ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΑ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
(Ὁμιλία
στό Γ' ΕΠΑΛ Τριπόλεως - Τρίτη 27 Ἀπριλίου 2010)
Ἀξιότιμε
κ. Διευθυντά, σεβαστοί κ. Καθηγητές, ἀγαπητοί Μαθητές,
Χριστός ἀνέστη!
Αἰσθάνομαι
ἰδιαίτερη χαρά πού βρίσκομαι καί πάλι κοντά σας (κάτι
τέτοιο ἔχει ξαναγίνει στό παρελθόν) γιά νά συζητήσουμε σύγχρονα
προβλήματα, πού ἀπασχολοῦν ὅλους
μας, καί περισσότερο ἐσᾶς, τούς νέους ἀνθρώπους τῆς
ἐποχῆς μας, προσεγγίζοντας τά προβλήματα αὐτά
μέ τόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖο τά προσεγγίζει καί τά κατανοεῖ
ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας.
Θά ἤθελα
κατ’ ἀρχήν νά εὐχαριστήσω τόν
Διευθυντή σας, πού εἶχε τήν ἰδέα καί τήν
πρωτοβουλία αὐτῆς τῆς συνάντησης, καθώς καί τόν Σύλλογο Καθηγητῶν
τοῦ σχολείου, πού ἔδωσε τή συγκατάθεσή
του γιά τήν πραγματοποίησή της. Κάθε κληρικός τῆς Ἐκκλησίας
μας αἰσθάνεται χαρά καί ἱκανοποίηση σέ κάθε ἐπαφή
του μέ νέους ἀνθρώπους καί ἀντλεῖ
μεγάλη δύναμη ἀπό τέτοιες συναντήσεις. Κι αὐτό εἶναι
φυσικό, ἀφοῦ οἱ νέοι, δηλ. ὅλοι ἐσεῖς,
εἶσθε τό μέλλον τῆς κοινωνίας μας, εἶσθε
τό μέλλον τοῦ κόσμου, καί τά προβλήματά σας εἶναι
τά προβλήματα τοῦ μέλλοντος. Γενικά, ἡ νεότητα εἶναι
τό θέμα ἐκεῖνο, πού πρέπει ὅλοι μας νά προσέξουμε ἰδιαίτερα
καί μέ ἀπόλυτη προτεραιότητα, ἄν θέλουμε νά ὑπάρχει
μέλλον σ’ αὐτόν τόν τόπο.
Θά ἤθελα,
ἐπίσης, νά εὐχαριστήσω τήν Θεολόγο
σας γιά τήν ἐπιλογή τοῦ θέματος, μέ τό ὁποῖο
θά ἀσχοληθοῦμε: «Τά προβλήματα τῆς
σύγχρονης οἰκογένειας, οἱ διαπροσωπικές σχέσεις
καί ἡ θέση τῆς Ἐκκλησίας
μας».
Πράγματι, τό θέμα αὐτό
εἶναι ἐξαιρετικά ἐνδιαφέρον, καί ἀφορᾶ
σέ ὅλους μας, ἀφοῦ
ὅλοι λίγο - πολύ ἔχουμε προσωπική πείρα ἀπό
οἰκογένειες πού δέν λειτουργοῦν σωστά ἤ
ἀκόμη πού εἶναι ἐντελῶς
διαλυμμένες. Τό διαπιστώνουμε ἀκόμη καί στίς δικές
μας οἰκογένειες, στίς ὁποῖες
ζοῦμε καί ἀπό τίς ὁποῖες
προερχόμεθα, ἤ σέ οἰκογένειες γνωστῶν
μας καί φίλων μας. Καί ὅλοι, ὅπως φαίνεται, ἀντιμετωπίζουμε
τέτοια προβλήματα στήν προσωπική μας ζωή, δηλ. στίς σχέσεις μας μέ τό ἄλλο
φύλο, πρίν ἀπό τόν Γάμο, ἀλλά καί μέσα στόν
Γάμο, δηλ. στό πῶς λειτουργεῖ μιά οἰκογένεια,
ὥστε νά εἶναι πηγή χαρᾶς
γιά τά μέλη της καί ὄχι πηγή δυστυχίας, ὅπως, δυστυχῶς,
πολλές φορές συμβαίνει. Καί, βέβαια, ὅλοι διαπιστώνουμε τή
βαθειά κρίση πού διέρχονται οἱ διαπροσωπικές σχέσεις
σήμερα σέ ὅλα τά ἐπίπεδα.
Τά περισσότερα ἀπό
τά προβλήματα αὐτά εἶναι ἀποτέλεσμα τῶν ραγδαίων μεταβολῶν,
πού ζεῖ ἡ κοινωνία μας, σέ ὅλους τούς τομεῖς
τῆς ζωῆς. Ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται ἀπό τέτοιες ραγδαῖες
μεταβολές καί ταυτόχρονα ἀπό μιά βαθύτατη κρίση, ὄχι μόνο οἰκονομική,
ὅπως συνηθίσαμε νά ἀκοῦμε
τόν τελευταῖο καιρό, ἀλλά καί κοινωνική
κρίση καί πνευματική καί γενικότερη κρίση. Ἔτσι, παραδοσιακοί
θεσμοί, πού διατήρησαν γιά αἰῶνες τή συνοχή τῆς
ἑλληνικῆς κοινωνίας, σήμερα ἀμφισβητοῦνται,
ἐνῶ προβάλλονται συστηματικά ἄλλοι θεσμοί,
διαλυτικοί τῆς κοινωνίας καί τοῦ πολιτισμοῦ
μας. Ἡ οἰκογένεια, πού θεωρεῖται κύταρο τῆς
κοινωνίας, εἶναι ἀπό τούς πρώτους θεσμούς πού βρέθηκε στό ἐπίκεντρο
τῆς ἀμφισβήτησης, ἀπειλούμενη ἀπό
«προοδευτικούς» θεσμούς, ὅπως ὁ πολιτικός γάμος, ἡ ἐλεύθερη
συμβίωση τῶν ἀνθρώπων, ὁ γάμος μεταξύ ὁμοφιλοφύλων,
ἡ ἐλευθεριότητα τῶν ἠθῶν
καί πολλά ἄλλα τέτοια, πού προβάλλονται συστηματικά ἀπό
διάφορες πλευρές μέ τό πρόσχημα τῆς ἐλευθερίας
τοῦ ἀτόμου, τήν ὁποία, βέβαια, κανείς
δέν ἀμφισβητεῖ.
Δέν γνωρίζουμε ἄν
αὐτά φαινόμενα εἶναι τυχαῖα
ἤ ἀν εἶναι ἀποτέλεσμα σχεδιασμοῦ σκοτεινῶν
δυνάμεων γιά τή διάλυση τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας, ὅπως
πολλοί ἰσχυρίζονται. Πάντως, πρίν λίγα χρόνια[1] ἕνας ἐχθρός
τῆς χώρας μας καί τοῦ πολιτισμοῦ
μας, ὁ Χένρυ Κίσσιγκερ, Ὑπουργός Ἐξωτερικῶν
τῶν Η.Π.Α. σέ κρίσιμες ἐποχές καί γιά
δεκαετίες ὁλόκληρες ρυθμιστής τῆς ἐξωτερικῆς
πολιτικῆς τους, εἶχε πεῖ
χαρακτηριστικά: «Ὁ ἑλληνικός λαός εἶναι δυσκολοκυβέρνητος
καί γι’ αὐτό πρέπει νά τόν πλήξουμε βαθιά στίς πολιτισμικές του
ρίζες. Τότε ἴσως συνετισθεῖ. Ἐννοῶ
δηλαδή, νά πλήξουμε τή γλώσσα, τή θρησκεία, τά πνευματικά καί ἱστορικά
του ἀποθέματα, ὥστε νά ἐξουδετερώσουμε
κάθε δυνατότητά του νά ἀναπτυχθεῖ, νά διακριθεῖ,
νά ἐπικρατήσει, γιά νά μή μᾶς παρενοχλεῖ
στά Βαλκάνια, νά μή μᾶς παρενοχλεῖ στήν Ἀνατολική
Μεσόγειο, στή Μέση Ἀνατολή, σέ ὅλη αὐτή
τή νευραλγική περιοχή μεγάλης στρατηγικῆς σημασίας γιά μᾶς,
γιά τήν πολιτική τῶν Η.Π.Α.»[2].
Ἄν αὐτό ἰσχύει γιά τή θρησκεία καί γιά τή γλώσσα, γιατί νά μήν ἰσχύει
καί γιά τήν οἰκογένεια καί γιά κάθε θεσμό ἤ στοιχεῖο
τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ;
Αὐτή
φαίνεται νά εἶναι ἐκ πρώτης ὄψεως ἡ
πηγή ὅλων τῶν κοινωνικῶν
προβλημάτων. Ὅμως, ἡ Ἐκκλησία
μας πιστεύει ὅτι ἡ ρίζα τῶν προβλημάτων τοῦ
ἀνθρώπου εἶναι πολύ βαθύτερη. Γιά
νά τό κατανοήσουμε αὐτό, πρέπει νά ξεκινήσουμε ἀπό τήν ἀρχή,
δηλ. ἀπό τό τί πιστεύει ἡ Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία γιά τόν ἄνθρωπο, γιά τή σχέση
του μέ τόν Θεό καί γιά τή σχέση του μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους.
Ἄς δοῦμε συνοπτικά αὐτές τίς ἀντιλήψεις.
* *
*
Στό πρῶτο
βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὑπάρχει
ἡ περιγραφή τῆς δημιουργίας τοῦ
ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό[3].
Ἀναφέρεται ἐκεῖ
ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε τόν πρῶτο ἄνθρωπο,
τόν Ἀδάμ. Ὅμως, ὁ
πρῶτος ἐκεῖνος ἄνθρωπος ἦταν ἐλλιπής,
κάτι τοῦ ἔλειπε: ἦταν ἐντελῶς
μόνος καί δέν εἶχε κάποιον νά τοῦ μοιάζει. Γι’ αὐτό
ὁ Θεός δημιούργησε καί τήν πρώτη γυναῖκα,
πού, ὅταν τήν εἶδε ὁ
Ἀδάμ, φώναξε μέ χαρά: αὐτή εἶναι
«σάρξ ἐκ τῆς σαρκός μου»[4],
δηλ. σῶμα ἀπό τό σῶμα μου. Εἶναι,
λοιπόν, ἐντελῶς φυσικό νά ἀναζητᾶ
ὁ ἄνθρωπος τήν ὁλοκλήρωσή του σ’ ἕνα
ἄλλο ἀνθρώπινο πρόσωπο, καί μάλιστα τοῦ
ἄλλου φύλου. Νά, λοιπόν, ἡ πρώτη διαπροσωπική
σχέση, ἀλλά καί ἡ πρώτη οἰκογένεια
στήν ἀρχή τῆς ἱστορίας
τοῦ κόσμου.
Ἡ
διήγηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς λέει ὅτι
οἱ δύο πρῶτοι ἄνθρωποι
τοποθετήθηκαν στόν Παράδεισο[5]
(ἄς προσέξουμε τό οὐσιαστικό νόημα, τό άθος
τῶν διηγήσεων). «Παράδεισος» εἶναι ἡ
κατάσταση τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου
μέ τόν Θεό. Οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι ἦσαν σέ πραγματική κοινωνία
μέ τόν Θεό, πού σημαίνει ζοῦσαν μιά κατάσταση ἐντελῶς
διαφορετική, δηλαδή πολύ ἀνώτερη ἀπό τή δική μας. Ζοῦσαν
σέ ἄλλες «σφαῖρες» ἤ
σέ ἄλλα «ἐπίπεδα ὕπαρξης»,
γιά νά μιλήσουμε μέ σύγχρονους ὅρους. Θεμέλιο ἐκείνης
τῆς ἰδανικῆς ζωῆς
ἦταν τό στοιχεῖο τῆς
ἀγάπης, τῆς ἁπλῆς,
ἄδολης, ὁλοκληρωτικῆς
καί ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης,
πού ἀγκάλιαζε τούς πάντες καί τά πάντα: τόν Θεό, τόν συνάνθρωπο
καί τόν φυσικό κόσμο, δηλ. τό περιβάλλον.
Ὅμως,
ἡ κατάσταση αὐτή δέν διήρκεσε πολύ.
Τήν ἀνέτρεψε ἐντελῶς
τό γεγονός τῆς πτώσεως[6],
δηλ. τῆς ἁμαρτίας τῶν Πρωτοπλάστων. Ἀπό
τή στιγμή πού μπῆκε στή ζωή τῶν ἀνθρώπων
ἡ ἁμαρτία, δηλ. ἡ ἀνταρσία
ἐναντίον τοῦ Θεοῦ,
ὅλες οἱ φυσιολογικές σχέσεις
τοῦ ἀνθρώπου διαταράχθηκαν καί ὁ ἄνθρωπος
ἐξέπεσε στήν κατάσταση πού βρισκόμαστε σήμερα. Τά ἀποτελέσματα
τῆς πτώσεως καί τῆς ἁμαρτίας
εἶναι, βέβαια, πολλά καί σοβαρότατα. Ἡ
κοινωνία μέ τόν Θεό διεκόπη ἐντελῶς
καί ὁ ἄνθρωπος ἔπαψε πλέον νά βλέπει τόν
Θεό. Ἡ χαρά ἀπό αὐτήν
τήν κοινωνία ἐξέλειψε καί ἡ ἀρχική
ἀγάπη ἔγινε μιά ἐμπαθής
κατάσταση, δηλ. μετεβλήθη σέ ἰδιοτελῆ
ἀγάπη, πού ζητᾶ ἱκανοποίηση
καί ἀνταπόδοση καί πού ἀντικείμενό της δέν εἶναι
πλέον οὔτε ὁ Θεός, οὔτε ὁ
ἄνθρωπος, οὔτε τό περιβάλλον, ἀλλά
ὁ ἑαυτός μας. Ἡ προσοχή τοῦ
ἀνθρώπου περιστρέφεται, πλέον, γύρω ἀπό
τόν ἑαυτό του, τόν ὁποῖο
λίγο - πολύ θεωρεῖ ὡς τό κέντρο τοῦ κόσμου. Στίς σχέσεις τῶν
ἀνθρώπων κυριάρχησε ὁ ἐγωϊσμός,
ἡ φιλαυτία καί ὁ ἀτομισμός,
στοιχεῖα πού συνιστοῦν τήν κατ’ ἐξοχήν
ἀσθένεια τοῦ πολιτισμοῦ
μας. Ὁ ἐγωϊσμός ἔγινε ρίζα ὅλων
τῶν παθῶν, τά ὁποῖα
κυριάρχησαν στήν ἀνθρώπινη προσωπικότητα καί, ἀπό τή στιγμή πού κυριάρχησαν,
συσφίγκουν πλέον τόν ἄνθρωπο καί τόν κάνουν δυστυχισμένο. Ἔτσι,
ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τήν κατάσταση τῆς
ἀρχικῆς ἐλευθερίας, στήν ὁποία τόν δημιούργησε ὁ
Θεός, καί ἔγινε δοῦλος τῶν
παθῶν (δηλ. ἄγεται καί φέρεται ἀπό
τά πάθη του). Ἔγινε, ἐπίσης, δοῦλος
τοῦ περιβάλλοντος καί, μέσω τῶν παθῶν,
ἔγινε δοῦλος τοῦ
διαβόλου, ὁ ὁποῖος ἐνεργεῖ μέσα ἀπό
τά ποικίλα πάθη. Τό τραγικότερο εἶναι ὅτι,
ἐνῶ συμβαίνει ὅλη αὐτή
ἡ ἐμπλοκή στό ἐσωτερικό του καί στίς ἐξωτερικές
του σχέσεις, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος βυθίζεται καθημερινά σ’ ἕνα
τέλμα δουλείας καί ἀνελευθερίας, πιστεύει ὅτι ὅσο
ἀπομακρύνεται ἀπό τόν Θεό, ὅσο
καθορίζει μόνος τά τοῦ ἑαυτοῦ του, δηλαδή ὅσο «αὐτοπροσδιορίζεται»,
τόσο περισσότερο γίνεται ἐλεύθερος!
Αὐτό
εἶναι τό πλαίσιο, στό ὁποῖο
ἐμφανίζονται ὅλα τά ἀνθρώπινα
προβλήματα κατά τήν Ὀρθόδοξη χριστιανική ἀντίληψη. Γενικά, ἡ
Ἐκκλησία πιστεύει ὅτι πηγή καί ρίζα ὅλων
τῶν προβλημάτων εἶναι ἡ
ἁμαρτία. Ἀπό αὐτήν
προέρχονται καί τά ἀτομικά, καί τά διαπροσωπικά, καί τά κοινωνικά καί ὅλα,
γενικά, τά προβλήματα. Ἀκόμη καί τά προβλήματα τῆς στενῶς
νοούμενης σωματικῆς ὑγείας εἶναι ἀποτελέσματα
ἁμαρτίας, ἀφοῦ
ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας
εἶναι καί τό κατ’ ἐξοχήν πρόβλημα τοῦ
ἀνθρώπου, δηλαδή ὁ θάνατος: «τά ὀψώνια
τῆς ἁμαρτίας θάνατος»[7],
κατά τήν Ἁγία Γραφή.
Μετά τήν πτώση,
λοιπόν, καί τήν κυριαρχία τῆς ἁμαρτίας
στόν κόσμο οἱ σχέσεις τῶν ἀνθρώπων
διαταράσσονται καί λειτουργοῦν μέ βάση τό ἔνστικο
τῆς αὐτοσυντηρήσεως, τά ἐντός τῶν
ἀνθρώπων πάθη καί τήν βιοτική μέριμνα γιά ἐπιβίωση.
Στά πλαίσια αὐτά ἡ οἰκογένεια μεταβάλλεται σέ σύμβαση καί στίς σχέσεις τῶν
συζύγων ἐπικρατεῖ ἡ
κυριαρχία τοῦ ἄνδρα πάνω στή γυναῖκα. Σέ ὅλες
σχεδόν τίς προχριστιανικές κοινωνίες ἡ γυναῖκα
θεωρεῖται κατώτερη ἀπό τόν ἄνδρα.
Οἱ λατῖνοι ἔλεγαν ὅτι εἶναι
res (ἀντικείμενο - πράγμα). Τό ἴδιο περίπου ἴσχυε
καί σέ ἀνώτερους πολιτισμούς, ὅπως ὁ
ἀρχαῖος ἑλληνικός: ὁ Ἀριστοτέλης,
ὁ γνωστός μεγάλος φιλόσοφος, ἀμφιβάλλει σοβαρά γιά
τό ἄν ἡ γυναῖκα εἶναι
ἄνθρωπος τόσο, ὅσο ὁ
ἄνδρας[8].
Γιά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ὅμως, ἡ
ἰσότητα ἤ ἰσοτιμία
τῶν δύο φύλων εἶναι κάτι δεδομένο ἀπό
τήν ἀρχή. Οἱ ἑρμηνευτές
τῆ Βίβλου λένε ὅτι ὁ
Θεός ἔπλασε τήν γυναῖκα ἀπό
τήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ[9]
γιά νά μήν εἶναι οὔτε κατώτερη, οὔτε
ἀνώτερη ἀπό τόν ἄνδρα,
καί πολλούς αἰῶνες ἀργότερα ὁ ἀπόστολος
Παῦλος, ἐκφράζοντας ἀκριβῶς
τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, λέει ὅτι
ἄνδρας καί γυναῖκα εἶναι
«ἕν» (ἕνα πράγμα) ἐνώπιον τοῦ
Χριστοῦ[10], καί, ἀφοῦ
εἶναι ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ
«ἕν», ὀφείλουν νά εἶναι καί σέ ὅλες
τίς σχέσεις καί τίς ἐκδηλώσεις τους «ἕν». Ἁμαρτία,
λοιπόν, σημαίνει, ἐκτός τῶν ἄλλων,
καί κυριαρχία τοῦ ἄνδρα στή γυναῖκα. Ἁμαρτία
σημαίνει, ἐπίσης, διαταραχή ὅλων τῶν
κοινωνικῶν σχέσεων, οἱ ὁποῖες
μετατρέπονται ἐπίσης σέ συμβάσεις. Οἱ ἄνθρωποι
συγκροτοῦν κοινωνίες γιά νά μήν ἀλληλοεξοντώνονται
μεταξύ τους καί τήν συνοχή αὐτῶν
τῶν κοινωνιῶν διατηρεῖ
ὁ νόμος τοῦ κράτους, πού ἐπιβάλλεται
διά τῆς βίας, ἀλλά καί φόβος τοῦ
Θεοῦ (σέ ὅλες τίς πρωτόγονες
κοινωνίες ὁ Θεός εἶναι μόνο φόβος, καί
τίποτε περισσότερο).
* *
*
Πῶς,
ὅμως, ἀντιμετωπίζονται αὐτά
τά προβλήματα; Κατά τήν Ὀρθόδοξη ἀντίληψη, δέν ἀντιμετωπίζονται,
ἄν δέν ἀναιρεθεῖ
ἡ ρίζα ὅλων τῶν
προβλημάτων, πού εἶναι ἡ ἁμαρτία. Καί ποιός μπορεῖ νά συγχωρεῖ
ἁμαρτίες; Ἀκόμη καί οἱ
Ἰουδαῖοι τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ γνώριζαν ὅτι
ἁμαρτίες συγχωρεῖ μόνο ὁ
Θεός καί κανένας ἄλλος[11].
Μόνο μέ αὐτή τήν προϋπόθεση μποροῦμε νά κατανοήσουμε τά
λεγόμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὅτι
ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος
γιά νά «ἄρει», νά «σηκώσει» τίς ἁμαρτίες τοῦ
κόσμου[12],
δηλαδή γιά νά μᾶς ἀπελευθερώσει ἀπό τήν ἁμαρτία.
Πράγματι, ἀπό ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο, ἐπειδή
δέν ἤθελε νά τόν βλέπει νά βασανίζεται καί νά εἶναι
δυστυχισμένος, ὁ Χριστός ἦλθε στόν κόσμο, ἔγινε
ἄνθρωπος, σταυρώθηκε, ἀναστήθηκε κ.λπ., γιά
νά μᾶς καλέσει ἀπό τή δουλεία τῆς
ἁμαρτίας στήν «ἐλευθερία τῆς
δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ»[13].
Μέ τήν Ἀνάστασή Του ὁ Χριστός κατάργησε τόν
μεγαλύτερο ἐχθρό τοῦ ἀνθρώπου,
τόν θάνατο[14].
Αὐτό εἶναι τό βαθύτερο νόημα τῆς Ἀναστάσεως,
τήν ὁποία ἑορτάζουμε αὐτή
τήν περίοδο, τό ὅτι ὁ Χριστός «πάτησε» τόν θάνατο: «Χριστός ἀνέστη
ἐκ νεκρῶν θανάτῳ
θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος»! Καί ἄν
ὁ Χριστός μπορεῖ νά ὑπερβαίνει
καί νά καταργεῖ τόν κατ’ ἐξοχήν ἐχθρό
μας, δηλαδή τόν θάνατο, σημαίνει ὅτι μπορεῖ
νά ἐπιλύει καί ὅλα μας τά προβλήματα: προσωπικά,
οἰκογενιακά, διαπροσωπικά, κοινωνικά κ.λπ. Κάθε πρόβλημα,
δηλαδή, λύνεται μόνο ἀπό τόν Χριστό καί κοντά στόν Χριστό. Ἔξω
ἀπό τόν Χριστό καί μακρυά ἀπ’ Αὐτόν
δέν ὑπάρχει λύση προβλημάτων, παρά μόνο ἐπικάλυψή
τους, ὅπως ἡ ἀσπιρίνη ἀπαλύνει τόν πόνο, ἀλλά
δέν θεραπεύει τήν αἰτία του.
Πῶς,
ὅμως, ὁ Χριστός λύνει τά
προβλήματα; Ἡ Ἐκκλησία μας πιστεύει ὅτι μετά τήν Ἀνάληψή
Του ὁ Χριστός συνεχίζει νά εἶναι ἀνάμεσά
μας μέσω τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Μυστηρίων της,
δηλαδή ὁ Χριστός ἐνεργεῖ
ἀπό τά ἐκκλησιαστικά Μυστήρια.
Τό Βάπτισμα εἶναι τό πρῶτο Μυστήριο, πού μᾶς
ἑνώνει μέ τόν Χριστό καί συγχωρεῖ
τίς ἁμαρτίες μας[15].
Ἡ «ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν»
εἶναι τό πρῶτο ἀποτέλεσμα
πού πήγασε ἀπό τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ
Χριστοῦ. Ἐπειδή, ὅμως, ὁ
ἄνθρωπος συνεχίζει νά ἁμαρτάνει καί μετά τό
Βάπτισμα, ὑπάρχει καί ἕνα ἄλλο
Μυστήριο πού συγχωρεῖ ἁμαρτίες, ἡ Ἐξομολόγηση.
Ὡστόσο, κατά τήν Ὀρθόδοξη ἀντίληψη,
ἡ ἄφεση πού παρέχεται ἀπό τό Βάπτισμα καί τήν
Ἐξομολόγηση, εἶναι μόνο ἡ
ἀρχή τῆς σωτηρίας, δηλ. μόνο ἡ
ἀρχή τῆς λύσης τῶν
προβλημάτων μας. Ἀπαιτεῖται κάποια ἐπιπλέον
πνευματική διεργασία, τῆς ὁποίας στόχος εἶναι ἡ
μεταβολή τῆς ἰδιοτελοῦς ἀγάπης,
πού κυριαρχεῖ στίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων,
σέ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη,
ἡ ὁποία «οὐ ζητεῖ
τά ἑαυτῆς»[16]
κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο, δηλαδή δέν ζητᾶ
ἀνταπόδοση ἤ ἱκανοποίηση.
Στό κλῖμα ἀκριβῶς μιᾶς τέτοιας ἀγάπης ὁ
ἄνθρωπος ξεπερνάνει κάθε πρόβλημά του, ἀφοῦ
ἡ τέλεια ἀγάπη, κατά τήν Ἁγία
Γραφή, σκεπάζει τά πάντα, ὑπομένει τά πάντα[17],
ἐκδιώκει τόν φόβο[18] καί «οὐδέποτε ἐκπίπτει»[19].
Μπορεῖ τά πάντα νά ἐκπέσουν, μπορεῖ
τά πάντα νά καταργηθοῦν, ἐκεῖνο ὅμως πού μείνει εἰς τόν αἰῶνα
εἶναι ἡ ἀγάπη[20].
Γιά νά ἀποκτήσει
κανείς μιά τέτοια ἀγάπη, ἀπαιτοῦνται
δύο στοιχεῖα: α) ἡ δύναμη τοῦ
Χριστοῦ, δηλαδή ἡ Θεία Χάρη, πού
πηγάζει ἀπό τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας
καί β) ἡ δική μας συμβολή, μέ πνευματικά μέσα πού περιορίζουν τήν ἀνθρώπινη
ἰδιοτέλεια καί καλλιεργοῦν τήν ἀνιδιοτελῆ
ἀγάπη, ὅπως ἡ
προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ταπείνωση, ἡ
ἄσκηση, ἡ ὑπακοή,
ἡ ὑπομονή κ.λπ. Δηλαδή, ὅποιος ἐπιθυμεῖ
πραγματικά τή λύση τῶν προβλημάτων του, ἀφοῦ
ξεκινήσει ὁπωσδήποτε ἀπό τό Μυστήριο τῆς
Ἐξομολογήσεως, πρέπει σιγά - σιγά νά συνηθίσει νά
χρησιμοποιεῖ τέτοια μέσα: λίγο νά προσεύχεται, λίγο νά νηστεύει, νά ὑπομένει
σέ θλίψεις καί περιστάσεις, νά μετέχει σέ Ἀκολουθίες τῆς
Ἐκκλησίας κ.λπ. Ἔτσι θά ἀρχίσει
νά αἰσθάνεται χαρά καί εἰρήνη καί θά βλέπει νά ἀποκαθίστανται
οἱ σχέσεις μέ τόν ἑαυτό του καί μέ τούς ἄλλους.
Γενικά, πρέπει νά συνηθίσει νά προσαρμόζει τό θέλημά του στό θέλημα τοῦ
Θεοῦ. Βέβαια, ἡ ἀναζήτηση
τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ
εἶναι μιά ὁλόκληρη ἐπιστήμη
καί τά βιβλία, στά ὁποῖα περιέχεται αὐτή ἡ
ἐπιστήμη, εἶναι ἡ
Ἁγία Γραφή καί τά κείμενα τῶν Ἁγίων
τῆς Ἐκκλησίας, παλαιότερων καί σύγχρονων.
Ὅπως
ἤδη φαίνεται, ἀπαραίτητη προϋπόθεση
γιά νά λειτουργήσουν τά παραπάνω εἶναι ἡ
ἔνταξη ὅλων τῶν
σχέσεων τοῦ ἀνθρώπου στό κλῖμα τῆς
Χάρης τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτή πηγάζει ἀπό
τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Τά Μυστήρια ἀναφέρονται σέ διάφορες
σχέσεις καί ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου.
Οἱ σχέσεις μέ τό ἄλλο φύλο, γιά
παράδειγμα, ἐντάσσονται στό Μυστήριο τοῦ Γάμου, ὅπου
δύο ἄνθρωποι θέτουν τήν σχέση τους κάτω ἀπό
τή Χάρη καί τήν προστασία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία ἀπό τή σύστασή της δέν
δέχεται ἄλλες ὁλοκληρωμένες σχέσεις
μεταξύ τῶν δύο φύλων ἔξω ἀπό
τόν Γάμο, γιατί τίς θεωρεῖ ἔκφραση τῆς ἐμπαθοῦς
ἐπιθυμίας τοῦ ἀνθρώπου,
πού πλήτουν καίρια τή σχέση μέ τόν Θεό, καί οἱ ὁποῖες
βέβαια, θεραπεύονται μέ πνευματικά μέσα, ὅπως ἡ
μετάνοια καί ἡ Ἐξομολόγηση. Ὅμως, καί τά ἴδια
τά Μυστήρια, γιά νά λειτουργήσουν καί νά εἶναι ἀποτελεσματικά,
ἀπαιτοῦν κάποιες
προϋποθέσεις. Ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά ἐπιτύχει ὁ
Γάμος καί γιά νά λειτουργήσει σωστά μιά οἰκογένεια εἶναι
ἡ τήρηση ὅσων προαναφέραμε,
δηλαδή ἡ ἀποχή ἀπό τήν ἁμαρτία,
ἡ μετοχή στά ἄλλα Μυστήρια, ἡ
στοιχειώδης πνευματική ζωή, ἡ προσαρμογή στό θέλημα
τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀνιδιοτελής ἀγάπη, ὁ
ἀλληλοσεβασμός τῶν μελῶν
της, ἡ διάθεση γιά αὐτοπροσφορά ἤ
ἀκόμη καί γιά αὐτοθυσία. Διαφορετικά
θά ἔχουμε τυπική μετοχή σέ ἕνα Μυστήριο, μέ ὅλα
τά γνωστά προβλήματα στά ὁποῖα ἀναφερθήκαμε. Ἡ Θεία Εὐχαριστία
εἶναι ἡ τελείωση καί ἡ ὁλοκλήρωση
ὅλων τῶν Μυστηρίων, ὅπου
κοινωνοῦμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα
τοῦ Χριστοῦ, ἑνωνόμαστε
μέ τόν Θεό καί μετέχουμε στή Βασιλεία Του, στήν ὁποία βέβαια, ἔχει
καταργηθεῖ κάθε ἀνθρώπινο πρόβλημα.
* *
*
Μέ ὅσα
προαναφέραμε προσπαθήσαμε νά περιγράψουμε τό πλαίσιο, ὄχι
μόνο τῆς γένεσης, ἀλλά καί τῆς
λύσης τῶν προβλημάτων τοῦ ἀνθρώπου,
σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ.
Ὅμως, ὁ Χριστός ἔζησε
πρίν 2000 καί πλέον χρόνια. Τί ἀκριβῶς
συμβαίνει στήν ἐποχή μας;
Γνωρίζουμε ὅτι
στή διάρκεια τῆς ἱστορίας ἡ διδασκαλία τοῦ
Χριστοῦ πολλές φορές ἐφαρμόστηκε. Ὅπου
ἐφαρμόστηκε, καί μάλιστα ὅπου ἐφαρμόστηκε
σωστά, ἀλλά καί ὅπου ἐπηρέασε
ἀντιλήψεις ἀνθρώπων, εἴχαμε
ὑπέρβαση τῶν διάφορων
προβλημάτων. Ὅπου, ἀντίθετα, ἐγκαταλείφθηκε,
εἴχαμε ἔξαρση τῶν
προβλημάτων. Ἡ ἐποχή μας ἔχει τό «προνόμιο» νά ἐγκαταλείπει
τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ περισσότερο ἴσως
ἀπό κάθε ἄλλη ἐποχή.
Νά, λοιπόν, γιατί πολλαπλασιάζονται τά προβλήματα καί γιατί ὁ
ἄνθρωπος γίνεται δυστυχής. Πρόκειται οὐσιαστικά
γιά τό φαινόμενο τῆς «ἀποστασίας», γιά τό ὁποῖο
ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶχε
μιλήσει στήν ἐποχή του.
Ἐπίσης,
ἡ ἐποχή μας ἔχει τό «προνόμιο» νά
δημιουργεῖ ἕνα κλῖμα, πού δέν βοηθάει
καθόλου στήν ἐφαρμογή τῆς διδασκαλίας τοῦ
Χριστοῦ. Οἱ ἔντονοι ρυθμοί τῆς ζωῆς,
τό συνεχές τρέξιμο, τό κυνήγι γιά νά προλάβουμε ὑποχρεώσεις, ἡ
μέρινα γιά ἐπιβίωση, οἱ πολλαπλές ἀφορμές
τῆς ἁμαρτίας, τό γενικότερο ἀντιπνευματικό καί ἀντεκκλησιαστικό
κλῖμα δέν ἀφήνουν χρόνο ἤ
περιθώρια ὄχι μόνο γιά πνευματική ζωή, γιά προσευχή κ.λπ., ἀλλά
οὔτε γιά διαπροσωπικές σχέσεις. Οἱ
ἄνθρωποι τῶν ἡμερῶν
μας δέν συνομιλοῦν καί δέν ἐπικοινωνοῦν,
ἀκόμη καί μέσα στήν ἴδια τήν οἰκογένεια,
ἀλλά μένουν συνήθως κλεισμένοι στόν ἑαυτό
τους, σύμπτωμα κι αὐτό τῆς ἀσθένειας πού περιγράψαμε παραπάνω. Ἀκόμη
κι ὅταν δίδονται εὐκαιρίες γιά ἐπικοινωνία
καί προσωπικές σχέσεις, οἱ περισότεροι τίς φοβοῦνται καί τίς ἀποφεύγουν,
ἀκούγοντας ἔντονη μουσική,
βλέποντας τηλεόραση ἤ διασκεδάζοντας ξέφρενα. Εἶναι ἀλήθεια
ὅτι γιά νά ζήσει κάποιος χριστιανική ζωή μέσα σέ ἕναν
τέτοιο κόσμο χρειάζεται λίγο - πολύ «νά πάει κόντρα στό ρεῦμα».
Ἡ χριστιανική ζωή ἀπαιτεῖ
ἕναν στοιχειώδη ἡρωϊσμό, ὁ
ὁποῖος βέβαια δέν εἶναι δικός, ἀλλά
τόν ἀντλοῦμε ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἰησοῦ
Χριστό, τό κέντρο τῆς πίστεώς μας.
Πλήν ὅμως,
ἄν δέν ἐπιχειρήσουμε νά πᾶμε
λίγο «κόντρα στό ρεῦμα» μέ τόν στοιχειώδη ἡρωϊσμό, πού
προαναφέραμε, ἄν δέν ἀφυπνισθοῦμε
πνευματικά θά βυθιζόμεθα συνεχῶς στό τέλμα τῆς
βιοτικῆς μέριμνας καί θά ὑφιστάμεθα ὅλες
τίς συνέπειές της, τρέχοντας συνεχῶς ἀπό
τό ἕνα ἀντικείμενο αὐτῆς
τῆς μέριμνας στό ἄλλο, χωρίς κἄν
νά προλάβουμε νά χαροῦμε τή ζωή μας. Ὅμως, ὁ
λόγος τοῦ Θεοῦ λέει ξεκάθαρα: «ἀνάθεσε τή μέριμνά σου
στόν Κύριο καί Ἐκεῖνος θά σέ διαθρέψει»[21] καί στίς Ἀκολουθίες τῆς
Ἐκκλησίας ἐπαναλαμβάνουμε συνεχῶς:
«ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν
τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ
Θεῷ παραθόμεθα», δηλαδή τόν ἑαυτό μας καί τούς ἄλλους
καί ὁλόκληρη τή ζωή μας ἄς τά ἐναποθέσουμε
στά χέρια τοῦ Χριστοῦ.
* *
*
Θά συνοψίσουμε ὅσα
προαναφέραμε μέ ἕνα παράδειγμα: Ὁ κόσμος στόν ὁποῖο
ζοῦμε μοιάζει μέ κῆπο, στόν ὁποῖο
ὁ Θεός φύτεψε λουλούδια. Κάποιος, ὅμως,
μπῆκε μέσα τή νύκτα κι ἔσπειρε ἀγκάθια.
Φύτρωσαν, λοιπόν, τά ἀγκάθια καί ἀπέπνιξαν τά λουλούδια.
Ὁ Χριστός ἦλθε καί καθάρισε τόν κῆπο.
Καί μᾶς ἔδωσε τή «συνταγή», τί πρέπει νά κάνουμε, ἄν
ξαναφυτρώσουν ἀγκάθια. Ὄντως, φύτρωσαν πάλι ἀγκάθια.
Ὅμως, τώρα εἶναι στό χέρι μας νά τά
καταπολεμήσουμε, ἄν θέλουμε, ἤ νά τά ἀφήσουμε
νά ὑπάρχουν. Αὐτό ἐξαρτᾶται
καί ἀπό τό πρός τά ποῦ διοχετεύουμε κάθε φορά
τό νερό: ἄν τό διοχετεύουμε στά ἀγκάθια, τότε ἀναπτύσσονται
τά ἀγκάθια καί μαραίνονται τά λουλούδια. Ἄν
τό διοχετεύουμε στά λουλούδια, τότε ἀνθίζουν τά λουλούδια
καί μαραίνονται τά ἀγκάθια. Ὅσο καλλιεργοῦμε
ἀγκάθια, τόσο δεχόμεθα τίς συνέπειες τῶν
ἀγκαθιῶν, πού εἶναι
«ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός». Ὅσο καλλιεργοῦμε
λουλούδια, τόσο ἀπολαμβάνουμε τίς συνέπειες τῶν λουλουδιῶν,
πού εἶναι χαρά καί «ζωή ἀτελεύτητος».
Τρίπολις 2010
Ἱερεύς
Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου