γαπητοί φίλοι,

Σς καλωσορίζω στό προσωπικό μου ἱστολόγιο καί σς εχομαι καλή περιήγηση. Σ’ ατό θά βρετε κείμενα θεολογικο καί πνευματικο περιεχομένου, πως κείμενα ναφερόμενα στήν πίστη καί Παράδοση τς κκλησίας, ντιαιρετικά κείμενα, κείμενα πνευματικς οκοδομς, κείμενα ναφερόμενα σέ προβληματισμούς καί ναζητήσεις τς ποχς μας καί, γενικά, διάφορα στοιχεα πό τήν πίστη καί ζωή τς ρθόδοξης κκλησίας.

Εχομαι τά κείμενα ατά καί κάθε νάρτηση σ’ ατό τό ἱστολόγιο νά φανον χρήσιμα σέ σους νδιαφέρονται, νά προβληματίσουν θετικά, νά φυπνίσουν καί νά οκοδομήσουν πνευματικά.

ελογία καί Χάρις το Κυρίου νά εναι πάντοτε μαζί σας.

Μετά τιμς καί γάπης.

π. Σωτήριος θανασούλιας

φημέριος Μητροπολιτικο ερο Ναο γίου Βασιλείου Τριπόλεως.

Κυριακή 26 Μαρτίου 2023

«Ορθοδοξία και Ζωή» 2022-2023: Το Άγιο Πνεύμα στην Παλαιά Διαθήκη

 


Διάγραμμα – Περίληψη Θέματος ΙΣΤ΄ τοῦ Θεολογικοῦ Προγράμματος «Ὀρθοδοξία καί Ζωή» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, περιόδου ΙΖ΄, ἔτους 2022-2023. 

Εἰσαγωγικά: Ἡ οὐσία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔγκειται στήν περί Θεοῦ μαρτυρία της, ὁ δέ Θεός τῆς Π. Διαθήκης εἶναι ὁ ἴδιος ἀκριβῶς μέ Αὐτόν τῆς Καινῆς καί μέ τόν Θεό τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Δέν εἶναι ὁ ἀφηρημένος «θεός» τῶν φιλοσόφων, δηλ. μιά γενική, ἀόριστη καί χωρίς ἀντίκρυσμα ἔννοια περί Θεοῦ, οὔτε ὁ «θεός» τοῦ ἀπόλυτου μονοθεϊσμοῦ τοῦ μεταγενέστερου Ἰουδαϊσμοῦ. Ὁ Θεός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀποκαλύπτεται πλήρως στήν Πεντηκοστή, ὅταν τό Ἅγ. Πνεῦμα, ὁδήγησε τούς Μαθητές τοῦ Χριστοῦ «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν». Ὡστόσο, ἀποκαλύπτεται ἀμυδρά στήν Π. Διαθήκη καί σαφέστερα στήν Καινή. Ἀπό τά Πρόσωπα τῆς Ἁγ. Τριάδος τό πιό οἰκεῖο σέ μᾶς εἶναι τό δεύτερο, ἐπειδή αὐτό σαρκώθηκε (ἔγινε ἄνθρωπος) καί αὐτό «αὐτουργεῖ» τή θεία Οἰκονομία σέ ὅλα τά στάδιά της. Διά τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ γνωρίζουμε τόν Πατέρα, ἀλλά καί τό Ἅγ. Πνεῦμα. Στήν Π. Διαθήκη ὁ Υἱός ἐμφανίζεται ὡς Ἄγγελος τοῦ Πατρός («Ἄγγελος Κυρίου» ἤ «Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος»). Κατά πόσο, ὅμως, καί τό Ἅγ. Πνεῦμα ἐμφανίζεται καί ἐνεργεῖ στήν Π. Διαθήκη; Ἐκεῖ ὑπάρχουν πλούσιες ἀναφορές στό «Πνεῦμα Κυρίου» ἤ στό «Πνεῦμα Θεοῦ» ἤ ἁπλῶς στό «Πνεῦμα». Πῶς ἑρμηνεύονται, ὅμως, αὐτές καί τί ἀκριβῶς εἶναι τό «Πνεῦμα» κατά τήν Π. Διαθήκη; 

Ἡ ἐκκλησιαστική μαρτυρία γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα: Ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει τήν ἀλήθεια γιά τό Ἅγ. Πνεῦμα ἀπό τήν ἐμπειρία της καί, εἰδικότερα, ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων της (Ἀποστόλων καί λοιπῶν Ἁγίων). Μέ βάση τήν ἐμπειρία αὐτή ἑρμηνεύει τίς ἀναφορές τῆς Π. Διαθήκης στό «Πνεῦμα Κυρίου», ἐπειδή ἀκριβῶς οἱ ἐμπειρίες αὐτές εἶναι ὅμοιες μέ ἐκεῖνες τῶν Προφητῶν καί Δικαίων τῆς Π. Διαθήκης. Κατά τίς κοινές αὐτές ἐμπειρίες, τό Ἅγ. Πνεῦμα: α) εἶναι Πρόσωπο, πού σημαίνει ὅτι δέν μπορεῖ νά ταυτιστεῖ μέ τήν Ἐνέργεια ἤ μέ τίς Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, β) τό Πρόσωπο αὐτό εἶναι ἄκτιστο, πού σημαίνει ὅτι «συντάσσεται» καί «συναριθμεῖται» ἀναγκαστικά μέ τά ἄλλα δύο Πρόσωπα, τά ὁποῖα ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας γνωρίζει ὡς ἄκτιστα, δηλ. μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, γ) ἡ σχέση τοῦ Ἁγ. Πνεύματος μέ τά Πρόσωπα αὐτά εἶναι ἡ ἑξῆς: ἔχει τήν ὕπαρξή του ἀπό τόν Πατέρα «ἀϊδίως», ὅπως καί ὁ Υἱός, ἀλλά μέ διαφορετικό τρόπο ἀπ’ ὅ,τι ὁ Υἱός. Τίς ἐμπειρικές αὐτές ἀλήθειες ἀργότερα ἡ Ἐκκλησία τίς διατύπωσε μέ ἔννοιες (δόγματα). Ἔτσι τό Ἅγ. Πνεῦμα ἔχει τήν ἴδια ἀκριβῶς (κοινή) «φύση» ἤ «οὐσία» μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό (εἶναι «ὁμοούσιον»), ἀλλά ἀποτελεῖ ἰδιαίτερο «πρόσωπο» ἤ «ὑπόσταση». Ἐπίσης, ἔχει κοινή (ἄκτιστη) Ἐνέργεια ἤ Ἐνέργειες μέ τά ἄλλα δύο Πρόσωπα. Ὡς πρός τόν τρόπο ὑπάρξεώς του, ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποίησε τόν βιβλικό ὅρο «ἐκπόρευσις», ὡς ἀντίστοιχο τοῦ ὅρου «γέννησις» περί τοῦ Υἱοῦ, καί σπανιώτερα τόν ὅρο «προβολή» καί «πρόβλημα», ὡς ἀντίστοιχο τοῦ ὅρου «γέννημα» (μέ δύο ν) καί μέ τήν προϋπόθεση ὅτι ἡ «γέννησις» καί ἡ «ἐκπόρευσις» εἶναι ἰδιώματα «ἀΐδια» (ἐκτός χρόνου) καί «ἄρρητα» (ἀκατανόητα καί ἀνέκφραστα). Ἡ «ἐκπόρευσις» εἶναι μόνο ἀπό τόν Πατέρα, ὅπως καί ἡ «γέννησις», ἐπειδή στήν Ἁγ. Τριάδα ὑπάρχουν μόνο «κοινά» καί μόνο «ἀκοινώνητα» ἰδιώματα, γι’ αὐτό ἡ «γέννησις» καί ἡ «ἐκπόρευσις» εἶναι «ὑποστατικά ἰδιώματα» καί ὄχι «φυσικά». Ἡ «ἐκπόρευσις» εἶναι «τρόπος ὑπάρξεως» τοῦ Ἁγ. Πνεύματος «ἐκ τοῦ Πατρός» «ἀϊδίως» καί διαφέρει ἀπό τήν ἀποστολή τοῦ Ἁγ. Πνεύματος στόν κόσμο, ἡ ὁποία εἶναι ἐνέργεια «ἐν χρόνῳ» καί γίνεται «διά τοῦ Υἱοῦ» ἤ «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ».

Ἡ παραχάραξη τῆς ἀλήθειας περί Ἁγίου Πνεύματος: Ὅσοι ἐπιχείρησαν νά προσεγγίσουν τά περί τοῦ Ἁγ. Πνεύματος μέ συλλογισμούς κατέληξαν σέ αἱρέσεις καί πλάνες. Πρῶτοι Πνευματομάχοι ἦταν οἱ Ἀρειανοί, οἱ ὁποῖοι πίστευαν περί τοῦ Ἁγ. Πνεύματος ὅ,τι καί περί τοῦ Υἱοῦ, δηλ. ὅτι εἶναι κτίσμα (δημιούργημα) τοῦ Θεοῦ. Ὅταν κάποιοι ἀπ’ αὐτούς πείστηκαν ὅτι ὁ Υἱός εἶναι Θεός, «ὁμοούσιος» μέ τόν Πατέρα, δέν ἦταν πρόθυμοι νά δεχθοῦν τό ἴδιο καί γιά τό Ἅγ. Πνεῦμα. Οἱ πρῶτοι ἀποκλειστικά Πνευματομάχοι ἐμφανίστηκαν στήν περιοχή Θμούεως τῆς Αἰγύπτου καί πίστευαν ὅτι τό Ἅγ. Πνεῦμα εἶναι «πνεῦμα λειτουργικό», δηλ. εἶναι κάποιος ἀπό τούς ἀγγέλους. Τήν αἵρεση ὅτι τό Ἅγ. Πνεῦμα εἶναι κτίσμα συστηματοποίησε καί προέβαλε ὁ Μακεδόνιος Κων/πόλεως (+364). Μιά ἄλλη μερίδα αἱρετικῶν (οἱ Δυναμικοί Μοναρχιανοί) πίστευε ὅτι τό Ἅγ. Πνεῦμα εἶναι Δύναμη ἤ Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀκριβῶς οἱ σύγχρονοι αἱρετικοί «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ» πιστεύουν ὅτι τό Ἅγ. Πνεῦμα εἶναι «ἡ ἐνεργός δύναμις τοῦ Ἰεχωβᾶ». Ἄλλη μερίδα αἱρετικῶν πίστευε ὅτι δέν ὑπάρχει πραγματική διάκριση μεταξύ τῶν Προσώπων τῆς Τριάδος καί ὅτι τό Ἅγ. Πνεῦμα εἶναι μορφή ἤ «τρόπος», μέ τόν ὁποῖο ἐμφανίζεται ὁ ἕνας καί μοναδικός Θεός (Τροπικοί Μοναρχιανοί). Τούς Πνευματομάχους ἀντιμετώπισαν οἱ Πατέρες Μ. Ἀθανάσιος (295-373), Μ. Βασίλειος (330-378), Γρηγόριος Θεολόγος (328-390), Γρηγόριος Νύσσης (335-395) καί ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (Κων/πολη, 381). Οἱ Πατέρες, μέ πλῆθος χωρίων ἀπό τήν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, ἀπέδειξαν ὅτι τό Ἅγ. Πνεῦμα ἔχει τίς ἴδιες Ἐνέργειες μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό (ζωοποιεῖ, ἁγιάζει, θεοποιεῖ κ.λπ.), πού σημαίνει ὅτι ἔχει καί τήν ἴδια ἀκριβῶς «φύση» ἤ «οὐσία». Ἐπιπλέον, ἔχει χαρακτηριστικά πού δέν ἀνήκουν σέ ἀπρόσωπη ἐνέργεια, ὅπως: διδάσκει καί ὑπενθυμίζει, ἐλέγχει περί ἁμαρτίας, ὁδηγεῖ στήν ἀλήθεια, ὁμιλεῖ διά τῶν Προφητῶν, ἀπευθύνεται στούς Ἀποστόλους, δίνει ἐντολές, ὁμιλεῖ στήν Ἐκκλησία, τοποθετεῖ ἐπισκόπους, προσεύχεται, «παροργίζεται» κ.ἄ.). Τέλος, δέν συγχέεται μέ τά ἄλλα θεῖα Πρόσωπα: εἶναι «ἄλλος καί ἄλλος καί ἄλλος» καί ὄχι «ἄλλο καί ἄλλο καί ἄλλο» (ἅγ. Γρηγόριος Θεολόγος). Ἀργότερα (μέσα 6ου μ.Χ. αἰ.) ἐμφανίστηκε στή Δύση ἡ αἵρεση ὅτι τό Ἅγ. Πνεῦμα ἐκπορεύεται «καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ» («filioque»), ἡ ὁποία ἔγινε ἐπίσημη διδασκαλία τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ (καί ἀργότερα τοῦ Προτεσταντισμοῦ) καί ὑπῆρξε ἡ κυριότερη αἰτία τοῦ μεγάλου Σχίσματος μέ τή Δύση (1054).

Τό «Πνεῦμα Κυρίου» στήν Παλαιά Διαθήκη: Στήν Π. Διαθήκη τό Ἅγ. Πνεῦμα ἐμφανίζεται ἀμυδρά, ὅπως ἄλλωστε καί ὁ Υἱός. Ὅμως, ἐνῶ ὁ Υἱός «αὐτουργεῖ», τό Ἅγ. Πνεῦμα «συνεργεῖ» (δέν αὐτενεργεῖ), ὅπως σέ κάθε περίπτωση. Ἔτσι τό Ἅγ. Πνεῦμα ἐμφανίζεται καί συνεργεῖ στή Δημιουργία: «καί Πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος» (Γεν. 1,2), «Τῷ Λόγῳ τοῦ Κυρίου οἱ οὐρανοί ἐστερεώθησαν καί τῷ Πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ πᾶσα ἡ δύναμις αὐτῶν» (Ψάλμ. 32,6), «Πνεῦμα θεῖον τό ποιῆσάν με» (Ἰώβ 33,4). Εἶναι «χείρ Κυρίου», μέ τήν ὁποία δημιουργεῖται ὁ ἄνθρωπος (Ψαλμ. 118,73). Παρέχει παντοῦ τή ζωή («ζωοποιόν»). Ἀποκαλεῖται Κύριος καί Θεός (Γιαχβέ): «Κύριος ἐκ δεξιῶν σου συνέθλασεν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς αὐτοῦ βασιλεῖς» (Ψαλμ. 109,5, πρβλ. Β΄ Κορ. 3, 17-18, Β΄ Θεσ. 3,5). Ἰδιαίτερα, ὅμως, «λαλεῖ» στούς Προφῆτες, ἀλήθεια, ἡ ὁποία ἔχει συμπεριληφθεῖ στό Σύμβολο τῆς Πίστεως («τό λαλῆσαν διά Προφητῶν»), π.χ. «Ἐγώ ἐντέλλομαι ἐν Πνεύματί μου τοῖς δούλοις μου τοῖς Προφήταις» (Ζαχ. 1,6). «Κύριος ἀπέστειλέ με καί τό Πνεῦμα αὐτοῦ» (Ἡσ. 48,16). «Ἦλθεν ἐπ’ ἐμέ Πνεῦμα καί ἀνέλαβέ με» (Ἰεζ. 2,2) «Ἔπεσεν ἐπ’ ἐμέ Πνεῦμα Κυρίου καί εἶπε πρός με» (Ἰεζ 11, 5), «Ἀνέλαβέ με Πνεῦμα καί ἤγαγέ με εἰς γῆν Χαλδαίων ... ἐν ὁράσει ἐν Πνεύματι Θεοῦ» (Ἰεζ. 12,24). «Ἐγένετο ἐπ’ ἐμέ χείρ Κυρίου, καί ἐξήγαγέ με ἐν Πνεύματι Κύριος» (Ἰεζ. 37,1). Ὅλες οἱ ὁράσεις τῶν Προφητῶν εἶναι μέν ὁράσεις τοῦ Ἀσάρκου Λόγου, ἀλλά ὁράσεις διά Πνεύματος, ὅπως ἀκριβῶς καί οἱ ὁράσεις τοῦ Ἐνσάρκου Λόγου στήν Καινή Διαθήκη, π.χ. (Στέφανος) «ὑπάρχων πλήρης Πνεύματος Ἁγίου, ἀτενίσας εἰς τόν οὐρανόν εἶδε δόξαν Θεοῦ καί Ἰησοῦν ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ» (Πραξ. 7,55). «Ἐγώ Ἰωάννης ... ἐγενόμην ἐν Πνεύματι ἐν τῇ Κυριακῇ ἡμέρᾳ, καί ἤκουσα φωνήν» (Ἀποκ. 1, 9-10, πρβλ. «ἐν τῷ Φωτί σου ὀψόμεθα Φῶς»).

Τό Ἅγιο Πνεῦμα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας: Ἡ παρουσία τοῦ Ἁγ. Πνεύματος εἶναι ἐντονότερη ἐντός τῆς Ἐκκλησίας μετά τήν Πεντηκοστή. Ὡστόσο, καί ἔκτοτε τό Ἅγ. Πνεῦμα δέν «αὐτουργεῖ», ἀλλά «συνεργεῖ» στό ἔργο τῆς διά τοῦ Χριστοῦ Οἰκονομίας. Δέν ὑπάρχει ἰδιαίτερη «Οἰκονομία τοῦ Ἁγ. Πνεύματος»! Ἔτσι, ἡ σύλληψη τοῦ Κυρίου ἔγινε «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου». Τό Ἅγ. Πνεῦμα εἶναι συνεχῶς παρόν στό ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Τά θαύματα γίνονται μέ τή «συνέργεια» τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, ὅπως καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Στούς ἁγίους Ἀποστόλους δέν ἐπεδήμησε ἡ Οὐσία ἤ ἡ Ὑπόστασις, ἀλλά ἡ Χάρις καί ἡ Ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος. Τό Ἅγ. Πνεῦμα ἐνεργοποιεῖ τά ἀντικειμενικῶς δεδομένα σωστικά ἀποτελέσματα τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ σέ κάθε πιστό ἤ κατά τόν ἀπ. Παῦλο «μορφώνει» τόν Χριστό ἐντός μας (Γαλ. 4,19). Εἰδικότερα, τό Ἅγ. Πνεῦμα ἐνεργεῖ στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας (Θ. Εὐχαριστία, Βάπτισμα κ.λπ.) καί τά «τελειοῖ», παρέχει τήν Ἱερωσύνη («Ἱερέας τελειοῖ»), παρέχει σοφία «ἄνωθεν», ἀναδεικνύει Θεολόγους, «ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας»! Ἐπιπλέον, στή διαδικασία τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ἐνεργεῖ στήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί στήν «κάθαρση» ἀπό τά πάθη καί στόν ἁγιασμό, ἐπιτελεῖ τά διάφορα εἴδη τῆς νοερᾶς προσευχῆς («αὐτό τό Πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει ὑπέρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις», Ρωμ. 8, 26) καί, τέλος, προκαλεῖ τίς θεοπτικές ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου