ΤΕΥΧΟΣ 113 ΤΡΙΠΟΛΙΣ
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2020
ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΙΟΥΔΑΪΣΜΟΣ
ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ
Εἰσαγωγικές παρατηρήσεις
Ἡ σχέση Ἰουδαϊσμοῦ καί
Χριστιανισμοῦ ἔρχεται συχνά στό προσκήνιο μέ πολλές καί διάφορες ἀφορμές. Μία
ἀπ’ αὐτές εἶναι τό κατά καιρούς αἴτημα τῶν ἑβραϊκῶν ἀρχῶν νά ἀφαιρεθοῦν ἀπό τήν
ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας ὑποτιμητικές ἐκφράσεις γιά τό ἑβραϊκό ἔθνος,
ἀναφερόμενες κυρίως στή Σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ. Ἄλλες προέρχονται ἀπό ἰσχυρισμούς
ἀκραίων ἐθνικιστῶν Ἑλλήνων ἀρχαιολατρῶν - νεοειδωλολατρῶν, ὅτι ὁ Ἰουδαϊσμός,
μέσω τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλοίωσε καί κατέστρεψε τό γνήσιο ἑλληνικό πνεῦμα, ὅτι
ὁ Χριστιανισμός ἀποτελεῖ μορφή ἤ προσωπεῖο του (χρησιμοποιεῖται χαρακτηριστικά
ὁ ὑποτιμητικός τίτλος «Ἰουδαιοχριστιανισμός»), ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ
ἀπόστολος Παῦλος καί ἄλλα ἱερά πρόσωπα ἦταν ἀπατεῶνες - πράκτορες τοῦ
Ἰουδαϊσμοῦ, ὅτι ἡ ἀνάκτηση τῆς ἀρχαίας αἴγλης τοῦ Ἑλληνισμοῦ θά ἐπιτευχθεῖ μόνο
μέ τήν ἀποκάθαρσή του ἀπό κάθε χριστιανικό στοιχεῖο καί μέ τήν ἐπιστροφή στήν
«πατρῶα θρησκεία» τῶν ἐνδόξων προγόνων κ.λπ. Ἄλλες, προερχόμενες ἀπό τόν ἴδιο
χῶρο, ἐπιχειροῦν νά συμβιβάσουν τά ἀσυμβίβαστα μέ ψευδεῖς καί ἀνιστόρητους
ἰσχυρισμούς ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν Ἕλληνας, ὅτι ἡ σημερινή μορφή τοῦ Χριστιανισμοῦ
ἔχει δῆθεν ἀλλοιωθεῖ μέ παρέμβλητα ἰουδαϊκά στοιχεῖα καί ὅτι πρέπει νά
ἀποκαθαρθεῖ ἀπ’ αὐτά, μέ πρῶτο βῆμα τόν ἐξοβελισμό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης! κ.ἄ.
Στό τεῦχος αὐτό δέν θά ἀσχοληθοῦμε μέ τέτοιους ἰσχυρισμούς. Θά προσπαθήσουμε μόνο νά παραθέσουμε κάποια ἀδιαμφισβήτητα ἱστορικά δεδομένα καί ἔπειτα νά ἀναφερθοῦμε στίς κυριώτερες διαφορές μεταξύ Χριστιανισμοῦ καί Ἰουδαϊσμοῦ. Ὡς πρός τούς παραπάνω ἰσχυρισμούς, ἐπισημαίνουμε μόνο ὅτι, ὄντως, μεταξύ ἀρχαίου Ἑλληνισμοῦ καί Ἰουδαϊσμοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὑπάρχουν πολλές διαφορές, ὅπως ἡ ἀντίληψη γιά τή δημιουργία τοῦ κόσμου, πού εἶναι καθαρά Βιβλικῆς προέλευσης. Ὡστόσο, χαρακτηριστικό τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος ἦταν πάντοτε ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας ἀπ’ ὅπου καί ἄν προέρχεται. Γι’ αὐτό ὁ Ἑλληνισμός προσελάμβανε ἄνετα κάθε ἀλήθεια, πού ἀνακάλυπτε σέ ἄλλους πολιτισμούς, καί τήν ἐνέτασσε ὀργανικά στό σῶμα του. Οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες ἀρχαιολάτρες, ἀντίθετα, φαίνεται νά υἱοθετοῦν τό δόγμα τοῦ μεταγενέστερου Ἰουδαϊσμοῦ (ἤ μᾶλλον τοῦ γερμανικοῦ Ἐθνικισμοῦ) πῶς, «ὅ,τι εἶναι δικό μας εἶναι καλό καί ἀλήθεια, ὅ,τι εἶναι ξένο εἶναι κακό καί ψεῦδος»!
Ὅταν ὁμιλοῦμε περί Ἰουδαϊσμοῦ, πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι, ἄλλος εἶναι ὁ αὐθεντικός Ἰουδαϊσμός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἄλλος ὁ μετανενέστερος Ἰουδαϊσμός τοῦ Ταλμούδ καί τῶν μετέπειτα ἑβραϊκῶν κειμένων. Ὁ σύγχρονος Ἰουδαϊσμός ἔχει ἀποστατήσει ἀπό τό αὐθεντικό πνεῦμα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης! (Ἀναφερόμεθα στή χριστιανική ἀντίληψη περί Ἰουδαϊσμοῦ. Οἱ ἴδιοι οἱ Ἑβραῖοι ἔχουν, προφανῶς, διαφορετική ἀντίληψη γιά τόν ἑαυτό τους). «Κλειδί» αὐθεντικότητος στήν προκειμένη περίπτωση εἶναι τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ αὐθεντικός Ἰουδαϊσμός ἀνεγνώρισε τόν Ἰησοῦ, ὡς τόν ἀναμενόμενο Μεσσία καί ὡς Υἱό τοῦ Θεοῦ, καί ἐντάχθηκε στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Τά πρῶτα μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ἀποκλειστικά οἱ «ἐξ Ἰουδαίων» Χριστιανοί. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ φυσική συνέχεια τοῦ αὐθεντικοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, ὁ δέ σύγχρονος Ἰουδαϊσμός εἶναι ἡ παράταξη ἐκείνη, ἡ ὁποία, διαστρέφοντας τό πνεῦμα τῶν Γραφῶν, δέν ἀνεγνώρισε τόν Ἰησοῦ ὡς τόν ἀναμενόμενο Μεσσία, ἀναμένει δέ ἄλλον «μεσσία» στή θέση του καί λατρεύει πλέον ἄλλον «θεό», ἀντί τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας.
Ἀδιαμφισβήτητα ἱστορικά δεδομένα
Κάποιοι ἀποροῦν γιατί ἡ
Παλαιά Διαθήκη ὁμιλεῖ γιά «ἐκλεκτό Λαό τοῦ Θεοῦ» καί γιατί ὁ Θεός μεταχειρίζεται
προνομοιακά ἕνα ἔθνος ἔναντι τῶν ἄλλων. Ἡ ἀλήθεια δέν εἶναι ἀκριβῶς ἔτσι. Ὁ
Θεός δέν ἐξέλεξε κάποιον λαό, ἀλλά «δημιούργησε» ἕναν Λαό, στόν ὁποῖο ἀποκαλύφτηκε,
μέ σκοπό νά προετοιμάσει τήν ἔλευσή Του στόν κόσμο. Μέσα στό σκοτάδι, πού
κυριαρχοῦσε παντοῦ μετά τήν ἀνθρώπινη πτώση, διακρίθηκαν κάποια πρόσωπα γιά τήν
ἀρετή τους, ἀκολουθώντας τή φωνή τῆς συνειδήσεως καί χωρίς νά γνωρίζουν τήν
ἀλήθεια περί Θεοῦ. Λόγῳ ἀκριβῶς τῆς φυσικῆς ἀρετῆς τους, ὁ Θεός ἀποκαλύφτηκε σ’
αὐτούς καί ἐκεῖνοι ἀνταποκρίθηκαν, πίστεψαν σ’ Αὐτόν, ἔζησαν κατά τό θέλημά
Του, δοκιμάστηκαν ποικιλοτρόπως καί ἔλαβαν «ἐπαγγελίες» (συγκεκριμένες
ὑποσχέσεις) ἀπ’ Αὐτόν. Πρόκειται γιά τούς Πατριάρχες τῶν Ἑβραίων, Ἀβραάμ, Ἰσαάκ
καί Ἰακώβ (ἔζησαν περί τό 2.000-1.700 π.Χ.). Ἀπό τούς ἀπογόνους τους προῆλθε
ἕνας ὁλόκληρος Λαός, διακρινόμενος ἀπό τά λοιπά «ἔθνη» στό ὅτι γνώριζε τόν ἕνα
καί ἀληθινό Θεό, πίστευε σ’ Αὐτόν καί μετεῖχε στίς ἐπαγγελίες τῶν γεναρχῶν
(Πατριαρχῶν) του. Ὁ Λαός αὐτός, οἱ ἀποκαλούμενοι ἀρχικά «Ἑβραῖοι» καί μετέπειτα
«Ἰουδαῖοι» ἀπό τή φυλή τοῦ Ἰούδα, ἔζησε στήν Αἴγυπτο σέ συνθῆκες σκληρῆς
δουλείας γιά περισσότερα ἀπό 200 ἔτη. Ἀπελευθερώθηκε μέ τή δυναμική παρέμβαση
τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν ἡγεσία τοῦ Μωϋσέως (π. 1.300-1.200 π.Χ.). Μετά ἀπό
περιπλάνηση 40 ἐτῶν στήν ἔρημο καί ἀφοῦ συνῆψε «Διαθήκη» (συμφωνία) μέ τόν Θεό
στό ὄρος Σινά νά τηρεῖ τόν Νόμο Του καί νά ἔχει τήν προστασία Του («Παλαιά
Διαθήκη»), ἐγκαταστάθηκε στήν Παλαιστίνη περί τό 1.400 π.Χ. Ἐκεῖ ἵδυσε ἰσχυρό
κράτος, φτάνοντας στήν κορύφωση τῆς δόξας του ἐπί βασιλέων Δαβίδ (π. 1.004-965
π.Χ.) καί Σολομῶντος (π. 965-926 π.Χ.), ὁ ὁποῖος ἔκτισε τόν πρῶτο μεγαλοπρεπέστατο
Ναό στήν Ἱερουσαλήμ. Μετά τόν θάνατο τοῦ Σολομῶντος (926) τό βασίλειο
διαιρέθηκε σέ Νότιο (Βασίλειο τοῦ Ἰούδα), μέ πρωτεύουσα τήν Ἱερουσαλήμ, καί σέ
Βόρειο (Βασίλειο τοῦ Ἰσραήλ), μέ πρωτεύουσα ἀρχικά τή Συχέμ καί ἔπειτα τή Σαμάρεια.
Τό Βόρειο Βασίλειο καταλύθηκε καί ἀφομοιώθηκε ἀπό τούς Ἀσυρίους τό 721 π.Χ. Τό
Νότιο καταλύθηκε ἀπό τούς Βαβυλωνίους τοῦ Ναβουχοδονόσορος τό 587 π.Χ., ὁ δέ Λαός
ὁδηγήθηκε αἰχμάλωτος στή Βαβυλῶνα. Ἡ «Βαβυλώνειος αἰχμαλωσία» διήρκησε 50 ἔτη,
μέχρι τό 538 π.Χ., ὅταν τό βαβυλωνιακό κράτος καταλύθηκε ἀπό τούς Πέρσες, ὁ ἡγεμόνας
τῶν ὁποίων Κῦρος ἐπέτρεψε τήν ἐπιστροφή τῶν Ἰουδαίων στόν τόπο τους. Αὐτή ἔγινε
σέ δύο φάσεις: α) ἐπί Ζοροβάβελ (538-520 π.Χ.), ὅταν ἀνοικοδομήθηκε ὁ δεύτερος
Ναός στή θέση τοῦ πρώτου (520-516 π.Χ.) καί β) ἐπί Ἔσδρα καί Νεεμία (μέσα 5ου
π.Χ. αἰ.). Ἐκεῖ οἱ Ἰουδαῖοι δημιούργησαν ἠμιαυτόνομο κράτος ὑπό τήν κυριαρχία πρῶτα
τῶν Περσῶν (538-333 π.Χ.), ἔπειτα τῶν Ἑλλήνων διαδόχων τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου
(333-63 π.Χ.) καί, τέλος, τῶν Ρωμαίων (63 π.Χ. - 70 μ.Χ.). Ἐπί Ἡρώδου τοῦ
λεγομένου «Μεγάλου» (37 π.Χ. - 3 μ.Χ.), τοῦ σφαγέως τῶν ἁγίων Νηπίων,
ἀνοικοδομήθηκε ὁ τρίτος Ναός, αὐτός πού ὑπῆρχε τήν ἐποχή τοῦ Ἰησοῦ.
Στούς χρόνους, λοιπόν,
τοῦ Ἰησοῦ οἱ Ἰουδαῖοι ἦταν ὑπό τήν κυριαρχία τῶν Ρωμαίων. Μετά τόν θάνατο τοῦ
Ἡρώδου (3 μ.Χ.) ἡ αὐτονομία τους περιορίστηκε δραστικά. Συχνά γίνονταν
ἐπαναστάσεις γιά τήν ἀποτίναξη τοῦ ρωμαϊκοῦ ζυγοῦ. Ἤδη ἀπό τούς προηγούμενους
αἰῶνες εἶχαν ἐκδηλωθεῖ ἔντονα φαινόμενα ἀποστασίας ἀπό τόν Νόμο, προσχώρησης
στήν εἰδωλολατρία καί στά δαιμονικά ἔργα καί ἠθικῆς ἔκλυσης. Στίς περιπτώσεις
αὐτές ὁ Θεός παιδαγωγοῦσε τόν Λαό μέ τήν ὑποταγή του σέ ἄλλα ἔθνη, ἐνῶ
παράλληλα ἀπέστειλλε Προφῆτες, πού καλοῦσαν τόν Λαό σέ μετάνοια. Στήν ἐποχή τοῦ
Ἰησοῦ ἡ ἀποστασία εἶχε τή μορφή τῆς τυπολατρίας ὡς πρός τήν τήρηση τοῦ Νόμου, ὅπως
ἐκφραζόταν κυρίως ἀπό τούς Γραμματεῖς καί Φαρισαίους, καί τῆς διαστροφῆς τῶν
προφητειῶν γιά τήν ἔλευση τοῦ Μεσσία, τόν Ὁποῖο πολλοί ἀνέμεναν ὡς ἔνδοξο
ἄρχοντα, πού θά ἀπελευθέρωνε τόν Λαό ἀπό τούς Ρωμαίους καί θά ἀποκαθιστοῦσε τόν
θρόνο τοῦ Δαβίδ. Παρά ταῦτα, μέ τήν ἔλευση τοῦ Κυρίου τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ
Λαοῦ δέχθηκε τό κήρυγμά Του, ἐκτός, βέβαια, ἀπό τή θρησκευτική ἡγεσία. Ὅπως
ἐξιστοροῦν τά ἱερά Εὐαγγέλια, ὁ Κύριος καταδικάστηκε στόν σταυρικό Θάνατο ἀπό
τό Μέγα Συνέδριο τῶν Ἑβραίων, τά μέλη τοῦ ὁποίου ὑποκίνησαν τήν προδοσία τοῦ
Ἰούδα, τή σύλληψη τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τίς ρωμαϊκές ἀρχές, διενήργησαν τήν παρωδία τῆς
«δίκης» Του, ἀπαίτησαν ἀπό τόν Πιλᾶτο τήν ἄδεια γιά τή Σταύρωση καί κατόρθωσαν
νά μεταστρέψουν τόν ὄχλο, ὥστε νά κραυγάζει ἔξω ἀπό τό Πραιτώριο, «σταύρωσον,
σταύρωσον αὐτόν»! Ὅπως προκύπτει ἀπό τά κείμενα (Ματθ. 27, 11-26, Ἰω. 18,
28-40), ὁ Πιλᾶτος ἦταν πολύ διστακτικός στό νά ἐπιτρέψει τή Σταύρωση. Κάμφθηκε,
ὅμως, ἀπό τίς ἀπαιτήσεις τοῦ ὄχλου καί ἀπό τίς πιέσεις τῆς ἡγεσίας του. Αὐτά
εἶναι τά πραγματικά δεδομένα, πού δέν πρέπει νά λησμονοῦνται. Γι’ αὐτό δέν
ὑπάρχει λόγος νά ἀφαιρεθοῦν ἀπό τά λειτουργικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας μας
ἐκφράσεις πού ὑπενθυμίζουν τήν ἱστορική ἀλήθεια. Ἄλλωστε, στά ἴδια τά προφητικά
κείμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὑπάρχουν σκληρότερες ἐκφράσεις γιά τούς Ἑβραίους!
Μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ
Κυρίου, ἕνα μέρος τῶν Ἰουδαίων, ἐκεῖνο πού ἐξέφραζε τό γνήσιο φρόνημα τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης, πίστεψε καί συγκρότησε τήν πρώτη Ἐκκλησία. Μεταξύ αὐτοῦ ἦταν
ἐπιφανεῖς Φαρισαῖοι, ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καί μέλη τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου,
ὅπως ὁ ἅγιος Νικόδημος. Ἕνα ἄλλο μέρος, οἱ φορεῖς τοῦ πνεύματος τῆς ἀποστασίας,
ἀρνήθηκε τόν Χριστό καί ἐδίωξε τήν Ἐκκλησία Του. Ἔτσι, οἱ πρῶτοι διωγμοί κατά
τῶν Χριστιανῶν, πρίν τούς μεγάλους διωγμούς τῶν Ρωμαίων, ἦταν οἱ διωγμοί τῶν Ἰουδαίων
ἐναντίον τῶν ὁμοεθνῶν τους, πού προσχώρησαν στή νέα πίστη. Χαρακτηριστικά παραδείγματα,
τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου Στεφάνου τοῦ Πρωτομάρτυρος (34 μ.Χ.), τοῦ ἁγίου Ἰακώβου
τοῦ Ἀδελφοθέου (62 μ.Χ.) κ.ἄ.
Λίγο ἀργότερα, τό 70 μ.Χ., ὁ Ρωμαῖος στρατηγός καί μετέπειτα αὐτοκράτορας Τίτος, καταστέλλοντας ἐξέγερση τῶν Ἰουδαίων, κατέστρεψε «ἐκ βάθρων» τήν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων καί τόν Ναό, θανάτωσε 1.000.000 περίπου Ἰουδαίους καί διεσκόρπισε τούς ὑπόλοιπους στά πέρατα τῆς γῆς, γιά νά ἐπληρωθεῖ ἡ προφητεία τοῦ Κυρίου ὅτι στόν χῶρο τῆς πόλεως καί τῶν οἰκοδομῶν τοῦ ἱεροῦ δέν θά «ἀφεθῇ λίθος ἐπί λίθον» (Ματθ. 24,2)! Στή διασπορά οἱ Ἰουδαῖοι διακρίθηκαν γιά τήν προσήλωση στίς θρησκευτικές παραδόσεις τους (μεταξύ τῶν ὁποίων καί τό μένος κατά τῶν Χριστιανῶν!), καθώς καί γιά τήν καλλιέργεια τῶν ἐθνικῶν προσδοκιῶν γιά ἵδρυση νέου κράτους στήν Ἱερουσαλήμ καί γιά ἀνοικοδόμηση τοῦ Ναοῦ. Διακρίθηκαν, ἐπίσης, γιά τήν εὐστροφία τους, γιά τήν ἐπιχειρηματικότητά τους, ἀλλά καί γιά τήν παροιμιώδη φιλαργυρία τους, τήν τοκογλυφία καί τήν ἀπομύζηση τῶν πτωχῶν. Ἀνέπτυξαν θρησκευτική γραμματεία, τό σημαντικότερο μέρος τῆς ὁποίας συνιστᾶ τή συλλογή τοῦ Ταλμούδ. Τό Ταλμούδ εἶναι σῶμα διαφόρων κειμένων, κυρίως ἑρμηνευτικῶν (ἀκριβέστερα, παρερμηνευτικῶν) τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μέ μεγάλο κῦρος μεταξύ τῶν Ἑβραίων, ἀνάλογο μέ αὐτό τῆς Πατερικῆς γραμματείας στήν Ἐκκλησία μας. Τόν περασμένο αἰῶνα οἱ Ἑβραῖοι ἔγιναν παγκοσμίως συμπαθεῖς, λόγω τοῦ λεγομένου Ὁλοκαυτώματος, δηλ. τῆς ἀπόπειρας ἐξόντωσής τους ἀπό τούς Ναζιστές Γερμανούς καί τόν παρανοϊκό ἡγέτη τους Ἀδόλφο Χίτλερ (1889-1945), οἱ ὁποῖοι τούς θεωροῦσαν κατώτερη φυλή, πού ἔπρεπε νά ἐξοντωθεῖ. Ἤδη ἐντός τῶν Ἑβραίων τῆς διασπορᾶς εἶχε ἐμφανιστεῖ τό λεγόμενο Σιωνιστικό κίνημα μέ ἀξιώσεις γιά παγκόσμιο ἔλεγχο καί παγκόσμια κυριαρχία, δηλ. μέ ἀξιώσεις παρόμοιες μέ αὐτές τῶν Γερμανῶν Ναζιστῶν. Ἡ διασπορά τῶν Ἑβραίων ἔληξε, τυπικά τουλάχιστον, μετά ἀπό 19 αἰῶνες περίπου, τό 1948 μ.Χ., ὅταν ἱδρύθηκε τό σημερινό κράτος τοῦ Ἰσραήλ, μέ πρωτεύουσα τό Τέλ Ἀβίδ. Τό 1980 τό Ἰσραήλ ἀνεκήρυξε αὐθαίρετα ὡς πρωτεύουσά του τήν Ἱερουσαλήμ, πράξη πού ἀναγνωρίστηκε μόλις πρόσφατα ἀπό τίς Ἡ.Π.Ἀ. (2017), ὅταν ὁ Πρόεδρος Τράμπ ἀποφασίσε νά μεταφέρει τήν πρεσβεία τῆς χώρας του ἀπό τό Τέλ Ἀβίδ στήν Ἱερουσαλήμ.
Ὁ σύγχρονος ἅγιος Ἱερομάρτυς Φιλούμενος (+29/11/1979). Θύμα τῆς θηριωδίας φανατικῶν Ἑβραίων στό Φρέαρ τοῦ Ἰακώβ.
Στή διάρκεια τῆς
ἱστορίας, ἡ στάση τῶν Ἑβραίων πρός τούς Χριστιανούς δέν φαίνεται νά ἄλλαξε. Στό
Ταλμούδ προβάλλεται ἔντονα ἡ ἀντίληψη ὅτι γιά τούς Χριστιανούς ἰσχύουν ὅσα
προβλέπουν τά ἱερά κείμενα γιά τά εἰδωλολατρικά ἔθνη (I.B. Pranaitis, Τό
ξεσκέπασμα τοῦ Ταλμούδ, ἔκδ. Στερέωμα, σ. 84 ἑξ.). Πρακτικά, ὁ Ἑβραῖος ὀφείλει
α) νά τούς ἀποφεύγει, ὡς ἀκάθαρτους (ὅ.π., σ. 85 ἑξ.) καί β) νά κάνει ὅ,τι
μπορεῖ γιά νά τούς ἐξολοθρεύσει! (ὅ.π., σ. 97 ἑξ.), νά συμπεριφέρεται δέ ἔτσι,
ὥστε νά προβάλλεται ἡ ἀνωτερότητά του ἔναντί τους (ὅ.π., σ. 86 ἑξ.). Τέτοιες προτροπές
τοῦ Ταλμούδ ἐφαρμόστηκαν στήν πράξη σέ πολλές περιπτώσεις. Εἶναι πασίγνωστες οἱ
ἐνέργειες τῶν Ἑβραίων στό μαρτύριο τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ (1714-1779), ὁ
ὁποῖος ἔγραφε χαρακτηριστικά: «Δέκα χιλιάδες Χριστιανοί μέ ἀγαπῶσι καί ἕνας μέ
μισεῖ. Χίλιοι Τοῦρκοι μέ ἀγαπῶσι καί ἕνας ὄχι τόσον. Χιλιάδες Ἑβραῖοι θέλουν
τόν θάνατόν μου καί ἕνας ὄχι»! (Αὐγ. Καντιώτου, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἔκδ. Σταυρός,
Ἀθῆναι 1988, σ. 318). Ἐπίσης, στή βεβήλωση τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ Πατριάρχου τοῦ
Γένους ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ε΄ (+1821), τό ὁποῖο ἐξαγόρασαν ἀπό τούς Τούρκους,
τό ἔδεσαν ἀπό τά πόδια καί τό ἔσερναν στούς δρόμους τῆς Πόλης, ἀλλά καί στή
βεβήλωση τοῦ σώματος τοῦ Ἐθνομάρτυρος Μητροπολίτου Λαρίσης Διονυσίου (+1611),
τοῦ ἀποκαλουμένου ἀπό τούς Τούρκους «Σκυλοσόφου», τόν ὁποῖο ἔγδαραν, γέμισαν τό
δέρμα του μέ ἄχυρα καί τό περιέφεραν στίς πόλεις καί στά χωριά τῆς Θεσσαλίας!
(Παντ. Καρανικόλα, Ἑβραῖοι καί Χριστιανοί, Ἀθῆναι 1999, σ. 27). Φυσικά, «στήν
Ἐπανάσταση τοῦ 1821 ... ἦσαν ὑπέρ τῶν Τούρκων, καί κατά τῶν ἐπαναστατημένων
Ἑλλήνων καί τούς πρόδιναν ὅσο μποροῦσαν περισσότερο στούς Τούρκους» (ὅπ., σ.
28). Σ’ αὐτά ἄς προστεθοῦν καί τά πρόσφατα μαρτύρια τοῦ Ἀρχιμανδρίτου ἁγίου
Φιλουμένου, ὁ ὁποῖος κατακρεουργήθηκε ἀπό φανατικούς Ἑβραίους μέ τσεκούρι στό
Φρέαρ τοῦ Ἰακώβ (+1979), καί τῆς μακαριστῆς Ἀναστασίας, μητέρας τοῦ Ἁγιοταφίτου
Ἀρχιμανδρίτου Ἰωακείμ Στρογγυλοῦ, ἡ ὁποία δολοφονήθηκε τό 1995.
Τέτοιες ἐνέργειες δέν ὑπῆρξαν ἐκ μέρους τῶν Χριστιανῶν, τουλάχιστον τῶν Ὀρθοδόξων. Ἀντίθετα, στήν περίοδο τῆς γερμανικῆς Κατοχῆς ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Δαμασκηνός (1941-1949) ἀφ’ ἑνός μέν ἐφοδίαζε τούς Ἑβραίους μέ πιστοποιητικά ὅτι ἦταν βαπτισμένοι Χριστιανοί γιά νά διασωθοῦν, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἀπέστειλε ἔντονη διαμαρτυρία στίς γερμανικές ἀρχές γιά τό θέμα (23/3/1943). Τότε ὁ ἀρχηγός τῶν κατοχικῶν δυνάμεων στρατηγός Στρόοπ τόν ἀπείλησε ὅτι θά τόν ἐκτελέσει, γιά νά λάβει τήν ἡρωϊκή ἀπάντηση: «Οἱ Ἱεράρχες τῆς Ἑλλάδος δέν τουφεκίζονται. Ἀπαγχονίζονται. Σᾶς παρακαλῶ νά σεβαστεῖτε τήν παράδοση»! Ἀνάλογα ἔπραξαν καί ἄλλοι Ἀρχιερεῖς, ὅπως ὁ τότε Μητροπολίτης Ζακύνθου Χρυσόστομος (1934-1958), εἶναι δέ πρός τιμήν τῶν ἑβραϊκῶν ἀρχῶν ὅτι ἀναγνωρίζουν καί προβάλλουν αὐτές τίς πράξεις.
Ἰουδαϊσμός καί χριστιανική πίστη
Ὡς πρός τήν πίστη, τό κοινό μεταξύ Ἑβραίων καί Χριστιανῶν εἶναι ἡ ἀποδοχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὡς θεόπνευστου κειμένου. Οἱ διαφορές βρίσκονται στή θεώρηση καί στήν ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στήν περί Θεοῦ ἀντίληψη καί, κυρίως, στή στάση ἔναντι τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε. Γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους, ἡ Παλαιά Διαθήκη ἑρμηνεύεται Χριστολογικά καί μόνο Χριστολογικά: ἡ μή Χριστολογική ἑρμηνεία της εἶναι αἵρεση καί πλάνη! Αὐτό σημαίνει ὅτι: α) ὁμιλεῖ περί τοῦ Χριστοῦ καί β) ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἐμφανίζεται καί ὁμιλεῖ σ’ αὐτήν, εἶναι ὁ Ἄσαρκος Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἐλπίζουμε νά ἀναφερθοῦμε ἀναλυτικότερα σ’ αὐτό τό θέμα σέ ἑπόμενο τεῦχος τοῦ ἐντύπου μας.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Δαμασκηνός (1941-1949) σέ ἐξώφυλλο τοῦ περιοδικοῦ Time (1/10/1945). Διέσωσε πλῆθος Ἑβραίων στήν περίοδο τῆς γερμανικῆς Κατοχῆς. |
Ὁ Ἰουδαϊσμός,
φοβούμενος τόν δῆθεν κλονισμό τῆς μονοθεϊστικῆς του ἀντίληψης, ἀδυνατεῖ νά
κατανοήσει τήν ἀλήθεια γιά τήν Ἁγία Τριάδα. Καί ὅμως, ἡ ἀλήθεια αὐτή ὑπάρχει
ἤδη στήν Παλαιά Διαθήκη! Προσεκτική μελέτη της ἀποδεικνύει ὅτι οἱ Πατριάρχες
τῶν Ἑβραίων καί οἱ Δίκαιοι τῆς ἐποχῆς της τή γνώριζαν πολύ καλά. Ἄν δέν τήν
τόνιζαν, προβάλλοντας σχεδόν ἀποκλειστικά τήν ἑνότητα τοῦ Θεοῦ, τό ἔκαναν λόγω
τοῦ κινδύνου νά παρανοηθεῖ ἀπό τόν Λαό πρός τήν κατεύθυνση τῆς πολυθεΐας ἤ τῆς
εἰδωλολατρίας, ὅπως συνέβαινε σέ ὅλα τά γύρω ἔθνη.
Τέλος, ὁ Χριστός γιά
τούς Ἑβραίους ἦταν ἕνας αἱρετικός, ἀπατεῶνας καί βλάσφημος, πού θεοποίησε τόν
ἑαυτό του, καί γι’ αὐτό δικαίως σταυρώθηκε.Ἄς προσέξουμε τή μαρτυρία τῶν ἱερῶν
κειμένων γιά τόν λόγο, γιά τόν ὁποῖο οἱ Ἰουδαῖοι σταύρωσαν τόν «Κύριο τῆς
Δόξης»: «Ἡμεῖς νόμον ἔχομεν, καί κατά τόν νόμον ἡμῶν ὀφείλει ἀποθανεῖν, ὅτι
ἑαυτόν Θεοῦ υἱόν ἐποίησεν» (Ἰω. 19,7). «Διά τοῦτο οὖν μᾶλλον ἐζήτουν αὐτόν οἱ
Ἰουδαῖοι ἀποκτεῖναι, ὅτι οὐ μόνον ἔλυε τό σάββατον, ἀλλά καί πατέρα ἴδιον ἔλεγε
τόν Θεόν, ἴσον ἑαυτόν ποιῶν τῷ Θεῷ» (Ἰω. 5,18). Ὁ Χριστός, λοιπόν, δέν εἶναι
Θεός σέ καμμία περίπτωση γιά τούς Ἰουδαίους. Εἶναι ἕνας σφετεριστής τοῦ τίτλου
τοῦ Μεσσία. Ὁ πραγματικός «μεσσίας» θά ἐμφανιστεῖ στό μέλλον καί οἱ ἀνά τόν
κόσμο Ἰουδαῖοι ἑτοιμάζονται νά τόν ὑποδεχθοῦν, γιά νά ἐκπληρωθεῖ καί πάλι ὁ
λόγος τοῦ Ἰησοῦ, «ἐγώ ἐλήλυθα ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Πατρός μου, καί οὐ λαμβάνετέ
με· ἐάν ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, ἐκεῖνον λήψεσθε» (Ἰω. 5,43)!
Συμπερασματικά, εἶναι
οἱ Ἑβραῖοι ἐχθροί μας ἤ ὄχι; Ἀπό μιά ἄποψη, ὅσοι εἶναι ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ εἶναι
καί δικοί μας ἐχθροί. Ἄν, λοιπόν, οἱ Ἑβραῖοι εἶναι ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ, τότε
εἶναι καί ἐχθροί μας. Αὐτό, βέβαια ἰσχύει, ἀλλά μόνο ἀπό ἀντικειμενική ἄποψη. Τί
σημαίνει αὐτό; Ὡς Χριστιανοί, ὀφείλουμε νά ἔχουμε «νοῦν Χριστοῦ» καί νά ἐνεργοῦμε
ὅπως θέλει καί ὅπως ἐνεργεῖ ὁ Θεός. «Θεός γάρ οὐδέποτε ἐχθραίνει», κατά
τόν ἅγιο Χρυσόστομο (Ὁμιλία ΙΑ΄, Εἰς Β΄ Κορινθίους, 3, PG 61, 478C). Ὁ Θεός δέν
ἐχθρεύεται κανέναν. Ἐμεῖς γινόμαστε ἐχθροί ἤ φίλοι Του, ἀνάλογα μέ τή στάση μας
ἔναντί Του. Κατά τόν ἴδιο τρόπο, οἱ Χριστιανοί ἀγαποῦμε ὅλους καί δέν θεωροῦμε
ἐχθρό μας κανέναν. Ὡστόσο, ἄλλοι μπορεῖ νά μᾶς ἐχθρεύονται, νά μᾶς ἀντιπαθουν,
νά μᾶς πολεμοῦν, νά μᾶς διώκουν κ.λπ., ἰδιαίτερα ὅσοι πρῶτα ἀπ’ ὅλα γίνονται
ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ. Νά τί σημαίνει, «ἔχουμε ἐχθρούς μόνο ἀπό ἀντικειμενική
ἄποψη». Τό ἄν, λοιπόν, οἱ Ἑβραῖοι εἶναι ἐχθροί μας ἤ ὄχι ἀφορᾶ μόνο αὐτούς,
εἰδικότερα δέ ἐξαρτᾶται ἀπό τό τί θεωροῦν τόν Χριστό, φίλο ἤ ἐχθρό τους;
Καί κάτι ἀκόμη. Ἐχθροί
τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μόνο ὅσοι τόν πολεμοῦν εὐθέως, ἀλλά καί ὅσοι τόν τιμοῦν,
μειώνοντάς Τον, δηλ. ὅσοι τόν ὑπο-τιμοῦν! Π.χ. ὅσοι τόν τιμοῦν ὡς σοφό, ἐνῶ
εἶναι Πάνσοφος ἤ μᾶλλον ἡ ἴδια ἡ Σοφία, ὅσοι τόν τιμοῦν ὡς ἅγιο, ἐνῶ εἶναι ἡ
πηγή τῆς ἁγιότητας, ὅσοι τόν τιμοῦν ὡς μέγιστο τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ εἶναι ὁ
«ἐνανθρωπήσας Θεός», ὁ Θεός «ἐν δούλου μορφῇ»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου