εἰ
δέ τῶν λαϊκῶν, τῷ
ἀναθέματι παραπέμπομεν» (ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, μνημ. ἔργ.,
σ. 268-269).
[53] ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ,
Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη, Θεσ/νίκη 1975, σ. 195.
[55] ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, μνημ. ἔργ.,
σ. 271.
[56] ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Δογματική
καί Συμβολική Θεολογία, τ. Α', σ. 69.
[57] ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, ἔνθ.
ἀνωτ., σ. 323.
[58] ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Δογματική
καί Συμβολική Θεολογία, τ. Α', σ. 71.
[60] Ὁ
Ὀρθόδοξος Πάπας Ἰωάννης ΙΗ' παραιτήθη
τό 1009 καί ἀπεσύρθη σέ Μοναστήρι (ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Ρωμηοσύνη, Ρωμανία,
Ρούμελη, Θεσ/νίκη 1975, σ. 115).
[61] ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Δογματική
καί Συμβολική Θεολογία, τ. Α', σ. 69, 73.
[62] ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ,
Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη, Θεσ/νίκη 1975, σ. 115.
[64] Περισσότερα γιά τήν ἀλληλογραφία
αὐτή βλ. αὐτόθι, σ. 114-116 καί
ΙΩ. ΡΩΜΑΝΙΔΟΥ, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία, τ. Α', σ. 79-81.
[65] ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, ἔνθ.
ἀνωτ., σ. 165.
[68] ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, μνημ. ἔργ.
σ. 346.
[71] «Τάς τῶν
γραμμάτων σφραγίδας νενοθευμένας φανερῶς φωραθῆναι»
(αὐτόθι, σ. 345).
[72] ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, ἔνθ.
ἀνωτ., σ. 169.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου