ΤΕΥΧΟΣ 71 ΤΡΙΠΟΛΙΣ
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ
- ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010
Η
ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΙΣΤΟΡΙΚΑ
ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΚΑΙΡΟΥΣ ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΣΕΙΣ ΤΟΥΣ
Τό
πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στό ἐπίκεντρο ἀμφισβητήσεων
Ἡ
ἱστορικότητα τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ εἶναι κάτι αὐτονόητο γιά κάθε
Χριστιανό, ἀλλά καί γιά κάθε καλοπροαίρετο ἄνθρωπο.
Σύμφωνα μέ τή σαφέστατη μαρτυρία τῆς Ἁγ.
Γραφῆς, ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἕνα ἱστορικό πρόσωπο, πού γεννήθηκε στήν Βηθλεέμ τῆς
Ἰουδαίας, «ἐπί Καίσαρος Αὐγούστου»,
δίδαξε τόν Λαό, ἔκανε θαύματα, σταυρώθηκε «ἐπί Ποντίου Πιλάτου»
καί ἀναστήθηκε «τῇ τρίτῃ
ἡμέρᾳ». Ἀλλά καί ἡ ἐπιστημονική
ἔρευνα ἐπιβεβαιώνει, ὄχι
βέβαια ὅλα, ἀλλά ἀρκετά ἀπό τά στοιχεῖα
τοῦ ἱστορικοῦ βίου τοῦ
Ἰησοῦ, τά ὁποῖα
γνωρίζουμε ἀπό τά Εὐαγγέλια. Ὡστόσο,
ἀπό χώρους ἐχθρικούς πρός τόν
Χριστιανισμό, εἴτε «ἐπιστημονικούς» εἴτε χώρους ἰδεολογικά
φορτισμένους, ἐγείρονται κατά καιρούς ἀμφισβητήσεις τῆς
ἱστορικότητας τοῦ Χριστοῦ
καί ἐπιστρατεύονται «ἐπιστημονικά» ἐπιχειρήματα
γιά νά «στηρίξουν» τίς ἀμφισβητήσεις αὐτές. Ἡ
προβολή τέτοιων ἀμφισβητήσεων ἀπό μέσα ἐνημερώσεως
καί κάθε εἴδους ἔντυπα ἐντείνεται,
συνήθως, ὅσο πλησιάζουν οἱ μεγάλες ἑορτές
τοῦ Χριστιανισμοῦ, προκειμένου νά
πεισθεῖ τό εὐρύ κοινό ὅτι
τά γεγονότα, πού ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία,
εἶναι ἕνας μῦθος, πού στερεῖται
κάθε ἱστορικῆς βάσης.
Παράλληλα, ἀπό
ἄλλους ἰδεολογικούς χώρους
προβάλλεται ἡ παράδοξη ἀντίληψη ὅτι
ἡ ἱστορικότητα τοῦ Ἰησοῦ
δέν εἶναι ἀπαραίτητο στοιχεῖο γιά τήν κατανόηση τῆς
οὐσίας τῆς χριστιανικῆς
πίστης. Πολλοί ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ
Χριστός δέν ἦταν ἱστορικό (δηλαδή πραγματικό) πρόσωπο, ἀλλά
μιά ἰδέα ἤ μιά κατάσταση, στήν ὁποία καλεῖται
νά φτάσει ὁ καθένας ἀπό μᾶς
(ἡ περίφημη «χριστική κατάσταση» τῶν
νεοεποχητικῶν ὁμάδων). Τέτοιες ἀντιλήψεις προβάλλονται
ἀπό νεότερα φιλοσοφικά ρεύματα, ἀπό
ὁμάδες καί ὀργανώσεις τῶν
ἀνατολικῶν θρησκειῶν
καί ἀπό τό κίνημα τῆς Νέας Ἐποχῆς.
Ἡ ἔλλειψη γνήσιας Ὀρθόδοξης κατήχησης ἔχει
ὡς ἀποτέλεσμα τέτοιες ἀντιλήψεις νά
διαδίδονται εὐρύτερα καί νά γίνονται ἀποδεκτές ἀκόμη
κι ἀπό Χριστιανούς! Στά πλαίσια αὐτά
τά ἱστορικά στοιχεῖα, πού περιέχουν τά Εὐαγγέλια,
κατανοοῦνται ὡς ἀλληγορίες
καί σύμβολα, ἡ δέ αὐθαιρεσία στήν ἑρμηνεία
τῆς Ἁγ. Γραφῆς (τό νά ἑρμηνεύει
καθένας ὅπως νομίζει, προσδίδοντας τίς πιό παράδοξες καί ἀντιφατικές
ἀντιλήψεις) γνωρίζει τήν ἀποκορύφωσή της. Ἔτσι
στά νεότερα χρόνια ὁ γερμανός φιλόσοφος Hegel (1770-1831) ἰσχυρίστηκε
ὅτι, ἐκεῖνο πού ἔχει σημασία δέν εἶναι
τό ἱστορικό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ,
ἀλλά ἡ συνδεδεμένη μέ αὐτό ἰδέα.
Ἱστορικά μπορεῖ νά πιστεύει καθένας ὅ,τι
θέλει, ὅμως, τό μόνο πού ἔχει σημασία εἶναι
ἡ ἰδέα. Τό ἴδιο πίστευε καί ὁ
Schelling (1775-1854), ἐνῶ μαθητές τοῦ Hegel καί φιλόσοφοι, ὅπως
οἱ Schopenhauer (1788-1860), Bruno Bauer (1809-1882) κ.ἄ.,
ἀμφισβήτησαν σαφέστερα τήν ἱστορικότητα τοῦ
Ἰησοῦ ἤ τήν ἑρμήνευσαν συμβολικά.
Δυστυχῶς, καί γνωστοί προτεστάντες θεολόγοι περί τόν R. Bultmann
(1884-1976) προέβαλαν τήν ἀνάγκη «ἀπομύθευσης»
τῶν Εὐαγγελίων καί τῆς Κ. Διαθήκης γενικά,
εἰσάγοντας μεταξύ ἄλλων τή διάκριση
μεταξύ «ἱστορικοῦ Ἰησοῦ»
καί «Χριστοῦ τῆς πίστεως».
Τέλος, ἐπειδή
κάθε σταθμός τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ἔχει
καί θεολογικό περιεχόμενο, αἱρέσεις προτεσταντικῶν
κατά κανόνα καταβολῶν, ἀμφισβήτησαν τό νόημα τῶν χριστιανικῶν
ἑορτῶν. Γιά παράδειγμα, οἱ γνωστοί Μάρτυρες τοῦ
Ἰεχωβᾶ ἰσχυρίζονται ὅτι «οἱ
ἑορτές γενικῶς καί εἰδικά
αὐτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου, δέν εἶναι
αὐτό πού φαίνεται, ἀλλά ἔχει
(καί ἔχουν οἱ ἑορτές),
μιά παγανιστική, μή χριστιανική προέλευση, καί μάλιστα συχνά συνοδεύονται ἀπό
ἐλευθεριάζουσες πράξεις καί δραστηριότητες, ὅπως
εἶναι ἡ οἰνοποσία, ἡ μέθη, ἡ
πορνεία καί ἄλλα» (Τά πάντα δοκιμάζετε, σ. 241). Τονίζουν ὅτι
ἑορτές δέν μνημονεύονται στήν Ἁγ.
Γραφή, παρά μόνο κάτω ἀπό ἀρνητικές περιστάσεις, ὅπου πάντοτε
θανατώνεται κάποιος, ὅπως τά γενέθλια τοῦ Ἡρώδη,
ὅπου θανατώθηκε ὁ ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής. Τέλος, γιά
τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων
προβάλλεται τό ἐπιχείρημα ὅτι ὁ
Χριστός δέν γεννήθηκε στίς 25 Δεκεμβρίου, ἄρα δέν ἔχει
νόημα νά ἑορτάζουμε αὐτή τήν ἡμερομηνία,
πού συνδέεται ἄλλωστε μέ τήν ἀρχαία λατρεία τοῦ
ἥλιου.
Ἐπειδή
στό θέμα τῆς ἱστορικότητας τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ μέ βάση τά δεδομένα τῆς ἐπιστήμης
ἔχουμε ἀσχοληθεῖ
σέ προηγούμενα τεύχη τοῦ ἐντύπου μας (41, 59), στό τεῦχος αὐτό
θά ἀσχοληθοῦμε μέ τή σημασία τῆς
ἱστορικότητας τοῦ Κυρίου γιά τή
χριστιανική πίστη, ὅπως προβάλλεται στήν Καινή Διαθήκη, καί ἰδιαίτερα
μέ κάποια ἱστορικά καί θεολογικά ζητήματα, πού συνδέονται μέ τό
γεγονός τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ
Γέννηση ὡς ἱστορικό γεγονός
Στήν Καινή Διαθήκη ἀπουσιάζει
ἐντελῶς ἡ ἀντίληψη ὅτι ὁ
Ἰησοῦς Χριστός εἶναι μιά ἰδέα
ἤ ὅτι ἡ Γέννησή Του εἶναι ἐνσάρκωση
μιᾶς ἰδέας. Ἀντίθετα, προβάλλεται ὁ
ἰσχυρισμός ὅτι εἶναι
συγκεκριμένο ἱστορικό πρόσωπο, πού γεννήθηκε καί ἔζησε
σέ συγκεκριμένο τόπο καί χρόνο καί συνδέεται μέ ἄλλα ἱστορικά
πρόσωπα καί γεγονότα τῆς ἐποχῆς του. Γιά νά τονίσουν αὐτό ἀκριβῶς
οἱ ἱεροί Εὐαγγελιστές παραθέτουν
γενεαλογίες τῆς καταγωγῆς τοῦ
Ἰησοῦ, δηλ. ἁλυσίδες διαδοχικῶν
γεννήσεων, ἀπό τίς ὁποῖες
καταδεικνύεται ἡ καταγωγή του, ὡς ἀνθρώπου,
ἀπό τό «γένος» Δαβίδ καί Ἀβραάμ (Ματθ. 1,1-16,
Λουκ. 3,24-38). Οἱ Εὐαγγελιστές ἐπισημαίνουν ὅτι
ἡ Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ
εἶχε προφητευθεῖ ἀπό
μεγάλους Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης πρίν ἀπό πολλούς αἰῶνες καί ἦταν
κάτι ἀναμενόμενο. Ἡ πρώτη σχετική
«προφητεία» δίδεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό ἀμέσως
μετά τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων, σύμφωνα μέ τήν ὁποία
«τό σπέρμα τῆς γυναικός» (Ἐκεῖνος
πού θά γεννηθεῖ ἀπό μιά γυναῖκα) θά συντρίψει τήν
κεφαλή τοῦ «ὄφεως» - διαβόλου (Γεν. 3,15). Οἱ
μεγάλοι Προφῆτες εἶχαν δεῖ
συγκεκριμένα γεγονότα, συνδεόμενα μέ τή Γέννηση: ὅτι ὁ
Χριστός θά γεννηθεῖ ἀπό παρθένο (Ἡσ. 7,14), θά καλεῖται
Ἐμμανουήλ, δηλ. Θεός (Ἡσ. 7,14), θά γεννηθεῖ
στή Βηθλεέμ (Μιχ. 5,2), θά ὀνομασθεῖ
Ναζωραῖος (Ματθ. 2,23). Εἶχαν δεῖ
ἐπίσης τήν προσκύνηση τῶν Μάγων (Ψαλμ.
71,10-11, Ἡσ. 60,6), τήν ἐπιστροφή ἀπό
τήν Αἴγυπτο (Ὠσ. 11,1), τόν θρῆνο
γιά τή σφαγή τῶν νηπίων (Ἱερ. 38,15).
|
Ἡ Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. |
Τονίζοντας τήν ἱστορική
Γέννηση καί καταγωγή τοῦ Ἰησοῦ, οἱ Εὐαγγελιστές δέν ἀρνοῦνται
τήν προΰπαρξή Του ὡς Θεοῦ,
οὔτε πιστεύουν ὅτι ἄρχισε
νά ὑπάρχει, ὅταν γεννήθηκε ἀπό
τήν Παρθένο Μαρία. Ἀντίθετα, τονίζουν ὅτι προϋπῆρχε
ὡς Θεός (ὡς Υἱός
τοῦ Θεοῦ), καί, «ὅτε ἦλθε
τό πλήρωμα τοῦ χρόνου», ἔγινε ἀνθρωπος
γιά τή σωτηρία μας (Γαλ. 4,4), χωρίς, βέβαια, νά πάψει νά εἶναι
καί Θεός. Ὅ,τι ἄρχισε νά ὑπάρχει μέ τή Γέννηση
τοῦ Χριστοῦ ἦταν
ἡ ἀνθρώπινη φύση Του, τήν ὁποία «προσέλαβε» ἀπό
τήν Παρθένο Μαρία, δεδομένου ὅτι ὁ
Χριστός ἕνωσε στό πρόσωπό Του, κατά παράδοξο γιά μᾶς
τρόπο, δύο τέλειες φύσεις, τή θεία καί τήν ἀνθρώπινη. Ἡ
Κ. Διαθήκη τονίζει ἀκριβῶς ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ
εἶναι ἱστορική, πραγματική, ὅμοια μέ τή δική μας,
δηλ. ὁ Χριστός δέν ἦλθε στόν κόσμο «κατά δόκησιν»,
δηλ. δέν νομίσαμε ὅτι ἔγινε ἄνθρωπος, ἀλλά
ἔγινε ὄντως ἄνθρωπος.
Ὅταν ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης λέει ὅτι
«ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο» (Ἰω.
1,14) δέν ἐννοεῖ ὅτι σαρκώθηκε κάποιος ἀφηρημένος λόγος ἤ
ἴδέα, κατά τό παράδειγμα φιλοσοφικῶν
καί θρησκευτικῶν συστημάτων τῆς ἐποχῆς
του, ἀλλ’ ὅτι σαρκώθηκε ὁ ἐνυπόστατος
Λόγος τοῦ Θεοῦ, Αὐτός πού ἀποτελεῖ
ἰδιαίτερη ὑπόσταση, πού ἔχει
ξεχωριστή ὕπαρξη. Αὐτός ὁ
Λόγος, πού ταυτίζεται μέ τόν «μονογενῆ υἱόν,
τόν ὄντα εἰς τόν κόλπον τοῦ
πατρός» (Ἰω. 1,18), προϋπῆρχε κάθε δημιουργίας
τοῦ Θεοῦ αἰωνίως («ἐν ἀρχῇ
ἦν ὁ Λόγος», Ἰω. 1,1) καί εἶναι
Θεός («καί Θεός ἦν ὁ Λόγος», Ἰω. 1,1), ὅπως
ἀκριβῶς καί ὁ Πατήρ Του.
Ἐντάσσοντας
τή Γέννηση στό τοπικό καί χρονικό της πλαίσιο, οἱ ἱεροί
Εὐαγγελιστές τονίζουν ὅτι ὁ
Ἰησοῦς Χριστός γεννήθηκε στή Βηθλεέμ τῆς
Ἰουδαίας (Ματθ. 2,1), τήν ἐποχή πού βασίλευε ἐκεῖ
ὁ Ἡρώδης (Ματθ. 2,1), ὅταν ἡγεμόνας
τῆς Συρίας ἦταν ὁ
Κυρήνιος (Λουκ. 2,2) ἐπί Ρωμαίου αὐτοκράτορος «Καίσαρος Αὐγούστου»
(Λουκ. 2,1) καί μάλιστα μέ ἀφορμή γενική ἀπογραφή,
πού ὁ ἴδιος εἶχε διατάξει, γιά ὁλόκληρη
τήν αὐτοκρατορία («ἀπογράφεσθαι πᾶσαν
τήν οἰκουμένην, Λουκ. 2,1), ἀπογραφή, πού ἦταν
ἡ πρώτη τῆς ἡγεμονίας
τοῦ Κυρηνίου στή Συρία (Λουκ. 2,2). Τά παραπάνω πρόσωπα καί
γεγονότα εἶναι ἱστορικά. Ὁ Ὀκταβιανός
Αὔγουστος ἦταν αὐτοκράτορας
μεταξύ τῶν ἐτῶν 31 π.Χ καί 14 μ.Χ. Ὁ Ἡρώδης
«ὁ Μέγας» ἦταν βασιλιάς στήν Ἰουδαία
(ὑποτελής στή Ρώμη) στό διάστημα 37 π.Χ - 4 π.Χ. Ὁ
βίαιος χαρακτῆρας του ἐπιβεβαιώνεται ἀπό
ἐξωβιβλικές πηγές. Εἶχε διαδοχικά δέκα
συζύγους καί ἀπέκτησε πολλά παιδιά, ἀρκετά ἀπό
τά ὁποῖα φονεύθηκαν μέ ἐντολή του. Κάποτε ἐκτέλεσε
45 ἀπό τά 70 μέλη τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου τῶν
Ἰουδαίων, δηλ. ὅλη σχεδόν τήν
πνευματική, οἰκονομική καί πολιτική ἀριστοκρατία τῶν
Ἑβραίων (Σ. Ἀγουρίδη, Ἱστορία
τῶν χρόνων τῆς Κ. Διαθήκης,
Θεσ/νίκη 1983, σ. 266). Ὅποιος γνωρίζει «πόσα μέλη τῆς οἰκογένειάς
του, καί ἰδίως πόσα παιδιά του ἐξόντωσε ὁ
Ἡρώδης, δέν ἐκπλήσεται γιά τήν εὐαγγελική
ἀφήγηση περί τῆς σφαγῆς
νῶν νηπίων στή Βηθλεέμ» (αὐτόθι, σ. 268). Ἡ
ἡγεμονία τοῦ Κυρηνίου ἐπιβεβαιώνεται
ἀπό τόν Ἰουδαῖο
ἱστορικό Ἰώσηπο (Ἰουδαϊκή
Ἀρχαιολογἰα, XVIII, 1-2), ἐνῶ
γιά τήν τακτική τῶν συχνῶν ἀπογραφῶν
στήν αὐτοκρατορία μαρτυροῦν πολλές ἐξωβιβλικές
πηγές.
Μέ βάση αὐτά
καί ἄλλα δεδομένα, μπορεῖ νά ὑπολογισθεῖ
μέ σχετική ἀκρίβεια τό ἔτος τῆς
Γεννήσεως τοῦ Ἱησοῦ Χριστοῦ. Ἡ
πιό γνωστή ἀπόπειρα στό παρελθόν, στήν ὁποία βασίζεται τό ἰσχῦον
χρονολογικό σύστημα, ἔγινε ἀπό τόν μοναχό Διονύσιο
τόν Μικρό στή Ρώμη τό 562 μ.Χ. Μέχρι τότε ἴσχυαν ἄλλα
χρονολογικά συστήματα. Μέ τήν ἐπικράτηση, ὅμως,
τοῦ Χριστιανισμοῦ καί μέ βάση τήν
πεποίθηση ὅτι τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ
τέμνει τήν ἱστορία τοῦ κόσμου σέ πρό Χριστοῦ
καί μετά Χριστόν ἐποχή, ἔπρεπε νά ἰσχύσει
ἕνα χρονολογικό σύστημα μέ ἀφετηρία ἀκριβῶς
τό γεγονός τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.
Σήμερα γνωρίζουμε ὅτι οἱ ὑπολογισμοί τοῦ Διονυσίου μέ τά
δεδομένα τῆς τότε ἐποχῆς
εἶναι ἐσφαλμένοι καί ὅτι, σύμφωνα μέ
σύγχρονους καί ἀκριβέστερους ὑπολογισμούς, ὁ
ἀκριβής χρόνος τῆς Γεννήσεως τοῦ
Χριστοῦ τοποθετεῖται λίγο πρίν τό ἔτος
4 π.Χ.
Ὁ
ἀστέρας τῆς Γεννήσεως καί ἡ προσκύνηση τῶν Μάγων
Τό γεγονός τῆς
Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅπως
περιγράφεται στά ἱερά Εὐαγγέλια, συνοδεύθηκε ἀπό
ὑπερφυσικά σημεῖα, ὅπως
ἡ δοξολογία τῶν Ἀγγέλων,
ὁ ἀγγελικός ὕμνος («Δόξα ἐν
ὑψίστοις Θεῷ»), ἡ
ἐμφάνιση τοῦ Ἀγγέλου
στούς Ποιμένες, ἡ «δόξα Κυρίου» πού περιέλαμψε τούς Ποιμένες τῆς
Βηθλεέμ, ὁ ἀστέρας πού ὁδήγησε τούς Μάγους στό
Βρέφος, ἡ προσκύνηση τῶν Μάγων. Θά ἦταν
παράδοξο νά ἀναμένουμε ἀπό τήν ἐπιστημονική
ἔρευνα νά ἐπιβεβαιώσει τέτοια
γεγονότα, τά ὁποῖα οὕτως ἤ ἄλλως ὑπερβαίνουν τά ὅρια
τοῦ φυσικοῦ. Ὅμως,
ἀπό χώρους ἐχθρικούς στόν
Χριστιανισμό καί περιβελημένους ἐπιστημονικό μανδύα, ἐπιχειρήθηκε
νά ἐξηγηθοῦν κάποια ἀπό
τά γεγονότα αὐτά ὡς φυσικά, μέ σκοπό νά ἀπογυμνωθεῖ
τό γεγονός τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἀπό
κάθε ὑπερφυσικό περιεχόμενο.
|
Ἡ προσκύνηση τῶν Μάγων. |
Ἔτσι
κάποιοι ἰσχυρίστηκαν ὅτι τό ἄστρο,
πού ὁδήγησε τούς Μάγους, ἦταν ἕνα
φυσικό φαινόμενο τῆς ἐποχῆς, δηλαδή «σύνοδος πλανητῶν», εἴτε
Δία καί Κρόνου, εἴτε Δία καί Ἀφροδίτης, πού ἁπλῶς
συνέπεσε τή χρονική ἐκείνη στιγμή καί ἦταν ὁρατή
ὡς ἀρκετά φωτεινότερο ἀπό τά ὑπόλοιπα
ἄστρο. Τέτοιες ἑρμηνεῖες,
ἐκτός τοῦ ὅτι
δέν εἶναι γενικά ἀποδεκτές ἐπιστημονικῶς,
δέν ἑρμηνεύουν τό φαινόμενο, πού περιγράφει ἡ
Βίβλος, καί προκαλοῦν εὔλογα ἐρωτήματα ὅπως:
Πῶς ἡ «σύνοδος» αὐτή ὁδηγοῦσε
ἀνθρώπους σέ τόσο μεγάλες ἀποστάσεις; Πῶς
ἐξαφανίσθηκε καί ἐπανεφανίσθηκε, ὅταν
οἱ Μάγοι ἔφθασαν στόν Ἡρώδη;
Πόσο χρόνο διήρκεσε αὐτή ἡ «σύνοδος»; Ἀπό τό βιβλικό κείμενο ἐξάγεται
ὅτι δύο ὁλόκληρα χρόνια
ταξίδευαν οἱ Μάγοι γιά νά φθάσουν στό Βρέφος, ὁδηγούμενοι
ἀπό τόν ἀστέρα. Ἔτσι
ὑπολόγισε («ἠκρίβωσε») τόν χρόνο ὁ
Ἡρώδης (Ματθ. 2,7) καί διέταξε τή σφαγή τῶν
Νηπίων τῆς Βηθλεέμ «ἀπό διετοῦς
καί κατωτέρω» (2,16). Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἡ
προσκύνηση τῶν Μάγων, κατά τό ἱερό κείμενο, δέν ἔγινε
στό Σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, ἀλλά «εἰς
τήν οἰκίαν», ὅπου διέμενε «τό
παιδίον μετά Μαρίας τῆς μητρός αὐτοῦ»
(2, 11). Ἰσως ἡ ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου
Θεοφυλάκτου ὅτι ὁ ἀστέρας ἦταν «ἀγγελική
δύναμις» (Ἄγγελος), πού ὁδηγοῦσε
τού Μάγους, εἶναι πολύ πιό λογική ἀπό «ἐπιστημονικές»
θεωρίες, ὅπως οἱ παραπάνω.
Ἡ
καθιέρωση τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων
Εἶναι
ἀληθές ὅτι ἡ
Βιβλική Παράδοση δέν διέσωσε τήν ἀκριβή ἡμερομηνία
τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.
Τά ἱερά κείμενα δέν παρέχουν καμμιά ἀσφαλή
πληροφορία γιά τήν ἐποχή τῆς Γεννήσεως. Ἡ
εἰνόνα τῶν Χριστουγέννων πού ἔχουμε
στόν νοῦ μας, μέ τά χιόνια καί τό ψῦχος, εἶναι
μεταγενέστερης δυτικῆς προέλευσης καί δέν στηρίζεται στά κείμενα. Τό Σπήλαιο ἦταν
μᾶλλον πρόχειρο κατάλυμα τῆς Θεοτόκου καί τοῦ
Ἰωσήφ καί ὄχι χῶρος
προστασίας ἀπό τό κρῦο. Κατά τόν ἴδιο
τρόπο, ἡ Φάτνη χρησιμοποιήθηκε ὡς τόπος ἐναποθέσεως
τοῦ Βρέφους («κούνια») καί ὄχι ὡς
θερμαντικό μέσο. Πουθενά δέν ἀναφέρεται χιονόπτωση,
βροχή, κακοκαιρία, ψῦχος, φαινόμενα ἄλλωστε πολύ σπάνια γιά
τήν περιοχή. Ἡ ἀναφορά σέ «ποιμένας ... ἀγραυλοῦντας
καί φυλάσσοντας φυλακάς τῆς νυκτός» (Λουκ. 2,8) μᾶλλον παραπέμπει σέ ἄλλη
ἐποχή. Προσπάθειες χρονολογήσεως μέ βάση τή σύλληψη τοῦ
Προδρόμου καί τήν ἐφημερία τοῦ Ζαχαρία στόν Ναό δέν ἔχουν
ὁδηγήσει ἀσφαλῆ
συμπεράσματα. Οὐσιαστικά, ἡ ἀκριβής
ἡμερομηνία τῆς Γεννήσεως παραμένει ἄγνωστη.
Αὐτό,
ὅμως, δέν ἐμπόδισε τήν Ἐκκλησία
νά καθιερώσει μιά μέρα τιμῆς γιά τό μεγάλο αὐτό
γεγονός, ἀφοῦ σημασία ἔχει ἡ
τιμή τοῦ γεγονότος κι ὄχι ἡ
ἀκριβής ἡμερομηνία του. Οἱ
πρῶτες ἀναφορές στόν ἑορτασμό τῆς
Γεννήσεως ὑπάρχουν σέ κείμενα τοῦ πάπα Τελεσφόρου
(125-136), σύμφωνα μέ κάποιους ἐρευνητές (Ν. Ἰωαννίδη
«Ἡ ἑορτή Χριστουγέννων - Θεοφανείων», στό Τό Χριστιανικόν Ἑορτολόγιον,
Ἀθῆναι 2007, σ. 132). Σαφέστερες πληροφορίες παρέχουν κείμενα
τοῦ 3ου μ.Χ. αἰ., χωρίς αὐτό
νά σημαίνει ὅτι νωρίτερα ἡ Ἐκκλησία
δέν τιμοῦσε τό γεγονός, περ’ ὅτι οἱ
συνθῆκες τῆς ἐποχῆς
καθιστοῦσαν προβληματικό κάθε ἑορτασμό, λόγῳ
π.χ. τῶν διωγμῶν τοῦ
Χριστιανισμοῦ. Εἶναι ἱστορικά βέβαιο, ὅτι στήν Ἀνατολή
τόν 3ο μ.Χ. αἰ. ἡ Γέννηση ἑορταζόταν μαζί μέ τή
Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ στίς 6 Ἰανουαρίου,
μέ τό κοινό ὄνομα «Θεοφάνεια», ὡς ἑορτές
φανερώσεως τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο. Ἄλλωστε, ἡ
προσωνυμία «Θεοφάνεια» προσιδιάζει περισσότερο στή Γέννηση παρά στή Βάπτιση,
γιατί τότε «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α' Τιμ.
3,16). Στή Δύση ἡ Γέννηση ἑορταζόταν στίς 25
Δεκεμβρίου, ἡμέρα πού οἱ ἐθνικοί
λάτρευαν τόν φυσικό ἥλιο. Ὁ λόγος τοῦ
ἑορτασμοῦ τῆς
Γεννήσεως τή μέρα αὐτή εἶναι προφανής: οἱ Χριστιανοί ἤθελαν
νά διακηρύξουν σέ κάθε κατεύθυνση ὅτι ὁ
κτιστός ἥλιος δέν ἔχει καμμία θεία ἰδιότητα
καί εἶναι ἁπλῶς δημιούργημα τοῦ ἀληθινοῦ
Ἡλίου τῆς Δικαιοσύνης. Σαφεῖς
ἀναφορές στήν ἰδιότητα τοῦ
Χριστοῦ ὡς Ἡλίου τῆς Δικαιοσύνης ὑπάρχουν
μέχρι σήμερα στήν ὑμνολογία τῶν Χριστουγέννων. Σιγά
– σιγά ἐπικράτησε καί στήν Ἀνατολή ὁ
ἑορτασμός τῆς Γεννήσεως στίς 25
Δεκεμβρίου. Αὐτό ἔγινε τόν 4ο μ.χ. αἰ., μέ τή συμβολή τῶν
Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας Βασιλείου τοῦ Μεγάλου καί Γρηγορίου
τοῦ Θεολόγου.
Πρέπει νά σημειωθεῖ,
ὅτι ὁ ἑορτασμός τῶν μεγάλων ἑορτῶν,
μέ ἀφορμή σταθμούς τῆς ζωῆς
τοῦ Χριστοῦ, εἶναι
ἀπόλυτα σύμφωνος μέ τό γράμμα καί τό πνεῦμα
τῆς Ἁγ. Γραφῆς. Στήν Παλαιά Διαθήκη
ἑορτάζονται γεγονότα θαυμαστῆς σωτηρίας τοῦ
Λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος προέτρεψε τούς
Μαθητές νά ἐπιτελοῦν τήν «ἀνάμνησιν»
τοῦ Πάθους Του (Λουκ. 22,19-20). Κατά τό παράδειγμα τῆς
«ἀναμνήσεως» τοῦ Πάθους καί τῆς
Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ,
καθιερώθηκαν οἱ μεγάλες Δεσποτικές ἑορτές. Γιά τή Γέννηση
εἶναι σαφής ἡ μαρτυρία τῆς
Κ. Διαθήκης ὅτι καί οἱ Ἄγγελοι
ἀνύμνησαν τό γεγονός, δοξολογοῦντες
τόν Θεό καί ψάλλοντες «δόξα ἐν ὑψίστοις
Θεῷ καί ἐπί γῆς
εἰρήνη» (Λουκ. 2,13-14). Αὐτό ἐπέδρασε
προφανῶς καταλυτικά στήν πρώϊμη καθιέρωση τοῦ
ἑορτασμοῦ τῆς
Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἀπό
τήν ἀρχαία Ἐκκλησία.
Τό
θεολογικό νόημα τῆς Γεννήσεως
Ἡ
Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἐκτός
ἀπό ἱστορικό γεγονός εἶναι «τό μέγα τῆς
εὐσεβείας μυστήριον» (Α' Τιμ. 3,16), τό μεγάλο μυστήριο, πού
πρέπει νά σεβόμεθα. Ποιό ἀκριβῶς εἶναι τό μυστήριο αὐτό; Εἶναι
τό γεγονός ὅτι «Θεός ἐφανερώθη ἐν
σαρκί» (Α' Τιμ. 3,16), τό ὅτι ὁ
Θεός ἔγινε ἄνθρωπος. Μυστήριο
«χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον, φανερωθέν δέ νῦν»
(Ρωμ. 16,25). Εἶναι οὐσιαστικά τό μυστήριο τῆς
σωτηρίας μας, τό ὁποῖο διακονεῖ καί ἐνεργεῖ
ὁ ἴδιος ὁ Υίός τοῦ
Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος ἀκριβῶς
γιά νά σώσει ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό
τή «δουλεία τοῦ ἐχθροῦ». Μέ τήν ἔλευσή Του στόν κόσμο ὁ
Υἰός τοῦ Θεοῦ
ἑνώνεται μαζί μας καί μᾶς σώζει: ἀφ’
ἑνός μέν ἡ ἀνθρώπινη
φύση ἑνώνεται μέ τή θεία στό πρόσωπο τοῦ
Χριστοῦ, ἀφ’ ἑτέρου δέ καθένας ἀπό μᾶς
ἑνώνεται μέ τόν Χριστό κοινωνώντας τό Σῶμα
καί τό Αἷμα Του. Κατά τή σαφή διδασκαλία τῶν
Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας «ὅ,τι ἑνώνεται
μέ τόν Χριστό, ἐκεῖνο καί σώζεται» καί «ἐκτός τοῦ
Χριστοῦ δέν ὑπάρχει σωτηρία.
Εἶναι,
λοιπόν, δυνατό νά μήν χαιρόμεθα καί νά μήν πανηγυρίζουμε γιά τήν ἔλευση
τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο; Εἶναι
δυνατό νά ἀδιαφοροῦμε μπροστά στό μεγάλο
γεγονός, στό ὁποῖο βασίζεται ἡ σωτηρία μας; Μόνο ὅσοι
δέν ἔχουν τήν παραμικρή αἴσθηση ἤ
ἀντίληψη τοῦ μυστηρίου τῆς
σωτηρίας, τοῦ «χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένου»,
μπορεῖ νά υἱοθετοῦν
μιά τέτοια στάση. Ἄν οἱ Ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ
πανηγυρίζουν καί ψάλλουν ὕμνους γιά τή δική μας σωτηρία, γιά τήν «εἰρήνην»
καί «εὐδοκίαν» πού ἦλθε στόν κόσμο («καί ἐπί
γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις
εὐδοκία», Λουκ. 2,14), τί πρέπει νά κάνουμε ἐμεῖς;
Νά γιατί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πανηγυρίζει τή
Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὡς
γεγονός παραπλήσιο μέ αὐτό τῆς Ἀναστάσεως. Νά γιατί ἡ ὑμνολογία
της ἀποτελεῖ ἔκρηξη
χαρᾶς γιά τή σωτηρία, πού ἦλθε στόν κόσμο. Νά
γιατί ψάλλει μαζί μέ τούς Ἀγγέλους: «Χριστός γεννᾶται,
δοξάσατε· Χριστός ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε· Χριστός ἐπί γῆς,
ὑψώθητε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου