Διάγραμμα – Περίληψη
Θέματος Ι' τοῦ Θεολογικοῦ Προγράμματος «Ὀρθοδοξία καί Ζωή»
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου ΙΓ', ἔτους 2018-2019.
Τό ἔργο τοῦ «νοῦ» «ἐν τῇ καρδίᾳ»: Ἄν θεραπεία τοῦ «νοῦ»
εἶναι ὁ φωτισμός του καί ἡ ἐπιστροφή στόν φυσικό του χῶρο, τήν κεκαθαρμένη ἀπό
τά πάθη «καρδία», τότε ἔργο τοῦ ἐνεργοῦντος ἐν τῇ «καρδίᾳ» πεφωτισμένου «νοῦ»
εἶναι ἡ προσευχή, ἡ ὁποία ἐντός τῆς «καρδίας» τελεῖται «ἀδιαλείπτως», ἡμέρα καί
νύκτα, ἀκόμη καί ὅταν ὁ προσευχόμενος κοιμᾶται, ἤ ὅταν ὁ «λόγος» δέν
προσεύχεται, ἀλλά ἀσχολεῖται μέ τίς συνήθεις δραστηριότητές του. Μέ αὐτές τίς ἐμπειρικές
προϋποθέσεις ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση ἑρμηνεύει τήν προτροπή τοῦ ἀπ. Παύλου
«ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι» (Α' Θεσ. 5, 17). Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή τοῦ «νοῦ»
ἐντός τῆς «καρδίας» καλεῖται «νοερά» ἤ «καρδιακή» προσευχή («καρδιακή», κατά
τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, δέν εἶναι ἡ συναισθηματική, ἀλλά ἡ τελουμένη «ἐν τῇ
καρδίᾳ» προσευχή). Ἡ προσευχή αὐτή δέν εἶναι κάποια αὐτόνομη ἐνέργεια τοῦ
«νοῦ», ἀλλά εἶναι ἤδη μιά κατάσταση πνευματική, μιά κατάσταση Χάριτος ἤ ἐνοικήσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐντός τοῦ ἀνθρώπου, τό Ὁποῖο συμπροσεύχεται μέ τό ἀνθρώπινο
«πνεῦμα» (τόν «νοῦ»). Ἡ «νοερά προσευχή» εἶναι ἀκριβῶς συμπροσευχή τοῦ ἀνθρώπου
μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτή ἡ συνοίκησις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μετά τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι
ἡ φυσική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, γι’ αὐτό σέ κάποια ἱερά κείμενα συναντᾶμε καί
τήν τριμερῆ διαίρεση τοῦ ἀνθρώπου σέ «σῶμα», «ψυχή» καί «πνεῦμα». Ἐπειδή δέ ἡ κατ’
ἐξοχήν λειτουργία τοῦ «νοῦ» εἶναι ἡ ὀπτική (ὁ «νοῦς» εἶναι κυρίως «ὀφθαλμός», εἶναι
ὄργανο ὀπτικό), ἡ «νοερά προσευχή» εἶναι καί κατάσταση θέας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά θέας
«δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι» ἤ «ἐκ μέρους» καί ὄχι «πρόσωπον πρός πρόσωπον» θέας
(Α' Κορ. 13,12). Ὡστόσο, αὐτή ἡ «δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι» θέα εἶναι τό
προστάδιο τῆς καθ’ αὐτό θέας τοῦ Θεοῦ, κατά τήν ὁποία διακόπτετται προσωρινά ἡ
«νοερά προσευχή» καί τότε ὁ «νοῦς», διά τοῦ ἐνοικοῦντος Ἁγίου Πνεύματος, ὁρᾶ τόν
Θεό ἐν τῇ ἀκτίστῳ Αὐτοῦ Δόξῃ καί Ἐνεργείᾳ «πρόσωπον πρός πρόσωπον». Γιά τήν
ἐπίτευξη τῆς «νοερᾶς προσευχῆς» εἶναι γνωστές κάποιες «ψυχοτεχνικές μέθοδοι»,
οἱ ὁποῖες εἶναι μέν βοηθητικές, ἀλλά δέν ἀποτελοῦν οὐσιαστικό καί ἀναγκαῖο στοιχεῖο
τῆς προσευχῆς. Τέτοιες εἶναι ἡ συγκεκριμένη στάση τοῦ σώματος, ἡ κλίση τῆς κεφαλῆς,
ὁ ἔλεγχος τῆς ἀναπνοῆς κ.ἄ. Π.χ. ἡ λεγόμενη «ἀναπνευστική προσευχή»
χρησιμοποιήθηκε συστηματικά στήν ἀσκητική Παράδοση.
Τό περιεχόμενο τῆς «νοερᾶς προσευχῆς»: Ἡ φαινομενική ἀντίφαση
μεταξύ τοῦ «μή βατολογεῖν» (Ματθ. 6,7) ἤ τῶν «πέντε λόγων» τῆς προσευχῆς (Α' Κορ.
14,19) καί τοῦ «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθαι» (Α' Θεσ. 5,17) ἤ τοῦ «μνημονευτέον
Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον» (ἅγ. Γρηγόριος Θεολόγος), αἴρεται μέσω τῆς μεθόδου
τῆς συνεχοῦς ἐπαναλήψεως μικρῶν προσευχητικῶν φράσεων, πού γνωρίζει ἡ Ὀρθόδοξη
Παράδοση. Ὑπάρχουν (στό παρελθόν ὑπῆρχαν περισσότερες) διάφορες τέτοιες
προσευχητικές φράσεις. Ἡ πιό σύντομη καί ἡ ἀρχαιότερη, ἴσως, εἶναι ἡ φράση
«Κύριε, ἐλέησον» καί ἡ πιό γνωστή εἶναι ἡ φράση «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν μέ»,
τήν ὁποία ἡ Παράδοση συνδέει μέ τούς «πέντε λόγους» τοῦ ἀπ. Παύλου (Α' Κορ.
14,19). Ἡ σύντομη αὐτή προσευχή ἀποτελεῖ συνδυασμό τῆς προσευχῆς τοῦ Τελώνη («ὁ
Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ»), ὁ ὁποῖος «κατέβη δεδικαιωμένος εἰς τόν οἶκον
αὐτοῦ» (Λουκ. 18, 13-14) καί τοῦ Τυφλοῦ («Ἰησοῦ υἱέ Δαβίδ, ἐλέησόν με»), ὁ
ὁποῖος διά τοῦ Χριστοῦ ἀπέκτησε τό αἰσθητό, ἀλλά καί τό πνευματικό φῶς (Λουκ.
18,38). Ἀσκεῖται, συνήθως, μέ τή βοήθεια τοῦ κομποσχοινιοῦ, πού ἀποτελεῖ
«ἐργαλεῖο» προσευχῆς ἤ μέσο συγκέντρωσης τοῦ νοῦ, περιλαμβάνει δέ τά οὐσιώδη
στοιχεῖα κάθε αὐθεντικῆς προσευχῆς: τήν ὁμολογία ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Θεός
(«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ»), τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός Του, τήν ὁμολογία τῆς ἁμαρτωλότητος
τοῦ προσευχομένου καί τήν ἀναζήτηση τοῦ θείου ἐλέους («ἐλέησόν με»). Κοινό
στοιχεῖο ὅλων αὐτῶν τῶν προσευχητικῶν φράσεων εἶναι τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ,
ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ: «νοερά προσευχή» εἶναι ἡ συνεχής ἐπίκληση
τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, ἡ δέ δύναμή της ἔγκειται ἀκριβῶς στή μυστική δύναμη
αὐτοῦ τοῦ ὀνόματος. Ὄντως, μετά τήν Ἀνάσταση, τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἔγινε
«θαυμαστόν καί ἔνδοξον καί φοβερόν τοῖς ὑπεναντίοις» (φόβητρο γιά τούς
δαίμονες, Ἀκολουθία ἁγ. Βαπτίσματος), δηλ. συνέβη ὅ,τι περίπου καί μέ τόν
Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Ἔκτοτε, ὅποιος τό ἐπικαλεῖται, κατανικᾶ τούς ἀοράτους ἐχθρούς
του: «Ἰησοῦ ὀνόματι μάστιζε πολεμίους. Οὐ γάρ ἐστιν ἐν τῷ οὐρανῷ καί ἐν τῇ γῇ ἰσχυρότερον
ὅπλον» (Κλῖμαξ). Ἡ δύναμη τοῦ ὀνόματος καί ἡ σωτηριώδης ἐπίκλησή του
μαρτυροῦνται ἤδη στήν Καινή Διαθήκη: «πᾶς ὅς ἄν ἐπικαλέσηται τό ὄνομα Κυρίου σωθήσεται»
(Πράξ. 2,21, Ρωμ. 10,13), ἀλλοῦ δέ ὡς Χριστιανοί νοοῦνται «οἱ ἐπικαλούμενοι τό
ὄνομα Κυρίου» (Πράξ. 9,14, Α' Κορ. 1,2 κ.ἄ). Τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, κατά τόν ἀπ.
Παῦλο, εἶναι τό «ὄνομα τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα», ἀφοῦ «ἐν τῷ ὀνόματι ᾿Ιησοῦ πᾶν γόνυ
κάμψῃ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων, καί πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται
ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός» (Φιλιπ. 2, 10-11). Ἡ δύναμη τοῦ
ὀνόματος ἐκπηγάζει βέβαια, ἀπό τό ἴδιο τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό Ὁποῖο
εἶναι ἡ μοναδική πηγή καί αἰτία τῆς σωτηρίας μας, ἀφοῦ «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ
οὐδενί ἡ σωτηρία· οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν
ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. 4,12).
Οἱ ρίζες τῆς «νοερᾶς προσευχῆς»: Ὑπάρχει ἡ ἄποψη ὅτι ἡ
«νοερά προσευχή» εἶναι γιά φαινόμενο ἄγνωστο στήν Καινή Διαθήκη, πού γεννήθηκε
ἐντός τοῦ Μοναχισμοῦ, ἐξελίχθηκε καί ἐμφανίζεται πλήρως διαμορφωμένο μεταξύ τῶν
ἡσυχαστῶν τοῦ 14ου αἰ. Ἀντίθετα, οἱ διδάσκαλοι τῆς «νοερᾶς προσευχῆς», τονίζουν
τίς βιβλικές ρίζες της, οἱ ὁποῖες ἀνάγονται ἀκόμη καί στήν Παλαιά Διαθήκη.
Ἔτσι, τό χωρίο τοῦ Ἄσματος «Ἐγώ καθεύδω καί ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ» (5,2), ἑρμηνεύτηκε
ὡς ἀναφερόμενο στήν κατά τή διάρκεια τοῦ ὕπνου αὐτενεργοῦσα προσευχή, ὁ δέ
στάση προσευχῆς τοῦ προφ. Ἠλία («ἔκυψεν ἐπί τῆν γῆν καί ἔθηκε τό πρόσωπον αὐτοῦ
ἀνά μέσον τῶν γονάτων αὐτοῦ» (Γ' Βασ. 18,42) ταυτίστηκε μέ τή στάση τῶν ἀσκητῶν
τῆς «νοερᾶς προσευχῆς». Στήν Καινή Διαθήκη ἡ «νοερά προσευχή» εἶναι πλέον σαφέστατα
γνωστή. Εἰδικότερα, ὁ ἀπ. Παῦλος γνωρίζει σαφῶς: α) Τήν κατάσταση τοῦ προσευχομένου
ἐντός τοῦ ἀνθρώπου Ἁγ. Πνεύματος, τήν ὁποία, μάλιστα, ταυτίζει μέ τήν ἐνεργό
θεία υἱοθεσία: «῞Οτι δέ ἐστε υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τό Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ
εἰς τάς καρδίας ὑμῶν, κρᾶζον· ἀββᾶ ὁ πατήρ. Ὥστε οὐκέτι εἶ δοῦλος, ἀλλ' υἱός·
εἰ δέ υἱός, καί κληρονόμος Θεοῦ διά Χριστοῦ» (Γαλ. 4, 6-7). «῞Οσοι γάρ Πνεύματι
Θεοῦ ἄγονται, οὗτοί εἰσιν υἱοί Θεοῦ. Οὐ γάρ ἐλάβετε Πνεῦμα δουλείας πάλιν εἰς
φόβον, ἀλλ᾿ ἐλάβετε Πνεῦμα υἱοθεσίας, ἐν ᾧ κράζομεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ. Αὐτό τό
Πνεῦμα συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἡμῶν ὅτι ἐσμέν τέκνα Θεοῦ» (Ρωμ. 8,14-16). «Τό
Πνεῦμα συναντιλαμβάνεται ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν· τό γάρ τί προσευξόμεθα καθό δεῖ
οὐκ οἴδαμεν, ἀλλ᾿ αὐτό τό Πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει ὑπέρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις·
ὁ δέ ἐρευνῶν τάς καρδίας οἶδε τί τό φρόνημα τοῦ Πνεύματος, ὅτι κατά Θεόν
ἐντυγχάνει ὑπέρ ἁγίων» (Ρωμ. 8, 26-27). β) Τίς «ἐν τῇ καρδίᾳ» λαλούμενες προσευχές.
Μάλιστα, γνωρίζει πολλά εἴδη «νοερᾶς προσευχῆς», ὅπως «ψαλμοί», «ὕμνοι», «ὡδές πνευματικές»,
«γλῶσσες», «γένη γλωσσῶν», καθώς καί τήν προσευχή «ἀββᾶ ὁ Πατήρ»: «Πληροῦσθε ἐν
Πνεύματι, λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καί ὕμνοις καί ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες
καί ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ» (Ἐφεσ. 5, 18-19). «Διδάσκοντες καί νουθετοῦντες
ἑαυτούς ψαλμοῖς καί ὕμνοις καί ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ἐν χάριτι ᾄδοντες ἐν τῇ
καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ» (Κολ. 3, 16). γ) Τήν ἀνθρωπολογική διάκριση μεταξύ
προσευχομένου «λόγου» καί προσευχομένου «νοῦ», μέ τή διαφορά ὅτι ὁ ὅρος
«πνεῦμα» (ἀνθρώπινο) στόν ἀπ. Παῦλο ταυτίζεται μέ τόν «νοῦ», ὁ δἐ ὅρος «νοῦς»
ταυτίζεται μέ τόν «λόγο»: «Ἐάν γάρ προσεύχωμαι γλώσσῃ, τό πνεῦμά μου
προσεύχεται, ὁ δέ νοῦς μου ἄκαρπός ἐστιν. Τί οὖν ἐστιν; προσεύξομαι τῷ πνεύματι,
προσεύξομαι δέ καί τῷ νοΐ· ψαλῶ τῷ πνεύματι, ψαλῶ δέ καί τῷ νοΐ. Ἐπεί ἐάν
εὐλογῇς ἐν πνεύματι, ὁ ἀναπληρῶν τόν τόπον τοῦ ἰδιώτου πῶς ἐρεῖ τό Ἀμήν ἐπί τῇ
σῇ εὐχαριστίᾳ, ἐπειδή τί λέγεις οὐκ οἶδεν; (Α' Κορ. 14, 14-16). Ἡ Πατερική
Παράδοση μαρτυρεῖ ὁμοφώνως περί «νοερᾶς προσευχῆς»: «Μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἤ
ἀναπνευστέον» (ἅγ. Γρηγόριος Θεολόγος, 328-390 μ.Χ.). «Βοᾶτε ἀπό πρωΐ ἕως ἑσπέρας,
εἰ δυνατόν, καί ὅλην τήν νύκτα, τό, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον
ἡμᾶς· καί βιάσασθε τόν νοῦν ὑμῶν εἰς τοῦτο τό ἔργον ἕως θανάτου» (ἅγ. Χρυσόστομος,
350-407). «Ἰησοῦ ὀνόματι μάστιζε πολεμίους. Οὐ γάρ ἐστιν ἐν τῷ οὐρανῷ καί ἐν τῇ
γῇ ἰσχυρότερον ὅπλον» (ἅγ. Ἰωάννης Σιναΐτης, 525-595). «Ἀδιαλείπτως τοίνυν παράμεινον
τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ἵνα καταπίῃ ἡ καρδίᾳ τόν Κύριον, καί ὁ Κύριος τήν
καρδίαν καί γένηται τά δύο εἰς ἕν» (ἅγ. Κάλλιστος καί Ἰγνάτιος Ξανθόπουλοι, 14ος
αἰ.). Γνωστοί διδάσκαλοι τῆς «νοερᾶς προσευχῆς εἶναι οἱ ἅγ. Γρηγόριος Σιναΐτης
(1255-1364), ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς (1296-1359) κ.ἄ., καθώς καί σύγχρονοι Γέροντες,
ὅπως οἱ Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής (1898-1959), Χαράλαμπος Διονυσιάτης (1910-2001) κ.ἄ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου