γαπητοί φίλοι,

Σς καλωσορίζω στό προσωπικό μου ἱστολόγιο καί σς εχομαι καλή περιήγηση. Σ’ ατό θά βρετε κείμενα θεολογικο καί πνευματικο περιεχομένου, πως κείμενα ναφερόμενα στήν πίστη καί Παράδοση τς κκλησίας, ντιαιρετικά κείμενα, κείμενα πνευματικς οκοδομς, κείμενα ναφερόμενα σέ προβληματισμούς καί ναζητήσεις τς ποχς μας καί, γενικά, διάφορα στοιχεα πό τήν πίστη καί ζωή τς ρθόδοξης κκλησίας.

Εχομαι τά κείμενα ατά καί κάθε νάρτηση σ’ ατό τό ἱστολόγιο νά φανον χρήσιμα σέ σους νδιαφέρονται, νά προβληματίσουν θετικά, νά φυπνίσουν καί νά οκοδομήσουν πνευματικά.

ελογία καί Χάρις το Κυρίου νά εναι πάντοτε μαζί σας.

Μετά τιμς καί γάπης.

π. Σωτήριος θανασούλιας

φημέριος Μητροπολιτικο ερο Ναο γίου Βασιλείου Τριπόλεως.

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

Η εξωχριστιανική προσευχή



Διάγραμμα – Περίληψη
Θέματος Δ' το Θεολογικο Προγράμματος «ρθοδοξία καί Ζωή»
τς ερς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου ΙΓ', τους 2018-2019.

Θρησκεῖες καί προσευχή: Στόν μεταπτωτικό κόσμο δέν ἐμφανίζεται μόνο τό φαινόμενο τῆς αὐθεντικῆς προσευχῆς (μέ τά στοιχεῖα τῆς μετανοίας, τῆς συντριβῆς, τοῦ πένθους, τῶν δακρύων κ.λπ.), ἀλλά πολύ περισσότερο τό φαινόμενο τῆς ἐκτροπῆς ἀπό τήν αὐθεντικότητα τῆς προσευχῆς. Πρόκειται γιά τήν προσευχή τή συνυφασμένη μέ τίς θρησκεῖες, ἀφοῦ ὅπου θρησκεία ἐκεῖ καί προσευχή. Κατά συνέπειαν, ἡ κατανόηση τοῦ φαινομένου τῆς θρησκείας σημαίνει κατανόηση καί τοῦ φαινομένου τῆς προσευχῆς. Γενικά, τόσο οἱ θρησκεῖες, ὅσο καί αὐτό τό εἶδος τῆς προσευχῆς ἀποτελοῦν προϊόντα ἀνθρώπινων ἀναζητήσεων καί εἶναι ἀνθρώπινα κατασκευάσματα. Ὁ ἀπωλέσας τήν κοινωνία μέ τόν Θεό μεταπτωτικός ἄνθρωπος αἰσθάνεται κενός, ἐλλιπής καί μόνος, ἀγνοώντας δέ τόν ἀληθινό Θεό καί ἐπιχειρώντας νά ἀναπληρώσει τήν παρουσία Του, ἐπινοεῖ ἀνύπαρκτους «θεούς» μέ τή λογική καί τή φαντασία. Μέ τόν ἴδιο τρόπο ἐπινοεῖ καί τρόπους ἐπικοινωνίας μέ αὐτούς τούς «θεούς», δηλ. ἐπινοεῖ μορφές λατρείας καί τρόπους προσευχῆς. Εἶναι φανερό, ὅτι οἱ προσευχές αὐτές, οἱ ἀπευθυνόμενες σέ ἀνύπαρκτους «θεούς», δέν ἀποτελοῦν πραγματική ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό καί συνιστοῦν ἕνα εἶδος πλάνης. Μπορεῖ καλύπτουν μιά ὑπαρξιακή ἀνάγκη, ἀλλά δέν παύουν νά εἶναι ἕνα εἶδος πλάνης. Ἡ ἐπιστήμη μπορεῖ νά μᾶς δώσει ἀρκετές πληροφορίες γι’ αὐτό τό εἶδος τῶν προσευχῶν, εἰδικότερα δέ ἡ ἐπιστήμη τῆς Θρησκειολογίας, ἡ ὁποία ἐρευνᾶ τίς θρησκεῖες ὡς ἱστορικό φαινόμενο καί τίς ἐπιμέρους ἐκδηλώσεις τους, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τήν προσευχή. Ἡ Θρησκειολογία, ὡς ἐπιστήμη, δέν ταυτίζεται σέ καμμία περίπτωση μέ τήν Θεολογία. Μετά τήν πτώση ἡ θρησκεία ἀποτελεῖ καθολικό φαινόμενο πλάνης. Ἡ θρησκεία ἐμφανίζεται παντοῦ καί πάντοτε. Στήν ἀρχαιότητα ὁ Πλούταρχος μαρτυρεῖ χαρακτηριστικά γιά τήν καθολικότητα τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου. Μόνο ὁ σύγχρονος δυτικός πολιτισμός ἀπέρριψε τή θρησκεία, γιά νά θεοποιήσει, ὅμως, τόν ἄνθρωπο καί εἰδικότερα τόν ἀνθρώπινο λόγο.

Ἡ προσευχή στή λατρεία τῶν εἰδώλων: Στήν προσπάθειά του νά ἀνακαλύψει τόν Θεό, ὁ μεταπτωτικός ἄνθρωπος ἀπολυτοποιεῖ «τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου», δηλ. πράγματα πού τόν περιβάλλουν, λατρεύοντας «τήν κτίσιν παρά τόν Κτίσαντα». Ἡ Παλαιά Διαθήκη κάνει λόγο γιά «εἴδωλα τῶν ἐθνῶν», ἐννοώντας ὅλες ἀνεξαιρέτως τίς θρησκεῖες. Ὄντως, κάθε θρησκεία εἶναι ἀπολυτοποίηση τοῦ σχετικοῦ, εἶναι σύγχυση μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, εἶναι θεοποίηση στοιχείων τοῦ περιβάλλοντος, εἴτε αὐτά εἶναι πράγματα, εἴτε εἶναι νόηματα ἤ ἰδέες ἤ συστήματα ἰδεῶν (ἰδεολογίες). Αὐτό σημαίνει, ὅτι κάθε θρησκεία εἶναι μιά μορφή εἰδωλολατρίας. Κατά συνέπειαν, δέν ὑπάρχει διάκριση μεταξύ εἰδωλολατρικῶν καί μή εἰδωλολατρικῶν θρησκειῶν: ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι «εἴδωλα», μέ τή διαφορά ὅτι, σέ ἄλλες ὁ εἰδωλολατρικός χαρακτῆρας εἶναι ἐμφανής καί σέ ἄλλες δέν εἶναι. Μέσω τῆς θρησκείας ὁ ἄνθρωπος βυθίζεται συνεχῶς στήν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας, ἡ ὁποία δέν εἶναι γνώρισμα μόνο τῶν θρησκειῶν, ἀλλά καί πολλῶν ἄλλων ἀνθρώπινων ἐκδηλώσεων, ὅπως π.χ. τῆς ἐμπαθοῦς ἀνθρώπινης καταστάσεως (πρβλ. «νεκρώσατε οὖν ... καί τήν πλεονεξίαν ἥτις ἐστίν εἰδωλολατρία», Κολ. 3,5). Μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις κατανοοῦμε τό βαθύτερο νόημα τῆς φράσεως τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ «ἀποστήσας ἡμᾶς τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων». Στόν χῶρο τῆς εἰδωλολατρίας, ἡ σχέση μέ τή θρησκεία (ὅπως καί μέ τήν ἰδεολογία) εἶναι πλέον σχέση ἐξαρτήσεως (δουλείας), κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ὑποτάσσεται καί ὑποδουλώνεται στά δημιουργήματά του. Ἄν ἡ θρησκεία εἶναι μιά μορφή πλάνης, τότε ὑποκινητής της, ὅπως καί κάθε πλάνης, εἶναι «ὁ ὄφις ὁ μέγας ὁ ἀρχαῖος ... ὁ πλανῶν τήν οἰκουμένην ὅλην» (Ἀποκ. 12,9). Μέσω τῆς θρησκείας ὁ διάβολος δέν διατηρεῖ ἁπλῶς τόν ἄνθρωπο σέ κατάσταση αἰχμαλωσίας, ἀλλά δέχεται καί τήν προσκύνησή του. Πίσω ἀπό κάθε θρησκεία κρύπτεται ὁ ἴδιος ὁ διάβολος, γιά νά δέχεται τίς ἐκδηλώσεις λατρείας τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτό ἡ Ἁγία Γραφή διαβεβαιώνει ὅτι, «πάντες οἱ θεοί τῶν ἐθνῶν δαιμόνια» (Ψαλμ. 95, 5) καί ὅτι ὅσοι τυχόν θυσίασαν στά εἴδωλα καί σέ κάθε ὑποτιθέμενο «θεό», «ἔθυσαν δαιμονίοις καί οὐ Θεῷ» (Δευτ. 32,17). Στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, καί εἰδικότερα στούς βίους τῶν ἁγίων Μαρτύρων (π.χ. στόν βίο τοῦ ἁγίου Γεωργίου), συναντᾶμε τήν ἀντίληψη ὅτι στά ἀγάλματα τῶν εἰδώλων κατοικοῦσαν δαίμονες, γιά νά δέχονται τήν προσκύνηση τῶν ἀνθρώπων. Νά γιατί οἱ ἅγιοι Μάρτυρες ἀρνοῦντο πεισματικά νά προσφέρουν θυσία καί κάθε ἄλλη λατρευτική ἐκδήλωση στά εἴδωλα. Μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις πρέπει νά κατανοηθεῖ καί τό φαινόμενο τῆς ἐξωχριστιανικῆς προσευχῆς, τῆς προσευχῆς ὅπως συναντᾶται στίς θρησκεῖες. Ἐπίκεντρο κάθε θρησκείας εἶναι ἡ λατρεία καί ἐπίκεντρο κάθε μορφῆς λατρείας εἶναι ἡ προσευχή. Σέ ποιόν ἀπευθύνεται, ὅμως, ἡ λατρεία καί, εἰδικότερα, σέ ποιόν ἀπευθύνεται ἡ προσευχή; Κατά τήν ἐπιεικέστερη ἐκδοχή, ἀπευθύνεται σέ κάτι ἀνύπαρκτο καί ἀποτελεῖ ἁπλή περίπτωση πλάνης. Ἄν, ὅμως, ἡ προσευχή εἶναι σχέση προσώπων, τότε τό πρόσωπο στό ὁποῖο ἀπευθύνεται εἶναι «ὁ ὄφις ὁ μέγας ὁ ἀρχαῖος, ὁ καλούμενος Διάβολος καί ὁ Σατανᾶς, ὁ πλανῶν τήν οἰκουμένην ὅλην» (Ἀποκ. 12,9) καί τότε πρόκειται γιά πολύ βαρύτερη περίπτωση πλάνης.
 «Lex orandi est lex credendi»: Ἐπιπλέον, ἡ προσευχή στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένη μέ τήν πίστη (μέ τό περιεχόμενο τῆς πίστεως, μέ τήν Ἀλήθεια). Τό ἴδιο ἰσχύει καί στίς θρησκεῖες. Καί ἐκεῖ ἡ προσευχή εἶναι ἔκφραση τῆς διδασκαλίας τους περί Θεοῦ, περί ἀνθρώπου, περί κόσμου κ.λπ. Κατά συνέπειαν, τό ἀξίωμα «lex orandi est lex credendi» («ὁ κανόνας τῆς προσευχῆς εἶναι κανόνας τῆς πίστεως») ἔχει γενική ἰσχύ. Μέ ἄλλα λόγια, προσευχόμεθα ὅπως πιστεύουμε καί πιστεύουμε ὅπως προσευχόμεθα. Ἔτσι κατανοοῦμε πόσο ἐπικίνδυνη εἶναι ἡ μεταφορά στόν Ὀρθόδοξο χῶρο φαινομενικῶς ἀθώων προσευχῶν ἀπό ἄλλους θρησκευτικούς χώρους, ὅπως ἡ εἰσαγωγή σέ βιβλία τοῦ Δημοτικοῦ τῆς προσευχητικῆς φράσεως τοῦ Ἰσλάμ «Ὁ Ἀλάχ εἶναι μέγας» ὡς γνωστικό, ὑποτίθεται, ἀντικείμενο, οἱ ἀπόπειρες εἰσαγωγῆς τῆς διδασκαλίας τοῦ διαλογισμοῦ τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν στά σχολεῖα κ.ἄ. Κατά συνέπειαν, κάθε προσευχή εἶναι φορέας μιᾶς συγκεκριμένης πίστεως. Ἡ μεταβολή τοῦ «κανόνος τῆς προσευχῆς» συνεπιφέρει ἀναγκαστικά τή μεταβολή τοῦ «κανόνος τῆς πίστεως», ἡ δέ μεταβολή τοῦ «κανόνος τῆς πίστεως», ἡ ἀλλοίωση τῆς Ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ (δηλ. ἡ αἵρεση) ἀποκλείει ἀπό τή σωτηρία.
Ἡ θέση τῶν Χριστιανῶν ἔναντι τῶν θρησκειῶν: Στήν ἐποχή μας, μέ τήν ἐπίδραση τοῦ κινήματος τῆς Νέας Ἐποχῆς, παρατηρεῖται μιά ἰσχυρή τάση θετικῆς ἀξιολόγησης τῶν θρησκειῶν, μέ ἀποτέλεσμα οἱ παραπάνω θέσεις τῆς Βιβλικῆς καί Πατερικῆς Παράδοσης, νά ἐμφανίζονται ὡς ὑπερσυντηρητισμός, φονταμενταλισμός, μισαλλοδοξία κ.λπ. Κατά τή Νέα Ἐποχή, κάθε θρησκεία εἶναι μιά διαφορετική ὁδός, πού ὁδηγεῖ στόν ἴδιο Θεό, καί κάθε θρησκεία κατέχει ἕνα μέρος τῆς ἀλήθειας. Ἀπό τή συνένωση τῶν ἐπιμέρους τμημάτων της προκύπτει τό πλήρωμα τῆς ἀληθείας Βέβαια, οἱ θρησκεῖες περιέχουν ἀλήθειες, ὅμως αὐτές εἴτε ἀναφέρονται στά κτιστά, εἴτε εἶναι κάποιες γενικότητες περί Θεοῦ, πού προέρχονται ἀπό τή λεγόμενη «φυσική θεολογία» (π.χ. οἱ ἀλήθειες ὅτι ὑπάρχει Θεός, ὅτι εἶναι ἕνας, εἶναι παντοδύναμος, εἶναι τέλειος κ.λπ., εἶναι κοινή πίστη πολλῶν θρησκειῶν), ὅμως οἱ ἀλήθειες αὐτές δέν σώζουν. Ἐπιπλέον, ἐπειδή οἱ θρησκεῖες εἶναι πανάρχαιοι θεσμοί, ἀποθηκεύονται σ’ αὐτές ἀλήθειες ἀπό τή διαχρονική ἐμπειρία τῆς ἀνθρωπότητος. Ὡστόσο, κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, α) ἡ ἀλήθεια δέν εἶναι μία, ἀλλά ὑπάρχουν τουλάχιστον δύο μορφές ἀληθείας, ἄλλη εἶναι ἡ ἀλήθεια γιά τά κτιστά καί ἄλλη γιά τά ἄκτιστα, β) ἡ μέν ἀλήθεια γιά τά κτιστά δέν σώζει, ἡ δέ ἀλήθεια γιά τά ἄκτιστα σώζει, καί γ) ἡ ἀλήθεια γιά τά ἄκτιστα σώζει στό σύνολό της καί ὄχι ἀποσπασματικά. Ἡ ἀλλοίωση ἑνός μέρους της συνιστᾶ τήν αἵρεση καί ἡ αἵρεση δέν σώζει. Πολύ περισσότερο δέν σώζουν οἱ θρησκεῖες, ἐπειδή α) οἱ ἀλήθειες, πού τυχόν περιέχουν, εἶναι ἄσχετες μέ τή σωτηρία καί β) ἡ ἀλήθεια σ’ αὐτές συμπλέκεται μέ τήν πλάνη. Πρακτικά, ἡ Ὀρθόδοξη ποιμαντική διακρίνει μεταξύ αἱρέσεως καί αἱρετικοῦ, θρησκείας καί ὁπαδοῦ. Ὡς Ὀρθόδοξοι, μισοῦμε τήν αἵρεση ἤ τή θρησκεία, ἀλλά ἀγαπᾶμε τόν αἱρετικό ἤ τόν ἑτερόθρησκο, ὅπως ἀγαπᾶμε κάθε ἄνθρωπο, ὅμως τόν ἀγαπᾶμε ὡς πεπλανημένο, ὄχι ὡς φορέας ἀληθείας, οὔτε ὡς σωζόμενο, οὔτε ὡς μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ τήρηση τῶν παραπάνω ὁρίων καί ἡ ἁρμονική (εἰρηνική) συμβίωση εἶναι τά πρῶτα ζητούμενα, ὅπου συμβιώνουν Ὀρθόδοξοι καί ἑτερόδοξοι πληθυσμοί. Ὡς πρός τή σχέση τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τίς θρησκεῖες, στήν ἐποχή μας τέθηκε ἀπό διακεκριμένους Ὀρθοδόξους θεολόγους τό ζήτημα ἄν ὀ Χριστιανισμός εἶναι θρησκεία ἤ ὄχι, καί διατυπώθηκε ἡ ἄποψη ὅτι στήν αὐθενικότητά του ὁ Χριστιανισμός (ἡ Ὀρθοδοξία) δέν εἶναι θρησκεία, ἀλλά εἶναι μιά θεραπευτική μέθοδος τῆς νοσούσης ἀπό τήν κυριαρχία τῶν παθῶν καί τήν αἰχμαλωσία τοῦ διαβόλου ἀνθρώπινης προσωπικότητος. Αὐτή ἡ μέθοδος δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τή θρησκεία ἤ ἔχει μόνο ἐξωτερικές καί ἐπιφανειακές ὁμοιότητες μέ αὐτήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου