ΚΑΙ Η
ΑΙΡΕΣΗ ΤΩΝ «ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ»
ΠΡΩΤ.
ΣΩΤΗΡΙΟΥ
Ο. ΑΘΑΝΑΣΟΥΛΙΑ
Εἰσήγηση
στήν ΚΣΤ' Πανορθόδοξο
Συνδιάσκεψη Ἐντεταλμένων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν
καί Ἱερῶν Μητροπόλεων
διά θέματα αἱρέσεων καί παραθρησκείας,
Λαμία 3 - 5 Νοεμβρίου
2014.
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι
Ἀρχιερεῖς,
σεβαστοί πατέρες καί ἀγαπητοί
ἀδελφοί,
Εὐχαριστῶ θερμά τή
Συνοδική Ἐπιτροπή τῆς Ἐκκλησίας μας ἐπί τῶν Αἱρέσεων καί ἰδιαίτερα τόν σεβαστό
Γραμματέα της π. Κυριακό Τσουρό γιά τή μεγάλη τιμή νά εἶμαι κι ἐγώ μεταξύ τῶν
εἰσηγητῶν αὐτῆς τῆς Συνδιασκέψεως μέ τό πολύ σημαντικό καί ἐνδιαφέρον θέμα τῶν
ἐξωχριστιανικῶν, αἱρετικῶν καί ἀποκρυφιστικῶν θεωρήσεων τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Στά πλαίσια τοῦ γενικοῦ αὐτοῦ θέματος ἡ παροῦσα Εἰσήγηση θά ἐπιχειρήσει νά
προσεγγίσει διάφορες πλευρές τῆς διδασκαλίας γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ τῆς πιό
γνωστῆς αἵρεσης στήν Ἑλλάδα, τῆς ὀργάνωσης καί ἑταιρίας «Σκοπιά» τῶν «Μαρτύρων
τοῦ Ἰεχωβᾶ».
Ὅπως εἶναι γνωστό, τό
πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό κέντρο τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς κάθε αὐθεντικοῦ Χριστιανοῦ.
Ἀποκαλούμεθα Χριστιανοί ἐπειδή ἀκριβῶς πιστεύουμε στόν Ἰησοῦ Χριστό, εἰδικότερα
δέ, ἐπειδή πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ «ἐπί πάντων Θεός»[1], «ὁ μόνος Δεσπότης καί Κύριος»[2], ὁ Πρῶτος καί ὁ Ἔσχατος, τό Α καί τό Ω, ἡ
Ἀρχή καί τό Τέλος[3]. Ἀπό τά πρόσωπα τῆς
Ἁγίας Τριάδος, τό πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, εἶναι τό πιό οἰκεῖο σέ
μᾶς. Κατά τή διαβεβαίωση τοῦ ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ, Ἐκεῖνος εἶναι ἡ μοναδική «ὁδός»
πρός τόν Πατέρα[4], καθώς καί Ἐκεῖνος
διά τοῦ Ὁποίου λαμβάνουμε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο[5]. Κατά συνέπειαν, ὁ Χριστός εἶναι ὁ μοναδικός
αἴτιος τῆς σωτηρίας μας[6]. Τό ὄνομά Του ἔχει
ὑπερυψωθεῖ πάνω ἀπό κάθε ὄνομα: «Ὁ Θεός αὐτόν ὑπερύψωσε καί ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα
τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι ᾿Ιησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων
καί καταχθονίων, καί πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστός εἰς
δόξαν Θεοῦ πατρός»[7].
Δυστυχῶς, αὐτή ἡ
κεντρική θέση τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, θέση βαθύτατα
Βιβλική, δέν ὑπάρχει στό αἱρετικό σύστημα τῶν «Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ». Ἄλλα
ζητήματα κατέχουν κεντρικότερη θέση καί θεωροῦνται πιό σημαντικά ἤ πιό
ἐνδιαφέροντα: τό λεγόμενο «ἐπίμαχο ζήτημα», ἡ «δικαίωση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ»,
ἡ σφαγή στόν Ἀρμαγεδῶνα κ.λπ. Αὐτό ἀκριβῶς τό γεγονός, τό ὅτι ἀλήθεια γιά τό
πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ δέν κατέχει τή θέση πού πρέπει στό σύστημα τῆς
διδασκαλίας τῶν «Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ», συνιστᾶ μιά πρώτη καί βασική ἐκτροπή τῆς
διδασκαλίας τῆς ὀργάνωσης ἀπό τή Βιβλική Χριστολογία[8]. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἐκτροπῆς εἶναι νά πλανᾶται
μεγάλη σύγχυση μεταξύ τῶν μελῶν της σχετικά μέ τό τί ἀκριβῶς ἦταν καί εἶναι ὁ
Χριστός. Ἔτσι, τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἄλλοτε ταυτίζεται μέ ἐκεῖνο τοῦ Ἀρχαγγέλου
Μιχαήλ, ἄλλοτε θεωρεῖται ὡς ἰσοδύναμο τοῦ πρώτου Ἀδάμ ἤ τοῦ τέλειου ἀνθρώπου
καί ἄλλοτε ἐκλαμβάνεται ὡς «θεός» μέ τή σχετική ἔννοια ἑνός «κατά χάριν» θεοποιημένου
ὄντος, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια. Κοινό στοιχεῖο ὅλων αὐτῶν τῶν ἀντιλήψεων
εἶναι ὅτι ὅλες, χωρίς καμία ἐξαίρεση, παρεκκλίνουν πλήρως ἀπό τή Βιβλική
Χριστολογία καί ἀπό τήν ἀλήθεια πού πιστεύει καί κηρύττει ἡ Ἐκκλησία διαχρονικά[9]. Ἡ ἀλήθεια αὐτή δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τή
διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου ὅτι ὁ Ἴδιος καί ὁ Πατήρ Του εἶναι «ἕν»[10].
Ἀπό ποῦ προέρχεται,
ὅμως, ἡ σύγχυση τῶν «Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ» γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ; Προέρχεται,
βέβαια, ἀπό πολλές αἰτίες. Μεταξύ αὐτῶν ἀπό τό γενονός ὅτι στήν Ἁγία Γραφή
ὑπάρχουν «φωναί», δηλαδή ὅροι καί ἐκφράσεις, μέ τίς ὁποῖες ὁ Χριστός ἄλλοτε περιγράφεται
ὡς μικρότερος τοῦ Πατρός, ἄλλοτε ὡς ἄνθρωπος καί ἄλλοτε ὡς δοῦλος[11]. Οἱ ὅροι καί οἱ ἐκφράσεις αὐτές σκοπό ἔχουν νά
μᾶς εἰσάγουν στό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ γιά τή
σωτηρία τοῦ κόσμου, μυστήριο «χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον, φανερωθέν δέ νῦν»,
κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο[12]. Ὅμως, τό μυστήριο αὐτό εἶναι οὐσιαστικά ἄγνωστο
γιά τούς «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ»[13]. Ὁ χαρακτῆρας του, ὅπως θά δοῦμε,
διαστρέφεται τραγικά. Ἄν, ὅπως πιστεύουμε, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας
Τριάδος, ὁ ὁμοούσιος Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ
καί ἔγινε «τέλειος ἄνθρωπος» γιά τή σωτηρία μας, παραμένοντας ταυτοχρόνως «ὁ
αὐτός»[14] καί «τέλειος Θεός»,
τότε ὑπάρχουν Βιβλικές ἐκφράσεις («φωναί»), πού ἀναφέρονται στή θεία φύση τοῦ
Χριστοῦ, καί Βιβλικές ἐκφράσεις, πού ἀναφέρονται στήν ἀνθρώπινη φύση Του, μέ
τήν προϋπόθεση, βέβαια, ὅτι καί τά δύο εἴδη ἐκφράσεων ἀποδίδονται στό ἕνα καί
μοναδικό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ[15]. Γιά νά γίνουν, ὅμως, αὐτά κατανοητά, πρέπει
νά ὑπάρχει ἕνα ἰσχυρό θεολογικό ὑπόβαθρο, πού προϋποθέτει τήν ἐμπειρική βίωση
τῆς περί τοῦ Χριστοῦ ἀληθείας ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, κάτι πού δέν συμβαίνει,
προφανῶς, στίς αἱρέσεις. Εἶναι δέ αὐτονόητο, ὅτι οἱ ἀντιλήψεις τῶν «Μαρτύρων
τοῦ Ἰεχωβᾶ» δέν συνιστοῦν Θεολογία, ἀλλά «τεχνολογία», δηλαδή συρραφή λέξεων
καί ἐκφράσεων ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἀποκομμένων ἀπό τό φυσικό τους πλαίσιο.
Ὡστόσο, ἡ κατανόηση αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ σημείου ἀκυρώνει ὁλόκληρη τήν
ἐπιχειρηματολογία τῆς αἵρεσης ἐναντίον τῆς θεότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
* *
*
Ἄς δοῦμε, ὅμως, τό
θέμα ἀναλυτικότερα. Οἱ «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ» εἶναι αἵρεση ἀντιτριαδική. Δέν δέχεται
τήν ἀλήθεια γιά τήν Ἁγία Τριάδα, χάριν μιᾶς ἁπλοποιημένης καί προσιτῆς στήν
ἀνθρώπινη λογική ἀντίληψης περί Θεοῦ. Ἡ ἑταιρία «Σκοπιά» πιστεύει ὅτι ἡ
διδασκαλία αὐτή δέν εἶναι ἁπλῶς καί μόνο πλάνη, ἀλλά καί εἰσήγηση τοῦ διαβόλου.
«Ἡ Ἁγία Γραφή ἀποδεικνύει πέραν πάσης ἀμφιβολίας ὅτι εἶναι διδασκαλία τοῦ
διαβόλου ἡ διδασκαλία περί Τριάδος», διαβάζουμε σέ παλαιότερη ἔκδοση τῆς ἑταιρίας[16]. Ἡ διδασκαλία αὐτή «τήν ὁποίαν κανείς δέν
ἠμπορεῖ νά κατανοήσει ἀτιμάζει τόν Ἰεχωβᾶ»[17]. «Ἡ δοξασία τῆς Τριάδος ἀτιμάζει τόν μόνο
ἀληθινό Θεό καί δημιουργεῖ σύγχυση στούς ἀνθρώπους στρέφοντάς τους μακριά ἀπό
ἕναν Θεό πού εἶναι γιά αὐτούς ἀκατάληπτος»[18]. «Τί εἶναι λοιπόν ἡ δοξασία τῆς Τριάδος;»,
διερωτᾶται ὁ συντάκτης κειμένου στό περιοδικό «Σκοπιά». Καί ἀπαντᾶ: «Στήν
πραγματικότητα εἶναι μία εἰδωλολατρική δοξασία μεταμφιεσμένη σέ Χριστιανική,
προωθήθηκε ἀπό τόν Σατανᾶ γιά νά ἐξαπατᾶ τούς ἀνθρώπους, νά κάνει τόν Θεό κάτι
πιό συγκεχυμένο καί μυστηριῶδες γι’ αὐτούς»[19].
Κατά συνέπειαν, ἡ
πίστη στήν Ἁγία Τριάδα δέν ὑπῆρχε στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, οὔτε ἀποτελεῖ
διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. «Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί πού εἶχαν διδαχθεῖ ἀπ’ εὐθείας
ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστόν δέν πίστευαν ὅτι ὁ Θεός εἶναι Τριάς»[20]. Πρόκειται, λοιπόν, γιά μεταγενέστερη πεπλανημένη
διδασκαλία. Σέ ἔντυπα τῆς αἵρεσης συναντοῦμε διάφορες ἀνιστόρητες καί ἀλληλοσυγκρουόμενες
ἀπόψεις, σχετικά μέ τό πότε ἐμφανίστηκε αὐτή ἡ διδασκαλία. Σέ ἔκδοση τοῦ 1968
ἐκφράζεται ἡ ἄποψη ὅτι εἰσήχθη στό «σύμβολον Πίστεως τοῦ Ἀθανασίου», τό ὁποῖο,
ὑποτίθεται, εἶναι «τοῦ ὀγδόου αἰῶνος μ.Χ. περίπου»[21]. Σέ νεότερη ἔκδοση τοῦ περιοδικοῦ «Σκοπιά»
διαβάζουμε ὅτι «κατά τόν τρίτο αἰῶνα ὁρισμένοι ἐπιφανεῖς κληρικοί, γοητευμένοι
ἀπό τήν τριαδική διδασκαλία τοῦ εἰδωλολάτρη φιλόσοφου Πλάτωνα, ἄρχισαν νά
ἀναπλάθουν τόν Θεό ἔτσι ὥστε νά ταιριάζει στό Τριαδικό πρότυπο. Στούς ἑπόμενους
αἰῶνες, αὐτό τό δόγμα ἐξύψωσε τόν Ἰησοῦ κάνοντάς τον ἴσο μέ τόν Ἰεχωβᾶ»[22].
Γενικά, οἱ «Μάρτυρες
τοῦ Ἰεχωβᾶ» πιστεύουν ὅτι ἡ διδασκαλία γιά τήν Ἁγία Τριάδα ἐμφανίστηκε περίπου τόν
τέταρτο αἰῶνα, κατ’ ἐξοχήν δέ πεύθυνοι γιά τήν ἐπικράτησή της εἶναι ὁ Μέγας
Ἀθανάσιος (295-373), ὁ ὁποῖος τή διατύπωσε θεωρητικά, καί ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος
(272-337), ὁ ὁποῖος τήν ἐπέβαλε μέ τήν ἰσχύ τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας. Τήν ἴδια
περίπου ἐποχή ἤ καί ἀκόμη ἐνωρύτερα, μετά τήν κοίμηση τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, πιστεύουν
ὅτι συνέβη ἡ ἀποστασία τῆς Ἐκκλησίας, ἄλλη φοβερά αἱρετική δοξασία τῆς ἑταιρίας
«Σκοπιά». Κατά τούς ἰσχυρισμούς της, «ἡ πρώτη Ἐκκλησία ἀπεστάτησε καί ἐπλανήθη
ἀπό τόν Διάβολο, ἔγινε μέρος τῆς ὀργανώσεώς του»[23]. Τώρα ἡ ἐκπεσοῦσα Ἐκκλησία ἀνήκει πλέον στό
κράτος τοῦ διαβόλου. Στά ἔντυπα τῆς αἵρεσης συναντοῦμε σκληρές ἐκφράσεις γιά
τήν Ἐκκλησία. Ἀποκαλεῖται «πόρνη ἡ μεγάλη», «Βαβυλῶνα», «γόνος τοῦ Σατανᾶ»,
«κατοικητήριο δαιμόνων», οἱ δέ κληρικοί της θεωροῦνται ὡς «ὁ ὁρατός σύνδεσμος
μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ἀοράτων δαιμόνων»[24]. Κατά συνέπειαν, γιά πολλούς αἰῶνες αὐθεντική
Ἐκκλησία δέν ὑπῆρχε. Ἐπανεμφανίσθηκε μετά τή μακραίωνη ἀπουσία της, τό 1884, ὅταν
ἱδρύθηκε ἡ ἑταιρία «Σκοπιά», ἡ ὁποία, ὑποτίθεται, τήν ὑποκαθιστᾶ.
* *
*
Εἶναι φανερό, ὅτι ἄν
νοσεῖ ἡ περί Θεοῦ ἀντίληψη κάποιου ἤ κάποιας ὁμάδος, νοσεῖ ἀναγκαστικά καί ἡ
περί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀντίληψή τους. Ἄν ἡ ἀλήθεια γιά τήν Ἁγία Τριάδα δέν
γίνεται ἀποδεκτή, τότε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ὁ «εἷς τῆς Τριάδος»,
ὁ Ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος γιά τή σωτηρία μας, ἀλλά ἀνήκει ἀναγκαστικά στά
κτίσματα, ἔστω καί ἄν εἶναι τό πρῶτο καί τελειότερο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως
ἰσχυριζόταν παλαιότερα ὁ γνωστός αἱρετικός Ἄρειος (260-336 μ.Χ.). Πράγματι, ἡ
διδασκαλία τῆς ἑταιρίας «Σκοπιά» γιά τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ
ἐπανέκδοση ἤ ἐπανεμφάνιση τοῦ Ἀρειανισμοῦ τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, μέ ἐπιχειρηματολογία,
μάλιστα, πού ὑστερεῖ κατά πολύ ἐκείνης τοῦ ἀρχαίου Ἀρειανισμοῦ. Τό πρόσωπο τοῦ
αἱρεσιάρχη Ἀρείου εἶναι ἰδιαίτερα συμπαθές σέ ὅσους ἀπό τούς «Μάρτυρες τοῦ
Ἰεχωβᾶ» τό γνωρίζουν. Ἔτσι, στήν ἀγγλική ἔκδοση τοῦ Ζ' τόμου τῶν «Γραφικῶν
Μελετῶν» τοῦ Καρόλου Ρῶσσελ (1852-1916) τοῦ ἔτους 1918, ὁ συγγραφέας τοῦ τόμου
καί ἱδρυτής τῆς αἵρεσης εἰκονίζεται δίπλα στόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη, στόν
ἀπόστολο Παῦλο, ἀλλά καί στόν Ἄρειο, σέ ἔνδειξη, προφανῶς, τῆς συγγένειας τῶν
ἀπόψεών του μέ ἐκεῖνες τοῦ αἱρεσιάρχη τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας[25].
Τί εἶναι, λοιπόν, ὁ
Υἱός τοῦ Θεοῦ γιά τούς «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ»; Τό βέβαιο εἶναι ὅτι πρόκειται γιά
πρόσωπο, τό ὁποῖο οὔτε ταυτίζεται, οὔτε συγκρίνεται, οὔτε ὁμοιάζει, οὔτε ἔχει
τήν ἴδια οὐσία μέ τόν Ἰεχωβᾶ. Οἱ ὁπαδοί τῆς ἑταιρίας «Σκοπιά» οὔτε κἄν
ὑποπτεύονται ὅτι ὁ ἐμφανιζόμενος στήν Παλαιά Διαθήκη ὡς «Ἰεχωβᾶ», ἤ ὀρθότερα ὡς
«Γιαχβέ», καί ὁ ἐμφανιζόμενος στήν Καινή Διαθήκη ὡς «υἱός τοῦ Θεοῦ» καί «υἱός
τοῦ ἀνθρώπου» εἶναι ἕνα καί τό αὐτό πρόσωπο, ὅπως ἑρμηνεύει τά Βιβλικά γεγονότα
ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση. Πρόκειται γιά τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τόν
Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος στήν μέν Παλαιά Διαθήκη ἐμφανίζεται ὡς ἄσαρκος Λόγος ἤ
ὡς «Ἄγγελος Κυρίου», στή δέ Καινή ἐμφανίζεται ὡς Λόγος σεσαρκωμένος, δηλαδή μέ
τήν ἀνθρώπινη φύση Του. Εἰδικότερα, ὁ ἐμφανιζόμενος σέ ὁρισμένες περιπτώσεις
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «Ἄγγελος Κυρίου» δέν εἶναι ἕνας ἀπό τούς κτιστούς Ἀγγέλους
τοῦ Θεοῦ, ἀλλά εἶναι ὁ ἕνας, μοναδικός καί ἄκτιστος Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος, ὁ
Ὁποῖος στό βιβλίο τοῦ Ἡσαΐου ἀποκαλεῖται «Θεός ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων
εἰρήνης, πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος»[26], ὅπως εἶναι γνωστό. Αὐτός, εἰδικά, ὁ Ἄγγελος σέ
κάποιες περιπτώσεις ἀποκαλεῖται καί «Γιαχβέ»[27]. Αὐτός εἶναι ὁ ἐμφανιζόμενος Θεός στήν Παλαιά
Διαθήκη καί αὐτός εἶναι ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος μετέπειτα «ἐπί τῆς γῆς ὤφθη καί ἐν τοῖς
ἀνθρώποις συνανεστράφη», κατά τή μαρτυρία τῶν ἱερῶν κειμένων[28].
Σέ ἀντίθεση μέ τά
παραπάνω, οἱ «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ» πιστεύουν ὅτι ὁ ἐμφανιζόμενος στή Βίβλο Θεός
εἶναι ὁ Θεός Πατήρ, δηλαδή τό πρόσωπο ἐκεῖνο τό Ὁποῖο ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλοῦσε
Πατέρα Του. Ἔτσι, ὅμως, δημιουργοῦνται τεράστια ἑρμηνευτικά προβλήματα, καί
ἰδιαίτερα παραμένει σκοτεινό καί ἀνερμήνευτο τό χωρίο, στό ὁποῖο κατ’ ἐξοχήν
στηρίζουν τίς ἀντιλήψεις τους γιά τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται γιά τούς στίχους
13-15, τοῦ 3ου κεφαλαίου τῆς Ἐξόδου, ὅπου ὁ Θεός ἀποκαλύπτει, ὅπως πιστεύουν,
τό ἕνα καί μοναδικό ὄνομά Του. Σύμφωνα μέ τό κείμενο, ὁ Μωϋσῆς πλησιάζει μιά
φλεγόμενη, ἀλλά μή καιόμενη βάτο. Ἐκεῖ τοῦ ἐμφανίζεται «Ἄγγελος Κυρίου»[29], ὁ Ὁποῖος στή συνέχεια ἀποκαλεῖται στό ἱερό κείμενο
«Κύριος»[30] καί ὁ Ὁποῖος τόν
διαβεβαιώνει, λέγοντας: «Ἐγώ εἰμί ὁ Θεός τοῦ πατρός σου, Θεός Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ
καί Ἰακώβ»[31]. Ὅταν ὁ Μωϋσῆς ζητᾶ νά μάθει τό ὄνομά Του,
Ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντᾶ: «Ἐγώ εἰμί ὁ ὤν»[32], δηλαδή ἐκεῖνος πού ὄντως ὑπάρχει, ὁ «Γιαχβέ»
κατά τό ἑβραϊκό πρωτότυπο. Καί συνεχίζει: «Οὕτως ἐρεῖς τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ· ὁ ὤν
ἀπέσταλκέ με πρός ὑμᾶς ... Κύριος ὁ Θεός τῶν πατέρων ἡμῶν, Θεός Ἀβραάμ καί Θεός
Ἰσαάκ καί Θεός Ἰακώβ ἀπέσταλκέ με πρός ὑμᾶς· τοῦτό μού ἐστιν ὄνομα αἰώνιον»[33]. Τά ἑρμηνευτικά προβλήματα πού παρουσιάζουν οἱ
παραπάνω στίχοι κατά τήν προσέγγιση τῶν «Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ» εἶναι ἔκδηλα: Ποιός
ἐμφανίσθηκε, τελικά, στόν Μωϋσῆ, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἤ κάποιος Ἄγγελος τοῦ Κυρίου;
Γιατί ὁ Ἄγγελος ταυτίζει τόν ἑαυτό Του μέ τόν Θεό; Γιατί ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι
ὁ «Θεός Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ»; Γιατί ἀποκαλεῖ τόν ἑαυτό Του «Γιαχβέ»; Τό
ὄνομα «Γιαχβέ», «ὄνομα αἰώνιον» κατά τό κείμενο[34], ἀνήκει ἀποκλειστικά στόν Θεό ἤ ἀποδίδεται
καί σέ κάποιους Ἀγγέλους; Εἶναι φανερό, ὅτι κανένα ἀπό τά προβλήματα αὐτά δέν
προκύπτει, ἄν δεχθοῦμε τή διαχρονική ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, κατά τήν ὁποία ἐδῶ
ἐμφανίζεται ὁ ἄκτιστος Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, πρό τῆς Ἐνσαρκώσεώς Του, ὁ
Ὁποῖος ὀνομάζεται καί «Ἄγγελος Κυρίου», ἐπειδή φανερώνει καί ἀποκαλύπτει τόν
Πατέρα, ὅπως ἀκριβῶς κάνει καί στήν Καινή Διαθήκη[35]. Ἡ Ἐκκλησία ἑρμηνεύει τήν Παλαιά Διαθήκη
πάντοτε Χριστολογικά, ἡ δέ μή Χριστολογική ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι
αἵρεση καί πλάνη καί ὁδηγεῖ σέ πολλές ἐπιμέρους αἱρέσεις καί πλάνες.
Ἄς ἐπιστρέψουμε, ὅμως,
στίς ἀπόψεις τῶν «Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ» γιά τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. Ἄν ὁ Υἱός δέν
ταυτίζεται μέ τόν Γιαχβέ τῆς Βίβλου, τότε ἀνήκει ἀναγκαστικά στά κτίσματα, ὅπως
ἤδη ἀναφέραμε. Κατά τήν ἑταιρία «Σκοπιά», εἶναι τό πρῶτο καί ἄμεσο δημιούργημα
τοῦ Θεοῦ. Διαφέρει ἀπό τά ἄλλα κτίσματα στό ὅτι δημιουργήθηκε ἀπ’ εὐθείας ἀπό
τόν Θεό, ἐνῶ ἐκεῖνα δημιουργήθηκαν μέσω αὐτοῦ τοῦ Υἱοῦ, ἔχοντος, κατά κάποιον
τρόπο, τόν ρόλο τοῦ βοηθοῦ ἤ τοῦ πρωτεργάτη στό ἔργο τῆς δημιουργίας. Στά
πλαίσια αὐτά ἑρμηνεύεται καί ὁ ὅρος «μονογενής», ὅπως καί ὁ ὅρος «πρωτότοκος»,
ἀπό τούς ὁπαδούς τῆς αἵρεσης. «Μονογενής ... ἐπειδή ὁ Ἰεχωβᾶ τόν δημιούργησε
ἀπ’ εὐθείας», διαβάζουμε σέ κείμενό της[36], στό δέ περιοδικό «Ξύπνα» ἀναφέρεται
χαρακτηριστικά: «Ὁ Ἰησοῦς ἦταν τό πρῶτο καί μοναδικό ἄμεσο δημιούργημα πού
ἔφτιαξε ὁ Θεός στόν οὐρανό πρίν ἀπό ἀναρίθμητους αἰῶνες πρίν ἀπό τούς ἀγγέλους
καί τό ὑλικό σύμπαν. Γι’ αὐτό ἀποκαλεῖται "μονογενής Γιός" τοῦ Θεοῦ.
Ὅλα τά ἄλλα δημιουργήματα ἔγιναν μέσῳ αὐτοῦ τοῦ Γιοῦ τοῦ "δεξιοτέχνη
ἐργάτη" τοῦ Θεοῦ στήν προανθρώπινη ὕπαρξή του»[37]. Κατά συνέπειαν, ὑπῆρξε χρόνος, κατά τόν
ὁποῖο ὁ Υἱός δέν ὑπῆρχε («ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν», ὅπως ἔλεγε ὁ Ἄρειος[38]), καί ὑπῆρξε χρόνος, κατά τόν ὁποῖο ὁ Θεός
Πατήρ δέν ἦταν Πατήρ. «Ἕως τήν πρώτη του δημιουργία, ὁ Ἰεχωβᾶ Θεός ἦταν χωρίς
υἱόν· δι’ αὐτοῦ ἔγινε πατήρ»[39]. «Κατ’ ἀνάγκην πρέπει νά ὑπῆρξε καιρός ὅτε ὁ
Ἰεχωβᾶ Θεός ἦν μόνος»[40]. «Ὅπως ἕνας ὁ ὁποῖος ἔχει γεννηθῇ ἤ παραχθῇ ἤ
κτισθῆ ἔτσι καί ὁ μονογενής Υἱός ἔχει μία ἀρχή στή ζωή καί στήν ὕπαρξή του»[41].
Ἄν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ δημιουργήθηκε,
σημαίνει ὅτι δέν γεννήθηκε. Ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ, κατά τούς «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ»,
προϋποθέτει τήν ὕπαρξη κάποιας γυναίκας - συζύγου τοῦ Θεοῦ! «Πολλοί σπουδασταί
τῆς Γραφῆς δέν καταλαβαίνουν ὅτι ὁ μονογενής Υἱός εἶναι μία κτίσις. Λέγουν ὅτι
ἐγεννήθη ἀπό τόν Θεόν ... ἀλλά τότε θά ὑπῆρχε κάποιο θηλικό»[42]. «Πῶς μποροῦσε ὁ Θεός νά ἔχει ἕνα
"πρωτότοκο" ἀφοῦ δέν εἶχε σύζυγο στόν οὐρανό τότε; ... Ὁ Θεός λοιπόν
δέν ἦταν δυνατόν νά ἔχει μία σύζυγο πρίν ἀπ’ αὐτόν τόν ὁποῖον δημιούργησε
πρῶτον. Μολονότι αὐτός εἶναι κτίση καί ὄχι τέκνο μιᾶς μητέρας, ὁ Ἰησοῦς συνεχῶς
μιλεῖ γιά τόν Θεόν ὡς Πατέρα του καί Θεόν του»[43]. «Ἑπομένως, ὁ Ἰεχωβᾶ Θεός δέν ἐχρησιμοποίησε
τίποτε τό θῆλυ, καμμία μητέρα, γιά νά παραγάγη τόν πρῶτο υἱό. Γι’ αὐτό τό λόγο
ὀρθῶς ὀνομάζεται "μονογενής υἱός τοῦ Θεοῦ"»[44]. Τό ἐπίπεδο τῆς ἐπιχειρηματολογίας ἐδῶ
κατεβαίνει πολύ χαμηλά. Τά συμβαίνοντα στούς ἀνθρώπους καί στά ζῶα μεταφέρονται
χονδροειδῶς καί αὐθαιρέτως στή θεία καί ἄκτιστη φύση. Ὡστόσο, τό πιό παράδοξο
εἶναι ὁ ἰσχυρισμός ὅτι, τελικά, ὁ Ἰεχωβᾶ ἔχει γυναίκα καί σύζυγο, ἔστω καί ἄν αὐτή
κατανοεῖται κάπως «πνευματικά» ἤ «συμβολικά». «Ἡ γυνή τοῦ Οὐρανίου Πατρός, ἡ
"Ἄνω Ἱερουσαλήμ" ἐγέννησε τό πρῶτον τοῦ σπέρματός της, ἕνα πνευματικό
σπέρμα»[45]. Τό κείμενο
ἀναφέρεται στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, κάνοντας ἐδῶ λόγο καί γιά γέννηση καί γιά ὕπαρξη
γυναικός τοῦ Θεοῦ. Ἀλλοῦ διαβάζουμε ἄλλα ἀσεβῆ καί παράδοξα: «Τό 1914 ὁ Θεός διήνοιξε
τήν μήτρα τῆς γυναικός του καί ἔτσι αὐτή ἐγέννησε τό βασιλικό ἄρρεν, τήν οὐράνια
θεοκρατική βασιλεία»[46]. «Γιατί ἡ γυνή τοῦ Θεοῦ στόν οὐρανό παρέμεινε
στεῖρα; Γιατί ὅπως στήν περίπτωση τῆς Σάρρας ὁ Θεός σύζυγος εἶχε σάν νά ποῦμε
κλείσει τήν μήτρα τῆς ὀργανώσεώς του διότι δέν ἦταν ὁ καιρός νά γεννήσει»[47].
Ὅμως, ἄν ὁ Υἱός τοῦ
Θεοῦ δέν γεννήθηκε, τότε γιατί ἀποκαλεῖται «Υἱός»; Πῶς ἑρμηνεύουν οἱ ὁπαδοί τῆς
«Σκοπιᾶς» τή Βιβλική ἔκφραση «υἱός τοῦ Θεοῦ»; Στά Βιβλικά κείμενα ἡ ἔννοια τῆς
ἔκφρασης εἶναι ἀπόλυτα σαφής: «Υἱός τοῦ Θεοῦ» σημαίνει τέλειος Θεός, κάτοχος
τῆς ἴδιας ἀκριβῶς φύσης μέ αὐτήν τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὅπως «υἱός τοῦ ἀνθρώπου»
σημαίνει τέλειος ἄνθρωπος, κάτοχος τῆς ἴδιας ἀκριβῶς φύσης μέ αὐτήν τῶν ἀνθρώπων
πατρός καί μητρός. Οἱ Ἰουδαῖοι τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰησοῦ τό γνώριζαν αὐτό πολύ καλύτερα
ἀπό τούς σημερινούς ὁπαδούς τῆς «Σκοπιᾶς» καί γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο
ἐσταύρωσαν τόν «Κύριον τῆς Δόξης», κατά τά ἱερά κείμενα: «Ἡμεῖς νόμον ἔχομεν,
καί κατά τόν νόμον ἡμῶν ὀφείλει ἀποθανεῖν, ὅτι ἑαυτόν Θεοῦ υἱόν ἐποίησεν»[48]. «Διά τοῦτο οὖν μᾶλλον ἐζήτουν αὐτόν οἱ
Ἰουδαῖοι ἀποκτεῖναι, ὅτι οὐ μόνον ἔλυε τό σάββατον, ἀλλά καί πατέρα ἴδιον ἔλεγε
τόν Θεόν, ἴσον ἑαυτόν ποιῶν τῷ Θεῷ»[49]. Βέβαια, στά Βιβλικά κείμενα γίνεται λόγος
καί γιά τήν «κατά χάριν» ἤ τήν «πνευματική» υἱοθεσία, ὅμως τό γνωστό καί
αὐτονόητο εἶναι ἡ φυσική υἱότητα, ἡ δέ «κατά χάριν» υἱοθεσία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό
τόν Θεό εἶναι τό νέο καί παράδοξο, τό ὁποῖο πραγματοποιεῖται πάντοτε διά τοῦ
Χριστοῦ, τοῦ φυσικοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ: «Ὅσοι δέ ἔλαβον αὐτόν», τόν Χριστόν δηλαδή,
«ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι»[50]. Οἱ «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ» ἀγνοοῦν προκλητικά τή
μαρτυρούμενη στά Βιβλικά κείμενα φυσική υἱότητα τοῦ Ἰησοῦ. Σύγχυση ἐπικρατεῖ μεταξύ
τους καί ὡς πρός τήν ἑρμηνεία τῶν ὅρων. Σέ κείμενο τῆς αἵρεσης συναντᾶμε τήν
παράδοξη ἀντίληψη ὅτι οἱ ἐκφράσεις «υἱός τοῦ Θεοῦ» καί «υἱός τοῦ ἀνθρώπου» ταυτίζονται
ἐννοιολογικά: «Ὁ Ἰησοῦς ὁρίζεται εἰς τήν Γραφήν πάντοτε ὡς "υἱός τοῦ
ἀνθρώπου" τό ὁποῖον σημαίνει υἱός Θεοῦ»[51]. Ἄλλα κείμενα ἀφήνουν νά ἐννοηθεῖ ὅτι κατά τό
Βάπτισμά Του ὁ Ἰησοῦς κατέστη Υἱός τοῦ Θεοῦ, κάτι πού μοιάζει μέ ὅσα δίδασκαν
οἱ αἱρετικοί Υἱοθετιστές Μοναρχιανοί στήν ἀρχαία Ἐκκλησία[52]: «"Οὖτος εἶναι ὁ υἱός μου ὁ
ἀγαπητός" αὐτή ἡ θεία δήλωση ἐσήμαινε ὅτι ὁ Θεός, ἀναγέννησε τότε τόν
Ἰησοῦ ὡς πνευματικό Υἱό τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἀνοίχθηκε ἡ ὁδός γιά νά ἐπιστρέψει αὐτός
ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ στόν οὐρανό»[53].
Οἱ ἅγιοι Πατέρες τοῦ
4ου αἰῶνα ἀπό τήν ταυτότητα τῶν ἐνεργειῶν καί τῶν ἰδιωμάτων τοῦ Πατρός καί τοῦ
Υἱοῦ ἀπέδειξαν τήν ταυτότητα τῶν φύσεων τῶν δύο αὐτῶν προσώπων, ἀπέδειξαν
δηλαδή ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι «ὁμοούσιος τῷ Πατρί». Οἱ «Μάρτυρες
τοῦ Ἰεχωβᾶ», στηριζόμενοι σέ αὐθαίρετες ὑποθέσεις καί συλλογισμούς πάνω στά ἱερά
κείμενα, ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ ἐνέργειες καί τά φυσικά ἰδιώματα τοῦ Υἱοῦ
διαφέρουν ἀπό ἐκεῖνα τοῦ Πατρός. Γιά παράδειγμα, ὁ Υἱός δέν ἔχει φυσική
ἀθανασία, ὅπως ὁ Πατήρ, ἀλλά ἀθανασία τήν ὁποία κατέκτησε καί ἔλαβε «κατά
χάριν». «Ἦτο ὁ Υἱός ἀθάνατος;», διερωτᾶται ὁ συντάκτης κειμένου τῆς αἵρεσης.
«Ὅτι, δέν κατεῖχε τήν ἰδιότητα αὐτήν καί δέν ἦτο ἀθάνατος ἀποδεικνύεται ὑπό
μεταγενεστέρων γεγονότων ὡς ἐπίσης καί ὑπό τῆς Γραφῆς. Ἀτέρμων ζωή ἐξαρτᾶται ἐκ
παντοτινῆς ὑπακοῆς εἰς τόν Θεόν. Διά τῆς πιστῆς καί τελείας ὑπακοῆς ὁ Υἱός θά
ἔζη ... Ὁ καιρός ἦλθεν, ἐν τούτοις, καθ’ ὅν ὁ Ἰεχωβᾶ Θεός ἤνοιξε εἰς τόν Υἱόν
του τήν εὐκαιρίαν ὅπως κερδίσῃ ἀθανασίαν»[54]. «Ἕνεκα τῆς πιστότης τοῦ Ἰησοῦ εἰς τάς δοκιμασίας
... ὁ Θεός ἀντίμειψεν αὐτόν διά τοῦ μεγίστου βραβείου τῆς ἀθανασίας. Ὁ Ἰησοῦς
δέν κατεῖχε τήν ἀθανασία πρό τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ»[55]. Κατά τόν ἴδιο τρόπο, ὁ Υἱός δέν ἔχει
παντοδυναμία: «Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ... ὑπῆρχε πρίν ἀπ’ ὅλα τά ἄλλα πράγματα, ἦταν
Θεός, ἀλλά ὄχι ὁ Παντοδύναμος Θεός ὁ Ἰεχωβᾶ»[56]. Ἀλλά, οὔτε καί παντογνώστης εἶναι ἀπό τή
φύση Του. Ἔτσι, ὁ Ἰησοῦς ἀγνοοῦσε ὅτι ἐπρόκειτο νά πεθάνει: «Δέν ὑπάρχει
ἀπόδειξις ὅτι στόν Ἰορδάνη ποταμό ὁ Ἰησοῦς, γνώριζε ὅτι ἔμελλε νά ἀποθάνῃ»[57]. Στό Βάπτισμα φωτίστηκε καί θυμήθηκε γεγονότα,
πού εἶχε ξεχάσει: «Φανταστῆτε τήν πληθώρα τῶν ἀναμνήσεων πού κατέκλυσαν τό μυαλό
του ὅταν ἐπανῆλθαν στή μνήμη του οἱ ἀναρίθμητες χιλιετίες κατά τίς ὁποῖες εἶχε
ὑπηρετήσει δίπλα στόν Πατέρα του ὡς δεξιοτέχνης ἐργάτης, ἐκπρόσωπος, ἄρχοντας
τοῦ στρατεύματος τοῦ Θεοῦ»[58]. Παρόμοια ἰσχυρίζονται καί γιά ἄλλες
ἐνέργειες καί ἰδιότητες τοῦ Υἱοῦ. Πράγματι, ἄν αὐτά ἰσχύουν, τότε ἀποδεικνύεται
ὅτι ὁ Υἱός ἔχει διαφορετική φύση ἀπό αὐτήν τοῦ Πατρός. Ἀλλά, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας
ἔχουν ἤδη ἀποδείξει μέ ἀκλόνητα ἐπιχειρήματα τό ἀντίθετο.
Ὅμως, ἄν ὁ Υἱός τοῦ
Θεοῦ δέν ἔχει τήν ἴδια οὐσία μέ τόν Πατέρα, τότε τί ἀκριβῶς εἶναι; Ἐδῶ
κορυφώνεται ἡ σύγχυση τῶν ὁπαδῶν τῆς «Σκοπιᾶς». Ἴσως εἶναι ἕνας ἀπό τούς
Ἀγγέλους. Ἀρχηγός τοῦ στρατεύματος, ἐκπρόσωπος, ἀρχιτεχνίτης, δεξιοτέχνης
ἐργάτης, εἶναι ἰδιότητες πού τοῦ ἀποδίδονται συνήθως. Σέ πολλές περιπτώσεις
ταυτίζεται μέ τόν ἀρχάγγελο Μιχαήλ: «Μιχαήλ ... εἶναι τό ἀποδιδόμενον ἐνταῦθα
ὄνομα εἰς τόν Μέγαν Λυτρωτήν ὅστις εἶναι ὄντως ὁ μέγας παρά τοῦ Θεοῦ τεταγμένος
Ἄρχων ὁ μέλλων νά ἐγερθῇ καί νά σώσῃ τόν λαόν»[59]. Αὐτά ἰσχυριζόταν ἡ ἑταιρία τό 1891. Ὡστόσο,
τό 1917 ἄλλαξε γνώμη: ὁ Μιχαήλ εἶναι ὁ Πάπας! Ὅμως, ἡ ἑταιρία ἤδη δίδασκε ὅτι ὁ
Πάπας εἶναι ὁ Ἀντίχριστος! «Οὐδεμία φρονοῦμεν δύναται νά μείνῃ ἀμφιβολία εἰς
οἱανδήποτε ἀπροκατάλητον διάνοιαν ὅτι ἡ Παπωσύνη εἶναι ὁ Ἀντίχριστος»[60]. Δηλαδή, κατά λογική ἀκολουθία, ὁ Μιχαήλ
εἶναι ὁ Ἀντίχριστος! Λίγα χρόνια ἀργότερα, τό 1927, ἐπιστρέφει στήν πρώτη ἄποψη
καί ὁ Μιχαήλ ξαναγίνεται ὁ Χριστός! «Ὁ τίτλος ἤ τό ὄνομα ἀρχάγγελος ἐφηρμόσθη
ἐπίσης κατά καιρούς καί εἰς τόν Λόγον, ὅταν ὑπηρέτει τόν Ἰεχωβᾶ ὑπό τινα
εἰδικήν ἰδιότητα. Εἶς ἐκ τῶν τίτλων του εἶναι Μιχαήλ»[61]. Καί ἀκόμη ἀργότερα, τό 1958, ἐκφράζεται ἡ
ἄποψη ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος ἔπαψε νά εἶναι ὁ Μιχαήλ, ὁ δέ Ἰησοῦς,
«ὅταν πέθανε ὡς ἄνθρωπος, ... ἀνέλαβε πάλι τό οὐράνιο ὄνομά του Μιχαήλ. Τό
ὄνομα Μιχαήλ ἀνελήφθη πάλι γιά νά τόν συνδέσῃ μέ τήν προανθρώπινη ὕπαρξή του»[62]. Ὅλα αὐτά φανερώνουν σύγχυση, πνευματικό
σκότος, πλάνη, ἀλλά καί «τροφή» δηλητηριώδη καί ἐπικίνδυνη, προσφερόμενη ἀπό
τήν ἑταιρία «Σκοπιά» στούς ὀπαδούς της.
* *
*
Κατά τόν ἀπόστολο
Παῦλο, τό «μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριον» εἶναι τό γεγονός ὅτι «Θεός ἐφανερώθη
ἐν σαρκί»[63]. Στούς «Μάρτυρες τοῦ
Ἰεχωβᾶ» τό μέγα αὐτό μυστήριο καταλύεται πλήρως: δέν ἐφανερώθη Θεός ἐν σαρκί,
ἀλλά ἕνα κτίσμα, ἕνας ἐκπρόσωπος τοῦ Θεοῦ ἤ ἕνας ὑπηρέτης Του. Ποιά σχέση ἔχει
ὁ ἱστορικός Ἰησοῦς μέ τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, κατά τήν ἑταιρία «Σκοπιά»;
Γενικά, ἡ ἑταιρία φαίνεται νά ἀποδέχεται τήν ἄποψη ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ὁ Ἰησοῦς,
ὅπως ἐμφανίστηκε ἀνάμεσά μας, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό πρόσωπο, μέ τή θεμελιώθη
διαφορά, βέβαια, ὅτι τό πρόσωπο αὐτό δέν εἶναι ἄκτιστο, ἀλλά κτιστό. Γιατί,
ὅμως, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἦλθε στόν κόσμο; Κατά τή μαρτυρία τῆς Βίβλου, ἦλθε «ἵνα
διά τοῦ θανάτου καταργήσῃ τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ’ ἔστι τόν
διάβολον»[64]. Ὄχι ἁπλῶς γιά νά
διδάξει ἀλήθειες τῆς πίστεως (αὐτό μποροῦσε νά γίνει καί διά τῶν Προφητῶν καί μέσῳ
ἄλλων φωτισμένων Διδασκάλων), οὔτε πολύ περισσότερο γιά νά δοκιμασθεῖ ἡ ἀρετή
του, ὅπως ἀσεβῶς ἰσχυρίζονται οἱ «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ», ἀλλά κυρίως ἦλθε γιά νά
θυσιασθεῖ, δηλαδή γιά νά σταυρωθεῖ καί νά ἀναστηθεῖ, καί μέ τίς πράξεις αὐτές νά
μᾶς λυτρώσει ἀπό τό κράτος τοῦ θανάτου καί ἀπό τήν αἰχμαλωσία τοῦ διαβόλου.
Ὅμως, κατά τούς «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ», δέν ἦταν αὐτή ἡ πρώτη αἰτία τῆς ἐνανθρωπήσεως.
Τό ἐπί γῆς ἔργο τοῦ Ἰησοῦ κατανοεῖται στό πλαίσιο τῶν ἀντιλήψεων τῆς αἵρεσης
γιά τή «δικαίωση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ»: «Γιατί ἦλθε ὁ Ἰησοῦς στή γῆ; Ὁ
κυριώτερος λόγος δίδεται ὑπό τῶν Γραφῶν, ἦτο διά νά διεκδικήσει τό ὄνομα τοῦ
Ἰεχωβᾶ. Ὁ δέ δευτερεύων νά λυτρώσῃ τό ἀνθρώπινο γένος»[65]. «Ὁ κυριότερος λόγος καί σκοπός τῆς ἐλεύσεως
τοῦ Ἰησοῦ εἰς τήν γῆ ἦτο νά φέρῃ μαρτυρίαν ὑπέρ τῆς ἀληθείας περί τοῦ Ἰεχωβᾶ.
Παρεπιπτόντως ἦτο νά λυτρώσῃ τόν ἄνθρωπον»[66]. «Ἡ σωτηρία μας δέν εἶναι ὁ πιό σημαντικός λόγος
γιά τόν ὁποῖο ὁ Ἰησοῦς ἔζησε καί πέθανε στή γῆ»[67]. Ἀλλοῦ ἐκφράζεται ἡ ἄποψη ὅτι ἡ ἐνανθρώπηση
δέν εἶχε καμία σχέση μέ τή σωτηρία τοῦ κόσμου: «Κανένας ὑπαινιγμός δέν ὑπάρχει
ὅτι ἐστάλη γιά νά σώσῃ τινάς καί νά τούς φέρῃ εἰς τόν οὐρανό»[68]. Ἐδῶ, οὐσιαστικά, ὁ χαρακτῆρας τῆς σωτηρίας
ἀντιστρέφεται πλήρως: ὁ Θεός φαίνεται νά εἶχε ἀνάγκη «σωτηρίας», δηλαδή
«δικαιώσεως» τοῦ ὀνόματός Του, καί ὄχι ὁ ἄνθρωπος.
Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ
Ἐκκλησία πιστεύει ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος, χωρίς, ὅμως, νά πάψει νά
εἶναι καί Θεός. Γι’ αὐτό καί στήν Καινή Διαθήκη ἀποδίδονται στόν Ἰησοῦ ἀδιακρίτως
οἱ χαρακτηρισμοί «υἱός Θεοῦ» καί «υἱός ἀνθρώπου» καί γιά τόν ἴδιο λόγο σέ
μεταγενέστερα δογματικά κείμενα ὁ Ἰησοῦς χαρακτηρίζεται «τέλειος Θεός καί
τέλειος ἄνθρωπος ὁ αὐτός»[69]. Κάτι τέτοιο δέν ἰσχύει γιά τούς «Μάρτυρες
τοῦ Ἰεχωβᾶ»: Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, γενόμενος ἄνθρωπος, δέν συνέχισε νά εἶναι καί
ὅ,τι ἦταν πρίν τήν ἐνανθρώπησή Του. Σέ κείμενα τῆς ἑταιρίας ἐκφράζεται σαφῶς ἡ
ἄποψη ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν ἦταν κάτι παραπάνω ἀπό τέλειος ἄνθρωπος: «Ὁ Ἰησοῦς δέν
ἦταν κατά τό ἥμισυ Θεός καί κατά τό ἥμισυ ἄνθρωπος. Δέν ἦταν ὁ Θεός ἐν σαρκί.
Γιά νά ἐξιλεώσῃ "τό ἁμάρτημα τοῦ ἑνός (τοῦ Ἀδάμ)" ὁ ἄνθρωπος Ἰησοῦς
Χριστός ἔπρεπε ν’ ἀποτελῇ τό ἀκριβές παράλληλο τοῦ ἄλλοτε τελείου Ἀδάμ. Ἔπρεπε
νά εἶναι ἕνας τέλειος ἄνθρωπος, τίποτε περισσότερο καί τίποτε λιγώτερο. Ὁ
Ἰησοῦς ὅπως ὁ Ἀδάμ, μποροῦσε νά νυμφευθῇ καί νά παραγάγῃ δική του οἰκογένεια»[70]. Σέ ἔκδοση τῆς αἵρεσης, πού κυκλοφορεῖ εὐρύτατα,
ὑπάρχει ἡ γνωστή εἰκόνα τῆς ζυγαριᾶς πού ἰσοροπεῖ. Στό ἕνα μέρος της εἶναι ὁ
Ἀδάμ καί στό ἄλλο ὁ Χριστός, ἐνῶ ὑπάρχει ἡ ἐπιγραφή: «Ὁ Ἰησοῦς ἦταν τό
ἰσοδύναμο τοῦ τέλειου ἀνθρώπου Ἀδάμ»[71]. Καί ἐδῶ, ὅπως συνήθως, ἡ ἑταιρία ἐπιχειρεῖ
μέ ἐποπτικές εἰκόνες καί συνθήματα νά ἐντυπώσει διάφορες πλάνες στά μελή της.
Μέ παρόμοιας μορφῆς παραδείγματα, ἐπιχειρεῖ νά ἑρμηνεύσει ἀκόμη καί τόν τρόπο
μέ τόν ὁποῖο ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος: «Σκεφτεῖτε τί καταφέρνουν μερικοί
γιατροί μέ τήν τεχνική γονιμοποίηση. Μιά ζωή πού ἀρχίζει στό "δοκιμαστικό
σωλῆνα" μεταφέρεται μέσα σέ μιά γυναῖκα καί γεννιέται ἀργότερα μέ τή μορφή
μωροῦ. Στήν περίπτωση τοῦ Ἰησοῦ ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι μέ τή "δύναμη
τοῦ Ὑψίστου" ἡ ζωή του μεταφέρθηκε μέσα σέ μιά παρθένα πού λεγόταν Μαρία»[72].
Ἄν ὁ Χριστός ἦταν μόνο
ἄνθρωπος, τότε ποιά σχέση μπορεῖ νά εἶχε μέ τό κακό καί τήν ἁμαρτία; Ἦταν ὁ
Χριστός ἀναμάρτητος ἤ ἁμαρτωλός; Βέβαια, ὡς «τέλειος ἄνθρωπος», θά ἦταν
ἀναμάρτητος, ὡστόσο, κατά τήν ἑταιρία «Σκοπιά», ἡ ἀναμαρτησία Του δέν ἦταν φυσική
καί ἀδιάπτωτη κατάσταση, ἀλλά κάτι πού κατακτήθηκε μέ ἀγῶνα καί προσπάθεια. Γιά
τήν ἀκρίβεια, ὁ Χριστός δέν ἦταν, ἀλλά ἔγινε ἀναμάρτητος, ἐνῶ εἶχε τή
δυνατότητα νά ἁμαρτήσει. Μεταξύ ἄλλων, ἦλθε στόν κόσμο γιά νά ἐξασκηθεῖ στήν
ἀρετή καί στήν ὑπακοή: «Ἕνας ἄλλος σοβαρός λόγος γιά τόν ὁποῖον ὁ Θεός ἄφησε
τόν Υἱόν του νά ὑποφέρῃ καί νά πεθάνῃ ἦταν ὅτι μ’ αὐτόν τόν τρόπο "ἔμαθε
ὑπακοήν"»[73]. «Ὁ Ἰεχωβᾶ ἔχρισε τόν υἱόν του νά εἶναι
βασιλεύς ἤ Ἄρχων καί προτοῦ ἐπιστρέψει νά βασιλεύσῃ, θέλησε νά τόν δοκιμάσῃ ...
Ἐάν ὁ Ἰησοῦς παρέβαινε τήν συμφωνία του μετά τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἶναι πιστός εἰς
αὐτόν θά ἀπέθνησκε καί δέν θά ἐλάμβανε τό ἀξίωμα τοῦ κυβερνήτου τοῦ κόσμου. Ἐάν
ἀπεδείκνυε πιστότητα θά ἦταν ἄξιος νά λάβῃ δύναμιν καί δόξα»[74].
Ὅμως, ἄν ἔτσι ἔχουν τά
πράγματα καί ἄν ὁ Χριστός ἦταν μόνο τέλειος ἄνθρωπος, τότε γιατί σέ πολλές
περιπτώσεις τοῦ ἀποδίδεται προσκύνηση καί λατρεία στήν Ἁγία Γραφή[75], ὅταν μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἐντέλλεται σαφῶς:
«Κύριον τόν Θεόν σου προσκυνήσεις καί αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις»[76]; Λατρεύεται ἤ δέν λατρεύεται ὁ Ἰησοῦς
Χριστός; Ἡ ἑταιρία «Σκοπιά» ἀδυνατεῖ νά ἀπαντήσει σ’ αὐτό τό ἐρώτημα καί νά
συμβιβάσει τά ἀσυμβίβαστα, μέ ἀποτέλεσμα νά ὁδηγεῖται συνεχῶς σέ ἀντιφάσεις. Κατά
τή Μετάφραση Νέου Κόσμου τοῦ κειμένου τῆς Ἁγίας Γραφῆς τῶν «Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ»,
καί εἰδικότερα κατά τήν ἀγγλική ἔκδοση τοῦ 1950, ὁ Χριστός λατρεύεται. Μέχρι
τότε ἡ λατρεία Του ἦταν ἐπίσημη διδασκαλία τῆς ἑταιρίας. Ἡ ἄποψη αὐτή ἄλλαξε ἐντελῶς
τό 1959, ὅταν ἡ ἑταιρία ἰσχυριζόταν ὅτι «κανείς δέν πρέπει νά λατρεύει τόν
Χριστό»[77]. Τό 1970 ἐπιστρέφει
στήν ἀρχική ἄποψη ὅτι ὁ Χριστός λατρεύεται. Τό 1984 ἰσχυρίζεται πάλι ὅτι ὁ
Χριστός δέν λατρεύεται καί τό 1992 μεταβάλλει πάλι ἄποψη, ἰσχυριζόμενη ὅτι «ἡ
ὅποια "λατρεία" ἀποδίδουν οἱ ἄγγελοι στόν Γιό τοῦ Θεοῦ εἶναι σχετική
καί κατευθύνεται μέσῳ αὐτοῦ στόν Ἰεχωβᾶ»[78].
Ὅλοι γνωρίζουμε, ὅτι τό
Πάθος καί ἡ Ἀνάσταση εἶναι οἱ κορυφαῖες πράξεις τοῦ Χριστοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ
κόσμου. Ὅπως εἶναι ἀναμενόμενο, οὔτε αὐτά τά μεγάλα γεγονότα ἀπέφυγαν τή
διαστροφή καί τήν κακοποίησή τους ἀπό τούς «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ». Εἶναι γνωστή
ἡ διδασκαλία τῆς ἑταιρίας «Σκοπιά» ἀπό τό 1936 καί ἔπειτα[79], ὅτι ὁ Χριστός δέν σταυρώθηκε πάνω σέ Σταυρό,
ἀλλά σέ ὄρθιο πάσαλλο, διδασκαλία πού κατατάσσει τούς ὁπαδούς της μεταξύ τῶν
«ἐχθρῶν τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ», τῶν ὁποίων τό «τέλος» εἶναι ἀπώλεια, κατά τόν
ἀπόστολο Παῦλο[80]. Κάτι ἀνάλογο συμβαίνει καί μέ τήν Ἀνάσταση. Ὅπως
εἶναι γνωστό, ἡ ἀνάσταση ἀναφέρεται στό σῶμα καί σημαίνει εἰδικότερα τή ζωοποίηση
τοῦ σώματος, ἀφοῦ ἡ ψυχή δέν πεθαίνει. Ὅμως, κατά τούς «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ», ἡ
ψυχή δέν εἶναι ἀθάνατη, ἀλλά πεθαίνει μαζί μέ τό σῶμα. Τί συνέβη τότε στήν
περίπτωση τοῦ Χριστοῦ; Ὁ Χριστός δέν ἀναστήθηκε πραγματικά, κατά τούς «Μάρτυρες
τοῦ Ἰεχωβᾶ». Ὅ,τι στήν Καινή Διαθήκη περιγράφεται ὡς «ἀνάστασις» τοῦ Χριστοῦ, εἶναι
ἡ μεταβολή Του σέ «πνευματική ὑπόσταση», ἡ μετατροπή Του σέ «πνευματικό ὄν», ἤ
ἡ ἐπιστροφή Του στήν κατάσταση πού ἦταν πρίν γίνει ἄνθρωπος. Ὁ Ἰησοῦς, ὡς
ἄνθρωπος, ἀπέθανε διά παντός καί ἀνάσταση τοῦ σώματός Του δέν συνέβη ποτέ: «Ὁ
ἄνθρωπος Ἰησοῦς ἔπρεπε νά διαμείνῃ νεκρός διά παντός ἐάν ἔμελλε νά εἶναι
ἀντικαταστάτης τοῦ Ἀδάμ. Διά τοῦτο ἐννοεῖται ὅτι ἦτο ἀδύνατον νά ἐγερθῇ ἐκ τοῦ
θανάτου ὡς ἄνθρωπος καί νά εἶναι εἰς θέσιν νά προμηθεύσῃ τήν ἀπολυτρωτική
θυσίαν ... Ὁ Ἰησοῦς ἀπέθανεν ὡς ἄνθρωπος ἀλλ’ ἠγέρθη ὡς πνευματικόν ὄν»[81]. «Ὁ Παντοδύναμος Θεός ἤγειρε ἀπό τούς νεκρούς
τόν πραγματικό Μόνιμο Κληρονόμο τοῦ Βασιλιᾶ Δαβίδ χωρίς νά τοῦ δώσει πίσω τό
σάρκινο σῶμα του τό ὁποῖον εἶχε γίνει παντοτινή θυσία, ἀλλά δίνοντάς του,
πνευματική φύση»[82]. Κατά μία ἄποψη, ὁ Ἰησοῦς ἔγινε καί πάλι ὁ Μιχαήλ
μετά τήν Ἀνάσταση, δεδομένου ὅτι εἶχε πάψει νά εἶναι ὁ Μιχαήλ ἐνόσω ζοῦσε ὡς ἄνθρωπος:
«Ὁ Ἰησοῦς ὅταν πέθανε ὡς ἄνθρωπος ... ἀνέλαβε πάλι τό οὐράνιο ὄνομά του Μιχαήλ»[83].
Τί ἀπέγινε, ὅμως, τό
σῶμα τοῦ Ἰησοῦ; Προφανῶς, ἀφανίσθηκε, ὅπως ἀφανίσθηκε καί ἡ ψυχή Του. «Ὁ Ἰησοῦς
"ἔχυσε" τήν ψυχή του στό θάνατο», διαβάζουμε στό περιοδικό «Σκοπιά»[84]. Ἄν ὁ Χριστός εἶχε ἀναστηθεῖ μέ τό σῶμα Του,
θά κινδύνευε ἴσως νά ξαναπεθάνει! Ὅμως, «ἀφήνοντας τό ὑλικό του σῶμα, ἐπιστρέφοντας
στήν ἀόρατη πνευματική κατάστασή του, μέ τήν ἀνάληψή του, δέν διέτρεχε κίνδυνο
τῆς ζωῆς του, ὅπως λόγου χάριν ἀπό ζῶνες ἀκτινοβολίας γύρω ἀπό τήν γῆ»[85]. Γιατί, ὅμως, οἱ Γραφές ἀναφέρουν ὅτι ὁ
Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε μέ σῶμα μετά τήν Ἀνάσταση, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ Θωμᾶ, πού
τόν προσκάλεσε νά ψηλαφήσει τούς «τύπους τῶν ἥλων»[86], καί ὅπως στήν περίπτωση τῶν Μαθητῶν, πού
νόμισαν ὅτι εἶδαν «πνεῦμα», ἐνῶ Ἐκεῖνος τούς διαβεβαίωσε ὅτι ἔχει «σάρκα καί
ὀστέα»[87]; Ἐδῶ ἡ φαντασία τῶν
«θεολόγων» τῆς «Σκοπιᾶς» ὀργιάζει: Ὁ Ἰησοῦς δημιούργησε ἐκείνη τή στιγμή ἕνα
ἄλλο σῶμα, ὅμοιο μέ ἐκεῖνο πού εἶχε πρίν τήν Ἀνάσταση, γιά νά πείσει τούς
Μαθητές Του ὅτι ὄντως «ἀναστήθηκε». Στή συνέχεια τό σῶμα αὐτό εἴτε διαλύθηκε,
εἴτε διατηρήθηκε κάπου γιά νά τό χρησιμοποιήσει πάλι ὁ Ἰησοῦς στή χιλιετῆ
βασιλεία Του: «Ὁ Χριστός ἦτο δύσκολο νά πείσει καί τόν Θωμᾶ ... Συνεπῶς ὁ
Κύριος ἐδημιούργησε σῶμα ἔχον ἐπ’ αὐτοῦ τούς τύπους τῶν ἥλων ὅπως οὕτω πεισθῇ,
ὁ Θωμᾶς. Εἶχε δέ τήν δύναμιν νά δημιουργήσῃ σῶμα ἐκ σαρκός, νά ἐμφανισθῇ μετ’
αὐτοῦ καί νά διαλύσῃ αὐτό καθοιονδήποτε ἤθελε τρόπον»[88]. Στή συνέχεια ἀναφέρεται ὅτι «ὁ Κύριος
διετήρησε τό σῶμα αὐτό ὅπως τό ἐπιδείξει εἰς τούς ἀνθρώπους κατά τόν Χιλιετῆ
αἰῶνα»[89], ἐνῶ σέ ἄλλο ἔντυπο
διαβάζουμε ὅτι «ὁ ἀνεστημένος Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε μέ ὑλοποιημένο σῶμα ἐπειδή οἱ
μαθητές νόμιζαν ὅτι ἔβλεπαν ἕνα πνεῦμα τούς εἶπε ὅτι σάρκα καί ὀστά δέν ἔχει
ἕνα πνεῦμα. Ὅταν ἀνελήφθηκε, ἐξαφανίσθηκε [τό σῶμα] δέν πῆρε στό πνευματικό
βασίλειο ἐκεῖνο τό σῶμα καί τόν ρουχισμό»[90].
* *
*
Εἶναι γνωστό, ὅτι στή
διήγηση γιά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ὅπως παραδίδεται στίς Πράξεις τῶν
Ἀποστόλων, ἀναφέρεται ὅτι ἀμέσως μετά τό γεγονός ἐμφανίσθηκαν δύο «ἄνδρες» καί εἶπαν
στούς ἔκπληκτους Μαθητές τοῦ Χριστοῦ: «Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε
ἐμβλέποντες εἰς τόν οὐρανόν; Οὗτος ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀναληφθείς ἀφ’ ὑμῶν εἰς τόν
οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται ὅν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτόν πορευόμενον εἰς τόν οὐρανόν»[91]. Ἀπό τότε ζοῦμε τήν προσδοκία τῆς Δευτέρας
Παρουσίας τοῦ Κυρίου καί πιστεύουμε τόν Χριστό, ὡς «πάλιν ἐρχόμενον μετά δόξης,
κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς»[92], ὅπως καί ὁ Ἴδιος εἶχε διαβεβαιώσει[93]. Ἡ ἑταιρία «Σκοπιά» συνδυάζει τήν προσδοκία
αὐτή τῆς Δευτέρας Ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου μέ διάφορες ἐσχατολογικές πλάνες, πού
ἀφθονοῦν καί δεσπόζουν στή διδασκαλία της. Ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ «Μάρτυρες τοῦ
Ἰεχωβᾶ» ἀνήκουν στίς χιλιαστικές αἱρέσεις. Αὐτές ἀποτελοῦν μορφές ἀναβίωσης τοῦ
ἀρχαίου Χιλιασμοῦ, πού ἐμφανίστηκε τόν β' μ.Χ. αἰ. καί ἀτόνισε προοδευτικά ἀπό
τά μέσα τοῦ γ' αἰ.[94] Οἱ χιλιαστικές ἀντιλήψεις στηρίζονται, σχεδόν
ἀποκλειστικά, σέ παρερμηνεῖες χωρίων τοῦ γεμάτου συμβολισμούς καί ἀλληγορίες
βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως, σέ συνδυασμό, στή συγκεκριμένη περίπτωση, μέ πλούσια
φαντασία, μέ αὐθαίρετους ὑπολογισμούς χρονολογικῶν δεδομένων καί μέ
«προφητεῖες», πού ἔχουν ἐπανειλημμένα διαψευσθεῖ.
Οἱ ὁπαδοί τῆς
«Σκοπιᾶς» πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστός, πρίν ἀπό τήν τελική Κρίση τοῦ κόσμου, θά
ἔλθει νά βασιλεύσει στή γῆ γιά χίλια ἔτη. Ἡ βασιλεία Του θά εἶναι κοσμική, δηλαδή
«ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»[95] καί «ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ», μέ πραγματική
κυβέρνηση, στήν ὁποία θά μετέχουν ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαάκ, ὁ Ἰακώβ καί ἄλλα Βιβλικά
πρόσωπα, πού προηγουμένως θά ἔχουν ἀναστηθεῖ. Πρίν τή χιλιετῆ βασιλεία, ὅμως,
θά γίνει ἡ γενική σφαγή τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου στόν Ἀρμαγεδῶνα, τοπωνύμιο, πού
ἀπαντᾶ μία φορά μόνο στήν Ἁγία Γραφή καί συγκεκριμένα στήν Ἀποκάλυψη[96]. Πρωταγωνιστής ὅλων αὐτῶν τῶν ὑποτιθέμενων
γεγονότων θά εἶναι, ὅπως πιστεύουν, ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Κατά τήν ἑταιρία
«Σκοπιά», ἡ ἀνθρωπότητα διακρίνεται σέ δύο σαφῶς διαφορετικούς καί
ἀντιτιθέμενους κόσμους: στόν κόσμο τοῦ Θεοῦ καί στόν κόσμο τοῦ διαβόλου, ἤ στήν
ὀργάνωση τοῦ Ἰεχωβᾶ καί στήν ὀργάνωση τοῦ Σατανᾶ. Στήν πρώτη ἀνήκουν μόνο οἱ
ὁπαδοί της, δηλαδή οἱ «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ», καί στή δεύτερη ἀνήκει ὅλος ὁ
ὑπόλοιπος κόσμος, οἱ ὀργανωμένες κοινωνίες, τά ἔθνη, οἱ κυβερνήσεις τῶν κρατῶν,
οἱ στρατοί τῶν ἐθνῶν, οἱ θρησκεῖες, οἱ διεθνεῖς ὀργανισμοί, τά πάντα. Οἱ δύο
αὐτοί κόσμοι ὁδηγοῦνται σέ μιά τελική σύγκρουση, σέ μιά ἔσχατη μάχη, πού θά
ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τήν ὁλοκληρωτική καταστροφή τοῦ δαιμονικοῦ κόσμου καί τήν
ἐπιβίωση μόνο τῶν ὁπαδῶν της». Τόπος αὐτῆς τῆς τελικῆς μάχης θά εἶναι ὁ
Ἀρμαγεδῶνας. Εἶναι αὐτονόητο, ὅτι ἡ τρομοκρατία, πού ἀσκεῖται στά μέλη μέσῳ
αὐτῆς τῆς ἀντίληψης, εἶναι ἐκείνη πού ἐξασφαλίζει, τελικά, τή συνοχή τῆς
ὀργάνωσης: ὅποιος βρίσκεται ἔξω ἀπό τό «μοναδικό καταφύγιο», τήν ἑταιρία
«Σκοπιά», καί δέν ἀκολουθεῖ πιστά τή γραμμή της, θά ὑποστεῖ ἀναπόφευκτα τή
σφαγή στόν Ἀρμαγεδῶνα μαζί μέ τά τέκνα τοῦ διαβόλου. Ἡ μεγάλη μάχη θά γίνει
ὅταν ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέ τά ἀγγελικά στρατεύματα τεθεῖ ἐπικεφαλῆς τῆς ὀργάνωσης
τοῦ Ἰεχωβᾶ καί ὅταν ὁ Σατανᾶς μέ τά δαινονικά στρατεύματα, ἀντίστοιχα, τεθεῖ
ἐπικεφαλῆς τοῦ ὑπόλοιπου κόσμου.
Στή συνάφεια αὐτή, ὁ
Ἰησοῦς Χριστός, τό «ἀρνίον τό ἐσφαγμένον» τῆς Ἀποκαλύψεως[97], περιγράφεται ὡς ὁ «μέγας σφαγεύς», πού θά
καταστρέψει τόν ἁμαρτωλό κόσμο: «Ὁ καιρός τῆς θλίψεως τῆς μεγάλης θά καταλήξει
στόν Ἀρμαγεδῶνα»[98]. «Ὅταν τό ἔργο τῆς μαρτυρίας τελειώσει ὁ Χριστός
θά προχωρήσῃ εἰς τήν ἀπερίγραπτον σφαγή ὅμοια τῆς ὁποίας δέν ἔχει γίνει. Τόσα
πτώματα θά ὑπάρξουν ἀπό τό ἕν ἄκρον τῆς γῆς μέχρι τό ἄλλον, ὥστε οὐδείς θά
θάπτει τούς νεκρούς»[99]. Ἔτσι ἀκριβῶς περιγράφεται ὁ «ὄμορφος
κόσμος», πού ὀνειρεύονται οἱ «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ» μετά τόν Ἀρμαγεδῶνα· ἕνας
κόσμος γεμᾶτος πτώματα, πού δέν θά τά θάπτει κανείς! Ἡ περιγραφή συνεχίζεται μέ
ἀκόμη ἐντονότερες εἰκόνες φρίκης: «Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὁ μέγας σφαγεύς καί τώρα
περιζώνεται τήν μάχαιρά του καί ἐλαύνει νικηφόρος εἰς τόν πόλεμον»[100]. «Ἀπό τή φρικτή σφαγή θά γλιτώσουν μόνον οἱ
"μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ" ὅσοι βρίσκονται μέσα στό καταφύγιον»[101]. «Ὅλοι οἱ ἄλλοι ἔξω ἀπό τό καταφύγιο θά ὁλολύζουν
καί θά κυλίωνται στό χῶμα ... θά θανατωθοῦν ἐξ αἰτίας τῆς γοερῆς ὀργῆς τοῦ
Ἰεχωβᾶ»[102]. Ὅσοι ἐπιζήσουν, οἱ «ἐκλεκτοί», «θά ἐξέλθουν
καί θά ἰδοῦν τά πτώματα ἐκείνων τούς ὁποίους ἐθανάτωσε ὁ Ἰεχωβᾶ, ἄταφα, βορά
τῶν σκωλήκων πού δέν θά πεθαίνουν οὔτε θά παύσουν νά συρρέουν ἐπάνω στά ἀπεχθῆ
πτώματα ὥσπου νά καταφάγουν τά ὀστά των»[103].
Βέβαια, παρόμοιες
περιγραφές συναντᾶμε καί στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, ὅμως, ἐκεῖνες οὔτε τόσο τρομακτικές
εἶναι, οὔτε περιγράφουν μέ ἀκρίβεια πραγματικά γεγονότα, ἀλλά ἀποτελοῦν εἰκόνες
τῆς τελικῆς συντριβῆς τοῦ κακοῦ καί τῆς ἐπικράτησης τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ
στόν «μέλλοντα αἰῶνα»[104]. Καμία πραγματική μάχη δέν θά χρειαστεῖ νά
γίνει. Ὁ Ἀντίχριστος θά καταργηθεῖ μέ τήν ἁπλή ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ ἤ, ὅπως
χαρακτηριστικά ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ»[105], δηλαδή θά καταργηθεῖ μέ ἕνα ἁπλό φύσημα ἀπό
τό στόμα Του.
Ἀμέσως μετά τόν
Ἀρμαγεδῶνα θά ἐγκαθιδρυθεῖ ἡ χιλιετής βασιλεία τοῦ Ἰησοῦ στή γῆ. Ὁ Ρῶσσελ
διαβεβαίωνε ὅτι ἡ ἔναρξή της θά γινόταν τό 1914. Ὁ ἴδιος πίστευε ὅτι ἡ
«παρουσία τοῦ Χριστοῦ» εἶχε ἀρχίσει νωρίτερα, ἀπό τό 1874. Τά 40 ἔτη μέχρι τό
1914 ἦταν ὁ «καιρός τοῦ θερισμοῦ», ὁ ὁποῖος θά ἔληγε μέ τή μάχη τοῦ Ἀρμαγεδῶνα
καί μέ τήν ἔναρξη τῆς ὁρατῆς βασιλείας[106]. Ὅμως, τό 1914 πέρασε καί τίποτε ἀπ’ αὐτά δέν
συνέβη, οὔτε ὁ Ἀρμαγεδῶνας, οὔτε ἡ ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ, οὔτε ἡ ἔναρξη τῆς
βασιλείας Του. Ἀντίθετα, ἀντί τῆς ἀναμενόμενης εἰρήνης, ἄρχισε τό ἔτος ἐκεῖνο ὁ
Α' Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918)! Ὁ Ρῶσσελ ἀναγκάστηκε νά μεταθέσει τήν ἔναρξη
τῆς βασιλείας λίγο ἀργότερα, ἰσχυριζόμενος ὅτι ὁ Παγκόσμιος Πόλεμος θά κατέληγε
στόν Ἀρμαγεδῶνα καί στήν ἐγκαθίδρυση τῆς βασιλείας στή γῆ, γύρω στό 1918[107]. Ὅμως, πέθανε τό 1916 καί δέν πρόλαβε νά
δοκιμάσει τή νέα ἀπογοήτευση ἀπό τή διάψευση καί αὐτῆς τῆς «προφητείας» του. Στήν
ἴδια γραμμή, ὁ διάδοχός του στήν ἡγεσία τῆς «Σκοπιᾶς» Ἰωσήφ Ρόδερφορδ διακήρυττε
ἀρχικά ὅτι ἡ χιλιετής βασιλεία θά ἄρχιζε «τό ἔτος 1925, γύρω στό Φθινόπωρο»[108], ὅταν θά ἐμφανίζονταν ὁ Ἀβραάμ καί οἱ μεγάλοι
ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἀγόρασε, μάλιστα, εἰδικό οἴκημα στό Σάν Ντιέγκο
τῆς Καλιφόρνιας, πού ὀνομάστηκε «Μπέθ Σαρίμ» (Οἶκος Ἀρχόντων), γιά νά τό χρησιμοποιεῖ
ὁ Ἀβραάμ στίς μεταβάσεις του στήν Ἀμερική. Ὅμως, οὔτε τό 1925 συνέβη κάτι καί,
λίγο ἀργότερα, ἡ «Βίλα τοῦ Ἀβραάμ» πουλήθηκε. Τότε ὁ Ρόδερφορδ δέχθηκε «νέα
ἀποκάλυψη» γιά τά ἔσχατα γεγονότα: ἰσχυρίστηκε ὅτι τό 1914 ἔγινε ἀοράτως ἡ Δευτέρα
Παρουσία τοῦ Χριστοῦ καί ἱδρύθηκε ἀοράτως στούς οὐρανούς ἡ βασιλεία Του,
ἀποκρύπτοντας, βέβαια, ὅτι τόσο ὁ ἴδιος, ὅσο καί ὁ Ρῶσσελ μιλοῦσαν γιά ἐπίγεια
καί ὁρατή βασιλεία. Τί συνέβη, ὅμως, στήν περίπτωση αὐτή μέ τόν Ἀρμαγεδῶνα;
Ἔγινε κι αὐτός ἀοράτως στούς οὐρανούς ἤ μετετέθη σέ ἄλλο χρόνο, μετά τή χιλιετῆ
βασιλεία; Ἀπό τήν ἐποχή ἐκείνη ἡ ἑταιρία ἰσχυριζόταν ὅτι ἡ γενιά τοῦ 1914 θά ζοῦσε
ὅλα τά ἔσχατα γεγονότα. Τό 1920 κυκλοφόρησε τό βιβλίο τοῦ Ρόδερφορδ μέ τόν
χαρακτηριστικό τίτλο: «Ἑκατομμύρια ἤδη ζώντων οὐδέποτε θά ἀποθάνουν». Ἀρκετά
χρόνια ἀργότερα, τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1984, τό περιοδικό «Σκοπιά» κυκλοφόρησε μέ
τόν ἐπίσης χαρακτηριστικό τίτλο: «1914. Ἡ γενιά πού δέ θά παρέλθει»[109], ἐνῶ ἀλλοῦ ἡ ἑταιρία ἔκανε λόγο γιά ἀνθρώπους
πού ἦσαν «ἀρκετά ἐνήλικοι» τό 1914 καί «θά ζοῦν ἀκόμη γιά νά ἰδοῦν τό τέλος τοῦ
πονηροῦ αὐτοῦ συστήματος»[110]. Ὅμως, ἡ γενιά τοῦ 1914 ἔχει ἤδη πρό πολλοῦ
παρέλθει, ἐνῶ ἀκόμη καί ὅσοι ἀπό τούς τυχόν ἐπιζῶντες γεννήθηκαν τή χρονιά
ἐκείνη θά εἶναι σήμερα (2014) 100 ἐτῶν! Τελευταία ἀπόπειρα προσδιορισμοῦ τοῦ
χρόνου ἔναρξης τῆς βασιλείας, ἔγινε ἀπό τόν διάδοχο τοῦ Ρόδερφορδ Νάθαν Νόρ. Αὐτός
ἰσχυρίστηκε ὅτι ἡ χιλιετής βασιλεία τοῦ Χριστοῦ στή γῆ θά ἄρχιζε, σύμφωνα μέ
νέους ὑπολογισμούς, τό ἔτος 1975. Ὅταν καί τό ἔτος ἐκεῖνο δέν συνέβη τίποτε, στήν
ἑταιρία ἐπῆλθε μεγάλη ἀπογοήτευση καί τήν συνετάραξε μεγάλη κρίση. Ἀπό τότε δέν
τόλμησε νά ὁρίσει νέα χρονολογία, ἐπαναλαμβάνοντας ἁπλῶς ὅτι λίγος εἶναι ὁ
καιρός μέχρι τόν Ἀρμαγεδῶνα[111].
Στήν ἐποχή μας ἡ ἑταιρία
ἰσχυρίζεται κατά καιρούς ὅτι ἡ βασιλεία εἶναι ἀόρατη, οὐράνια καί πνευματική.
Οἱ «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ» ἦσαν οἱ μόνοι πού δέν κήρυτταν, ὑποτίθεται, τήν
ἐπίγεια βασιλεία μέ κυβερνῆτες τόν Ἀβραάμ καί ἄλλους «πρίγκηπες» τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, ὅπως οἱ ἴδιοι ἰσχυρίζονται![112] Σέ ἔντυπα τῆς αἵρεσης παρατηρεῖται μιά τάση
νά ἑρμηνευθεῖ κατά τόν ἴδιο τρόπο ἀκόμη καί ὁ Ἀρμαγεδῶνας: «Τά ἔθνη ἀφοῦ θά
ἔχουν ἐξοντώσει βίαια τή διεθνῆ θρησκευτική "πόρνη" τή Βαβυλῶνα τή
μεγάλη, θά βρεθοῦν τότε στό στάδιο τῶν παγκοσμίων ἐξελίξεων πού λέγεται Ἀρμαγεδῶνας»[113]. Ἐδῶ ὁ Ἀρμαγεδῶνας ταυτίζεται μέ τό «στάδιο
τῶν παγκοσμίων ἐξελίξεων»· οὔτε ὁ Χριστός ὡς σφαγέας θά ἐμφανισθεῖ, οὔτε ἡ γῆ
θά γεμίσει πτώματα πού θά τά κατατρώγουν τά σκουλήκια, οὔτε ἡ «θρησκευτική
πόρνη» θά ἐξοντωθεῖ ἀπό τόν Χριστό, ἀλλά ἀπό τά «ἔθνη». Ὅμως, οἱ ἀντιλήψεις
αὐτές συνιστοῦν στροφή 180⁰ σέ σχέση μέ ὅ,τι δίδασκε ἡ ἑταιρία «Σκοπιά» στό
παρελθόν ἤ σέ σχέση μέ ὅ,τι συνεχίζει νά διδάσκει σέ ἄλλες περιπτώσεις.
Βέβαια, δέν ἀνήκει στό
θέμα μας ἡ ἀναλυτική ἀναφορά στήν ἐσχατολογία τῆς αἵρεσης. Συνοπτικά ἀναφέρουμε
ὅτι, γιά τούς ὁπαδούς της, ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν θά γίνει σταδιακά καί ὄχι γιά
ὅλους τούς νεκρούς[114]. Ἡ τελική Κρίση θά γίνει σταδιακά κατά τή
διάρκεια τῆς χιλιετοῦς βασιλείας, ἀλλά καί ἐφ’ ἅπαξ στό τέλος της[115]. Στό τέλος τῆς χιλιετίας θά λυθεῖ γιά λίγο ὁ
Σατανᾶς, γιά νά ριφθεῖ, τελικά, στήν καιόμενη λίμνη τοῦ πυρός[116].
Ὡς πρός τή σχέση τοῦ
Χριστοῦ μέ τά ἔσχατα γεγονότα παρατηροῦμε, γενικά, τά ἑξῆς: α) Ἡ βασιλεία τοῦ
Χριστοῦ ἄλλοτε χαρακτηρίζεται ἐπίγεια καί ὁρατή καί ἄλλοτε οὐράνια καί ἀόρατη,
ἐντός τοῦ πλήρους ἀντιφάσεων, μεταβολῶν καί ἀσαφειῶν ἐσχατολογικοῦ συστήματος
τῆς αἵρεσης. β) Ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι «βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων»[117], τῆς ὁποίας «οὐκ ἔσται τέλος»[118], ἀλλά βασιλεία προσωρινή καί μέ ἡμερομηνία
λήξεως. Ἐγκαθίδρυση τῆς βασιλείας ἀοράτως στούς οὐρανούς σημαίνει, προφανῶς, ὅτι
ὁ Χριστός δέν ἦταν βασιλεύς πρίν ἀπό τό γεγονός αὐτό. Ἀλλά καί ἡ τελική Κρίση
τοῦ κόσμου δέν θά γίνει ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό, κατά τούς ὁπαδούς τῆς αἵρεσης.
«Ἐξάλλου στό τέλος τῆς Χιλιετίας, ὁ Ἰεχωβᾶ θά κρίνει καί ὄχι ὁ Ἰησοῦς Χριστός»,
διαβάζουμε στό περιοδικό «Σκοπιά»[119]. γ) Ἐπίσης, ἔναρξη τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ
Χριστοῦ ἀοράτως στούς οὐρανούς σημαίνει ὅτι προηγουμένως ὁ Χριστός ἦταν ἀπών
ἀπό τούς οὐρανούς, ὁπότε προκύπτει φυσικά ἡ ἀπορία: ποῦ ἦταν ὁ Χριστός μέχρι
τήν Δευτέρα Παρουσία Του, ἄν δέν ἦταν οὔτε στόν οὐρανό, οὔτε στή γῆ; δ) Ἡ
περιγραφή τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τουλάχιστον ὑπάρχει στό περιοδικό «Ξύπνα»,
ὅπου ἀναφέρεται ὅτι αὐτή, «θά ἔχει ὡς διορισμένο ἀπό τό θεό ἡγέτη της τόν
δοξασμένο Ἰησοῦ Χριστό τόν Ἄρχοντα Εἰρήνης, ... θά εἶναι πραγματικά μία
παγκόσμια κυβέρνηση, ... θά ἐκπροσωπεῖ ὅλους τούς λαούς, ... θά βάλει τέλος σέ
ὅλες τίς ἀνθρώπινες κυβερνήσεις, οἱ ὁποῖες ἀντιτίθενται στήν ἐξουσία της, ... οἱ
λαοί τῆς γῆς θά κυβερνῶνται μέ βάση ἕνα διεθνές δίκαιο, ... τά ἄτομα πού
ἀγαποῦν τή βία θά ἀφανισθοῦν»[120], προσιδιάζει περισσότερο στή βασιλεία τοῦ
Ἀντιχρίστου, παρά στή βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος θά ἐμφανισθεῖ πρίν τό τέλος
τοῦ κόσμου ἀντί τοῦ Χριστοῦ, σέ ἐκεῖνον θά δοθεῖ «ἐξουσία ἐπί πᾶσαν φυλήν καί
λαόν καί γλῶσσαν καί ἔθνος», κατά τήν ἱερά Ἀποκάλυψη[121], καί ἐκεῖνος θά κυβερνήσει προσωρινά ἕναν
ἑνοποιημένο κόσμο. ε) Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ γνωρίζει δύο μόνο Παρουσίες τοῦ
Κυρίου, μία πραγματοποιημένη καί μία ἀναμενόμενη, τήν «ἐπιφάνεια τῆς Χάριτος»
καί τήν «ἐπιφάνεια τῆς Δόξης» τοῦ Κυρίου. Στήν «ἐπιφάνεια τῆς Δόξης», δηλαδή στή
Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, τά γεγονότα θά γίνουν ὅλα μαζί, ἐντός ὀλίγου
χρονικοῦ διαστήματος: ἡ κατάργηση τοῦ ἔσχατου Ἀντιχρίστου, ἡ ἀνάσταση τῶν
νεκρῶν, ἡ τελική Κρίση, ἡ ἀνακαίνιση τοῦ φυσικοῦ κόσμου, ἡ ἔναρξη τοῦ
«μέλλοντος αἰῶνος». Οἱ «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ», ἀντίθετα, κάνουν λόγο γιά μιά
μακρᾶς διαρκείας Δευτέρα Παρουσία, στήν ὁποία ἐντάσσονται γεγονότα ὅπως ὁ
Ἀρμαγεδῶνας καί ἡ χιλιετής βασιλεία, ἤ, ἀκριβέστερα, κάνουν λόγο γιά
περισσότερες Παρουσίες: δεύτερη παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἀοράτως στούς οὐρανούς,
τρίτη παρουσία ὡς «σφαγέως» στόν Ἀρμαγεδῶνα, τέταρτη παρουσία ὡς βασιλέως στή
χιλιετία. στ) Τέλος, ὁ προσδιορισμός «καιρῶν καί χρόνων» γιά τά ἔσχατα γεγονότα
ἀπό τήν ἑταιρία «Σκοπιά» καί ἡ κατ’ ἐπανάληψιν διάψευσή τους ἀποδεικνύει τήν ἑταιρία
ὡς τό χαρακτηριστικότερο, ἴσως, παράδειγμα ψευδοπροφήτου στήν ἱστορία τοῦ
Χριστιανισμοῦ.
* *
*
Σεβαστοί πατέρες καί
ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Ἡ παροῦσα εἰσήγηση
προσπάθησε νά μᾶς ξεναγήσει στούς σκοτεινούς χώρους τῆς διδασκαλίας τῶν «Μαρτύρων
τοῦ Ἰεχωβᾶ». Προφανῶς, δέν φωτιστήκαμε μέ ὅσα ἀκούσαμε, ἀλλά ψηλαφήσαμε
«πυκνότερο σκότος», κατά τή χαρακτηριστική ἔκφραση τοῦ μακαριστοῦ π. Ἀντωνίου
Ἀλεβιζοπούλου[122]. Ἀπό τήν ἁπλή παράθεση τῆς διδασκαλίας τῆς
αἵρεσης γιά τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἔγινε κατανοητό ὅτι ἡ διδασκαλία αὐτή, τό
κέντρο τῆς χριστιανικῆς πίστεως, διαστρέφεται καί ἀλλοιώνεται στό σύνολό της: στήν
τριαδολογική της διάσταση, στή διάσταση τῆς θείας Οἰκονομίας καί στήν
ἐσχατολογική διάσταση. Μεταξύ τῆς Χριστολογίας τῆς αἵρεσης καί τῆς Χριστολογίας
τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτή καταγράφεται στά Βιβλικά καί Πατερικά κείμενα, «χάσμα
μέγα ἐστήρικται». Γιά μᾶς ὁ Χριστός εἶναι ὁ Γιαχβέ τῆς Βίβλου, εἶναι ὁ Κτίστης
καί Δημιουργός τοῦ σύμπαντος κόσμου, ὁ μόνος Σωτῆρας του καί ὁ ἔσχατος Κριτής
του. Γιά τούς «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ», ἀντίθετα, εἶναι μόνο ἕνα δημιούργημα τοῦ
Θεοῦ, ἕνας διάκονος καί ὑπηρέτης Του, πού ἀναλαμβάνει καί ἀσκεῖ προσωρινούς
ρόλους, ὅπως ἡ «δικαίωση τοῦ ὀνόματός Του», ἡ τιμωρία τῶν ἁμαρτωλῶν καί ἡ
προσωρινή διακυβέρνηση τοῦ κόσμου. Στό πλαίσιο αὐτό, ὅσα τυχόν «ἐπαινετικά» ἤ
«ἐγκωμιαστικά» λέγονται γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς «Μάρτυρες τοῦ
Ἰεχωβᾶ», ὅπως ἄλλωστε καί ἀπό πολλές ἄλλες αἱρέσεις, ὁμάδες ἤ πρόσωπα,
συνιστοῦν, τελικά, μείωση τῆς «δόξης τοῦ Μονογενοῦς»[123], καί γι’ αὐτό στήν οὐσία εἶναι προσβλητικά, ὑποτιμητικά
καί ἐχθρικά γιά τόν Κύριο τῆς Δόξης, στόν Ὁποῖο πιστεύουμε καί τόν Ὁποῖο
λατρεύουμε. Οἱ Χριστολογικές ἀντιλήψεις τῆς ἑταιρίας «Σκοπιά» συνιστοῦν «ἕτερον
εὐαγγέλιον»[124], σέ σχέση μέ τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ· ὄχι,
βέβαια, Εὐαγγέλιο σωτηρίας, ἀλλά «εὐαγγέλιο» πλάνης καί ἀπωλείας, οἱ δέ ὁπαδοί
της ἐντάσσονται, χωρίς ὑπερβολή, μεταξύ τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ ἤ τῶν
«ἀντιχρίστων»[125] τῆς ἱστορίας.
Ἡ συστηματική ἀναίρεση
τῶν ἀντιλήψεων αὐτῶν, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν συλλογή ἀπό αἱρέσεις καί πλάνες τοῦ
παρελθόντος, ἔχει ἤδη γίνει ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καί ἰδιαίτερα ἀπό ἐκείνους
τοῦ δ' μ.Χ. αἰῶνα. Ἡ ἀπαιτούμενη ἐλαφρά προσαρμογή τῶν Πατερικῶν ἐπιχειρημάτων
στά δεδομένα τῆς συγκεκριμένης αἵρεσης ἔχει ἤδη γίνει ἀπό εἰδικούς, πού
ἀσχολοῦνται μέ τήν ἀντιμετώπιση τῶν σύγχρονων αἱρέσεων.
Ταπεινῶς εὐχόμεθα, ὁ
Κύριος καί Θεός μας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, τό «φῶς τό ἀληθινόν, τό φωτίζον καί
ἁγιάζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον»[126], ἐμᾶς μέν νά μᾶς διατηρεῖ σταθερούς καί
ἀκλόνητους «ἐν οἷς ἐμάθομεν καί ἐπιστώθημεν»[127], τούς δέ πεπλανημένους συνανθρώπους μας νά
ὁδηγεῖ «εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας»[128] καί εἰς ὁδούς μετανοίας καί ἐπιστροφῆς στή
Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία Του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΟΥ
ΙΕΧΩΒΑ»: Σκοπιά (περιοδικό), Ξύπνα (περιοδικό), Ρῶσσελ Κ., Γραφικαί Μελέται, τ.
Β': Ὁ καιρός ἐστίν ἐγγύς, ἔκδ. 1889, Ρῶσσελ Κ., Γραφικαί Μελέται, τ. Γ': Ἐλθέτω
ἡ Βασιλεία σου, ἔκδ. 1891, Ρῶσσελ Κ., Γραφικαί
Μελέται, τ. Δ': Ἡ μάχη τοῦ Ἀρμαγεδῶνος, ἔκδ. 1897, Ρόδερφορδ Ἰω., Ἀπελευθέρωσις,
ἔκδ. 1926, Ρόδερφορδ Ἰω., Δημιουργία, ἔκδ. 1927, Ρόδερφορδ Ἰω., Διεκδίκησις, τ.
Α', ἔκδ. 1932, Ρόδερφορδ Ἰω., Ἡ κιθάρα τοῦ Θεοῦ, ἔκδ. 1921, Ρόδερφορδ Ἰω., Καταλλαγή,
ἔκδ. 1928, Ρόδερφορδ Ἰω., Κυβέρνησις, ἔκδ. 1928, Ρόδερφορδ Ἰω., Προφητεία, ἔκδ.
1929, Ρόδερφορδ Ἰω., Φῶς, τ. Α', ἔκδ. 1930, Ρόδερφορδ Ἰω., Φῶς, τ. Β', ἔκδ.
1930, Ἀγαθά νέα, ἔκδ. 1976-1978, Ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου, ἔκδ. 1961, Ἀπό τόν
ἀπολεσθέντα Παράδεισο στόν ἀποκατεστημένο Παράδεισο, ἔκδ. 1958-1960, Γενηθήτω
τό θέλημά σου ἐπί τῆς γῆς, ἔκδ. 1958, Γνώση, ἔκδ. 1995, Ἔστω ὁ Θεός ἀληθής,
ἔκδ. 1950, Ἐχθροί, ἔκδ. 1930, Ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς, ἔκδ. 1943, Ἡ ἀλήθεια
πού ὁδηγεῖ στήν αἰώνια ζωή, ἔκδ. 1968, Μπορεῖτε νά ζεῖτε γιά πάντα στόν
παράδεισο στή γῆ, ἔκδ. 1984, Νέοι Οὐρανοί καί Νέα Γῆ, ἔκδ. 1953-1957, Ὁ
Παράδεισος ἀποκαθίσταται γιά τήν ἀνθρωπότητα μέσω τῆς Θεοκρατίας, ἔκδ. 1998, Πλούτη,
ἔκδ. 1936, Πράγματα εἰς τά ὁποῖα εἶναι ἀδύνατον νά ψευστεῖ ὁ Θεός, ἔκδ. 1965, Τό
Ἅγιον Πνεῦμα. Ἡ δύναμις πίσω ἀπό τήν ἐπικείμενη Νέα Τάξη, ἔκδ. 1976, Ὑπάρχει
Δημιουργός πού ἐνδιαφέρεται γιά ἐσᾶς;, ἔκδ. 1998, Χιλιετής Βασιλεία, ἔκδ. 1985.
ΑΛΛΑ ΕΡΓΑ: Ἀλεβιζοπούλου
Ἀντ. Πρωτ., Ἐγχειρίδιο αἱρέσεων καί παραχριστιανικῶν ὁμάδων, Ἀθήνα 19943, Ἀλεβιζοπούλου
Ἀντ. Πρωτ., Ἡ λατρεία τῆς Σκοπιᾶς, τ. Α': Παλαιότερη καί νεότερη ἱστορία μέ
βάση γνωστές καί ἄγνωστες πηγές, Ἀθῆναι 1993, Ἀλεβιζοπούλου Ἀντ. Πρωτ., Ἡ λατρεία
τῆς Σκοπιᾶς, τ. Β': Μιά δικτατορία στό Μπρούκλιν, Ἀθῆναι 1994, Ἀλεβιζοπούλου
Ἀντ. Πρωτ., Ἡ λατρεία τῆς Σκοπιᾶς, τ. Γ': «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ» καί Ὀρθοδοξία,
Ἀθῆναι 1995, Ἀλεβιζοπούλου Ἀντ. Πρωτ., Ἡ Σκοπιά: Ζωηρότερο φῶς ἤ πυκνότερο
σκότος;, ἔκδ. Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 19852, Ἀλεβιζοπούλου Ἀντ. Πρωτ., Οἱ
Χιλιαστές μᾶς γράφουν, ἔκδ. Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 19852, Καρμίρη Ἰω., Τά
Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. Ι, ἐν
Ἀθήναις 19602, Μπουρδάκου Ἀ., «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ». Ἀπό τό Α στό Ω, ἔκδ.
Π.Ε.Γ., Ἀθήνα 2008, Φειδᾶ Βλ., Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α', Ἀθῆναι 19942, Χατζῆ
Ἐλ. Ἱερ., Τό ξεσκέπασμα τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ. Μιά ἀποκαλυπτική μελέτη γιά τό
σκοτεινό καί ὕπουλο ρόλο τους, ἔκδ. Ν. Παναγόπουλος, Ἀθήνα 1990, σ. 228.
Πρωτ. Σωτήριος Ὀ.
Ἀθανασούλιας
2014
[4] «Οὐδείς
ἔρχεται πρός τόν Πατέρα εἰ μή δι’ ἐμοῦ»
(Ἰω. 14,6). «Οὐδέ τόν Πατέρα τις ἐπιγινώσκει
εἰ μή ὁ Υἱός καί ᾧ ἐάν
βούληται ὁ Υἱός ἀποκαλύψαι» (Ματθ. 11,27). «Ὁ ἑωρακώς
ἐμέ ἑώρακε τόν Πατέρα» (Ἰω. 14,9).
[5] «Ὁ
Παράκλητος, ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν
παρά τοῦ Πατρός» (Ἰω. 15,26). «Ἰδού
ἐγώ ἀποστέλλω τήν ἐπαγγελίαν
τοῦ πατρός μου ἐφ᾿
ὑμᾶς» (Λουκ. 24,49). «Ἐκ τοῦ
ἐμοῦ λήψεται καί ἀναγγελεῖ
ὑμῖν» (Ἰω. 16,14).
[6] «Οὐκ
ἔστιν ἐν ἄλλῳ
οὐδενί ἡ σωτηρία·
οὐδέ γάρ ὄνομά
ἐστιν ἕτερον ὑπό
τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν
ἀνθρώποις ἐν ᾧ
δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. 4,12).
[8] Ἡ
ἐκτροπή αὐτή πρέπει νά
λαμβάνεται ὑπ’ ὄψιν καί στήν ποιμαντική ἀντιμετώπιση τῶν
μελῶν τῆς αἵρεσης. Ἴσως εἶναι
ὀρθότερο, ἀντί νά ἀρχίζουμε
νά συζητοῦμε θέματα ὄντως σημαντικά, ἀλλά
μᾶλλον ἀδιάφορα γιά τά μέλη ἤ
θύματα τῆς αἵρεσης, νά συζητοῦμε πρῶτα
ὅσα ἀπό ἐκείνους θεωροῦνται σημαντικά, ὥστε
σ’ αὐτά νά κλονίζεται πρῶτα ἡ
ἐμπιστοσύνη τους στή διδασκαλία τῆς
ἑταιρίας, καί στή συνέχεια νά προχωροῦμε
στά ὄντως σημαντικά θέματα.
[9] Ἀπό
τά παραπάνω φαίνεται τό πόσο προβληματική εἶναι ἡ
χρήση τοῦ προσδιορισμοῦ «Χριστιανοί» ἀπό
τούς «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ», προκειμένου νά χαρακτηρίσουν ἑαυτούς,
μέ τίς γνωστές νομικές συνέπειες. Ἄν Χριστιανοί εἶναι
ὅσοι ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ καί ἄν θεμέλιο τῆς
Ἐκκλησίας εἶναι ἡ
πίστη ὅτι ὁ Χριστός εἶναι «ὁ
υἱός τοῦ Θεοῦ
τοῦ ζῶντος» (Ματθ. 16,16), τότε δέν μπορεῖ
νά ἀποκαλεῖται Χριστιανός ὅποιος
δέν ἀποδέχεται αὐτή τήν ἀλήθεια.
Εἶναι προφανές, ὅτι μόνο παραπλανητικά
καί γιά τούς σκοπούς τῆς προπαγάνδας γίνεται ἀποδεκτός αὐτός
ὁ προσδιορισμός ἐκ μέρους τῶν
μελῶν τῆς αἵρεσης.
[10] «Ἐγώ
καί ὁ πατήρ ἕν ἐσμεν»
(Ἰω. 10,30).
[11] «Ὁ
πατήρ μου μείζων μού
ἐστι» (Ἰω. 14,28). «Ἑαυτόν
ἐκένωσε μορφήν δούλου λαβών,
ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων
γενόμενος, καί σχήματι εὑρεθείς
ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν
ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος
μέχρι θανάτου, θανάτου
δέ σταυροῦ» (Φιλιπ. 2, 7-8). «Ὅς ἐάν
θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος, ἔσται
ὑμῶν δοῦλος, ὥσπερ ὁ
υἱός τοῦ ἀνθρώπου
οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά
διακονῆσαι» (Ματθ. 20, 27-28, Μάρκ. 10, 44-45). «Νῦν
δέ ζητεῖτέ με ἀποκτεῖναι, ἄνθρωπον
ὅς τήν ἀλήθειαν
ὑμῖν λελάληκα» (Ἰω.
8,40). Βλ. ἐπίσης τίς πάμπολλες περιπτώσεις, στίς ὁποῖες
ὁ Κύριος ἀποκαλεῖται
«υἱός ἀνθρώπου» (π.χ. Ματθ. 8,20, 9,6, 10,23, Μάρκ. 2,10, 8,38,
9,9, Λουκ. 5,24, 7,34, 9,26, 9,44, Ἰω. 3,13, 5,27, 12,23,
12,34 κ.ἄ.).
[13] Βέβαια, ἄγνωστο,
ἤ μᾶλλον ἀκατανόητο, παραμένει
καί γιά μᾶς, ἀφοῦ ὑπερβαίνει τή λογική ἀκόμη καί τῶν
Ἀγγέλων. Ὡστόσο, ἐμεῖς
τό δεχόμεθα διά πίστεως καί μέ πνεῦμα ταπεινώσεως καί ὑπακοῆς
στούς λόγους τοῦ Κυρίου καί στή διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς
Ἐκκλησίας.
[14] Ὁ
προσδιορισμός «ὁ αὐτός» περί τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ συνοδεύει πάντοτε τήν ἔκφραση «τέλειος Θεός
καί τέλειος ἄνθρωπος» στά Ὀρθόδοξα δογματικά
κείμενα (βλ. π.χ. Ὅρος πίστεως Δ' Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, Ἰω. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα
τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας,
τ. Ι, ἐν Ἀθήναις 19602, σ. 175 κ.ἄ.).
[15] «Τάς δέ εὐαγγελικάς
καί ἀποστολικάς περί τοῦ Κυρίου φωνάς ἴσμεν
τούς θεολόγους ἄνδρας τάς μέν κοινοποιοῦντας ὡς
ἐφ’ ἑνός προσώπου, τάς δέ διαιροῦντας
ὡς ἐπί δύο φύσεων· καί τάς μέν θεοπρεπεῖς
κατά τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τάς δέ ταπεινάς
κατά τήν ἀνθρωπότητα αὐτοῦ
παραδίδοντας» (Ἔκθεσις Πίστεως Διαλλαγῶν, Ἰω.
Καρμίρη, ὅ.π., σ. 155). «Πάσας τοίνυν τάς ἐν
τοῖς Εὐαγγελίοις φωνάς, τάς τε ἀνθρωπίνας, καί μήν καί
τάς θεοπρεπεῖς, ἑνί προσώπῳ προσάπτομεν» (Κυρίλλου
Ἀλεξανδρείας, Ἐπίλυσις τῶν
Δώδεκα Κεφαλαίων, PG 76, 301C). «Ἑνί τοιγαροῦν
προσώπῳ τάς ἐν τοῖς
εὐαγγελίοις πάσας ἀναθετέον φωνάς, ὑποστάσει
μιᾷ» (Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἐπιστολή πρός
Νεστόριον Γ', Ἰω. Καρμίρη, ὅ.π., σ. 144).
[16] Πλούτη, ἔκδ.
Μ.τ.Ἰ., 1936, σ. 198. Βλ. καί Ἀ. Μπουρδάκου, «Μάρτυρες
τοῦ Ἰεχωβᾶ». Ἀπό τό Α στό Ω, ἔκδ. Π.Ε.Γ., Ἀθήνα
2008, σ. 357. Οἱ περισσότερες παραπομπές σέ κείμενα τῶν
Μαρτύρων τοῦ Ἱεχωβᾶ γίνονται ἀπό τό σπουδαιότατο αὐτό
ἔργο τῆς κ. Ἄννας
Μπουρδάκου. Γι’ αὐτό, ἀλλά καί ἐπειδή οἱ
περισσότερες ἐκδόσεις τῶν «Μαρτύρων τοῦ
Ἰεχωβᾶ» εἶναι σπάνιες καί δυσεύρετες, στίς παραπομπές αὐτῆς
τῆς ἐργασίας, μετά τήν παράθεση τῆς σελίδας κάποιου ἐντύπου
τῶν «Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ»
στό ὁποῖο παραπέμπουμε, παραθέτουμε σέ παρένθεση καί τή σελίδα
στήν ὁποία ὑπάρχει τό ἴδιο
κείμενο στό παραπάνω ἔργο τῆς κ. Ἄννας
Μπουρδάκου.
[17] Προφητεία, ἔκδ.
Μ.τ.Ἰ., 1929, σ. 22 (357).
[18] Σκοπιά, ἔκδ.
Μ.τ.Ἰ., 15/8/1999, σ. 13 (358).
[19] Σκοπιά, ἔκδ.
Μ.τ.Ἰ., 1/8/1992, σ. 23 (358).
[20] Ἡ
ἀλήθεια πού ὁδηγεῖ
στήν αἰώνια ζωή, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ.,
1968, σ. 22 (358).
[21] Στό ἴδιο,
σ. 22 (357-358).
[22] Σκοπιά, ἔκδ.
Μ.τ.Ἰ., 1/6/2000, σ. 5 (180).
[23] Ἰω.
Ρόδερφορδ, Προφητεία, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1929, σ. 171 (118).
[24] Πρωτ. Ἀντ.
Ἀλεβιζοπούλου, Οἱ Χιλιαστές μᾶς
γράφουν, ἔκδ. Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 19852, σ. 337.
[25] Πρωτ. Ἀντ.
Ἀλεβιζοπούλου, Ἡ λατρεία τῆς
Σκοπιᾶς, τ. Α': Παλαιότερη καί νεότερη ἱστορία
μέ βάση γνωστές καί ἄγνωστες
πηγές, Ἀθῆναι 1993, σ. 56.
[29] «Ὤφθη
δέ αὐτῷ ἄγγελος Κυρίου ἐν
πυρί φλογός ἐκ τοῦ βάτου» (Ἐξ. 3,2).
[30] «Ὡς
δέ εἶδε Κύριος ὅτι προσάγει
ἰδεῖν, ἐκάλεσεν αὐτόν ὁ
Κύριος ἐκ τοῦ
βάτου» (Ἐξ. 3,4).
[35] Πρβλ. τίς ἐκφράσεις:
«Οὐδέ τόν πατέρα τις ἐπιγινώσκει
εἰ μή ὁ υἱός καί ᾧ ἐάν
βούληται ὁ υἱός
ἀποκαλύψαι» (Ματθ. 11,27, Λουκ.
10,22). «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε·
ὁ μονογενής υἱός ὁ
ὤν εἰς τόν κόλπον τοῦ
πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» (Ἰω. 1,18). Εἶναι
χαρακτηριστικό, ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
ἡ ἐπιγραφή «ὁ Ὤν»
ὑπάρχει πάντοτε στό φωτοστέφανο τῆς
εἰκόνος τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ.
[36] Γνώση, ἔκδ.
Μ.τ.Ἰ., 1995, σ. 62 (177).
[37] Ξύπνα, ἔκδ.
Μ.τ.Ἰ., 8/12/1998, σ. 8 (178-179).
[38] Βλ. Φειδᾶ,
Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α', Ἀθῆναι
19942, σ. 386.
[39] Νέοι Οὐρανοί
καί Νέα Γῆ, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1953-1957, σ. 25
(171).
[40] Ἰω.
Ρόδερφορδ, Ἀπελευθέρωσις, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ.,
1926, σ. 16 (169).
[41] Πράγματα εἰς
τά ὁποῖα εἶναι ἀδύνατον νά ψευσθῇ
ὁ Θεός, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ.,
1965, σ. 125 (174).
[42] Στό ἴδιο,
σ. 123 (174).
[43] Τό
Ἅγιον Πνεῦμα. Ἡ
δύναμις πίσω ἀπό τήν ἐπικείμενη Νέα Τάξη, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ.,
1976, σ. 25 ( 174-175).
[44] Νέοι Οὐρανοί
καί Νέα Γῆ, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1953-1957, σ. 25-26
(171).
[45] Στό ἴδιο,
σ. 158 (172).
[46] Στό ἴδιο,
σ. 225 (95).
[47] Στό ἴδιο,
σ. 207 (94).
[51] Ἐχθροί,
ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1930, σ. 118 (170).
[52] Βλ. Φειδᾶ,
Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α', Ἀθῆναι
19942, σ. 244-245.
[53] Τό
Ἅγιον Πνεῦμα. Ἡ
δύναμις πίσω ἀπό τήν ἐπικείμενη Νέα Τάξη, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ.,
1976, σ. 89 (175).
[54] Ἡ
ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς,
ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1943, σ. 41 (171).
[55] Ἰω.
Ρόδερφορδ, Καταλλαγή, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1928, σ. 84-85 (169).
[56] Ἔστω
ὁ Θεός ἀληθής, ἔκδ.
Μ.τ.Ἰ., 1950, σ. 35 (171).
[57] Ἰω.
Ρόδερφορδ, Δημιουργία, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1927, σ. 228 (169).
«Ὁ Ἰησοῦς, δέν ἠννόει ὅτι
ἔμελλε νά ἀποθάνῃ»
( Ἰω. Ρόδερφορδ, Καταλλαγή, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ.,
1928, σ. 226 (169)).
[58] Σκοπιά, ἔκδ.
Μ.τ.Ἰ., 15/6/1998, σ. 25 (178).
[59] Κ. Ρῶσσελ,
Γραφικαί Μελέται, τ. Γ': Ἐλθέτω ἡ Βασιλεία σου, ἔκδ.
Μ.τ.Ἰ., 1891, σ. 63 (168).
[60] Κ. Ρῶσσελ,
Γραφικαί Μελέται, τ. Β': Ὁ καιρός ἐστίν ἐγγύς,
ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1889, σ. 407, βλ.
καί Πρωτ. Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, Ἡ Σκοπιά: Ζωηρότερο φῶς
ἤ πυκνότερο σκότος;, ἔκδ. Ἀποστολική
Διακονία, Ἀθήνα 19852, σ. 117.
[61] Ἰω.
Ρόδερφορδ, Δημιουργία, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1927, σ. 16 (169)
[62] Γενηθήτω τό
θέλημά σου ἐπί τῆς γῆς, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1958, σ. 337 (172).
[65] Πλούτη, ἔκδ.
Μ.τ.Ἰ., 1936, σ. 22 (171).
[66] Ἐχθροί,
ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1930, σ. 117-118 (170).
[67] Γνώση, ἔκδ.
Μ.τ.Ἰ., 1995, σ. 69 (178).
[68] Ἰω.
Ρόδερφορδ, Προφητεία, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1929, σ. 54 (170).
[69] Βλ. παραπάνω, ὑποσ.
14.
[70] Ἀγαθά
νέα, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1976-1978, σ. 118 (175).
[71] Μπορεῖτε
νά ζεῖτε γιά πάντα στόν
παράδεισο στή γῆ, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1984, σ. 62-63.
[72] Ὑπάρχει
Δημιουργός πού ἐνδιαφέρεται γιά ἐσᾶς;,
ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1998, σ. 145-146 (179).
[73] Ἀπό
τόν ἀπολεσθέντα Παράδεισο στόν ἀποκατεστημένο
Παράδεισο, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1958-1960, σ. 142 (173).
[74] Ἰω.
Ρόδερφορδ, Κυβέρνησις, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1928, σ. 105 (169-170).
[75] Ματθ. 2,11, Ματθ.
14,33, Ἰω. 9,38, Μάρκ. 5,6-7, Ἰω. 5,23, Φιλιπ. 2,10-11.
[76] Ματθ. 4,10. Πρβλ. Δευτ.
6,13.
[77] Πρωτ. Ἀντ.
Ἀλεβιζοπούλου, Ἡ λατρεία τῆς
Σκοπιᾶς, τ. Β': Μιά δικτατορία στό
Μπρούκλιν, Ἀθῆναι 1994, σ. 130, ὅπου καί σχετικές
παραπομπές.
[78] Σκοπιά, ἔκδ.
Μ.τ.Ἰ., 15/1/1992, σ. 23, πρβλ. Πρωτ. Ἀντ.
Ἀλεβιζοπούλου, ὅ.π., σ. 130.
[79] Πλούτη, ἔκδ.
Μ.τ.Ἰ., 1936, στό Ἀ. Μπουρδάκου, ὅ.π.,
σ. 344.
[81] Ἰω.
Ρόδερφορδ, Καταλλαγή, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1928, σ. 139-144 (169).
[82] Ὁ
Παράδεισος ἀποκαθίσταται γιά τήν ἀνθρωπότητα μέσω τῆς
Θεοκρατίας, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1998, σ. 367 (179-180).
[83] Γενηθήτω τό
θέλημά σου ἐπί τῆς γῆς, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1958, σ. 337 (172).
[84] Σκοπιά, ἔκδ.
Μ.τ.Ἰ., 1/4/2000, σ. 12 (180).
[85] Ἁγιασθήτω
τό ὄνομά σου, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ.,
1961, σ. 273 (173).
[88] Ἰω.
Ρόδερφορδ, Ἡ κιθάρα τοῦ Θεοῦ,
ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1921, σ. 189 (168).
[89] Στό ἴδιο,
σ. 191 (168).
[90] Τό
Ἅγιον Πνεῦμα. Ἡ
δύναμις πίσω ἀπό τήν ἐπικείμενη Νέα Τάξη, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ.,
1976, σ. 19 (174).
[92] Σύμβολο τῆς
Πίστεως.
[93] Ματθ. 25, 31-46, Ματθ.
24, 3-44, Μάρκ. 13, 1-37, Λουκ. 21, 5-36.
[94] Βλ. Φειδᾶ,
Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α', Ἀθῆναι
19942, σ. 150-151.
[95] Σέ ἀντίθεση
μέ τή διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου: «ἡ βασιλεία ἡ
ἐμή οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ
κόσμου τούτου» (Ἰω. 18,36).
[98] Κ. Ρῶσσελ,
Γραφικαί Μελέται, τ. Δ': Ἡ μάχη τοῦ Ἀρμαγεδῶνος,
ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1897, σ. 16 (59).
[99] Ἰω.
Ρόδερφορδ, Φῶς, τ. Α', ἔκδ. Μ.τ.Ἰ.,
1930, σ. 371 (59).
[100] Ἰω.
Ρόδερφορδ, Διεκδίκησις, τ. Α', ἔκδ. Μ.τ.Ἰ.,
1932, σ. 279 (59).
[101] Σκοπιά, ἔκδ.
Μ.τ.Ἰ., 1975, σ. 172 (60).
[102] Σκοπιά, ἔκδ.
Μ.τ.Ἰ., 1/4/1978, σ. 16 (60).
[103] Νέοι Οὐρανοί
καί Νέα Γῆ, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1953-1957, σ.
370-371 (60).
[104] Ἀλεβιζοπούλου
Ἀντ. Πρωτ., Ἡ λατρεία τῆς
Σκοπιᾶς, τ. Γ': «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ»
καί Ὀρθοδοξία, Ἀθῆναι
1995, σ. 188-189.
[105] «Ὅν
ὁ Κύριος ἀναλώσει τῷ
πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ
καί καταργήσει τῇ ἐπιφανείᾳ τῆς
παρουσίας αὐτοῦ» (Β' Θεσ. 2,8).
[106] Πρωτ. Ἀντ.
Ἀλεβιζοπούλου, Ἡ λατρεία τῆς
Σκοπιᾶς, τ. Α': Παλαιότερη καί νεότερη ἱστορία
μέ βάση γνωστές καί ἄγνωστες
πηγές, Ἀθῆναι 1993, σ. 23-25, 59-60, Τοῦ
αὐτοῦ, Οἱ Χιλιαστές μᾶς γράφουν, ἔκδ.
Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 19852, σ. 366.
[107] Πρωτ. Ἀντ.
Ἀλεβιζοπούλου, Ἐγχειρίδιο αἱρέσεων
καί παραχριστιανικῶν ὁμάδων, Ἀθήνα 19943, σ. 462.
[109] Σκοπιά, ἔκδ.
Μ.τ.Ἰ., 15/9/1984, ἐξώφυλλο.
[110] Ἱερ.
Ἐλ. Χατζῆ, Τό ξεσκέπασμα τῶν
Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ. Μιά ἀποκαλυπτική μελέτη γιά
τό σκοτεινό καί ὕπουλο ρόλο τους, ἔκδ. Ν. Παναγόπουλος, Ἀθήνα
1990, σ. 228.
[111] Πρωτ. Ἀντ.
Ἀλεβιζοπούλου, Ἐγχειρίδιο αἱρέσεων
καί παραχριστιανικῶν ὁμάδων, Ἀθήνα 19943, σ. 624.
[112] Πρωτ. Ἀντ.
Ἀλεβιζοπούλου, Ἡ λατρεία τῆς
Σκοπιᾶς, τ. Α': Παλαιότερη καί νεότερη ἱστορία
μέ βάση γνωστές καί ἄγνωστες
πηγές, Ἀθῆναι 1993, σ. 117. Οἱ ἀντιλήψεις
αὐτές διατυπώνονται σέ ἔκδοση τῆς
ἑταιρίας τοῦ 1957. Ὡστόσο
σέ νεότερο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ
«Ξύπνα» διαβάζουμε: «1) Ἡ βασιλεία θά ἔχει ὡς
διορισμένο ἀπό τό Θεό ἡγέτη της τόν δοξασμένο
Ἰησοῦ Χριστό, τόν Ἄρχοντα Εἰρήνης.
2) Ἡ βασιλεία θά εἶναι πραγματικά μία
παγκόσμια κυβέρνηση. 3) Ἡ βασιλεία θά ἐκπροσωπεῖ
ὅλους τούς λαούς. 4) Ἡ βασιλεία τοῦ
Θεοῦ θά βάλει τέλος σέ ὅλες τίς ἀνθρώπινες
κυβερνήσεις, οἱ ὁποῖες ἀντιτίθενται στήν ἐξουσία της. 5) Οἱ
λαοί τῆς γῆς θά κυβερνῶνται μέ βάση ἕνα
διεθνές δίκαιο. 6) Οἱ ὑπήκοοι τῆς βασιλείας θά μάθουν
τίς ὁδούς εἰρήνης. 7) Τά ἄτομα
πού ἀγαποῦν τή βία θά ἀφανισθοῦν.
8) Τά ὅπλα θά ἐξαλειφθοῦν»
(Ξύπνα ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 22/9/1999, σ. 8-9
(75)).
[113] Χιλιετής Βασιλεία, ἔκδ.
Μ.τ.Ἰ., 1985, σ. 21 (60).
[114] Ἀ.
Μπουρδάκου, ὅ.π., σ. 45-46, 53-55.
[116] Ἰω.
Ρόδερφορδ, Φῶς, τ. Β', ἔκδ. Μ.τ.Ἰ.,
1930, σ. 224 (381), Ἀγαθά νέα, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ.,
1976-1978, σ. 188 (209).
[117] «Ἡ
βασιλεία σου, Χριστέ ὁ Θεός, βασιλεία πάντων τῶν αἰώνων»
(Ἰδιόμελον Ἑσπερινοῦ
26ης Δεκεμβρίου, Μηναῖον Δεκεμβρίου, ἔκδ. Φῶς,
Ἀθῆναι, σ. 401).
[118] Σύμβολο τῆς
Πίστεως.
[119] Σκοπιά, ἔκδ.
Μ.τ.Ἰ., 15/5/1995, σ. 18 (211). Πρβλ.: «Στό τέλος τῆς
χιλιετοῦς βασιλείας ὁ Χριστός θά παραδώσει
τούς γήϊνους ὑπηκόους του στόν Ἰεχωβᾶ
τόν τελικό Κριτή» (Πράγματα εἰς τά
ὁποῖα εἶναι ἀδύνατον νά ψευσθῇ
ὁ Θεός, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ.,
1965, σ. 374 (382)).
[120] Ξύπνα, ἔκδ.
Μ.τ.Ἰ., 22/9/1999, σ. 8-9 (75).
[122] Βιβλίο του μέ τίτλο: Ἡ
Σκοπιά: Ζωηρότερο φῶς ἤ πυκνότερο σκότος;, ἔκδ. Ἀποστολική
Διακονία, Ἀθήνα 19852.
[125] «Παιδία,
ἐσχάτη ὥρα ἐστί, καί καθώς ἠκούσατε
ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται, καί νῦν
ἀντίχριστοι πολλοί γεγόνασιν» (Α' Ἰω.
2,18). «Τίς ἐστιν ὁ ψεύστης
εἰ μή ὁ ἀρνούμενος ὅτι ᾿Ιησοῦς
οὐκ ἔστιν ὁ Χριστός;
οὗτός ἐστιν ὁ ἀντίχριστος,
ὁ ἀρνούμενος τόν πατέρα καί τόν υἱόν.
Πᾶς ὁ ἀρνούμενος τόν υἱόν οὐδέ
τόν πατέρα ἔχει» (Α' Ἰω. 2, 22-24). «Ἐν
τούτῳ γινώσκετε τό πνεῦμα τοῦ
Θεοῦ· πᾶν πνεῦμα ὅ
ὁμολογεῖ ᾿Ιησοῦν
Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα,
ἐκ τοῦ Θεοῦ ἔστι· καί πᾶν πνεῦμα
ὅ μή ὁμολογεῖ τόν ᾿Ιησοῦν
Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα,
ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι· καί τοῦτό
ἐστι τό τοῦ ἀντιχρίστου
ὅ ἀκηκόατε ὅτι ἔρχεται, καί νῦν ἐν
τῷ κόσμῳ ἐστίν ἤδη» (Α' Ἰω.
4, 2-3).
[126] Εὐχή
Α' Ὥρας, Μέγα Ὡρολόγιον, ἔκδ.
Ἀποστολική Διακονία, Ἀθῆναι
19869, σ. 95.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου