Διάγραμμα – Περίληψη
Θέματος Θ' τοῦ Θεολογικοῦ Προγράμματος «Ὀρθοδοξία καί Ζωή»
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου ΙΓ', ἔτους 2018-2019.
Ἀπό τή «λογική» στή «νοερά προσευχή»: Ἡ ἡσυχία (εἰδικότερα,
ἡ «νοερά ἡσυχία»), ὡς προϋπόθεση τῆς αὐθεντικῆς προσευχῆς. Ἐξωτερική καί
ἐσωτερική ἡσυχία: ἡ ἡσυχία, ὡς «τόπος» καί ὡς «τρόπος». Οἱ ἐκφράσεις «καθαρά
προσευχή», «λογική προσευχή», «νοερά προσευχή» καί «καρδιακή προσευχή». Ἡ πρώτη
ἀναφέρεται στήν ἀπερίσπαστη προσευχή, στήν κατάσταση κατά τήν ὁποία ὁ προσευχόμενος
παραμένει συγκεντρωμένος στούς λόγους (περιεχόμενο) τῆς προσευχῆς. Οἱ ὑπόλοιπες
ἀναφέρονται στό ὄργανο, μέσῳ τοῦ ὁποίου προσευχόμεθα («λόγος», «νοῦς» ἤ
«καρδία»). Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση διακρίνει μεταξύ «λογικῆς» καί «νοερᾶς»
προσευχῆς ἤ λατρείας, θεωρώντας τήν πρώτη προϋπόθεση τῆς δεύτερης καί τή
δεύτερη ὑπέρβαση τῆς πρώτης. Ὅμως, γιά νά κατανοηθοῦν τά παραπάνω, πρέπει νά
κατανοηθεῖ πρῶτα τό τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί σέ τί διακρίνεται.
Οἱ ἀνθρωπολογικές προϋποθέσεις τῆς νοερᾶς προσευχῆς: Ἡ διάκριση τῶν ὅρων
«λόγος», «νοῦς» καί «καρδία» στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Ἡ διαίρεση τοῦ ἀνθρώπου σέ
σῶμα καί ψυχή. Ἡ διαίρεση τῆς ψυχῆς σέ νόηση, βούληση καί συναίσθημα
(«λογιστικόν, «θυμοειδές» καί «ἐπιθυμητικόν»). Τό «λογικόν» (νόηση) καί τό
«ἄλογον» (βούληση καί συναίσθημα) μέρος τῆς ψυχῆς. Ἡ Πατερική διάκριση τοῦ
«λογικοῦ» μέρους (νοήσεως) σέ «νοῦ» καί «λόγο». Ὁ «νοῦς», ὡς «μέρος
καθαρώτατον» καί ὡς «ὀφθαλμός» τῆς ψυχῆς. Ἡ «ὀπτική» λειτουργία τοῦ «νοῦ», σέ
ἀντίθεση μέ τή «συλλογιστική» λειτουργία τοῦ «λόγου». Ἡ ἐνέργεια τῶν δυνάμεων
τῆς ψυχῆς μέσω σωματικῶν ὀργάνων: ἡ ἐνέργεια τοῦ «λόγου» μέσω τοῦ ἐγκεφάλου καί
τοῦ «νοῦ» μέσω τῆς «καρδίας». Ἡ ἄγνοια τῆς ὑπάρξεως τοῦ «νοῦ», λόγῳ τῆς ἀσθένειάς
τους (καί, κατ’ ἐπέκτασιν, τῆς ἀσθένειας τοῦ ὅλου ἀνθρώπου). Ἡ ἀσθένεια
(«σκοτασμός» ἤ «ἀμαύρωσις») τοῦ «νοῦ», ὡς: α) ἔξοδος ἀπό τόν φυσικό του χῶρο,
τήν «καρδία», καί λειτουργία του στόν ἐγκέφαλο, β) ταύτιση τῆς λειτουργία τοῦ
«νοῦ» μέ αὐτήν τοῦ «λόγου» (ὁ «νοῦς» παύει πλέον νά «ὁρᾶ», δηλ νά βλέπει, καί
ἀσχολεῖται ἀποκλειστικά μέ τό νά σκέπτεται, ὅπως ἀκριβῶς ὁ λόγος). Ἐναλλαγή καί
διάκριση τῶν ὅρων «νοῦς» καί «καρδία».
Ἡ ἔννοια τῆς «καρδίας» στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση: Ἡ Πατερική θεώρηση
τῆς «καρδίας» ὡς κέντρου τοῦ ὅλου ἀνθρώπου, σέ ἀντίθεση μέ τό κατά τούς
«φυσικούς» (ἐπιστήμονες) ἀνθρωπολογικό κέντρο, δηλ. τόν ἐγκέφαλο. Ἡ «καρδία»,
ὡς κέντρο «φυσικό», «ὑπερφυσικό» (κατοιτητήριο τῆς θείας Χάριτος) καί
«παραφυσικό» (ἕδρα τῶν παθῶν καί κατοικητήριο τῶν δαιμόνων). Ἡ ἄγνοια τῆς «καρδίας»
ὡς κέντρου ἀπό τόν πεπτωκότα (νοσοῦντα) ἄνθρωπο καί ἡ ἔννοια τῆς «βαθείας
καρδίας». Ἡ «καρδία», ὡς κέντρο, μεταδίδει ὅ,τι ὑπάρχει ἐντός της σέ ὁλόκληρη
τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη (ψυχή καί σῶμα). Ἡ κατά τήν πτώση ἐνοίκηση τοῦ δαίμονος
στό κέντρο τῆς «καρδίας». Ἡ κατά τό Βάπτισμα ἐνοίκηση τῆς Χάριτος στό κέντρο
αὐτό καί ἡ ἔξωθεν ἐπενέργεια τοῦ δαίμονος. Ἡ μετά τό Βάπτισμα ἐγκατάσταση τῶν
παθῶν καί ἐπανενοίκηση τῶν δαιμόνων στίς «ἐπιπολές» (στήν περιφέρεια καί ὄχι
στό κέντρο) τῆς «καρδίας» καί ἡ ἐπικάλυψη τῆς Χάριτος. Ἡ διάκριση τοῦ «κατ’
εἰκόνα» Θεοῦ πλασθέντος «νοῦ» σέ «οὐσία» καί «ἐνέργεια». Ἡ παραμονή τῆς «οὐσίας»
τοῦ «νοῦ» ἐντός τῆς «καρδίας» στόν πεπτωκότα ἄνθρωπο καί ἡ λειτουργία μόνο τῆς
«ἐνέργεια» τοῦ «νοῦ» στόν ἐγκέφαλο. Ἡ ἀρρωστημένη αὐτή λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου
ἔχει μεταξύ ἄλλων τίς ἑξῆς ἐπιπτώσεις: α) ὅλοι οἱ λογισμοί τοῦ «λόγου» γίνονται
καί λογισμοί τοῦ «νοῦ», β) οἱ λογισμοί αὐτοί, καθιστάμενοι λογισμοί τοῦ «νοῦ»,
δέν παραμένουν ἁπλοί λογισμοί, ἀλλά συνδυάζονται, συνήθως, μέ πάθη (οἱ λογισμοί
αὐτοί, οἱ συνδυασμένοι μέ πάθη, καλοῦνται «σύνθετοι λογισμοί»), γ) ἐπειδή ἡ
«οὐσία» τοῦ «νοῦ» παραμένει ἐντός τῆς «καρδίας», ὅλοι αὐτοί οἱ «σύνθετοι» (ἐμπαθεῖς)
λογισμοί κατέρχονται στήν «καρδία», ἡ ὁποία γίνεται ἕδρα τῶν παθῶν καί τῶν
ἐμπαθῶν λογισμῶν, δ) ἐπειδή τά πάθη εἶναι τά «ὀχήματα» τῶν ἀντιστοίχων
δαιμόνων, πού τά διεγείρουν, ἡ «καρδία» γίνεται, ἐπίσης, κατοικητήριο πονηρῶν δαιμόνων
(«σπήλαιον ληστῶν»!), ε) ἐπειδή ὅ,τι ὑπάρχει ἐντός τῆς «καρδίας» μεταδίδεται
στόν ὅλο ἄνθρωπο, ἀκόμη καί στό σῶμα, ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἐμπαθής καί
δαιμονοκρατούμενος. Αὐτή εἶναι ἡ διαδικασία, μέ τήν ὁποία «κοινοῦται»
(μολύνεται) ἡ «καρδία» καί νοσεῖ ὁ ὅλος ἄνθρωπος: ἡ ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπου
ἔγκειται ἀκριβῶς στόν μολυσμό τῆς «καρδίας» του: «Ἐκ γάρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται
διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι.
Ταῦτά ἐστι τά κοινοῦντα τόν ἄνθρωπον» (Ματθ. 15, 19-20). Κατά συνέπειαν, ἡ θεραπεία
τῆς νοσούσης ἀνθρώπινης προσωπικότητος ἔγκειται ἀκριβῶς στήν κάθαρση τῆς «καρδίας»,
ἡ ὁποία εἶναι μέν ἔργο τοῦ Θεοῦ (τῆς θείας Χάριτος), ἀλλά μέ τήν ἀναγκαία
συμβολή κάθε ἀνθρώπου (τοῦ ἐνδιαφερομένου): «Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ
Θεός» (Ψαλμ. 50,12). «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν
ὄψονται» (Ματθ. 5,8). Δραστικό φάρμακο γιά τήν κάθαρση τῆς «καρδίας» καί τή
θεραπεία τοῦ ὅλου ἀνθρώπου εἶναι ἡ προσευχή.
Ἀπό τή νόσο στή θεραπεία τῆς «καρδίας: Ἡ «λογική» προσευχή,
σέ συνδυασμό μέ τή «φυλακή τῶν αἰσθήσεων», συμβάλλει στό νά οἰκειοποιεῖται ὁ «νοῦς»
τούς λογισμούς τοῦ προσευχομένου «λόγου», δηλ. στό νά συμπροσεύχεται ὁ «νοῦς»
μέ τόν «λόγο». Ὡστόσο, ἡ φυσιολογική του λειτουργία «νοῦ» εἶναι τό νά
προσεύχεται ἀνεξάρτητα ἀπό τόν «λόγο». Γιά νά ἐπιτευχθεῖ αὐτό, γιά νά ἐνεργεῖ ὁ
«νοῦς» ἀνεξάρτητα, πρέπει νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό κάθε λογισμό, πρῶτα ἀπό κάθε κακό
(πονηρό, αἰσχρό ἤ βλάσφημο) λογισμό, ἀλλά στή συνέχεια καί ἀπό κάθε ἀγαθό
λογισμό, ὥστε ἔργο του νά παραμείνει ἕνας μόνο λογισμός, τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ,
ἡ προσευχή μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ («μονολόγιστη εὐχή»). Ἐπίσης, ἀπαραίτητη
προϋπόθεση εἶναι ἡ ἀπαλλαγή πρῶτα ἀπό τήν «κατ’ ἐνέργειαν» ἁμαρτία, ἔπειτα ἀπό
τήν «κατά διάνοιαν» ἁμαρτία (μέσω τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἐξομολογήσεως, τοῦ
προσωπικοῦ ἀγῶνος κ.λπ.), καί, τέλος, ἀπό τά ἴδια τά πάθη, δηλ. ἀπό τίς αἰτίες
τῶν ἁμαρτιῶν, πού παραμένουν, συνήθως ἀνενέργητα, καί μετά τήν ἀπαλλαγή ἀπό τήν
ἁμαρτία. Ἡ θεραπεία τῶν παθῶν εἶναι μιά σύνθετη διαδικασία («τέχνη τεχνῶν καί
ἐπιστήμη ἐπιστημῶν»), μέ πολλές προϋποθέσεις (μυστηριακή ζωή, ἄσκηση, καλλιέργεια
ἀρετῶν κ.ἄ.), στήν ὁποία ἔχει καθοριστική θέση ἡ προσευχή, ἀλλά δέν ἐξαρτᾶται
μόνο ἀπό τήν προσευχή. Ὅπως στήν περίπτωση τῶν «σύνθετων» (ἐμπαθῶν) λογισμῶν,
ἔτσι καί στήν περίπτωση τῆς («λογικῆς») προσευχῆς, οἱ ἱεροί λόγοι τῆς
προσευχῆς, σέ συνδυασμό μέ τήν προσελκυθεῖσα θεία Χάρη, κατέρχονται μέσῳ τοῦ
«νοῦ» στήν «καρδία» καί συμβάλλουν στή θεραπεία της ἀπό τά πάθη. Ὅταν ἡ
«καρδία» καθαρθεῖ ἀπό τά πάθη, τότε ὁ «νοῦς εἰσέρχεται (ἤ κατέρχεται) στήν
καρδία», δηλ. ἡ ἐνέργεια τοῦ «νοῦ» (ἡ «νοερά ἐνέργεια») αὐτονομεῖται ἀπό τή
«λογική ἐνέργεια», λειτουργεῖ πλέον ἀνεξάρτητα, παύει πλέον νά λειτουργεῖ στόν
ἐγκέφαλο καί ἐπιστρέφει στόν φυσικό της χῶρο, στήν «καρδία». Αὐτή ἡ ἐπιστροφή
τοῦ «νοῦ» στήν «καρδία» ταυτίζεται μέ τή θεραπεία τοῦ «νοῦ», μέ τή θεραπεία ἤ
τήν κάθαρση τῆς «καρδίας» καί, κατ’ ἐπέκτασιν μέ τήν ἀποκατάσταση τοῦ ὅλου
ἀνθρώπου στή φυσιολογική λειτουργία του. Θεραπεία τῆς «καρδίας» εἶναι ἡ
ἀπαλλαγή της ἀπό τά πάθη, δηλ. ἡ κατάσταση τήν ὁποία ἡ Πατερική Παράδοση
ἀποκαλεῖ «ἀπάθεια» (ἀπουσία παθῶν ἤ ἀποκατάσταση τῶν διεστραμμένων δυνάμεων τοῦ
ἀνθρώπου στή φυσιολογική λειτουργία τους). Θεραπεία τοῦ «νοῦ» εἶναι ἡ ἀποβολή
τοῦ «σκοτασμοῦ» ἤ τῆς «ἀμαυρώσεώς», πού προῆλθε ἀπό τήν πτώση, δηλ. ὁ
«φωτισμός» τοῦ «νοῦ», γι’ αὐτό ἡ Πατερική Παράδοση ἀποκαλεῖ τό στάδιο αὐτό τῆς
πνευματικῆς ζωῆς «φωτισμό». Κατά τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Θεός εἶναι Φῶς καί
τό «κατ’ εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, δηλ. ὁ «νοῦς», εἶναι ἐπίσης φῶς, ἀλλά
φῶς κτιστό. Θεραπεία τοῦ «νοῦ» εἶναι ἡ ἀνάκτηση τοῦ φυσικοῦ φωτός του, τό ὁποῖο
ἐσκοτίσθη μέ τήν πτώση. Στήν κατάσταση αὐτή τά νεκρωμένα ἤ ἀρρωστημένα γνωστικά
ὄργανα τοῦ ἀνθρώπου ἔχουν πλέον ἀποκατασταθεῖ καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἔτοιμος γιά
τήν ὕψιστη κατάσταση στήν ὁποία μπορεῖ νά φθάσει, δηλ. τή θεοπτία ἤ τόν ἐν
Χριστῷ δοξασμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου