ΤΕΥΧΟΣ 61 ΤΡΙΠΟΛΙΣ
ΜΑΡΤΙΟΣ – ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2009
Η
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ «ΑΛΛΕΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ»
Ἡ θέση τοῦ προβλήματος στην ἐποχή μας
Ἡ
κοινωνία, στήν ὁποία ζοῦμε, χαρακτηρίζεται
συνήθως ὡς «πολυπολισμική». Ὄχι μόνο στόν ὑπόλοιπο
κόσμο, ἀλλά καί στή χώρα μας τά τελευταῖα
χρόνια ἔχουν ἐπέλθει κοινωνικές ἀλλαγές,
πού μᾶς φέρνουν καθημερινά σέ ἐπαφή μέ ὁπαδούς
«ἄλλων θρησκειῶν», δογμάτων καί
παραδόσεων. Ἡ θρησκευτική μας ὁμοιογένεια δέχεται ἰσχυρούς
κλονισμούς, εἴτε ἀπό τήν εἰσρροή μεταναστῶν
ἀπό ἄλλες χῶρες, εἴτε
ἀπό τίς συνθῆκες πού δημιουργοῦν
τά σύγχρονα μέσα συγκοινωνίας καί ἐπικοινωνίας, ἀλλά
καί ἡ θέση μας στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση.
Στίς νέες αὐτές συνθῆκες, εἶναι
φυσικό νά τίθεται καί πάλι ἔντονα καί ἐπιτακτικά
τό ἐρώτημα γιά τή σχέση μας μέ τούς ὁπαδούς
τῶν «ἄλλων θρησκειῶν». Πῶς
πρέπει νά τούς ἀντιμετωπίζουμε στήν καθημερινή μας ζωή; Πῶς
ἀντιμετωπίζει τό πρόβλήμα ἡ Πολιτεία; Ποιά στάση
πρέπει νά τηρεῖ ἡ ἐπίσημη Ἐκκλησία;
Οἱ
ἀπαντήσεις γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους
πρέπει νά ἀντλοῦνται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη
Παράδοση, ἡ ὁποία, στή μακραίωνη ἱστορία της, ἔχει
ἀντιμετωπίσει ἀνάλογες περιπτώσεις. Ἄς
δοῦμε δυό χαρακτηριστικά παραδείγματα: α) Ὁ
ἀρχαῖος Ἰσραήλ ἦταν σέ συνεχῆ
ἐπαφή μέ ἕνα
πλῆθος λαῶν, πού πίστευε σέ ἄλλες
θρησκεῖες καί λάτρευε κάθε λογῆς εἴδωλα.
Ἡ Παλαιά Διαθήκη ἀναφέρεται σαφῶς
στή σχέση μέ τίς θρησκεῖες αὐτές. β) Ὁ Χριστιανισμός ἐμφανίστηκε
μέσα σέ ἕνα ἔντονα συγκριτιστικό περιβάλλον, πού θά μποροῦσε
νά χαρακτηρισθεῖ ὡς χοάνη λαῶν, πολιτισμῶν,
θρησκειῶν καί ἀντιλήψεων. Στήν Καινή
Διαθήκη καί στούς ἀρχαίους Πατέρες, μποροῦμε νά ἀνιχνεύσουμε
σαφῶς τή στάση τῆς πρωτοχριστιανικῆς
Ἐκκλησίας ἔναντι αὐτοῦ
τοῦ περιβάλλοντος. Ἡ μαρτυρία τῆς
Ὀρθόδοξης Παράδοσης εἶναι ἐν
προκειμένω κοινή: ἡ σωτηρία προέρχεται μόνο ἀπό τόν ἕνα
καί ἀληθινό Θεό, στόν Ὁποῖο
καί μόνο ἀποδίδεται ἡ λατρεία (Ἐξ.
20, 2-5), ἤ ἡ σωτηρία πρόερχεται μόνο ἀπό τόν Ἰησοῦ
Χριστό (Πράξ. 4,12), τόν μοναδικό Υἱό τοῦ
Θεοῦ.
Βέβαια, στήν ἐποχή
μας δέν κυριαρχεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση. Κυριαρχοῦν ἄλλες
«παραδόσεις». Κυριαρχεῖ περισσότερο τό φρόνημα τῆς Νέας Ἐποχῆς,
ἑνός κινήματος - ρεύματος, πού τείνει νά «ὑπερβεῖ»
ἤ νά ὑποκαταστήσει τίς θρησκεῖες καί νά ἐπικρατήσει
ὡς ἡ θρησκεία τοῦ μέλλοντος. Παραδόξως ἡ
Νέα Ἐποχή δέν ἔχει ἀρνητική
ἀντίληψη γιά τίς θρησκεῖες. Ἔχει
μᾶλλον θετική ἀντίληψη. Ὑπό
τήν ἐπίδρασή της οἱ θρησκεῖες
ἀξιολογοῦνται θετικά στήν ἐποχή
μας, ὄχι μόνο στό ἐπίπεδο τῆς
πρακτικῆς συνεργασίας (τοῦ ὀφειλόμενου
σεβασμοῦ πρός τούς ὁπαδούς τῶν
«ἄλλων θρησκειῶν» στίς καθημερινές
μας σχέσεις), ἀλλά καί στό ἐπίπεδο τῆς
ἀλήθειας. Μέ τό πρόσχημα τῆς «ἀποδοχῆς»
τοῦ ἄλλου ἤ τοῦ
σεβασμοῦ τῆς «ἑτερότητας» ἐπιχειρεῖται
συνήθως ἡ σχετικοποίηση τῆς ἀλήθειας
τῆς Ὀρθόδοξης πίστης καί προωθοῦνται ἔντονα
οἱ διαχριστιανικοί καί διαθρησκειακοί διάλογοι, μέ ἀπώτερο
σκοπό τή συγκριτιστική συγχώνευση τῶν ἐπιμέρους
θρησκειῶν ἤ ὁμολογιῶν μέσα στή χοάνη τῆς
Νέας Ἐποχῆς.
Τό
φρόνημα τῆς Νέας Ἐποχῆς
Τί εἶναι,
ὅμως, ἡ Νέα Ἐποχή;
Δέν εἶναι μιά συγκεκριμένη θρησκεία ἤ
αἵρεση. Εἶναι ἕνα
σύνολο ὁμάδων ἤ αἱρέσεων
μέ κοινά στοιχεῖα. Εἶναι ἕνα κίνημα, ἕνα ρεῦμα,
πού ἐπηρεάζει καί διαποτίζει ἐπί μέρους ἄτομα
σέ ὅλο τόν κόσμο καί εἰσέρχεται σέ ὅλους
τούς τομεῖς τῆς ζωῆς. Ἄρχισε νά διαμορφώνεται στά τέλη τοῦ
19ου αἰ. ἀπό χαρακτηριστικούς ἐκπροσώπους τοῦ
ἀποκρυφιστικοῦ χώρου (Ἕλενα
Μπλαβάτσκυ, Ἀλίκη Μπέϊλι, κ.ἄ.), πού συνδύασαν
στοιχεῖα τοῦ ἀποκρυφισμοῦ καί τῆς
ἀστρολογίας μέ ἀντιλήψεις τῶν
ἀνατολικῶν θρησκειῶν
(μετενσάρκωση, διαλογισμός κ.ἄ.). Ἔτσι
διαμορφώθηκε ἡ ἰδεολογία τοῦ κινήματος, κατά τήν ὁποία:
α) δέν ὑπάρχει πραγματική διάκριση μεταξύ Θεοῦ
καί κόσμου («τά πάντα εἶναι ἕνα»), β) ὁ Θεός εἶναι
μιά ἀπρόσωπη δύναμη, πού διαχέεται στό σύμπαν, γ) κάθε στοιχεῖο
τοῦ κόσμου (πρόσωπο, ζῶο, πρᾶγμα)
ἔχει θεϊκή οὐσία καί ἀποτελεῖ
μορφή ἐκδήλωσης τῆς ἀπρόσωπης
θεότητας, δ) προορισμός τοῦ ἀνθρώπου
εἶναι νά «ἐξελιχθεῖ»
σέ «ἀνώτερα ἐπίπεδα» μέ ἀπώτερο
στόχο τήν «ἕνωση» (=διάλυσή του) μέσα στήν ἀπρόσωπη
θεότητα κ.ἄ.
Στά πλαίσια αὐτά
κατανοεῖται ἡ στάση τῆς Ν. Ἐποχῆς
ἔναντι τοῦ Χριστιανισμοῦ
καί τῶν θρησκειῶν γενικά, ἡ
ὁποία, ἐξωτερικά τουλάχιστον,
δέν ἔχει τή μορφή σαφοῦς ἀντιπαράθεσης
καί προσδιορίζεται ἀπό δυό βασικές ἀρχές:
α) «δέν ὑπάρχει θρησκεία ἀνώτερη
ἀπό τήν ἀλήθεια», καί β) «δέν
ὑπάρχει θρησκεία, ἀνώτερη
ἀπό κάποια ἄλλη θρησκεία».
Σύμφωνα μέ τίς ἀρχές αὐτές, ὅλες
οἱ θρησκεῖες εἶναι
τό ἴδιο· μεταξύ τους δέν
ὑπάρχει οὐσιαστική διαφορά.
Οἱ θρησκεῖες εἶναι
διαφορετικοί «δρόμοι», πού ὁδηγοῦν
στόν ἴδιο προορισμό, στόν
ἴδιο «θεό». Πάνω
ἀπ’ τίς θρησκεῖες εἶναι
ἡ «ἀλήθεια» (ἡ «ἀλήθεια»
τῆς Ν. Ἐποχῆς,
οἱ ἀντιλήψεις της). Κάθε θρησκεία κατέχει ἕνα
μέρος τῆς ἀλήθειας, ἐνῶ
ἡ Ν. Ἐποχή ἐκπροσωπεῖ
τό «πλήρωμα» (τό σύνολο) τῆς ἀλήθειας.
Ἐπιπλέον, οἱ θρησκεῖες
ἦσαν γιά τούς
ἀτελεῖς ἀνθρώπους ἄλλων ἐποχῶν
καί οἱ μεταξύ τους διαφορές
ὀφείλονται στήν ὑπερβολική
προσκόληση στόν τῦπο
καί στό γράμμα. Ἡ Ν. Ἐποχή
φέρνει, ὑποτίθεται, μιά βαθύτερη
κατανόηση τῶν θρησκειῶν,
μέ σκοπό τήν
ἀνακάλυψη τῆς κοινῆς
τους οὐσίας καί μέ
προοπτική τή μεταξύ τους συνεργασία,
τή συνένωσή τους καί τή
δημιουργία μιᾶς «πανθρησκείας». Αὐτό
ἀφορᾶ καί τή Χριστιανική Ἐκκλησία,
γι' αὐτό προτείνεται μιά
«νέα κατανόηση» τῆς
Ἁγ. Γραφῆς, μιά
«νέα ἀνάγνωση» τῶν ἱερῶν
κειμένων, μιά «νέα
νοηματοδότηση» τῶν χριστιανικῶν
ὅρων. Ἔτσι, ἡ
Ν. Ἐποχή δέν λέει, συνήθως, «βγές ἀπό
τήν ἐκκλησία σου γιά
νά σωθεῖς», δέν
ἐπιδιώκει, ὅπως οἱ
περισσότερες αἱρέσεις, νά ἀδειάσει
τίς Ἐκκλησίες γιά
νά γεμίσει τίς δικές
της αἴθουσες. Δέχεται νά εἶναι
γεμάτες οἱ Χριστιανικές Ἐκκλησίες,
ἀλλά ὅσοι βρίσκονται μέσα
σ' αὐτές νά ἔχουν ἀλλοιωμένο φρόνημα, δηλ.
νά εἶναι στήν οὐσία αἱρετικοί!
Ἡ
ἑνοποίηση τῶν θρησκειῶν
εἶναι ἕνα μόνο βῆμα πρός τήν ἑνοποίηση
ὅλου τοῦ κόσμου.
Παράλληλα ἐπιδιώκεται
ἡ φυλετική, ἡ
ταξική, ἡ ἰδεολογική καί,
τέλος, ἡ πολιτική ἑνοποίηση,
ὥστε ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα
νά γίνει μιά «παγκόσμια
ἀδελφότητα». Τότε θά τεθεῖ
κάτω ἀπό τήν πνευματική, ἴσως
καί τήν πολιτική, ἡγεσία
τοῦ «ἀβατάρ» τῆς Ν. Ἐποχῆς,
τοῦ νέου μεσσία, πού θά ἐμφανισθεῖ
γιά νά τήν ὁδηγήσει, ὑποτίθεται,
στόν κόσμο τῆς προόδου,
τῆς τελειότητας καί τοῦ
φωτός (ἄς ὑπενθυμίσουμε τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας
μας γιά τό πρόσωπο τοῦ Ἀντιχρίστου, πού θά ἐμφανισθεῖ
ὡς «νέος μεσσίας» πρίν τή Δευτέρα
Παρουσία τοῦ Χριστοῦ). Αὐτό
εἶναι τό φρόνημα τῆς Ν. Ἐποχῆς
γιά τίς θρησκεῖες, πού προβάλλεται συνεχῶς στίς μέρες μας. Τί δέχεται
ὅμως, ἡ Ὀρθόδοξη
Παράδοση;
Ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης
Πρίν δοῦμε
ἀναλυτικά τή μαρτυρία τῆς Ὀρθόδοξης
Παράδοσης γιά τίς «ἄλλες θρησκεῖες», ὀφείλουμε
νά ἀπαντήσουμε στό ἐρώτημα: Εἶναι
ὁ Χριστιανισμός θρησκεία; Εἶναι ἡ
Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ
θρησκεία; Εἶναι μιά ἀπ’ τίς θρησκεῖες
τοῦ κόσμου; Ποιά εἶναι ἡ
θεολογική ἀπάντηση στό ἐρώτημα; Ὄχι
ἡ θρησκειολογική ἤ, γενικά, ἡ
ἐπιστημονική, ἀλλά ἡ
θεολογική ἀπάντηση. Αὐτή ἐξαρτᾶται
ἀπό τό νόημα πού δίνουμε κάθε φορά στόν ὅρο
«θρησκεία». Ἄν θρησκεία εἶναι ἡ
σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό (τόν ἀληθινό Θεό), τότε καμμία
ἀπό τίς ἀποκαλούμενες θρησκεῖες
δέν εἶναι ὄντως θρησκεία, γιατί καμμία ἀπ’ αὐτές
δέν ὁδηγεῖ σέ πραγματική σχέση μέ τόν Θεό. Ὅλες
ὁδηγοῦν σέ σχέσεις μέ ψεύτικους «θεούς», σέ «θεούς» πλάσματα τῆς
ἀνθρώπινης λογικῆς καί φαντασίας, ὅπως
θά δοῦμε στή συνέχεια. Μ’ αὐτή τήν ἔννοια
θρησκεία εἶναι μόνο ἡ Ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ. Ἄν,
ὅμως, χρησιμοποιοῦμε τόν ὅρο
θρησκεία μέ τήν τρέχουσα σημασία του, τήν καθημερινή, μέ τήν ὁποία
θρησκεία εἶναι καί τό Ἰσλάμ καί ὁ
Ἰνδουϊσμός καί ὁ Βουδισμός κ.λ.π.,
τότε ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι σέ καμμιά περίπτωση
θρησκεία. Εἶναι μιά μέθοδος σωτηρίας, πού δέν ἔχει
σχέση μέ τίς θρησκεῖες καί ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεση
μ’ αὐτές. Γι’ αὐτό στήν Ὀρθόδοξη
Παράδοση ἀποφεύγεται γενικά ὁ χαρακτηρισμός τῆς
πίστης μας ὡς «θρησκείας». Στήν Καινή Διαθήκη ὁ
ὅρος ἀπαντᾶται μόνο τέσσερις φορές. Σέ καμμία ἀπ’
αὐτές δέν ἀναφέρεται εὐθέως
στό περιεχόμενο τῆς πίστεως. Σέ μία περίπτωση ἀναφέρεται στόν Ἰουδαϊσμό
(Πράξ. 26,5), σέ ἄλλη (Κολ. 2,18) σέ λατρεία Ἀγγέλων (αἵρεση)
καί σέ ἄλλες δύο (Ἰακ. 1,26 καί 27) στήν ἐσωτερική
διάθεση τοῦ ἀνθρώπου νά ἐπικοινωνήσει μέ τόν
Θεό (στήν «πιστεύουσα» καί ὄχι στήν «πιστευόμενη
πίστη»).
Ποιά εἶναι
ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθόδοξης
Παράδοσης γιά τήν προέλευση τῶν θρησκειῶν;
Στήν Παλαιά Διαθήκη ὑπάρχει ἡ διήγηση γιά τή δημιουργία
καί πτώση τοῦ ἀνθρώπου (Γεν. κεφ. 1-3). Ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο
καί τόν ἔβαλε νά κατοικήσει στόν Παράδεισο, ὅπου
ὑπῆρχε προσωπική καί ἄμεση κοινωνία μέ τόν
Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ φυσική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου:
νά εἶναι μαζί μέ τόν Θεό, νά ἐπικοινωνεῖ
μαζί Του. Ἡ κοινωνία, ὅμως, αὐτή
διεκόπη μέ τήν πτώση, ὅταν μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου
περενεμβλήθη τό «μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ»
ἤ τό «κάλλυμα τῶν παθῶν»,
ἡ δέ φυσική κατάσταση ἐξέπεσε σέ παρά φύσιν
κατάσταση. Ἀλλά καί σ’ αὐτή τήν κατάσταση ὁ
ἄνθρωπος δέν ἔπαψε νά ἀναζητᾶ
τόν Θεό, νά αἰσθάνεται ἔντονα τήν ἀπουσία
Του. Ἐπειδή, ὅμως, δέν μποροῦσε
νά Τόν ἀνακαλύψει μέ τίς δικές του δυνάμεις, καί ἐπειδή
χωρίς Αὐτόν δέν μποροῦσε νά ζήσει, «ἀνακάλυψε»
ἄλλους «θεούς» καί ἐπινόησε θρησκεῖες.
Πῶς, ὅμως, ἀνακάλυψε «θεούς» καί
θρησκεῖες; Προφανῶς μέ τή λογική καί τή
φαντασία του, δηλ. πίστεψε στόν Θεό, ὅπως Τόν διανοήθηκε καί
ὅπως Τόν φαντάστηκε. Κατά τήν Ὀρθόδοξη
Παράδοση, ὅλες οἱ θρησκεῖες
εἶναι προϊόντα τῆς λογικῆς
καί τῆς φαντασίας, δηλ. ὅλες εἶναι
ἀνθρώπινα κατασκευάσματα. Ὅλες ἔχουν
ἀνθρώπινη προέλευση καί ὅλες ὀφείλονται
στήν φυσική τάση τοῦ ἀνθρώπου νά γνωρίσει τόν Θεό. Ἡ
ποικιλία τους ὀφείλεται στίς ἑκάστοτε εἰδικές
συνθῆκες ὅσων τίς ἐπινοοῦν
(σέ πρωτόγονο στάδιο ὁ ἄνθρωπος θεοποιεῖ ὅ,τι
τοῦ προξενεῖ ἐντύπωση
ἤ φόβο, π.χ. τά φυσικά φαινόμενα, σέ ἄλλο
στάδιο κατασκευάζει ἀγάλματα ἀνύπαρκτων «θεῶν»
καί τά προσκυνεῖ καί σέ ἄλλο ἐπινοεῖ
θρησκεῖες μέ ἐπεξεργασμένη
διδασκαλία καί ἠθική). Τελικά, ὅλες οἱ
θρησκεῖες λατρεύουν «εἴδωλα» (θεοποιοῦν
δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ), ὅλες χωρίς ἐξαίρεση ἔχουν
εἰδωλολατρικό χαρακτῆρα (καί ὄχι
μόνο οἱ θρησκεῖες, ἀλλά
καί πολλές ἄλλες ἀνθρώπινες
δραστηριότητες, ὅπως ἡ σχέση σέ πολλές περιπτώσεις μέ μιά συγκεκριμένη ἰδεολογία,
ἡ σχέση τοῦ φανατικοῦ
ὁπαδοῦ μέ τό ποδόσφαιρο, ἡ σχέση τοῦ
φιλάργυρου μέ τό χρῆμα, ἡ σχέση τοῦ ἐπιδειξιομανοῦς
μέ τόν ἑαυτό του κ.ἄ.). Τελικά ὅλες
οἱ θρησκεῖες εἶναι
νεκρές! Ἄς δοῦμε πῶς ἐκφράζεται αὐτό στήν Ὀρθόδοξη
Παράδοση, τῆς ὁποίας οἱ ρίζες εἶναι
στήν Παλαιά Διαθήκη: «Τά εἴδωλα τῶν
ἐθνῶν ἀργύριον καί χρυσίον, ἔργα χειρῶν
ἀνθρώπων· στόμα ἔχουσι καί οὐ
λαλήσουσιν, ὀφθαλμούς ἔχουσι καί οὐκ
ὄψονται· ὦτα ἔχουσι
καί οὐκ ἐνωτισθήσονται» («οἱ θεοί τῶν
ἐθνῶν, οἱ ἄλλες θρησκεῖες, εἶναι
μόνο χρυσός καί ἀσήμι, εἶναι ἁπλά
κατασκευάσματα τῶν ἀνθρώπινων χεριῶν· ἔχουν
στόμα, ἀλλά δέν μποροῦν νά μιλήσουν· ἔχουν
μάτια, ἀλλά δέν βλέπουν· ἔχουν αὐτιά,
ἀλλά δέν ἀκοῦνε»,
Ψαλμ. 134, 15-17).
Ἡ
οὐσιαστική διαφορά τοῦ (αὐθεντικοῦ)
Χριστιανισμοῦ ἀπό τίς θρησκεῖες εἶναι
ὅτι οἱ μέν θρησκεῖες ἀποτελοῦν
κίνηση τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό, ὁ δέ Χριστιανισμός
θεμελιώνεται στήν κίνηση τοῦ Θεοῦ
πρός τόν ἄνθρωπο. Ὁ Χριστιανισμός εἶναι
Ἀποκάλυψη, εἶναι φανέρωση τοῦ
Θεοῦ στόν κόσμο, τόν Ὁποῖο
οὔτε γνωρίσαμε (Α' Κορ. 1,21), οὔτε
πρόκειται νά γνωρίσουμε ποτέ μέ τίς δικές μας δυνάμεις, δηλ. ἔξω
ἀπό τήν Ἀποκάλυψή Του. Οἱ
θρησκεῖες, ἀντίθετα, δέν εἶναι Ἀποκάλυψη,
εἶναι ὑποκατάστατα τῆς Ἀποκαλύψεως.
Ἄς
δοῦμε, ὅμως, καί μιά ἄλλη πιό σοβαρή διάσταση
τοῦ θέματος. Ἡ Ὀρθόδοξη
Παράδοση δέχεται τήν ὕπαρξη τοῦ διαβόλου καί τή
συνεχή δράση του μέσα στόν κόσμο. Γνωρίζουμε ὅτι ὁ
διάβολος ἐπιχειρεῖ νά διαστρέψει κάθε
καλό καί νά τό μεταβάλλει σέ κακό. Ἔτσι, ἐπιχειρεῖ
νά διαστρέψει καί τή φυσική τάση τοῦ ἀνθρώπου
πρός τόν Θεό, ὅπως αὐτή ἐκφράζεται
στίς θρησκεῖες. Πρακτικά αὐτό σημαίνει ὅτι
εἰσχωρεῖ στά ἀντικείμενα
λατρείας τῶν θρησκειῶν (στά «εἴδωλα
τῶν ἐθνῶν») γιά νά δέχεται τήν προσκύνηση τῶν
ἀνθρώπων. Ὑπό τό πρίσμα αὐτό
ὅλες οἱ θρησκεῖες
εἶναι δαιμονικές καταστάσεις. Γι’ αὐτό,
κατά τήν Ἁγ. Γραφή (Ψαλμ. 95,5), «πάντες οἱ
θεοί τῶν ἐθνῶν δαιμόνια» (ἐπισημαίνουμε τό
«πάντες») καί ὅποιος θυσιάζει σ’ αὐτούς «θύει τοῖς
δαιμονίοις» (Ψαλ. 105,37).
Μέ βάση τά παραπάνω,
κατανοοῦμε γιατί στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση τό νά
ἐγκαταλείψει κάποιος τήν Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ καί νά προσχωρήσει σέ ἄλλη θρησκεία (ὅπως
στήν περίπτωση τῶν ἐξισλαμισμῶν τῆς
Τουρκοκρατίας) ἰσοδυναμεῖ μέ τόν πνευματικό
θάνατο, μέ τόν ἀποκλεισμό ἀπό τή σωτηρία. Κατανοοῦμε
γιατί οἱ «πεπτωκότες» τῆς ἐποχῆς
τῶν διωγμῶν (ὅσοι
εἶχαν θυσιάσει στά εἴδωλα γιά νά ἀποφύγουν
τά βασανιστήρια καί τόν θάνατο) ἀντιμετωπίζονταν ὡς
βαρύτατα ἁμαρτήσαντες καί γίνονταν πολύ δύσκολα ἀποδεκτοί
στήν Ἐκκλησία, ὅταν ἐπέστρεφαν.
Κατανοοῦμε γιατί οἱ ἅγιοι
Μάρτυρες ἀρνοῦντο πεισματικά νά θυσιάσουν στά εἴδωλα.
Ἡ θυσία τους δέν θά ἦταν ἁπλῶς
ἀπόδοση θεϊκῶν ἰδιοτήτων
σ’ ἕνα νεκρό καί ἄψυχο εἴδωλο,
ἀλλά καί σαφής λατρεία τοῦ διαβόλου. Ἄλλωστε,
διάχυτη ἦταν ἡ ἀντίληψη μεταξύ τῶν Χριστιανῶν,
ὅτι μέσα στά εἴδωλα κατοικοῦσαν
δαίμονες γιά νά δέχονται τήν προσκύνηση τῶν ἀνθρώπων,
ὅπως μαρτυρεῖται σαφῶς
στά Μαρτυρολόγια τῆς Ἐκκλησίας. Ἄς δοῦμε
ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀπό
τόν βίο τοῦ ἁγίου Γεωργίου: «Ὁ δέ παρανομώτατος
βασιλεύς Διοκλητιανός, τό πρωΐ, ὅταν
ἐξημέρωσεν, ἦλθεν εἰς
τόν ναόν τοῦ Ἀπόλλωνος ... προσέταξε δέ νά φέρουν ἐκεῖ
καί τόν Ἅγιον ... Τότε ὁ τοῦ
Χριστοῦ Μάρτυς Γεώργιος ἤγειρε τήν δεξιάν του
χεῖρα πρός τό εἴδωλον τοῦ
Ἀπόλλωνος καί εἶπε· "Θέλεις σύ, εἴδωλον
ἄψυχον, νά λάβῃς, ὡς
θεός, ἀπό ἐμέ θυσίαν"; Ὁμοῦ
δέ μέ τόν λόγον ἔκαμε καί τόν σταυρόν του· τό δέ δαιμόνιον, τό ὁποῖον
κατώκει εἰς τό εἴδωλον, διά φωνῆς
μεγάλης ἐβόησε· "Δέν εἶμαι ἐγώ
θεός, οὔτε ἄλλος τις ἀπό ἡμᾶς·
μόνον αὐτός τόν ὁποῖον
σύ κηρύττεις εἶναι Θεός ἀληθινός. Ἡμεῖς
εἴμεθα ἄλλοτε Ἄγγελοι
καί λόγῳ τῆς ὑπερηφανείας μας ἐγίναμεν διάβολοι, ἀπό
τότε δέ περιπαίζομεν τούς ἀνθρώπους ἀπό
τόν φθόνον μας καί μᾶς προσκυνοῦσιν ὡς
θεούς". Λέγει τότε ὁ Ἅγιος· "Διατί λοιπόν παραμένετε τώρα ἐδῶ,
ὅπου παρευρίσκομαι καί ἐγώ ὁ
δοῦλος τοῦ ἀληθινοῦ
Θεοῦ"; Παρευθύς τότε μέ τόν λόγον τοῦ
Ἁγίου βοή καί σύγχυσις καί κλαυθμοί ἠκούσθησαν
προερχόμενοι ἀπό τά εἴδωλα τοῦ
βωμοῦ, καταπεσόντα δέ ταῦτα εἰς
τήν γῆν συνετρίβησαν εἰς τεμάχια» (Μέγας
Συναξαριστής, τ. Δ', ἔκδ. Μ. Λαγγῆ, Ἀθῆναι
1998, σ. 477-478).
Ἡ στάση μας ἔναντι τῶν ὁπαδῶν τῶν «ἄλλων θρησκειῶν»
Οἱ
παραπάνω ἀντιλήψεις προκαλοῦν ἀπορίες,
ὅπως: Δέν περιέχουν οἱ θρησκεῖες
ἀλήθειες; Δέν προβάλλουν πολλές φορές τό καλό; Πῶς
θά κριθοῦν ἀπό τόν Θεό ὅσοι κάνουν τό καλό, ἀλλά
ἔτυχε νά ἀνήκουν σέ «ἄλλες
θρησκεῖες»;
Βέβαια, ἡ
κρίση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄγνωστη σέ μᾶς. Ὁ
Θεός θά κρίνει τόν κόσμο, ὄχι ἐμεῖς.
Γνωρίζουμε ὅτι εἶναι φιλάνθρωπος καί ὅτι δέν θά ἀδικήσει
κανέναν. Δέν γνωρίζουμε, ὅμως, πῶς ἀκριβῶς
θά ἀντιμετωπίσει αὐτές τίς περιπτώσεις. Ἡ
ὁποιαδήποτε κρίση Του, βέβαια, δέν δικαιώνει τίς θρησκεῖες.
Ἄν ὁ Θεός κρίνει μέ φιλανθρωπία περιπτώσεις κάποιων ὁπαδῶν,
αὐτό δέν σημαίνει ὅτι καί οἱ
θρησκεῖες εἶναι καλές καί ἀποδεκτές. Κάτι ἀνάλογο
συμβαίνει καί μέ τίς ἀλήθειες τῶν θρησκειῶν.
Ἄν οἱ θρησκεῖες περιέχουν ἀλήθειες,
αὐτό δέν τίς δικαιώνει οὔτε τίς καθιστᾶ
ἀποδεκτές. Οἱ ἀλήθειες
αὐτές ἀναφέρονται συνήθως στόν κόσμο πού μᾶς
περιβάλλει καί εἶναι ἄσχετες μέ τή σωτηρία (δέν σώζουν) ἤ
ἀναφέρονται σέ γενικότητες περί Θεοῦ
(π.χ. ὁ Θεός εἶναι ἕνας,
ὁ Θεός εἶναι καλός). Στήν
καθαυτό ἀντίληψη περί Θεοῦ, ἀπό
τήν ὁποία ἐξαρτᾶται
ἡ σωτηρία μας, οἱ θρησκεῖες
δέν περιέχουν ἀλήθειες, ἀλλά πλάνες. Κατά
συνέπειαν, δέν ἀποτελοῦν «δρόμους», πού ὁδηγοῦν
στόν Θεό, ἀλλά δρόμους, πού ὁδηγοῦν
μακριά ἀπό τόν Θεό. Τό ἴδιο ἰσχύει
καί γιά τό καλό, πού ὑπάρχει στίς θρησκεῖες. Κάποιες θρησκεῖες
προβάλλουν ὄντως τό καλό, προβάλλουν ὅμως καί τό κακό (τόν «ἱερό
πόλεμο», τή μισαλλοδοξία, τόν φανατισμό, τήν τρομοκρατία). Τό «καλό» τῶν
θρησκειῶν δέν εἶναι τίποτε παραπάνω ἀπ’
ὅ,τι μπορεῖ ὁ
ἄνθρωπος νά ἀνακαλύψει μέ τίς
φυσικές του δυνάμεις καί δέν συναντᾶται ἀποκλειστικά
στίς θρησκεῖες.
Πῶς
πρέπει νά ἀντιμετωπίζουμε πρακτικά τούς ὁπαδούς
τῶν «ἄλλων θρησκειῶν»; Ἡ
χριστιανική πίστη, ὅπως γνωρίζουμε, εἶναι στήν οὐσία
της ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη
τοῦ Χριστοῦ ὑπερβαίνει
ὅλες τίς διακρίσεις, ἀκόμη καί τίς
θρησκευτικές, καί ἀγκαλιάζει τούς πάντες, ἀκόμη καί τούς ἐχθρούς.
Ἄρα ὀφείλουμε νά ἀγαπᾶμε
τούς ὁπαδούς τῶν «ἄλλων
θρησκειῶν», ὀφείλουμε νά συνεργαζόμεθα μαζί τους, ὀφείλουμε
νά τούς σεβόμεθα, ὀφείλουμε νά προστρέχουμε στίς ἀνάγκες
τους. Πάντοτε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅταν
προέκυπταν σοβαρά προβλήματα (πεῖνα, πανδημίες ἀσθενειῶν
κ.λ.π), προσέφερε τή βοήθεια της σέ Χριστιανούς καί μή Χριστιανούς ἀδιακρίτως.
Ἐπίσης ὀφείλουμε νά σεβόμεθα ἀπόλυτα
τό δικαίωμά τους νά ἔχουν ἄλλη πίστη καί νἀ
ἀσκοῦν ἐλεύθερα τή λατρεία τους (ὑπό προϋποθέσεις, πού ὁρίζει
συνήθως ἡ Πολιτεία). Ἡ ἱεραποστολή
πρός αὐτούς πρέπει νά γίνεται μέ διάκριση καί μέ σεβασμό τῆς
θρησκευτικῆς τους ἐλευθερίας.
Ἡ
χριστιανική ἀγάπη, ὅμως, καί ὁ
σεβασμός στούς ὁπαδούς τῶν θρησκειῶν
δέν σημαίνει καί ἀποδοχή ἤ ἀναγνώριση
τῆς διδασκαλίας τους. Τό ἴδιο ἰσχύει
καί γιά τόν ἐπίσημο διάλογο μέ τίς θρησκεῖες, πού εἶναι
καλός καί ὠφέλιμος, ἄν περιορίζεται σέ
πρακτικά θέματα καί προβλήματα. Δέν θεωροῦμε τίς θρησκεῖες
ὡς κάτι ἀνάλογο μέ τήν Ἐκκλησία
μας ἤ ὡς φορεῖς ἀλήθειας.
Ἀγαπᾶμε τούς ὁπαδούς τους, ἀλλά
τούς ἀγαπᾶμε ὡς ἀνθρώπους πού βρίσκονται σέ πλάνη. Ἄν,
μάλιστα, αἰσθανόμεθα κίνδυνο ἀπό τήν πλάνη, τότε ἀναγκαστικά
περιορίζουμε τίς συναναστροφές μας μ’ αὐτούς, ἐφαρμόζοντας
τή συμβουλή τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου
(Β' Ἰω. 10-11), χωρίς, βέβαια, νά πάψουμε νά τούς ἀγαπᾶμε.
Γενικά ἡ στάση μας ἀπαιτεῖ
ὑψηλή διάκριση, ὥστε καί ἡ
χριστιανική ἀγάπη νά μή θυσιάζεται καί τό πνεῦμα
τῆς Νέας Ἐποχῆς
νά μή γίνεται ἀποδεκτό, τό ὁποῖο,
ὅπως εἴδαμε, ἐπιχειρεῖ
νά δικαιώσει τίς θρησκεῖες, σέ πλήρη ἀντίθεση μέ ὅ,τι
πρεσβεύει ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου