Διάγραμμα – Περίληψη Θέματος Θ' τοῦ Θεολογικοῦ
Προγράμματος «Ὀρθοδοξία καί Ζωή» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου ΙΕ', ἔτους 2020-2021.
Στοιχεῖα θεολογικῆς ἀνθρωπολογίας: Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας
χρησιμοποίησαν τήν προϋπάρχουσα ἀντίληψη περί ἀνθρώπου τῆς ἑλληνικῆς
φιλοσοφίας, προσαρμόζοντάς την στά δεδομένα τῆς θείας Ἀποκαλύψεως. Ὁ ἄνθρωπος,
γενικά, διακρίνεται σέ σῶμα καί ψυχή. Κατά τόν Πλάτωνα, ἡ ψυχή διακρίνεται σέ
τριά μέρη: α) «λογιστικόν», β) «θυμοειδές» καί γ) «ἐπιθυμητικόν», πού ἀντιστοιχοῦν περίπου στή γνωστή διάκριση σέ α) νόηση, β) βούληση καί γ) συναίσθημα.
Τό «λογιστικόν», ὡς ἀνώτερο μέρος τῆς ψυχῆς, λειτουργεῖ ὡς «ἠνίοχος», πού (πρέπει
νά) κατευθύνει τά ἄλλα δύο κατώτερα μέρη. Οἱ ἐπ’ αὐτοῦ προεκτάσεις τῆς
σύγχρονης Ψυχολογίας: α) ἡ «αἴσθηση» καί β) ἡ «ἐνόραση» ἤ «διόραση» ὡς ψυχικές
λειτουργίες, καί ἡ διάκριση μεταξύ «συνειδητοῦ» καί «ἀσυνείδητου» μέρους τῆς
ψυχῆς. Οἱ διαφορές στήν περί ψυχῆς ἀντίληψη μεταξύ Ὀρθόδοξης Παράδοσης καί
σύγχρονης Ψυχολογίας (καί ἐπιστημῶν, φιλοσοφίας κ.ἄ.). Γενικά, ἡ ἑλληνική
παράδοση δεχόταν ὅτι ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου ἔγκειται στόν «λόγο» (οἱ ὅροι «νοῦς»,
«λόγος», «νόησις», «λογιστικόν» ταυτίζονται ἐννοιολογικά). Ὡστόσο, ὁ «λόγος»
δέν σημαίνει τή στενῶς νοούμενη νόηση, ἀλλά ἐμπεριέχει στοιχεῖα βουλητικά καί
συναισθηματικά (δεδομένου ὅτι ὑπάρχει σαφής ἀλληλεπίδραση μεταξύ τῶν μερῶν τῆς
ψυχῆς) ἤ χρησιμοποεῖται γιά τήν περιγραφή τοῦ ὅλου ἀνθρώπου, ὅπως συμβαίνει
ἐνίοτε μέχρι σήμερα. Μέ αὐτή τήν ἔννοια χρησιμοποιεῖται καί περί τοῦ Υἱοῦ τοῦ
Θεοῦ ἀπό τόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη. Στή Δύση ὁ ὅρος «λόγος» μεταφράστηκε ὡς «ratio»
καί ταυτίστηκε μέ τή στενή λογική, γεγονός πού ἐπηρέασε ὁλόκληρο τόν δυτικό
πολιτισμό μέχρι σήμερα. Ἔτσι, ἡ μεσαιωνική δυτική θεολογία ταυτίστηκε μέ τόν
θεολογικό στοχασμό (τή διανόηση περί Θεοῦ), ἡ δέ νεότερη φιλοσοφία ταύτισε πολύ
περισσότερο τήν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου μέ τή νόηση, εἰς βάρος τῆς βουλήσεως, τοῦ
συναισθήματος κ.λπ. Κατά τήν μέχρι σήμερα ἐπικρατοῦσα ἀντίληψη, κέντρο τῆς
ἀνθρώπινης φυσιολογίας (τοῦ ἀνθρώπινου ὀργανισμοῦ) εἶναι ὁ ἐγκέφαλος.
Τουλάχιστον ἀπό τή ἐποχή τοῦ Πλάτωνα εἶναι γνωστή ἡ ἀντίληψη ὅτι οἱ ψυχικές
λειτουργίες ἔχουν σωματικές «ἕδρες» (τοῦ «λογιστικοῦ» ἡ κεφαλή, τοῦ
«θυμοειδοῦς» τό στῆθος καί τοῦ «ἐπιθυμητικοῦ» ἡ κοιλία). Τά παραπάνω ἔχουν
ἰδιαίτερη σημασία γιά τήν Ὀρθόδοξη ἀντίληψη περί «καρδίας».
Ἡ βούληση ὡς ἐνέργεια τῆς ψυχῆς: Στή Δύση ὑπῆρξαν, βέβαια,
καί ἀντιδράσεις στήν ἀπολυτοποίηση τῆς ἀνθρώπινης νόησης (ὅπως γνωστά κινήματα
στή φιλοσοφία καί στήν τέχνη). Ὁ Friedrich Nietzsche (1844-1900), ἕνας μεγάλος
φιλόσοφος μέ τραγική κατάληξη, ταύτισε τήν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου μέ τή βούληση καί
ἕνας παρανοϊκός ἡγέτης, ὁ Adolf Hitler (1889-1945), ἐπιχείρησε νά ἐφαρμόσει τό
ὅραμα τοῦ Nietzsche στήν πολιτική, μέ τά γνωστά ἀποτελέσματα. Ὅμως, ἐκεῖνο πού
γνώριζε ὁ Nietzsche ἦταν ἡ μεταπτωτική ἀνθρώπινη βούληση καί ἐκεῖνο πού δέν
γνώριζε ἦταν ὅτι ἡ βούληση αὐτή εἶναι ἀρρωστημένη καί χρήζει θεραπεία. Ὅσο
περισσότερο καλλιεργεῖται (ἀναπτύσσεται) μιά ἀρρωστημένη κατάσταση τοῦ
ἀνθρώπου, τόσο περισσότερο ἀσθενεῖ καί διαστρέφεται ὁ ὅλος ἄνθρωπος. Ἡ Ὀρθόδοξη
Παράδοση, ἄν καί δέχεται ὅτι ἡ βούληση πρέπει νά κατευθύνεται ἀπό τόν λόγο, δέν
ταυτίζει τή νόηση εἶναι ἡ οὐσία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά δέχεται ὅτι ἡ οὐσία τοῦ
ἀνθρώπου ἔγκειται περισσότερο στή βούληση. Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι τόσο ὅ,τι
σκέπτεται, ἀλλά μᾶλλον ὅ,τι θέλει, ὅ,τι ἐπιθυμεῖ. Γι’ αὐτό, κέντρο τῆς
ἀνθρώπινῆς προσωπικότητας δέν εἶναι ὁ ἐγκέφαλος, ἀλλά ἡ «καρδία». Στό σημεῖο
αὐτό ἐπιμένει ὁ ἅγιος Νικόδημος καί διαφοροποιεῖται ἀπό τήν ἐπικρατοῦσα ἄποψη:
«ἄφες τούς νεωτέρους φυσικούς (=ἐπιστήμονες) καί μεταφυσικούς (=φιλοσόφους) νά
λέγωσιν, ὅτι ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς εὑρίσκεται εἰς τόν ἐγκέφαλον ... τό διδασκαλεῖον
τῶν Γραφῶν καί τῶν ἱερῶν Πατέρων εἶναι ἀληθέστερον τῶν διδασκαλείων τῶν
ἀνθρώπων»! Ἡ «καρδία», κατά τόν Ἅγιο, εἶναι «κέντρον φυσικόν» (κέντρο τοῦ
ἀνθρώπινου ὀργανισμοῦ), «κέντρον παραφυσικόν» (ἕδρα τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας
καί κατοικητήριο δαιμόνων) καί «κέντρον ὑπερφυσικόν» (κατοικητήριο τῆς θείας
Χάρης). Ἔχουμε ἤδη ἀναφερθεῖ στή διαδικασία μέ τήν ὁποία μολύνεται ἡ «καρδία»
καί γεννῶνται τά πάθη. Κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἡ βούληση εἶναι οὐσιῶδες
μέρος τῆς ψυχῆς ἤ μᾶλλον εἶναι ἐνέργεια
τῆς ψυχῆς. Ἡ βούληση συνδέεται στενά μέ τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία (τό
«αὐεξούσιον», ἕνα οὐσιῶδες στοιχεῖο τοῦ «κατ’ εἰκόνα»). Βούληση, ἀπό μιά ἄποψη,
εἶναι ἡ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νά ἐπιλέγει. Γι’ αὐτό, μόνο ὁ Θεός καί τά
ἀνώτερα δημιουργήματα (ἄνθρωποι καί Ἄγγελοι) ἔχουν βούληση. Τά ζῶα δέν ἔχουν
βούληση, ἀλλά ἔστικτο, οὔτε ἐνεργοῦν «κατά βούλησιν», ἀλλά κατά τό ἔνστικτό
τους. Στήν αὐθεντική λειτουργία της ἡ ἀνθρώπινη βούληση «ταυτίζεται» μέ
(ἀκολουθεῖ πιστά καί ἐλευθέρως) τό θεῖο θέλημα, τό ὁποῖο εἶναι «εὐάρεστον»,
«ἀγαθόν» καί «τέλειον» (Ρωμ. 12,2), δηλ. εἶναι ὅ,τι «συμφέρει» τόν ἄνθρωπο
ἀπολύτως. Στήν ἀρρωστημένη κατάστασή της ἡ ἀνθρώπινη βούληση αὐτονομεῖται,
διαφοροποιεῖται ἀπό τό θεῖο θέλημα, θέλει «τά δικά της», διαφορετικά ἀπ’ ὅσα
θέλει ὁ Θεός. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ ἄνθρωπος γεννᾶται μέ μιά ἰσχυρή δύναμη
(ἐνέργεια), πού ὀνομάζεται στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση «βούλησις», «θέλησις»,
«θέλημα φυσικόν», «ἀγάπη», «ἔρως», «ἔφεσις» κ.ἄ. Στή φυσιολογική της λειτουργία
ἡ δύναμη αὐτή εἶναι στραμμένη ἐξ ὁλοκλήρου στόν Θεό καί διά τοῦ Θεοῦ στόν
κόσμο. Τότε ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ, βούλεται, θέλει, ἐφίεται κ.λπ. πρῶτα τόν Θεό καί
διά τοῦ Θεοῦ ἀδιακρίτως ἀγαπᾶ, βούλεται, θέλει, ἐφίεται ὅλα τά ὄντα. Στήν
ἀρρωστημένη λειτουργία της ἡ δύναμη αὐτή εἶναι στραμμένη στόν ἑαυτό μας: ἀγαπᾶμε
τόν ἑαυτό μας καί δι’ αὐτοῦ μας ἀγαπᾶμε ὅσα μᾶς ἱκανοποιοῦν καί ἀποστρεφόμεθα
ὅσα δέν μᾶς ἱκανοποιοῦν, διακρίνοντας τά πράγματα σέ «καλά» καί «κακά». Ὅμως,
κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, τό κακό δέν ἔγκειται στή φύση τῶν πραγμάτων, ἀλλά
στή βούληση ἤ στήν προαίρεση τῶν ἐλευθέρων ὄντων.
Ἀνθρώπινη βούληση καί θεία Χάρη: Πῶς θεραπεύεται ἡ ἀνθρώπινη
βούληση; Προϋπόθεση τῆς θεραπείας της εἶναι ἡ θεία Χάρη, ἤ μᾶλλον ἡ «συνέργεια»
ἀνθρωπίνης βουλήσεως καί θείας Χάρης: «χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω.
15,5)! Στό πρῶτο στάδιο τῆς σωτηρίας ἡ ἐνέργεια τῆς θείας Χάρης εἶναι καθαρτική
καί θεραπευτική: καθαίρει τόν νοῦ, τόν λόγο, τήν καρδία, τή βούληση, ὁλόκληρη
τήν ἀνθρώπινη προσωπικότητα. Στά ἑπόμενα στάδια ἡ ἐνέργεια τῆς θείας Χάρης
εἶναι φωτιστική καί θεοποιός. Γενικά, ἡ σωτηρία ἐπιτυγχάνεται μέ τή μετοχή στή
Χάρη ἤ Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Προορισμός τοῦ ἀνθρώπου ἀπό μιά ἄποψη εἶναι ἡ
ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνευματος, δηλ. ἡ ἀπόκτηση τῆς «Χάριτος τοῦ Πνεύματος», τῆς
θείας Χάρης. Αὐτή «ἀλλοιώνει» (ἤ μᾶλλον ἀποκαθιστᾶ στήν αὐθεντικότητά τους)
ὅλες τίς δυνάμεις τῆς ψυχῆς (νόηση, βούληση, συναίσθημα κ.ἄ.), ἀλλά ἀλλοιώνει
ἀκόμη καί τό σῶμα. Ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα: ἡ συνάντηση τοῦ ἁγίου
Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ μέ τόν Μοτοβίλωφ (ἀπό τόν βίο τοῦ ἁγίου Σεραφείμ).
Δεῖτε βιντεοσκοπημένο
τό Θέμα στόν παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.youtube.com/watch?v=w0BfwdPD8Xg&t=10s
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου