Διάγραμμα – Περίληψη
Θέματος ΙΑ' τοῦ Θεολογικοῦ Προγράμματος «Ὀρθοδοξία καί Ζωή»
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου Ζ΄, ἔτους
2012-2013.
Τί εἶναι ἡ Φιληδονία: Φιληδονία: ἕνας ἀπό
τούς πρώτους καρπούς τῆς Φιλαυτίας. Φιληδονία εἶναι ἡ
ἀγάπη («φιλία») τῆς ἡδονῆς
καί ἡ πρακτική ἀναζήτηση τῆς
ἡδονῆς - τῶν ἡδονῶν.
Ἡδονή εἶναι ἡ
εὐχαρίστηση πού προέρχεται ἀπό τά αἰσθητά
(κτιστά). Οἱ ἡδονές διακρίνονται σέ σωματικές καί ψυχικές. Σωματικές εἶναι
οἱ ἡδονές ἀπό τά αἰσθητά,
πού ἀναφέρονται στό σῶμα, καί ψυχικές εἶναι
οἱ ἡδονές ἀπό τά αἰσθητά,
πού ἀναφέρονται στήν ψυχή. Κατά τούς Πατέρες, δέν ὑπάρχουν
ἀποκλειστικά σωματικές ἡδονές: σωματικές ἡδονές
εἶναι «αἱ μετά κοινωνίας τῆς
ψυχῆς καί τοῦ σώματος γενόμεναι». Οἱ
ἡδονές αὐτές εἶναι
ὅλες ἐμπαθεῖς καί ἀφύσικες
(προέρχονται ἀπό ἐμπαθεῖς σχέσεις μέ τά
πράγματα). Ὑπάρχει, ὅμως, καί ἀπαθής
πνευματική ἡδονή, πού προέρχεται ἀπό τή θέα ἤ
κοινωνία τοῦ Θεοῦ: «ἡ ἀνέκφραστος εὐφροσύνη» καί «ἡ
ἀπέραντος ἡδονή τῶν
καθορώντων τοῦ σοῦ προσώπου τό κάλλος τό ἄρρητον». Αὐτή
εἶναι μόνη γνήσια, φυσική καί ἀδιάπτωτη ἡδονή.
Ὅλες οἱ ἄλλες
ἀποτελοῦν παρά φύσιν ἔκπτωση
ἀπό τή μόνη αὐθεντική ἡδονή,
δηλ. εἶναι πτωτικό φαινόμενο καί κατάσταση τοῦ
πεπτωκότος ἀνθρώπου. Ἡ σωτηρία μας ἐξαρτᾶται
ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο
χειριζόμεθα τήν ἡδονή. Ἡ προέλευση τῆς
ἡδονῆς: Ἐντός τοῦ ἀνθρώπου
ἔχει τοποθετηθεῖ ἀπό
τόν Θεό μιά πανίσχυρη φυσική δύναμη, πού ὀνομάζεται «ἀγάπη»
(ἤ «φιλία» ἤ «ἔρως»
ἤ «ἐπιθυμία» ἤ «ἔφεσις»).
Ἡ δύναμη αὐτή ὑπάρχει
γιά νά στρέφεται πρός τόν Θεό, δηλ. γιά νά ἀγαπᾶμε
τόν Θεό καί νά ἀπολαμβάνουμε τήν ἡδονή πού προέρχεται ἀπό
τή θέα Του. Ὅμως, μετά τήν πτώση ὁ ἄνθρωπος
τήν ἔστρεψε πρός τά αἰσθητά. Ἡ
«παρά φύσιν ἐνεργουμένη ἡδονή» προσλαμβάνει δύο
βασικές μορφές ἤ γεννᾶ δύο μεγάλα πάθη: α)
τήν πορνεία καί β) τή γαστριμαργία.
Ἡδονή καί ὀδύνη: Ὁ
μεταπτωτικός ἄνθρωπος, ἔχοντας ἀποστατήσει
ἀπό τόν Θεό, ἐπιδίδεται σ’ ἕναν
ἀγῶνα ἀναζήτησης τῆς ἡδονῆς.
Ὅμως, στόν παρόντα κόσμο ἡ ἡδονή
εἶναι πάντοτε συμπεπλεγμένη μέ τήν ὀδύνη:
«πάσης ἡδονῆς εἶναι πάντως τήν ὀδύνην διάδοχον», «οὐκ
ἐνδέχεται ποτέ χωρίς ὀδύνης εἶναι
τήν ἡδονήν· ἐγκέκραται γάρ τῇ
ἡδονή τῆς ὀδύνης
ὁ πόνος, κἄν λανθάνειν δοκῇ
τούς ἔχοντας» (ἅγ. Μάξιμος). Κατά τόν ἅγ.
Μάξιμο, ὁ Θεός δέν ἔθεσε ἐξ
ἀρχῆς ἐντός τοῦ ἀνθρώπου
οὔτε τήν ἡδονή, οὔτε
τήν ὀδύνη, ἀλλά μόνο τή δύναμη
πρός τήν ἡδονή, γιά νά εἶναι στραμμένη πρός Αὐτόν,
τήν ὁποία μετέπειτα ὁ ἄνθρωπος
ἔστρεψε πρός τά αἰσθητά. Τότε ὁ
Θεός, γιά νά ἀνακόψει τήν πορεία τῆς ἀποστασίας
τοῦ ἀνθρώπου καί, κατά συνέπειαν, τῆς
καταστροφῆς του, «παρέπηξεν» (ἔθεσε δίπλα) στήν ἡδονή
τήν ὀδύνη, «ὥσπερ τινά τιμωρόν
δύναμιν». Ἔτσι, ἡ μέν ἡδονή
προέρχεται ἀπό τήν παράβαση τοῦ Ἀδάμ
«κατά προαίρεσιν» (ἐξαρτᾶται ἀπό τή θέλησή μας), ἡ δέ ὀδύνη
ἐτέθη ἀπό τόν Θεό «παρά
προαίρεσιν» (χωρίς τή θέλησή μας). Ὡστόσο, ὁ
ἄνθρωπος πιστεύει σέ κάτι ἀνέφικτο, δηλ. στό ὅτι
μπορεῖ νά διασπάσει τόν σύνδεσμο ἡδονῆς
καί ὀδύνης. Ἔτσι, ἀναζητώντας
τήν ἡδονή, προσπαθεῖ συστηματικά νά ἀποφύγει
τήν συμπεπλεγμένη μέ αὐτήν ὀδύνη. Στίς περισσότερες περιπτώσεις, ὅμως,
αὐταπατᾶται, γιατί ἡ
«ἐπικράτεια» (ἐπικράτηση) τοῦ
πάθους τῆς ἡδονῆς καλύπτει προσωρινά τήν αἴσθηση τῆς
παρακειμένης ὀδύνης. Ἡ ὀδύνη
ἐπέρχεται ἀναπόφευκτα, ὁ
δέ ἄνθρωπος ἐπιχειρεῖ
νά τήν ὑπερβεῖ μέ τήν ἀναζήτηση
νέας ἡδονῆς, ἐμπλεκόμενος ἔτσι σέ ἕναν
φαῦλο καί ἀτέρμονα κύκλο καί ὁδεύοντας
πρός τήν καταστροφή του.
Ἡδονή καί ἀνθρώπινη ἠθική: Ὅλα τά ἀνθρώπινα συστήματα ἠθικῆς
(θρησκευτικά ἤ φιλοσοφικά) εἶναι ἀπό
μιά ἄποψη προϊόντα τῆς προσπάθειας τοῦ
ἀνθρώπου νά χειριστεῖ τήν ἡδονή,
ἔτσι ὥστε νά ἀποφύγει τήν
συμπεπλεγμένη μέ αὐτήν ὀδύνη. Τά ἠθικά συστήματα εἶναι
μέχρι ἑνός σημείου καλά καί χρήσιμα, ἐπειδή
εἶναι σ’ αὐτά ἀποθηκευμένο
ἕνα μέρος ἀπό τή συνολική ἐμπειρία
τῆς ἀνθρωπότητας καί ἐπειδή συμβάλλουν στή
συγκρότηση τῶν κοινωνιῶν. Ὅμως,
εἶναι ἀτελῆ καί δέν ἔχουν σωτηριώδη χαρακτῆρα.
Πολλές φορές, μάλιστα, εἶναι καί ἐπιζήμια, γιατί ἐγκλωβίζουν
ἐντός τους τόν ἄνθρωπο, παρέχοντάς του
τήν ψευδαίσθηση τῆς αὐτάρκειας καί παρεμποδίζοντας τήν κοινωνία μέ τόν Θεό. Γι’
αὐτό ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι ἠθική.
Εἶναι κάτι πολύ εὐρύτερο τῆς
ἠθικῆς. Σκοπός τῆς ἠθικῆς
εἶναι ἡ βελτίωσις τοῦ ἀνθρώπου,
δηλ. τό νά γίνει ὁ ἄνθρωπος καλύτερος καί νά λειτουργεῖ
καλύτερα ἡ κοινωνία. Σκοπός τοῦ Χριστιανισμοῦ
εἶναι ἡ σωτηρία (σωτηρία ≠ βελτίωσις), δηλ. τό νά ὑπερβεῖ
ὁ ἄνθρωπος τό κατ’ ἐξοχήν πρόβλημά του,
τόν θάνατο, καί νά ζήσει «εἰς ζωήν αἰώνιον».
Ἕνας κίνδυνος, πού ἀκολουθεῖ
τόν Χριστιανισμό διαχρονικά εἶναι τό νά μεταβληθεῖ
σέ ἠθικό σύστημα, τό ὁποῖο
ἀποκτείνει τόν ἄνθρωπο (χαρακτηριστικό
παράδειγμα, ἡ περίπτωση τῶν πνευματικά νεκρῶν
Φαρισαίων τῆς ἐποχῆς τοῦ Κυρίου). Στήν προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου
νά χειριστεῖ τήν ἡδονή διαμορφώθηκαν δύο
βασικά ἠθικά συστήματα: α) ὁ Ἡδονισμός
καί β) ὁ Εὐδαιμονισμός. Ὁ Ἡδονισμός
θεωρεῖ ὡς σκοπό τοῦ ἀνθρώπου
τήν ἱκανοποίηση τῶν σωματικῶν
ἡδονῶν καί προσιδιάζει στόν ἀποκαλούμενο ἀπό
τόν ἀπ. Παῦλο «σαρκικό ἄνθρωπο».
Ὁ Εὐδαιμονισμός ἀρνεῖται
τήν ἱκανοποίηση τῶν σωματικῶν
ἡδονῶν χάριν κάποιων ἄλλων δῆθεν
πνευματικῶν ἡδονῶν, μέ τή χρήση πολλές φορές ἀσκητικῶν
μεθόδων. Οὐσιαστικά, ὅμως, πρόκειται γιά ἱκανοποίηση
τῶν ψυχικῶν ἡδονῶν,
πού προσιδιάζει στόν, κατά τόν ἀπ. Παῦλο,
«ψυχικό ἄνθρωπο». Τελικά, καί τά δύο ἠθικά συστήματα θέτουν ὡς
θεμέλιο τήν ἱκανοποίηση τῆς ἡδονῆς
καί δέν ἔχουν σχέση, οὔτε μέ τόν γνήσιο ἀσκητισμό,
οὔτε μέ τόν, κατά τόν ἀπ. Παῦλο,
«πνευματικό ἄνθρωπο».
Ἡ ἡδονή στή νεότερη
Ψυχολογία:
Προσπάθεια χειρισμοῦ τῆς ἡδονῆς συναντᾶμε καί στή νεότερη Ψυχολογία.
Κατά τόν Sigmund Freud (1856-1939), βασική ἀρχή τῆς
ζωῆς εἶναι ἡ «ὁρμή πρός ἡδονήν» (Libido, Lustprinzip),
τῆς ὁποίας κέντρο εἶναι ἡ
σεξουαλική ὁρμή, ἀλλά ἔχει
εὐρύτερο περιεχόμενο. Ἡ ὁρμή
αὐτή προσδιορίζεται καί ρυθμίζεται ἀπό
μιά ἄλλη ἀρχή, τήν ἀρχή «τοῦ
δυνατοῦ τῆς πραγματοποιήσεώς της» (Realitatsprinzip). Ἡ
συνάρτηση τῶν δύο αὐτῶν
ἀρχῶν συνιστᾶ τήν ἠθική.
Ἡ ἄποψη τοῦ Freud σέ γενικές
γραμμές ἀποτελεῖ ὀρθή
κατανόηση καί ἑρμηνεία τῆς κατάστασης τοῦ
πεπτωκότος ἀνθρώπου (ὁ Freud, ὅπως
εἶναι φυσικό, ἀγνοεῖ
παντελῶς τόν προπτωτικό ἄνθρωπο). Ἡ
ἠθική περιλαμβάνει ἐντολές. Γιά νά ἐπιβληθοῦν
οἱ ἐντολές στόν πανίσχυρο κόσμο τῶν
ὁρμῶν (τῶν διαφόρων μορφῶν πού προσλαμβάνει ἡ
ἡδονή), πρέπει οἱ ἴδιες
νά εἶναι ἰσχυρότερες. Ἡ ἰσχυροποίηση
τῶν ἐντολῶν γίνεται μέ τήν ἀπολυτοποίησή του. Ἡ
ἀπολυτοποίηση ἑνός ἰσχύοντος
(ἀνθρωπίνου) συστήματος ἀξιῶν,
συνιστᾶ τόν ταμπουϊσμό. Ὁ ταμπουϊσμός ἐνεργεῖ
ἀπό τόν χῶρο τοῦ
ἀσυνειδήτου. Τό ταμπού (tabu) εἶναι
μιά ἀπολυτοποιημένη ἠθική ἐντολή,
πού ἑδράζεται στό ἀσυνείδητο. Κατά τόν Freud,
ὅλη ἡ ἀνθρώπινη ἠθική ἔχει
ταμπουϊκό χαρακτῆρα (ψυχολογική ἑρμηνεία τῆς
ἠθικῆς). Οἱ ἐπιταγές
της προέρχονται, συνήθως, ἀπό τίς ἀπαιτήσεις
τοῦ πολιτισμικοῦ περιβάλλοντος καί, εἰδικότερα,
ἀπό ἐκεῖνο πού ὁ Freud ὀνόμασε
«ὑπερ-εγώ» (superego). «Ὑπερ-εγώ» εἶναι
ἡ ἰδανική εἰκόνα, πού ἔχει
ὁ ἄνθρωπος γιά τόν ἑαυτό του, ἐν
μέρει συνειδητή καί ἐν μέρει ἀσυνείδητη, καί πού προέρχεται
ἀπό τίς ἐπιταγές τοῦ
πολιτισμικοῦ περιβάλλοντος. Ἡ ἀνθρώπινη
ἠθική εἶναι κατά μέγα μέρος «ἠθική
τοῦ ὑπερ-εγώ». Κατά τόν Freud, ὅταν ἡ
«ὁρμή πρός ἠδονήν» δέν ἱκανοποιεῖται
καί καταπιέζεται, ἀπωθεῖται στό ἀσυνείδητο, μέ ἀποτέλεσμα
νά δημιουργοῦνται τά complex (complex = σύμπλεγμα κατωτερότητος) καί
πολλά ἄλλα ψυχολογικά προβλήματα. Κατά τόν Freud, οἱ
ψυχικές ἀσθένειες προέρχονται ἀπό τήν ἀπώθηση
τῶν ἀπαιτήσεων τῆς «ὁρμῆς
πρός ἡδονήν» (ἀνικανοποίητων ἐπιθυμιῶν
κ.λπ.) στόν χῶρο τοῦ ἀσυνειδήτου.
Ἐνδέχεται, ὅμως, ἡ
ἀνικανοποίητη «ὁρμή πρός ἡδονήν»
νά μήν ἀπωθηθεῖ στό ἀσυνείδητο,
ἀλλά νά ἐξευγενισθεῖ
καί νά μετασχηματισθεῖ, παράγοντας ἔργα πολιτισμοῦ.
Κατά τόν Freud, ὅλος ὁ ἀνθρώπινος πολιτισμός εἶναι ἀποτέλεσμα
τοῦ ἐξευγενισμοῦ ἤ
μετασχηματισμοῦ τῆς libido («ὁρμῆς
πρός ἡδονήν»). Ἀπό τήν ψυχαναλυτική
θεωρία τοῦ Freud προκύπτει ὅτι ὑπάρχει
(ἀπό Ὀρθόδοξη ἄποψη) ὀρθός
καί ἐσφαλμένος χειρισμός τῆς ἡδονῆς.
Ἐσφαλμένος εἶναι ὁ
χειρισμός τῆς ἡδονῆς μέ ἀποκλειστικά ἀνθρώπινα
μέσα, δηλ. ἡ καταπίεσή της μέσω ἑνός ἀνθρωπίνου
ἠθικοῦ συστήματος ἀξιῶν
καί ἡ ἀπώθησή της στό ἀσυνείδητο, μέ ἀποτέλεσμα
ὄχι τή θεραπεία, ἀλλά τήν ἐπιδείνωση
τῆς πνευματικῆς νόσου τοῦ
ἀνθρώπου. Ὀρθός εἶναι
ὁ κατά Θεόν χειρισμός τῆς ἡδονῆς,
δηλ. ὁ χειρισμός της μέ τά πνευματικά μέσα - φάρμακα, πού
παρέχει ἡ Βιβλική καί Πατερική θεραπευτική καί πού ὁδηγοῦν
στή θεραπεία τοῦ πάθους τῆς Φιληδονίας.
Ἡ θεραπεία τῆς Φιληδονίας: Ἡ
«κατά προαίρεσιν» ὀδύνη εἶναι ἀναιρετική
τῆς ἡδονῆς καί ἡ ἀναίρεση
τῆς ἡδονῆς στρέφει τή φυσική δύναμη τοῦ
ἀνθρώπου πρός τή μία πνευματική καί «κατά φύσιν» ἡδονή.
«Τήν ἡδονήν τῆς παρούσης ζωῆς
καί τήν ὀδύνην, ὅση δύναμις, ἀρνησόμεθα,
καί πάσης παθῶν ἐπινοίας καί δαιμονιώδους κακουργίας παντελῶς
ἀπαλλαγησόμεθα. Διά γάρ τήν ἡδονήν ἀγαπῶμεν
τά πάθη, καί διά τήν ὀδύνην φεύγομεν τήν ἀρετήν». Αὐτό
ἐπιτυγχάνεται μόνο μέ τόν πνευματικό χειρισμό τῆς
ἡδονῆς, γιατί ὁ ἀνθρώπινος
χειρισμός δέν στρέφει τήν δύναμη τῆς ἡδονῆς
πρός τόν Θεό, ἀλλά τήν ἀπωθεῖ
στό ἀσυνείδητο, μέ ἀποτέλεσμα τό πλῆθος
τῶν ψυχολογικῶν προβλημάτων καί ἐμπλοκῶν
(complex), πού ἔχει ἐντοπίσει ἡ νεότερη Ψυχολογία. Ἀναιρετική
τοῦ πάθους τῆς Φιληδονίας εἶναι
ἡ κατά Χριστόν ἄσκησις. Ὁ
Χριστός ἀνέλαβε τήν ὀδύνη («περί ἡμῶν
ὀδυνᾶται», Ἡσ. 53,4) καί ἀνεδέξατο
τό «ἑκούσιον Πάθος», γιά νά ἀναιρέσει τή φθοροποιό
τοῦ ἀνθρώπου καί θανατηφόρο ἡδονή. Τό Ὀρθόδοξο
φρόνημα εἶναι ἀσκητικό φρόνημα (γνήσια ἀσκητική «ἡθική»).
Οἱ Πατέρες προτρέπουν νά ἀγαπήσουμε τήν κακοπάθεια
καί τούς πόνους τῆς ἀσκήσεως (νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή). Ἔτσι
ἀναιροῦνται τά πάθη καί γεννᾶται
ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό, πού ἐπιφέρει τήν πνευματική
καί «ἀπέραντον» ἡδονή. Εἰδικότερα,
ἡ Φιληδονία θεραπεύεται μέ τήν καλλιέργεια τῶν
ἀρετῶν πού ἀναιροῦν
τά δύο μεγάλα πάθη, τά προερχόμενα ἀπ’ αὐτήν:
α) τήν πορνεία καί β) τή γαστριμαργία. Ἀναιρετική τῆς
πορνείας εἶναι ἡ σωφροσύνη (ἐγκράτεια) καί ἀναιρετική
τῆς γαστριμαργίας εἶναι ἡ
νηστεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου