ΤΕΥΧΟΣ 64 ΤΡΙΠΟΛΙΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2009
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ
ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΑΙΡΕΣΕΙΣ
Οἱ χριστιανικές αἱρέσεις καί τό Βάπτισμα
Οἱ
αἱρέσεις ἀποτελοῦν
«σποράν» καί «βοτάνην» τοῦ διαβόλου, κατά τούς Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας. Μέ αὐτές ὁ
εἰσηγητής τῆς πλάνης, «ὁ
πλανῶν τήν οἰκουμένην ὅλην»
(Ἀποκ. 12,9), ἐπιχειρεῖ
νά πλήξει καίρια στοιχεῖα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ,
ὅπως τά ἱερά Μυστήρια, ἀπό
τά ὁποῖα ἐξαρτᾶται ἀπόλυτα ἡ σωτηρία μας. Οἱ
προτεσταντικές αἱρέσεις, ὅπως εἶναι
γνωστό, μέ τήν ἐμφάνισή τους ἀπέρριψαν ὅλα
τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί δέχονται μόνο τό Βάπτισμα καί τή Θεία Εὐχαριστία,
διαστρέφοντας, ὅμως, τό νόημα καί τή σημασία τους. Τό Βάπτισμα, ὡς
ἕνα ἀπό τά κορυφαῖα ἐκκλησιαστικά
Μυστήρια, ἀποτέλεσε νωρίς στόχο ποικίλων αἱρέσεων,
παλαιότερων καί σύγχρονων, ἰδιαίτερα δέ τῶν
αἱρέσεων τοῦ προτεσταντικοῦ
χώρου: ἐνῶ, κατά τήν Ἁγία Γραφή, τό Μυστήριο
αὐτό πραγματικά σώζει (Α' Πέτρ. 3,21) καί, κατά τούς λόγους
τοῦ Κυρίου, ἀποτελεῖ
ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν εἴσοδό
μας στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ (Ἰω. 3,5), οἱ προτεσταντικές αἱρέσεις
καί οἱ προερχόμενες ἀπ’ αὐτές
τό ἔχουν ὑποτιμήσει σέ ἁπλή
τελετή μή ἀναγκαία γιά τή σωτηρία. Γιά τούς Προτεστάντες τό Βάπτισμα
δέν εἶναι Μυστήριο. Εἶναι μιά τελετή πού πρέπει
νά γίνεται μόνο καί μόνο ἐπειδή τό ζήτησε ὁ Χριστός. Σέ ἄλλες
περιπτώσεις, πάλι, διαστρέφεται πλήρως ὁ τῦπος
τοῦ Μυστηρίου: Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί πρό
πολλῶν αἰώνων ἔχουν καταργήσει τήν
τριπλή κατάδυση στό νερό (ἕνα οὐσιαστικό
στοιχεῖο τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος) καί τελοῦν τό διά ραντισμοῦ
«βάπτισμα»! Ἄς δοῦμε, ὅμως, κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις διαστροφῆς
τῆς ἔννοιας καί τῆς οὐσίας
τοῦ Μυστηρίου.
Οἱ
γνωστοί στή χώρα μας Πεντηκοστιανοί τῆς «Ἐλευθέρας
Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας
τῆς Πεντηκοστῆς» καί ἄλλων
παρόμοιων ὁμάδων, ἀποτελοῦν
χαρακτηριστικό παράδειγμα ὑποτίμησης τοῦ
ἁγίου Βαπτίσματος, μέ ἀφετηρία μιά διεστραμμένη
ἀντίληψη γιά τή σωτηρία καί τήν ἀναγέννηση
τοῦ ἀνθρώπου. Γιά τίς ὁμάδες αὐτές
ἡ σωτηρία δέν εἶναι ἀποτέλεσμα
ἑνός Μυστηρίου, διά τοῦ ὁποίου
ἐνεργεῖ καί σώζει ὁ
Χριστός, ὅπου προϋποτίθεται, βέβαια, ἡ πίστη τοῦ
μετέχοντος, ἀλλά εἶναι ἀποτέλεσμα
τῆς προσωπικῆς ἀπόφασης
κάποιου νά σωθεῖ. Ἡ σωτηρία εἶναι
ἕνα ἀτομικό καί στιγμιαῖο γεγονός:
τή στιγμή πού
θά πεῖ κάποιος ὅτι πιστεύει
στόν Χριστό καί
Τόν δέχεται ὡς σωτῆρα
καί λυτρωτή του, τή
στιγμή ἀκριβῶς ἐκείνη πραγματοποιεῖται ἡ
«ἀναγέννηση» καί ἡ σωτηρία του. Θά
ἀκολουθήσει, βέβαια, καί
τό Βάπτισμα, ἀλλ’ ὡς
πράξη χωρίς ἰδιαίτερη σημασία, ἀφοῦ
ἡ «σωτηρία» ἔχει
ἤδη πραγματοποιηθεῖ. Σέ περίπτωση παραλείψεώς
του ὁ «ἀναγεννημένος» δέν στερεῖται κάτι οὐσιαστικό,
ἀλλά, σάν ἐντολή
τοῦ Χριστοῦ, πρέπει
κι αὐτό νά τελεῖται. Κατ’ ἐξοχήν
Βάπτισμα θεωρεῖται τό λεγόμενο «βάπτισμα τοῦ ἁγίου
πνεύματος», δηλ. ἡ δῆθεν ἐπιβεβαίωση τῆς «ἀναγέννησης»
μέ ἐκδηλώσεις ὁρατῶν
«χαρισμάτων», ὅπως ἡ γλωσσολαλία, φαινόμενα πού ἀποτελοῦν,
βέβαια, δαιμονικές πλάνες – κακέκτυπες ἀπομιμήσεις γνήσιων
πνευματικῶν χαρισμάτων (μέ τά «χαρίσματα», πού ἐκδηλώνονται
στίς τάξεις τῶν Πεντηκοστιανῶν, καί τόν χαρακτῆρα
τους θά ἀσχοληθοῦμε σέ προσεχές τεῦχος
τοῦ ἐντύπου μας).
Ἄλλη
χαρακτηριστική περίπτωση ὑποτίμησης τοῦ Μυστηρίου εἶναι
ἡ γνωστή αἵρεση τῶν
Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ, ὅπου τό Βάπτισμα θεωρεῖται ἁπλό
σύμβολο τῆς σωτηρίας ἤ τῆς
ἔνταξης στήν ὀργάνωση (ὅπως
καί ἡ Θεία Εὐχαριστία θεωρεῖται
ἁπλό σύμβολο τοῦ Σώματος καί τοῦ
Αἵματος τοῦ Χριστοῦ
σέ ὁλόκληρο τόν προτεσταντικό κόσμο). Διαβάζουμε σχετικά σέ ἔντυπα
τῆς αἵρεσης: «Ἡ κατάδυση στό νερό εἶναι
ἁπλῶς σύμβολο ὅτι κάποιος ἔκανε
καθιέρωση ἤ ὅπως θά λέγαμε σήμερα ἀφιέρωση νά πράξει τό
θέλημα τοῦ Θεοῦ» (Σκοπιά, 15/9/ 1934), «τό βάπτισμα συμβολίζει τήν ἀφιέρωση
στόν Ἰεχωβᾶ» (Σκοπιά, 15/1/1998), «βάπτισμα στό ὄνομα
τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ
καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος = συνταύτιση μέ τήν ὀργάνωση»
(Γνώση, ἔκδ. 1995, σ. 176). Ἡ αἵρεση,
γνωστή ἄλλωστε γιά τίς ἀντιφατικές της
διδασκαλίες, τελεῖ ἕνα εἶδος «βαπτίσματος», τό ὁποῖο,
βέβαια, δέν ἀποδέχεται ὡς Μυστήριο: «οἱ
Γραφές δέν ὑποστηρίζουν τήν εὐρέως παραδεδομένη
θρησκευτική ἀντίληψη ὅτι τό βάπτισμα εἶναι
μυστήριο» (Σκοπιά, 1/4/1993).
Γιά τή μετατροπή τοῦ
Βαπτίσματος σέ ράντισμα στήν περίπτωση τῶν Παπικῶν
ἔχουμε νά παρατηρήσουμε ὅτι, ἀκόμη
καί κατά τήν ἐννοιολογική προσέγγιση τῶν ὅρων,
«βάπτισμα» σημαίνει κατάδυση καί ἀνάδυση καί ὄχι
«ράντισμα». Ὁ Κύριος βαπτίσθηκε στόν Ἰορδάνη ποταμό, ὅπου
«ἀναβαίνων ἀπό τοῦ
ὕδατος εἶδε σχιζομένους τούς οὐρανούς»
(Μάρκ. 1,10). Ὅλες οἱ μαρτυρίες τῆς
Καινῆς Διαθήκης καί τῆς ἀρχαίας
Ἐκκλησίας ἀναφέρονται σαφῶς
σέ Βάπτισμα σέ νερό. Αὐτό ἀποδεικνύει καί ἡ ὕπαρξη
εἰδικῶν Βαπτιστηρίων σέ πρωτοχριστιανικούς Ναούς, ὅπου
ὁλόκληρος ὁ βαπτιζόμενος ἔμπαινε
στό νερό τοῦ Βαπτίσματος. Σέ κείμενα τοῦ β' μ.Χ. αἰ.
μαρτυρεῖται καί Βάπτισμα μέ τριπλή ἐπίχυση ὕδατος,
ἀλλά μόνο γιά περιπτώσεις ἀνάγκης (Διδαχή, ΒΕΠΕΣ,
τ. 1, σ. 217), ὅπως καί σήμερα ἡ Ἐκκλησία
μας δέχεται τό Βάπτισμα στόν ἀέρα (ἀεροβάπτισμα)
σέ ἀνάλογες περιπτώσεις. Λίγο ἀργότερα καί πρίν ἐπινοηθεῖ
τό «διά ραντισμοῦ βάπτισμα» τῶν Παπικῶν
οἱ κανόνες τῶν Συνόδων τῆς
Ἐκκλησίας εἶναι πολύ αὐστηροί
γιά ὅσους ἀλλοιώνουν τόν τῦπο
τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος: ὁρίζουν ὅτι
πρέπει νά καθαιρεῖται ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ
πρεσβύτερος πού βαπτίζει σέ μία κατάδυση ἀντί σέ τρεῖς
(Πηδάλιον, ἔκδ. Ἀστήρ, 1982, σ. 62-63) καί ὅτι πρέπει ὁπωσδήποτε
νά ἀναβαπτίζονται ὅσοι προσέρχονται στήν Ἐκκλησία
ἀπό αἱρέσεις, πού τελοῦν Βάπτισμα μέ μία
κατάδυση (αὐτόθι, σ. 163).
Ἡ μαρτυρία τῆς Καινῆς Διαθήκης
Σέ ἀντίθεση
μέ τίς παραπάνω αἱρετικές διαστρεβλώσεις, ἡ Ἁγία
Γραφή δέχεται ὅτι τό Βάπτισμα εἶναι πράξη, ἡ
ὁποία σώζει πραγματικά τόν ἄνθρωπο, εἶναι
δηλ. σωστικό Μυστήριο. Ὁ Θεός «ἔσωσεν ὑμᾶς
διά λουτροῦ παλιγγενεσίας
καί ἀνακαινώσεως Πνεύματος
Ἁγίου», ἀναφέρει ὁ
ἀπ. Παῦλος (Τίτ.
3,5). «Λουτρόν παλιγγενεσίας» εἶναι τό ἅγιο
Βάπτισμα. Καί ὁ ἀπ. Πέτρος, κάνοντας λόγο γιά τή σωτηρία ἀπό
τόν κατακλυσμό, τονίζει ὅτι «ἀντίτυπον νῦν καί
ἡμᾶς σώζει βάπτισμα» (Α' Πέτρ.
3,21): ὅπως τότε ἔσωσε ἡ
Κιβωτός, ἔτσι τώρα μᾶς
σώζει τό Βάπτισμα.
Σύμφωνα μέ τούς λόγους τοῦ
ἴδιου τοῦ Κυρίου, ἡ
«ἀναγέννηση» δέν προηγεῖται τοῦ
Βαπτίσματος, ἀλλά ταυτίζεται μέ αὐτό:
«Ἐάν μή τις γεννηθῇ ἐξ
ὕδατος καί Πνεύματος,
οὐ δύναται εἰσελθεῖν
εἰς τήν βασιλείαν τοῦ
Θεοῦ» (Ἰω. 3,5). Ἄν κάποιος
δέν γεννηθεῖ, γιά
δεύτερη φορά, ἀπό
τό νερό τοῦ Βαπτίσματος καί
ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού
ἐνεργεῖ στό
Βάπτισμα, δέν πρόκειται νά μπεῖ
στή βασιλεία τοῦ
Θεοῦ! Ὁ Κύριος πρίν ἀρχίσει τό δημόσιο ἔργο
Του βαπτίσθηκε στόν Ἰορδάνη ποταμό, γιά τονίσει μεταξύ ἄλλων
τή σημασία καί τήν ἀναγκαιότητα τοῦ Βαπτίσματος. Ὁ
Ἴδιος μετά τήν Ἀνάστασή Του ἀπέστειλε
τούς ἁγίους Ἀποστόλους στόν κόσμο,
λέγοντας «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα
τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς
εἰς τό ὄνομα τοῦ
Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος» (Ματθ. 28,19).
Σύμφωνα μέ τή
διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου, ἡ πίστη καί τό Βάπτισμα
εἶναι δυό ἀναγκαῖες
προϋποθέσεις τῆς σωτηρίας: «Ὁ πιστεύσας
καί βαπτισθείς σωθήσεται»
(Μάρκ. 16,16). Ὁ ἄνθρωπος
σώζεται, ὅταν πιστέψει
πρῶτα στόν Χριστό
καί στή συνέχεια βαπτιστεῖ. Οὔτε
πίστη χωρίς Βάπτισμα
σώζει, οὔτε Βάπτισμα
χωρίς πίστη. Ἐκεῖνο,
ὅμως, πού πραγματοποιεῖ
τή σωτηρία εἶναι
τό Βάπτισμα. Βέβαια, ἡ
πίστη πρέπει νά
συνοδεύεται ἀπό
καλά ἔργα, γιά νά
εἶναι ζωντανή, γιατί
σέ ἀντίθετη περίπτωση καθίσταται νεκρή:
«Ἡ πίστις, ἐάν μή
ἔργα ἔχῃ, νεκρά ἐστι»
(Ἰακ. 2, 17). Τά ἔργα
δέν εἶναι αὐτά πού σώζουν
τόν ἄνθρωπο, μέ ἄλλα λόγια τά καλά ἔργα
δέν εἶναι «ἀξιόμισθα», ἀποτελοῦν,
ὅμως, ἀπαραίτητη
προϋπόθεση γιά νά εἶναι ἡ πίστη μας ἀποτελεσματική,
σωτήρια.
Μέ
βάση τήν πίστη στήν ἀναγκαιότητα καί τή
σωτηριώδη ἐνέργεια τοῦ ἁγίου
Βαπτίσματος, ἡ Ἐκκλησία μας δέχθηκε
πολύ νωρίς τήν πράξη τοῦ Νηπιοβαπτισμοῦ
(τό Βάπτισμα στή νηπιακή
ἡλικία). Οἱ αἱρέσεις
συνήθως διαφωνοῦν, ἰσχυριζόμενες ὅτι τό νήπιο
δέν ἔχει ἀκόμη κρίση γιά
νά ἐκφράσει τήν πίστη
του, ἄρα τοῦ λείπει ἡ
πρώτη προϋπόθεση τῆς σωτηρίας, δηλ. ἡ πίστη. Ὅμως,
ὁ Κύριος δέν ἀπαιτεῖ
τήν πίστη ἀπό τά νήπια, πού δέν ἔχουν ἀκόμη
κρίση. Ἡ Ἐκκλησία βαπτίζει τά νήπια, γιατί
ἄν τύχει καί πεθάνουν
ἀβάπτιστα, δέν θά
εἰσέλθουν στή Βασιλεία
τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τούς λόγους τοῦ Κυρίου. Ἄλλωστε,
δέν ρωτᾶμε τά
βρέφη οὔτε γιά τήν
φυσική τους γέννηση, οὔτε
ἄν συμφωνοῦν π.χ. μέ
τόν ἐμβολιασμό τους, γιά
νά παραμείνουν στή
ζωή. Ὅταν ἔλθουν σέ κατάλληλη ἡλικία, τότε θά τούς ἀπαιτηθεῖ
καί ἡ πίστη ὡς προϋπόθεση τῆς
σωτηρίας καί τότε θά ἀποφασίσουν ἐλεύθερα
γιά τίς ἐπιλογές τους. Ἄν
ἀπορρίψουν τήν πίστη στόν Χριστό, τότε, φυσικά, δέν θά σωθοῦν,
ὅπως ἄλλωστε δέν σώζονται ὅλοι οἱ
βαπτισμένοι. Τό Βάπτισμα οὔτε βιάζει τήν ἀνθρώπινη
ἐλευθερία, οὔτε σώζει ἀναγκαστικά,
ὅταν δέν συγκατατίθεται ὁ Βαπτιζόμενος. Οἱ
πρῶτες ἱστορικές πληροφορίες γιά τόν Νηπιοβαπτισμό προέρχονται ἀπό
τόν ἅγιο Εἰρηναῖο
καί τόν Τερτυλλιανό, πού ἔζησαν στά τέλη τοῦ β' μ.Χ. αἰ.,
ὅμως οἱ ρίζες αὐτῆς
τῆς ἐκκλησιαστικῆς πράξης ἴσως
βρίσκονται στήν ἴδια τήν Καινή Διαθήκη, ὅπου γίνεται λόγος γιά
βάπτιση ὁλόκληρων οἰκογενειῶν,
ὅπως τῆς Λυδίας «καί τοῦ
οἴκου αὐτῆς»
(Πράξ. 16,15), τοῦ δεσμοφύλακος τῶν Φιλίππων «καί τῶν
αὐτοῦ πάντων» (Πράξ. 16,33) καί «τοῦ
Στεφανᾶ οἴκου» (Α' Κορ. 1,16) ἀπό τόν ἀπ.
Παῦλο.
Ἡ Ὀρθόδοξη ἀντίληψη περί τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος
Οἱ
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας στό γεγονός κατά τό ὁποῖο
«ἐξῆλθεν αἷμα καί ὕδωρ»
ὅταν ἕνας ἀπό τούς στρατιῶτες «ἔνυξε»
τήν πλευρά τοῦ Κυρίου πάνω στόν Σταυρό, βλέπουν τόν συμβολισμό τῶν
δύο κορυφαίων Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς
Θ. Εὐχαριστίας. Ἄν ἡ
Θ. Εὐχαριστία εἶναι τό Μυστήριο μέ τό ὁποῖο
ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τόν Δημιουργό
του καί θεοῦται, τό Βάπτισμα εἶναι τό Μυστήριο, τό ὁποῖο
μᾶς εἰσάγει στήν Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ, στόν χῶρο, στόν ὁποῖο
συντελεῖται ἡ σωτηρία μας. Τό Βάπτισμα εἶναι ἡ
θύρα τῆς Ἐκκλησίας, κατά τούς ἁγίους Πατέρες, καί «ἐκτός
Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία». Ἐπίσης,
τό Βάπτισμα καθαρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό
κάθε ἁμαρτία καί ἰδιαίτερα ἀπό
τό προπατορικό ἁμάρτημα, πού ὅλοι μας κληρονομοῦμε
μέ τή γέννησή μας: «ὁμολογῶ ἕν
Βάπιτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν»,
διακηρύσσουμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Κατά τή
Βιβλική καί Πατερική Παράδοση, μετά τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων ὁ
διάβολος κυριάρχησε στόν κόσμο καί καθυπέταξε ὁλόκληρη τήν κτίση, μαζί
της δέ καί τόν ἄνθρωπο. Ὁ Χριστός, μέ τό Πάθος
καί τήν Ἀναστασή Του, συνέτριψε τό κράτος τοῦ
διαβόλου καί ἔδωσε τή δυνατότητα σωτηρίας σέ ὅποιον
Τόν ἀκολουθεῖ. Ἡ
πράξη μέ τήν ὁποία καθένας ἀπό μᾶς
οἰκειοποιεῖται τά ἀποτελέσματα
τῆς Θυσίας τοῦ Χριστοῦ
εἶναι τό Βάπτισμα. Ἐκεῖ
ὁ ἄνθρωπος ἀπελευθερώνεται ἀπό
τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου καί
καθίσταται πραγματικά ἐλεύθερος. Τή θέση, πού κατεῖχε πρῶτα
ὁ διάβολος στήν ψυχή του, καταλαμβάνει τώρα ἡ
Θεία Χάρις.
Τά βασικά σημεῖα
τῆς Ὀρθόδοξης διδασκαλίας γιά τό ἅγιο Βάπτισμα φαίνονται
ἔκδηλα στήν Ἀκολουθία τοῦ
Μυστηρίου, ὅπως τελεῖται στήν Ἐκκλησία
μας. Ὅταν πρόκειται κάποιος νά βαπτισθεῖ,
προσέρχεται στόν Ναό ἐνώπιον τοῦ Ἱερέως,
πού θά τελέσει τό Βάπτισμα, μαζί μέ τόν Ἀνάδοχό του. Ὁ
Ἀνάδοχος (Νουνός) εἶναι τό πρόσωπο, πού μᾶς
ὁδηγεῖ στήν Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ. Σήμερα, πού ἰσχύει ἡ
πρακτική τοῦ Νηπιοβαπτισμοῦ, εἶναι
ὁ ὑπεύθυνος γιά τήν Κατήχησή μας, καθώς καί γιά τήν
πρακολούθηση τῆς πνευματικῆς μας πορείας μέσα
στήν Ἐκκλησία. Παλαιότερα, ὅταν οἱ
περισσότεροι Βαπτιζόμενοι ἦσαν ἐνήλικες
(ἀλλά καί σήμερα, ὅπου αὐτό
συμβαίνει), πρίν τό Βάπτισμα γινόταν συστηματική Κατήχηση στούς προσερχομένους
στήν Ἐκκλησία, δηλ. διδασκαλία ὁλόκληρης τῆς
χριστιανικῆς πίστεως. Οἱ Κατηχούμενοι ἀποτελοῦσαν
εἰδική τάξη, γιά τήν ὁποία ὑπάρχουν
μέχρι σήμερα συγκεκριμένες εὐχές καί δεήσεις τῆς
Ἐκκλησίας. Σήμερα ἡ Κατήχηση ἔχει
μετατοπισθεῖ μετά τό Βάπτισμα καί ἔχει ἀτονίσει,
πρέπει, ὅμως, ὁπωσδήποτε νά γίνεται,
μέ εὐθύνη τοῦ Ἀναδόχου,
ἀλλά καί τῶν γονέων τοῦ
Βαπτισμένου, ὥστε ἕκαστος νά γνωρίζει καλά τήν Ὀρθόδοξη πίστη, ἀκόμη
κι ἄν τήν ἀπορρίψει μετέπειτα.
Ἡ
Ἀκολουθία τοῦ Βαπτίσματος ἀρχίζει
μέ τούς Ἐξορκισμούς ἐναντίον τοῦ
διαβόλου. Πρόκειται γιά εὐχές, μέ τίς ὁποῖες
φυγαδεύεται ὁ διάβολος καί ὁ ἄνθρωπος
ἀπελευθερώνεται ἀπό τήν δαιμονική
κυριαρχία. Ἀκολουθεῖ ἡ
Ὁμολογία τοῦ ἐλεύθερου
πλέον λογικοῦ δημιουργήματος ὅτι «ἀποτάσσεται
τῷ σατανᾷ» (δέν θέλει νά ἔχει
καμία σχέση μ’ αὐτόν καί μέ κάθε δαιμονικό ἔργο) καί ὅτι
«συντάσσεται τῷ Χριστῷ» (θέλει νά εἶναι
πάντοτε μαζί μέ τόν Χριστό). Στή συνέχεια ὁ Βαπτιζόμενος ἀπαγγέλει
τό Σύμβολο τῆς Πίοτεως, μιά συμπερίληψη ὁλόκληρης τῆς
διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ ἀπό
τούς ἁγίους Πατέρες τῆς Α' καί τῆς
Β' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καί μέ τόν
τρόπο αὐτό δηλώνει ὅτι ἀποδέχεται
ὁλόκληρη τή χριστιανική διδασκαλία, χωρίς μεταβολές, χωρίς
προσθῆκες, χωρίς «διορθωτικές» παρεμβάσεις. Ὅταν
πρόκειται γιά νήπιο, ὅλα αὐτά τά κάνει ὁ Ἀνάδοχος
ἐν ὀνόματι τοῦ Βαπτιζομένου. Ἀκολουθεῖ
ἡ ἀπέκδυση, μιά κίνηση συμβολικοῦ
περιεχομένου, μέ τήν ὁποία ὁ Βαπτιζόμενος ἀποθέτει
τά ροῦχα του, δεικνύοντας ὅτι ἀρνεῖται
- ἐγκαταλείπει τόν παλαιό του ἑαυτό, γιά νά «ἐνδυθεῖ»
τόν Ἰησοῦ Χριστό.
Μετά τό πέρας τοῦ
εἰσαγωγικοῦ αὐτοῦ
μέρους τοῦ Μυστηρίου, ὁ Ἱερεύς
ἔρχεται ἐνώπιον τῆς
Κολυμβήθρας τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καί διαβάζει εὐχές,
μέ τίς ὁποῖες κατέρχεται ἡ Θεία Χάρις καί ἁγιάζει
τό νέρο, στό ὁποῖο θά γίνει τό Βάπτισμα. Μέσα ἀπό
ὑλικά στοιχεῖα μεταδίδουν τή Θεία
Χάρη τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, καί τό ὑλικό στοιχεῖο
στήν προκειμένη περίπτωση εἶναι τό νερό. Κατά τόν ἴδιο
τρόπο διαβάζει μιά εὐχή, μέ τήν ὁποία κατέρχεται ἡ
Θεία Χάρις καί ἁγιάζει τό λάδι, πού προσφέρεται γιά τήν ἐπάλειψη
τοῦ Βαπτιζομένου. Μέ τό λάδι αὐτό, καί ἀφοῦ
πρῶτα ὁ Ἱερεύς σημειώσει τό σημεῖο τοῦ
Σταυροῦ στά σημαντικότερα μέρη τοῦ σώματος τοῦ
Βαπτιζομένου, ἐπαλείφεται ὁλόκληρος ὁ
Βαπτιζόμενος ἀπό τόν Ἀνάδοχό του. Ἡ
πράξη αὐτή συμβολίζει τήν προστασία τοῦ
Θεοῦ, ἀλλά καί τήν ἑτοιμότητα γιά
πνευματικούς ἀγῶνες ἐντός τῆς Ἐκκλησίας,
ὅπως οἱ ἀθλητές
στά στάδια τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς.
Ἀκολουθεῖ
ἡ κατ’ ἐξοχήν Βάπτιση μέ
τριπλή κατάδυση καί ἀνάδυση στό νερό. Ἡ πράξη αὐτή
εἶναι συστατικό στοιχεῖο τοῦ
ἁγίου Βαπτίσματος καί δέν μπορεῖ
νά ἀντικατασταθεῖ μέ ράντισμα ἤ
μέ ἄλλες παρόμοιες πράξεις. Τό Βάπτισμα τελεῖται
στό ὄνομα τῆς Ἁγίας
Τριάδος, γι’ αὐτό ὁ Ἱερεύς μνημονεύει ξεχωριστά τά ὀνόματα
«τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ
καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» σέ κάθε κατάδυση καί ἀνάδυση.
Ἐξερχόμενος ἀπό τό νερό, ὁ
Βαπτιζόμενος εἶναι πλέον πλῆρες μέλος τοῦ
Σώματος τοῦ Χριστοῦ, δηλ. τῆς
Ἐκκλησίας, καί ἔχει λάβει τήν Χάρη τοῦ
Μυστηρίου, σάν ἕνα εἶδος σφραγῖδος μέ μόνιμο καί ἀνεξάλειπτο
χαρακτῆρα. Μέ τήν Χάρη Του ὁ ἴδιος
ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι παρών στόν
Βαπτιζόμενο, ὁ ὁποῖος κατά κάποιον τρόπο «ἐνδύεται» τόν Χριστό: «ὅσοι
εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε».
Μέ τήν τριπλή κατάδυση καί ἀνάδυση μετέχει στόν
Θάνατο, στήν Ταφή καί στήν Ἀνάσταση τοῦ
Χριστοῦ. Μέσα στό νερό πεθαίνει καί θάπτεται ὁ
παλαιός ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος
τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ διαβόλου, καί
γεννιέται ἕνας νέος ἄνθρωπος, ὁ
ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ.
Τό Βάπτισμα ἀποτελεῖ πραγματική «ἀναγέννηση»
γιά τόν ἄνθρωπο, δηλ. γέννηση γιά δεύτερη φορά «ἐξ
ὕδατος καί Πνεύματος», ὅπως εἶπε
ὁ Χριστός (Ἰω. 3,5). Τό παρελθόν του
διαγράφεται ὁριστικά καί δέν ἀσκεῖ
πιά καμιά ἐπίδραση, ἀκόμη κι ἄν
ὁ Βαπτιζόμενος ἦταν ἕνας
μεγάλος ἁμαρτωλός. Ὁ νέος ἄνθρωπος
ἔχει πλέον ὅλες τίς δυνάμεις καί
τίς προϋποθέσεις νά φθάσει μέχρι τά ὕψη τῆς
ἁγιότητας.
Ἀκολουθεῖ
ἡ σφράγιση μέ τό ἅγιο Μῦρο,
δηλ. τό Μυστήριο τοῦ Χρίσματος, πού δίδεται μαζί μέ τό Βάπτισμα, καθώς ἐπίσης
κάποιες ἄλλες πράξεις, εἰς ἔνδειξιν
τῶν δωρεῶν πού ἔλαβε
ὁ Βαπτιζόμενος. Μιά ἀπ’ αὐτές
εἶναι ἡ ἔνδυση μέ λευκά ἐνδύματα, σύμβολο τῆς
ψυχικῆς καθαρότητας, πού παρέχει τό Βάπτισμα, ἀφοῦ
τελεῖται, ὅπως προαναφέραμε, «εἰς
ἄφεσιν ἁμαρτιῶν»
καί συγχωρεῖ ὅλα τά ἁμαρτήματα. Ὁ
Βαπτιζόμενος ἐνδύεται «χιτῶνα φωτεινόν», τόν ὁποῖο
πρέπει νά διατηρεῖ κατά τό δυνατό λευκό καί ἀμόλυντο ἀπό
πάθη καί ἁμαρτήματα, ὅπως τόν παρέλαβε στό Βάπτισμά
του. Τοῦ δίδεται ἀναμένη λαμπάδα, πού
συμβολίζει τό φῶς τοῦ Χριστοῦ καί τή Χάρη τοῦ
ἁγίου Βαπτίσματος. Τοῦ δίδεται, ἐπίσης,
ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ,
γιά νά τόν φορᾶ πάντοτε στόν λαιμό του, καί «κείρεται» (κόπτεται) ἕνα
μέρος τῶν μαλλιῶν τῆς
κεφαλῆς του, εἰς ἔνδειξιν
ἀφιέρωσης στόν Χριστό. Στή συνέχεια γίνεται ὁ
πανηγυρικός χορός γύρω ἀπό τήν Κολυμβήθρα, ἐνῶ
ψάλλεται ὁ ὕμνος «ὅσοι εἰς
Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε». Τό
Βάπτισμα εἶναι αἰτία χαρᾶς:
χαίρονται καί πανηγυρίζουν τά ἐπίγεια καί τά οὐράνια
γιά τήν πνευματική ἀναγέννηση καί σωτηρία ἑνός ἀνθρώπου.
Τό Βάπτισμα εἶναι
Μυστήριο μοναδικό καί ἀνεπανάλειπτο. Τελεῖται μόνο μιά φορά στή
ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ὑπάρχει μόνο ἕνα
καί μοναδικό Βάπτισμα («ὁμολογῶ ἕν
Βάπτισμα»), αὐτό πού τελεῖ ἡ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ
μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἐκτός αὐτοῦ
δέν ὑπάρχει ἄλλο «βάπτισμα»: «μηδένα
βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας,
ἑνός ὄντος Βαπτίσματος, καί ἐν μόνῃ
τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ
ὑπάρχοντος» (α' κανών ἁγ. Κυπριανοῦ,
Πηδάλιον, σ. 368). Τό «βάπτισμα» τῶν αἱρετικῶν,
γιά παράδειγμα, εἶναι ἄκυρο, ὅπως καί «τά ὑπ’
αὐτῶν γενόμενα ψευδῆ καί κενά ὑπάρχοντα,
πάντα ἐστίν ἀδόκιμα» (αὐτόθι,
σ. 362), γι’ αὐτό καί οἱ ἱεροί
κανόνες ὁρίζουν τήν καθαίρεση τῶν Κληρικῶν
πού ἀποδέχονται τό «βάπτισμα» αἱρετικῶν:
«Ἐπίσκοπον ἤ Πρεσβύτερον αἱρετικῶν
δεξαμένους Βάπτισμα ἤ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν»
(μστ' ἀποστ. κανών, Πηδάλιον, σ. 51). Ὑπάρχουν,
βέβαια, κανόνες πού κάνουν ἀποδεκτό τό Βάπτισμα
κάποιων ἀρχαίων αἱρέσεων. Αὐτό,
ὅμως, γίνεται γιά λόγους οἰκονομίας, «οἰκονομίας
ἕνεκα τῶν πολλῶν»,
ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὁ Μ. Βασίλειος (α'
κανών, Πηδάλιον, σ. 587) καί δέν μπορεῖ νά ἰσχύσει
γιά σύγχρονους αἱρετικούς, πού ἀλλοιώνουν ὄχι
μόνο τόν τῦπο, ἀλλά καί τήν οὐσία τοῦ
μεγάλου αὐτοῦ Μυστηρίου, διά τοῦ ὁποίου
συντελεῖται ἡ σωτηρία μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου