Διάγραμμα – Περίληψη
Θέματος ΙΑ' τοῦ Θεολογικοῦ
Προγράμματος «Ὀρθοδοξία
καί Ζωή»
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου Η΄, ἔτους 2013-2014.
Τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου καί ἡ Ἀνάστασις: Ἡ Ἀνάστασις τοῦ
Κυρίου ὡς κορυφαία τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἑορτῶν. Τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὡς κέντρο
τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου: Ἀρχή (Δημιουργία), μέσον (Ἐνανθρώπησις) καί τέλος
(Κρίσις). Ἡ πίστις στόν Χριστό (ὡς «Υἱό τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος»), ὡς θεμέλιο τῆς
Ἐκκλησίας. Ἡ Ἀνάστασις ἀποκαλύπτει καί ἐπισφραγίζει τήν «ταυτότητα» (θεότητα)
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πίστις στόν Χριστό = πίστις στήν Ἀνάσταση = πίστις στήν
θεότητα τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ ἀνθρωπολογικές προϋποθέσεις τῆς Ἐνσαρκώσεως: Τό Μυστήριον τῆς Ἐνανθρωπήσεως
(«τό μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριον»): Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος. Τί ἐστί ἄνθρωπος; Σῶμα
+ ψυχή. Τό σῶμα ὡς τό ζωϊκόν μέρος τοῦ ἀνθρώπου: Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρωταρχικά
«ζῶον». Μέρος τοῦ ζώου εἶναι ἡ κοινή καί στά φυτά ζωή («ζῶον» = ζωή + κίνησις,
μετάβασις ἀπό τόπο σέ τόπο) καί ἡ ἀνόργανη ὕλη. Διά τοῦ σώματος ὁ ἄνθρωπος
«κοινωνεῖ»: α) μετά ζῶα, β) μέ τά φυτά καί γ) μέ τήν ἀνόργανη ὕλη (τά ὑλικά
στοιχεῖα τοῦ κόσμου). Ὁ «λόγος» ὡς μέρος τῆς ψυχῆς. Ὁ ἄνθρωπος ὡς «ζῶον λόγον
ἔχον». Ὁ «λόγος» στήν ἀρχαία ἑλληνική παράδοση, ὡς εὐρύτατη ἔννοια, καί ἡ
ταύτισή του μέ τήν «ratio» (στενῶς νοούμενη νόηση) στή δυτική σχολαστική παράδοση.
Ἡ διάκριση μεταξύ «νοῦ» καί «λόγου» (νόησης) στήν Ὀρθόδοξη Πατερική Παράδοση.
Διά τοῦ «λόγου» (νόησης) ὁ ἄνθρωπος «κοινωνεῖ», ἐπίσης, μέ τά ζῶα: Κατά τίς
σύγχρονες ἀντιλήψεις, τά ζῶα δέν εἶναι «ἄλογα», ἀλλά ἔχουν λογική (νόηση),
προφανῶς σέ μικρότερο βαθμό ἀπ’ ὅ,τι ὁ ἄνθρωπος. Κατά τή Βιβλική Παράδοση, τά
ζῶα ἔχουν ἕνα εἶδος «ψυχῆς» (θνητῆς). Κατά τήν Πατερική Παράδοση, ἡ διαφορά τοῦ
ἀνθρώπου ἀπό τά ζῶα δέν ἔγκειται στή νόηση, ἀλλά στό «κατ’ εἰκόνα», τοῦ ὁποίου
βασικά στοιχεῖα εἶναι τό «νοερόν» (≠«λογικόν») καί τό «αὐτεξούσιον». Ὁ ἄνθρωπος
διά τοῦ «νοῦ» (≠«λόγου») «κοινωνεῖ» μέ τίς «νοερές» (ἀγγελικές) Δυνάμεις. Ὁ ἄνθρωπος
ὡς «μικρόκοσμος»: συμπεριλαμβάνει ἐντός του τά πάντα, τόν ὁρατό καί ἀόρατο
κόσμο.
Οἱ συνέπειες τῆς Ἐνσαρκώσεως: Ἡ θνητότητα τοῦ
κόσμου εἶναι στοιχεῖο τῆς κτιστότητάς του: «Πᾶν τό ἀρξάμενον, τελευτᾶ κατά
φύσιν» (Ἰω. Δαμασκηνός). Θεολογικῶς, ἡ «σωτηρία» (διατήρηση στήν ὕπαρξη)
ἐξαρτᾶται ἀπολύτως ἀπό τή σχέση μέ τόν Θεό. Ἡ πτώση διετάραξε τίς σχέσεις τοῦ
ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου μέ τόν Θεό. Ὁ Θεός ἀποφασίζει νά γίνει ἄνθρωπος, ὄχι
μόνο γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί «ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καί
σωτηρίας». Στήν ἀνθρώπινη φύση Του προσλαμβάνει (καί σώζει) ὁλόκληρο τόν ὁρατό
καί ἀόρατο κόσμο, ἀκόμη καί τήν ἀνόργανη ὕλη, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι
«μικρόκοσμος» καί συμπεριλαμβάνει ἐντός του τά πάντα. Οἱ Πατέρες ἀποκαλοῦν αὐτό
τό γεγονός «ἀνακεφαλαίωση τῶν πάντων ἐν Χριστῷ». Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶχε τή Δόξα
Του πρό καταβολῆς κόσμου («πρό τοῦ τόν κόσμον εἶναι», Ἰω. 17,5). Μέ τήν Ἐνσάρκωση,
ἡ Δόξα αὐτή μεταβιβάζεται καί στήν ἀνθρώπινη φύση Του. Ἡ δεδοξασμένη ἀνθρώπινη
φύση τοῦ Χριστοῦ καθίσταται ἀπαρχή ἑνός νέου κόσμου, μιᾶς νέας πραγματικότητας:
τῆς Ἐκκλησίας. Σκοπός τῆς Ἐνσαρκώσεως εἶναι νά μεταβληθεῖ ἡ δημιουργία ἀπό
«κόσμος» (μέ τήν ἀρνητική ἔννοια) σέ Ἐκκλησία. Ἡ σωτηρία, πού πηγάζει ἀπό τό
γεγονός τῆς Ἐνσαρκώσεως, οἰκοιοῦται (ἐλευθέρως) διά τοῦ ἐγκεντρισμοῦ στήν
δεδοξασμένη ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται μέ τά Μυστήρια
τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἐν Χριστῷ ὁ μέν ἄνθρωπος δοξάζεται (μετέχει
στή Δόξα τοῦ Χριστοῦ), ἡ δέ κτίση ἀφθαρτοποιεῖται ἐσχατολογικά, δηλ. ἀναμένει
τήν ἀπελευθέρωσή της ἀπό τήν φθορά: «καί αὐτή ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπό τῆς
δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ.
8,21).
Ὁ Κύριος ὡς «ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων»: Μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ
Χριστοῦ καταργεῖται ὁ μέγιστος ἐχθρός τοῦ ἀνθρώτου, ὁ θάνατος, καθώς καί «ὁ ἔχων
τό κράτος τοῦ θανάτου», ὁ διάβολος. Ἡ Ἀνάσταση εἶναι γεγονός μέ ἀνθρωπολογικές
συνέπειες: Ὁ Κύριος ἀνέστη, ὄχι γιά τόν Ἑαυτό Του, ἀλλά ὡς «ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων»,
δηλ. ὡς πρῶτος ἑνός πλήθους ἀνθρώπων, πού ἀνίστανται ἤ πρόκειται νά ἀναστηθοῦν.
Ἡ Ἀνάσταση ἔχει διπλό χαρακτῆρα, ὅπως καί ὁ θάνατος. «Πρῶτος θάνατος» (καί
σπουδαιότερος) εἶναι ὁ πνευματικός, δηλ. ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό, τήν πηγή
τῆς ζωῆς. «Δεύτερος θάνατος» εἶναι ὁ σωματικός, δηλ. ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό
τό σῶμα, πού εἶναι ἀποτέλεσμα καί ἐπακόλουθο τοῦ πνευτματικοῦ θανάτου. Κατά τόν
ἴδιο τρόπο, «πρώτη ἀνάστασις» εἶναι ἡ πνευματική, ἡ ἐπανένωση μέ τόν Θεό καί
«δευτέρα ἀνάστασίς» εἶναι ἡ σωματική. Ὅσοι ἀκολουθοῦν τόν Ἀναστάντα Χριστό,
μετέχουν στήν «πρώτη ἀνάσταση» ἀπό τώρα καί κάποιοι λαμβάνουν τά ἐχέγκυα τῆς
«δεύτερης ἀνάστασης», ἡ ὁποία θά γίνει πρό τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ
(ἄφθαρτα λείψανα τῶν Ἁγίων). Ὡστόσο, στή «δεύτερη ἀνάσταση» θά μετέχουν ὅλοι,
δίκαιοι καί ἁμαρτωλοί. Ὅπως στόν Ἀδάμ πρῶτα συνέβη ὁ πνευματικός θάνατος καί
ἀργότερα ὁ σωματικός, ἔτσι καί στό γεγονός τῆς σωτηρίας πρῶτα συμβαίνει ἡ
πνευματική ἀνάστασις καί ἀργότερα ἡ σωματική. Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ δέν
ἐνεργεῖ καταναγκαστικά ἐπί τοῦ ἀνθρώπου: μόνο ὅποιος θέλει ἀκολουθεῖ τόν
Ἀναστάντα Χριστό καί μετέχει στό γεγονός τῆς ἀναστάσεως. Τή θεολογία τῆς
Ἀναστάσεως ἐκφράζει ἄριστα ἡ Ὀρθόδοξη Εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, ἡ ὁποία ἀναπαριστᾶ
τήν οὐσία τοῦ γεγονότος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου