Η
ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ*
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί
πατέρες καί ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Μέσα στό κατανυκτικό
κλίμα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, πού διανύουμε, ἡ Ἐκκλησία μας
προβάλλει μιά ἱερή μορφή, ἀπό τήν ὁποία ἀντλοῦμε δύναμη καί Χάρη, στοιχεῖα
ἀπαραίτητα γιά τόν πνευματικό ἀγώνα αὐτῆς τῆς περιόδου, γιά τό στάδιο τῆς
νηστείας, τῆς προσευχῆς καί τῶν λοιπῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν. Τό πρόσωπο αὐτό δέν
εἶναι ἄλλο ἀπό τό πανίερο πρόσωπο τῆς Μητρός τοῦ Κυρίου μας, τῆς Ὑπεραγίας
Θεοτόκου. Ἑορτάσαμε ἤδη τή μεγάλη ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ της, τελοῦμε αὐτές τίς
μέρες τίς Ἀκολουθίες τῶν Χαιρετισμῶν καί τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, καί ἀπευθυνόμεθα
σ’ αὐτήν καθημερινά μ’ ἕνα πλῆθος ἱερῶν ὕμνων, πού εἶναι διάσπαρτοι σέ ὅλες τίς
Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας.
Καί σήμερα μᾶς
συγκεντρώνει ἐδῶ, σ’ αὐτή τήν πνευματική ἐκδήλωση, πού διοργάνωσε ἡ Βυζαντινή
Χορωδία τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Τρύφωνος Τριπόλεως, ἡ ἔκδοση ἑνός μουσικοῦ
βιβλίου. Πρόκειται γιά τό βιβλίο μέ τίτλο «Μουσικά ἀνθίσματα - Θεοτοκάριον», τό
ὁποῖο ἐκδίδει ὁ Μουσικοδιδάσκαλος καί Πρωτοψάλτης τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Τρύφωνος
τῆς πόλεώς μας κ. Βασίλειος Κοῦρος καί τό ὁποῖο περιέχει τούς Παρακλητικούς
Κανόνες καί τήν Ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Θεοτόκου. Εἶναι δέ μεγάλη τιμή
γιά μᾶς καί γιά τήν πόλη μας τό ὅτι εἶναι σήμερα μαζί μας καί ψάλλει στό δεξιό
Ἀναλόγιο τοῦ Μητροπολιτικοῦ μας Ναοῦ ὁ διακεκριμένος Πρωτοψάλτης, Ἄρχων καί
Μαΐστωρ τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου,
κ. Γρηγόριος Νταραβάνογλου, τό ὁποῖο εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν ἐδῶ παρουσία
του καί γιά τήν ὡραιότατη ἀπόδοση τῶν ὕμνων τοῦ Ἑσπερινοῦ.
Τιμώμενο πρόσωπο,
λοιπόν, καί στή σημερινή μας ἐκδήλωση ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος. Ἄς δοῦμε, ὅμως, γιατί
τιμοῦμε τόσο πολύ αὐτή τή μεγάλη μορφή, ποιά εἶναι ἡ θέση της μέσα στήν
Ἐκκλησία καί ποιά ἡ θέση της στή ζωή μας, στή ζωή κάθε Χριστιανοῦ.
Εἶναι γεγονός, ὅτι
μεγάλοι Πατέρες καί Θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας διστάζουν νά ὁμιλήσουν γιά τό
πρόσωπο τῆς Παναγίας μας. Κι αὐτό εἶναι φυσικό, γιατί εἶναι τόσο μεγάλη ἡ δόξα
της, ὥστε κανένας ἀνθρώπινος λόγος, καμμία τιμητική ἐκδήλωση, κανένα δικό μας
ἐγκώμιο, ὅσο μεγάλο κι ἄν εἶναι, δέν μπορεῖ νά τήν ἐκφράσει, μᾶλλον δέ μειώνει
τή δόξα τῆς Θεοτόκου. Ὡστόσο, μέ μεγάλη ταπείνωση καί «θαυμάζοντες τό
μυστήριον», ἀναγκαζόμεθα, ἔστω καί μέ λόγους πτωχούς, νά ὁμιλήσουμε, νά
ἐγκωμιάσουμε καί νά ἐκφράσουμε τά αἰσθήματα τῆς ψυχῆς μας, τή χαρά, τή
ἀγαλλίαση, τόν θαυμασμό, τήν εὐγνωμοσύνη, τήν εὐχαριστία, τήν τιμή.
Καταφεύγουμε, συνήθως, σέ εἰκόνες καί παραδείγματα, ἀλλά κι αὐτά φέρουν
ἔντονους τούς χαρακτῆρες τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας.
Ἄν, λοιπόν, ὁ
πνευματικός κόσμος μοιάζει μέ τό στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ, τότε ἥλιος αὐτοῦ τοῦ
νοητοῦ στερεώματος εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, σελήνη εἶναι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί
ἄστρα εἶναι ὁ χορός τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅσο διαφέρει ἡ λάμψη τῆς
σελήνης ἀπό τή λάμψη τῶν ἀστέρων, τόσο διαφέρει ἡ δόξα τῆς Θεοτόκου ἀπό τή δόξα
τῶν Ἁγίων. Ἄν στήν οὐράνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ Βασιλεύς αἰώνιος εἶναι ὁ Χριστός,
τότε Μήτηρ τοῦ Βασιλέως εἶναι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκου, ὁ ὁποία ἵσταται ἐκ δεξιῶν
Του, «ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ περιβελημένη πεποικιλμένη»[1].
Λένε οἱ Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας ὅτι ἡ Θεοτόκος κατέχει τά «δευτερεῖα τῆς Ἁγίας Τριάδος», δηλαδή τή
δεύτερη θέση μετά τήν Ἁγία Τριάδα ἀνάμεσα σέ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν, ὅτι εἶναι «ἡ
μετά Θεόν θεός»[2] (θεός, βέβαια, «κατά
χάριν») καί ὅτι εἶναι τό «μεθόριον» μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ κόσμου[3]. Λένε, ἐπίσης, ὅτι ὅλος ὁ κόσμος
δημιουργήθηκε γιά τό πρόσωπο τῆς Παναγίας καί ὅτι ἡ Θεοτόκος ὑπῆρξε καί ὑπάρχει
γιά νά σαρκωθεῖ ἀπό αὐτήν ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ[4].
Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ
θέση της μέσα στήν Ἐκκλησία καί στόν κόσμο συνδέεται ἄμεσα μέ τή θέση της στό
μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, στό «μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριον»[5], στό μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Ὅταν
τό ἀνθρώπινο γένος μετά τό τραγικό ἐκεῖνο γεγονός τῆς πτώσεως ἐξέπεσε στήν
κατάσταση τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, ὁ Θεός εἶχε ἤδη ἕνα προαιώνιο σχέδιο γιά
τή σωτηρία τοῦ κόσμου. Τό σχέδιο αὐτό εἶναι γνωστό ὡς «θεία Οἰκονομία» καί κέντρο
του εἶναι ἡ Σάρκωση τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ ἔλευση τοῦ Θεοῦ
στόν κόσμο σωματικῶς. Ὡστόσο, ἔπρεπε καί ἕνα ἀνθρώπινο πρόσωπο νά συνεργήσει ἤ
νά ὑπουργήσει σ’ αὐτό τό μυστήριο, ἕνα πρόσωπο πού θά ἐκπροσωποῦσε ὁλόκληρο τό
ἀνθρώπινο γένος, ἕνα πρόσωπο ἀπό τό ὁποῖο θά ἐνσαρκωνόταν ὁ Λόγος, πού θά
ἀποτελοῦσε «κλίμακα» ἀπό τήν ὁποία θά κατέβαινε ὁ Θεός στόν κόσμο.
Περνοῦσαν οἱ μέρες,
περνοῦσαν τά χρόνια, περνοῦσαν οἱ αἰῶνες, περνοῦσαν οἱ γενεές τῶν ἀνθρώπων καί
ὁλόκληρος ὁ κόσμος, ὁ «πορευόμενος ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου»[6], ἀνέμενε τό πρόσωπο ἐκεῖνο, διά τοῦ ὁποίου θά
ἀνέτειλε λύτρωση καί σωτηρία. Οἱ Προφῆτες τοῦ Θεοῦ, ἀχνά φῶτα μέσα στήν ἀφεγγῆ
νύκτα, ἔβλεπαν πόρρωθεν τήν «Μητέρα τοῦ Φωτός», καί τήν περιέγραψαν μέ
χαρακτηριστικές εἰκόνες καί σύμβολα: «κλῖμαξ», «ράβδος», στάμνος», «νεφέλη»,
«ἀλατόμητον ὄρος» καί πολλά ἄλλα[7].
Καί κάποτε ἄρχισαν
διαφαίνονται νά προοίμια τῆς σωτηρίας. Δυό ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, εὐλαβεῖς καί
δίκαιοι, φέρνουν στόν κόσμο τή Μητέρα τοῦ Κυρίου. Ἡ γέννησή της φυσική, ἀλλά ταυτόχρονα
θαυμαστή. Ἡ ζωή της ὁλόκληρη ταμεῖο ἀρετῶν, κανόνας καθαρότητος καί διαδοχή
θαυμαστῶν γεγονότων. Μεγαλώνει στόν Ναό τοῦ Θεοῦ, στά Ἅγια τῶν Ἁγίων, μακρυά
ἀπό κάθε προσωπική ἁμαρτία. Δέχεται τόν χαιρετισμό τοῦ Γαβριήλ στόν Εὐαγγελισμό
καί ὑποτάσσεται ταπεινά στό θεῖο θέλημα: «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά
τό ρῆμά σου»[8]. Ἀκολουθεῖ ἡ Γέννηση
τοῦ Κυρίου, γεγονός θαυμαστό καί παράδοξο, «τό πάντων καινῶν καινότατον, τό
μόνον καινόν ὑπό τόν ἥλιον»[9], κατά τούς Πατέρες. Παρακολουθεῖ, διακριτικά,
ταπεινά καί ἀθόρυβα ὅλα τά μεγάλα γεγονότα τῆς θείας Οἰκονομίας, τή Βάπτιση τοῦ
Ἰησοῦ, τά θαύματα, τή διδασκαλία, τό Πάθος. Διέρχεται ρομφαία τήν καρδία της[10], βλέποντας τόν Κύριο τῆς Δόξης καί Υἱό της
ἠγαπημένο θνήσκοντα πάνω στόν Σταυρό. Δέχεται πρώτη τό χαρμόσυνο μήνυμα τῆς
Ἀναστάσεως. Εἶναι παροῦσα στό γεγονός τῆς Ἀναλήψεως, κατά τήν Παράδοση τῆς
Ἐκκλησίας. Φεύγει ἀπό τόν παρόντα κόσμο, μέ τρόπο φυσικό μέν, ἀλλά, ἐπίσης,
θαυμαστό. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος παραλαμβάνει τήν παναγία ψυχή της καί στή συνέχεια
μεθίσταται θαυμαστῶς καί τό πανίερο σῶμα της. Καί τώρα ἵσταται ἐκ δεξιῶν τοῦ
Βασιλέως τῆς Δόξης, ὡς «τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξωτέρα ἀσυγκρίτως τῶν
Σεραφείμ», ἔχοντας δηλαδή ὑπερβεῖ σέ τίμη καί σέ δόξα, σέ ἀσύγκριτο μάλιστα
βαθμό, ἀκόμη καί τίς πιό ἔνδοξες ἀγγελικές Δυνάμεις!
|
Μητροπολτικός Ἱ. Ναός Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως 31/3/2019 |
Ἔφυγε ἀπό τόν παρόντα
κόσμο, ἀλλά μέ μιά ὑπόσχεση: ὅτι δέν θά μᾶς ἐγκαταλείψει ποτέ[11], ὅτι θά εἶναι πάντα μαζί μας, ὅτι θά ἀκούει
τίς προσευχές μας, θά μεταφέρει τά αἰτήματά μας στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ, θά δέεται
συνεχῶς γιά τή σωτηρία μας, θά εἶναι ἡ ἴασις τῶν ἀσθενούντων, ἡ ὑπεράσπισις τῶν
πτωχῶν, ἡ ἐλπίς τῶν ἀπηλπισμένων, ὁ λιμήν τῶν χειμαζομένων, ἡ βοήθεια τῶν
ἀβοηθήτων, ἡ προστασία τῶν δεομένων, πάντων τῶν Χριστιανῶν τό καταφύγιον. Ἡ
παρουσία της ζωντανή ἀνάμεσά μας. Ἐνεργεῖ καί θαυματουργεῖ, συνεχῶς καί
ἀδιαλείπτως, ἀπό ἱερές Εἰκόνες της, ἀπό Μονές, ἀπό Ναούς, ἀπό προσκυνήματα καί
ἱερούς τόπους. Οἱ πρεσβεῖες της πανίσχυρες ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί σωστικές: «Πολύ
ἰσχύει δέησις Μητρός πρός εὐμένειαν Δεσπότου»[12]. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, ψάλλουμε, «Ὑπεραγία
Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς».
Καί ὁ Ὀρθόδοξος
πιστός, πού ἔχει γευθεῖ ἤ συναισθανθεῖ τίς εὐεργεσίες τῆς Μητρός τοῦ Κυρίου μας
καί Μητρός ὅλου τοῦ κόσμου, ὅσες ἐνήργησε τότε, ἀλλά καί ὅσες ἐνεργεῖ μέχρι
σήμερα, μένει ἔκθαμβος ἐνώπιόν της, πλημυρίζει μέ χαρά καί ἀγαλλίαση καί
ἀναζητεῖ τρόπους ἀνταποδόσεως καί εὐχαριστίας. Βέβαια, αὐτό πού ζητεῖ ἡ ἴδια
ἀπό ἐμᾶς εἶναι μόνο ἡ μίμησή της, τίποτε ἄλλο. Ἐπιθυμία της σφοδρή εἶναι νά
μιμούμεθα τή ζωή της, νά καλλιεργοῦμε τίς ἀρετές της (τό πρόσωπό της εἶναι
ταμεῖο ὅλων τῶν ἀρετῶν), ὅπως ἀκριβῶς ἡ δική της ζωή ἦταν μιά διαρκής μίμησις
τοῦ Χριστοῦ καί ὑπακοή στό θεῖο θέλημα. «Γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου», εἶπε
στόν Εὐαγγελισμό. «Ἄς γίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ», ἤ μᾶλλον «ἄς γίνεται πάντα τό
θέλημα τοῦ Θεοῦ».
Ἐμεῖς, ὡστόσο, πολλές
φορές δέν ἔχουμε διάθεση νά ἀκολουθήσουμε τό θεῖο θέλημα. Πορευόμεθα «ἐν τοῖς
θελήμασι τῶν καρδιῶν ἡμῶν»[13], θέλουμε νά γίνεται πάντα τό δικό μας. Ὅμως,
αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἡ πηγή τῆς δυστυχίας μας, αὐτό εἶναι πού ἐπιφέρει τόν ζόφο,
τόν σκοτασμό καί τόν πνευματικό θάνατο. Καί τότε ἡ Θεοτόκος, οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ,
ἀλλά καί αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θλίβονται, ὅταν μᾶς βλέπουν σ’ αὐτή τήν
κατάσταση. Μίμησις, ἀντίθετα, τῆς Θεοτόκου, τῶν Ἁγίων, τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό νά
ζοῦμε κατά τό θέλημα τοῦ Κυρίου, τό νά ἀκολουθοῦμε πιστά τό θεῖο θέλημα.
Αὐτή εἶναι ἡ διά τῶν
ἔργων τιμή καί εὐχαριστία στή Θεοτόκο. Ὡστόσο, ὑπάρχει καί ἡ διά τῶν λόγων
τιμή, ἄν καί, ὅπως εἴπαμε, τά λόγια εἶναι πάντα πτωχά καί ὑστεροῦν στό νά
ἐκφράσουν τά αἰσθήματά μας. Ὅπου, ὅμως, ὁ λόγος ὑστερεῖ, ἐκεῖ τήν σκυτάλη
παραλαμβάνει ἡ τέχνη. Ἡ δέ τέχνη εἶναι μιά ἄλλη «γλώσσα», ὑποκείμενη βέβαια κι
αὐτή στήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, ἀλλά μέ εὐρύτερες δυνατότητες καί ὑπερβαίνουσα
τεχνικά σχήματα καί λογικούς περιορισμούς. Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει τή δική ὑψηλή τέχνη,
τήν ποίηση, τήν ὑμνογραφία, τή μουσική. Μέ αὐτήν ὑμνεῖ τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου.
Μέ αὐτή τήν ὕμνησαν κορυφαῖοι ἐκκλησιαστικοί μουσικοί καί ποιητές. Μέ αὐτή τήν
ὑμνοῦν καί οἱ σημερινοί μας καλλιτέχνες, ὁ κ. Νταραβάνογλου, ὁ κ. Κοῦρος, οἱ
Ἱεροψάλτες τοῦ Ναοῦ μας. Μέ αὐτήν τήν ὑμνοῦμε καί ὅλοι ἐμεῖς, οἱ μετέχοντες
στίς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας.
Εὐχηθῆτε,
Σεβασμιώτατε, ἡ Χάρις καί ἡ εὐλογία τῆς Παναγίας μας, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου,
νά παρέχεται πλουσίως καί ἀφειδῶς στούς ὑμνητές της, στούς ἐπικαλουμένους τήν
ἀρωγή καί τήν προστασία της, στούς προσφεύγοντας στίς πρεσβεῖες της, στόν ἱερό
μας Κλῆρο, στόν εὐσεβῆ Λαό, σέ ὁλόκληρο τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας.
Πρωτ. Σωτήριος Ὀ.
Ἀθανασούλιας
31/3/2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου