«ΚΑΘΡΕΠΤΗΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ»
Τό παρακάτω κείμενο προέρχεται ἀπό τό βιβλίο «Οἱ περιπέτειες ἑνός προσκυνητοῦ» (μετάφραση Παντελεήμονος Καρανικόλα Μητρ. Κορίνθου, ἔκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 1998, σ. 167-172) καί συμβάλλει στήν ἀνακάλυψη τῶν ἀρνητικῶν πλευρῶν τοῦ βαθύτερου ἑαυτοῦ μας καί, κατ’ ἐπέκταση, στήν καθαρή Ἐξομολόγηση. Ἰδιαίτερα συμβάλλει στήν ἀπαλλαγή ἀπό τήν ψευδαίσθηση ὅτι δέν μᾶς βαρύνουν μεγάλα ἁμαρτήματα καί ὅτι ὅλα στόν ἐσωτερικό μας κόσμο «πᾶνε καλά».
ΟΔΗΓΟΣ
ΓΙΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
ΠΟΥ ΟΔΗΓΕΙ ΤΟΝ ΕΣΩ ΑΝΘΡΩΠΟ ΣΕ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ
Στρέφοντας τά μάτια
μου προσεκτικά στόν ἑαυτό μου καί παρακολουθῶντας τήν πορεία τῆς ἐσωτερικῆς μου
κατάστασης, πιστοποιῶ ἀπό τήν πεῖρα μου, ὅτι α) δέν ἀγαπῶ τόν Θεό, β) δέν νιώθω
ἀγάπη γιά τόν πλησίον, γ) δέν ἔχω πραγματική πίστη καί δ) εἶμαι γεμᾶτος ἀπό
ὑπερηφάνεια καί ὑλοφροσύνη. Ὅλα αὐτά τά βρίσκω στόν ἑαυτό μου, μετά ἀπό
λεπτομερῆ ἐξέταση τῶν αἰσθημάτων μου καί τῆς συμπεριφορᾶς μου.
α) Δέν ἀγαπῶ τόν Θεό. Ἄν ἀγαποῦσα πραγματικά τόν Θεό, θά εἶχα συνεχῶς τή σκέψη μου στραμμένη σ’ Αὐτόν καί θά ἤμουν εὐτυχισμένος. Κάθε σκέψη γιά τόν Θεό θά μοῦ ἔδινε χαρά καί ἀγαλλίαση.
Ἀντίθετα, ὅμως, πολύ
συχνότερα καί πολύ εὐκολότερα σκέπτομαι διάφορα γήινα πράγματα, ἐνῶ ἡ
ἀπασχόληση τῆς σκέψης μου μέ τόν Θεό καταντᾶ γιά μένα ἐργασία ἐπίμονη καί ξηρή.
Ἄν ἀγαποῦσα τόν Θεό, ἡ συνομιλία μου μαζί Του τήν ὥρα τῆς προσευχῆς θά ἦταν ἡ
τροφή μου καί ἡ ἀπόλαυσή μου καί θά μέ ὁδηγοῦσε σέ ἀδιάκοπη ἐπικοινωνία μαζί
Του. Ὅμως, ἐντελῶς ἀντίθετα, ὄχι μόνο δέν βρίσκω εὐχαρίστηση στήν προσευχή μου,
ἀλλά χρειάζεται κάθε φορά νά καταβάλλω προσπάθεια γιά νά προσευχηθῶ. Ἀγωνίζομαι
κατά τῆς ἀπροθυμίας, μέ νικᾶ ἡ ἁμαρτωλότητά μου καί εἶμαι πάντα πρόθυμος νά
καταπιαστῶ μέ κάθε ἀνόητη σκέψη καί πρᾶγμα, ἀκόμη καί κατά τήν ὥρα τῆς
προσευχῆς· μέ γεγονότα, πού, ὅπως εἶναι φυσικό, μειώνουν τήν προσευχή καί
ἀπομακρύνουν τή σκέψη μου ἀπ’ αὐτήν. Ὁ καιρός μου περνᾶ ἀχρησιμοποίητος ἤ
μᾶλλον χρησιμοποιεῖται σέ μάταιες ἀπασχολήσεις, ὅταν δέ ἀσχολοῦμαι μέ τόν Θεό.
Ὅταν θέτω τόν ἑαυτό μου κάτω ἀπό τήν παρουσία Του, τότε κάθε ὥρα μοῦ φαίνεται πῶς
εἶναι ἕνας ὁλόκληρος χρόνος. Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἀγαπᾶ κάποιο πρόσωπο, τό
σκέπτεται ὅλη τήν ἡμέρα χωρίς διακοπή, διατηρεῖ συνεχῶς τήν εἰκόνα του μέσα στήν
καρδιά του, φροντίζει γι’ αὐτό, καί ποτέ τό ἀγαπημένο πρόσωπο δέν φεύγει ἀπό τή
σκέψη του. Ἐγώ, ὅμως, ὁλόκληρη τήν ἡμέρα, εἶναι ζήτημα ἄν ξεχωρίζω ἔστω καί μιά
ὥρα γιά νά βυθισθῶ στήν ἐντρύφηση καί στή θεία μελέτη, γιά νά ζωογονήσω τήν
καρδιά μου μέ τήν ἀγάπη μου πρός τόν Θεό, ἐνῶ μέ εὐκολία καί εὐχαρίστηση ξοδεύω
τίς εἴκοσι τρεῖς ὧρες τοῦ ἡμερονυκτίου σάν θερμή προσφορά καί θυσία στά εἴδωλα
τῶν διάφορων παθῶν!
Συνεχῶς συζητῶ γιά εὐτελῆ πράγματα καί γεγονότα, τά ὁποῖα μολύνουν τό πνεῦμα, κι αὐτό μοῦ δίνει εὐχαρίστηση. Στίς σκέψεις μου γιά τόν Θεό, εἶμαι ξηρός, ἀπρόθυμος καί ἀμελής. Κι ὅταν ἀκόμη, χωρίς νά τό θέλω, συμβαίνει ὥστε οἱ ἄλλοι νά μέ παρακινήσουν σέ πνευματική συζήτηση, κοιτάζω ν’ ἀλλάξω τό θέμα σέ κάτι ἄλλο, πιό εὐχάριστο στίς ἐπιθυμίες μου. Εἶμαι τρομερά περίεργος γιά κάθε μοντέρνο, γιά τά πολιτικά καί γιά χίλια δυό ἄλλα ζητήματα. Πολύ συχνά ζητῶ τήν ἱκανοποίηση στήν ἀγάπη πρός τίς κοσμικές γνώσεις, στήν ἐπιστήμη, στήν τέχνη, καί θέλω ὅλο καί περισσότερα ἀγαθά νά ἀποκτήσω. Ἡ μελέτη τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, ἡ γνώση Του καί οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως δέν μοῦ κάνουν μεγάλη ἐντύπωση, οὔτε ἱκανοποιοῦν τήν πνευματική πεῖνα τῆς ψυχῆς μου. Ὅλα αὐτά τά παραδέχομαι, ὅτι εἶναι ὄχι μόνο ἀνούσια ἀπασχόληση γιά ἕναν Χριστιανό, ἀλλ’ ἐπί πλέον καί ἀνώφελη.
Ἄν ἡ ἀγάπη πρός τόν
Θεό εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν Του, ὅπως ὁ εἶπε Χριστός, «ἐάν ἀγαπᾶτέ με, τάς ἐντολάς
τάς ἐμάς τηρήσατε», ἐγώ ὄχι μόνο δέν τηρῶ τίς ἐντολές Του, ἀλλ’ οὔτε κάποια προσπάθεια
καταβάλλω γιά τήν τήρησή τους. Ἔτσι, εἶναι ἀπόλυτη ἀλήθεια, τήν ὁποία εὔκολα
συμπεραίνει κανείς, ὅτι δέν ἀγαπῶ τόν Θεό. Πάνω σ’ αὐτό ὁ Μέγας Βασίλειος λέει:
«Ἡ ἀπόδειξη ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἀγαπᾶ τόν Θεό καί τόν Χριστό, ἔγκειται στό
γεγονός ὅτι δέν τηρεῖ τίς ἐντολές Του».
β) Δέν ἀγαπῶ οὔτε τόν πλησίον μου. Ἄν ἀγαποῦσα τόν
πλησίον μου, θά ἦταν δυνατό νά σκεφθῶ καί νά ἀποφασίσω νά δώσω καί τή ζωή μου
γι’ αὐτόν, ἄν θά ὑπῆρχε ἀνάγκη. Ὅμως, ὄχι αὐτό μόνο δέν κάνω, ἀλλ’ οὔτε καί τήν
παραμικρή θυσία εἶμαι διατεθειμένος νά ὑποστῶ γι’ αὐτόν. Ἄν ἀγαποῦσα τόν
πλησίον μου «ὡς ἑαυτόν», σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τοῦ Εὐαγγελίου, οἱ λύπες του θά
ἦταν καί δικές μου λύπες καί οἱ χαρές του θά ἀντανακλοῦσαν στό πρόσωπό μου,
ὅπως στό δικό του. Ἀντίθετα ὅμως, εὐχαριστοῦμαι ν’ ἀκούω διάφορα ἄσχημα γι’ αὐτόν,
ἀντί νά λυποῦμαι καί νά πονῶ. Τό κάθε κακό, πού τυχόν ἀκούω γιά τόν πλησίον
μου, ὄχι μόνο δέ μοῦ φέρνει στενοχώρια, ἀλλά μοῦ δίνει κι ἕνα εἶδος χαρᾶς,
ἐνδιαφέροντος κι ἐλπίδας, ν’ ἀκούω περισσότερα. Τό σφάλμα ἤ τό ἁμάρτημα τοῦ
ἀδελφοῦ μου ὄχι μόνο δέν τό σκεπάζω μέ ἀγάπη, ἀλλά τό διατυμπανίζω ὅπου μπορῶ
μέ ἐσωτερική ἱκανοποίηση. Ἡ εὐτυχία τοῦ πλησίον μου, ἡ τιμή του, τά ἀγαθά του
δέν μέ εὐφραίνουν. Ἀντίθετα, μοῦ δίνουν τό συναίσθημα τῆς ἀδιαφορίας. Τέλος,
ὄχι λίγες φορές, καταλαμβάνουν τήν ψυχή μου περιφρόνηση καί φθόνος γιά τόν
πλησίον μου.
γ) Δέν ἔχω πραγματική πίστη. Οὔτε στήν ἀθανασία
πιστεύω, οὔτε στό Εὐαγγέλιο. Ἄν ἤμουν τέλεια πεισμένος καί ἄν πίστευα χωρίς
ἀμφιβολία ὅτι μετά τόν τάφο ξανοίγεται ἡ αἰώνια ζωή καί ἡ ἀνταπόδοση τῶν
πεπραγμένων αὐτοῦ τοῦ κόσμου, θά σκεπτόμουν συνεχῶς αὐτό, χωρίς ἀνάπαυλα. Ἡ
ἰδέα τῆς ἀθανασίας θά μέ συνέτριβε κυριολεκτικά καί θά ζοῦσα αὐτή τήν πρόσκαιρη
ζωή σάν ἕνας ξένος καί παρεπίδημος, πού ἔχει πάντα στόν νοῦ του τή φροντίδα νά
ἀξιωθεῖ κάποτε νά φτάσει στή γλυκειά πατρίδα του. Ἀντίθετα ὅμως, ἐγώ οὔτε κἄν
σκέπτομαι τήν αἰωνιότητα καί συμπεριφέρομαι στή ζωή μου σάν νά πιστεύω ὅτι τό
τέλος τοῦ παρόντος βίου εἶναι καί τό τέρμα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξής μου. Μέσα μου
φωλιάζει ὑποσυνείδητα ἡ σκέψη, πού συνοψίζεται σέ τοῦτο: «Ποιός ξέρει καί ποιός
εἶδε τά μετά θάνατον»;
Ὅταν μιλῶ γιά τήν
ἀθανασία, τό μυαλό μου συμφωνεῖ μέ ἐκείνη, ἐνῶ ἡ καρδιά μου πολύ ἀπέχει ἀπό τοῦ
νά ἔχει πειστεῖ γι’ αὐτήν. Ὅλη αὐτή ἡ ἀπιστία μου ἀποδεικνύεται ἀπό τίς πράξεις
μου καί ἀπό τή συνεχῆ φροντίδα νά ἱκανοποιῶ τή ζωή τῶν αἰσθήσεων. Ἄν ἡ
διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε κυριαρχήσει στήν καρδιά μου μέ τήν ἀνάλογη
πίστη, θά εἶχα καταληφθεῖ ἀπό τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ καί θά τόν μελετοῦσα, θά
ἔβρισκε δέ ἡ ἀφοσίωση καί ἡ προσοχή τήν κατοικία της στήν ψυχή μου. Ἡ προσοχή,
ἡ εὐσπλαχνία καί ἡ ἀγάπη, πού κρύπτονται μέσα σ’ Αὐτόν, θά μέ ὁδηγοῦσαν στή
χαρά καί στήν εὐτυχία τῆς μελέτης τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ νύχτα καί ἡμέρα. Στή
μελέτη αὐτή θά εὕρισκα τροφή πνευματική, τόν ἐπιούσιο ἄρτον τῆς ψυχῆς μου, καί
ἡ καρδιά μου θά παρεκινεῖτο στήν τήρησή του.
Τίποτα στόν κόσμο αὐτό
δέν θά ἦταν δυνατό νά μέ ἀποτρέψει ἀπό τήν ἐφαρμογή τῆς διδασκαλίας τοῦ
Εὐαγγελίου στή ζωή μου. Ἀντίθετα, ὅμως, ὅταν κάθε τόσο διαβάζω ἤ ἀκούω τόν Λόγο
τοῦ Θεοῦ, ἄν ἡ ἀνάγκη ἤ ἡ ἀγάπη πρός τή γνώση μέ ὠθοῦν σ’ αὐτό, τόν παρακολουθῶ
χωρίς τήν δέουσα προσοχή καί τόν βρίσκω τίς περισσότερες φορές καταθλιπτικό ἤ
χωρίς σπουδαῖο ἐνδιαφέρον. Συνήθως, φθάνω στό τέλος τῆς μελέτης του, χωρίς
σπουδαία ὠφέλεια καί πάντα πρόθυμος νά τόν ἀλλάξω μέ ἐλαφρά ἀναγνώσματα, πού μοῦ
εἶναι πολύ ἐνδιαφέροντα καί μέ εὐχαριστοῦν.
δ) Εἶμαι πλήρης ἀπό ὑπερηφάνεια καί φιλαυτία. Ὅλες μου οἱ ἐνέργειες
τό βεβαιώνουν. Βλέποντας κάτι καλό στόν ἑαυτό μου, ἐπιθυμῶ νά τό φανερώσω ἤ νά
ὑπερηφανευτῶ γι’ αὐτό μπροστά σέ ἄλλους ἀνθρώπους ἤ νά τό θαυμάσω μόνος μου
ἐσωτερικά. Ἄν καί ἐπιδεικνύω μιά ἐξωτερική ταπεινοφροσύνη, τήν ἀποδίδω σέ
ἀποτελεσματικότητα τῆς δικῆς μου δύναμης. Θεωρῶ δέ τόν ἑαυτό μου ἤ ἀνώτερο ἀπό
τούς ἄλλους, ἤ τουλάχιστον ὄχι χειρότερό τους. Ὅταν ἀνακαλύπτω ἕνα σφάλμα μου,
προσπαθῶ νά τό δικαιολογήσω, ἤ νά τό σκεπάσω λέγοντας: «Τί νά κάνω; Ἔτσι εἶμαι
φτιαγμένος» ἤ «Δέν πειράζει, κανείς δέν θά τό παρεξηγήσει». Θυμώνω μέ ὅσους δέν
δείχνουν ἐκτίμηση στό πρόσωπό μου καί τούς θεωρῶ ὅτι εἶναι ἄνθρωποι, πού δέν
μποροῦν νά ἐκτιμήσουν τήν ἀξία τοῦ ἄλλου. Ἀγάλλομαι γιά τά χαρίσματά μου καί
ὅλες μου τίς πτώσεις τίς θεωρῶ ἐντελῶς προσωπικό μου ζήτημα. Ἐνῶ εἶμαι
μεμψίμοιρος, βρίσκω εὐχαρίστηση στίς ἀτυχίες τῶν ἐχθρῶν μου. Ὅταν ἀγωνίζομαι
γιά κάτι καλό, τό κάνω μέ σκοπό ἤ νά κερδίσω ἐπαίνους ἤ νά δώσω κάποια
ἐλαστικότητα στόν Πνευματικό μου ἤ νά πάρω μιά πρόσκαιρη παρηγοριά.
Μέ μιά λέξη, συνεχῶς κατασκευάζω ἕνα εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ μου, πρός τό ὁποῖο ἀποδίδω ἀδιάκοπες τίς ὑπηρεσίες μου, φροντίζοντας μέ κάθε τρόπο γιά τήν εὐχαρίστησή μου καί γιά τήν καλλιέργεια τῶν παθῶν καί τῶν ἐπιθυμιῶν μου. Πράττοντας ὅλα αὐτά, ἀναγνωρίζω τόν ἑαυτό μου νά εἶναι γεμᾶτος ἀπό ὑπερηφάνεια, ἀπό διάφορες σαρκικές ἐπιθυμίες, ἀπό ἀπιστία, ἀπό ἔλλειψη ἀγάπης πρός τόν Θεό καί ἀπό κακία πρός τόν πλησίον μου. Ποιά κατάσταση θά μποροῦσε νά ὑπάρξει πιό ἁμαρτωλή ἀπό αὐτή; Ἡ κατάσταση τῶν πνευμάτων τοῦ σκότους πρέπει νά εἶναι καλύτερη ἀπό τή δική μου! Ἐκεῖνα, ἄν καί δέν ἀγαποῦν τόν Θεό, ἄν καί μισοῦν τούς ἀνθρώπους, ἄν καί τροφή τους εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, μ’ ὅλα αὐτά πιστεύουν στόν Θεό καί φρίττουν. Ἐγώ ὅμως; Μπορῶ νά βρεθῶ σέ χειρότερη κόλαση ἀπό αὐτήν πού ἀντιμετωπίζω; Πῶς δέν θά λάβω τήν πιό αὐστηρή τιμωρία γιά τήν ἀνόητη καί ἀπρόσεκτη ζωή μου, τήν ὁποία ἀναγνωρίζω ὅτι ζῶ;
Κείμενο ἀπό τό βιβλίο, Οἱ περιπέτειες ἑνός προσκυνητοῦ, μτφρ. Παντ. Καρανικόλα Μητρ. Κορίνθου, ἔκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 19989, σ. 167-172 (διασκευή).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου