Διάγραμμα – Περίληψη
Θέματος ΙΓ' τοῦ Θεολογικοῦ Προγράμματος «Ὀρθοδοξία καί Ζωή»
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου ΙΒ', ἔτους 2017-2018.
Θέωση καί «ὁμοίωσις Χριστοῦ»: Ἄν ἡ θέωση εἶναι ὁ
ἔσχατος προορισμός τοῦ ἀνθρώπου καί ἄν ἡ θέωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως
συνετελέσθη πλήρως κατά τήν ἕνωσή της μέ τή θεία καί ἄκτιστη φύση στό πρόσωπο τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ, τότε ἡ ὁδός πρός τή θέωση κάθε ἐπιμέρους ἀνθρώπου εἶναι νοητή
μόνο ὡς «ὁμοίωσις» ἤ «μίμησις» Χριστοῦ. Ὄντως, ὁ «Χριστός ἔπαθεν ὑπέρ ἡμῶν,
ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (Α' Πετρ.
2,21). Πρακτικά, ἡ θέωση συντελεῖται μέ τήν πλήρη προσαρμογή τοῦ θελήματός μας στό
θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀκριβῶς τό ἀνθρώπινο θέλημα τοῦ Χριστοῦ ἀκολουθοῦσε
πιστά, ἀλλά καί ἐλεύθερα, τό θεῖο καί πανσθενές θέλημα. Μέ ἄλλα λόγια, στόν ἄνθρωπο
ἔχει δοθεῖ μία ἰσχυρή φυσική δύναμη, ἡ ὁποία ἀπαντᾶται μέ διάφορα ὀνόματα στήν
Πατερική Παράδοση, ὅπως «θέλημα», «θέλησις», «βούλησις», «ἔφεσις», «ἐπιθυμία»,
«ἀγάπη», «ἔρως» κ.ἄ. Αὐτή στόν προπτωτικό ἄνθρωπο ἦταν στραμμένη ἐξ ὁλοκλήρου
στόν Θεό (ὅπως καί ὁ «νοῦς») καί διά τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, δηλ. ὁ προπτωτικός
ἄνθρωπος ἀγαποῦσε, ἐπιθυμοῦσε, ἤθελε κ.λπ. πρῶτα τόν Θεό καί στή συνέχεια
ἀγαποῦσε, ἐπιθυμοῦσε, ἤθελε κ.λπ. ὅλα τά κτίσματα τοῦ Θεοῦ ἀπαθῶς καί χωρίς ἐξαιρέσεις.
Στόν μεταπτωτικό ἄνθρωπο ἡ δύναμη αὐτή ἀσθενεῖ, ἡ δέ ἀσθένειά της ἔγκειται στό
ὅτι δέν στρέφεται πλέον στόν Θεό, ἀλλά στόν ἑαυτό μας καί διά τοῦ ἑαυτοῦ μας στόν
κόσμο. Στρεφομένη, ὅμως, στόν κόσμο διά τοῦ ἑαυτοῦ, δέν ἀγαπᾶ πλέον ὅλα τά κτίσματα
ἀνεξαιρέτως, ἀλλά μόνο ὅσα μᾶς ἱκανοποιοῦν, καί ἀποστρέφεται ἤ μισεῖ ὅσα δέν μᾶς
ἱκανοποιοῦν, δηλ. δημιουργεῖ μέ τόν κόσμο ἰδιοτελεῖς καί ἐμπαθεῖς σχέσεις: διακρίνει
τούς ἀνθρώπους σέ «φίλους» καί «ἐχθρούς», διακρίνει τά πράγματα σέ «καλά» καί
«κακά», ἄλλα ἀγαπᾶ καί ἄλλα μισεῖ. Ὡστόσο, οἱ ἐμπαθεῖς καί ἰδιοτελεῖς σχέσεις
εἶναι τό ἰσχυρότερο ἐμπόδιο μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Εἶναι, λοιπόν, κατανοητό γιατί,
κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου συνίσταται στήν
«κάθαρση» ἀπό τά πάθη (στήν ἀποδέσμευση ἀπό τίς ἐμπαθεῖς καί ἰδιοτελεῖς σχέσεις
μέ πρόσωπα καί πράγματα πού μᾶς περιβάλλουν), ἡ δέ μέθοδος τῆς θεραπείας εἶναι
ἡ «ἐκκοπή τοῦ ἰδίου θελήματος» (μέ σκοπό τήν προσαρμογή στό θεῖο θέλημα) καί ἡ
«ἐπιστροφή τοῦ νοῦ» ἀπό τόν κόσμο στόν ἑαυτό μας (ἡ «εἰς ἑαυτόν συστροφή») καί
ἡ ἀπό ἐκεῖ «ἄνοδός» του στόν Θεό.
Θέωση καί θεία υἱοθεσία: Ὡστόσο, ἡ «ὁμοίωσις Χριστοῦ» δέν
ταυτίζεται ἀπολύτως μέ τή θέωση. Εἶναι μᾶλλον ἡ ὁδός πρός αὐτήν ἤ ἡ προϋπόθεση
τῆς θεώσεως. Θεώση εἶναι ἡ πραγματική κοινωνία καί ἕνωση μέ τόν Χριστό, ἡ ὁποία
συντελεῖται στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας (Θ. Εὐχαριστία). Ἡ μετοχή στή Θεία
Εὐχαριστία θεώνει ὅσους ἔχουν τίς ἀπαιτούμενες προϋποθέσεις (ἄλλους καθαίρει,
ἄλλους φωτίζει καί ἄλλους θεώνει). Ὁ ἑνωμένος μέ τόν Χριστό λαμβάνει «κατά
χάριν» ἤ γίνεται «θέσει» ὅ,τι εἶναι ὁ Χριστός «φύσει» ἤ «κατά φύσιν». Ἄν ὁ
Χριστός εἶναι «φύσει» ὁ («μονογενής») Υἱός τοῦ Θεοῦ, τότε ὅποιος εἶναι ἑνωμένος
μαζί Του γίνεται «θέσει» υἱός τοῦ Θεοῦ, δηλ. τότε καί μόνο τότε λαμβάνει τό
«χάρισμα» ἤ τήν «ἐξουσίαν» τῆς υἱοθεσίας: «Ὅσοι δέ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν
τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (Ἰω. 1,12). Κατά συνέπειαν, οὔτε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι
«υἱοί Θεοῦ», οὔτε ὁ Θεός εἶναι «Πατήρ» ὅλων (καταχρηστικῶς ὀνομάζεται «πατήρ»,
ὡς Κτίστης καί Δημιουργός ὅλων), οὔτε ὅλοι μποροῦν νά Τον ἀποκαλοῦν «Πατέρα»,
ἀφοῦ πρός τοῦτο ἀπαιτεῖται «καταξίωσις», «παρρησία», «ἀκατάκριτος» διαγωγή καί
«τόλμη»: «Καί καταξίωσον ἡμᾶς, Δέσποτα, μετά παῤῥησίας ἀκατακρίτως, τολμᾶν ἐπικαλεῖσθαι
σέ τόν ἐπουράνιον Θεόν Πατέρα». Τό «χάρισμα» τῆς υἱοθεσίας δίδεται α) διά τοῦ Χριστοῦ
καί μόνο διά τοῦ Χριστοῦ καί β) «θέσει» καί ὄχι «φύσει». Κατά τήν Ὀρθόδοξη
Παράδοση, ἡ υἱοθεσία δίδεται στό ἅγιο Βάπτισμα: «ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν
ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. 3,27). Ὡστόσο τό «χάρισμα» αὐτό πρέπει
νά ἐνεργοποιηθεῖ, γιατί σέ πολλές περιπτώσεις μένει ἀνενεργό, γι’ αὐτό ἡ
Ἐκκλησία στόν «κατά Χριστόν πολιτευόμενον» διά τῶν ἱερῶν Μυστηρίων της «τό
δοθέν διά τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος ἐν Πνεύματι ἁγίῳ χάρισμα τῆς υἱοθεσίας, εἰς
φανέρωσιν ἅγει» (ἁγ. Μάξιμος). Ἔνδειξη ὅτι κάποιος ἔχει ἐνεργό τό «χάρισμα» τῆς
υἱοθεσίας εἶναι ἡ ἐνεργός παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐντός του, τουλάχιστον
διά τῆς νοερᾶς προσευχῆς: «Ὅσοι γάρ Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται, οὗτοί εἰσιν υἱοί
Θεοῦ. Οὐ γάρ ἐλάβετε Πνεῦμα δουλείας πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ’ ἐλάβετε Πνεῦμα
υἱοθεσίας, ἐν ᾧ κράζομεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ. Αὐτό τό Πνεῦμα συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι
ἡμῶν ὅτι ἐσμέν τέκνα Θεοῦ» (Ρωμ. 8,14-17). «Ὅτι δέ ἐστε υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ
Θεός τό Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τάς καρδίας ὑμῶν, κρᾶζον· ἀββᾶ ὁ πατήρ» (Γαλ.
4,6).
Ἡ θέωση, ὡς ἐν Χριστῷ δοξασμός: Ἡ θέωση, ὡς ἔσχατος
προορισμός τοῦ ἀνθρώπου, ταυτίζεται μέ τή μετοχή στήν ἄκτιστη Δόξα ἤ Ἐνέργεια
τοῦ Χριστοῦ, τήν κοινή Ἐνέργεια τῆς Ἁγίας Τριάδος, δηλ. μέ τόν ἐν Χριστῷ
δοξασμό του. Πρόκειται γιά τήν ὕψιστη κατάσταση, στήν ὁποία μπορεῖ νά φθάσει ὁ
ἄνθρωπος, ὅπου οἱ Δίκαιοι «ἐκλάμπουσιν ὡς φωστῆρες», μετέχοντας στήν «ἀπέραντον
ἡδονήν» καί στήν «ἀνέκφραστον εὐφροσύνην» τῶν καθορώντων «τό κάλλος τό ἄρρητον»
τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Στήν κατάσταση αὐτή ἡ ἀνθρώπινη φύση δέν ὑπερβαίνει
τά ὅριά της, δέν μεταβάλλεται σέ ἄλλη φύση, ἀλλά ζεῖ τήν «αἰώνιον ζωήν»,
μετέχοντας στήν ἄκτιστη Δόξα τῆς θείας φύσεως. Οὔτε τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καταστρέφεται
ἤ ἐξαφανίζεται ἤ ἰσοπεδώνεται ἤ ἐξομοιώνεται κ.λπ., ἀλλά διασώζεται ἀκέραιο,
διατηρώντας ὅλα τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά του, ἀκόμη καί τά σωματικά. Οἱ
Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας στίς ἱερές εἰκόνες, ἄν καί δέν μοιάζουν ἀπόλυτα μέ τήν
ἐπίγεια μορφή τους, ὡστόσο ἀναγνωρίζονται σαφῶς καί διακρίνονται ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου
ἀπό τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Οἱ Πατέρες χρησιμοποίησαν, μεταξύ ἄλλων,
τό παράδειγμα τῆς ἑνώσεως τοῦ πυρός καί τοῦ σιδήρου γιά νά ὁμιλήσουν περί
θεώσεως: ὁ σίδηρος μετέχει τοῦ πυρός, ἀποκτᾶ ἰδιότητές του, πυρακτώνεται,
καίει, γίνεται εὔπλαστος, γίνεται διαφορετικός, ὡστόσο παραμένει σίδηρος, ἡ δέ
φύση του δέν μεταβάλλεται σέ ἄλλη φύση. Ἐπίσης, στήν ἕνωση αὐτή μεταδίδονται
ἰδιότητες μόνο ἀπό τή μία πλευρά πρός τήν ἄλλη: ὁ σίδηρος «πυροῦται», ἀλλά τό
πῦρ δέν «σιδηροῦται». Ὁ ἐν Χριστῷ δοξασμός εἶναι κατάσταση τοῦ «μέλλοντος αἰῶνος»,
ὡστόσο ἀρχίζει, ὡς πρόγευση καί «ἀρραβών», ἀπό τόν «παρόντα αἰῶνα»: οἱ
θεοπτικές ἐμπειρίες ἀρχίζουν νά συμβαίνουν στούς θεόπτες κατά διαστήματα στήν
παροῦσα ζωή καί θά εἶναι μόνιμη κατάσταση στή μέλλουσα ζωή. Ὁ Κύριος, στή
λεγομένη «Ἀρχιερατική προσευχή» Του (Ἰω. 17, 1-26), ταύτισε τόν ἔσχατο
προορισμό τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἐν Χριστῷ δοξασμό του: «Πάτερ ... τήν δόξαν ἥν δέδωκάς
μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς ἕν, ἐγώ ἐν αὐτοῖς καί σύ ἐν ἐμοί,
ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν, ἵνα γινώσκῃ ὁ κόσμος ὅτι σύ με ἀπέστειλας καί
ἠγάπησας αὐτούς καθώς ἐμέ ἠγάπησας. Πάτερ, ὅ δέδωκάς μοι, θέλω ἵνα ὅπου εἰμί ἐγώ
κἀκεῖνοι ὦσιν μετ’ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσιν τήν δόξαν τήν ἐμήν ἥν δέδωκάς μοι, ὅτι
ἠγάπησάς με πρό καταβολῆς κόσμου» (Ἰω. 17, 22-24).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου