ΤΕΥΧΟΣ 63 ΤΡΙΠΟΛΙΣ
ΙΟΥΛΙΟΣ
- ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2009
ΤΟ
ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Ὁ δαιμονισμός ὡς «σημεῖον ἀντιλεγόμενον»
Σέ συνέχεια ὅσων
ἀναφέραμε στό προηγούμενο τεῦχος τοῦ
ἐντύπου μας γιά τό φαινόμενο τῆς
μαγείας, θεωρήσαμε σκόπιμο νά ἀναφερθοῦμε
στό τεῦχος αὐτό σέ ἕνα
ἄλλο φαινόμενο τοῦ ἀποκρυφιστικοῦ
χώρου, τό ὁποῖο ἀπασχολεῖ κατά καιρούς τά μέσα ἐνημερώσεως
καί προκαλεῖ ἔντονες ἐντυπώσεις, στό
φαινόμενο τοῦ δαιμονισμοῦ. Τί εἶναι
ὁ δαιμονισμός; Τί εἶναι οἱ
δαιμονιζόμενοι; Ὑπάρχουν τέτοιοι στήν ἐποχή μας ἤ
μήπως πρόκειται γιά συνηθισμένες περιπτώσεις ψυχασθενῶν;
Τί δέχεται ἡ Ἐκκλησία μας καί τί ἡ ἐπιστήμη;
Τί εἶναι οἱ ἐξορκισμοί
καί πότε πρέπει νά διαβάζονται; Αὐτά εἶναι
ὁρισμένα συνήθη ἐρωτήματα, σχετικά μέ
τό θέμα, στά ὁποῖα θά προσπαθήσουμε νά ἀπαντήσουμε.
Ὅπως
στήν περίπτωση τῆς μαγείας, ἔτσι κι ἐδῶ,
ὑπάρχουν διαμετρικά ἀντίθετες ἐκτιμήσεις.
Κάποιοι θεωροῦν κάθε παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, ἀκόμη
καί τίς περιπτώσεις πού ἀπαιτοῦν σαφῶς
ψυχιατρική ἀντιμετώπιση, ὡς φαινόμενα δαιμονισμοῦ,
καί προσπαθοῦν νά τά «θεραπεύσουν» κάνοντας ἐξορκισμούς
μέ θεαματικό τρόπο. Τέτοια ἀντιμετώπιση συναντᾶμε
συνήθως μεταξύ τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ὅπου
ἀσκεῖται ἀνεύθυνη ἐκκλησιαστική «ποιμαντική».
Ἄλλοι ἀπορρίπτουν ἐντελῶς
τό φαινόμενο, ἐντάσσοντας τίς ἐκδηλώσεις του στίς
περιπτώσεις τῶν ψυχικῶν νόσων. Κατ’ αὐτούς,
δέν ὑπάρχουν δαιμονιζόμενοι, ἀλλά μόνο ψυχικά ἀσθενεῖς.
Ἡ θεώρηση αὐτή εἶναι
μέν φυσιολογική, ὅταν συναντᾶται σέ ἀθέους
καί σέ ὅσους δέν ἀποδέχονται τήν αὐθεντία
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό κῦρος
τῶν Εὐαγγελίων κ.λ.π., εἶναι, ὅμως,
ἐντελῶς παράλογη, ὅταν συναντᾶται
σέ Χριστιανούς καί μάλιστα σέ κληρικούς.
Ὅπως
εἶναι γνωστό, ἡ Ὀρθόδοξη
Παράδοση, τῆς ὁποίας ἡ μαρτυρία μᾶς
ἐνδιαφέρει ἐδῶ,
ἀποδέχεται τήν πραγματική ὕπαρξη τοῦ
διαβόλου. Δέχεται ὅτι ὑπάρχουν «λεγεῶνες» δαιμονίων καί ὅτι
ὁ διάβολος μετά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου
κυριάρχησε στόν κόσμο (βλ. καί ὅσα ἀναφέρονται
στό προηγούμενο τεῦχος τοῦ ἐντύπου
μας). Ὁ ἄνθρωπος στή μεταπτωτική του κατάσταση εἶναι
ἐκτεθημένος σ’ ἕνα πλῆθος
δαιμονικῶν ἐπιδράσεων (ὅπως οἱ
πειρασμοί μέσῳ τῶν αἰσθήσεων, μέσῳ αἰσχρῶν,
πονηρῶν καί ματαίων λογισμῶν, μέσῳ
συνανθρώπων μας, μέσῳ τῆς ἁμαρτίας γενικά, μέσῳ ἐνεργειῶν
πλάνης, μέσῳ αἰσθητῶν ἐμφανίσεων τοῦ διαβόλου κ.λ.π.).
Προφανῶς ἡ πιό χαρακτηριστική ἀπ’ αὐτές
εἶναι ὁ δαιμονισμός. Δαιμονισμός εἶναι τό φαινόμενο, κατά
τό ὁποῖο ὁ διάβολος (ἕνας ἤ
πλῆθος δαιμόνων) δέν ἐκπειράζει ἁπλῶς
τόν ἄνθρωπο (ἐξωτερικά ἤ
ἐσωτερικά), ἀλλά καταλαμβάνει τό
κέντρο τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας, τόν νοῦ,
μέ ἀποτέλεσμα ὁ δαιμονιζόμενος νά ἔχει
ἐκδηλώσεις παρόμοιες μέ αὐτές τοῦ
ψυχασθενοῦς, τοῦ πάσχοντος ἀπό
βαρύτατη ψυχική νόσο. Ἡ δαιμονική κατάληψη συνήθως δέν εἶναι
μόνιμη: ὁ ἄνθρωπος ἐπανέρχεται στή φυσική
κατάσταση καί πάλι καταλαμβάνεται ἀπό τό δαιμονικό πνεῦμα.
Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση, λοιπόν, ἀποδέχεται τόν
δαιμονισμό καί τήν ὕπαρξη δαιμονιζομένων, τόσο παλαιότερα, ὅσο
καί σήμερα. Κι αὐτό εἶναι φυσικό, ἀφοῦ
ὑπάρχει ἡ σαφής μαρτυρία τῆς
Ἁγ. Γραφῆς.
Ἡ μαρτυρία τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων
Ὅσοι
ἐκ τῶν Χριστιανῶν μας δυσκολεύονται νά
ἀποδεχθοῦν τόν δαιμονισμό, δέν
παρατήρησαν προφανῶς (εἴτε ἀπό ἄγνοια, εἴτε ἀπό
ἐσφαλμένη - αἱρετική προσέγγιση τῆς
Ἁγ. Γραφῆς) ὅτι
αὐτή ἀναφέρεται σαφῶς στό φαινόμενο. Τά ἱερά
Εὐαγγέλια καταγράφουν πλῆθος περιπτώσεων
θεραπείας δαιμονιζομένων (καί ὄχι ψυχασθενῶν)
ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο (βλ.
Ματθ. 8,16, 8,28-34, 9,32-34, 12,22-29, 15,21-28, 17,14-21, Μαρκ. 1,32-34,
5,1-20, 7,24-30, 9,17-29, Λουκ. 4,33-36, 4,41, 8,26-39, 9,37-43, 11,14-26 κ.ἄ.).
Περισσότερο γνωστές εἶναι οἱ περιπτώσεις τῆς
θεραπείας τοῦ δαιμονιζομένου τῶν Γαδαρηνῶν
(Μαρκ. 5,1-20, Λουκ. 8,26-39) καί τοῦ δαιμονιζομένου νέου
(Μαρκ. 9,17-29). Χαρακτηριστικός εἶναι ὁ
διάλογος τοῦ Ἰησοῦ μέ τά πονηρά πνεύματα, πού κατοικοῦσαν
στούς πάσχοντες, ὅπως καταγράφεται στίς σχετικές διηγήσεις. Ὅταν
Ἐκεῖνος πλησιάζει, τά δαιμόνια ταράζονται καί ἀρχίζουν
νά φωνάζουν. Δεσμευμένα ἀπό τήν θεϊκή παρουσία, ὁμολογοῦν
τήν ἀλήθεια: Ἀναγνωρίζουν ὅτι
ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ «Χριστός» (Λουκ. 4,41), ὁ «Υἱός
τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου» (Μάρ. 5,7, Λουκ. 8,28). Ἀκόμη,
«προσπίπτουν» ἐνώπιόν Του (Λουκ. 8,28) καί Τόν προσκυνοῦν
(Μαρκ. 5,6). Ἀναγνωρίζουν ὅτι ἔχει
ἐξουσία «βασανίσαι» αὐτά (Ματθ. 8,29) καί ἐκλιπαροῦν
γιά τήν ἀποτροπή τῆς τιμωρίας τους (Ματθ.
8,31).
Γιά νά κατανοήσουμε τή
σημασία αὐτῆς τῆς συμπεριφορᾶς, ἄς
θυμηθοῦμε ὅτι πρό τῆς Παρουσίας τοῦ
Χριστοῦ ὁ διάβολος παραπλανοῦσε τήν ἀνθρωπότητα,
ἐμφανιζόμενος ὡς ὁ
μόνος «ἰσχυρός» καί κυρίαρχος τοῦ κόσμου (βλ. καί Ματθ.
12,29). Ὅταν ἐμφανίζεται ἐνώπιόν του ἡ
σαρκωμένη Ἀλήθεια (ὁ Χριστός), ὁ
διάβολος ἀναγκάζεται νά ἀποκαλύψει τό
πραγματικό του πρόσωπο καί νά ὁμολογήσει ὅτι
ὑπάρχει κάποιος Ἄλλος ἰσχυρότερος
ἀπ’ αὐτόν. Ὁμολογεῖ,
λοιπόν, ὅτι ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ
δέν ἔχει καμμία δύναμη καί καμμία ἐξουσία.
Ἄς σημειωθεῖ ὅτι,
ὅπως φαίνεται ἀπό τά παραπάνω
κείμενα, τά δαιμόνια γνωρίζουν καλά ποιός εἶναι ὁ
Χριστός. «Τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίττουσι» (Ἰακ. 1,19), ὅμως
ἡ «πίστη» τους εἶναι νεκρή καί δέν
σώζει, ἀφοῦ δέν συνοδεύεται ἀπό καλά ἔργα
καί ἀπό ἄλλα ἀπαραίτητα στοιχεῖα, ὅπως
ἡ πραγματική ταπείνωση ἐνώπιον τοῦ
Θεοῦ, ἡ ἀνυπόκριτη ἀγάπη κ.λ.π.
Ὁ
Χριστός, ὡς ἔχων πραγματική ἐξουσία, «ἐπιτιμᾶ»
τά πονηρά πνεύματα καί θεραπεύει ὁριστικά καί ἀμετάκλητα
τούς δαιμονιζομένους. Οἱ Μαθητές, ὅμως, ἄν
καί θαυματουργοῦν ἐν ὀνόματί Του, ἀδυνατοῦν
νά θεραπεύσουν τόν δαιμονιζόμενο νέο (Ματθ. 17,16). Ὁ
Κύριος ἐπισημαίνει ὅτι αὐτό
ἀπαιτεῖ μεγαλύτερη πίστη καί
τονίζει ὅτι τό «γένος» τῶν δαιμόνων «οὐκ
ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν
προσευχῇ καί νηστείᾳ» (Ματθ. 14,21).
Ἡ διάκριση μεταξύ
ψυχασθενοῦς καί δαιμονιζομένου
Ἐπειδή
τά συμπτώματα τοῦ δαιμονιζομένου μοιάζουν πολύ μέ αὐτά
τοῦ ψυχασθενοῦς, ἡ
διάκριση τῶν δύο καταστάσεων εἶναι ἐξαιρετικά
δύσκολη γιά ὅσους δέν διαθέτουν Ὀρθόδοξα κριτήρια καί θεωροῦν
συνήθως ὅλες αὐτές τίς περιπτώσεις ὡς
περιπτώσεις ψυχασθενείας. Οὐσιαστικά, ὅμως,
πρόκειται γιά ἐντελῶς διαφορετικές καταστάσεις, πού χρήζουν διαφορετικῆς
ἀντιμετώπισης. Ἡ ἀντιμετώπιση
τοῦ ψυχασθενοῦς ἀνήκει
στήν ἁρμοδιότητα τῆς ψυχιατρικῆς
ἐπιστήμης καί τοῦ ψυχιάτρου, ἐνῶ
ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ δαιμονιζομένου ἀνήκει
στήν ἁρμοδιότητα τῆς Ἐκκλησίας
καί τοῦ κατάλληλου Πνευματικοῦ (Ἐξομολόγου).
Πρέπει ἐδῶ
νά σημειωθεῖ ὅτι τά κριτήρια πού χρησιμοποιεῖ
ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἐντελῶς
διαφορετικά ἀπ’ αὐτά πού χρησιμοποιεῖ ἡ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Σέ γενικές
γραμμές τό κριτήριο μέ τό ὁποῖο
ἐντοπίζει τή νόσο ἡ ψυχιατρική ἐπιστήμη
εἶναι τό ἑξῆς:
ὅ,τι παρεκκλίνει ἀπό τόν μέσο ὅρο
τῆς ἀνθρώπινης συμεριφορᾶς, θωρεῖται
ψυχοπαθολογική κατάσταση, δηλ. νόσος, πού χρήζει θεραπείας μέσῳ
τῶν μεθόδων τῆς ψυχιατρικῆς.
Μ’ αὐτό τό κριτήριο, ὅμως, ψυχασθενής θά
θεωρηθεῖ καί ὁ Ἅγιος
τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ὁ τρόπος ζωῆς
του δέν μοιάζει καθόλου μέ τόν τρόπο ζωῆς καί συμπεριφορᾶς
τοῦ μέσου ἀνθρώπου (δέν εἶναι
π.χ. ἐντελῶς «παράλογη» ἡ στάση τῶν
ἁγίων Μαρτύρων μπροστά στό μαρτύριο, ἄν
κριθεῖ μέ τά κριτήρια τῆς λογικῆς
καί τῆς ἐπιστήμης;). Ἐφαρμόζοντας, λοιπόν,
τό παραπάνω κριτήριο στήν περίπτωση τῶν δαιμονιζομένων, ἡ
ψυχιατρική ἐντοπίζει μιά παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, δηλ. μιά ψυχική
νόσο. Ἡ ψυχιατρική δέν μπορεῖ νά ἀνακαλύψει
τήν ἔσχατη αἰτία αὐτῆς
τῆς συμπεριφορᾶς, γιατί ἡ
ὕπαρξη τοῦ διαβόλου δέν ἀποδεικνύεται
ἐπιστημονικά. Τά ὅριά της φτάνουν μέχρι
αὐτοῦ τοῦ σημείου, ἀφοῦ
ὁ διάβολος βρίσκεται ἔξω ἀπό
τό πεδίο τῆς ἐπιστήμης. Ἡ ψυχιατρική ἐπιστήμη,
λοιπόν, δέν μπορεῖ (ὡς ἐπιστήμη) νά ἀναχθεῖ
στή διάκριση μεταξύ ψυχασθενοῦς καί δαιμονιζομένου.
Τό πολύ πολύ μπορεῖ νά ὁμιλεῖ γιά περιπτώσεις πού δέν ἔχουν ἀκόμη
ἑρμηνευθεῖ ἐπιστημονικά
ἤ πού δέν γνωρίζουμε τήν αἰτία τους. Τά παραπάνω,
ὅμως, σημαίνουν ὅτι ἡ
ψυχιατρική λειτουργεῖ μέ μιά ἐλλιπή καί ἀποσπασματική
εἰκόνα τῆς πραγματικότητος, ἡ
ὁποία τήν ἀπομακρύνει ἀπό
τήν ἀλήθεια καί τήν καθιστᾶ μέθοδο ἐπιζήμια
σέ ὁρισμένες περιπτώσεις (π.χ. ὅταν ἐπιχειρεῖ
νά «θεραπεύσει» περιπτώσεις δαιμονιζομένων, θεωρώντας τες ὡς
περιπτώσεις ψυχασθενῶν καί ὡς φυσικό ἀντικείμενό
της).
Ἡ
Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἀντίθετα, ἔχει
πιό ὁλοκληρωμένη εἰκόνα τῆς
πραγματικότητος, ἀφοῦ διαθέτει ἱκανά κριτήρια
διακρίσεως μεταξύ ψυχασθενοῦς καί δαιμονιζομένου. Ἔτσι
μπορεῖ νά παραπέμπει τίς περιπτώσεις τῶν
ψυχασθενῶν στόν ψυχίατρο καί τίς περιπτώσεις τῶν
δαιμονιζομένων στούς δικούς της λειτουργούς, πού ἐφαρμόζουν τά δικά της
μέσα θεραπείας. Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση δέν ἀρνεῖται
τήν ἀξία καί τή χρησιμότητα τῆς ψυχιατρικῆς.
Δέν τή θεωρεῖ, ὅμως, ἁρμόδια γιά ὅλες
τίς περιπτώσεις, πού ἐμφανίζονται ὡς περιπτώσεις
ψυχασθενείας, καί ἔχει ἐπιφυλάξεις γιά κάποιες προϋποθέσεις της.
Ποιά εἶναι
τά κριτήρια, πού χρησιμοποιεῖ ἡ
Ὀρθόδοξη Παράδοση; Ἤδη στά ἱερά
Εὐαγγέλια μποροῦμε νά διακρίνουμε κάποια
χαρακτηριστικά τῶν δαιμονιζομένων, πού θεράπευσε ὁ
Κύριος. Ὁρισμένα ἀπ’ αὐτά
εἶναι ταυτοχρόνως καί κριτήρια διακρίσεως μεταξύ ψυχασθενοῦς
καί δαιμονιζομένου. Ἄς δοῦμε, ὅμως, τά χαρακτηριστικά τῶν σχετικῶν
εὐαγγελικῶν διηγήσεων,
συμπληρωμένα μέ κάποια ἄλλα, γνωστά ἀπό τήν Ὀρθόδοξη
Παράδοση:
α) Ὁ
δαιμονισμός κατά κανόνα δέν εἶναι μόνιμη καί ἑνιαία
κατάσταση, ἀλλά προσωρινή καί κατά διαστήματα κατάληψη ἀπό
δαιμονικό πνεῦμα, μετά τήν ὁποία ὁ
δαιμονιζόμενος συμπεριφέρεται ἐντελῶς
φυσιολογικά: «ὅπου ἄν αὐτόν καταλάβῃ,
ρήσσει αὐτόν,
καί ἀφρίζει καί τρίζει τούς ὀδόντας
αὐτοῦ, καί ξηραίνεται» (Μαρκ. 9,18). Ὁ
ψυχασθενής ἔχει ἐνδεχομένως παρόμοιες ἐξάρσεις, ὅμως
δέν ἐπανέρχεται τόσο εὔκολα στή φυσιολογική
κατάσταση, παρά μόνο μέ τή βοήθεια φαρμάκων. Ἀλλά καί τότε ἡ
συμπεριφορά του συνήθως δέν εἶναι ἐντελῶς
φυσιολογική. Ἴσως κάποιος θά ἀντέτεινε ὅτι
καί ὁ ἐπιληπτικός ἐπανέρχεται εὔκολα
στή φυσιολογική κατάσταση. Ὅμως, τά ὑπόλοιπα
συμπτώματα τοῦ δαιμονιζομένου, ὅπως θά δοῦμε,
δέν μοιάζουν καθόλου μέ αὐτά τοῦ ἐπιληπτικοῦ.
β) «Ἰδών
αὐτόν (τόν Ἰησοῦν)
εὐθέως τό πνεῦμα ἐσπάραξεν
αὐτόν (τόν δαιμονιζόμενον), καί πεσών ἐπί
τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων» (Μαρκ. 9,20).
Οἱ δαιμονιζόμενοι τῶν Εὐαγγελίων
ἐνοχλοῦντο ἀπό
τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Τό δαιμονικό πνεῦμα
γενικά ἐνοχλεῖται ὅταν
πλησιάζουν ἱερά πράγματα. Καί οἱ δαιμονιζόμενοι
ταράζονται κυριολεκτικά ὅταν πλησιάζουν ἀντικείμενα, ὅπως
ὁ τίμιος Σταυρός, οἱ ἱερές
εἰκόνες, τά ἅγια λείψανα, ὁ
ἁγιασμός, ὅταν πλησιάζουν Ἱερεῖς,
ὅταν τούς σταυρώνουν Ἱερεῖς
ἤ ἀκόμη καί λαϊκοί. Οἱ ψυχασθενεῖς,
ἀντίθετα, δέν ἐνοχλοῦνται
ἀπό ἱερά ἀντικείμενα. Ὁ π. Παΐσιος,
ἁγιασμένος Γέροντας τῆς ἐποχῆς
μας, χρησιμοποιοῦσε τό ἑξῆς
«τέχνασμα» σέ παιδιά, πού οἱ γονεῖς
τους ἔλεγαν ὅτι πάσχουν ἀπό
δαιμόνια: κρατοῦσε στό ἕνα του χέρι, ἔτσι
ὥστε νά μήν φαίνεται, μικρό τεμάχιο ἱεροῦ
λειψάνου. Ὅταν τό πλησίαζε στό παιδί, ἐκεῖνο,
ἄν εἶχε τέτοιο πρόβλημα, ἀντιδροῦσε
καί φώναζε, ὅταν ὅμως πλησίαζε τό ἄλλο χέρι, πού δέν
κρατοῦσε τίποτε, δέν ἐκδήλωνε καμία ἀντίδραση.
γ) Οἱ
δαιμονιζόμενοι ὄχι μόνο ἐνοχλοῦνται
ἀπό τά ἱερά ἀντικείμενα,
ἀλλά καί ξεσποῦν σέ ἀκατανόμαστες
ὕβρεις καί βλασφημίες ἐναντίον τοῦ
Θεοῦ, τῆς Θεοτόκου, τῶν Ἁγίων,
τῶν ἱερῶν ἀντικειμένων, τῆς Ἐκκλησίας
γενικά, τῶν Κληρικῶν κ.λ.π.
δ) Ὁ
δαιμονιζόμενος γνωρίζει μυστικά καί ἀποκαλύπτει κρυφά ἁμαρτήματα
ὅσων τόν πλησιάζουν. Πολλοί, πού ἔχουν
πλησιάσει δαιμονιζομένους (συνήθως ἀπό περιέργεια καί μέ ἔντονες
ἀμφιβολίες) ἔχουν πάθει κυριολεκτικά
ψυχρολουσία, ὅταν ὁ δαιμονιζόμενος ἄρχιζε νά τούς «βγάζει
στή φόρα» ἁμαρτήματα, πού μόνο οἱ ἴδιοι
γνώριζαν. Κάτι τέτοιο, πού προφανῶς δέν συμβαίνει στήν
περίπτωση τῶν ψυχασθενῶν, εἶναι
ἀπόλυτα φυσικό γιά τούς δαιμονιζομένους: ὁ
διάβολος γνωρίζει ὅλα τά παρελθόντα καί τά παρόντα περιστατικά. Γνωρίζει ἐπίσης
πολύ καλά τά ἁμαρτήματα καθενός, ἀφοῦ
στίς περισσότερες περιπτώσεις εἶναι ὁ
ὑποκινητής αὐτῶν
τῶν ἁμαρτημάτων. Καί τά ἀποκαλύπτει,
προκειμένου νά προσβάλλει καί νά ἐκθέσει τόν ἁμαρτάνοντα.
ε) Ὁ
ψυχασθενής, παρά τίς ἐνδεχόμενες ἐξάρσεις τῆς
συμπεριφορᾶς, διατηρεῖ τά βασικά χαρακτηριστικά
τῆς προσωπικότητός του. Ὁ δαιμονιζόμενος, ὅμως,
δέν τά διατηρεῖ. Μεταβάλλεται συνήθως ἡ ὄψη
του, μεταβάλλεται ἐντελῶς
ἡ φωνή του (π.χ. ἀπό γυναικεῖα
γίνεται ἀνδρική καί τό ἀντίστροφο), «γυρίζουν»
τά μάτια του, μιμεῖται ζῶα κ.ἄ.
Γενικά ὁ δαιμονιζόμενος εἶναι θέαμα φοβερό. Οἱ
δαιμονιζόμενοι τῶν Εὐαγγελίων ἦσαν «χαλεποί λίαν»
(Ματθ. 8,28), προκαλώντας τόν τρόμο στούς διερχομένους.
στ) Οἱ
δαιμονιζόμενοι ἀποκτοῦν ὑπερβολική
σωματική δύναμη. Τόν δαιμονιζόμενο τῶν Γαδαρηνῶν
τόν ἔδεναν «πέδαις καί ἁλύσεσι», ὅμως
ἔσπαγε τίς ἁλυσίδες, συνέτριβε τά
σιδηρά δεσμά «καί οὐδείς ἴσχυεν αὐτόν
δαμάσαι» (Μάρκ. 5,4). Στούς ψυχασθενεῖς μόνο ἐν
μέρει συμβαίνει κάτι τέτοιο. Κανείς δέν ἀποκτᾶ
τέτοια δύναμη, ὥστε νά σπάει ἁλυσίδες! Ἄς
δοῦμε, ὅμως, καί κάποια ἄλλα χαρακτηριστικά,
πού ἐνδεχομένως ὑπάρχουν καί σέ
ψυχασθενεῖς.
ζ) Ὁ
δαιμονιζόμενος τῶν Γαδαρηνῶν «ἱμάτιον
οὐκ ἐνεδυδίσκετο» (Λουκ. 8,27). Ὁ διάβολος ἔχει
τήν τάση νά ξεγυμνώνει τόν ἄνθρωπο, ὄχι
μόνο στήν περίπτωση τῶν δαιμονιζομένων, ἀλλά καί γενικότερα. Ἡ
ροπή πρός τή γυμνότητα, πού ἐπικρατεῖ
στήν ἐποχή μας, δέν ἀποτελεῖ
«σημεῖον» τῆς κυριαρχίας τοῦ
διαβόλου στόν κόσμο;
η) Ἐπίσης,
ὁ δαιμονιζόμενος τῶν Γαδαρηνῶν
«ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ’ ἐν
τοῖς μνήμασιν» (Λουκ. 8,27). Ἡ οἰκία
καί τό οἰκογενειακό περιβάλλον δέν εἶναι καθόλου ἀγαπητά
στόν διάβολο, ὁ ὁποῖος ὠθεῖ σέ ἔξοδο ἀπό τό σπίτι καί ἐπιχειρεῖ
τήν διάλυση τῆς οἰκογένειας.
θ) Ὁ δαιμονιζόμενος ἔχει
τάσεις αὐτοκαταστροφῆς καί αὐτοκτονίας.
Τό πνεῦμα πού κατεῖχε τόν νέο τοῦ
Εὐαγγελίου «πολλάκις αὐτόν εἰς
πῦρ ἔβαλε καί εἰς ὕδατα,
ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν»
(Μαρκ. 9,22). Ἀλλά καί ὁ δαιμονιζόμενος τῶν
Γαδαρηνῶν «ἦν ... κατακόπτων ἑαυτόν λίθοις» (Μάρκ.
5,6). Ὅταν, μάλιστα, θεραπεύτηκε καί τά δαιμόνια πῆγαν
στούς χοίρους, «ὥρμησε πᾶσα ἡ
ἀγέλη τῶν χοίρων κατά τοῦ κρημνοῦ
εἰς τήν θάλασσαν καί ἀπέθανον
ἐν τοῖς ὕδασιν» (Ματθ. 8,32).
Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ δαιμονισμοῦ καί οἱ ἐξορκισμοί
Ὁ
δαιμονισμός εἶναι ἕνα σοβαρότατο πρόβλημα γιά τόν ἴδιο
τόν πάσχοντα καί τούς οἰκείους του, τοῦ ὁποίου
(προβλήματος) δέν γνωρίζουμε ἀκριβῶς
τήν αἰτία, δηλ. δέν γνωρίζουμε γιά ποιόν λόγο ὁ
συγκεκριμένος ἄνθρωπος δαιμονίζεται. Γενικά γνωρίζουμε ὅτι
ἡ ἁμαρτία εἶναι ἐκείνη
πού ἀνοίγει τίς θύρες εἰσόδου τοῦ
διαβόλου στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πλήρης ἀποχή
ἀπό τά βαριά ἁμαρτήματα καί ἡ
κατά τό δυνατόν ἀποφυγή τῶν μικρότερων εἶναι
ἀπαραίτητη προϋπόθεση τόσο γιά τήν πρόληψη ὅσο
καί γιά τή θεραπεία τοῦ προβλήματος.
Πῶς
θεραπεύεται ὁ δαιμονισμός; Τά ἱερά Εὐαγγελία
διδάσκουν, ὅπως εἴδαμε, ὅτι
θεραπεύεται διά τοῦ Χριστοῦ, καί μόνο διά τοῦ
Χριστοῦ. Ὁ Χριστός ἦλθε «ἵνα
λύσῃ τά ἔργα τοῦ διαβόλου» (Α' Ἰω.
3,8), ἡ δέ παρουσία Του στόν κόσμο συνεχίζεται μέχρι σήμερα μέσῳ
τῆς Ἐκκλησίας, πού τελεῖ τά ἱερά
Μυστήρια, ὡς μέσα σωστικά καί θεραπευτικά γιά τόν ἄνθρωπο.
Ἡ μετοχή στά Μυστήρια, ἰδιαίτερα στήν Ἐξομολόγηση
καί στή Θ. Κοινωνία, εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν ἀντιμετώπιση
τοῦ κατ’ ἐξοχήν «ἐχθροῦ»
τοῦ ἀνθρωπίνου γένους: τίποτε δέν φοβᾶται
περισσότερο ὁ διάβολος ἀπό τήν Ἐξομολόγηση
καί τή Θ. Κοινωνία. Γιά νά ἐνεργήσουν, ὅμως,
τά Μυστήρια ἀπαιτεῖται καί ἡ
προσωπική συμμετοχή, ὁ ἀγώνας γιά τόν ἁγιασμό, ὁ
ὁποῖος πρέπει νά εἶναι ἔντονος.
Ἡ ἁπλή ἀποφυγή τῆς ἁμαρτίας
δέν ἀρκεῖ γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ
δαιμονισμοῦ. Ἀπαιτεῖται προσπάθεια γιά τήν
τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀπόκτηση
τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν.
Γι’ αὐτό ὁ Κύριος τόνισε χαρακτηριστικά ὅτι
τό γένος τῶν δαιμόνων δέν ἐκδιώκεται παρά μόνο μέ
προσευχή καί νηστεία (Ματθ. 17,21). Ὁ ἀγώνας
πρέπει νά γίνεται καί ἀπό τόν ἴδιο τόν πάσχοντα, ἀλλά
καί ἀπό τούς οἰκείους του, πρέπει δέ
νά ἐνισχύεται καί μέ τήν προσφυγή στή Χάρη καί στίς μεσιτεῖες
τῆς Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων
τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαιτέρα δέ ὅσων
Ἁγίων ἔχουν τό εἰδικό
χάρισμα νά ἐκδιώκουν δαίμονες.
Στά θεραπευτικά μέσα,
πού χρησιμοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία, ἀνήκουν καί οἱ
ἐξορκισμοί. Οἱ ἐξορκισμοί
εἶναι προσευχές ἐναντίον τοῦ
διαβόλου, εἶναι εὐχές, πού «ἐπιτιμοῦν»
τά πονηρά πνεύματα. Διαβάζονται ἀπό Ἱερεῖς
(ἀπ’ ὅλους τούς Ἱερεῖς
- δέν ὑπάρχουν ἐξειδικευμένοι Ἱερεῖς,
πού διαβάζουν ἐξορκισμούς) μέ τήν ἐξουσία πού τούς ἔχει
δοθεῖ ἀπό τόν Χριστό καί ἔχουν μεγάλη ἀποτελεσματικότητα.
Δυστυχῶς, ὅμως, ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο
τελοῦνται κάποιες φορές (δημόσια καί ἐπιδεικτικά)
διακομωδεῖ τό σοβαρότατο πρόβλημα τῆς θεραπείας τῶν
δαιμονιζομένων, γι’ αὐτό ἀπαιτεῖται μεγάλη προσοχή καί
διάκριση. Κατ’ ἀρχήν ὁ Ἱερεύς
πρέπει νά διακρίνει σέ κάθε περίπτωση, ἄν πρόκειται περί
ψυχασθενοῦς ἤ δαιμονιζομένου (κάθε Ἱερεύς ὀφείλει
νά εἶναι γνώστης καί φορεύς τῆς Ὀρθοδόξου
Παραδόσεως, ὡστε νά μπορεῖ νά διακρίνει μεταξύ τῶν
δύο καταστάσεων). Ὁ καταλληλότερος χρόνος τελέσεως, ὅταν
πρέπει, εἶναι μετά τή Θ. Λειτουργία, ὥστε νά ἔχει
κοινωνήσει καί ὁ Ἱερεύς καί ὁ δαιμονιζόμενος (ἄν
μπορεῖ) μέ τούς συνοδούς του. Οἱ συνοδοί πρέπει ὁπωσδήποτε
νά ἔχουν νηστέψει καί κοινωνήσει, γιά νά εἶναι
προστατευμένοι ἀπό κάθε δαιμονική προσβολή. Σέ καμία περίπτωση οἱ
ἐξορκισμοί δέν πρέπει νά τελοῦνται δημοσίως, παρά
μόνο ἐνώπιον τοῦ πάσχοντος καί ὅσων
εἶναι ἀναγκαῖο νά τόν συνοδεύουν. Ἐπίσης
δέν ὑπάρχει λόγος νά διαβάζονται μεγαλοφώνως, μπορεῖ
νά διαβάζονται καί χαμηλοφώνως.
Θεραπεύονται ὅλες
οἱ περιπτώσεις δαιμονιζομένων μέ τά μέσα πού διαθέτει ἡ
Ἐκκλησία; Προφανῶς δέν θεραπεύονται ὅλες,
ὅπως ἀκριβῶς δέν θεραπεύονται καί ὅλες οἱ
περιπτώσεις ψυχασθενῶν ἀπό τούς ψυχιάτρους καί ὅπως ὑπάρχουν
γενικά ἀθεράπευτες ἀσθένειες, πού ὁδηγοῦν
στόν θάνατο. Θεραπεύονται, ὅμως, πολλές
περιπτώσεις δαιμονιζομένων, ἤ μᾶλλον
οἱ περισσότερες. Ἡ ὁλοκληρωτική
ἀπελευθέρωση ἀπό τά δαιμονικά «ἔργα»
εἶναι ἐσχατολογικό γεγονός καί θά συμβεῖ
στή μέλλουσα Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τώρα ζοῦμε μόνο τήν «ἀπαρχή»
καί τόν «ἀρραβῶνα» αὐτῆς
τῆς μελλούσης ζωῆς καί Βασιλείας καί
προγευόμεθα τῆς μελλούσης «ἐλευθερίας τῆς
δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ»
(Ρωμ. 8,21).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου