γαπητοί φίλοι,

Σς καλωσορίζω στό προσωπικό μου ἱστολόγιο καί σς εχομαι καλή περιήγηση. Σ’ ατό θά βρετε κείμενα θεολογικο καί πνευματικο περιεχομένου, πως κείμενα ναφερόμενα στήν πίστη καί Παράδοση τς κκλησίας, ντιαιρετικά κείμενα, κείμενα πνευματικς οκοδομς, κείμενα ναφερόμενα σέ προβληματισμούς καί ναζητήσεις τς ποχς μας καί, γενικά, διάφορα στοιχεα πό τήν πίστη καί ζωή τς ρθόδοξης κκλησίας.

Εχομαι τά κείμενα ατά καί κάθε νάρτηση σ’ ατό τό ἱστολόγιο νά φανον χρήσιμα σέ σους νδιαφέρονται, νά προβληματίσουν θετικά, νά φυπνίσουν καί νά οκοδομήσουν πνευματικά.

ελογία καί Χάρις το Κυρίου νά εναι πάντοτε μαζί σας.

Μετά τιμς καί γάπης.

π. Σωτήριος θανασούλιας

φημέριος Μητροπολιτικο ερο Ναο γίου Βασιλείου Τριπόλεως.

Τρίτη 19 Μαρτίου 2024

«Το μυστήριο του Χριστού» 2023-4: Το μυστήριο της Αγίας Τριάδος

 


Διάγραμμα – Περίληψη Θέματος Η' τοῦ Προγράμματος Ὀρθόδοξης Κατήχησης «Τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ», περιόδου Α', ἔτους 2023-2024. 

Ἀπό τήν Παλαιά στήν Καινή Διαθήκη: Στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Θεός ἐμφανίζεται ὡς ἕνας καί μοναδικός. Ταυτόχρονα, ὅμως, ἐμφανίζεται ὡς «Ἄγγελος» ἑνός ἄλλου Προσώπου ἤ ὡς Ἄγγελος τῆς «βουλῆς» τοῦ Προσώπου αὐτοῦ («Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος»). Ἀλλοῦ ὁ Θεός ἐκφράζεται γιά τόν ἑαυτό Του σέ πληθυντικό ἀριθμό καί ἀλλοῦ γίνεται λόγος γιά δύο ἤ τρεῖς «Κυρίους», καί «Κύριος» σημαίνει Θεός στή γλώσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς! Ἔτσι, ἤδη στήν Π. Διαθήκη ὑπονοεῖται τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τό μυστήριο αὐτό εἶναι γνωστό στούς Προφῆτες καί Δικαίους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀλλά δέν τονίζεται γιά εἰδικούς λόγους. Ἀποκαλύπτεται σαφέστερα στήν Καινή Διαθήκη, ὅταν «ὁ εἷς τῆς Τριάδος» ἔγινε ἄνθρωπος, καί διατυπώνεται μέ συγκεκριμένους ὅρους ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους καί τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Κατά τήν τελική διατύπωσή του, ὁ Θεός εἶναι «μία οὐσία ἤ μία φύση καί τρεῖς ὑποστάσεις ἤ τρία πρόσωπα» (Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα). Ὡστόσο, καί μετά τή διατύπωση αὐτή, ἡ ἀλήθεια γιά τήν Ἁγία Τριάδα παραμένει μυστήριο. Ὁ ἀνθρώπινος λόγος ἀδυνατεῖ νά ἐννοήσει πῶς τά τρία εἶναι ἕνα καί τό ἕνα τρία. Ὡστόσο, στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ἔγιναν ἀπόπειρες νά κατανοηθεῖ τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος μέσω τοῦ ὀρθοῦ λόγου καί, εἰδικότερα, μέσω τῆς φιλοσοφίας, οἱ ὁποῖες ὅμως κατέληξαν σέ μεγάλες αἱρέσεις.

Ἀρχαῖες αἱρέσεις περί Ἁγίας Τριάδος: Οἱ ἀρχαῖες αἱρέσεις ἐπιχειροῦσαν νά διασφαλίσουν μέ τόν τρόπο τους τήν ἑνότητα τοῦ Θεοῦ, δηλ. τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός εἶναι καί παραμένει ἕνας, μέ ἀφετηρία τό ἐρώτημα «τί εἶναι ὁ Χριστός;» καί μέ ἀναγκαῖο ἐπακόλουθο πῶς ὅ,τι ἰσχύει γιά τόν Υἱό, ἰσχύει καί γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἄν ὁ Θεός εἶναι ἕνας, καί ἄν ὁ Χριστός ἀποκαλύπτει τόν Πατέρα, τότε τί ἀκριβῶς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός καί τί τό Ἅγιο Πνεῦμα; Οἱ πρῶτοι αἱρετικοί, πού ἐπιχείρησαν νά ἀπαντήσουν σ’ αὐτά ἦταν οἱ Μοναρχιανοί (δεχόμενοι μία «ἀρχή» στόν Θεό). Διακρίνονται σέ: α) Δυναμικούς Μοναρχιανούς ἤ Υἱοθετιστές καί β) Τροπικούς Μοναρχιανούς ἤ Πατροπασχίτες. Οἱ Δυναμικοί Μοναρχιανοί πίστευαν ὅτι ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἀπρόσωπες καί ἀνυπόστατες «δυνάμεις» (ἐνέργειες) τοῦ Πατρός. Κατά τήν ἀντίληψη αὐτή, ὁ ἱστορικός Χριστός ἦταν κοινός ἄνθρωπος, στόν ὁποῖο ἐνοίκησε (κατοίκησε, ἐπῆλθε) ἡ Δύναμη ἤ ἡ Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀκριβῶς κατοίκησε ἡ Χάρη στούς Προφῆτες, ἀλλά σέ μεγαλύτερο βαθμό. Ἄρα ὁ Χριστός δέν ἦταν, ἀλλά ἔγινε Υἱός τοῦ Θεοῦ. Οἱ Τροπικοί Μοναρχιανοί πίστευαν ὅτι ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι «τρόποι», μέ τούς ὁποίους ἐμφανίζεται στόν κόσμο ὁ ἕνας καί μοναδικός Θεός, ὁ Ὁποῖος στήν Παλαιά Διαθήκη ἐμφανίζεται ὡς Πατήρ, στήν Καινή ὡς Υἱός καί στήν Ἐκκλησία ὡς Ἅγιο Πνεῦμα. Κατά τήν ἀντίληψη αὐτή, ὁ ἱστορικός Χριστός ταυτίζεται μέ τόν Θεό Πατέρα, ὁ Ὁποῖος καί ἔπαθε πάνω στόν Σταυρό. Τήν πιό ἀκραία θέση γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἔλαβαν οἱ Ἀρειανοί, ὁπαδοί τοῦ γνωστοῦ αἱρετικοῦ Ἀρείου (265-336), ὁ ὁποῖος πίστευε ὅτι ὁ Υἱός εἶναι «κτίσμα» (δημιούργημα) τοῦ Θεοῦ, τό πρῶτο καί ἀνώτατο («κτίσμα, ἀλλ’ οὐχ ὡς ἕν τῶν κτισμάτων, ποίημα, ἀλλ’ οὐχ ὡς ἕν τῶν ποιημάτων»), δημιουργήθηκε «ἐν χρόνῳ» («ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν» καί «πρίν γεννηθῆναι οὐκ ἦν») ἀπό τό μηδέν («ἐξ οὐκ ὄντων») καί εἶναι ἄλλης «οὐσίας» σέ σχέση μέ τόν Πατέρα. Ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀρείου καθιστοῦσε τή λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μιά ἀκόμη μορφή εἰδωλολατρίας δίπλα στίς ἄλλες καί καταδικάστηκε ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (Νίκαια, 325 μ.Χ.). Ἀναγκαστικά ὁδηγεῖ στήν αἵρεση τῶν Πνευματομάχων, κατά τήν ὁποία τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι κτίσμα καί ἡ ὁποία καταδικάστηκε ἀπό τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (Κων/ πολη, 381 μ.Χ.).

Οὐσία καί Ὑποστάσεις τοῦ Θεοῦ: Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι καί οἱ Πατέρες δέν καταδίκασαν μόνο αἱρέσεις, ἀλλά καί διατύπωσαν τήν ἀλήθεια περί τῆς Ἁγίας Τριάδος μέ ὅρους τῆς ἐποχῆς. Εἰδικότερα, χρησιμοποίησαν τέσσερις ὅρους («οὐσία», «φύσις», «ὑπόστασις» καί «πρόσωπον»), ἀφοῦ τούς ἐπεξεργάστηκαν κατάλληλα, ἀπό τούς ὁποίους οἱ τρεῖς πρῶτοι προέρχονται ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία καί ὁ τέταρτος ἀπό τό ἀρχαῖο θέατρο. Στήν ἀρχική τους χρήση οἱ τρεῖς πρῶτοι ὅροι ταυτίζονταν ἐννοιολογικά καί σήμαιναν τό πραγματικό, τό ἀφ’ ἑαυτοῦ ὑφιστάμενο, τό μή «συμβεβηκώς». Ὁ τέταρτος σήμαινε τό «προσωπεῖον», τόν προσωρινό ρόλο τοῦ «ὑποκριτῆ» (ἠθοποιοῦ) στό θέατρο. Μετά τή θεολογική ἐπεξεργασία τους, ἡ «οὐσία» ταυτίστηκε μέ τήν «φύσιν» καί ἡ «ὑπόστασις» ταυτίστηκε μέ τό «πρόσωπον» καί διακρίθηκε μαζί μέ αὐτό ἀπό τήν «φύσιν» καί τήν «οὐσίαν». Ἡ «φύσις» ἤ ἡ «οὐσία» σημαίνει τό «κοινόν» πολλῶν ἐπιμέρους ὄντων καί ἡ «ὑπόστασις» ἤ τό «πρόσωπον» σημαίνει τό «ἴδιον», τό συγκεκριμένο ὄν. Ἔτσι, στήν περίπτωση τοῦ ἀνθρώπου «φύσις» εἶναι ὅ,τι ἔχουν ἀπό κοινοῦ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί «ὑπόστασις» εἶναι ὁ συγκεκριμένος ἄνθρωπος, ὁ Πέτρος ὁ Παῦλος κ.λπ. Ἡ «φύσις» χαρακτηρίζεται ἀπό τά «φυσικά ἰδιώματα», πού εἶναι κοινά γιά ὅλες τίς ὑποστάσεις της, καί ἡ «ὑπόστασις» χαρακτηρίζεται ἀπό ἕνα σύνολο ἰδιωμάτων, πού τήν διακρίνουν ἀπό τίς ἄλλες ὑποστάσεις («ὑποστατικά ἰδιώματα»). Κατά τόν ἴδιο τρόπο, καί στόν Θεό, διακρίνονται ἡ φύση ἀπό τίς ὑπόστάσεις, ὑπάρχουν «φυσικά» (κοινά) καί «ὑποστατικά ἰδιώματα», μέ τή διαφορά ὅτι ἐκεῖ κάθε ὑπόσταση ἔχει ἕνα μόνο ὑποστατικό ἰδίωμα καί ὅτι τά ὑποστατικά ἰδιώματα εἶναι ἀκοινώνητα (αὐστηρῶς ἀκοινώνητα). Ὑποστατικά ἰδιώματα εἶναι τοῦ Πατρός τό «ἀγέννητον» (ἡ ἀγεννησία), τοῦ Υἱοῦ τό «γεννητόν» (ἡ γέννηση μόνο ἀπό τόν Πατέρα) καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τό «ἐκπορευτόν» (ἡ ἐκπόρευση μόνο ἀπό τόν Πατέρα). Ἡ ἀγεννησία, ἡ γέννηση καί ἡ ἐκπόρευση εἶναι «τρόποι ὑπάρξεως» τῶν τριῶν προσώπων ἤ ὑποστάσεων τοῦ Θεοῦ καί ἀφοροῦν ἀποκλειστικά σέ ἐνδοτριαδικές σχέσεις καί ὄχι σέ σχέσεις τοῦ Θεοῦ μέ τόν κόσμο. Γενικά, στόν Θεό ὑπάρχουν «ἑνώσεις» καί «διακρίσεις»: «ἑνώσεις» εἶναι ἡ οὐσία ἤ φύση καί τά φυσικά ἰδιώματα καί «διακρίσεις» εἶναι οἱ ὑποστάσεις ἤ πρόσωπα καί τά ὑποστατικά τους ἰδιώματα. Ἐπίσης ὑπάρχουν ἤ «κοινά» ἤ «ἀκοινώνητα» ἰδιώματα: «ἅπαν ὅ θεωρεῖται καί λέγεται ἐν τῇ παναγίᾳ καί ὁμοφυεῖ καί ὑπερουσίῳ Τριάδι ἤ κοινόν ἐστι πάντων ἤ ἑνός καί μόνου τῶν τριῶν» (Μ. Φώτιος). Τέλος, ἐπειδή ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι διαιρεμένη καί διασπασμένη, οἱ τρεῖς ὑποστάσεις δέν εἶναι τρεῖς Θεοί, ὅπως στήν περίπτωση τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά ἕνας Θεός («μία θεότης»): οἱ ὑποστάσεις δέν εἶναι μόνο «ὁμοούσιες», ἀλλά καί «ἀχώριστες», «συνυπάρχουν», «ἐνυπάρχουν» καί «περιχωροῦν ἐν ἀλλήλοις».

Οὐσία καί Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ: Μιά ἄλλη «διάκρισις» ἐπί τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκείνη μεταξύ «οὐσίας» ἤ «φύσεως» καί «ἐνεργείας» ἤ «ἐνεργειῶν». Ὁ Θεός, κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, δέν μοιάζει μέ τό «ἀκίνητον» τοῦ Ἀριστοτέλη ἤ τῆς Χριστιανικῆς Δύσεως: κινεῖται καί ἐνεργεῖ, καί ἀφοῦ κινεῖται καί ἐνεργεῖ, ἔχει ἐνέργειες. Κι ἄν τό κτιστό ἔχει κτιστές ἐνέργειες καί τό ἄκτιστο ἄκτιστες, οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστες, ὅπως καί ἡ οὐσία Του. Οἱ ἐνέργειες δέν ταυτίζονται μέ τήν οὐσία. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι παντελῶς ἀπρόσιτη, ἄγνωστη καί ἀμέθεκτη, τόσο στόν παρόντα αἰῶνα, ὅσο καί στόν μέλλοντα (εἶναι γνωστή καί μεθεκτή μόνο στά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί σέ κανέναν ἄλλον). Οἱ ἐνέργειες, ὅμως, ἄν καί ἄκτιστες, μποροῦν νά γίνουν γνωστές καί μεθεκτές, ὅπως συμβαίνει στήν περίπτωση τῶν Θεοπτῶν τῆς Ἐκκλησίας, Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Ἁγίων. Ὁ μετέχων στίς ἐνέργειες, μετέχει σέ ἄκτιστη πραγματικότητα, μετέχει τόν ἴδιο τόν Θεό καί θεώνεται «κατά μέθεξιν» καί «κατά χάριν». Οἱ ἐνέργειες εἶναι κοινές καί «φυσικές», δηλ. πηγάζουν ἀπό τήν κοινή φύση ἤ οὐσία τοῦ Θεοῦ (δέν ὑπάρχουν «ὑποστατικές» ἐνέργειες). Γιά τήν ἀκρίβεια, ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι μία, ἡ ὁποία, κατά μυστηριώδη τρόπο, «μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς καί πολλαπλασιάζεται ἀπολλαπλασιάστως ἐν πολλοῖς», ὥστε μποροῦμε ἀκινδύνως νά ὁμιλοῦμε γιά μία ἤ γιά πολλές ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ἡ Δύση ἀπέριψε αὐτή τή διάκριση καί ὁδηγήθηκε σέ αἱρέσεις, ὅπως τό filioque, καί σέ θεολογικά ἀδιέξοδα. Διαφορετικά, δέν ἐξηγεῖται οὔτε ἡ σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν κόσμο, οὔτε ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ἄν ὁ Θεός εἶχε «κατ’ οὐσίαν» σχέσεις μέ τόν κόσμο, τότε ὁ κόσμος θά ταυτιζόταν μέ τόν Θεό (Πανθεϊσμός) καί ἄν ὁ Θεός δέν εἶχε καμμία σχέση μέ τόν κόσμο, τότε δέν θά ὑπῆρχε ὁ κόσμος (ὑπάρχει ὅ,τι «κοινωνεῖ» κατά κάποιον τρόπο μέ τόν Θεό)! Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τόν ἄνθρωπο. Οἱ σχέσεις τοῦ Θεοῦ μέ τόν κόσμο εἶναι «κατ’ ἐνέργειαν» σχέσεις καί ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι «κατ’ ἐνέργειαν» ἤ «κατά χάριν» θέωση. Ἡ ἀλήθεια γιά τή διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργείας διατυπώθηκε ἐπίσημα τόν 14ο αἰ. ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ (1296-1359), τούς Ἡσυχαστές Πατέρες καί τίς Ἡσυχαστικές Συνόδους (1341, 1347, 1351), ὅμως ἐνυπάρχει ὡς διδασκαλία σέ ὅλους τοῦ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Π.χ.: «Αἱ μέν γάρ ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ ποικίλαι, ἡ δέ οὐσία ἁπλῆ. Ἡμεῖς δέ ἐκ μέν τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τόν Θεόν, τῇ δέ οὐσίᾳ αὐτοῦ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα. Αἱ μέν γάρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρός ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δέ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος» (Μ. Βασίλειος).

 

(«Τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ», Πρόγραμμα Ὀρθόδοξης Κατήχησης, Τρίπολη, Πνευματικό Κέντρο Μητροπολιτικοῦ Ἱ. Ναοῦ Ἁγίου Βασιλείου Τριπόλεως, πλατεία Ἐθνάρχου Μακαρίου. Ὑπεύθυνος π. Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας. Περίοδος Α', ἔτος 2023-2024).

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου