ΜΕΓΑΛΗ
ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ ΚΑΙ ΙΕΡΕΥΣ*
ΠΡΩΤ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ
Ο. ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΙΑ
Σεβασμιώτατε πάτερ καί
Δέσποτα, Θεοφιλέστατε, σεβαστοί πατέρες καί ἀδελφοί,
Βρισκόμαστε ἤδη στή
δεύτερη ἑβδομάδα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τῆς πιό αὐστηρῆς καί τῆς
πιό κατανυκτικῆς, ἀλλά καί τῆς πιό πνευματικῆς, θά λέγαμε, περιόδου τοῦ
ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Μέ τήν ἀνάθεση καί μέ τήν εὐχή τοῦ Σεβασμιωτάτου
Μητροπολίτου μας, θά διατυπώσω κάποιες σκέψεις σχετικά μέ τό νόημα καί τόν
χαρακτῆρα αὐτῆς τῆς περιόδου, καθώς καί γιά τήν δέουσα στάση τοῦ Ἱερέως τῆς
Ἐκκλησίας μας κατά τήν περίοδο αὐτή. Δέν πρόκειται, βέβαια, γιά κάτι νέο καί
ἄγνωστο, ἀλλά γιά στοιχεῖα πολύ γνωστά σέ ὅλους μας, τά ὁποῖα ὅμως καλούμεθα νά
ἐνθυμηθοῦμε, νά ἀναμοχλεύσουμε, νά ἐπισημάνουμε, νά βιώσουμε καί νά ἐφαρμόσουμε
κατά τό ἐφικτό στήν προσωπική μας ζωή, ἀλλά καί στό ποιμαντικό μας ἔργο, στό
ἔργο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, στό ὁποῖο ἔχουμε κληθεῖ καί τό ὁποῖο διακονοῦμε.
* *
*
Τί εἶναι ἡ Μεγάλη
Τεσσαρακοστή; «Στάδιον ἀρετῶν», ἀπαντᾶ ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας[1]. Εἶναι μιά μακρά περίοδος προετοιμασίας γιά
τήν «ἑορτήν τῶν ἑορτῶν» καί τήν «πανήγυριν τῶν πανηγύρεων», τήν ἑορτή τῆς
Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Εἶναι μιά πορεία πρός τό ἅγιο Πάσχα. Εἶναι ἕνας μακρύς
καί ἀνηφορικός δρόμος, πού μᾶς ὁδηγεῖ στή συνάντηση μέ τόν Ἀναστάντα Κύριο τῆς
Δόξης. Στό στάδιο αὐτό ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νά μετέχουμε ἐνεργῶς, ὄχι
παρακολουθώντας ἀπό τίς κερκίδες, ἀλλά εἰσερχόμενοι στόν στίβο καί ἐμπλεκόμενοι
δυναμικά στόν «ἀόρατο πόλεμο» «πρός τάς ἀρχάς, πρός τάς ἐξουσίας, πρός τούς κοσμοκράτορας
τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου»[2]. Ὁ ἀγῶνας εἶναι, βέβαια, ἐπίπονος, γιατί οἱ
ἀρετές εἶναι συμπεπλεγμένες μέ λύπες καί θλίψεις. Κάθε ἀρετή εἶναι σταυρός, διδάσκουν
οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καί ἡ «στένωσις», δηλαδή ἡ στενοχωρία, ἡ θλίψη, εἶναι
ἡ αἰτία κάθε ἀρετῆς[3]. Ὡστόσο, ὑπάρχει
Ἐκεῖνος πού συνεχῶς ἐνισχύει καί στό τέλος στεφανώνει τούς ἀγωνιστές του.
Ὑπάρχουν καί τά πνευματικά ὅπλα, τά ὁποῖα ἔχουμε στή διάθεσή μας. Ὅπλα εἶναι οἱ
ἴδιες οἱ ἀρετές. Ὑπάρχει ἡ «πανοπλία τοῦ Σταυροῦ», τό «τεῖχος τῆς πίστεως», «ὁ
θώρακας τῆς προσευχῆς», ἡ «περικεφαλαία τῆς ἐλεημοσύνης», ἡ «μαχαίρα τῆς
νηστείας, ἥτις ἐκτέμνει ἀπό καρδίας πᾶσαν κακίαν», σύμφωνα μέ τόν γνωστό
ἐκκλησιαστικό ὕμνο[4]. Ὑπάρχει, τέλος, ἡ
ἀνάσταση καί ἡ χαρά, πού ἀκολουθοῦν πάντοτε τήν ἐν Χριστῷ σταύρωση τῶν
ἀγωνιζομένων.
Καί ὅπως ἕνα μακρύ ταξίδι
χρειάζεται κατάλληλη προετοιμασία πρίν ἀπό τήν ἔναρξή του, ἀλλά χρειάζεται καί κάποιους
σταθμούς ἀνεφοδιασμοῦ κατά τή διάρκειά του, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ Ἐκκλησία μᾶς
προετοιμάζει γιά τή μεγάλη αὐτή πορεία μέ τή λεγόμενη «προνηστήσιμη περίοδο»
τοῦ Τριωδίου, αὐτήν πού ἀρχίζει τήν Κυριακή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου, μέ
τό ἄνοιγμα τοῦ Τριωδίου, καί τελειώνει τήν Κυριακή τῆς Τυρινῆς, τήν παραμονή
τῆς μεγάλης νηστείας. Εἶναι φανερό, ὅτι οἱ Ἀκολουθίες καί οἱ ἑορτές τῆς
Ἐκκλησίας μας εἶναι ὁ καλύτερος ὁδηγός, γιά νά κατανοήσουμε τό νόημα τῆς Ἁγίας
καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Μέ τήν ἔναρξη τοῦ
Τριωδίου, λοιπόν, προβάλλεται ὁ Τελώνης, ὡς παράδειγμα μετανοίας, ταπεινώσεως
καί συντριβῆς. Ἀλλά, προβάλλεται καί ὁ Φαρισαῖος, ὡς παράδειγμα πρός ἀποφυγήν,
γιατί ὁ φαρισαϊσμός εἶναι ἕνας πολύ συνηθισμένος κίνδυνος γιά κάθε πνευματικό
ἔργο. Φαρισαϊσμός εἶναι ἡ ἀντίληψη ὅτι, ἀφοῦ τηροῦμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ
ἐφαρμόζουμε τίς τυπικές διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουμε ἐξασφαλισμένη τή
σωτηρία. Μέ ἄλλα λόγια, εἶναι ἡ ἀντίληψη ὅτι δικαιούμεθα «ἐκ τῶν ἔργων» μας καί
ὄχι ἀπό τό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ ἀντίληψη ὅτι τά ἔργα μας εἶναι
ἀξιόμισθα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
Τήν Κυριακή τοῦ Ἀσώτου
προβάλλονται πάλι οἱ ἀρετές τῆς μετανοίας, τῆς ἐπιστροφῆς καί τῆς ἐλπίδος στό θεῖο
ἔλεος. Τήν Κυριακή τῶν Ἀπόκρεω ἐνθυμούμεθα τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου καί
τήν Ἔσχατη Κρίση, τήν δέ Κυριακή τῆς Τυρινῆς τήν ἔξοδο ἀπό τόν Παράδεισο καί
τόν αὐθεντικό προορισμό μας, πού εἶναι ἡ ἐπιστροφή στήν οὐράνια πατρίδα, στήν
«μένουσαν πόλιν»[5], στή Βασιλεία τοῦ
Θεοῦ.
Μέ αὐτή τήν προεργασία,
εἰσερχόμεθα στό στάδιο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, πού εἶναι κατ’ ἀρχήν περίοδος
νηστείας, νηστείας μάλιστα μεγάλης καί αὐστηρῆς. Ὁ θεσμός εἶναι, βέβαια, γνωστός
ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, μεγάλες προσωπικότητες τῆς ὁποίας, ὅπως οἱ προφῆτες
Μωυσῆς καί Ἠλίας, ὁ Τίμιος Πρόδρομος και πολλοί ἄλλοι, διακρίθηκαν ὡς μεγάλοι
νηστευτές. Ὁ Κύριος ἐξαγιάζει τή νηστεία μέ τό παράδειγμά του, ἀποσυρρόμενος
στήν ἔρημο καί νηστεύοντας αὐστηρά γιά 40 μέρες[6]. Ἀλλά, δίνει καί συγκεκριμένες ὁδηγίες γιά τό
πιά εἶναι ἡ «ἀληθής νηστεία» καί γιά τό πῶς πρέπει νά γίνεται αὐτή, γιά νά
εἶναι ἀποτελεσματική[7]. Ἀπό τούς πρώτους
χριστιανικούς αἰῶνες θεσμοθετήθηκε ἡ συγκεκριμένη νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Οἱ παλαιότεροι χριστιανοί τήν ἐφάρμοζαν μέ ἀκρίβεια. Ἀκόμη καί οἱ ἐργαζόμενοι λαϊκοί,
τηροῦσαν «ξηροφαγία», δηλαδή ἔτρωγαν μόνο ψωμί, νερό καί ἀλάτι, μία φορά τήν
ἡμέρα, μετά τήν 9η ὥρα καί σέ ὅλη τή διάρκεια αὐτῆς τῆς περιόδου, ἐκτός τῶν Σαββάτων
καί τῶν Κυριακῶν. Γενικά, ἡ νηστεία, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, ἔχει διπλή ὠφέλεια. Συμβάλλει
στήν ὑγεία τοῦ σώματος, ἀλλά πολύ περισσότερο στήν ὑγεία τῆς ψυχῆς. Μαραίνει τά
πάθη καί ἐκτέμνει τά ἁμαρτήματα, τρέφει καί καλλιεργεῖ τίς ἀρετές, εἶναι πανίσχυρο
ὅπλο κατά τοῦ διαβόλου, ἰδιαίτερα ὅταν συνδυάζεται μέ τήν προσευχή, κατά τή
διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου[8], συγκεντρώνει τόν
νοῦ, ἑνοποποιεῖ τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ταπεινώνει τό φρόνημα, ἑνώνει μέ τόν
Θεό. Εἶναι ἰδιαίτερα ἀποτελεσματική, ὅταν συνδυάζεται μέ ὅλες τίς ἀρετές, γιατί
οἱ χριστιανικές ἀρετές λειτουργοῦν ὡς συγκοινωνοῦντα δοχεῖα: ἡ μία τρέφει τήν
ἄλλη καί ἡ μία γεννᾶ τήν ἄλλη. Γι’ αὐτό, «ἀληθής νηστεία» σημαίνει «κακῶν
ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς,
ψεύδους καί ἐπιορκίας»[9] κατά τόν γνωστό ὕμνο τοῦ Τριωδίου, προερχόμενο
ἀπό κείμενο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου[10].
Εἶναι, ἐπίσης, ἡ
Μεγάλη Τεσσαρακοστή περίοδος προσευχῆς, ἐντεταμένης καί ἐκτενέστερης προσευχῆς.
Ἡ προσευχή, ὅπως γνωρίζουμε, διακρίνεται σέ κοινή, πού περιλαμβάνει τίς
Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, καί σέ προσωπική, πού γίνεται ἀπό τόν καθένα
ξεχωριστά στό «ταμεῖον» του καί «ἐν τῷ κρυπτῷ»[11]. Ἔτσι, πυκνώνουν τήν περίοδο αὐτή οἱ
Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχουν οἱ ἐπί πλέον ἱερές Ἀκολουθίες τοῦ Μεγάλου
Ἀποδείπνου, τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Θεοτόκου, τοῦ Μεγάλου Κανόνος, ἡ Θεία
Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων, ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου
κ.λπ., ἀλλά καί ἡ προσωπική προσευχή πρέπει νά ἐντείνεται.
Εἶναι, ἀκόμη, ἡ περίοδος
πού διανύουμε περίοδος μετανοίας. Ἡ μετάνοια εἶναι, βέβαια, μιά συνεχής
κατάσταση γιά τόν πιστό. Τό κήρυγμα καί ἡ προτροπή τοῦ Κυρίου[12], ἀλλά καί τοῦ Τιμίου Προδρόμου[13] καί ὅλων τῶν Ἁγίων μας, δέν εἶναι ἁπλῶς
«μετανοήσατε» (μία μόνο φορά), ἀλλά «μετανοεῖτε», δηλαδή μετανοεῖτε συνεχῶς. Καί
πρέπει συνεχῶς νά μετανοοῦμε, ἐπειδή συνεχῶς ἁμαρτάνουμε. Ὡστόσο, ἡ Μεγάλη
Τεσσαρακοστή εἶναι ὁ πιό κατάλληλος καιρός γιά τήν ἄσκηση τῆς μετανοίας. Ὅλο τό
πνευματικό κλίμα πού δημιουργεῖται, ὅλη ἡ περιρέουσα ἀτμόσφαιρα τῆς Ἐκκλησίας, συμβάλλει
στό νά αὐτοσυγκεντρωθοῦμε, νά ἐρευνήσουμε τά βάθη τῆς ψυχῆς μας, νά γνωρίσουμε
τόν πραγματικό ἑαυτό μας, νά ἀποκτήσουμε ἐπίγνωση τῶν ἁμαρτημάτων μας καί νά ἔλθουμε
σέ κατάσταση εἰλικρινοῦς μετανοίας. Αὐτή ὁλοκληρώνεται μέ τό Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως.
Ἐκεῖ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, διά τῶν ἐντεταλμένων Λειτουργῶν Του, ἐξαλείφει τά
παραπτώματά μας καί μᾶς παρέχει Χάρη καί δύναμη γιά νά συνεχίσουμε τόν ἀγώνα
μας.
Εἶναι, ἐπίσης,
περίοδος πένθους ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Πένθους γιά τά ἁμαρτήματά μας, ἀλλά καί
πένθους ἀπό τή συμμετοχή μας στό Πάθος καί στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Πένθους,
ὅμως, «κατά Θεόν» ἤ «κατά Χριστόν» μετά δακρύων μετανοίας, γιατί ὁ πιστός τοῦ
Χριστοῦ δέν «λυπεῖται ὥσπερ οἱ λοιποί οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα»[14] καί γιατί ὑπάρχει καί κοσμικό, ὑπάρχει καί
δαιμονικό πένθος, πού ὁδηγεῖ στήν ἀπογοήτευση καί στήν ἀπελπισία.
Γενικά, ἡ Μεγάλη
Τεσσαρακοστή εἶναι περίοδος καθάρσεως «ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί
πνεύματος»[15] καί ψυχοσωματικῆς καλλιέργειας διά τῶν
εὐαγγελικῶν ἀρετῶν. Εἶναι, τέλος, περίοδος συχνότερης μετοχῆς στό Ποτήριο τῆς Ζωῆς,
στό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἄν γενικότερα πρέπει νά κοινωνοῦμε τακτικά,
αὐτό πολύ περισσότερο πρέπει νά γίνεται στήν περίοδο πού διανύουμε. Οἱ
παλαιότεροι θεωροῦσαν μεγάλο τό διάστημα τῆς ἀποχῆς ἀπό τήν μιά Κυριακή στήν
ἄλλη, γι’ αὐτό θεσπίστηκε ἡ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων
Δώρων, ὥστε νά μποροῦν νά κοινωνοῦν καί στό ἐνδιάμεσο τῆς ἑβδομάδος, ὅταν δέν
τελεῖται τελεία Λειτουργία.
Ὡστόσο, ἡ μακρά πορεία
τῆς Τεσσαρακοστῆς ἔχει καί σταθμούς ἀνεφοδιασμοῦ, ἀνάπαυλας καί ἀντλήσεως νέων
δυνάμεων, ὅπως προαναφέραμε. Αὐτοί εἶναι οἱ Κυριακές καί οἱ ἑορτές, ἀλλά καί
κάποιες ἀπό τίς εἰδικότερες Ἀκολουθίες αὐτῆς τῆς περιόδου. Ἔτσι, ὁ πένθιμος
χαρακτήρας συμπλέκεται μέ τόν χαρμόσυνο καί προκύπτει ἡ κατάσταση ἐκείνη, ἡ
ὁποία στήν Πατερική Παράδοση ἀποκαλεῖται «χαρμολύπη». Τήν πρώτη Κυριακή
πανηγυρίζεται ἡ νίκη τῆς Ἐκκλησίας κατά τῶν ποικίλων αἱρέσεων καί πλανῶν καί
τονίζεται ἡ ἀναγκαιότητα τῆς ὀρθῆς πίστεως γιά τή σωτηρία. Τή δεύτερη Κυριακή, σάν
μιά ἄλλη «Κυριακή Ὀρθοδοξίας», μέ τήν προβολή τοῦ προσώπου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου
τοῦ Παλαμᾶ, τονίζεται ἡ ἀποτροπή τοῦ ἐκλατινισμοῦ, τῆς ἐκφιλοσόφησης καί τῆς
ἐκκοσμίκευσης τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Τήν τρίτη Κυριακή, στό μέσον περίπου
τῆς περιόδου, προβάλλεται καί προσκυνεῖται ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ, προκειμένου
νά ἀντλήσουμε δυνάμεις γιά τό ὑπόλοιπο τοῦ σταδίου. Τήν τέταρτη Κυριακή, μέ τήν
προβολή τοῦ προσώπου καί τοῦ ἔργου τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος τονίζεται ἡ
σταδιακή ἄνοδός μας ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό. Τήν πέμπτη Κυριακή, τῆς ὁσίας Μαρίας
τῆς Αἰγυπτίας, προβάλλεται καί πάλι ἡ ἀρετή τῆς μετανοίας, ὡς μέσο πού μπορεῖ
νά ὁδηγήσει ἀπό τά βάθη τῆς ἁμαρτίας στά ὕψη τῆς ἁγιότητος. Μέ τίς Ἀκολουθίες
τῶν Χαιρετισμῶν, τέλος, καί τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου ἐγκωμιάζεται τό πρόσωπο τῆς
Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί ἐπικαλούμεθα τίς πρεσβεῖες της, τή Χάρη της καί τή
βοήθειά της γιά νά φτάσουμε στόν προορισμό μας, στήν προσωπική μας ἀνάσταση καί
σωτηρία.
* *
*
Αὐτά εἶναι σέ πολύ
γενικές γραμμές τά χαρακτηριστικά τῆς περιόδου πού διανύουμε, τῆς Ἁγίας καί
Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ποιά εἶναι, ὅμως, ἡ δέουσα στάση τοῦ Ἱερέως αὐτή τήν
περίοδο; Ἀπό μιά ἄποψη, ἡ πνευματική ζωή, ὁ ἀνθρώπινος προορισμός, οἱ ἐντολές
τοῦ Χριστοῦ, οἱ διατάξεις τῆς Ἐκκλησίας εἶναι στοιχεῖα κοινά γιά ὅλους:
λαϊκούς, Κληρικούς καί Μοναχούς. Κατά συνέπειαν, ὁ Ἱερεύς δέν πρέπει νά κάνει
κάτι διαφορετικό ἀπ’ ὅ,τι ὀφείλουν νά κάνουν ὅλοι οἱ ἄλλοι. Ὀφείλει, ὅμως, νά
εἶναι πρωτοπόρος καί ὁδηγός σέ ὅ,τι ὀφείλουν νά κάνουν ὅλοι. Ἐπειδή ἕνας
σαρωτικός ἄνεμος ἐκκοσμίκευσης ἔχει διαβρώσει τήν καθημερινή μας ζωή καί οἱ
περισσότεροι τῶν συνανθρώπων μας ζοῦν σέ ἕνα κλίμα ἀμέλειας, ἀδιαφορίας γιά κάθε
πνευματικό ἔργο, ραθυμίας καί ἀκηδείας, ὁ Ἱερεύς ὀφείλει νά ἀναζητεῖ τρόπους νά
εἰσάγει τους πιστούς του, σ’ ἕναν ἄλλο, διαφορετικό κόσμο, στό κατανυκτικό
κλίμα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Ἕνας τέτοιος τρόπος
εἶναι ὁ λόγος. Ὅπως εἶναι γνωστό, τό κήρυγμα εἶναι οὐσιαστικό μέρος τῆς θείας
λατρείας καί δέν πρέπει νά παραμελεῖται. Βέβαια, δέν μποροῦν νά κηρύττουν ὅλοι
οἱ Ἱερεῖς. Ὑπάρχουν, ὅμως, Ἱεροκήρυκες τῆς Μητροπόλεως, Ἀρχιμανδρίτες καί ἄλλοι
Κληρικοί, οἱ ὁποῖοι περιοδεύουν, τελοῦν μέ πρόγραμμα τή Θεία Λειτουργία τῶν
Προηγιασμένων, μετέχουν σέ πανηγύρεις κ.λπ. ὅπου καί κηρύττουν. Αὐτούς πρέπει
νά τούς διευκολύνουμε στό ἔργο τους, νά κάνουμε κάποια προεργασία, νά ἐνημερώνουμε
καί νά προτρέπουμε τούς ἐνορίτες μας νά μετέχουν σέ τέτοιες ἐκδηλώσεις. Ἀλλά
καί οἱ ἴδιοι μποροῦμε νά ὀργανώνουμε παρόμοιες ἐκδηλώσεις, καλώντας ἄλλους
ὁμιλητές Κληρικούς ἤ καί λαϊκούς ἀκόμη, ὧστε νά διδάσκεται ὁ Λαός μας, ὁ ὁποῖος
εἶναι ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἀκατήχητος. Κάποιοι Ἱερεῖς συνηθίζουν, ἀντί ἄλλου
κηρύγματος, νά διαβάζουν μετά τό Εὐαγγέλιο ἤ στό Κοινωνικό γραπτό κήρυγμα ἀπό
κάποιο βιβλίο διακεκριμμένου Ἱεροκήρυκα. Νομίζω ὅτι αὐτή ἡ συνήθεια εἶναι καλή
καί πρέπει νά ἔχει μιμητές ἀπ’ ὅσους τουλάχιστον δυσκολεύονται νά κηρύττουν οἱ
ἴδιοι.
Ὡστόσο, δέν ἀρκεῖ τό
κήρυγμα. Πρέπει νά διαθέτουμε κόπο καί χρόνο, νουθετώντας «ἕνα ἕκαστον»
προσωπικά, ὅπως ἔκανε ὁ ἀπόστολος Παῦλος[16]. Ὁ λόγος στίς κατ’ ἰδίαν συναναστροφές μας ἄς
μήν ἐξαντλεῖται σέ κοσμικά θέματα, ἀλλά ἄς βρίσκουμε εὐκαιρίες, μετά διακρίσεως
βέβαια, νά ὁμιλοῦμε καί γιά τά πνευματικά, τά ἄφθαρτα καί τά αἰώνια.
Ἀλλά, καί ὁ λόγος
εἶναι κένος καί χωρίς ἀποτέλεσμα, ἄν ἀπουσιάζει τό προσωπικό παράδειγμα. Ὁ
Ἱερεύς διδάσκει λιγότερο μέ τόν λόγο του καί πολύ περισσότερο μέ τό παράδειγμά
του, μέ τή στάση του, μέ τή ζωή του. Εἶναι, λοιπόν, ἀνάγκη νά ἐφαρμόζουμε πρῶτοι
ἐμεῖς ὅσα διδάσκουμε στούς ἄλλους, νά φροντίζουμε γιά τόν προσωπικό ἁγιασμό μας,
νά ἔχουμε ἕνα στοιχειῶδες πνευματικό ἐπίπεδο, νά διαθέτουμε πνευματικά ἐφόδια
γιά νά μποροῦμε νά μεταδώσουμε κάτι. «Καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον, εἴτα καθάραι·
σοφισθῆναι καί οὕτω σοφίσαι· γενέσθαι φῶς καί φωτίσαι, ἐγγίσαι Θεῷ καί
προσαγαγεῖν ἄλλους», προτρέπουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας[17].
Πολλές φορές ἡ
συμπεριφορά μας προκαλεῖ καί σκανδαλίζει. Γιά παράδειγμα, εἶναι αὐτονόητο ὅτι
κάθε Κληρικός πρέπει νά τηρεῖ τίς νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας. Ὡστόσο, ὑπάρχουν
περιπτώσεις πού εἶναι ἀνάγκη νά καταλύσουμε τή νηστεία, εἴτε λόγῳ ἀσθενείας,
εἴτε λόγῳ ἀδυναμίας, εἴτε γιά κάποιον ἄλλο σοβαρό λόγο. Αὐτό, ὅμως, δέν πρέπει
νά γίνεται δημοσίως ἤ ἐνώπιον ἄλλων. Ἄκουσα ἕνα ἀκραῖο περιστατικό, πραγματικό
ὅμως: Ἕνα λεωφορεῖο σταμάτησε κάπου γιά φαγητό. Μεταξύ τῶν ἐπιβατῶν ἦταν καί
ἕνας Κληρικός. Ἦταν Παρασκευή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Οἱ περισσότεροι
ἔψαχναν νά βροῦν κάτι νηστήσιμο νά φᾶνε. Ὁ Κληρικός πῆγε καί πῆρε σουβλάκια! Ὁ
σκανδαλισμός ἐδῶ εἶναι τεράστιος. Ἡ ἀποφυγή του δέν συνιστᾶ ὑποκρισία. «Οὐαί τῷ
ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι’ οὗ τό σκάνδαλον ἔρχεται», λέει τό Εὐαγγέλιο[18].
Ἰδιαίτερα στό κλίμα τῆς
Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς μᾶς εἰσάγουν οἱ Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, πολύ περισσότερο
δέ οἱ εἰδικές Ἀκολουθίες αὐτῆς τῆς περιόδου. Ὅσο εἶναι ἐφικτό, οἱ Ἀκολουθίες
αὐτές πρέπει νά τελοῦνται. Προφανῶς, δέν εἶναι εὔκολο νά τελεῖται παντοῦ καί μέ
ἀκρίβεια τό Λειτουργικό Πρόγραμμα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἰδιαίτερα στά
χωριά. Λέγεται, ὅτι πολλές ἀπό τίς Ἀκολουθίες αὐτῆς τῆς περιόδου εἶναι ἄγνωστες
καί δέν μετέχει σ’ αὐτές κανένας. Ὡστόσο, πρέπει οἱ πιστοί μας νά μαθαίνουν τί
εἶναι τό Μέγα Ἀπόδειπνο, τί εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων, τί
εἶναι ὁ Μέγας Κανών κ.λπ. Ἄν αὐτές οἱ Ἀκολουθίες μπαίνουν στό πρόγραμμα τῆς
ἐνορίας, ἄν τελοῦνται σωστά καί μέ κατάνυξη, ἄν προηγεῖται καί κάποια σχετική προτροπή
καί ἐνημέρωση, σιγά - σιγά θά γίνονται περισσότερο γνωστές καί θά μετέχουν
περισσότεροι. Ἐκτός αὐτοῦ, οἱ Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἕνα εἶδος
προσευχῆς γιά ὅλους, ἀκόμη καί γιά ὅσους δέν μετέχουν σ’ αὐτές. Στίς πόλεις
παρατηρεῖται ὅτι ὁ Λαός συμμετέχει περισσότερο στίς ἀπογευματινές καί ἑσπερινές
Ἀκολουθίες, ὅπως εἶναι οἱ Χαιρετισμοί τῆς Θεοτόκου, τό Μέγα Ἀπόδειπνο, ἡ
ἑσπερινή Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων. Γιά τήν τελευταία εἰδικότερα, ὅπως
εἶναι γνωστό, ὑπάρχει ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη Πρόγραμμα τελέσεώς της στά
μεγαλύτερα χωριά. Ὡστόσο, ἄς μήν ἐπαναπαυόμεθα σ’ αὐτό τό Πρόγραμμα. Ἄς
διοργανώνουμε καί ἐμεῖς κάτι ἀνάλογο, εἴτε γιά τή Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων,
εἴτε γιά τό Μέγα Ἀπόδειπνο, εἴτε στίς ἴδιες ἐνορίες πού περιλαμβάνονται στό
Πρόγραμμα τῆς Μητροπόλεως, εἴτε στίς ὑπόλοιπες.
Εἶναι αὐτονόητο, ὅτι
οἱ Ἀκολουθίες πρέπει νά τελοῦνται σέ εὐπρεπισμένους Ναούς. Βέβαια, ἡ εὐπρέπεια
καί ἡ καθαριότητα πρέπει διαρκῶς νά χαρακτηρίζουν τούς Ναούς μας. Ὡστόσο, ἐν
ὄψει τῶν μεγάλων ἑορτῶν, ὅπως τό Πάσχα, καλό εἶναι νά γίνεται γενική
καθαριότητα τῶν Ναῶν ἐσωτερικά καί ἐξωτερικά.
Ταυτόχρονα, ἄς μήν
ἀμελεῖται καί ἡ προσωπική προσευχή. Αὐτή μπορεῖ νά περιλαμβάνει καί ἐκκλησιαστικές
Ἀκολουθίες πού τελοῦμε ἤ διαβάζουμε κατ’ οἶκον. Γενικά, ἡ προσευχή εἶναι πηγή
Χάριτος καί δυνάμεως γιά τό ἐκκλησιαστικό μας ἔργο. Διαφορετικά, ὁ Θεός μᾶς
ἐγκαταλείπει στίς ἀνθρώπινες δυνάμεις καί τότε δέν πρέπει νά περιμένουμε κανένα
ἀποτέλεσμα. Γι’ αὐτό στόν γνωστό ὕμνο πρός τήν Θεοτότο τήν παρακαλοῦμε, «μή
ἐγκαταλίπῃς με, ἀνθρωπίνῃ προστασίᾳ»[19].
Ἄν ἡ Μεγάλη
Τεσσαρακοστή εἶναι μεταξύ ἄλλων περίοδος μετανοίας καί Ἐξομολογήσεως, τότε κάθε
Ἱερεύς ὀφείλει νά εἶναι ὁδηγός τοῦ ποιμνίου του σ’ αὐτό τό μεγάλο Μυστήριο.
Ὅπως ὅλοι ἀντιλαμβανόμεθα, ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μόνο ὅσοι
ἐξομολογοῦνται. Χωρίς Ἐξομολόγηση ἀκόμη καί ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι ἀνώφελη, ἄν
ὄχι βλαπτική γιά τούς προσερχομένους[20]. Καί ἐδῶ ὑπάρχει Πρόγραμμα Ἐξομολογήσεων ἀπό
τήν Ἱερά Μητρόπολη γιά ὅλες τίς ἐνορίες καί γιά τό διάστημα πρίν ἀπό τίς
μεγάλες ἑορτές τοῦ Πάσχα, τῶν Χριστουγέννων καί τῆς Παναγίας. Πρέπει τό Πρόγραμμα
αὐτό νά τηρεῖται, ἀλλά, καί νά ὀργανώνεται καλύτερα ἡ προσέλευση στό Μυστήριο
μέ σχετική ἐνημέρωση καί προτροπή καί μέ τό ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον τῶν Ἐφημερίων.
Ὅμως, καί ἐμεῖς οἱ Κληρικοί
ὀφείλουμε περισσότερο παντός ἄλλου νά ἐξομολογούμεθα. Κάποιοι ἴσως πιστεύουν
ὅτι, ἐπειδή εἶναι Ἱερεῖς ἤ Ἀρχιερεῖς ἤ ἐπειδή ἔχουν μακροχρόνια θητεία στήν
Ἱερωσύνη, ἐκ τῆς θέσεώς τους καί ἐκ τοῦ λειτουργήματός τους εἶναι ἀπαλλαγμένοι
ἀπό τήν ὑποχρέωση νά ἐξομολογοῦνται. Ὅμως, ἐπειδή ἡ ἁμαρτία εἶναι κοινή
κατάσταση γιά ὅλους καί μᾶς συνοδεύει διά βίου, ἀπό ὅλους καί διά βίου πρέπει
νά γίνεται καί ἡ Ἐξομολόγηση, Κληρικούς καί λαϊκούς. Ὁ ἅγιος Πορφύριος, ἐκ τῶν
Ἁγίων τῆς ἐποχῆς μας, προέτρεπε χαρακτηριστικά: «Νά ἐξομολογεῖσαι τακτικά καί
καλά, γιατί ἄν δέν ἐξομολογεῖσαι, καί Πατριάρχης νά εἶσαι δέν σώζεται»! Πολλά
προβλήματα στήν ἐκκλησιαστική μας διακονία, ἀλλά καί στήν προσωπική μας ζωή,
προέρχονται ἀπό τό γεγονός ὅτι αὐτενεργοῦμε ἤ, κατά τό κοινῶς λεγόμενο,
«κάνουμε τοῦ κεφαλιοῦ μας» καί δέν ζητᾶμε γνώμη Πνευματικοῦ. Ὁ διάβολος ἔχει
τέλεια συγκροτημένα ἐπιχειρήματα γιά νά μᾶς πείσει ὅτι κάνουμε τό σωστό καί ὅτι
ἔχουμε σέ ὅλα δίκαιο, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἔχουν ἄδικο. Στά σοβαρά θέματα, βέβαια,
(προφανῶς, αὐτό δέν μπορεῖ νά γίνεται γιά λεπτομέρειες) πρέπει νά ζητᾶμε τή
γνώμη τοῦ Μητροπολίτου μας, ὄχι μόνο σέ θέματα διοικητικά, ἀλλά καί σέ θέματα
πνευματικά καί σέ θέματα προσωπικά. Αὐτός ἔχει τήν ἔσχατη πνευματική εὐθύνη.
Τέλος, ἡ προτροπή σέ
συχνή προσέλευση στή Θεία Κοινωνία, ἀφοῦ βέβαια συντρέχουν οἱ σχετικές προϋποθέσεις,
σέ πολλές ἀπό τίς ὁποῖες ἀναφερθήκαμε ἤδη, εἶναι ὑποχρέωση καί καθῆκον κάθε
Κληρικοῦ τῆς Ἐκκλησίας μας, ἰδιαίτερα κατά τήν περίοδο αὐτή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ πραγματική ἕνωσή μας μέ τόν Θεό συντελεῖται στό Μυστήριο
τῆς Θείας Εὐχαριστίας· ὅλα τά ἄλλα εἶναι οἱ προϋποθέσεις καί ἡ προεργασία γιά
νά φτάσουμε ἐκεῖ. Ὡστόσο, γιά νά γίνεται αὐτό, πρέπει νά τελεῖται ἡ Θεία
Λειτουργία, κάτι τό ὁποῖο κατά κανόνα συμβαίνει, ἁπλῶς οἱ Ἱερεῖς πού ἔχουν
διπλές ἤ πολλαπλές ἐνορίες ἄς νά ρυθμίζουν τό πρόγραμμά τους ἔτσι ὥστε σέ κάθε
ἐνορία ἀπό αὐτές νά μήν ὑπάρχουν μεγάλα διαστήματα χωρίς Θεία Λειτουργία.
Γενικά, ὁ πνευματικός
ἀγώνας κάθε Κληρικοῦ κατά τήν περρίοδο πού διανύουμε, ἀλλά καί πάντοτε, εἶναι
πρός δύο κατευθύσεις: πρῶτα πρός τόν ἑαυτό του καί ἔπειτα πρός τούς ἐνορίτες
του, πρός τό ποίμνιό του, ἀλλά καί πρός πάντα ἄνθρωπο, μέ τό ὁποῖο
συναναστέφεται, Ἔτσι προετοιμάζεται καί προετοιμάζει γιά τή μεγάλη συνάντηση μέ
τόν Ἀναστάντα Κύριο. Προετοιμάζεται καί προετοιμάζει γιά τήν προσωπική ἀνάσταση
ἑκάστου, γιά τή συνανάσταση μέ τόν Σωτῆρα Χριστό. Ἡ περίοδος πού διανύουμε
εἶναι μιά μακρά πορεία πρός αὐτό τόν προορισμό. «Ἰδού ἀναβαίνομεν εἰς
Ἱεροσόλυμα»! Ὁ Κύριος ἔρχεται «πρός τό ἑκούσιον Πάθος». «Δεῦτε οὖν καί ἡμεῖς,
κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθῶμεν αὐτῷ καί συσταυρωθῶμεν, καί νεκρωθῶμεν
δι’ αὐτόν, ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς, ἵνα καί συζήσωμεν αὐτῷ, καί ἀκούσωμεν βοῶντος
αὐτοῦ, οὐκέτι εἰς τήν ἐπίγειον Ἱερουσαλήμ, διά τό παθεῖν· ἀλλά ἀναβαίνω πρός τόν
Πατέρά μου καί Πατέρα ὑμῶν, καί Θεόν μου καί Θεόν ὑμῶν, καί συνανυψῶ ὑμᾶς εἰς τήν
ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἐν τῇ Βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν»
[21].
Εὐχηθεῖτε, Σεβασμιώτατε
πάτερ καί Δέσποτα, νά ζήσουμε κι ἐμεῖς γιά ἄλλη μιά χρονιά, ἀλλά καί πάντοτε
καί εἰς ἔτη πολλά, τά μεγάλα αὐτά καί κοσμοσωτήρια γεγονότα σύμφωνα μέ τό θέλημα
τοῦ Θεοῦ. Εὐχηθεῖτε, νά συμμετάσχουμε στό Πάθος τοῦ Κυρίου καί νά βιώσουμε τήν
προσωπική μας συνανάσταση μέ τόν Ἀναστάντα Χριστό, τόν Κύριο τῆς Δόξης.
Σεβασμιώτατε,
Θεοφιλέστατε, σεβαστοί πατέρες καί ἀδελφοί,
Καλό ὑπόλοιπο τῆς
Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί καλή Ἀνάσταση.
Πρωτ. Σωτήριος Ὀ.
Ἀθανασούλιας
11/3/2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου