γαπητοί φίλοι,

Σς καλωσορίζω στό προσωπικό μου ἱστολόγιο καί σς εχομαι καλή περιήγηση. Σ’ ατό θά βρετε κείμενα θεολογικο καί πνευματικο περιεχομένου, πως κείμενα ναφερόμενα στήν πίστη καί Παράδοση τς κκλησίας, ντιαιρετικά κείμενα, κείμενα πνευματικς οκοδομς, κείμενα ναφερόμενα σέ προβληματισμούς καί ναζητήσεις τς ποχς μας καί, γενικά, διάφορα στοιχεα πό τήν πίστη καί ζωή τς ρθόδοξης κκλησίας.

Εχομαι τά κείμενα ατά καί κάθε νάρτηση σ’ ατό τό ἱστολόγιο νά φανον χρήσιμα σέ σους νδιαφέρονται, νά προβληματίσουν θετικά, νά φυπνίσουν καί νά οκοδομήσουν πνευματικά.

ελογία καί Χάρις το Κυρίου νά εναι πάντοτε μαζί σας.

Μετά τιμς καί γάπης.

π. Σωτήριος θανασούλιας

φημέριος Μητροπολιτικο ερο Ναο γίου Βασιλείου Τριπόλεως.

Τρίτη 17 Οκτωβρίου 2017

Δηλώσεις της Ορθοδόξου Αντιπροσωπείας εἰς τό Συνέδριον του Evanston (1954)


ΔΗΛΩΣΕΙΣ
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ Β' ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
ΤΟΥ «ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ»
EVANSTON 1954

Α΄. Δήλωσις ἐπὶ τοῦ θέματος τοῦ πρώτου περὶ «Πίστεως καὶ Τάξεως» (Faith and Order) τμήματος τοῦ Συνεδρίου: «Ἡ ἑνότης ἡμῶν ἐν Χριστῷ καὶ ἡ διαίρεσις ἡμῶν ὡς Ἐκκλησιῶν».

Ὡς ἀντιπρόσωποι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μετέχοντες τοῦ παρόντος Συνεδρίου τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν, ὑποβάλλομεν τὴν ἑπομένην δήλωσιν ἐπὶ τῆς ἐκθέσεως τοῦ πρώτου τμήματος αὐτοῦ.
1. Ἐμελετήσαμεν τὸ κείμενον τῆς ἐκθέσεως μετὰ μεγάλου ἐνδιαφέροντος. Διαιρεῖται τοῦτο εἰς τρία μέρη: Τὸ πρῶτον περιέχει μίαν ἱκανοποιητικὴν ἀνάλυσιν τῆς διδασκαλίας τῆς Καινῆς Διαθήκης περὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ὀργανικὸς χαρακτὴρ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἀδιάσπαστος ἑνότης αὐτῆς μετὰ τοῦ Χριστοῦ τονί­ζονται ἐπαρκῶς ἐν τῇ ἐκθέσει. Νομίζομεν, ὅτι τοῦτο, τουλάχιστον, παρέχει κα­τάλληλον ἔδαφος διὰ περαιτέρω θεολογικὴν ἐπεξεργασίαν. Τὸ δεύτερον καὶ τρίτον μέρος τῆς ἐκθέσεως πραγματεύονται περὶ τῆς διαιρέσεως τῆς Χριστιανοσύνης καὶ εἰσηγοῦνται πρακτικὰ μέσα πρὸς ἐπανένωσιν αὐτῆς. Ἔχομεν τὴν πεποίθησιν, ὅτι ταῦτα δὲν ἕπονται λογικῶς καὶ συνεπῶς ἐκ τοῦ πρώτου μέρους. Διότι, ἐὰν πραγματικῶς ἀποδεχθῶμεν τὴν διδασκαλίαν τῆς Καινῆς Διαθήκης περὶ Ἐκκλησίας θὰ φθάσωμεν εἰς ἐντελῶς διάφορα πρακτικὰ συμπεράσματα, τὰ ὁποῖα ἐπὶ αἰῶνας εἶναι οἰκεῖα εἰς ἡμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους Ἡ ὅλη προσέγγισις τοῦ προβλή­ματος τῆς ἑνώσεως εἶναι καθ’ ὁλοκληρίαν ἀπαράδεκτος ἐξ ἐπόψεως τῆς Ὀρθοδό­ξου Ἐκκλησίας.

2. Ἡ ὀρθόδοξος ἀντίληψις περὶ τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας ἐπιβάλλει διπλῆν τινα συμφωνίαν: α) Ἡ ὁλότης τῆς χριστιανικῆς πίστεως θὰ ἔδει νὰ θεωρῆται ὡς μία ἀδιαίρετος ἑνότης. Ἑπομένως, δὲν εἶναι ἀρκετὸν νὰ παραδεχώμεθα ὡρισμένας μόνον εἰδικὰς διδασκαλίας, ὁσονδήποτε βασικαὶ καὶ ἂν θεωρῶνται αὐ­ταὶ καθ’ ἑαυτάς, ὡς π.χ. ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς καὶ Σωτήρ. Εἶναι ἐπάναγκες, ὅπως πᾶσαι αἱ ὑπὸ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων διατυπωθεῖσαι δογματικαὶ ἀλήθειαι, ὡς καὶ ἡ ὁλότης τῆς διδασκαλίας τῆς ἀρχαίας ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας, γίνωσιν ἀποδεκταί. Δὲν δύναταί τις να ἱκανοποιηθῇ μὲ διατυπώσεις ἀπομεμονωμένας ἀπὸ τὴν ζωὴν καὶ τὴν ἐμπειρίαν τῆς Ἐκκλησίας. Αὗται δέον νὰ ἐκτιμῶνται καὶ κατανοῶνται ἐν τῷ πλαισίῳ πάντοτε τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου, ἡ ἐπανένωσις τῆς Χριστιανοσύνης, περὶ τῆς ὁποίας ἐνδιαφέρεται τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν, εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτευχθῇ μόνον ἐπὶ τῇ βάσει ὁλοκλήρου τῆς δογματικῆς πίστεως τῆς ἀρχαίας ἀδιαι­ρέτου Ἐκκλησίας, ἄνευ οἱασδήτινος προσθαφαιρέσεως ἢ ἀλλοιώσεως. Οὐδὲ δυνάμεθα νὰ δεχθῶμεν αὐστηρὰν διάκρισιν μεταξὺ οὐσιωδῶν καὶ μὴ οὐσιωδῶν δο­γμάτων, ἢ ὅτι ὑπάρχει χῶρος διὰ περιεκτικότητα ἐν τῇ πίστει. Ἐξ ἄλλου ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν δύναται νὰ δεχθῇ. ὅτι «τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὁμιλεῖ πρὸς ἡμᾶς διὰ τῆς Βίβλου» μόνον. Διότι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, παραμένον ἐν τῇ Ἐκκλη­σίᾳ, μαρτυρεῖ δι’ ὁλοκλήρου τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἐμπειρίας αὐτῆς. Ἡ Βίβλος ἐδόθη εἰς ἡμᾶς ἐντὸς τοῦ πλαισίου τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως, ἐν τῇ ὁποίᾳ πάλιν κατέχομεν τὴν αὐθεντικὴν ἑρμηνείαν καὶ διασάφησιν τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ παραδοχὴ λοιπὸν καὶ τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως περισώζει τὴν πραγμα­τικότητα καὶ τὴν συνέχειαν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας. β) Μόνον διὰ τῆς ἀπο­στολικῆς Ἱερωσύνης συνεχίζεται ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τὸ μυστήριον τῆς Πεντηκοστῆς. Ἡ ἐπισκοπικὴ διαδοχὴ ἀπὸ τῶν Ἀποστόλων ἀποτελεῖ ἱστορικὴν πραγματικότητα ἐν τῇ ζωῇ καὶ τῇ διαρθρώσει τῆς Ἐκκλησίας καὶ μίαν τῶν προϋποθέσεων τῆς ἑνότητος αὐτῆς διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας περισώζεται διὰ τῆς ἑνότητος τοῦ ἐπισκοπάτου. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἓν σῶμα, τοῦ ὁποίου ἡ ἱστορικὴ συνέχισις καὶ ἑνότης ὡσαύτως περισώζεται διὰ τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως, τῆς αὐτομάτως ἐκπηγαζούσης ἐκ τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
3. Τοιουτοτρόπως, ὅταν ἐξετάζωμεν τὸ πρόβλημα τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, δὲν δυνάμεθα νὰ ἀντιμετωπίσωμεν αὐτὸ κατ’ ἄλλον τρόπον, παρὰ ὡς πλήρη ἀποκατάστασιν ὁλοκλήρου τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπισκοπικῆς διαρθρώσεως τῆς Ἐκ­κλησίας ἅτινα εἶναι βασικὰ διὰ τὴν μυστηριακὴν ζωὴν αὐτῆς. Δὲν προτιθέμεθα νὰ κρίνωμεν τὰς ἑτεροδόξους Ὁμολογίας. Ἐν τούτοις, ἔχομεν τὴν πεποίθησιν, ὅτι ἐν ταῖς Ὁμολογίαις ταύταις ἐλλείπουσιν ὡρισμένα βασικὰ στοιχεῖα, ἅτινα ἀποτελοῦσι τὴν πραγματικότητα τῆς πληρότητος τῆς Ἐκκλησίας. Πιστεύομεν, ὅτι ἡ ἐπιστροφὴ ἁπασῶν τῶν Ὁμολογιῶν εἰς τὴν πίστιν τῆς ἀρχαίας ἡνωμένης καὶ ἀ­διαιρέτου Ἐκκλησίας τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἤτοι εἰς τὴν καθαρὰν καὶ ἀκαινοτόμητον καὶ κοινὴν κληρονομίαν τῶν προγόνων πάντων τῶν διηρημένων (σήμερον) χριστιανῶν, θὰ ἐπιφέρῃ, μόνη αὐτή, τὴν ποθητὴν ἐπανένωσιν ὅλων τῶν διηρημένων χριστιανῶν. Διότι μόνον ἡ ἑνότης καὶ ἡ κοινωνία πάντων τῶν χριστιανῶν ἐν τῇ μιᾷ κοινῇ πίστει θὰ ἔχῃ ὡς ἀναγκαῖον ἀποτέλεσμα καὶ τὴν κοινωνίαν αὐτῶν ἐν τοῖς μυστηρίοις καὶ τὴν ἐν ἀγάπῃ ἀδιάσπαστον ἑνότητα αὐτῶν, ὡς μελῶν τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ σώματος τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
4. Ἡ τελεία ἕνωσις δὲ τῶν χριστιανῶν δὲν πρέπει νὰ ἐκλαμβάνηται, ὅτι θὰ «πραγματοποιηθῇ ἐν τῇ τελευταίᾳ παρουσίᾳ τοῦ Χριστοῦ» ἀποκλειστικῶς, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἀναγνωρίσωμεν, ὅτι ἄκομη καὶ ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἐνοικοῦν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἐξακολουθεῖ νὰ πνέῃ ἐν τῷ κόσμῳ, καθοδηγοῦν πάντας τοὺς χριστιανοὺς εἰς τὴν ἑνότητα. Ἡ ἑνότης, ἄρα, τῆς Ἐκκλησίας δὲν πρέπει νὰ νοῆται μόνον ἐν ἐσχατολογικῇ ἐννοίᾳ, ἀλλὰ καὶ ὡς παροῦσα πραγματικότης, ἥτις θὰ τελειωθῇ ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.
5. Ἔπειτα, ἡ ἔκθεσις τοῦ τμήματος εἰσηγεῖται, ὅτι ἡ ὁδός, ἣν ὀφείλει ἡ Ἐκκλησία νὰ ἀκολουθήσῃ διὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος, εἶναι ἡ τῆς μετανοίας. Ἀναγνωρίζομεν, βεβαίως, ὅτι ὑπῆρξαν καὶ ὑπάρχουσιν ἀτέλειαι καὶ ἀστοχίαι ἐν τῇ ζωῇ καὶ τῇ μαρτυρίᾳ τῶν χριστιανῶν, ἀπορρίπτομεν ὅμως τὴν ἰδέαν, ὅτι ἡ Ἐκκλησία καθ’ ἑαυτὴν θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ ἐπηρεασθῇ πως ὑπὸ τῆς ἀνθρωπίνης ἁμαρτίας, ἐφ’ ὅσον εἶναι αὕτη τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ταμιοῦχος τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀληθείας καὶ «ἅπασα ἡ λειτουργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Διὰ τοῦτο δὲν δυνάμεθα νὰ ὁμιλῶμεν περὶ μετανοίας τῆς Ἐκκλησίας, ἥτις εἶναι ἀπολύτως ἁγία καὶ ἀλάθητος. Διότι «ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἑαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς, ἵνα αὐτὴν ἁγιάσῃ, καθαρίσας τῷ λουτρῷ τοῦ ὕδατος ἐν ῥήματι, ἵνα παραστήσῃ αὐτὸς ἑαυτῷ ἔνδοξον τὴν Ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ῥυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων, ἀλλ’ ἵνα ᾖ ἁγία καὶ ἄμωμος»[1]. Οὕτως ὁ μόνος ἅγιος Κύριος ἡγίασε τὴν Ἐκκλησίαν Του διὰ παντὸς καὶ ἔταξεν ὡς ἔργον αὐτῆς τὸν «καταρτισμὸν τῶν ἁγίων» καὶ «τὴν οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χρι­στοῦ»[2]. Ἡ ἁγιότης λοιπὸν τῆς Ἐκκλησίας δὲν παραβλάπτεται ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ἀτελειῶν τῶν μελῶν της. Αὗται κατ’ οὐδένα λόγον ἰσχύουσι νὰ μειώσωσιν ἢ νὰ ἐξαντλήσωσι τὴν ἀνεξάντλητον ἁγιότητα τῆς θείας ζωῆς, ἥτις ἐκ τῆς Κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας διαχέεται καθ’ ἅπαν τὸ σῶμα.
6. Ἐν συμπεράσματι, ὀφείλομεν νὰ διαδηλώσωμεν τὴν βαθεῖαν πεποίθησιν ἡμῶν, ὅτι μόνον ἡ ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διεφύλαξε «τὴν ἅπαξ παραδοθεῖσαν τοῖς ἁγίοις πίστιν» ἐν πάσῃ τῇ πληρότητι καὶ καθαρότητι αὐτῆς. Τοῦτο δέ, οὐχὶ ἕνεκα τῆς ἀνθρωπίνης ἡμῶν ἀξιομισθίας, ἀλλὰ διότι εὐαρεστεῖται ὁ Θεὸς νὰ διατηρῇ «τὸν θησαυρὸν αὐτοῦ ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ»[3].


Β΄. Δήλωσις ἐπὶ τοῦ κυρίου θέματος τοῦ Συνεδρίου: «Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἐλπὶς τοῦ κόσμου».

Διαπεπιστευμένοι μετὰ τῆς εὐθύνης τῆς ἀντιπροσωπεύσεως τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τῶν μετεχουσῶν τοῦ συνεδρίου τούτου τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν, θεωροῦμεν καθῆκον ἡμῶν, ὅπως παρουσιάσωμεν τὰ ἑπόμενα σχόλια (παρατηρήσεις) ἐπὶ τῆς ἐκθέσεως τῆς συμβουλευτικῆς ἐπιτροπῆς ἐπὶ τοῦ κυρίου θέματος: «Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἐλπὶς τοῦ κόσμου».
1. Εἴμεθα εὐτυχεῖς, ἐκφράζοντες τὴν συμφωνίαν ἡμῶν ἐπὶ τῶν γενικῶν γραμμῶν τῆς ἐκθέσεως τῆς συμβουλευτικῆς ἐπιτροπῆς. Ἀπὸ τῆς Πεντηκοστῆς καὶ ἐντεῦθεν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πάντοτε διακηρύττει πρὸς τὸν κόσμον, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἐλπὶς αὐτοῦ. Ἰδιαίτερα δὲ ἐν τῇ συγχρόνῳ ἐποχῇ ἐπιμόνως αὕτη ὑποστηρίζει, ὅτι πᾶσαι αἱ ἀνθρώπινοι ἐλπίδες δέον νὰ ἑρμηνεύωνται καὶ νὰ κρίνωνται, νὰ κατακρίνωνται ἢ νὰ μεταβάλλωνται ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ἐλπίδος ταύτης. Τὸ γεγονὸς ὅθεν, ὅτι ἐν τῇ ἀποφασιστικῇ ταύτῃ στιγμῇ τῆς ζωῆς του τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν ὁμοθυμαδὸν αἰσθάνεται, ὅτι οἱ χριστιανοὶ ὀφείλουσι νὰ διακηρύξωσιν εἰς τὸν κόσμον τὴν ἐλπίδα των ταύτην καὶ νὰ γρηγορῶσιν ἐν τῇ συνειδήσει τῶν εὐθύνων των ἐντὸς κόσμου πλήρους δοκιμασιῶν καὶ θλίψεων, πληροῖ ἡμᾶς χαρᾶς μεγάλης.
2. Ἡ γενικὴ ὅμως αὕτη συμφωνία καθιστᾷ περισσότερον ἀναγκαῖον νὰ ἐκθέσωμεν σαφῶς, ἀφ’ ἑνὸς μέν, τὶ δὲν δυνάμεθα νὰ ἀποδεχθῶμεν πλήρως ἐξ ἐπόψεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀφ’ ἑτέρου δέ, τὶ νομίζομεν, ὅτι ἔχει ἀνάγκην περισσοτέρας ἀναπτύξεως ἐν τῇ ἐκθέσει καί, τέλος, νὰ ἐπιστήσωμεν τὴν προσο­χὴν ἐπί τινων σημείων, οὐδόλως θιγομένων ἐν αὐτῇ. Προφανῶς διὰ τῶν ὀλί­γων τούτων παρατηρήσεών μας δὲν δυνάμεθα νὰ δώσωμεν πλήρη ἔκφρασιν τῆς ὀρθοδόξου ἀντιλήψεως περὶ τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Ἐν πρώτοις θὰ ἔπρεπε νὰ ἐξαρθῇ ἐντονώτερον, ὅτι ἡ χριστιανικὴ ἐλπὶς ἑδράζεται ἐπὶ τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Τοῦτο στηρίζεται ἐπὶ τῆς πεποιθήσεως, ὅτι ὁ Θεὸς ἐνδιαφέρεται προσωπικῶς περὶ τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς καὶ τῆς ἀνθρωπίνης ἱστορίας. «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν»[4]. Ἡ χριστιανικὴ ἐλπὶς στηρίζεται ἐπὶ τῆς πίστεως, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χρηστός, ὁ σαρκωθεὶς Λόγος, κατῆλθεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἵνα σώσῃ τὸν ἄνθρωπον. Ἐπετέλεσε δὲ τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας ἐπὶ τοῦ ξύλου τοῦ Σταυροῦ καὶ ἐφανέρωσε τὴν καινὴν ζωὴν εἰς τὴν ἀνθρωπότητα διὰ τῆς ἐνδόξου Ἀναστάσεώς Του. Ἵδρυσεν ἐπὶ τῆς γῆς τὴν ἁγί­αν Ἐκκλησίαν Του, ἥτις εἶναι τὸ σῶμά Του, καὶ ἐν τῇ ὁποίᾳ διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διαμένει Οὖτος μετὰ τῶν ἀνθρώπων ἐσαεί. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἓν ζῶν σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐν τῷ ὁποίῳ πᾶσαι αἱ γενεαὶ τῶν πιστῶν ἑνοῦνται ἐν τῇ καινῇ ἐν Χριστῷ ζωῇ. Ὅθεν ἡμαρτημένως, τὸ μὲν περιγράφεται ἡ Ἐκκλησία ἁπλῶς ὡς «παρεπιδημῶν λαὸς τοῦ Θεοῦ», τὸ δὲ λησμονεῖται, ὅτι καὶ ἡ θριαμβεύουσα καὶ ἡ στρατευομένη Ἐκκλησία ἀποτελοῦσιν ἓν σῶμα. Ἀκριβῶς ἐπὶ τῆς ἑνότητος ταύτης στηρίζεται ἡ χριστιανικὴ ἐλπίς. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ μεγάλη κοινωνία τῶν ἁγίων. Ἡμεῖς ἐπὶ τῆς γῆς ζῶμεν καὶ ἀγωνιζόμεθα ἐν κοινωνίᾳ μετὰ τοῦ ἐνδόξου «νέφους τῶν μαρτύρων», τοῦ ἀποκαλυπτομένου διὰ μέσου τῶν αἰώνων, καὶ ἐνισχυόμεθα διὰ τῶν πρεσβειῶν τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν Ἁγίων, μεθ’ ὧν ἑνούμεθα ἐν τῇ λατρείᾳ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ.
3. Ἡ ἔκθεσις ὀρθῶς τονίζει τὴν σημασίαν τῆς πίστεως εἰς τὴν δευτέραν παρουσίαν τοῦ Χριστοῦ διὰ τὴν χριστιανικὴν ἐλπίδα. Οὐχ ἧττον πιστεύομεν ἀκραδάντως, ὅτι εἶναι ἀνάγκη νὰ τονισθῇ μετὰ τῆς αὐτῆς ἐμφάσεως καὶ ἡ ἐνεστῶσα πραγματικὴ παρουσία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Ἡ Βασι­λεία τοῦ Θεοῦ ἱδρύθη ὑπ’ Αὐτοῦ διὰ τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ Του, τῆς Ἀπολυτρώσεως, τῆς Ἀναστάσεως, τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ ἐν δόξῃ καὶ τῆς κα­θόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀπὸ τῆς Πεντηκοστῆς δὲ ὑπάρχει ἐπὶ τῆς γῆς καὶ εἶναι ἀνοικτὴ πρὸς πάντας τοὺς ἀνθρώπους, ἐπιδαψιλεύουσα πρὸς πάντας τούς προσερχομένους τὴν δύναμιν, τὴν μεταμορφοῦσαν καὶ ἀνανεοῦσαν τὴν ἀνθρωπίνην ὕπαρξιν ἐπὶ τῆς γῆς. Ἡ αἰώνιος ζωὴ δὲν εἶναι μόνον κάτι, τὸ ὁποῖον θὰ πραγματοποιηθῇ ἐν τῷ μέλλοντι, ἀλλὰ παρέχεται καὶ νῦν εἰς ἐκείνους, οἵτινες καλοῦνται διὰ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ μυστηρίῳ τοῦ βαπτίσματος (πρὸς Ῥωμαίους κεφ. ς΄), καὶ συνεχῶς ἀνανεοῦται διὰ τῆς συμμετοχῆς εἰς τὴν μυστηριακὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἰδιαιτέρως διὰ τῆς συμμετοχῆς εἰς τὴν θείαν Εὐχαριστίαν. Οὐδὲν παρέλιπεν ὁ Θεὸς τὸ ἀναγκαιοῦν διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν καὶ τὴν ἄμεσον μεταμόρφωσιν τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Τοιουτοτρόπως ἡ συμμετοχὴ ἡμῶν ἐν τῇ ἀνακαινισθείσῃ ζωῇ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ παροῦσα πραγματικότης καὶ μέλλουσα ὁλοκλήρωσις.
4. Ἡ ἐν Χριστῷ ἐλπὶς εἶναι καὶ αὕτη δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ οὐδεὶς δύναται νὰ ὁμολογήσῃ αὐτὸν ὡς Κύριον καὶ Σωτῆρα, εἰ μὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Θὰ ἦτο μάταιον νὰ κηρύττηται ὁ Χριστὸς ὡς ἡ ἐλπὶς τοῦ κόσμου, χωρὶς νὰ γίνηται μνεία τῆς θείας ἐνεργείας καὶ χωρὶς νὰ ἀναγνωρίζηται ἡ πραγματικότης τῆς χάριτος, ἥτις εἶναι ἡ μόνη πηγὴ τῆς ἐλπίδος ταύτης. Ἡ τραγωδία τοῦ πεσόντος κόσμου ἔγκειται ἀκριβῶς εἰς τὴν ἀδυναμίαν αὐτοῦ νὰ ἐλπίσῃ εἰς τὸν Χριστὸν ἄνευ συναντιλήψεως τῆς χάριτος.
Ἐπὶ πλέον, ἡ ἐλπὶς αὕτη ἔχει νόημα καὶ ἀποδίδει καρπούς, μόνον ἐφ’ ὅσον ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν πραγματικὴν ἐν Χριστῷ ζωήν, ἥτις προϋποθέτει τὴν συνεχῆ ἐνέργειαν τοῦ Ἁγίου ΙΙνεύματος ἐν ἡμῖν. Ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ μέσῳ τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας. Οὐδέποτε δυνάμεθα νὰ ἐκπληρώσωμεν πάσας τὰς ἀπαιτήσεις, ἃς ὁ Χριστὸς ἐπιβάλλει ἐφ’ ἡμῶν, καὶ ἐν ταπεινώσει καὶ μετανοίᾳ ὀφείλομεν νὰ ἀναγνωρίζωμεν τὸ πεπερασμένον τῶν δυνάμεων ἡμῶν καὶ τὰς ἀτελείας ἡμῶν, ἐκζητοῦντες σταθερῶς τὴν αὔξησιν τῆς πίστεως καὶ τῆς δυνάμεως ἡμῶν. Ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ὅμως εὑρίσκομεν τὴν δύναμιν ταύτην. Ἡ πραγματικότης τῆς «καινῆς ζωῆς» οὐδόλως παραβλάπτεται ἢ ἐκμηδενίζεται ὑπὸ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν. Οὕτως ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἤδη πραγματοποιημένη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, κεῖται πέραν πάσης κρίσεως, ἐνῶ τὰ μέλη αὐτῆς, ὡς ὑποκείμενα εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὴν πλάνην, ὑπόκεινται καὶ εἰς κρίσιν.
5. Αἱ παράγραφοι τῆς ἐκθέσεως, αἱ ἀναφερόμεναι εἰς τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἐγείρουσι σοβαρὰς ἀμφιβολίας. Καίτοι δὲ τὸ θέμα τοῦτο θέλομεν πληρέστερον πραγματευθῇ εἰς τὸ τμῆμα περὶ «Πίστεως καὶ Τάξεως», ἐν τούτοις θὰ ἔπρεπε καὶ ἐνταῦθα νὰ σημειωθῇ, ὅτι τινὲς ἐκ τῶν ἐν τῇ ἐκθέσει ἐκτιθεμένων ἰδεῶν ἄγουσιν εἰς ἑρμηνείας, αἵτινες δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνωσιν ἀποδεκταὶ ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου.
6. Διακηρύττοντες ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ἐλπὶς τοῦ κόσμου, δὲν πρέπει νὰ παρίδωμεν τὴν πραγματικότητα, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν χωρίζεται ἀπὸ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ πρὸς τὸν Χριστὸν ἐλπὶς δὲν δύναται νὰ χωρίζηται τῆς πρὸς τὸν Θεὸν - Πατέρα καὶ τὸν Θεὸν - Ἅγιον Πνεῦμα ἐλπίδος. Ἐκ πασῶν τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Χριστοῦ ἡ πολυτιμοτέρα εἶναι ἐκείνη, δι’ ἧς διαβεβαιοῖ ἡμᾶς, ὅτι ἡ Ἁγία Τριὰς θέλει ἐγκατοικήσει ἐν ἡμῖν[5]. Ἀλλ’ ἡ αἰώνιος ζωὴ εἶναι κοινωνία μετὰ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἐλπὶς πρὸς τὸν Χριστὸν σημαίνει ἐλπίδα πρὸς τὴν Ἁγίαν Τριάδα. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐκφράζει σαφῶς τὴν ἀλήθειαν ταύτην ἔν τινι τῶν προσευχῶν της: «Ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυ­γή μου ὁ Υἱός, σκέπη μου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, Τριὰς Ἁγία δόξα σοι»[6].
7. Ἡ ἐλπὶς πρὸς τὸν Χριστὸν πρέπει νὰ ἑρμηνεύηται μὲ τὸ ἀληθὲς αὐτῆς περιεχόμενον. Ἐναποθέτομεν τὴν ἐλπίδα ἡμῶν εἰς τὸν σαρκωθέντα Υἱὸν τοῦ Θεοῦ. ἐν τῷ ὁποίῳ κατέστημεν ὁμοίως υἱοὶ τοῦ Θεοῦ - Πατρὸς καὶ συγκληρονόμοι Χριστοῦ. Ἡ υἱοθεσία αὕτη ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιον, τὸ περιεχόμενον καὶ τὸν σκοπὸν τῆς χριστιανικῆς ἡμῶν ἐλπίδος. Ἡ ὑπὸ τοῦ Πατρὸς υἱοθεσία καθιστᾷ τὸν ἄνθρωπον «καινὴν κτίσιν». Ἐν τῷ Χριστῷ ἀπεκαλύφθη ἡμῖν ἡ πατρότης τοῦ Θεοῦ καὶ ἐδόθη ἡμῖν ἡ κοινωνία μετ’ αὐτοῦ. Διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ Πατὴρ ἐπιδαψιλεύει ἡμῖν τὴν γνῶσιν τῆς ἀληθείας, τὴν θείαν ἀγάπην, τὸν ἁγιασμόν, τὴν αἰώνιον ζωὴν καί, ἐν τέλει, τὴν θέωσιν.
 8. Τέλος, δὲν πιστεύομεν, ὅτι ἡ ἀνάλυσις τῶν ψευδῶν ἐλπίδων, ἥτις δίδεται ἐν τῇ ἐκθέσει, εἶναι ἐπαρκὴς καὶ τελεία. Αἱ ἐν τῇ ἐκθέσει μνημονευόμεναι ἡμαρτημέναι διδασκαλίαι, καὶ ἰδιαιτέρως ἡ τοῦ Κομμουνισμοῦ, ἐπαπειλοῦσιν ὁλόκληρον τὴν ἀνθρωπίνην ὕπαρξιν, ὡς καὶ τὴν ἀνθρωπίνην προσωπικότητα ὡς τοιαύτην. Πᾶσαι αὖται ἀφαιροῦσι τὸν ἀνθρωπισμὸν ἀπὸ τὴν ζωήν. Ἀκριβῶς ἡ ἄποψις αὕτη τῶν ψευδῶν ἐλπίδων δέον νὰ ἐνδιαφέρῃ πρώτιστα πάντων τὴν Ἐκκλησίαν. Ὁ κίνδυνος διὰ τὸν ἄνθρωπον, τὸν ὁποῖον αἱ ψευδοδιδασκαλίαι αὗται παρουσιάζουσι, φαίνεται ὅτι ἔχει ὑποτιμηθῇ, δυστυχῶς, ἐν τῇ ἐκθέσει. Ἐὰν ἀναζητήσωμεν σήμερον ἐν τῷ τεταραγμένῳ κόσμῳ ἡμῶν μίαν ἀληθῆ βάσιν διὰ τὴν ἀνθρωπίνην ἐλπίδα, ὀφείλομεν νὰ ὁμολογήσωμεν ἐμφαντικῶς, ὅτι μόνον ἐν τῇ ἁγίᾳ, καθολικῇ καὶ ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ δύναται νὰ εὑρεθῇ ἡ βάσις αὕτη, δεδομένου ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας»[7].

ΠΗΓΗ:
Ἰω. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας,
τ. ΙΙ, ἔκδ. β΄, Graz Austria 1968, σ. 972-977.

ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ:
Στή θέση αὐτή («Οἰκουμενική Κίνησις») ἀναρτῶνται πρός ἐνημέρωσιν τῶν ἐνδιαφερομένων ἐπίσημα κείμενα, ἀναφερόμενα στόν Διάλογο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ διάφορες Χριστιανικές Ὁμολογίες, ἀκόμη καί ἄν δέν ἐκφράζουν ἀκριβῶς ἤ ὀρθῶς τό φρόνημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.




[1] Ἐφεσ. 5, 25-27.
[2] Ἐφεσ. 4,12.
[3] Β΄ Κορ. 4,7.
[4] Ἰω. 3,16.
[5] Ἰω, 14,23, 15,26, 16,13-16, 17,21-26.
[6] Ὡρολόγιον τὸ μέγα, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1952, σ. 195.
[7] Β΄ Κορ. 4,7.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου