γαπητοί φίλοι,

Σς καλωσορίζω στό προσωπικό μου ἱστολόγιο καί σς εχομαι καλή περιήγηση. Σ’ ατό θά βρετε κείμενα θεολογικο καί πνευματικο περιεχομένου, πως κείμενα ναφερόμενα στήν πίστη καί Παράδοση τς κκλησίας, ντιαιρετικά κείμενα, κείμενα πνευματικς οκοδομς, κείμενα ναφερόμενα σέ προβληματισμούς καί ναζητήσεις τς ποχς μας καί, γενικά, διάφορα στοιχεα πό τήν πίστη καί ζωή τς ρθόδοξης κκλησίας.

Εχομαι τά κείμενα ατά καί κάθε νάρτηση σ’ ατό τό ἱστολόγιο νά φανον χρήσιμα σέ σους νδιαφέρονται, νά προβληματίσουν θετικά, νά φυπνίσουν καί νά οκοδομήσουν πνευματικά.

ελογία καί Χάρις το Κυρίου νά εναι πάντοτε μαζί σας.

Μετά τιμς καί γάπης.

π. Σωτήριος θανασούλιας

φημέριος Μητροπολιτικο ερο Ναο γίου Βασιλείου Τριπόλεως.

Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2018

Θέσεις περί Πρωτείου Πατριαρχείου Μόσχας (26/12/2013)


ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ
ΜΟΣΧΑΣ ΚΑΙ ΠΑΣΩΝ ΤΩΝ ΡΩΣΙΩΝ

«ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΜΟΣΧΑΣ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ»

25-26 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2013

Πολλάκις ἀνέκυπτε τό θέμα πρωτείου σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο ἐντός τῆς Ἐκκλησίας κατά τή διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς Διεθνοῦς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας μέ ἀπόφαση τῆς 27ης Μαρτίου 2007 ἀνέθεσε τήν ἐξέταση τοῦ θέματος στή Συνοδική Θεολογική Ἐπιτροπή προκειμένου νά ἐκπονηθεῖ ἡ ἐπίσημη θέση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας (Πρακτικά Νο 26). Ἐν τῷ μεταξύ στή συνεδρία τῆς 13ης Ὀκτωβρίου 2007 τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς στή Ραβέννα, ἀπουσίᾳ τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας καί ἄνευ γνώμης αὐτῆς, υἱοθετήθη κείμενο ὑπό τόν τίτλο «Ἐκκλησιολογικαί καί κανονικαί συνέπειαι τῆς μυστηριακῆς φύσεως τῆς Ἐκκλησίας». Ἀφοῦ ἐξέτασε τό κείμενο τῆς Ραβέννας, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας δέν ἀπεδέχθη τό μέρος ἐκεῖνο, ὅπου γίνεται λόγος περί συνοδικότητας καί πρωτείου ἐπί τοῦ παγκοσμίου ἐπιπέδου ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Ἐφόσον τό κείμενο τῆς Ραβέννας διακρίνει μεταξύ τριῶν ἐπιπέδων ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως, δηλονότι τοῦ τοπικοῦ, τοῦ ἐπαρχιακοῦ καί τοῦ παγκοσμίου, ἡ ὡς κάτω θέση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας περί πρωτείου ἐπί τοῦ παγκοσμίου ἐπιπέδου ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ἐξετάζει τό θέμα αὐτό ἐπίσης σέ τρία ἐπίπεδα.

1. Στήν Ἁγία του Χριστοῦ Ἐκκλησία τό πρωτεῖο κατά πάντα ἀνήκει στήν Κεφαλή τῆς τόν Κύριο καί Σωτῆρα ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, Υἱό τοῦ Θεοῦ καί Υἱό τοῦ Ἀνθρώπου. Κατά τόν Ἅγιον Ἀπόστολο Παῦλο, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ἐστίν ἡ κεφαλή τοῦ σώματος, τῆς ἐκκλησίας· ὅς ἐστιν ἀρχή, πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν, ἵνα γένηται ἐν πᾶσιν αὐτὸς πρωτεύων (Κολ. 1,18).
Κατά τήν ἀποστολική διδασκαλία, ὁ Θεός τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ πατήρ τῆς δόξης, ἐγείρας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν, ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καί ἐξουσίας καί δυνάμεως καί κυριότητος καί παντός ὀνόματος ὀνομαζομένου οὐ μόνον ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλά καί ἐν τῷ μέλλοντι…καί αὐτόν ἔδωκε κεφαλήν ὑπέρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ (Ἐφ. 1, 17-23).
Ἡ Ἐκκλησία, οὖσα ἐπί τῆς γῆς, δέν εἶναι μόνο ἡ κοινωνία τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων, ἀλλά καί ὁ Θεανθρώπινος ὀργανισμός: Ὑμεῖς δέ ἐστέ σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρουςς (Α΄ Κορ. 12,27).
Συνεπῶς, οἱ ποικίλες μορφές τοῦ πρωτείου στήν Ἐκκλησία ἐν τῇ ἱστορικῇ της πορεία σέ αὐτό τόν κόσμο, εἶναι ἐπουσιώδεις σέ σχέση μέ τό αἰώνιο πρωτεῖο τοῦ Χριστοῦ ὡς Κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας, διά τοῦ Ὁποίου ὁ Θεός Πατήρ ἀποκαταλλάσσει τά πάντα εἰς αὐτόν, εἰρηνοποιών δι’ αὐτοῦ εἴτε τά ἐπί τῆς γῆς εἴτε τά ἐν τοῖς οὐρανοῖς (Κολ. 1,20). Τό πρωτεῖο στήν Ἐκκλησία πρέπει νά εἶναι κυρίως διακονία καταλλαγῆς, ἀποβλέπουσα στή διασφάλιση τῆς ἁρμονίας, συμφώνως πρός τόν Ἀπόστολο, ὁ ὁποῖος καλεῖ τηρεῖν τήν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης (Ἐφ. 4,3).
2. Τό πρωτεῖο ὅπως καί ἡ συνοδικότητα, στήν ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀπό τίς θεμελιώδεις ἀρχές τῆς δομῆς της. Σέ διάφορα ἐπίπεδα τῆς ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας τό ἱστορικῶς διαμορφωθέν πρωτεῖο ἔχει διαφορετική φύση καί διαφορετικές πηγές. Αὐτά τά ἐπίπεδα εἶναι: (1) ἡ ἐπισκοπή, (2) ἡ Αὐτοκέφαλος Τοπική Ἐκκλησία καί (3) ἡ ἀνά τήν Οἰκουμένη Ἐκκλησία.
(1) Σέ ἐπίπεδο τῆς ἐπισκοπῆς τό πρωτεῖο ἀνήκει στόν Ἐπίσκοπο. Τό πρωτεῖο τοῦ Ἐπισκόπου στήν ἰδίαν αὐτοῦ ἐπισκοπή ἔχει σταθερά θεολογικά καί κανονικά ἐρείσματα, τά ὁποῖα ἀνάγονται στήν ἐποχή τῆς πρωτοχριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Συμφώνως πρός τή διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἔθετο τούς Ἐπισκόπους ποιμαίνειν τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ ἥν περιεποιήσατο διά τοῦ ἰδίου αἵματος (Πράξ. 20,28). Ἡ διά τῆς χειροτονίας[1] μεταδιδόμενη ἀποστολική διαδοχή ἀποτελεῖ πηγή πρωτείου τοῦ Ἐπισκόπου στήν ἰδίαν αὐτοῦ Ἐπισκοπή.
Τό ἐπισκοπικό λειτούργημα εἶναι τό ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας:
«Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐν τῷ Ἐπισκόπῳ καί ὅποιος δέν εἶναι μεθ’ Ἐπισκόπου εὑρίσκεται ἐκτός Ἐκκλησίας» (ἱερομάρ. Κυπριανοῦ Καρθαγένης[2]). Ὁ ἱερομάρτυς Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος παρομοιάζει τό πρωτεῖο τοῦ Ἐπισκόπου ἐν τῇ Ἐπισκοπῇ αὐτοῦ μέ τήν ἡγεμονία τοῦ Θεοῦ: «Παραινῶ, ἐν ὁμονοίᾳ θεοῦ σπουδάζετε πάντα πράσσειν, προκαθημένου τοῦ ἐπισκόπου εἰς τόπον θεοῦ καὶ τῶν πρεσβυτέρων εἰς τόπον συνεδρίου τῶν ἀποστόλων, καὶ τῶν διακόνων τῶν ἐμοὶ γλυκυτάτων πεπιστευμένων διακονίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὃς πρὸ αἰώνων παρὰ πατρὶ ἦν καὶ ἐν τέλει ἐφάνη» (Πρός Μαγνησιεῖς, ΣΤ΄).
Ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ αὐτοῦ περιοχῇ ὁ Ἐπίσκοπος κατέχει τήν πληρότητα τῆς μυστηριακῆς, τῆς διοικητικῆς καί τῆς διδακτικῆς αὐθεντίας. Διδάσκει ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος: «Μηδείς χωρίς τοῦ ἐπισκόπου τι πρασσέτω τῶν ἀνηκόντων εἰς τήν ἐκκλησίαν. Ἐκείνη βεβαία εὐχαριστία ἡγείσθω, ἡ ὑπὸ ἐπίσκοπον οὖσα ἢ ᾧ ἂν αὐτός ἐπιτρέψῃ…οὐκ ἐξόν ἐστιν χωρίς τοῦ ἐπισκόπου οὔτε βαπτίζειν οὔτε ἀγάπην ποιεῖν· ἀλλ’ ὃ ἂν ἐκεῖνος δοκιμάσῃ, τοῦτο καὶ τῷ θεῷ εὐάρεστον, ἵνα ἀσφαλές ᾖ καὶ βέβαιον πᾶν ὃ πράσσετε» (Πρός Σμυρναίους Η΄).
Ἐν τῇ Εὐχαριστίᾳ μέ τόν πλέον ἔντονο τρόπο φανεροῦται ἡ μυστηριακή αὐθεντία τοῦ Ἐπισκόπου. Ἐν τῇ τελέσει αὐτῆς ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι εἰκών τοῦ Χριστοῦ, ἐκπροσωπῶν μέν τήν Ἐκκλησία τῶν πιστῶν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, καί εὐλογῶν δέ τούς πιστούς καί ἀνατρέφων αὐτούς δι’ ἀληθινοῦ πνευματικοῦ βρώματος καί πόματος τοῦ Μυστηρίου τῆς Εὐχαριστίας. Ὡς κεφαλή τῆς ἐπισκοπῆς του ὁ Ἐπίσκοπος προΐσταται τοῦ συλλειτούργου, χειροτονεῖ καί διορίζει κληρικούς σέ ἐκκλησιαστκές ἐνορίες, παρέχων ἄδεια διά τήν τέλεση τῆς Εὐχαριστίας καί λοιπῶν Μυστηρίων καί ἱεροπραξιῶν.
Ἡ διοικητική αὐθεντία τοῦ Ἐπισκόπου ἐκδηλοῦται στήν ὑποταγή σέ αὐτόν τῶν κληρικῶν, τῶν μοναχῶν καί τῶν λαϊκῶν τῆς ἐπισκοπῆς, τῶν ἐνοριῶν καί τῶν Ἱερῶν Μονῶν (ἐκτός σταυροπηγιακῶν) καθώς καί τῶν διαφόρων ἱδρυμάτων τῆς ἐπισκοπῆς (ἐκπαιδευτικῶν, φιλανθρωπικῶν κλπ.). Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐκδικάζει ὑποθέσεις ἐκκλησιαστικῶν παραβάσεων. Οἱ Ἀποστολικοί Κανόνες ἀναφέρουν: «Πάντων τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ὁ ἐπίσκοπος ἐχέτω τήν φροντίδα, καί διοικείτω αὐτά» (Κανών ΛΗ΄), «Οἱ πρεσβύτεροι, καὶ οἱ διάκονοι, ἄνευ γνώμης τοῦ ἐπισκόπου μηδέν ἐπιτελείτωσαν· αὐτός γάρ ἐστίν ὁ πεπιστευμένος τόν λαόν τοῦ Κυρίου, καί τόν ὑπέρ τῶν ψυχῶν αὐτῶν λόγον ἀπαιτηθησόμενος» (Κανών ΛΘ΄).
(2) Σέ ἐπίπεδο τῆς Τοπικῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τό πρωτεῖο ἀνήκει στόν Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος ἐκλέγεται Προκαθήμενος τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας ὑπό τῆς Συνόδου τῶν Ἐπισκόπων αὐτῆς[3]. Συνεπῶς, ἡ ἐκλογή ὑπό τῆς ἐχούσης τήν πληρότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐθεντίας Συνελεύσεως (ἤ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου) τοῦ πρώτου Ἐπισκόπου ἀποτελεῖ πηγή πρωτείου σέ ἐπίπεδο τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας. Τό πρωτεῖο αὐτό ἔχει σταθερά κανονικά ἐρείσματα, τά ὁποῖα ἀνάγονται στήν ἐποχή τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Ἡ αὐθεντία τοῦ Προκαθημένου σέ μία Τοπική Αὐτοκέφαλο Ἐκκλησία διαφέρει ἀπό τήν αὐθεντία τοῦ Ἐπισκόπου στήν ἐκκλησιαστική του περιοχή: πρόκειται γιά τήν αὐθεντία τοῦ πρώτου μεταξύ ἴσων Ἐπισκόπων. Ἀσκεῖ τή διακονία τοῦ πρώτου συμφώνως πρός τήν κοινή κανονική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράζεται στόν ΛΔ΄ Ἀποστολικό Κανόνα: «Τούς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρή τόν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καί ἠγεῖσθαι αὐτόν ὡς κεφαλήν, καί μηδέν τι πράττειν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης· ἐκεῖνα δέ μόνα πράττειν ἕκαστον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ ἐπιβάλλει, καί ταῖς ὑπ’ αὐτήν χώραις. Ἀλλά μηδέ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οὕτω γάρ ὁμόνοια ἔσται, καί δοξασθήσεται ὁ θεός, διά Κυρίου, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι· ὁ Πατήρ, καί ὁ Υἱός, καί τό ἅγιον Πνεῦμα».
Οἱ ἁρμοδιότητες τοῦ Προκαθημένου τῆς Τοπικῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας καθορίζονται ἀπό τή Συνέλευση (Σύνοδο) καί κατοχυρώνονται στόν Καταστατικό Χάρτη. Ὁ Προκαθήμενος τῆς Τοπικῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας εἶναι Πρόεδρος τῆς Συνελεύσεως (ἤ τῆς Συνόδου) αὐτῆς. Τοιουτοτρόπως ὁ Προκαθήμενος ἐν τῇ Τοπικῇ Αὐτοκεφάλῳ Ἐκκλησίᾳ δέν ἔχει τή μονοπρόσωπη ἐξουσία, ἀλλά τή διοικεῖ συνοδικῶς σέ συνεργασία μέ τούς ὑπόλοιπους Ἐπισκόπους[4].
(3) Σέ ἐπίπεδό της Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινότητας τῶν κατά τόπους Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, διά τῆς κοινῆς ὁμολογίας πίστεως ἑνωμένων ἐν μίᾳ οἰκογενείᾳ καί τελούντων ἐν τῇ μυστηριακῇ μετ’ ἀλλήλων κοινωνίᾳ, τό πρωτεῖο καθορίζεται συμφώνως πρός τήν παράδοση τῶν Ἱερῶν Διπτύχων καί εἶναι πρωτεῖο τιμῆς. Ἡ παράδοση αὐτή ἀνάγεται στούς κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων (Γ΄ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς, ΚΗ΄ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς καί ΛΣΤ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς) καί ἐπιβεβαιοῦται κατά τή διάρκεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας ἀπό τίς πράξεις τῶν Συνόδων τῶν ἐπιμέρους Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καθώς καί ἀπό τή λειτουργική πράξη τῆς μνημονεύσεως τῶν Προκαθημένων τῶν λοιπῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν ἀπό τόν Προκαθήμενο ἑκάστης Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας συμφώνως πρός τήν κατάταξη τῶν στά Ἱερά Δίπτυχα.
Ἄλλαζε ἡ κατάταξη αὐτή κατά τή διάρκεια τῆς ἱστορίας. Τήν πρώτη χιλιετία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας τό πρωτεῖο τιμῆς ἀνῆκε στό θρόνο τῆς Ρώμης[5]. Μετά τή διακοπή τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας μεταξύ Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως τό δεύτερο ἥμισύ του ΙΑ΄ αἰῶνος τά πρωτεῖα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία περιῆλθαν στόν ἑπόμενο κατά σειρά Ἱερῶν Διπτύχων θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἔκτοτε ἕως και σήμερα τα πρωτεῖα τιμῆς σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀνήκουν στόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ὡς πρῶτο μεταξύ ἴσων Προκαθημένων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Σέ ἐπίπεδο τῆς ἀνά τήν Οἰκουμένη Ἐκκλησίας εἶναι ἡ παγιωθεῖσα στά Ἱερά Δίπτυχα καί ἀναγνωρισμένη ὑφ’ ὅλων τῶν κατά τόπους Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν κανονική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὁποία ἀποτελεῖ πηγή πρωτείου τιμῆς. Τό περιεχόμενο τοῦ πρωτείου τιμῆς σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο δέν καθορίζεται ἀπό τούς κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν ἤ Τοπικῶν Συνόδων. Οἱ κανόνες ἐπί τῶν ὁποίων στηρίζονται τά Ἱερά Δίπτυχα, δέν παρέχουν σέ πρῶτο (ὁ ὁποῖος τήν ἐποχή τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἦταν ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης) κάποιες ἐξουσιαστικές ἁρμοδιότητες ἐντός πλαισίων τῆς καθόλου Ἐκκλησίας[6].
Οἱ ἐκκλησιολογικές ἀλλοιώσεις, διά τῶν ὁποίων στόν πρῶτο ἐπί τοῦ παγκοσμίου ἐπιπέδου ἀποδίδονται διοικητικές λειτουργίες, χαρακτηριστικές του πρώτου σέ ὑπόλοιπα ἐπίπεδα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀργανώσεως, στήν πολεμική φιλολογία τῆς δευτέρας χιλιετίας ἀπέκτησαν τήν ὀνομασία τοῦ «Παπισμοῦ».
3. Ἐπειδή εἶναι διαφορετική ἡ φύση τοῦ πρωτείου σέ διάφορα ἐπίπεδα τῆς ἐκκλησιαστικῆς δομῆς (σέ τοπικό, σέ ἐπαρχιακό καί σέ παγκόσμιο), δέν ταυτίζονται οἱ λειτουργίες τοῦ πρώτου σέ διάφορα ἐπίπεδα καί εἶναι ἀδύνατο νά μεταφερθοῦν ἀπό ἕνα ἐπίπεδο σέ ἄλλο.
Ἡ μεταφορά τῶν λειτουργιῶν τοῦ πρώτου ἀπό τό ἐπίπεδο ἐπισκοπῆς σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο, ἐπί τῆς οὐσίας σημαίνει τήν ἀναγνώριση ἑνός ἰδιαίτερου εἴδους λειτουργήματος, δηλονότι ἐκείνου τοῦ «Παγκοσμίου Ἀρχιερέως», ὁ ὁποῖος κατέχει τήν πληρότητα τῆς διδακτικῆς καί διοικητικῆς αὐθεντίας στήν ἀνά τήν Οἰκουμενική Ἐκκλησία.
Ἡ ἀναγνώριση τοιαύτη διά τῆς καταργήσεως τῆς μυστηριακῆς ἰσότητος τῶν Ἐπισκόπων, συνεπάγεται τήν ἐμφάνιση μίας δικαιοδοσίας τοῦ Παγκοσμίου Πρωθιεράρχου, τήν ὁποία οὔτε οἱ ἱεροί κανόνες ἀναφέρουν, ἀλλά οὔτε ἡ ἁγιοπατερική Παράδοση, καί ἡ ὁποία ὡς ἀποτέλεσμα ἔχει τήν ἐλάττωση ἤ ἀκόμα τήν ἄρση τοῦ αὐτοκεφάλου τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν.
Μέ τή σειρά τῆς διά τῆς ἐπεκτάσεως σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο[7] αὐτοῦ τοῦ πρωτείου, τό ὁποῖο εἶναι χαρακτηριστικό του Προκαθημένου μίας Αὐτοκεφάλου τοπικῆς Ἐκκλησίας (συμφώνως πρός τόν ΛΔ΄ Ἀποστολικό Κανόνα), στόν πρῶτο ἐν τῇ ἀνά τήν Οἰκουμένη Ἐκκλησίᾳ θά παρέχονταν εἰδικές ἁρμοδιότητες ἀνεξαρτήτως τῆς ἐξασφαλίσεως ἐπί τούτῳ συγκαταθέσεως τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Τοιαύτη ἡ μεταφορά τῆς κατανόησης τῆς φύσεως τοῦ πρωτείου ἀπό τό ἐπαρχιακό σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο θά ἤθελε καί τή σχετική μεταφορά τῆς διαδικασίας ἐκλογῆς τοῦ πρώτου Ἐπισκόπου σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο, πρᾶγμα τό ὁποῖο θά συνεπάγετο τήν καταπάτηση τοῦ δικαιώματος τῆς πρωτόθρονης Αὐτοκεφάλου τοπικῆς Ἐκκλησίας ὅπως ἐκλέγει ἐλευθέρως τόν Προκαθήμενό της.
4. Ὁ Κύριος καί Σωτήρ ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός προειδοποιοῦσε τούς μαθητές του κατά τῆς φιλαρχίας (πρβλ. Ματθ. 20, 25-28). Ἡ Ἐκκλησία ἦταν πάντα ἀντίθετη στίς ἀλλοιωμένες ἀντιλήψεις περί πρωτείου, οἱ ὁποῖες ἀπό τήν ἀρχαιότητα διείσδυαν στήν ἐκκλησιαστική ζωή[8]. Στούς ὅρους τῶν Συνόδων καί τά ἁγιοπατερικά κείμενα ἀποδοκιμάζονταν οἱ καταχρήσεις ἐξουσίας[9].
Οἱ πρῶτοι ὡς πρός τήν τιμήν στήν ἀνά τήν Οἰκουμένη Ἐκκλησία Ἐπίσκοποι Ρώμης, ἀπό ἀπόψεως τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς, πάντα ἦταν Πατριάρχες τῆς Δύσεως, δηλονότι Προκαθήμενοι τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Δύσεως. Καίτοι ἀπό τήν πρώτη ἤδη χιλιετία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας στή Δύση ἄρχισε νά διαμορφούται τό δόγμα περί εἰδικῆς, θείας προελεύσεως, διδακτικῆς καί διοικητικῆς αὐθεντίας τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης, ἡ ὁποία ἐπεκτεινόταν ἐφ’ ὅλης της ἀνά τήν Οἰκουμένη Ἐκκλησίας.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπέρριψε τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης περί τοῦ παπικοῦ πρωτείου καί τῆς θείας προελεύσεως αὐθεντίας τοῦ πρώτου ἀνά τήν Οἰκουμένη Ἐκκλησία Ἐπισκόπου. Οἱ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι πάντα ἐπέμειναν στό ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἦταν μία ἀπό τίς κατά τόπους Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες καί δέν εἶχε δικαίωμα ἐπεκτάσεως τῆς δικαιοδοσίας της ἐπί τῶν ἐδαφῶν τῶν λοιπῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν. Ἐπίσης θεωροῦσαν ὅτι τό πρωτεῖο τιμῆς τῶν Ἐπισκόπων Ρώμης εἶναι ἕνας ἀνθρώπινος καί ὄχι θεϊκός θεσμός[10].
Κατά τή διάρκεια ὅλης της δευτέρας χιλιετίας ἕως καί τίς ἡμέρες μας ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διατηροῦσε ἐκείνη τή διοικητική δομή, ἡ ὁποία ἦταν χαρακτηριστική της Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας τῆς πρώτης χιλιετίας. Ἐντός πλαισίων αὐτῆς τῆς δομῆς ἡ ἑκάστη τοπική Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία, ἐν τῇ δογματικῇ, τῇ κανονικῇ καί τῇ εὐχαριστιακῇ ἑνότητι πρός τίς λοιπές τοπικές Ἐκκλησίες οὖσα, εἶναι διοικητικά αὐτοτελής. Δέν ὑπάρχει οὔτε ὑπῆρχε ποτέ στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἕνα ἑνιαῖο διοικητικό κέντρο σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο.
Ἀντίθετα, στή Δύση ἡ ἐξέλιξη τῆς διδασκαλίας περί εἰδικῆς ἐξουσίας τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης, συμφώνως πρός τήν ὁποία ἡ ὕπατη ἐξουσία στήν ἀνά τήν Οἰκουμένη Ἐκκλησία ἀνήκει στόν Ἐπίσκοπο Ρώμης ὡς διάδοχο τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου καί ἐπί τῆς γῆς ἐπίτροπο τοῦ Χριστοῦ, ὁδήγησε στή διαμόρφωση ἑνός ἐντελῶς διαφορετικοῦ προτύπου διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας μέ ἕνα ἑνιαῖο οἰκουμενικό κέντρο τή Ρώμη[11]].
Συμφώνως πρός τά δυό διαφορετικά πρότυπα τῆς ἐκκλησιαστικῆς δομῆς, διαφορετικῶς παρουσιάζονταν καί οἱ προϋποθέσεις διά τήν ἀναγνώριση κανονικότητας μίας ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας. Ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς κανονικότητας ἡ Ρωμαιοκαθολική παράδοση θέλει τήν εὐχαριστιακή ἑνότητα τῆς α΄ ἤ τῆς β΄ ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας μετά τοῦ θρόνου τῆς Ρώμης. Στήν Ὀρθόδοξη παράδοση κανονική θεωρεῖται ἐκείνη ἡ κοινότητα, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μέρος μιᾶς τοπικῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας καί δι’ αὐτοῦ εὑρίσκεται ἐν εὐχαριστιακῇ ἑνότητι πρός τίς λοιπές κανονικές κατά τόπους Ἐκκλησίες.
Ὡς γνωστόν, οἱ προσπάθειες ἐπιβολῆς τοῦ δυτικοῦ προτύπου τῆς διοικητικῆς δομῆς στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς πάντα εὕρισκαν ἀντίσταση στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Αὐτή ἀποτυπώθηκε στά ἐκκλησιαστικά κείμενα[12] καί τήν πολεμική φιλολογία, πού στρέφονταν κατά τοῦ Παπισμοῦ καί ἀποτελοῦν μέρος τῆς Παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
5. Τό πρωτεῖο στήν ἀνά τήν Οἰκουμένη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τό ὁποῖο ἀπό τήν ἴδια τη φύση του ἀποτελεῖ πρωτεῖο τιμῆς καί ὄχι ἐξουσίας, ἔχει μεγάλη σημασία διά τήν Ὀρθόδοξη μαρτυρία στό σύγχρονο κόσμο.
Ἡ Πατριαρχική Καθέδρα τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἔχει πρωτεῖα τιμῆς ἐπί τῇ βάσει τῶν Ἱερῶν Διπτύχων, τά ὁποῖα ἀναγνωρίζονται ὑφ’ ὅλων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Τό περιεχόμενο δέ αὐτοῦ τοῦ πρωτείου καθορίζει ἡ συναίνεση τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἡ ὁποία ἐκφράζεται εἰδικῶς στίς Διορθόδοξες Διασκέψεις ἐπί τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας[13].
Ἀσκῶν τό πρωτεῖο του ὁ Προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως δύναται νά ἀναλαμβάνει πρωτοβουλίες διορθοδόξου καί διαχριστιανικῆς ἐμβελείας καί ἐπίσης ἐκ μέρους τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος νά ἀποτείνεται στόν ἔξω κόσμο, ἐξασφαλισθείσης ἐπί τούτῳ τῆς ἐξουσιοδοτήσεως ὑφ’ ὅλων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
6. Τό πρωτεῖο στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καλεῖται νά ὑπηρετεῖ τήν πνευματική ἑνότητα τῶν μελῶν της καί τή διευθέτηση τῆς ζωῆς, διότι «οὐ γάρ ἐστιν ἀκαταστασίας ὁ Θεός, ἀλλά εἰρήνης» (Α΄ Κορ. 14,33). Ἡ διακονία τοῦ πρώτου ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ξένη πρός τήν κοσμική φιλαρχία, ἔχει σκοπό τήν «οἰκοδομήν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέχρι ... οἱ πάντες ... ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ αὐξήσωμεν εἰς αὐτόν τά πάντα, ὅς ἐστιν ἡ κεφαλή, ὁ Χριστός, ἐξ οὗ πᾶν τό σῶμα…κατ’ ἐνέργειαν ἐν μέτρῳ ἑνός ἑκάστου μέρους τήν αὔξησιν τοῦ σώματος ποιεῖται εἰς οἰκοδομήν ἑαυτοῦ ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφ. 4, 12-16)

Τό κείμενο υἱοθετήθη ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας κατά τή συνεδρία τῆς 25-26 Δεκεμβρίου 2013 (Πρακτικά № 157).

ΠΗΓΗ:

ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ:
Στή θέση αὐτήΟἰκουμενική Κίνησις») ἀναρτῶνται πρός ἐνημέρωσιν τῶν ἐνδιαφερομένων ἐπίσημα κείμενα, ἀναφερόμενα στόν Διάλογο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ διάφορες Χριστιανικές Ὁμολογίες, ἀκόμη καί ἄν δέν ἐκφράζουν ἀκριβῶς ὀρθῶς τό φρόνημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.





[1] Ἡ ὁποία περιλαμβάνει τήν ἐκλογή, τήν ἐπίθεση τῶν χειρῶν καί τήν ἀποδοχή ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας.
[2] Ep. 69,8.PL 4, 406 A (στή ρωσική μετάφραση εἶναι ἡ Ἐπιστολή 54).
[3] Κατά κανόνα, ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπος προΐσταται τοῦ κυριότερου (πρώτου) θρόνου στό κανονικό ἔδαφος ἑκάστης Ἐκκλησίας.
[4] Οἱ κατά τόπους Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες εἶναι δυνατόν νά περιλαμβάνουν τίς σύνθετες ἐκκλησιαστικές ὀντότητες, λ.χ. ἐντός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας ὑπάρχουν Αὐτόνομες καί Αὐτοδιοίκητες Ἐκκλησίες, Μητροπολιτικές Περιφέρειες, Ἐξαρχάτα καί Ἱερές Μητροπόλεις. Ἑκάστη ἐξ αὐτῶν ἔχει τήν ἰδίαν μορφή τοῦ πρωτείου, ἡ ὁποία καθορίζεται ἀπό τήν Τοπική Κληρικολαϊκή Σύναξη καί ἀποτυποῦται στόν Καταστατικό Χάρτη.
[5] Περί πρωτείου τιμῆς τοῦ θρόνου τῆς Ρώμης καί τῆς δευτερείας τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁμιλεῖ ὁ Γ΄ Κανών τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Τόν μέντοι Κωνσταντινουπόλεως ἐπίσκοπον ἔχειν τά πρεσβεῖα τῆς τιμῆς μετά τόν τῆς Ρώμης ἐπίσκοπον, διά τό εἶναι αὐτήν νέαν Ρώμην». Ὁ ΚΗ΄ Κανών τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου διευκρινίζων τόν ὡς ἄνω κανόνα, ἐπικαλεῖται τήν κανονική αἰτία, ἐπί τῆς ὁποίας στηρίζονται τά πρωτεῖα τιμῆς Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως: «Κα γρ τ θρόν τς πρεσβυτέρας Ρώμης, διά τό βασιλεύειν τήν πόλιν κείνην, ο Πατέρες εκότως ποδεδώκασι τά πρεσβεα. Καί τ ατ σκοπ κινούμενοι ο κατόν πεντήκοντα θεοφιλέστατοι πίσκοποι, τά σα πρεσβεα πένειμαν τ τς Νέας Ρώμης γιωτάτῳ θρόν, ελόγως κρίναντες, τήν βασιλεί κα συγκλήτ τιμηθεσαν πόλιν, καί τν σων πολαύουσαν πρεσβείων τ πρεσβυτέρ βασιλίδι Ρώμ, κα ν τος κκλησιαστικος ς κείνην μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ’ κείνην πάρχουσαν».
[6] Ὑπάρχουν κανόνες, στούς ὁποίους στήν πολεμική φιλολογία καταφεύγουν γιά νά δικαιολογήσουν τά δικαστικά προνόμοια τοῦ πρώτου θρόνου τῆς Ρώμης: πρόκειται γιά τούς Δ΄ καί Ε΄ κανόνες τῆς ἐν Σαρδικῇ Συνόδου (343 μ.Χ.). Ἐν τῷ μεταξύ δέν ἀναφέρουν οἱ κανόνες αὐτοί ὅτι τό δικαίωμα τῆς ἕδρας τῆς Ρώμης ὅπως δέχεται προσφυγές ἰσχύει καί δι’ ὅλη τήν ἀνά τήν Οἰκουμένη Ἐκκλησία. Ἀπό τό σῶμα τῶν Ἱερῶν κανόνων γνωρίζουμε ὅτι ἀκόμα καί στή Δύση δέν ἦσαν ἀπεριόριστα τά δικαιώματα αὐτά.
Ἔτσι ἀκόμα ἡ ἐν Καρθαγένῃ Σύνοδος τοῦ 256 μ.Χ., προεδρεύοντος τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ Καρθαγένης, διατύπωσε τήν ἀκόλουθη γνώμη στίς περί πρωτείου ἀξιώσεις τῆς Ρώμης ὅσον ἀφορᾶ στίς σχέσεις μεταξύ τῶν Ἐπισκόπων: «Οὐδείς ἀπό μᾶς πρέπει νά καταστήσει τόν ἑαυτό τοῦ Ἐπίσκοπο τῶν Ἐπισκόπων, οὔτε μέ τυραννικές ἀπειλές νά καταναγκάζει τούς συναδέλφους του σέ ὑποταγή, διότι ὁ ἕκαστος Ἐπίσκοπος λόγω ἐλευθερίας καί ἐξουσίας πού ἀπολαμβάνει, ἔχει δικαίωμα ἰδίας του ἐπιλογῆς, καί οὔτε δυνατόν εἶναι νά δικάζεται ὑπό τοῦ ἄλλου, οὔτε καί ὁ ἴδιος νά δικάζει τόν ἄλλο, ἀλλά ὅλοι μας ἄς ἀναμένουμε τήν κρίση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος μόνος ἔχει τήν ἐξουσία νά μᾶς τοποθετήσει νά διοικοῦμε τήν Ἐκκλησία Του καί νά κρίνει τίς πράξεις μας» (Sententiae episcoporum, PL, 3, 1085 C; 1053-1054A).
Περί αὐτῶν ἐπίσης μιλάει ἡ Ἐπιστολή τῆς ἐν Ἀφρικῇ Συνόδου πρός Κελεστῖνον τόν πάπαν, τῆς Ρωμαίων πόλεως ἐπίσκοπον (424 μ.Χ.), τήν ὁποία περιλαμβάνουν ὅλες οἱ ἔγκυρες ἐκδόσεις τοῦ σώματος τῶν Ἱ. Κανόνων, π.χ. τό Πηδάλιον, ὡς μέρος τῶν Ἱερῶν Κανώνων τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου.
Διά τῆς Ἐπιστολῆς αὐτῆς ἡ Σύνοδος ἀπορρίπτει τό δικαίωμα τοῦ Πάπα Ρώμης ὅπως δέχεται προσφυγές κατά τῶν δικαστικῶν ἀποφάσεων τῆς ἐν Ἀφρικῇ Συνόδου Ἐπισκόπων: «κετεύομεν, να το λοιπο πρός τάς μετέρας κοάς τούς ντεθεν παραγινομένους εχερς μή προσδέχησθε, μηδέ τούς παρ’ μν ποκοινωνητέους, ες κοινωνίαν το λοιπο θελήσητε δέξασθαι...».
Ὁ ΡΕ΄ Κανών τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου περιλαμβάνει ἀπαγόρευση ἀσκήσεως προσφυγῆς στίς Ἐκκλησίες τῶν ὑπερπόντιων χωρῶν, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἐν πάσῃ περιπτώσει ὑπονοεῖ ἐπίσης καί τή Ρώμη: «στισδήποτε μή κοινωνν ν τ φρικ, ες τά περαματικά πρός τό κοινωνεν φερπύσει, τήν ζημίαν τς κληρώσεως ναδέξεται».
[7] Ὅπως τυγχάνει γνωστόν, οὐδείς κανόνας ὑπάρχει, ὁ ὁποῖος νά δικαιολογοῦσε τοιαύτη τήν πράξη.
[8] Ἤδη στούς ἀποστολικούς χρόνους στήν Ἐπιστολή του ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ἀποδοκίμασε τόν φιλοπρωτεύοντα Διοτρεφή (Γ΄ Ἰω. 1,9).
[9] Οὕτως ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ὑπερασπιζόμενη τό δικαίωμα αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου διά τοῦ Η΄ Κανόνα της θέσπισε: «ξουσι τό νεπηρέαστον καί βίαστον ο τν γίων κκλησιν, τν κατά τήν Κύπρον, προεσττες, κατά τούς κανόνας τν σίων Πατέρων, καί τήν ρχαίαν συνήθειαν, δι’ αυτν τάς χειροτονίας τν ελαβεστάτων πισκόπων ποιούμενοι· τό δέ ατό καί πί τν λλων διοικήσεων, καί τν πανταχο παρχιν παραφυλαχθήσεται· στε μηδένα τν θεοφιλεστάτων πισκόπων παρχίαν τέραν, οκ οσαν νωθεν καί ξ ρχς πό τήν ατο, γον τν πρό ατο χερα καταλαμβάνειν λλ’ ε καί τις κατέλαβε, καί φ’ ἑαυτόν πεποίηται, βιασάμενος, ταύτην ποδιδόναι· να μή τν Πατέρων ο κανόνες παραβαίνωνται, μηδέ ν ερουργίας προσχήματι, ξουσίας τύφος κοσμικς περεισδύηται, μηδέ λάθωμεν τήν λευθερίαν κατά μικρόν πολέσαντες, ν μν δωρήσατο τ δί αματι Κύριος μν ησος Χριστός, πάντων νθρώπων λευθερωτής».
[10] Ἔτσι κατά τόν ΙΓ΄ αἰῶνα ὁ Ἅγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως ἔγραφε: «Ὑπάρχουν πέντε Πατριαρχεῖα μέ καθορισμένα διά τόν καθένα ὅρια, καί ἐν τῷ μεταξύ τά τελευταῖα χρόνια ἀνάμεσά τους ἐδημιουργήθη σχίσμα, ἀρχή τῆς ὁποίας ἔθεσε μία τολμηρά χείρ, ἡ ὁποία ἐπιζητεῖ ὑπεροχή καί κυριαρχία ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός, ἐνῶ κάθε ἀξίωση πρωτείου εἶναι ἀντίθετη μέ τή διδασκαλία Του» (παρατίθεται ἀπό τό I.I.Sokolov Lektsii po istorii Greko-Vostochnoi Tserkvi, S-Pb, 2005, σέλ. 129).
Κατά τόν ΙΔ΄ αἰῶνα ὁ Νεῖλος Καβάσιλας Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης: «Δύο γάρ περ τόν πάππαν θεωρουμένων, τό τε εἶναι Ρώμης πίσκοπον…καί τι τό πρτον [ὡς πρός τήν τιμή] εἶναι τῶν ἄλλων ἐπισκόπων. Τό μέν παρά τοῦ Πέτρου ἔχει λαβών, τό εἶναι Ρώμης ἐπίσκοπος, τό δέ, παρά τῶν μακαρίων Πατέρων, καί τῶν εὐσεβῶν βασιλέων, πολλοῖς χρόνοις ὕστερον, διά τό δίκαιο εἶναι καί τά ἐκκλησιαστικά ὑπό τάξιν τελεῖν» (De primate papae, PG 149, 701 CD).
Ἀκολουθῶν τούς βυζαντινούς θεολόγους τῶν ΙΓ΄-ΙΔ΄ αἰώνων ὁ Παναγιώτατος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος δηλοῖ: «Ὅλοι ἐμεῖς, ὡς Ὀρθόδοξοι ... εἴμαστε πεπεισμένοι ὅτι κατά τήν πρώτη χιλιετία τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας, τήν ἐποχή τῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας, ἀνεγνωρίζετο τό πρωτεῖο τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης, τοῦ Πάπα. Ὅμως τό πρωτεῖο ἐκεῖνο ἦταν πρωτεῖο τιμῆς καί ἀγάπης χωρίς νά εἶναι νομική κυριαρχία ἐφ’ ὅλης της χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Μέ ἄλλα λόγια, σύμφωνα μέ τή θεολογία μας, αὐτό τό πρωτεῖο εἶναι ἀνθρώπινου χαρακτῆρος καί θεσπίσθηκε λόγῳ ἀνάγκης νά ἔχουν οἱ Ἐκκλησίες τήν κεφαλή καί τό συντονιστικό κέντρο» (ἀπόσπασμα τῆς συνεντεύξεως στά Βουλγαρικά Μέσα Μαζικῆς Ἐνημέρωσης τόν Νοέμβριο 2007).
[11] Οἱ διαφορές στήν ἐκκλησιαστική ὀργάνωση τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν παρατηροῦνται μόνο σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο, ἀλλά καί σέ ἐπαρχιακό καί σέ τοπικό.
[12] Στήν Ἐγκύκλιό τους (1848) οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ἐπικρίνουν τήν μετατροπή τοῦ ὑπό τῶν Ἐπισκόπων Ρώμης πρωτείου τιμῆς σέ κυριαρχία ἐφ’ ὅλης τῆς Οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας: «αὐτό τό πρωτεῖον… ἐξ ἀδελφικοῦ τύπου καί πρεσβείου ἱεραρχικοῦ εἰς κυριαρχικόν μεταπεπτωκός» (ἄρθ. ΙΓ΄). Ὅπως ἀναφέρει ἡ Ἐγκύκλιος, τό ἀξίωμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, «οὐ κυριαρχικόν, οὔτε μήν διαιτητικόν, ὅπερ οὐδ’ αὐτός ὁ μακάριος Πέτρος οὐδέποτε ἐκπληρώσατο, ἀλλ’ ἀδελφικόν τυγχάνει πρεσβεῖον ἐν τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ καί γέρας ἀπονεμηθέν τοῖς Πάπαις διά τό μεγαλώνυμον καί πρεσβεῖον τῆς πόλεως» (ἄρθ. ΙΓ΄).
[13] Βλ. λ.χ. τήν Ἀπόφαση τῆς Δ΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1968), π. 6,7, καί τόν Κανονισμό Λειτουργίας τῶν Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων (1986) ἀρ. 2,13.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου