γαπητοί φίλοι,

Σς καλωσορίζω στό προσωπικό μου ἱστολόγιο καί σς εχομαι καλή περιήγηση. Σ’ ατό θά βρετε κείμενα θεολογικο καί πνευματικο περιεχομένου, πως κείμενα ναφερόμενα στήν πίστη καί Παράδοση τς κκλησίας, ντιαιρετικά κείμενα, κείμενα πνευματικς οκοδομς, κείμενα ναφερόμενα σέ προβληματισμούς καί ναζητήσεις τς ποχς μας καί, γενικά, διάφορα στοιχεα πό τήν πίστη καί ζωή τς ρθόδοξης κκλησίας.

Εχομαι τά κείμενα ατά καί κάθε νάρτηση σ’ ατό τό ἱστολόγιο νά φανον χρήσιμα σέ σους νδιαφέρονται, νά προβληματίσουν θετικά, νά φυπνίσουν καί νά οκοδομήσουν πνευματικά.

ελογία καί Χάρις το Κυρίου νά εναι πάντοτε μαζί σας.

Μετά τιμς καί γάπης.

π. Σωτήριος θανασούλιας

φημέριος Μητροπολιτικο ερο Ναο γίου Βασιλείου Τριπόλεως.

Δευτέρα 12 Απριλίου 2021

Χριστολογικό δόγμα και Οικουμενικές Σύνοδοι

 


ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΚΟ ΔΟΓΜΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΕΣ ΣΥΝΟΔΟΙ

(ΜΕΡΟΣ Α΄) 

ΠΡΩΤ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ Ο. ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΙΑ 

ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΨΑΛΗ

  

Τό κείμενο αὐτό ἀφιερώνεται στή μνήμη τοῦ μακαριστοῦ Θεολόγου καί Ὑποψηφίου Διδάκτορος Θεολογίας Γεωργίου Καψάλη (1987-2020), μέ τήν εὐκαιρία τοῦ ἐτήσιου μνημοσύνου του[1]. Ὁ μακαριστός Γεώργιος, ὁ ὁποῖος ἔφυγε αἰφνιδίως ἀπό τόν παρόντα κόσμο στίς 4/4/2020, εἶχε ἀσχοληθεῖ συστηματικά μέ ζητήματα Ὀρθοδόξου Χριστολογίας. Εἶχε σχεδόν ὁλοκληρώσει τή διδακτορική διατριβή του στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, μέ θέμα «Ὁ Θεολογικός Διάλογος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τίς ἀρχαῖες Ἀνατολικές Ἐκκλησίες», ἐνῶ ἤδη εἶχε ἐκδοθεῖ ἡ μεταπτυχιακή του μελέτη, μέ τίτλο «Ὁ διάλογος τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ μέ τόν Πατριάρχη Πύρρο» (ἐκδόσεις Ἐλίκρανον, Ἀθήνα 2017). Μέ τό κείμενο αὐτό θά προσπαθήσουμε νά περιγράψουμε τό ἱστορικό καί θεολογικό πλαίσιο, ἐντός τοῦ ὁποίου κινήθηκαν τά ἐνδιαφέροντα τοῦ μακαριστοῦ Γεωργίου, θά μποροῦσε δέ νά ἐκληφθεῖ ὡς μία γενική εἰσαγωγή στό ἔργο του. 

*     *     * 

Θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἡ πίστη ὅτι ὁ Χριστός εἶναι «ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»[2], μᾶλλον δέ Ἐκκλησία εἶναι τό ἴδιο τό Σῶμα τοῦ Ζῶντος Χριστοῦ[3] ἤ «Αὐτός ὁ Θεάνθρωπος Χριστός παρατεινόμενος εἰς ὅλους τούς αἰῶνας καί ὅλην τήν αἰωνιότητα»[4]. Ἡ πίστη αὐτή στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία θεμελιώνεται τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶναι κάποια ἰδέα ἤ ἰδεολογία ἤ μιά ἀντίληψη θεωρητικοῦ περιεχομένου, ἀλλά μιά ἀλήθεια πού ἐμπεριέχει ζωή, μιά ἀλήθεια πού σώζει[5]. Δέν ἔχει ἀνθρώπινη προέλευση καί δέν ἀνήκει στά «στοιχεῖα τοῦ κόσμου τούτου». Εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, εἴτε κατά τήν «ἐν σαρκί» παρουσία Του στόν κόσμο, εἴτε κατά τήν «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι» ἐπιδημία Του στούς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς μέχρι σήμερα. Ὡστόσο, γιά νά εἶναι ἡ ἀλήθεια αὐτή σωστική καί ζωηφόρος, γιά νά σώζει πραγματικά, πρέπει νά διατηρεῖται ἀκέραια καί ἀναλλοίωτη. Κάθε ἀλλοίωσή της, κάθε παραχάραξή της, κάθε μεταβολή της ὑποδεικνύει ἕναν ἄλλο «χριστό», ὁ ὁποῖος δέν σώζει, οὔτε παρέχει ζωή, γιατί δέν εἶναι ὁ Χριστός τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού ἔγινε ἄνθρωπος. Ἡ διατύπωση αὐτῆς τῆς ἀλήθειας γιά τό ποιός ἀκριβῶς εἶναι ὁ Χριστός ἀπό τήν Πατερική καί Συνοδική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας συνιστᾶ τό Χριστολογικό δόγμα. Ἡ ἀλλοίωσή της, ἤ μᾶλλον οἱ ἀλλοιώσεις της, ἀπ’ ὅσους ἐπιχειροῦν νά ἑρμηνεύσουν μέ τή λογική τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ συνιστοῦν Χριστολογική αἵρεση, ἤ μᾶλλον Χριστολογικές αἱρέσεις.

Τέτοιες αἱρέσεις ὑπῆρξαν πολλές στήν πορεία τοῦ χρόνου. Οἱ πρῶτες ἀπό αὐτές ἦταν ἐπακόλουθα καί συνέπειες τῶν μεγάλων Τριαδολογικῶν αἱρέσεων τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων, οἱ ὁποῖες ἐπιχειροῦσαν νά ἑρμηνεύσουν μέ τή λογική καί μέ τίς κατηγορίες τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, δηλαδή νά συμβιβάσουν τήν ἑνότητα τοῦ Θεοῦ μέ τήν τριαδικότητά Του. Αὐτό ἀκριβῶς ἔκανε ἡ πιό γνωστή ἀπό τίς μεγάλες Τριαδολογικές αἱρέσεις, ὁ Ἀρειανισμός, εἶχε ὅμως ἤδη προηγηθεῖ μιά ἄλλη, λιγότερο γνωστή στούς μή εἰδικούς αἵρεση, ὁ Μοναρχιανισμός, μέ δύο μορφές: α) τόν Δυναμικό Μοναρχιανισμό καί β) τόν Τροπικό Μοναρχιανισμό. Οἱ Μοναρχιανοί ἐπιχειροῦσαν νά διασφαλίσουν τήν ἑνότητα ἤ τήν μοναδικότητα τοῦ Θεοῦ, διαφυλάσσοντάς την, δῆθεν, ἀπό τόν κίνδυνο τῆς τριθεΐας ἤ τῆς πολυθεΐας. Ἔτσι, ἄν ὁ ἕνας Θεός τῆς Βίβλου εἶναι ὁ Θεός - Πατήρ, προκύπτει τό ἐρώτημα τί ἀκριβῶς εἶναι τά ἄλλα δύο πρόσωπα, πού ἐμφανίζονται στά ἱερά κείμενα μέ τίς ἴδιες ἰδιότητες: ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Σ’ αὐτό τό ἐρώτημα οἱ δύο κλάδοι τοῦ Μοναρχιανισμοῦ ἔδωσαν ἐντελῶς διαφορετικές ἀπαντήσεις. Ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας Παῦλος ὁ Σαμοσατεύς (π. 200-275), ἐκπρόσωπος τοῦ Δυναμικοῦ Μοναρχιανισμοῦ, ἰσχυριζόταν ὅτι ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἀπρόσωπες καί ἀνυπόστατες[6] «δυνάμεις» (ἐνέργειες) τοῦ Πατρός. Ὁ αἱρετικός Σαβέλλιος (+ πρό τοῦ 257), ἐκπρόσωπος τοῦ Τροπικοῦ Μοναρχιανισμοῦ, ἰσχυριζόταν ὅτι ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι διαφορετικές μορφές ἤ «τρόποι», μέ τούς ὁποίους ὁ ἴδιος Θεός ἐμφανίζεται στόν κόσμο. Ἔτσι, ὁ ἕνας καί μοναδικός Θεός, κατά τόν Σαβέλλιο, στή μέν Παλαιά Διαθήκη ἐμφανίζεται ὡς Πατήρ, στή δέ Καινή Διαθήκη ὡς Υἱός καί στήν Ἐκκλησία (μετά τήν Πεντηκοστή) ὡς Ἅγιο Πνεῦμα[7].

Οἱ προεκτάσεις τῶν αἱρετικῶν αὐτῶν ἀντιλήψεων στή θεώρηση τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐμφανεῖς. Κατά τούς Δυναμικούς Μοναρχιανούς, ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦταν ἕνα ἱστορικό πρόσωπο, στό ὁποῖο ἐνοίκησε ἤ κατοίκησε ὁ Λόγος (ἡ «δύναμις») τοῦ Θεοῦ κατά τό Βάπτισμά Του στόν Ἰορδάνη. Πρίν ἀπό τό γεγονός αὐτό, ὁ Ἰησοῦς ἦταν ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος. Γενικά, ὁ Χριστός ἦταν ἕνας θεοφόρος ἄνθρωπος γιά τούς Δυναμικούς Μοναρχιανούς, κάτι ἀντίστοιχο τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν ὁποίων ὑπερεῖχε μόνο ὡς πρός τόν βαθμό τῆς ἁγιότητας. Αὐτό σημαίνει, ὅτι ὁ Χριστός δέν ἦταν ὄντως Θεός, ἀλλά ἔγινε «θεός» μέ τήν προσωπική του προσπάθεια, δηλαδή «ἐκ προκοπῆς»! Γιά τούς Τροπικούς Μοναρχιανούς, ἀντίθετα, στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ ἐνσαρκώθηκε ὁ ἴδιος ὁ Θεός - Πατήρ, ὁ Ὁποῖος, μάλιστα, καί «ἔπαθε» πάνω στόν Σταυρό, γι’ αὐτό οἱ Τροπικοί Μοναρχιανοί ὀνομάζοντο καί «Πατροπασχῖτες». Μεγάλη Σύνοδος Ἐπισκόπων στήν Ἀντιόχεια τό 268 μ.Χ. καταδίκασε τόν Παῦλο Σαμοσατέα, ὡστόσο ἡ ἀλήθεια γιά τήν Ἁγία Τριάδα δέν εἶχε ἀκόμη διατυπωθεῖ μέ συγκεκριμένους ὅρους. Αὐτό ἔγινε ἀργότερα ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (325) καί τούς Πατέρες Μέγα Ἀθανάσιο (295-373), Μέγα Βασίλειο (330-378), Γρηγόριο τόν Θεολόγο (328-390) καί Γρηγόριο Νύσσης (335-395). Ἡ αἵρεση τοῦ Σαβελλίου, ἀντίθετα, ἐπέζησε γιά περισσότερο ἀπό ἕναν αἰώνα, υἱοθετήθηκε μέ μικρές παραλλαγές ἀπό τούς Μάρκελλο Ἀγκύρας (280-374), Φωτεινό Σιρμίου (τέλη δ' αἰ.) καί ἄλλους αἱρετικούς τῆς ἐποχῆς καί καταδικάστηκε τελικά ἀπό τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (381).

Λίγο ἀργότερα ὁ αἱρεσιάρχης Ἄρειος (265-336) ἔθεσε σαφῶς τό ἐρώτημα ἄν ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστός ἤ ἄκτιστος, στό ὁποῖο ἀπαντοῦσε κατηγορηματικά ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶναι κτιστός καί γενήθηκε (κτίστηκε - δημιουργήθηκε) «ἐν χρόνῳ», διατυπώνοντας τή «ριζοσπαστικότερη αἵρεση τοῦ Χριστιανισμοῦ»[8]. Ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου προσέκρουε σαφῶς στήν κοινή ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας: ὁ προσκυνούμενος καί λατρευόμενος ἀπό τό πλήρωμά της Χριστός δέν ἦταν «Θεός ἀληθινός»[9], κατά τίς ἀντιλήψεις τοῦ Ἀρείου, ἀλλά ἕνα δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἔστω τό ἀνώτερο καί τελειότερο τῶν κτισμάτων, μή δυνάμενο ὅμως νά παρέχει σωτηρία, ἡ δέ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας καθίστατο μιά ἀκόμη μορφή εἰδωλολατρίας, παράλληλη σ’ αὐτές τῶν πολυθεϊστικῶν θρησκειῶν[10]. Ὁ Ἀρειανισμός καταδικάστηκε ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο στή Νίκαια τῆς Βυθινίας (325), μέ βάση τή διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου (295-373). Ἡ Σύνοδος διατύπωσε τήν ἀλήθεια περί τῆς Ἁγίας Τριάδος μέ ὅρους δανεισμένους ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία. Εἰδικότερα, χρησιμοποιήθηκαν τήν ἐποχή ἐκείνη οἱ ὅροι «οὐσία», «φύσις» καί «ὑπόστασις», καθώς καί τά παράγωγά τους, οἱ ὁποῖοι σήμαιναν ἀρχικά τό ἴδιο ἀκριβῶς πράγμα: ἐκεῖνο τό ὁποῖο ὄντως ὑπάρχει, ἐκεῖνο τό ὁποῖο διακεκριμένως ὑπάρχει, ἐκεῖνο τό ὁποῖο δέν ὀφείλει τήν ὕπαρξή του σέ κάτι ἄλλο (δέν εἶναι «συμβεβηκώς»)[11]. Ἡ ὁρολογία αὐτή ἐπέφερε καίριο πλῆγμα στόν Ἀρειανισμό, ἰδίως ὁ παράγωγος ὅρος «ὁμοούσιος», ὡστόσο, ἐνῶ τόνιζε ἐπαρκῶς τήν ἑνότητα τοῦ Θεοῦ καί τό «κοινόν» τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, δέν ἐξέφραζε καί τήν πραγματική διάκρισή τους. Γιά τή διάκριση μεταξύ Πατρός, Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος χρησιμοποιεῖτο τήν ἐποχή ἐκείνη ὁ ὅρος «πρόσωπον», ὅμως ὁ ὅρος αὐτός δέν ἦταν φιλοσοφικός, οὔτε ὀντολογικός (δέν σήμαινε τό ὄν, τό ὄντως ὑπάρχον), ἀλλά ἦταν ὅρος θεατρικός. Προερχόμενος ἀπό τόν χῶρο τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ θεάτρου, σήμαινε τόν προσωρινό ρόλο, πού ἀσκεῖ ὁ ἠθοποιός ἐπί τῆς σκηνῆς, καί ἦταν ταυτόσημος μέ τό «προσωπεῖον»[12]. Τό ὅρο αὐτό χρησιμοποιοῦσε καί ὁ Σαβέλλιος, τήν αἵρεση τοῦ ὁποίου κάλυπτε ἀπόλυτα ἡ ὁρολογία τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Ἔτσι, ἔπρεπε νά γίνει μιά ἀναπροσαρμογή τῆς θεολογικῆς ὁρολογίας τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὥστε, ἀφ’ ἑνός μέν νά ἀντιμεπωπίζεται καί ἡ αἵρεση τοῦ Σαβελλίου, ἀφ’ ἑτέρου δέ νά ἀντιμετωπίζεται ἡ ἀναζωπύρωση τοῦ Ἀρειανισμοῦ ἀπό τόν αἱρετικό Εὐνόμιο Κυζίκου (320-390). Ὁ Εὐνόμιος, μετά τήν κατατρόπωση τῆς πρώτης μορφῆς τοῦ Ἀρειανισμοῦ μέ τά ἐπιχειρήματα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, ἐπεχείρησε νά τόν ἀνασυντάξει μέ νέα ἐπιχειρήματα μετά τήν κοίμηση τοῦ Ἀθανασίου[13]. Τό ἔργο αὐτό (τήν ἀναπροσαρμογή τῆς θεολογικῆς ὁρολογίας τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τήν ἀντιμετώπιση τοῦ Εὐνομίου, καθώς καί νέων αἱρέσεων, ὅπως οἱ Πνευματομάχοι) ἀνέλαβαν οἱ τρεῖς Καππαδόκες Πατέρες Μέγας Βασίλειος (330-378), Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (328-390) καί Γρηγόριος Νύσσης (335-395). Αὐτοί, ἀφ’ ἑνός μέν διαχώρισαν τήν ἔννοια τῆς «ὑποστάσεως» ἀπό αὐτές τῆς «οὐσίας» καί τῆς «φύσεως», ἀφ’ ἑτέρου δέ προσέδωσαν στόν ὅρο «πρόσωπον» ὀντολογικό περιεχόμενο καί τόν ταύτισαν μέ τήν «ὑπόστασιν», ὥστε οἱ ὅροι «φύσις» καί «οὐσία» νά σημαίνουν τό «κοινόν» πολλῶν ὁμοειδῶν ἐπιμέρους ὄντων, οἱ δέ ὅροι «ὑπόστασις» καί «πρόσωπον» νά σημαίνουν τό «ἴδιον», τό συγκεκριμένο ὄν, τό διακεκριμένο ἀπό τά ἄλλα ἐπιμέρους ὄντα τῆς ἴδιας φύσεως ἤ οὐσίας[14]. Μεγάλη Σύνοδος Ἐπισκόπων στήν Ἀλεξάνδρεια τό 362, προεδρεύοντος τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, δέχθηκε ὅτι ὅσοι ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄλλης «ὑποστάσεως» ὡς πρός τόν Πατέρα δέν εἶναι κατ’ ἀνάγκην αἱρετικοί, δηλ. δέχθηκε οὐσιαστικά τήν θεολογική ὁρολογία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων[15]. Μέ αὐτά τά δεδομένα, τό Τριαδικό δόγμα ἔλαβε τήν ὁριστική μορφή: ὁ Θεός εἶναι «μία φύσις ἤ μία οὐσία καί τρεῖς ὑποστάσεις ἤ τρία πρόσωπα» (Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα). 

*     *     * 

Μέχρι τά τέλη τοῦ δ΄ μ.Χ. αἰώνα, ὅταν ὁλοκληρώθηκε ἡ διατύπωση τοῦ Τριαδικοῦ δόγματος, δέν ὑπῆρξαν μεγάλες Χριστολογικές αἱρέσεις, δηλαδή αἱρέσεις ἀναφερόμενες ἀποκλειστικά στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὑπῆρξαν, βέβαια, οἱ σοβαρές  ἐπιπτώσεις τῶν Τριαδολογικῶν αἱρέσεων στή Χριστολογία, ὅπως εἴδαμε. Μοναδική ἴσως ἐξαίρεση ἀποτέλεσε ἡ αἵρεση τοῦ Ἀπολλιναρίου Λαοδικείας (310-390), ὁ ὁποῖος, εἴτε μέ ἀφετηρία γνωστές τριχοτομιστικές ἀντιλήψεις περί ἀνθρώπου, κατά τίς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος διακρίνεται σέ «σῶμα», «ψυχή» καί «νοῦ» ἤ σέ «σῶμα», «ἄλογο ψυχή» καί «λογική ψυχή» καί ὄχι ἁπλά σέ «σῶμα» καί «ψυχή», ὅπως δεχόταν καί δέχεται ἡ Ἐκκλησία, εἴτε μέ ἀφετηρία τή διάκριση μεταξύ «νοῦ» καί «λόγου» στόν ἄνθρωπο, δίδασκε ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δέν ἑνώθηκε μέ πλήρη καί τέλεια (ὁλόκληρη) ἀνθρώπινη φύση, ἐπειδή «δύο τέλεια ἕν γενέσθαι οὐ δύναται»[16], ἀλλά τή θέση τοῦ «νοῦ» ἤ τῆς «λογικῆς» καί «ἐλευθέρας ψυχῆς» τοῦ ἀνθρώπου Ἰησοῦ κατέλαβε ὁ Θεός Λόγος[17]. Στήν αἵρεση τοῦ Ἀπολλιναρίου ἀπάντησε καταλυτικά ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (328-390), μέ τό ἐπιχείρημα ὅτι, ἄν ἰσχύουν αὐτά καί ἄν ὁ «νοῦς» εἶναι τό ἀνώτερο καί «καθαρώτατον»[18] μέρος τοῦ ἀνθρώπου, τότε τό σημαντικότερο αὐτό μέρος δέν ἑνώθηκε μέ τόν Θεό καί ἔμεινε ἐκτός σωτηρίας. Ἐπιπλέον, ἄν ὁ «νοῦς» εἶναι τό ὄργανο ἐκεῖνο, μέ τό ὁποῖο περισσότερο ἁμάρτησε ὁ ἄνθρωπος κατά τήν πτώση του καί τό ὁποῖο περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο μέρος ὑπέστη τίς συνέπειές της (ἄν εἶναι «τό πταῖσαν καί πρωτοπαθῆσαν» μέρος τοῦ ἀνθρώπου, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό[19]), τότε ὅ,τι εἶχε περισσότερο ἀνάγκη θεραπείας ἔμεινε ἀθεράπευτο. Θεραπεύεται δέ καί σώζεται μόνο ὅ,τι ἑνώνεται μέ τόν Θεό: «τό γάρ ἀπρόσληπτον, ἀθεράπευτον· ὅ δέ ἥνωται τῷ Θεῷ, τοῦτο καί σώζεται»[20]. Ὁ Ἀπολλινάριος καταδικάστηκε, τελικά, ἀπό τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (381) μεταξύ ἄλλων αἱρετικῶν[21].

Οἱ μεγάλες Χριστολογικές αἱρέσεις ἐμφανίστηκαν ἀπό τίς ἀρχές ἤ τά μέσα τοῦ ε΄ μ.Χ. αἰώνα, μέ ἀφορμή τίς ἀντιλήψεις τοῦ αἱρετικοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινοπόλεως Νεστορίου (395-451), ὁ ὁποῖος χώριζε τήν θεότητα ἀπό τήν ἀνθρωπότητα στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὡστόσο, κυοφορήθηκαν ἐνωρύτερα καί μάλιστα στό περιβάλλον τῆς Κατηχητικῆς Σχολῆς τῆς Ἀντιοχείας, ὅπου ἐκαλλιεργεῖτο ἰδιαίτερα ἡ ἀριστοτελική φιλοσοφία[22]. Τό πρόβλημα περί τοῦ τί εἶναι ὁ Χριστός προσελάμβανε πλέον τή μορφή τοῦ τί ἀκριβῶς ἑνώθηκαν στό πρόσωπο τοῦ ἱστορικοῦ Ἰησοῦ, καθώς καί μέ ποιόν τρόπο αὐτά ἑνώθηκαν, ἐπιχειρήθηκε δέ νά κατανοηθεῖ ὁ τρόπος τῆς ἑνώσεως μέ τίς ἀρχές τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί εἰδικότερα τῆς ἀριστοτελικῆς. Ἔτσι, ὁρισμένες φιλοσοφικές ἀρχές, ὅπως «δύο τέλεια ἕν γενεσθαι οὐ δύναται», «οὐκ ἔστιν φύσιν ἀπρόσωπον ἤ ἀνυπόστατον εἰπεῖν» κ.ἄ., ἐπέδρασαν καθοριστικά στή δημιουργία τῶν Χριστολογικῶν αἱρέσεων[23].

Ἀπό τούς προδρόμους τοῦ Νεστορίου, ὅπως εἴδαμε, ὁ Παῦλος Ἀντιοχείας ὁ Σαμοσατεύς (π. 200-275) δίδασκε ὅτι ὁ Χριστός ἦταν ἕνας θεοφόρος ἀνθρώπος, στόν ὁποῖο ἐνοίκησε ἡ θεότητα ἤ ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐνοίκησε ἡ θεότητα στόν Μωϋσῆ καί στούς Προφῆτες, μέ τή διαφορά ὅτι ὁ Χριστός ἔγινε ναός τοῦ πληρώματος τῆς θεότητος. Αὐτό, μάλιστα, δέν συνέβη ἐξ ἀρχῆς («ἐξ ἄκρας συλλήψεως»), ἀλλά κατά τό Βάπτισμά Του στόν Ἰορδάνη ποταμό. Κατά τόν Παῦλο Σαμοσατέα, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει «κατ’ οὐσίαν» σχέση ἤ «κατ’ οὐσίαν» ἕνωση μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ἀκτίστου καί κτιστοῦ, ἐπειδή «κατ’ οὐσίαν» ἤ «κατά φύσιν» σημαίνει «κατ’ ἀνάγκην», κατά τήν ἀντίληψη τῶν ἀντιοχειανῶν θεολόγων. Ἄρα, ὁ μόνος τρόπος ἑνώσεως εἶναι ἡ «κατ’ ἐνέργειαν» ἤ «κατά βούλησιν» ἤ «κατ’ εὐδοκίαν» ἕνωση. Μέ ἄλλα λόγια, ὅλο τό γεγονός ἤ τό μυστήριο τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Λόγου συνίσταται στήν σύμπτωση ἤ στήν ἕνωση δύο ἐνεργειῶν ἤ δύο βουλήσεων, τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης, ὥστε νά προκύπτει μία κοινή ἐνέργεια καί μία θέληση (μιά προδρομική μορφή τῶν αἱρέσεων τοῦ Μονοενεργητισμοῦ καί τοῦ Μονοθελητισμοῦ) καί, ἐξ αἰτίας αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς «κατ’ ἐνέργειαν» ἤ «κατά βούλησιν» ἤ «κατ’ εὐδοκίαν» ἑνώσεως, τά δύο πρόσωπα τοῦ Χριστοῦ γίνονται «ἕν πρόσωπον», τό περίφημο «πρόσωπον τῆς ἑνώσεως» κατά τίς ἀντιλήψεις τῶν Νεστοριανῶν. Αὐτά σημαίνουν ἐπίσης, ὅτι ὁ Χριστός δέν ἦταν Θεός, ἀλλά ἔγινε Θεός ἀπό ἄνθρωπος, δηλαδή ἦταν Θεός μέ ἠθική καί ὄχι μέ φυσική ἔννοια, ἡ δέ θεώσή Του ἦταν ἀποτέλεσμα προκοπῆς τῆς ἀνθρώπινης φύσης Του, γι’ αὐτό καί χρησιμοποιοῦσε τήν ἔκφραση  «ἐκ προκοπῆς τεθεοποιεῖσθαι»[24].

Ἄλλος πρόδρομος τοῦ Νεστοριανισμοῦ καί χαρακτηριστικός ἐκπρόσωπος τῆς ἀντιοχειανῆς θεολογίας, ἦταν ὁ Διόδωρος Ταρσοῦ (330-392), τοῦ ὁποίου οἱ ἀντιλήψεις δέν εἶναι ἐπαρκῶς γνωστές. Ὁ Διόδωρος, προκειμένου νά ἀποφύγει τή σύγχυση μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου, δίδασκε περίπου ὅτι στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ συνυπάρχουν δύο τέλειοι καί διαφορετικοί ὡς πρός τή φύση τους υἱοί: ἄλλος εἶναι ὁ πρό αἰώνων Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἄλλος εἶναι ὁ ἐν χρόνῳ υἱός τοῦ Δαυίδ. Αὐτοί εἶναι χωρισμένοι ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο καί μόνο καταχρηστικά ἑνώνονται: ὁ ἕνας εἶναι «φύσει Υἱός» καί ὁ ἄλλος εἶναι «χάριτι υἱός», ἄλλη γέννηση φυσική ἔχει ὁ ἕνας καί ἄλλη γέννηση φυσική ἔχει ὁ ἄλλος. Ὡστόσο, καταχρηστικά μόνο μπορεῖ ὁ «Υἱός τοῦ Θεοῦ» νά ἀποκαλεῖται «υἱός τοῦ Δαβίδ» καί τό ἀντίθετο[25].

Κατ’ ἐξοχήν διαμορφωτής τοῦ Νεστοριανισμοῦ ὑπῆρξε ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας (350-428), σέ σημεῖο μάλιστα ὥστε ὁ Νεστόριος νά ἐπαναλαμβάνει ἁπλῶς τίς ἀντιλήψεις του δασκάλου του Θεοδώρου. Ὁ Θεόδωρος πίστευε ὀρθῶς ὅτι ὁ ἄκτιστος Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ προσέλαβε τέλεια κτιστή ἀνθρώπινη φύση καί ἑνώθηκε μέ αὐτήν, δηλαδή ἀπέρριπτε καί τόν Ἀρειανισμό καί τόν Ἀπολλιναρισμό[26]. Στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκαν δύο τέλειες φύσεις. Μέ ποιόν τρόπο, ὅμως; Ἄν ἰσχύουν οἱ ἀρχές, «οὐκ ἔστιν φύσιν ἀπρόσωπον ἤ ἀνυπόστατον εἰπεῖν» καί «δύο τέλεια ἕν γενέσθαι οὐ δύναται», τότε «ἐν Χριστῷ» ὑπάρχουν ὄχι μόνο δύο τέλειες φύσεις, ἀλλά καί δύο τέλεια «πρόσωπα» ἤ «ὑποστάσεις», ὅμως ἡ Ἐκκλησία πιστεύει σέ ἕναν μόνο Χριστό καί Κύριο καί ὄχι σέ δύο. Ποιό εἶναι, λοιπόν, τό σημεῖο ἐπαφῆς ἤ ἡ μορφή τῆς ἑνώσεως; Ἡ «κατά φύσιν» ἤ «κατ’ οὐσίαν» ἕνωση πρέπει νά ἀποκλειστεῖ, ἐπειδή τέτοιου εἴδους ἕνωση μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου δέν μπορεῖ ποτέ νά συμβεῖ. Ἐπιπλέον, ἀκόμη κι ἄν συνέβαινε, ἐπειδή «κατά φύσιν» σημαίνει «κατ’ ἀνάγκην»[27], αὐτό δέν θά εἶχε κάποια ἠθική ἀξία, ἀφοῦ ὅ,τι γίνεται ἐλεύθερα καί «κατά βούλησιν», ἔχει ἰδιαίτερη αἴγλη ἔναντι ἐκείνου πού γίνεται «κατά φύσιν» καί μέ ἀναγκαιότητα ἤ μέ νομοτέλεια. Ἡ «κατ’ ἐνέργειαν» ἕνωση, τουλάχιστον ὅπως τήν πρέσβευε ὁ Παῦλος Σαμοσατεύς, ἀπορρίπτεται ἐπίσης ἀπό τόν Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος ἀποδεχόταν τή διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ἐνέργειας ἐπί τοῦ Θεοῦ. Μιά τέτοια μορφή ἑνώσεως καθιστᾶ τόν Χριστό ἁπλῶς θεοφόρο ἄνθρωπο[28], ὅπως εἴδαμε, καί ἐπιπλέον θά σήμαινε ὅτι ὁ Θεός ἐνεργεῖ μόνο «ἐν Χριστῷ» καί ὄχι παντοῦ καί μέ ἄλλους τρόπους[29]. Ἔπρεπει, λοιπόν, νά ἀναζητηθεῖ μιά τρίτη λύση πέρα ἀπό τίς δύο γνωστές μορφές ἑνώσεως, τήν «κατά φύσιν» ἤ «κατ’ οὐσίαν» καί τήν «κατ’ ἐνέργειαν» ἕνωση. Αὐτή εἶναι ἡ «κατ’ εὐδοκίαν» ἕνωση, κατά τόν Θεόδωρο. Τί σημαίνει «εὐδοκία»; «Εὐδοκία δέ λέγεται ἡ ἀρίστη καί καλλίστη θέλησις τοῦ Θεοῦ»[30]. «Εὐδοκία» εἶναι ἡ θέληση! Τό σημεῖο ἑνώσεως, λοιπόν, στόν Χριστό εἶναι ἡ σύμπτωση ἤ ἡ ταύτιση δύο θελήσεων: τῆς θελήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ καί τῆς θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου Ἰησοῦ. Ἔτσι, πίστευε ὁ Θεόδωρος, ἐξασφαλίζεται ἡ ἠθική ἐλευθερία, ἀφ’ ἑνός μέν τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἀφ’ ἑτέρου δέ τοῦ ἀνθρώπου Ἰησοῦ. Ὁ Ἰησοῦς ὡς ἄνθρωπος, ἦταν τρεπτός καί ἀλλοιωτός, κατά τόν Θεόδωρο. Δέν ἦταν ἀπαλλαγμένος ἀπό τή ροπή πρός τά πάθη καί τήν ἁμαρτία καί εἶχε τή δυνατότητα νά ἁμαρτήσει, ἀλλά ἡ θέλησή Του προχωροῦσε σέ συνεχῶς περισσότερο ἀξιόμισθες καί τέλειες πράξεις, ὥστε, τελικά, ἐπῆλθε ἡ πλήρης ταύτισή της μέ τή θέληση τοῦ Θεοῦ[31]. Ἡ τελειότητα καί ἡ θέωση τοῦ Ἰησοῦ ἦταν ἠθικῆς καί ὄχι ὀντολογικῆς φύσεως.

Ἀναγκαία συνέπεια αὐτῶν τῶν ἀντιλήψεων εἶναι ὅτι «ἐν Χριστῷ» ὑπάρχουν, γιά τήν ἀκρίβεια (κυριολεκτικά), δύο τέλειες φύσεις καί δύο τέλεια πρόσωπα. Καταχρηστικά μόνο γίνεται λόγος γιά «ἕνα πρόσωπο», τό περίφημο «πρόσωπον τῆς ἑνώσεως» τῶν Νεστοριανῶν, λόγω τῆς πλήρους ταυτίσεως τῶν θελήσεων καί μόνο τῶν δύο προσώπων. Ὅταν ἡ Ἁγία Γραφή λέει ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔλαβε «μορφήν δούλου»[32], κυριολεκτεῖ, κατά τόν Θεόδωρο, ὅταν ὅμως, λέει ὅτι «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο»[33], ὁμιλεῖ καταχρηστικά, μεταφορικά καί κατά τό φαινόμενο. Ἐπειδή δέ, κατά τίς ἀριστοτελικές προϋποθέσεις, πηγή τῶν ἐνεργειῶν εἶναι τό πρόσωπο καί ὄχι ἡ φύση, μπορεῖ νά γίνεται λόγος καί γιά «μία ἐνέργεια» στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ[34].

Ὁ τρόπος αὐτός τῆς ἑνώσεως ὀνομάζεται καί «συνάφεια», πού σημαίνει ἁπλή ἐπαφή δύο ἐντελῶς ξεχωριστῶν ὄντων. Εἶναι φανερό, ὅτι σέ μιά τέτοια ἕνωση δέν ἔχει καμία θέση ἡ «κοινοποίηση» ἤ «ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων»[35]. Πράγματι, ἀφορμή τῆς αἱρέσεως τοῦ Θεοδώρου ἦταν ἡ ἐφαρμογή τῆς ἠθικοδεοντολογικῆς ἀρχῆς τοῦ καλοῦ καί τοῦ δέοντος στήν κατά σάρκα γέννηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, τοῦ ἑνός τῆς Τριάδος. Ὁ Θεόδωρος θεώρησε ἀκαλῆ καί ἄπρεπη γιά τόν ὑπερένδοξο Θεό τή διέλευσή Του ἀπό τό γεννητικό σύστημα μιᾶς γυναίκας καί ἀρνήθηκε τήν ἐκκλησιαστική διδασκαλία ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔχει δύο γεννήσεις: μία ἐκτός χρόνου («πρό πάντων τῶν αἰώνων») ἀπό τόν Πατέρα καί μία ἐντός τοῦ τόπου καί τοῦ χρόνου[36] «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου».

Οἱ ἀντιλήψεις τοῦ Θεοδώρου Μοψουστίας ἔγιναν εὐρύτατα γνωστές, ὅταν ὁ ἀντιοχειανός μαθητής του Νεστόριος (395-451) ἔγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ἐκεῖ ὑποστήριξε ὁμόφρονα Κληρικό του, προερχόμενο ἐπίσης ἀπό τήν Ἀντιόχεια, ὁ ὁποῖος σέ κήρυγμα παρόντος τοῦ Νεστορίου, καταφέρθηκε μέ σφοδρότητα ἐναντίον τοῦ ὅρου «Θεοτόκος». Τό γεγονός προκάλεσε τίς ἔντονες ἀντιδράσεις τοῦ Λαοῦ. Ἤδη, ὅμως, ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας δίδασκε ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία μόνο καταχρηστικῶς μπορεῖ νά ἀποκαλεῖται «Θεοτόκος», ἐνῶ κυριολεκτικά («φύσει τοῦ πράγματος») πρέπει νά ὀνομάζεται «ἀνθρωποτόκος»[37]. Ὡστόσο, ὁ ὅρος «Θεοτόκος» οὔτε νέος ἦταν, οὔτε ἄγνωστος στήν Πατερική Παράδοση. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (328-390), μάλιστα, σαφῶς ἀναφέρει ὅτι, ὅποιος δέν ἀποδέχεται τήν ἁγία Μαρία, ὡς Θεοτόκο, εἶναι ἐκτός τῆς θεότητος[38]. Ὅμως, ὁ Νεστόριος δέν ἀνῆκε σ’ αὐτό τό πνευματικό κλίμα. Οἱ ἀντιλήψεις του δέν διαφέρουν σχεδόν ἀπ’ αὐτές τοῦ Θεοδώρου. Πίστευε ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία γέννησε «ψιλόν ἄνθρωπον», «συμπαρελθόντος αὐτῷ τοῦ Λόγου»[39], ὁ Ὁποῖος ἁπλά «προῆλθεν» ἤ «παρῆλθεν» ἤ διῆλθε ἀπό αὐτήν, ὅπως διέρχεται κάτι ἀπό ἕναν σωλῆνα. Αὐτό σημαίνει, ὅτι ἡ ἁγία Παρθένος οὔτε εἶναι, οὔτε πρέπει νά ὀνομάζεται «Θεοτόκος», ἀλλά εἶναι καί πρέπει νά ἀποκαλεῖται «Χριστοτόκος» ἤ «ἀνθρωποκτόκος». Ὁ Ἰησοῦς δέν ἦταν Θεός, ἀλλά κατοικητήριο ἤ φορέας τοῦ Θεοῦ. Ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων τῶν δύο φύσεων δέν μπορεῖ νά νοηθεῖ. Οἱ δύο φύσεις διακρίνονται μεταξύ τους, ἡ δέ ἕνωσή τους ἐκλαμβάνεται ὡς ἁπλή «συνάφεια», κατά τό παράδειγμα δύο σανίδων τοποθετημένων ἡ μία πάνω στήν ἄλλη, ἤ ὡς ἕνωση ἠθική ἤ σχετική, κατά τό παράδειγμα τῶν δύο συζύγων ἤ τῶν δύο φίλων. Στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ δέν ἔπαθε, οὔτε ἀναστήθηκε ὁ Θεός Λόγος «σαρκί», ἀλλά «ἀνθρώπου γέγονε τό πάθος καί ἀνθρώπου ἡ ἀνάστασις»[40]. Ἐπίσης, ὁ Ἰησοῦς ὑπέστη τό Πάθος καί ὑπέρ τοῦ Ἑαυτοῦ Του, τό δέ Σῶμα τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι Σῶμα ἀνθρώπινο. Ὁ Νεστόριος δεχόταν «ἕνωσιν προσκυνήσεως» (μιά προσκύνηση), μέ τήν ἔννοια τῆς «συμπροσκυνήσεως» τοῦ ἀνθρώπου Ἰησοῦ μέ τόν Θεό Λόγο ἤ τῆς ἀπονομῆς στόν ἄνθρωπο Ἰησοῦ «προσκύνησιν κατ' ἀναφοράν» μόνο: «διά τόν φοροῦντα τόν φορούμενον σέβω, διά τόν ἀόρατον προσκυνῶ τόν ὁρώμενον», ἰσχυριζόταν[41].

Ἐναντίον τοῦ Νεστορίου ἀντέδρασε ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας (370-444). Ἔχοντας καί τήν πλήρη ἐξουσιοδότηση τοῦ Πάπα Ρὠμης Κελεστίνου (422-432), ἀπέστειλε τρεῖς ἐπιστολές στόν Νεστόριο, γνωστές ἀπό τίς ἀρχικές τους φράσεις, «Ἄνδρες αἰδέσιμοι», «Καταφλυαροῦσι καί «Τοῦ Σωτῆρος». Στήν τρίτη ἀπό αὐτές Συνοδική ἐπιστολή, ἐξ ὀνόματος καί τῶν Ἐπισκόπων τῆς «Αἰγυπτιακῆς διοικήσεως», ἐπισύναψε τά Δώδεκα Κεφάλαια, δηλαδή δώδεκα δογματικές διατυπώσεις μέ τή μορφή Ἀναθεματισμῶν, τά ὁποῖα ἔπρεπε νά ἀποδεχθεῖ ὁ Νεστόριος γιά νά εἶναι ἀποδεκτός στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία. Στίς ἐπιστολές διατύπωνε τήν ἐκκλησιαστική διδασκαλία ὅτι ὁ ἴδιος («αὐτός») ὁ Θεός Λόγος σαρκώθηκε, ἔγινε ἄνθρωπος καί ἔπαθε γιά τή σωτηρία μας, δηλαδή προσέλαβε ἀνθρώπινη φύση καί τήν ἕνωσε στόν Ἑαυτό Του «καθ’ ὑπόστασιν». Ἡ ἔκφραση αὐτή, πού εἰσήγαγε ὁ ἅγιος Κύριλλος, σημαίνει ὅτι «διάφοροι μέν αἱ πρός ἑνότητα τήν ἀληθινήν συνενεχθεῖσαι φύσεις, εἷς δέ ἐξ ἀμφοῖν Χριστός καί Υἱός»[42]. «Καθ’ ὑπόστασιν» ἕνωση σημαίνει ἐπιπλέον, ὅτι ἡ ἕνωση δέν ἔγινε «κατά θέλησιν» ἤ «κατ’ εὐδοκίαν», ὅπως ἰσχυρίζονταν οἱ Νεστοριανοί. Ἀποτελέσματα δέ τοῦ τρόπου αὐτοῦ τῆς ἑνώσεως εἶναι ὅτι ὁ Θεός Λόγος ἔχει δύο γεννήσεις, «τῆς ἰδίας σαρκός (ἀνθρώπινης φύσης) τήν γέννησιν οἰκειούμενος»[43], ὅτι ὁ Θεός Λόγος ἔπαθε «σαρκί», μέ τήν ἔννοια ὅτι «ἦν ὁ ἀπαθής ἐν τῷ πάσχοντι σώματι» (στήν πάσχουσα ἀνθρώπινη φύση Του)[44], «τά τῆς ἰδίας σαρκός ἀπαθῶς οἰκειούμενος πάθη»[45], ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία εἶναι καί ἀποκαλεῖται «Θεοτόκος» κ.ἄ. Μεταξύ ἄλλων ὁ Νεστόριος ἔπρεπε: α) Νά ἀποδεχθεῖ τόν ὅρο «Θεοτόκος», καθώς καί τήν ἐν χρόνῳ δεύτερη γέννηση τοῦ Θεοῦ Λόγου. β) Νά ἀποδεχθεῖ τήν «καθ' ὑπόστασιν» ἕνωση. γ) Νά ἀπορρίψει τήν ἐν Χριστῷ διαίρεση τῶν ὑποστάσεων καί τήν «κατά συνάφειαν» ἕνωση. δ) Νά ἀποδεχθεῖ ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὄντως Θεός καί ὄχι ἄνθρωπος θεοφόρος ἤ ἄνθρωπος στόν ὁποῖο ἐνεργεῖ ὁ Θεός Λόγος. ε) Νά ἀπορρίψει τήν ἀντίληψη ὅτι ὁ Θεός Λόγος εἶναι Δεσπότης τῆς ἀνθρώπινης φύσης Του. στ) Νά ἀποδεχθεῖ τή μία προσκύνηση τοῦ Θεοῦ Λόγου «μετά τῆς ἰδίας σαρκός». ζ) Νά ἀπορρίψει τήν ἀντίληψη ὅτι ὁ Θεός Λόγος προσέφερε τή θυσία καί ὑπέρ τοῦ Ἑαυτοῦ Του κ.ἄ.[46]

Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας (370-444)


Ἡ ἀπροθυμία τοῦ Νεστορίου νά ἀποδεχθεῖ τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί τίς δογματικές διατυπώσεις τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, καθώς καί οἱ εὐρύτατες διαστάσεις τοῦ θέματος προκάλεσαν τή σύγκληση τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στήν Ἔφεσο τό 431 μ.Χ., μέ τήν προεδρία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος ἐνεργοῦσε καί ἐξ ὀνόματος τοῦ Πάπα Ρώμης Κελεστίνου. Ἡ Σύνοδος καθαίρεσε τόν Νεστόριο ὡς αἱρετικό, καταδίκασε αἱρετικές ἀντιλήψεις του καί ἐπικύρωσε τή διδασκαλία τῶν ἐπιστολῶν τοῦ ἁγίου Κυρίλλου καί τά Δώδεκα Κεφάλαια. Ὡστόσο, τίς ἀποφάσεις της δέν δέχθηκε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας Ἰωάννης (428-441) καί οἱ Ἐπίσκοποι τῆς δικαιοδοσίας του (τῆς Ἀνατολικῆς διοικήσεως), οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν καθυστερημένα στήν Ἔφεσο, συγκρότησαν παρασυναγωγή καί ἀφώρισαν τόν ἅγιο Κύριλλο καί τούς πρωτεργάτες τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐπακολούθησε ἔκρυθμη κατάσταση στήν Ἐκκλησία καί ἀκοινωνησία μεταξύ Ἀλεξανδρινῶν καί Ἀνατολικῶν (Ἀντιοχειανῶν) Ἐπισκόπων γιά μία διετία. Στό διάστημα αὐτό γίνονταν ἐπαφές μέσω ἀντιπροσώπων καί ἐπεξεργάζονταν κείμενα. Ἡ ἐπίτευξη τῆς εἰρήνης καί ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἔγιναν τό 433 καί ὀνομάστηκαν «Διαλλαγαί», ἑορτάστηκαν δέ μέ ἐπισημότητα στήν Ἀλεξάνδρεια καί στήν Ἀντιόχεια. Ἡ ἀποκατάσταση ἔγινε μέ βάση τήν «Ἔκθεσιν Πίστεως τῶν Διαλλαγῶν», ἕνα σύντομο κείμενο συμφωνίας, τό ὁποῖο συνέταξε προφανῶς ὁ Θεοδώρητος Κύρου (393-457), τό ἐπεξεργάστηκαν οἱ δύο πλευρές καί τό συμπεριέλαβε ὁ ἅγιος Κύριλλος στήν περίφημη ἐπιστολή του πρός τόν Ἀντιοχείας Ἰωάννη μέ τόν τίτλο «Εὐφρανέσθωσαν οἱ οὐρανοί» (433). Στήν «Ἔκθεσιν» τῶν Διαλλαγῶν δέν ἀναφέρονται τά Δώδεκα Κεφάλαια τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, οὔτε ὑπάρχει ἡ ἔκφραση «καθ’ ὑπόστασιν» ἕνωση. Ὅμως, τό κείμενο δέχεται σαφῶς τήν ἁγία Παρθένο ὡς ἀληθῶς «Θεοτόκον», δέχεται τήν ἐν χρόνῳ δεύτερη γέννηση τοῦ Θεοῦ Λόγου, κάνει λόγο γιά δύο τέλειες φύσεις καί ἕνα πρόσωπο «ἐν Χριστῷ», χρησιμοποιεῖ τήν ἐναλλακτική φράση «ἕνα Χριστόν, ἕνα Υἱόν, ἕνα Κύριον ὁμολογοῦμεν» ἀντί τῆς ἐκφράσεως «καθ’ ὑπόστασιν» τοῦ ἁγίου Κυρίλλου καί, τέλος, ἐπισημαίνει ὅτι οἱ περί τοῦ Χριστοῦ ἁγιογραφικές ἐκφράσεις, ἄλλες συνάπτουν καί ἀναφέρονται στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Κυρίου καί ἄλλες διαιροῦν καί ἀναφέρονται στίς δύο φύσεις Του, ἀπ’ ὅσες δέ διαιροῦν, ἄλλες ἀναφέρονται στή θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί ἄλλες στήν ἀνθρωπότητα[47]. Μετά τά παραπάνω, ὁ Ἀντιοχείας Ἰωάννης ἀναγνώρισε τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καί ἀποκήρυξε τή δική του σύνοδο στήν Ἔφεσο, ὡς παρασυναγωγή. Ὁ Ἀντιοχείας Ἰωάννης, στόν ὁποῖο στήριζε προφανῶς ὅλες τίς ἐλπίδες του ὁ Νεστόριος, ἦταν ὀρθοδοξότατος Ἐπίσκοπος. Δέν ἀνῆκε στό κλίμα τῶν Ἀντιοχειανῶν θεολόγων καί πρό τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου σέ ἐπιστολή του πρός τόν Νεστόριο εἶχε ἤδη διαφοροποιηθεῖ ἀπό τίς ἀντιλήψεις τοῦ Νεστορίου[48].
 

*     *     * 

Οἱ Διαλλαγές ἀπογοήτευσαν τούς ὁπαδούς τῶν ἄκρων, ἄρχισαν δέ νά ἐμφανίζονται προβλήματα σχετικά μέ τήν ἑρμηνεία τους. Κατά τούς πρωτεργάτες τους Κύριλλο Ἀλεξανδρείας καί Ἰωάννη Ἀντιοχείας, σήμαιναν σαφῶς ἀποδοχή τόσο τῶν Δώδεκα Κεφαλαίων τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, ὅσο καί τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὡστόσο, ἀκραῖοι ὁπαδοί τοῦ ἁγίου Κυρίλλου θεώρησαν ὅτι ὁ Κύριλλος ἀναγκάστηκε νά προβεῖ σέ ὑποχωρήσεις γιά τήν ἐπίτευξη τῆς εἰρήνης, ἐνῶ ἄλλοι πίστευαν ὅτι οἱ Διαλλαγές σιωπηρῶς καί τεχνιέντως παραμέρισαν τά Δώδεκα Κεφάλαια ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Μεταξύ τῶν Νεστοριανῶν ἤ Νεστοριανιζόντων Ἀνατολικῶν (Ἀντιοχειανῶν) Ἐπισκόπων ἐμφανίστηκαν δύο ἐσφαλμένες τοποθετήσεις ἔναντι τῶν Διαλλαγῶν: α) Ἐξ αἰτίας τῆς μή μνείας τῶν Δώδεκα Κεφαλαίων στήν «Ἔκθεσιν» τῶν Διαλλαγῶν κάποιοι ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ ἅγιος Κύριλλος συναισθάνθηκε τά σφάλματά του, τά διόρθωσε, δέχθηκε τήν Ὀρθόδοξη ὁμολογία τοῦ Ἰωάννου Ἀντιοχείας καί τώρα βρίσκεται «ἐν αἰσχύνῃ» καί διδάσκει ἐνάντια ὅσων δίδασκε στήν ἀρχή. β) Ἀντίθετα, Ἐπίσκοποι τῆς Δευτέρας Κιλικίας θεώρησαν ὅτι μέ τίς Διαλλαγές κυρώθηκαν τά Δώδεκα Κεφάλαια ἀπό τόν Πατριάρχη τους Ἰωάννη. Συγκρότησαν, λοιπόν, Σύνοδο καί ἀφώρισαν τόν ἅγιο Κύριλλο, μέχρι αὐτός νά ἀναθεματίσει τά Δώδεκα Κεφάλαια. Αὐτά ἀνάγκασαν τόν Ἰωάννη Ἀντιοχείας νά διακηρύξει ἐπίσημα ὅτι οἱ Διαλλαγές σημαίνουν ἀποδοχή τόσο τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅσο καί τῶν Δώδεκα Κεφαλαίων τοῦ ἁγίου Κυρίλλου[49].

Εἶναι φανερό, ὅτι ὁ Νεστοριανισμός δέν εἶχε ἐκλείψει μέ τήν καταδίκη του ἀπό τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Σέ κάποιες περιοχές, μάλιστα (Συρία κ.ἄ), ἄκμαζε ἐντός τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας παρασκηνιακά καί συγκεκαλυμένα, μετά δέ τήν καταδίκη τοῦ ἄλλου ἄκρου του, τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, ἀπό τήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος (451) οἱ ὁπαδοί του ἔλαβαν νέο θάρρος. Κάποιοι εἶδαν τίς ἀποφάσεις της ὡς ἕνα εἶδος ἀναθεώρησης τῶν ἀποφάσεων τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί «ἐπιστροφῆς» στίς ἀντιλήψεις τοῦ Νεστορίου καί στή θεολογία τῶν Ἀντιοχειανῶν, παρά τό γεγονός ὅτι ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος α) ἐπικύρωσε καί ἐπανέλαβε τήν προσωπική καταδίκη τοῦ Νεστορίου[50], β) ἀναγνώρισε ἐπίσημα τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Ἐφέσου τοῦ 431, ὡς ἰσόκυρη μέ τήν Α΄ τῆς Νικαίας (325) καί μέ τή Β΄ τῆς Κωνσταντινουπόλεως (381) καί γ) ἔκανε λόγο στόν Ὅρο της γιά «ἕν πρόσωπον καί μίαν ὑπόστασιν» τοῦ Θεοῦ Λόγου καί γιά ἕνωση τῶν δύο φύσεων «ἀδιαιρέτως» καί «ἀχωρίστως»[51]. Προφανῶς, ὅσο καί ὅπου ἐπικρατοῦσε ὁ Μονοφυσιτισμός, οἱ Νεστοριανοί ἦταν κατά κάποιον τρόπο διωκόμενοι. Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ Μονοφυστισμός ἐμφανίστηκε ὡς ἀκραῖος ἀντινεστοριανισμός, ὅμως ὁ ἀντινεστοριανισμός του ἦταν ἐπικάλυμμα αἱρέσεως. Ὡστόσο, τό ἑδραιούμενο κύρος τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ἡ προσωπική καταδίκη τοῦ Νεστορίου ἀνάγκασε τούς ὁπαδούς του νά στραφοῦν πρός τόν Θεόδωρο Μοψουεστίας, τόν διδάσκαλο τοῦ Νεστορίου, καί νά ἀποδέχονται μέν τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, νά ἐπιχειροῦν δέ νά ἑρμηνεύσουν τίς ἀποφάσεις της σύμφωνα μέ τίς ἀντιλήψεις τοῦ Θεοδώρου.

Κατ' ἐξοχήν ἐκπρόσωπος τῶν Νεστοριανῶν αὐτή τήν περίοδο ἀνεδείχθη ὁ Θεοδώρητος Κύρου (393-457), ὁ ὁποῖος ἦταν ὁπαδός τῶν ἀντιλήψεων τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας καί βαρύνεται μέ σωρεία ἐνεργειῶν κατά τοῦ ἁγίου Κυρίλλου καί τῆς Γ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου[52]. Σέ διάφορες περιπτώσεις εἶχε ἐκφραστεῖ ὑβριστικά γιά τόν ἅγιο Κύριλλο, ἀποκαλώντας τον αἱρετικό ἤ αἱρεσιάρχη, θεωροῦσε αἱρετικά τά Δώδεκα Κεφάλαια, εἶχε πρωτοστατήσει στήν παρασυναγωγή τοῦ Ἰωάννου Ἀντιοχείας στήν Ἔφεσο κατά τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (431), εἶχε ἐκφωνήσει λόγους ὑπέρ τοῦ Νεστορίου, συνέταξε «Πεντάλογον» κατά τοῦ ἁγίου Κυρίλλου καί τῆς Γ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅπου ὁμιλεῖ γιά δύο φύσεις καί δύο πρόσωπα, ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ Θεόδωρος κ.ἄ. Ὡστόσο, τό 433 δέχθηκε τίς Διαλλαγές καί πιθανῶς αὐτός συνέταξε τό κείμενο τῆς συμφωνίας, ἀπέφυγε ὅμως νά ἀναθεματίσει προσωπικά τόν Νεστόριο. Ὅταν λίγο ἀργότερα ὁ ἅγιος Κύριλλος ἔγραψε ἔργο «Κατά Θεοδώρου καί Διοδώρου», ὁ Θεοδώρητος ἔγραψε Ἀπολογία «Ὑπέρ Διοδώρου καί Θεοδώρου τῶν τῆς ἀληθοῦς θεοσεβείας προμάχων». Μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ μετεῖχε ἐνεργά στόν ἀντιμονοφυσιτικό ἀγώνα, μεταξύ ἄλλων μέ τό ἔργο του «Ἑρανιστής ἤ Πολύμορφος», στό ὁποῖο πάλι ἐπαινοῦνται οἱ Διόδωρος καί Θεόδωρος. Ὅταν τό 448 ἐκδόθηκε Σάκρα τοῦ Αὐτοκράτορος Θεοδοσίου (408-450), ἡ ὁποία προέβαλε τά Δώδεκα Κεφάλαια ὡς κριτήρια τῆς ὀρθῆς πίστεως, ἀντέδρασε καί συμμετεῖχε σέ διαδήλωση στήν Ἀντιόχεια κατά τοῦ Αὐτοκράτορος. Στή λεγόμενη «Ληστρική» (μονοφυσιτική) Σύνοδο τῆς Ἐφέσου τό 449 ὁ Θεοδώρητος καταδικάστηκε ἀπών καί ἀναπολόγητος, δηλαδή ἀντικανονικά, μέ βάση τά συγγράμματά του καί τίς ἐνέργειές του, ὡς Νεστοριανός. Ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (451) ἀνεθεώρησε τήν ἀντικανονική καταδίκη του, δέχθηκε, ὅμως, τίς ἐναντίον του κατηγορίες. Ἔτσι, ὁ Θεοδώρητος εἰσῆλθε σέ νέα κρίση. Ἐνῶ ἀπέφευγε συστηματικά νά ἀναθεματίσει τόν Νεστόριο ἐνώπιον τῆς Συνόδου, ὑποχρεώθηκε, κυριολεκτικά τήν τελευταία στιγμή, νά τόν ἀναθεματίσει προσωπικά καί νά δεχθεῖ τόν Ὅρο Πίστεως τῆς Συνόδου καί τόν Τόμο τοῦ ἁγίου Λέοντος[53]. Μέ αὐτές τίς προϋποθέσεις ἀποκαταστάθηκε πλήρως στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία[54].

Τῶν ἴδιων περίπου ἀντιλήψεων ἦταν καί ὁ Ἴβας Ἐδέσσης (+457), ὁ ὁποῖος ἐργάστηκε γιά τή διάδοση τῶν ἰδεῶν τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας στήν Ἀρμενία καί μετέφρασε στήν ἀρμενική ἔργα του[55]. Ὁ Ἴβας ἔγραψε ἐπιστολή «Πρός Μᾶριν» τόν Πέρση, ἡ ὁποία ὑβρίζει τόν ἅγιο Κύριλλον, τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καί τά Δώδεκα Κεφάλαια καί ἐπαινεῖ τούς Νεστόριο καί Θεόδωρο. Κατά τήν ἐπιστολή, οἱ Διαλλαγές σημαίνουν μεταβολή τῶν ἀπόψεων τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, ὁ Νεστόριος εἶναι πρόσωπο ἀδικημένο, τά Δώδεκα Κεφάλαια εἶναι αἱρετικά, ὁ Κύριλλος ἐξέκλινε καί διολίσθησε στόν Ἀπολλιναρισμό, ὁ Θεόδωρος εἶναι μέγας διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Διαλλαγές παρεμέρισαν τά Δώδεκα Κεφάλαια  καί τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, τῆς ὁποίας οἱ πρωτεργάτες εἶναι «ἐν αἰσχύνῃ» καί ἀπολογοῦνται γιά τά δογματικά τους λάθη, οἱ χριστολογικές ἀπόψεις τοῦ Θεοδώρου εἶναι ἐγκυημένες! Ὅταν ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἅγιος Πρόκλος (434-446) ἐξέδωσε τόν περίφημο «Πρός Ἀρμενίους» Τόμο του (437), ὁ Ἴβας μέ διάφορες προφάσεις ἀπέφευγε νά ἀναθεματίσει τά συνημμένα σ’ αὐτόν «Κεφάλαια» (θέσεις) τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, τελικά, ὅμως, πείστηκε καί τά ἀναθεμάτισε. Λίγο ἀργότερα παραπέμφθηκε σέ δίκη στήν Τύρο (449) μέ τίς κατηγορίες ὅτι συνέγγραψε τήν Πρός Μᾶριν ἐπιστολή, ὅτι ὑβρίζει τόν ἅγιο Κύριλλο ὡς αἱρετικό καί ὅτι εἶχε ὑποστηρίξει νεστοριανικές θέσεις. Ἐκεῖ ὁ Ἴβας ἀρνήθηκε ὅτι ἔχει συγγράψει τήν Πρός Μᾶριν ἐπιστολή, καθώς καί τίς ἐναντίον του κατηγορίες, διαβεβαίωσε δέ ὅτι μετά τίς Διαλλαγές δέν εἶχε πεῖ τίποτε ἐναντίον τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, τόν ὁποῖο θεωροῦσε Ὀρθόδοξο καί κοινωνικό. Τέλος, κατέθεσε Ὁμολογία, κατά τήν ὁποία ἀποδεχόταν τίς Διαλλαγές καί τήν Γ' Οἰκουμενική Σύνοδο καί ὑποσχόταν ὅτι θά ἀναθεματίσει στήν Ἔδεσσα δημόσια καί «ἐπ' Ἐκκλησίας» τόν Νεστόριο, ὅμως τήν ὑπόσχεση αὐτή ποτέ δέν τήν πραγματοποίησε. Στή Ληστρική (μονοφυσιτική) Σύνοδο τῆς Ἐφέσου (449) καθαιρέθηκε ἀπών, ἀναπολόγητος καί ἀντικανονικά, ὅπως καί ὁ Θεοδώρητος. Ὡστόσο, ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (451) τόν ἀποκατέστησε, ἀφοῦ ἐνώπιόν της ἀναθεμάτισε τόν Νεστόριο, καταχώρησε ὅμως στά Πρακτικά της τήν Πρός Πέρσην Μᾶριν ἐπιστολή του. Ἡ ἐνέργεια αὐτή παρερμηνεύτηκε ἀπό τούς ὁμοφρόνους του, ὡς ἀναγνώριση τῆς ἐπιστολῆς ἀπό τήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἡ Σύνοδος τήν συμπεριέλαβε στά Πρακτικά της ὡς Ὀρθόδοξο καθοδηγητικό κείμενο.

Στήν ἐποχή, λοιπόν, μετά τήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (451) παρατηρεῖται μιά ἀναζωπύρωση τοῦ Νεστοριανισμοῦ, μέ τήν προβολή τῶν ἀντιλήψεων ὄχι πλέον τοῦ Νεστορίου (395-451), ἀλλά τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας (350-428). Εἰδικές συνθῆκες, πού ἐπικράτησαν στή Δύση ἀπό τά τέλη τοῦ ε΄ μ.Χ. αἰ.[56], εὐνόησαν τήν καλλιέργεια ἐκεῖ τῆς ἀπέχθειας πρός τόν Μονοφυσιτισμό καί τόν Ἀντιχαλκηδονισμό καί τῆς συμπάθειας πρός τόν Νεστοριανισμό, μέ ἀποτέλεσμα κατά τήν ἐποχή πρό τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (553) ἡ Δύση νά ἐμφανίζεται μέ σαφῶς νεστοριανίζουσα ἀπόκλιση. Τό ζήτημα, πλέον, ἔπρεπε νά ἐπιλυθεῖ σέ νέα Οἰκουμενική Σύνοδο, ἰδιαίτερα μετά τήν ἀποτυχία τῶν προσπαθειῶν τῶν Αὐτοκρατόρων Ζήνωνος (474-475, 476-491) καί Βασιλίσκου (475-476) νά προσεγγίσουν τούς ἀποσχισθέντες ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας Ἀντιχαλκηδονίους (μονοφυσιτίζοντες). Ἡ νέα Οἰκουμενική Σύνοδος ἔπρεπε νά ἀποφανθεῖ γιά τά λεγόμενα «Τρία Κεφάλαια», δηλαδή γιά τρία σοβαρά ζητήματα, πού ἀπασχολοῦσαν τότε τήν Ἐκκλησία καί τά ὁποῖα ἦταν: α) τό πρόσωπο καί τά συγγράμματα τοῦ Θεοδώρου Μοψουστίας, β) τά συγγράμματα τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου καί γ) ἡ Πρός Πέρσην Μᾶριν ἐπιστολή τοῦ Ἴβα Ἐδέσσης. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι, ἐνῶ στήν πρώτη περίπτωση γινόταν λόγος καί γιά τό πρόσωπο τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, στίς ἄλλες δύο περιπτώσεις ἀναφέρονταν μόνο τά συγγράμματα (ἅπαντα) τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου καί μόνο ἡ ἐπιστολή τοῦ Ἴβα, ἀκριβῶς ἐπειδή τά πρόσωπα τῶν Θεοδωρήτου καί Ἴβα εἶχαν ἀποκατασταθεῖ ἀπό τήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (451), ἀφοῦ εἶχαν ἀναθεματίσει τόν Νεστόριο καί ἀφοῦ εἶχαν ἀποδεχθεῖ τόν Ὅρο της. Ὡστόσο, τά Τρία Κεφάλαια εἶχαν ἤδη καταστεῖ μεῖζον ἐκκλησιαστικό ζήτημα πολύ πρό τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (553). Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἀκάκιος (471-489) τά εἶχε ἤδη καταδικάσει (484), ἀλλά ὁ Πάπας Ρώμης Φήλιξ (483-492) ἀντέδρασε, μέ ἀποτέλεσμα νά προκληθεῖ τό λεγόμενο Ἀκακιανό Σχίσμα (484-519)[57]. Οἱ περισσότεροι Ἐπίσκοποι τῆς Ἀνατολῆς τά εἶχαν, ἐπίσης, καταδικάσει, καθώς καί ὁ νέος Αὐτοκράτορας Ἰουστινιανός (527-565), οἱ Ἐπίσκοποι, ὅμως τῆς Δύσεως ἀντιδροῦσαν.

Ἔτσι, ἡ Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδος συνῆλθε στήν Κωνσταντινούπολη τό 553 μ.Χ. χωρίς τή συμμετοχή τοῦ Πάπα Ρώμης Βιγιλίου (538-555), ὁ ὁποῖος βρισκόταν τότε ἐκεῖ, ἀλλά ἀρνήθηκε πεισματικά νά συμμετάσχει, ἀναγνώρισε δέ τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου ἐννέα μῆνες μετά τή λήξη τῶν ἐργασιῶν της. Ἡ Σύνοδος, α) καταδίκασε τά Τρία Κεφάλαια καί β) ἀποκατέστησε τό κύρος τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἑρμηνεύοντας ὀρθά τήν ἴδια καί τή διδασκαλία της[58]. Προφανῶς, ἡ ὀρθή ἑρμηνεία τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἦταν τό ζητούμενο. Τόσο οἱ ὁπαδοί τῶν Τριῶν Κεφαλαίων, ὅσο καί οἱ Ὀρθόδοξοι τῆς Ἀνατολῆς ὑποστήριζαν τή Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος, γιά διαφορετικούς ὅμως λόγους. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπιδίωκαν τήν καταδίκη τῶν Τριῶν Κεφαλαίων γιά νά ἀρθεῖ κάθε μομφή ἐναντίον τῆς Συνόδου καί γιά νά ἀποφευχθεῖ κάθε νεστοριανή παρερμηνεία της ἀπό τήν, ἔστω, ἀνοχή τῶν Τριῶν Κεφαλαίων. Οἱ ὁπαδοί τῶν Τριῶν Κεφαλαίων πίστευαν ὅτι ἡ καταδίκη τους θά σήμαινε ἀναθεώρηση τῶν ἀποφάσεων τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού θά ἔθιγε τό κύρος καί τή θεοπνευστία της. Καί οἱ δύο παρατάξεις εἶχαν ἐπίγνωση ὅτι ἐπίκεντρο τοῦ ζητήματος ἦταν ἡ θεολογία τῆς Δύσεως, ὁ λεγόμενος «αὐστηρός χαλκηδονισμός» (ἡ νεστοριανίζουσα κατανόηση καί ἑρμηνεία τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου)[59].

Στόν Ὅρο Πίστεως τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καί εἰδικότερα στό πρῶτο (ἱστορικό) τμῆμα του, καταδικάζεται ἡ ἀντίληψη ὅτι ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος δέχθηκε ὡς Ὀρθόδοξη τήν ἐπιστολή Ἴβα, τυχόν ἀποδοχή τῆς ὁποίας θά σήμαινε παραμερισμό τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τοῦ ἁγίου Κυρίλλου καί τῶν Δώδεκα Κεφαλαίων, καθώς ἐπίσης υἱοθέτηση τῆς ἀντίληψης τῆς ἐπιστολῆς ὅτι ὁ ἅγιος Κύριλλος μετά τίς Διαλλαγές ἑρμήνευσε σωστά τά Δώδεκα Κεφάλαια, ἐνῶ πρίν τά κατανοοῦσε ἐσφαλμένα. Ἐπίσης, μέ ἀφορμή τήν περίπτωση τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, καταδικάζεται ἡ ἀντίληψη ὅτι δέν πρέπει νά ἀναθεματίζεται κάποιος μετά θάνατον ἤ ὅτι δέν πρέπει νά ἀναθεματίζονται οἱ αἱρετικοί πού πέθαναν σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία. Στό δεύτερο (δογματικό) τμῆμα τοῦ Ὅρου, μετά τήν καταδίκη τῶν Τριῶν Κεφαλαίων, ἐκτίθεται ἡ ὀρθή πίστη μέ τή μορφή δεκατεσσάρων Ὀρθοδόξων Κεφαλαίων (Ἀναθεματισμῶν) καί μέ βάση τά νέα δεδομένα. Εἰδικότερα: α) Καταδικάζονται ὅσοι δέν ἀποδέχονται τίς δύο γεννήσεις τοῦ Θεοῦ Λόγου. β) Διασαφινίζεται ἡ περί ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων ἀλήθεια, τόσο μέ τήν παλαιότερη ἔκφραση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου «(ἕνωσις) καθ' ὑπόστασιν», ὅσο καί μέ τή νέα «(ἕνωσις) κατά σύνθεσιν», ἐνῶ σαφῶς ἀπορρίπτεται ἡ ἕνωση «κατά χάριν» ἤ «κατ' ἐνέργειαν» ἤ «κατ' ἀξίαν» ἤ «κατ' ἰσοτιμίαν» ἤ «κατ' αὐθεντίαν» ἤ «κατ’ ἀναφοράν» ἤ «κατά σχέσιν» ἤ «κατά δύναμιν» ἤ «κατ' εὐδοκίαν». Καταδικάζεται ἡ διάκριση μεταξύ τοῦ θαυματουργήσαντος Θεοῦ Λόγου καί τοῦ παθόντος Χριστοῦ καί προβάλλεται ἡ ἀλήθεια ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεός Λόγος, ὁ Ὁποῖος σαρκώθηκε καί ἔγινε ἄνθρωπος, καί σ’ Αὐτόν τόν ἕνα ἀποδίδονται τόσο τά θαύματα, ὅσο καί τά πάθη. Ἀπορρίπτεται ἡ ἀντίληψη ὅτι ὁ Θεός Λόγος συνυπάρχει στόν ἄνθρωπο Χριστό, ἤ ὅτι εἶναι σ’ Αὐτόν ὡς «ἄλλος ἐν ἄλλῳ». Ἀπορρίπτεται ἡ διάκριση μεταξύ «ναοῦ» καί «ἐνοικοῦντος ἐν αὐτῷ». Γίνεται ἀποδεκτό τό «ἕν πρόσωπον» ἤ ἡ «μία ὑπόστασις» τοῦ Θεοῦ Λόγου «ἐν Χριστῷ» καί ἀπορρίπτεται ἡ περί δύο προσώπων ἤ ὑποστάσεων πλάνη. Αὐτό τό «ἕν πρόσωπον» πρέπει νά κατανοεῖται ἀποκλειστικά μέ βάση τήν «καθ' ὑπόστασιν» ἑνώση, γι’ αὐτό καταδικάζονται ὅσοι θεωροῦν ὅτι ἡ «μιά ὑπόστασις» τοῦ Κυρίου ἐπιδέχεται ἑρμηνεία πολλῶν ὑποστάσεων καί, κατά συνέπεια, εἰσάγουν λαθραῖα δύο ὑποστάσεις ἤ πρόσωπα, ἀποδεχόμενοι τό «ἕν πρόσωπον» μόνο «κατά τήν προσηγορίαν», ἤ «κατά τήν τιμήν», ἤ «κατά τήν ἀξίαν», ἤ «κατά τήν προσκύνησιν». γ) Καταδικάζεται ἡ ἀντίληψη ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία, ἡ ὁποία ἐπιπλέον ἀποκαλεῖται «ἀειπάρθενος», εἶναι Θεοτόκος καταχρηστικά καί ὄχι «ἀληθῶς». Καταδικάζονται, ἐπίσης, οἱ ὅροι «Χριστοτόκος» καί «ἀνθρωποτόκος». δ) Καταδικάζεται ἡ παρερμηνεία καί ὁρίζεται ἡ ὀρθή ἑρμηνεία τῶν ἐκφράσεων «ἐν δύο φύσεσι», «ἐκ δύο φύσεων» καί «μία φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη», ἀναθεματίζονται δέ τόσο οἱ συγχέοντες, ὅσο καί οἱ τέμνοντες τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας. ε) Καταδικάζεται ἡ προσκύνηση τοῦ Κυρίου «ἐν δύο φύσεσι», μέ τήν ὁποία εἰσάγονται δύο προσκυνήσεις, ἄλλη προσκύνηση τοῦ Θεοῦ Λόγου καί ἄλλη τοῦ ἀνθρώπου Χριστοῦ, ἐνῶ στόν Θεό Λόγο ἀποδίδεται μία μόνο προσκύνηση «μετά τῆς ἰδίας σαρκός». στ) Ἀναθεματίζονται ὅσοι δέν ἀποδέχονται ὅτι «ὁ ἐσταυρωμένος σαρκί Κύριος» εἶναι «Θεός ἀληθινός», ὁ «Κύριος τῆς Δόξης καί ὁ «εἷς τῆς Τριάδος». ζ) Καταδικάζονται εἰδικότερα θέσεις τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, ὅπως ἡ περί ἠθικῆς καί «ἐκ προκοπῆς» τελειοποιήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ παρομοίωση τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων μέ τήν ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός στόν Γάμο, καθώς καί παρερμηνεῖες ἐκ μέρους του χαρακτηριστικῶν χωρίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς[60].

Μέ τό ἔργο τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καταδικάστηκε καί ἀντιμετωπίστηκε ὁριστικά ὁ Νεστοριανισμός στίς διάφορες μορφές καί ἐκδηλώσεις του. Ὡστόσο, στή Δύση ἡ Σύνοδος δέν ἔγινε ἀμέσως ἀποδεκτή. Ἄν καί ὁ Πάπας Βιγίλιος (538-555) τήν εἶχε σαφῶς ἀποδεχθεῖ, ὅπως εἴδαμε, ἀπό τούς διαδόχους του εἴτε ἀπορρίφθηκε, εἴτε ἁπλῶς ἀγνοήθηκε. Ἔτσι, γιά ἕνα διάστημα τουλάχιστον (555-579), ἡ Δύση τελοῦσε σαφῶς ὑπό τά ἐπιτίμια τῆς Ε΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἕναν αἰώνα περίπου ἀργότερα ἔγινε ἐπίσημα ἀποδεκτή ἀπό τή Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ (649) ἐπί Πάπα ἁγίου Μαρτίνου Α΄ (649-653)[61]. Γενικά, ἡ Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδος βασίστηκε κυρίως στή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας (370-444), τό δέ ἔργο της ἦταν συνέχεια καί ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (431).

Ὡστοσο, ἄν καί ἀντιμετωπίστηκε μέ ἐπιτυχία ὁ Νεστοριανισμός, οἱ Χριστολογικές ἔριδες δέν ἔληξαν, ἀλλά συνεχίστηκαν μέ τήν ἀναζωπύρωση, ἐκ μέρους τῆς Πολιτείας καί τῶν Αὐτοκρατόρων αὐτή τή φορά, τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀπασχολήσει ἐντονότατα τήν Ἐκκλησία στήν ἐποχή τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451) καί ἐπανερχόταν στό προσκήνιο μέ τή μορφή πλέον τῶν αἱρέσεων τοῦ Μονοθελητισμοῦ καί τοῦ Μονοενεργητισμοῦ.

 

(Συνεχίζεται.

Ἐν καιρῷ θά ἀκολουθήσει τό δεύτερο μέρος, ἀναφερόμενο στίς αἱρέσεις τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, τοῦ Μονοθελητισμοῦ καί τοῦ Μονοενεργητισμοῦ καί στό ἔργο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων Δ΄ καί ΣΤ΄).

 



[1] Ὁ σεβαστός Καθηγητής μας στό Ἐκκλησιαστικό Λύκειο τῆς Κορίνθου καί τελευταῖος Διευθυντής του κ. Βλάσιος Ἀνδρικόπουλος, στενός συνεργάτης τοῦ μακαριστοῦ Γεωργίου Καψάλη, μοῦ ζήτησε νά γράψω κάτι στή μνήμη του. Ἔτσι προῆλθε τό κείμενο αὐτό.

[2] Ματθ. 16,16.

[3] Ἐφεσ. 1,23.

[4] Ἀρχ. Ἰ. Πόποβιτς, Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ Οἰκουμενισμός, Βαλίεβο Σερβίας χ.χ., σ. 68.

[5] Πρβλ., «ταῦτα δέ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, καί ἵνα πιστεύοντες ζωήν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ» (Ἰω. 20,31).

[6] «Ἀνυπόστατες», ὄχι μέ τήν ἔννοια τοῦ «ἀνύπαρκτες», ἀλλά μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν ἀποτελοῦν ἰδιαίτερες - διακεκριμένες ὑποστάσεις.

[7] Περί τοῦ Μοναρχιανισμοῦ βλ. Ἀρχ. Β. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία. Ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι σήμερον, ἔκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 19784, σ 166-172, Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τ. Ι: Ἀπό τῆς Ἀποστολικῆς ἐποχῆς μέχρι τῆς Εἰκονομαχίας, Ἀθῆναι 1978, σ. 240-249.

[8] Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τ. Β΄: Ὁ τέταρτος αἰώνας (Ἀνατολή καί Δύση), Ἀθήνα 19992, σ. 114.

[9] Πρβλ. τήν ἔκφραση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, «Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ».

[10] Περί τοῦ Ἀρείου βλ. Ἀρχ. Β. Στεφανίδου, ὅ.π., σ. 172 ἑξ., Βλ. Φειδᾶ, ὅ.π., σ. 377 ἑξ., Στ. Παπαδοπούλου, ὅ.π., σ. 114-119, Π. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τ. Γ΄: Περίοδος θεολογικῆς ἀκμῆς. Δ΄καί Ε΄ αἰῶνες, ἔκδ. Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 381-391, Ἰ. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Ι, ἐν Ἀθήναις 1960, σ. 53-58, 115-120.

[11] Περισσότερα γιά τήν ἔννοια τῶν ὅρων «οὐσία», «φύσις», «ὑπόστασις» καί «πρόσωπον» βλ. στό Πρωτ. Σ. Ἀθανασούλια, «Οἱ θεολογικοί ὅροι τῆς διατυπώσεως του Τριαδικοῦ δόγματος», http://sathanasoulias.blogspot.com/2012/11/blog-post_10.html

[12] Ἰω. Ζηζιούλα (Μητρ. Περγάμου), «Ἀπό τό προσωπεῖον εἰς τό πρόσωπον. Ἡ συμβολή τῆς πατερικῆς θεολογίας εἰς τήν ἔννοιαν τοῦ προσώπου», Χαριστήρια εἰς τιμήν τοῦ Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 292-293.

[13] Περί τοῦ Εὐνομίου βλ. Στ. Παπαδοπούλου, ὅ.π., σ. 579-584, Π. Χρήστου, ὅ.π., σ. 427-431. Γενικότερα περί Εὐνομίου βλ. Γ. Μαρτζέλου, Οὐσία καί ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ κατά τόν Μέγαν Βασίλειον. Συμβολή εἰς τήν ἱστορικοδογματικήν διερεύνησιν τῆς περί οὐσίας καί ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔκδ. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 27 ἑξ., 76 ἑξ., 126 ἑξ., 149 ἑξ., 179 ἑξ., Πρωτ. Ἰω. Ρωμανίδου, «Μέγας Βασίλειος καί Γρηγόριος Νύσσης κατά Ενομίου καί τά κοινά καί κοινώνητα τς γίας Τριάδος», Θεολογία, τ. 67 (1996), σ. 663-695.

[14] Πρωτ. Σ. Ἀθανασούλια, ὅ.π.

[15] Μ. Ἀθανασίου, Πρός Ἀντιοχεῖς Τόμος, PG, 26, 801.

[16] Ἰω. Καρμίρη, ὅ.π., σ. 71, Στ. Παπαδοπούλου, ὅ.π., σ. 534.

[17] Περί τοῦ Ἀπολλιναρίου βλ. Στ. Παπαδοπούλου, ὅ.π., σ. 530-547, Ἰω. Καρμίρη, ὅ.π., σ. 70-71,  Γ. Καψάλη, Ὁ διάλογος τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ μέ τόν Πατριάρχη Πύρρο, ἐκδ. Ἐλίκρανον, Ἀθήνα 2017, σ. 29-30, Ἀ. Θεοδώρου, Ἡ ἐπίδρασις τῆς ἑλληνικῆς σκέψεως ἐπί τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν τῆς Ἀλεξανδρείας καί Ἀντιοχείας, ἔκδ. Πανεπιστήμιον Ἀθηνῶν, Ἀθῆναι 1983, σ. 301-305.

[18] «Ψυχή τοίνυν ἐστίν οὐσία ... οὐχ ἕτερον ἔχουσα παρ’ ἑαυτήν τόν νοῦν, ἀλλά μέρος αὐτῆς τό καθαρώτατον (ὥσπερ γάρ ὀφθαλμός ἐν σώματι, οὕτως ἐν ψυχῇ νοῦς)» (Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, κστ΄, PG, 94, 924).

[19] «Τί δε τό πταῖσαν καί πρωτοπαθῆσαν, εἰμή ὁ νοῦς καί ἡ τούτου λογική ὄρεξις, τουτέστιν ἡ θέλησις; Τοῦτο οὖν ἔχρηζε τῆς θεραπείας» (Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Περί τῶν ἐν Χριστῷ δύο θελημάτων, 44, PG, 95, 184).

[20] Γρ. Θεολόγου, Ἐπιστ. ρα΄ Πρός Κληδόνιον, PG, 37, 181.

[21] Κατά τή Συνοδική Ἐπιστολή τοῦ 382, ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος καταδίκασε τίς αἱρετικές ἀντιλήψεις τῶν Ἀρείου, Ἀετίου, Εὐνομίου, Σαβελλίου, Φωτεινοῦ, Μαρκέλλου, Παύλου Σαμοσατέως, Μακεδονίου καί Ἀπολλιναρίου (Πρωτ. Ἰω. Ρωμανίδου, Κείμενα Δογματικῆς καί Συμβολικῆς Θεολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Β΄. ἔκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 20004, σ. 13).

[22] Ἀ. Θεοδώρου, ὅ.π., σ. 273, Μητρ. Νικοπόλεως Μελετίου, Ἡ Πέμπτη Οἰκουμενική Σύνοδος. Εἰσαγωγή, Πρακτικά, Σχόλια, Ἀθῆναι 1985, σ. 35.

[23] Μητρ. Νικοπόλεως Μελετίου, ὅ.π., σ. 26.

[24] Βλ. Φειδᾶ, ὅ.π, σ. 245.

[25] Περί τοῦ Διοδώρου Ταρσοῦ βλ. Ἀ. Θεοδώρου, ὅ.π. σ. 305-307, Στ. Παπαδοπούλου, ὅ.π., σ. 556-577, Π. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τ. Δ΄: Περίοδος θεολογικῆς ἀκμῆς. Δ΄καί Ε΄ αἰῶνες, ἔκδ. Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 398-405.

[26] Περί τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας βλ. Μητρ. Νικοπόλεως Μελετίου, ὅ.π., σ. 35 ἑξ., Ἀ. Θεοδώρου, ὅ.π. σ. 307-314, Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τ. Γ: Ὁ πέμπτος αἰώνας (Ἀνατολή καί Δύση), ἔκδ. Γρηγόρης, Ἀθήνα 2010, σ. 260-300.

[27] Κατά τούς Πατέρες, ἡ ἀρχή αὐτή («κατά φύσιν» σημαίνει «κατ’ ἀνάγκην») δέν ἰσχύει ἀπόλυτα, γι’ αὐτό στόν Θεό, ἀλλά καί στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δέν ὑπάρχει τίποτε «ἠναγκασμένον». Ἔτσι, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό, «εἰ γάρ καί νόμῳ φύσεως ἐγίνετο τά γινόμενα (ἐπί τοῦ Χριστοῦ), ἀλλ’ οὐ καθ’ ἡμᾶς ἠναγκασμένως. Ἐκουσίως γάρ τά φυσικά θέλων κατεδέξατο» (ὅ.π. ξζ΄, PG, 94, 1089). «Οὐδέν γάρ ἠναγκασμένον ἐπ’ αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ) θεωρεῖται, ἀλλά πάντα ἑκούσια» (ὅ.π. ξδ΄, PG, 94, 1084). Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά ὅλες τίς ἄλλες φιλοσοφικές ἀρχές, πού χρησιμοποιοῦσαν οἱ Νεστοριανοί καί ἄλλοι αἱρετικοί. Ὅ,τι ἰσχύει γιά τήν κτιστή φύση δέν ἰσχύει κατ’ ἀνάγκην καί γιά τή θεία καί ἄκτιστη φύση, γιατί μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου δέν ὑπάρχει καμία ὁμοιότητα.

[28] Προφανῶς, αὐτό δέν κατόρθωσε νά τό ἀποφύγει, τελικά, οὔτε ὁ Θεόδωρος, ἀφοῦ ἐκεῖ καταλήγει ἀναγκαστικά καί τό δικό του θεολογικό σύστημα.

[29] Μητρ. Νικοπόλεως Μελετίου, ὅ.π., σ. 38.

[30] Στό ἴδιο, σ. 39.

[31] Στό ἴδιο, σ. 40.

[32] Φιλιπ. 2,7.

[33] Ἰω. 1,14.

[34] Ὅπως εἴδαμε, γιά «κατ’ ἐνέργειαν» ἤ «κατά βούλησιν» ἤ κατ’ εὐδοκίαν» ἕνωση ἔκανε λόγο καί ὁ Παῦλος Σαμοσατεύς, μέ τή διαφορά ὅτι ἐκεῖνος πίστευε ὅτι ὁ Λόγος εἶναι ἐνέργεια τοῦ Πατρός, ἐνῶ ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας πίστευε ὀρθά ὅτι ὁ Λόγος εἶναι ἰδιαίτερη ἄκτιστη ὑπόσταση καί ἔχει ἄκτιστη θεία ἐνέργεια.

[35] Ὅπως εἶναι γνωστό, «κοινοποίηση» ἤ «ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων» εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική διδασκαλία, κατά τήν ὁποία, λόγω τῆς «ὑποστατικῆς» ἤ τῆς «καθ’ ὑπόστασιν» ἑνώσεως τῶν δύο «ἐν Χριστῷ» φύσεων, ἰδιότητες ἤ χαρακτηρισμοί τῆς θείας φύσεως μποροῦν νά ἀποδίδονται στήν ἀνθρώπινη καί τό ἀντίστροφο. Ἡ ἀκριβέστερη διατύπωση τῆς ἀλήθειας αὐτῆς ὑπάρχει στόν Τόμο τοῦ ἁγίου Λέοντος Πάπα Ρώμης (400-461), ὡς ἑξῆς: «ἐνεργεῖ ἑκατέρα μορφή (=φύσις) μετά τῆς θατέρου κοινωνίας, ὅπερ ἴδιον ἔσχηκεν» (Ἰ. Καρμίρη, ὅ.π., σ. 164). Κατ’ ἐξοχήν δέ συνέπεια τῆς «ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων» εἶναι τό γεγονός ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία ἀποκαλεῖται καί εἶναι («ὄντως», «ἀληθῶς» καί «κυρίως») «Θεοτόκος».

[36] «Ἐν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας ἐν ἡμέραις Ἡρῴδου τοῦ βασιλέως» (Ματθ. 2,1).

[37] Μητρ. Νικοπόλεως Μελετίου, ὅ.π., σ. 41.

[38] «Εἴ τις οὐ Θεοτόκον τήν ἁγίαν Μαρίαν ὑπολαμβάνει, χωρίς ἐστί τῆς θεότητος» (Ἐπιστ. ρα΄, Πρός Κληδόνιον, PG, 37, 177). Ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἤδη χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο (Περί Σαρκώσεως τοῦ Κυρίου κατά Ἀπολλιναρίου, Λόγος Α΄, 12, PG, 26, 1113).

[39] Ἰω. Καρμίρη, ὅ.π., σ. 135.

[40] Στό ἴδιο, σ. 136.

[41] Στό ἴδιο, σ. 136. Περισσότερα περί τοῦ Νεστορίου βλ. Ἀ. Θεοδώρου, ὅ.π., σ. 314-318, Π. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τ. Δ΄: Περίοδος θεολογικῆς ἀκμῆς. Δ΄καί Ε΄ αἰῶνες, ἔκδ. Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 434-441, Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τ. Γ: Ὁ πέμπτος αἰώνας (Ἀνατολή καί Δύση), ἔκδ. Γρηγόρης, Ἀθήνα 2010, σ. 651-676.

[42] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἐπιστ. IV, Πρός Νεστόριον Β΄, PG, 77, 45.

[43] Στό ἴδιο, PG, 77, 45.

[44] Στό ἴδιο, PG, 77, 48.

[45] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἐπιστ. XVII, Πρός Νεστόριον Γ΄, PG, 77, 113.

[46] Στό ἴδιο, PG, 77, 120-121.

[47] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἐπιστ. XXXIX, Πρός Ἰωάννην Ἀντιοχείας, PG, 77, 176-177.

[48] Ἰωάννου Ἀντιοχείας, Ἐπιστ. Πρός Νεστόριον, Ed. Schwartz, Acta Conciliorum Oecvmenicorum, τ. 1,1,1, Berlin - Lipsiae 1927, σ. 93-96.

[49] Μητρ. Νικοπόλεως Μελετίου, ὅ.π., σ. 54-55.

[50] Πράξη ἕκτη τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Πρακτικά τῶν Ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τ. Β΄, ἔκδ. Καλύβης Τιμίου Προδρόμου Ἱ. Σκήτης Ἁγ. Ἄννης, Ἅγ. Ὄρος 1982, σ. 185 κ.ἄ.

[51] Στό ἴδιο, σ. 174-176.

[52] Περί τοῦ Θεοδωρήτου βλ. Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τ. Γ΄: Ὁ πέμπτος αἰώνας (Ἀνατολή καί Δύση), ἔκδ. Γρηγόρης, Ἀθήνα 2010, σ. 729-779, Μητρ. Νικοπόλεως Μελετίου, ὅ.π., σ.  65-67, 70-72 κ.ἄ., R. Janin, «Θεοδώρητος», ΘΗΕ. τ. 6, στ. 191-192, Π. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τ. Δ΄: Περίοδος θεολογικῆς ἀκμῆς. Δ΄καί Ε΄ αἰῶνες, ἔκδ. Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 447-463.

[53] Ἐκτενής δογματική ἐπιστολή τοῦ ἁγίου Λέοντος Πάπα Ρώμης (440-461), ἡ ὁποία ἐπικυρώθηκε ἀπό τήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο (451) καί καταχωρήθηκε στά Πρακτικά της. Τό κείμενο τοῦ Τόμου στό Ἰω. Καρμίρη, ὅ.π., σ. 162-166.

[54] Γιά τήν Ὀρθόδοξη ὁμολογία του ἐνώπιον τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὁ Θεοδώρητος Κύρου ἀποκαλεῖται «ὁ μακάριος Θεοδώρητος» ἀπό τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη (Πηδάλιον, ἔκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 1982, σ. 184), ἡ δέ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τόν ἀποκαλεῖ «ὀρθόδοξον» καί «ὀρθόδοξον διδάσκαλον» μετά τήν ὁμολογία του (Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τ. Γ΄: Ὁ πέμπτος αἰώνας (Ἀνατολή καί Δύση), ἔκδ. Γρηγόρης, Ἀθήνα 2010, σ. 752).

[55] Περί τοῦ Ἴβα βλ. Μητρ. Νικοπόλεως Μελετίου, ὅ.π., σ. 56-57, 62-63, 67-69, 72-73, Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τ. Γ΄: Ὁ πέμπτος αἰώνας (Ἀνατολή καί Δύση), ἔκδ. Γρηγόρης, Ἀθήνα 2010, σ. 684-685.

[56] Μητρ. Νικοπόλεως Μελετίου, ὅ.π., σ. 96-97.

[57] Βλ. Φειδᾶ, ὅ.π., σ. 664 ἑξ.

[58] Ἐπίσης, ἀντιμετώπισε τό ζήτημα Ὠριγενιστικῶν ἐρίδων, ἐκδίδοντας δεκαπέντε Κανόνες (Ἀναθεματισμούς) κατά τοῦ Ὠριγένη (185-254). Βλ. Μητρ. Νικοπόλεως Μελετίου, ὅ.π., σ. 611 ἑξ., Ἰω. Καρμίρη, ὅ.π., σ. 198-200.

[59] Μητρ. Νικοπόλεως Μελετίου, ὅ.π., σ. 109.

[60] Βλ. τό κείμενο τοῦ Ὅρου Πίστεως τῆς Συνόδου σέ Μητρ. Νικοπόλεως Μελετίου, ὅ.π., σ. 568-595, Ἰω. Καρμίρη, ὅ.π., σ. 185-197.

[61] Μητρ. Νικοπόλεως Μελετίου, ὅ.π., σ. 129-130.

1 σχόλιο:

  1. Καλύτερο μνημόσυνο δεν έχει ματαγίνει Πατέρα Σωτήριε ,ευχαριστώ τα μέγιστα. Ο ΘΕΟΣ να σ ευλογεί.!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή