Διάγραμμα – Περίληψη Θέματος Η' τοῦ Θεολογικοῦ
Προγράμματος «Ὀρθοδοξία καί Ζωή» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου ΙΕ', ἔτους 2020-2021.
Τά εἴδη τῆς γνώσεως: Κατά τόν ἅγιο Νικόδημο, ἡ αὐθεντική
γνώση εἶναι ὁδηγός στήν πνευματική ζωή. Ὡστόσο, ὑπάρχουν πολλά εἴδη γνώσεως,
ὅπως: α) Ἡ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Τό πανανθρώπινο αἴτημα τῆς αὐτογνωσίας («γνῶθι
σαὐτόν»), ἡ ἐπικαιρότητά του καί ἡ ἐκμετάλλευσή του ἀπό αἱρετικές ἐσωτεριστικές
κινήσεις. β) Ἡ γνώση τοῦ κόσμου. Ἡ ἐποχή μας βρίθει γνώσεων καί πληροφοριῶν,
ζεῖ δέ μιά ἄνευ προηγουμένου ἔκρηξη τῆς τεχνολογίας. Στό παρελθόν ἀπολυτοποιήθηκαν
ἤ θεοποιήθηκαν ἡ γνώση καί ἡ ἐπιστήμη. Ὁ ἄνθρωπος πίστεψε ὅτι μέσω αὐτῶν θά
λύσει ὅλα τά προβλήματά του καί ὅτι δέν ἔχει πλέον ἀνάγκη τόν Θεό. Σήμερα ἡ
ἐμπιστοσύνη στά πορίσματα τῆς ἐπιστήμης ἔχει ἀρκετά κλονιστεῖ, ὡστόσο ἔχει
«θεοποιηθεῖ» πρακτικά ἡ τεχνολογία, ἤ μᾶλλον κυριαρχεῖ τόσο πολύ στή ζωή, ὥστε
νά ἀποτελεῖ σοβαρή ἀπειλή γιά τό ἴδιο τό ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ὁ ἄνθρωπος
ἐμφανίζεται πλέον δέσμιος τῶν δημιουργημάτων του καί καταντᾶ ἐξάρτημα τῆς σύγχρονης
τεχνολογίας. γ) Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ. Αὐτή διαφέρει ἀπό κάθε ἄλλη γνώση: εἶναι
ἁπλή, εἰρηνική, σωτηριώδης. Δέν ἀνακαλύπτεται μέ τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις, ἀλλά ἀποκαλύπτεται
(φανερώνεται στόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό). Αὐτή ἡ ἀποκεκαλυμένη γνώση εἶναι ἡ
μοναδική ὁδός πρός τόν Θεό. Ἀντίθετα, ἡ γνώση τοῦ κόσμου, ἡ ἀνθρώπινη σοφία δέν
ὁδηγεῖ στόν Θεό. Τόν 14ο αἰ. ὁ αἱρετικός Μοναχός Βαρλαάμ ὁ Καλαβρός (1290-1350)
ἔλεγε ὅτι μία εἶναι ἡ ἀλήθεια καί μία εἶναι ἡ γνώση. Ἔτσι, εἴτε ἀκολουθοῦμε τήν
ὁδό τῆς ἀποκαλύψεως, εἴτε τήν ὁδό τῶν «μαθημάτων» καί τῶν ἀνθρώπινων
συλλογισμῶν, ὁδηγούμεθα στήν ἴδια Ἀλήθεια, στόν ἴδιο Θεό. Τότε, ὁ ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (1296-1359) ἀπάντησε ὅτι ὑπάρχουν δύο ἀλήθειες καί δύο
γνώσεις: ἡ ἀλήθεια γιά τόν Θεό καί ἡ ἀλήθεια γιά τόν κόσμο, ἡ ἀλήθεια γιά τά
ἄκτιστα καί ἡ ἀλήθεια γιά τά κτιστά, ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ καί ἡ γνώση τῶν ὄντων. Ἡ
πρώτη ὁδηγεῖ στόν Θεό καί σώζει. Ἡ δεύτερη δέν σώζει, οὔτε ὁδηγεῖ στόν Θεό·
ἁπλῶς συμβάλλει στή βελτίωση τῶν συνθηκῶν τοῦ παρόντος βίου. Ἡ πρώτη εἶναι
ἑνιαία καί ἁπλή. Ἡ δεύτερη εἶναι πολλαπλή καί κατατετμημένη, δηλ. ὑπάρχουν
τόσες ἐπιμέρους ἀλήθειες γιά τά πράγματα, ὅσες καί τά ἴδια τά πράγματα ἤ
τουλάχιστον ὅσες καί οἱ ἐπιστῆμες. Κάποιοι πιστεύουν ὅτι ἡ ἀνθρώπινη γνώση
ὄντως σώζει, ὅπως στήν περίπτωση τῆς ἰατρικῆς, ἤ ὅτι ἡ παρατήρηση τοῦ κόσμου
ὁδηγεῖ στή γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, ἡ διά τῆς ἰατρικῆς «σωτηρία» π.χ. ἀπό τόν
θάνατο δέν εἶναι ὄντως ἀπαλλαγή ἀπό τόν θάνατο, ἀλλά μόνο ἀναβολή τοῦ θανάτου.
Ἐπίσης, «οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ» (Ψαλμ. 18,1), ἀλλά ὄχι σέ ὅλους,
παρά μόνο σέ ὅσους ἔχουν ὑγιῆ καί θεραπευμένα τά πνευματικά τους αἰσθητήρια. Ἡ
γνώση τοῦ κόσμου, δέν ὁδηγεῖ ὅλους σέ δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Ὡστόσο, ἡ ἀνθρώπινη
σοφία, ἄν καί δέν σώζει, ἐπηρεάζει τή σωτηρία θετικά ἤ ἀρνητικά. Ὅταν π.χ. αὐτή
ὑπερεκτιμᾶται, τότε «φυσιοῖ» (Α΄ Κορ. 8,1), προκαλεῖ ἔπαρση, ἡ δέ ἔπαρση
συνιστᾶ ἀποστασία ἐκ τοῦ Θεοῦ. Τότε καθίσταται σοφία «ἐπίγειος, ψυχική,
δαιμονιώδης» (Ἰακ. 3,15). Ἀντίθετα, ἡ αὐθεντική γνώση συμβάλλει στή σωτηρία. Ὁ
ἅγ. Νικόδημος στήν προκειμένη περίπτωση ἀναφέρεται στή γνώση τῶν πραγμάτων καί
ὄχι στή γνώση τοῦ Θεοῦ καί δέν εἶναι ὁ μόνος ἐκ τῶν Πατέρων, πού θεωρεῖ τήν
ἀγνωσία, τήν ἄγνοια ἤ τή λήθη πάθος καί ρίζα πολλῶν κακῶν. Δέν ἀναφέρεται,
προφανῶς, στή γνώση τῶν ἰδιοτήτων τῶν πραγμάτων, ὅπως συμβαίνει π.χ, στήν
ἐπιστήμη, ἀλλά στήν ἀξιολόγηση καί στήν ἱεράρχηση τῶν πραγμάτων, στό τί εἶναι
καλό καί τί κακό, τί ὀφέλιμο καί τί βλαβερό, τί σημαντικό καί τί ἀσήμαντο, τί
προηγεῖται καί τί ἕπεται κ.λπ.
Στοιχεῖα αὐτογνωσίας: Προφανῶς, ἡ πρώτη γνώση πού συμβάλλει
στή σωτηρία, εἶναι ἡ αὐθεντική γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὁ ἅγ. Νικόδημος παρέχει
κριτήρια γιά τήν γνησιότητα τῶν αἰσθημάτων ὅσων νομίζουν ὅτι θεράπευσαν τή νόσο
τῆς Φιλαυτίας καί τῆς αὐτοπεποιθήσεως καί ἀπέκτησαν τέλεια ἐλπίδα στόν Θεό: ἄν
μετά ἀπό κάποια πτώση ἤ ἁμάρτημα ἀκολουθεῖ λύπη, ἀπελπισία ἤ ἀπογοήτευση, τότε
αὐτά εἶναι προϊόντα αὐτοπεποιθήσεως. Ἐπισημαίνει, ἐπίσης, τήν πλάνη ὅσων
«νομίζουν διά ἀρετήν τήν μικροψυχίαν» (τήν κατάπτωση, λύπη ἤ ταραχή, πού
προκαλεῖ κάποια πτώση). Πρόκειται γιά ἐνδείξεις «ἀποκρύφου ὑπερηφανείας» καί ὄχι
ταπεινώσεως.
Στοιχεῖα γνώσεως τῶν πραγμάτων: Κατά τόν ἅγ.
Νικόδημο, ἡ ἀγνωσία σκοτίζει τόν νοῦ, ὥστε δέν διακρίνει ὀρθῶς τά πράγματα καί
πλανᾶται ὡς πρός τήν ἀλήθεια. Γενικά, ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ γίνεται μέ τή θεραπεία
τῶν παθῶν καί μέ τήν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν. Ὡστόσο ὑπάρχουν καί δύο
εἰδικότεροι τρόποι φωτισμοῦ: α) Ἡ προσευχή, μέ τήν ὁποία ἀναζητοῦμε τόν φωτισμό
τοῦ Ἁγίου Πνευματος καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. β) Ἡ ἄσκηση («γύμνασις») τοῦ νοῦ
στή θεωρία τῶν πραγμάτων, ὥστε νά διακριθεῖ ἡ πρώτη καί πεπλανημένη κρίση τῆς
αἴσθησης καί τοῦ κόσμου γιά τά πράγματα ἀπό τήν ὀξύτερη καί ὀρθή κρίση τοῦ
ὀρθοῦ λόγου καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Συνήθως, κρίνουμε τά πράγματα ἀπό τήν
ἡδονή ἤ τή λύπη πού μᾶς προκαλοῦν. Θεωροῦμε καλά ὅσα προσφέρουν ἡδονή καί
ἀποστρεφόμεθα ὅσα προκαλοῦν λύπη καί ὀδύνη. Ὡστόσο, αὐτή ἡ πρώτη κρίση εἶναι
τῆς αἰσθήσεως καί ὄχι τοῦ νοῦ. Ὅταν ὁ νοῦς κρίνει ὁ ἴδιος, ἀνεπηρέαστος ἀπό τήν
κρίση αὐτή τῆς αἰσθήσεως, διαπιστώνει ὅτι πράγματα πού προκαλοῦν ἡδονή, τελικά
βλάπτουν, καί πράγματα πού προκαλοῦν λύπη, τελικά ὀφελοῦν. Κατά κανόνα, ἡ πρώτη
αὐτή κρίση προλαμβάνει ἐπηρεάζει τή θέληση, ὥστε νά γεννᾶται ἀγάπη γιά ὅσα προκαλοῦν
ἡδονή καί μίσος γιά ὅσα προκαλοῦν ὀδύνη. Αὐτή ἡ ἀγάπη καί τό μίσος προφθάνουν
καί σκοτίζουν τόν νοῦ, ὥστε δέν βλέπει τό κακό, πού κρύπεται στήν ἐπιφανειακή
ἡδονή, ἤ τό καλό πίσω ἀπό τήν φαινομενική ὀδύνη. Στήν περίπτωση αὐτή ὁ ἄνθρωπος
δένεται μέ ἐμπαθεῖς σχέσεις μέ τά πράγματα πού τόν περιβάλλουν. Οἱ σχέσεις
αὐτές εἶναι πάθη. Ὅσο ἰσχυρές εἶναι αὐτές οἱ σχέσεις ἀγάπης ἤ μίσους,
συμπάθειας ἤ ἀντιπάθειας μέ πράγματα ἤ πρόσωπα πού μᾶς περιβάλλουν, τόσο
ἀσθενής ἤ ἀνύπαρκτη εἶναι ἡ σχέση μας μέ τόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος τότε, στήν
προσπάθειά του νά ὑποτάξει τό περιβάλλον γίνεται δοῦλος τοῦ περιβάλλοντος,
ἐπειδή δέ οἱ σχέσεις αὐτές εἶναι πάθη ὁ ἄνθρωπος γίνεται δοῦλος τῶν παθῶν, καί
ἐπειδή τά πάθη ὑποκινοῦνται συνήθως ἀπό δαίμονες, ὁ ἄνθρωπος γίνεται δοῦλος καί
ὑποχείριο τῶν δαιμόνων. Οἱ ἐμπαθεῖς αὐτές σχέσεις εἶναι ὅλες ἰδιοτελεῖς: ὁ
ἄνθρωπος συμπαθεῖ ὅ,τι τόν συμφέρει καί ἀντιπαθεῖ ὅ,τι δέν τόν συμφέρει. Στήν
κατάσταση αὐτή δέν ὑπάρχουν περιθώρια εἰλικρινοῦς ἀγάπης οὔτε πρός τόν Θεό,
οὔτε πρός τόν συνάνθρωπο. Ἡ πρόληψη αὐτῆς τῆς ὀδυνηρῆς δουλείας ἔγκειται στόν
ἔλεγχο τῆς θελήσεως, ὥστε νά ἀποφεύγει τίς ἐμπαθεῖς συνδέσεις ἀγάπης ἤ μίσους έ
τά πράγματα, ἡ δέ θεραπεία ἔγκειται στήν ἐξέταση τῶν πραγμάτων «μέ τό φῶς τοῦ
νοός καί τοῦ ὀρθοῦ λόγου, μέ τό φῶς τῶν θείων Γραφῶν, μέ τό φῶς τῆς Χάριτος καί
τῆς προσευχῆς, καί μέ τήν κρίση τοῦ πνευματικοῦ σου πατρός», καθώς καί μέ τήν
ἐπιβολή αὐτῆς τῆς κρίσεως στήν ἀρρωστημένη μας θέληση.
Ὁ κίνδυνος τῆς πολυπραγμοσύνης: Τό ἀντίθετο τῆς ἀγνωσίας
εἶναι ἡ πολυπραγμοσύνη. Ὁ πολυπράγμων γεμίζει τόν νοῦ του μέ ποικίλους
λογισμούς καί λησμονεῖ νά καθαρίσει τήν καρδία του. Οἱ περισσότεροι ἐξ αὐτῶν
εἶναι μάταιοι (ἐπιτρεπτοί μέν, ἀλλά ὄχι ἀναγκαῖοι), ἄτακτοι καί βλαπτικοί
λογισμοί. Οἱ τυχόν ἀγαθοί καί εὐλαβεῖς λογισμοί καταπνίγονται μέσα στό πλῆθος
τῶν μάταιων λογισμῶν καί τῆς ἀνθρώπινης πολυπραγμοσύνης καί τῆς μέριμνας, ὁ δέ
ἄνθρωπος πορεύεται χωρίς προσανατολισμό. Ἡ πολυπραγμοσύνη εἶναι παγίδα τοῦ
διαβόλου, τρέφεται δέ ἰδιαίτερα ἀπό τή φαντασία. Ἡ ἔρευνα καί ἡ περιέργεια
εἶναι συνήθως ἐκδηλώσεις Φιλαυτίας καί ὑπερηφανείας. Ἰδιαίτερα στούς «ὀξεῖς τόν
νοῦν» ὁ διάβολος παράγει νοήματα δῆθεν «ὑψηλά, λεπτά καί περίεργα».
Ἐγκλωβισμένοι στήν ἡδονή αὐτῶν τῶν νοημάτων, νομίζουν ὅτι μέσῳ αὐτῶν ἀπολαμβάνουν
τόν Θεό, ἐνῶ εἶναι γεμάτοι πάθη. Φτάνουν δέ σέ τέτοια κατάσταση ὑπερηφανείας,
ὥστε «γίνονται εἴδωλον τοῦ ἰδίου νοός των» (πρβλ. «αὐτοείδωλον ἐγενόμην»!) καί
νά ἀπολυτοποιοῦν τήν προσωπική τους κρίση. Ἡ κατάσταση αὐτή θεραπεύεται μέ τή
σθεναρή ἀντίσταση στήν «ὑπερηφάνειαν τοῦ νοός» μας καί μέ ὑποβολή τῆς προσωπικῆς
μας «γνώμης» στή «γνώμη» τῶν ἄλλων.
Δεῖτε βιντεοσκοπημένο
τό Θέμα στόν παρακάτω σύνδεσμο:
https://www.youtube.com/watch?v=XC_BhBHbfE0&t=163s
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου