γαπητοί φίλοι,

Σς καλωσορίζω στό προσωπικό μου ἱστολόγιο καί σς εχομαι καλή περιήγηση. Σ’ ατό θά βρετε κείμενα θεολογικο καί πνευματικο περιεχομένου, πως κείμενα ναφερόμενα στήν πίστη καί Παράδοση τς κκλησίας, ντιαιρετικά κείμενα, κείμενα πνευματικς οκοδομς, κείμενα ναφερόμενα σέ προβληματισμούς καί ναζητήσεις τς ποχς μας καί, γενικά, διάφορα στοιχεα πό τήν πίστη καί ζωή τς ρθόδοξης κκλησίας.

Εχομαι τά κείμενα ατά καί κάθε νάρτηση σ’ ατό τό ἱστολόγιο νά φανον χρήσιμα σέ σους νδιαφέρονται, νά προβληματίσουν θετικά, νά φυπνίσουν καί νά οκοδομήσουν πνευματικά.

ελογία καί Χάρις το Κυρίου νά εναι πάντοτε μαζί σας.

Μετά τιμς καί γάπης.

π. Σωτήριος θανασούλιας

φημέριος Μητροπολιτικο ερο Ναο γίου Βασιλείου Τριπόλεως.

Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2024

Ο Θεός της Αποκαλύψεως και ο φιλοσοφικός στοχασμός

 


ΤΕΥΧΟΣ 125       ΤΡΙΠΟΛΗ    ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2023 

Ο ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ

ΚΑΙ ΤΑ ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΥ ΣΤΟΧΑΣΜΟΥ 

Ἱερουσαλήμ καί Ἀθήνα 

Ὅπως ἔχουμε τονίσει καί σέ ἄλλη περίπτωση μέσῳ τοῦ ἐντύπου μας, τό περί Θεοῦ ἐρώτημα ἀνήκει στά μεγάλα ἐρωτήματα, πού ἀπασχολοῦν διαχρονικά τόν ἄνθρωπο. Ὅλοι κάποτε τό ἀντιμετωπίζουν, εἴτε θετικά, εἴτε ἀρνητικά, εἴτε πιστεύοντας, εἴτε μή, εἴτε πιστεύοντας ὀρθά, εἴτε πιστεύοντας ἐσφαλμένα. Πιθανώτατα ἰσχύει ὁ ἰσχυρισμός, ὅτι ἄπιστοι ἤ ἄθεοι δέν ὑπάρχουν. Ὅσοι ἰσχυρίζονται ὅτι δέν πιστεύουν σέ κάποιον «θεό», ἁπλῶς ἔχουν ἀπολυτοποιήσει (δηλαδή θεοποιήσει!) κάτι ἄλλο: ἕνα σύστημα, μιά ἰδεολογία, ἕναν τρόπο ζωῆς, μιά συνήθεια, μιά κατάσταση, ἕνα πρόσωπο ἤ ἕνα πράγμα (χρήματα, κτήματα, αἰσθησιακές ἡδονές, ἀνθρώπινη δόξα κ.ἄ.)! Εἶναι φανερό, ὅτι οἱ ἐξαρτώμενοι ἀπό τέτοια ἀπολυτοποιημένα (θεοποιημένα) στοιχεῖα, βρίσκονται σέ κατάσταση συγκαλυμμένης, ἀλλά πραγματικῆς εἰδωλολατρίας! Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει χαρακτηριστικά γιά μία ἀπό τίς περιπτώσεις αὐτές, «νεκρώσατε ... τήν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστίν εἰδωλολατρία» (Κολ. 3,5).

Ἀπό Ὀρθόδοξη ἄποψη, αὐτό συμβαίνει ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατασκευασμένος νά ζεῖ σέ σχέση καί κοινωνία μέ τόν Θεό. Τότε μόνο λειτουργεῖ ὀρθά, τότε μόνο ἐνεργεῖ «κατά φύσιν». Ὅταν ἀγνοεῖ τόν ἀληθινό Θεό ἤ τόν ἀπορρίπτει, τότε ἀναγκαστικά καταφεύγει σέ ἄλλους «θεούς», λατρεύοντας «τήν κτίσιν παρά τόν Κτίσαντα» ἤ, ἀκόμη χειρότερα, λατρεύοντας τόν «κοσμοκράτορα τοῦ αἰῶνος τούτου» (Ἐφ. 6,12)! Ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τά ἱερά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἄνθρωπος, μετά τήν πτώση του, ἀπώλεσε τήν κοινωνία μέ τόν Θεό, πού εἶχε στόν Παράδεισο. Ἔπαψε πλέον νά Τόν βλέπει καί νά Τόν γνωρίζει. Ἀπό τότε ἀρχίζει μιά ἀγωνιώδης ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, πού ὁδηγεῖ σέ ἀδιέξοδα καί ἀκολουθεῖ, συνήθως, δύο δρόμους: τόν δρόμο τῆς θρησκείας καί τόν δρόμο τῆς φιλοσοφίας. Ὅμως, κανένας ἀπό αὐτούς δέν ὁδηγεῖ στόν ἀληθινό Θεό, γιατί ὁ Θεός γίνεται γνωστός μόνο ὅπου ἀποκαλύπτεται ὁ Ἴδιος! Ὁ δρόμος τῆς θρησκείας ὁδηγεῖ σέ πεπλανημένες περί Θεοῦ ἀντιλήψεις, ὅπως ἔχουμε ἀναπτύξει ἀλλοῦ. Τί ἰσχύει, ὅμως, γιά τόν δρόμο τῆς φιλοσοφίας; Μήπως αὐτός ὁδηγεῖ στήν ὀρθή ἀντίληψη περί Θεοῦ; Μήπως ὁδηγεῖ στόν ἀληθινό Θεό;

Ὄντως, τό περί Θεοῦ ἐρώτημα εἶναι ἕνα ἀπό τά βασικότερα ἀντικείμενα τῆς φιλοσοφίας, ἀπό τίς ἀπαρχές της μέχρι σήμερα, ἄν καί στήν ἐποχή μας τό πρόβλημα θεωρεῖται μᾶλλον λελυμένο. Γιά τό θέμα ἔχουν γραφεῖ χιλιάδες σελίδες καί ἔχουν γίνει αἱματηροί ἀγῶνες, τά ὁποῖα, βέβαια, δέν μποροῦμε νά παρακολουθήσουμε ἐδῶ. Τό ἐρώτημα εἶναι: Τί ἀξία ἔχουν τά περί Θεοῦ πορίσματα τῆς φιλοσοφίας καί κατά πόσο ἡ περί Θεοῦ μαρτυρία της εἶναι αὐθεντική; Τόν 14ο αἰώνα, ἕνας αἱρετικός μοναχός ἀπό τή Δύση, ὁ Βαρλαάμ (1290-1350), πού προκάλεσε μεγάλη ἀναταραχή στήν Ἐκκλησία, ἰσχυριζόνταν ὅτι δύο δρόμοι ὁδηγοῦν στόν ἀληθινό Θεό: α) ὁ δρόμος τῆς θείας Ἀποκαλύψεως καί β) ὁ δρόμος «τῶν μαθημάτων», δηλαδή τῆς φιλοσοφίας. Τόν δεύτερο θεωροῦσε ἀσφαλέστερο καί αὐθεντικότερο, ἐπειδή περιέχει μόνο «πνευματικά» (ἀφηρημένα) στοιχεῖα, ἐνῶ ὁ πρῶτος περιέχει «ὑλικά». «Ὑλικά» (κτιστά) στοιχεῖα θεωροῦσε τίς Ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ στούς Προφῆτες, Ἀποστόλους καί Ἁγίους! Ἡ Ἐκκλησία, πολύ σωστά, καταδίκασε τόν Βαρλαάμ γιά τίς αἱρετικές αὐτές ἀντιλήψεις του.

Βέβαια, ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶχε ἤδη διακηρύξει ὅτι «διά τῆς σοφίας» κανένας δέν γνώρισε τόν Θεό (Α΄ Κορ. 1,21), οὔτε βέβαια, πρόκειται νά Τόν γνωρίσει. Ἄν ἰσχύει αὐτό, τότε ὅλα τά περί Θεοῦ ἀποφθέγματα τῆς φιλοσοφίας εἶναι ἁπλές ὑποθέσεις, κενός λόγος, διατυπώσεις χωρίς περιεχόμενο ἤ ἀντίκρυσμα (ἀντιστοιχία στήν πραγματικότητα). Ἀπό μιά ἄποψη, εἶναι θετικό τό γεγονός ὅτι ἡ σύγχρονη φιλοσοφία ἔχει ἀπορρίψει ὡς κενές καί ἀνυπόστατες τίς περί Θεοῦ διακηρύξεις τοῦ παρελθόντος της, μέ τή διευκρίνιση ὅτι καί οἱ σύγχρονες ἀθεϊστικές διακηρύξεις ἤ κραυγές εἶναι ἐξ ἴσου κενές καί ἀνυπόστατες!

Μέ αὐτά τά δεδομένα, πολλοί πιστεύουν ὅτι μεταξύ Ἀθήνας καί Ἱερουσαλήμ δέν ὑπάρχει καμμία συγγένεια, ἀλλά «χάσμα μέγα ἐστήρικται»! Ἄλλοι πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει κάποια σχέση. Ἀθήνα εἶναι ἡ «μητέρα» τῆς φιλοσοφίας καί Ἱερουσαλήμ ἡ «μητέρα» τῆς θείας Ἀποκαλύψεως. «Τέκνα» τῆς Ἀθήνας εἶναι οἱ φιλόσοφοι καί «τέκνα» τῆς Ἱερουσαλήμ οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, οἱ Ἀπόστολοι τῆς Καινῆς καί οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ σχέση Ἀθήνας καί Ἱερουσαλήμ δέν εἶναι σύγχρονο πρόβλημα, ἀλλά παλαιό. Τό συναντᾶμε καί στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἄς δοῦμε, ὅμως, τό θέμα ἀναλυτικότερα. 

Ἡ ἀρχαία ἑλληνική ἀντίληψη περί Θεοῦ 

Εἶναι γεγονός, ὅτι ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι διαφοροποιοῦνται ἀπό τίς πολυθεϊστικές καί εἰδωλολατρικές ἀντιλήψεις τοῦ θρησκευτικοῦ περιβάλλοντος τῆς ἐποχῆς τους, πρός τήν κατεύθυνση ἑνός ἀφηρημένου φιλοσοφικοῦ μονοθεϊσμοῦ. Αὐτό, βέβαια, εἶναι πρόοδος σέ σχέση μέ τήν ἀρχαία παγανιστική πολυθεΐα καί εἰδωλολατρία, ὅμως δέν σημαίνει ὅτι εἶναι καί συμβατό μέ τίς ἀποκεκαλυμμένες ἀλήθειες τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχουν ὁμοιότητες, ἀλλά ὑπάρχουν καί μεγάλες διαφορές. Ἄλλωστε, ἡ περί Θεοῦ ἀντίληψη τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων δέν εἶναι κοινή. Ὑπάρχουν μεταξύ τους καί διαφορές, καί σ’ αὐτές ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ οὐσία, ὄχι στίς ὁμοιότητες.

Μεγάλοι Ἕλληνες φιλόσοφοι
πλησίασαν, ἀλλά δέν ἔφτασαν, τή γνώση τοῦ Θεοῦ.
Θεωροῦνται «πρόδρομοι τοῦ Χριστιανισμοῦ»
καί εἰκονίζονται σέ Νάρθηκες Ναῶν


Γενικά, στήν ἀρχαία ἑλληνική σκέψη κυριαρχεῖ ἡ ἀντίληψη ὅτι ὁ κόσμος προηγεῖται τοῦ Θεοῦ (ἤ τῶν «θεῶν»), τόσο ὀντολογικά, ὅσο καί ἀξιολογικά. Ὁ κόσμος εἶναι αἰώνιος, ὅπως ὁ Θεός, χωρίς ἀρχή καί τέλος, ὁ δέ Θεός εἶναι μέρος τοῦ κόσμου καί ὑπόκειται στούς ἴδιους αἰώνιους νόμους πού τόν κυβερνοῦν. Ἤδη ὁ Ἠράκλειτος τόν 6ο-5ο π.Χ. αἰ., ἐκφράζοντας τό γενικό πνεῦμα τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἔγραφε σχετικά: «Αὐτόν τόν κόσμο, τόν ὅμοιο μέ ὅλους τούς ἄλλους, δέν τόν δημιούργησε κάποιος ἀπό τούς θεούς, ἤ ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀλλά ὑπῆρχε πάντοτε σάν ζωντανό καί αἰώνιο πῦρ, πού ἀνάβει μέ μέτρο καί σβύνει μέ μέτρο». Ἡ ἀντίληψη αὐτή ἔχει δύο σημαντικές συνέπειες, ὡς πρός τή χριστιανική πίστη: α) ἡ βιβλική ἀντίληψη γιά τή δημιουργία τοῦ κόσμου ἀπό τό μηδέν εἶναι ἐντελῶς ἀσυμβίβαστη μέ τήν ἀρχαία ἑλληνική κοσμοθεωρία καί β) ἡ θεμελιώδης χριστιανική πίστη στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί, κατά συνέπεια, στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν εἶναι, ἐπίσης, ἐντελῶς ἀσυμβίβαστη μέ τήν ἑλληνική σκέψη. Ἔτσι κατανοεῖται π.χ. ἡ ἀντίδραση τῶν Ἀθηναίων ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος μίλησε σ’ αὐτούς γιά ἀνάσταση νεκρῶν. Ἄς δοῦμε, ὅμως, δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα ἀπό τούς κορυφαίους Ἕλληνες φιλοσόφους Πλάτωνα καί Ἀριστοτέλη.

Ἡ γενική ἀντίληψη, πού σχηματίζουμε ἀπό τά ἔργα τοῦ Πλάτωνα (427-347 π.Χ.), εἶναι ὅτι ὁ Θεός, ὡς «ὕψιστο Ὄν» ἤ «ὕψιστο Ἀγαθό», εἶναι μέρος ἑνός αἰώνιου καί ἄφθαρτου κόσμου, στόν ὁποῖο ἀνήκουν καί οἱ «ἰδέες» τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου μας. Κάθε πράγμα τοῦ κόσμου τούτου ἔχει τό πρόπυπό του, τήν «ἰδέα» του, σ’ αὐτόν τόν αἰώνιο κόσμο, στήν κορυφή τοῦ ὁποίου ὑπάρχει ὁ Θεός. Σέ σχέση μέ τόν μεταβαλλόμενο καί φθαρτό κόσμο μας, ὁ Θεός εἶναι κάτι τό σταθερό καί ἀμετάβλητο (τό «ἀεί ὡσαύτως ἔχον»). Δημιούργησε τόν αἰσθητό κόσμο, ὄχι ὅμως ἀπό τό μηδέν, ἀλλά ἀπό προϋπάρχουσα ὕλη καί μέ βάση αἰώνια πρότυπα («ἰδέες»). Ἡ «δημιουργία» του δέν εἶναι ἐλεύθερη πράξη, ἀφοῦ προκαθορίζεται ἀπό τά στοιχεῖα αὐτά, οὔτε πραγματική δημιουργία, ἀλλά μᾶλλον «διάπλαση» ἤ ἐξωτερική διαμόρφωση - μορφοποίηση τῶν ἐπί μέρους ὄντων. Οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων ἀνῆκαν, ἐπίσης, στόν κόσμο τῶν «ἰδεῶν», ὁ δέ ἐγκλεισμός τους σέ ἀνθρώπινα σώματα ἀποτελεῖ ἔκπτωση σέ μιά κατώτερη κατάσταση, μέ προορισμό τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τό σῶμα καί τήν ἐπιστροφή στόν κόσμο τῶν «ἰδεῶν». Ἡ ὕλη εἶναι μιά κατώτατη μορφή ὕπαρξης, ὅπως καί τό ἀνθρώπινο σῶμα.

Κάποιες ἀπό τίς ἀντιλήψεις τοῦ Πλάτωνα συναντᾶμε καί στόν Ἀριστοτέλη (384-322 π.Χ.), κατά τόν ὁποῖο τό σύμπαν εἶναι αἰώνιο, χωρίς ἀρχή καί τέλος, σφαιρικό καί χωρισμένο σέ δύο περιοχές, στήν πάνω ἀπό τή Σελήνη καί στήν ὑποσελήνια περιοχή. Στήν πρώτη δέν συμβαίνουν μεταβολές, ἐνῶ ἡ δεύτερη χαρακτηρίζεται ἀπό ποικίλες μεταβολές καί ἀπό τήν κυριαρχία τῆς γένεσης, τῆς φθορᾶς καί τῆς ἀστάθειας. Ὡστόσο, τά πράγματα τοῦ κόσμου μας δέν ἔχουν πρότυπα στόν ἀμετάβλητο κόσμο (δέν ὑπάρχουν «ἰδέες»). Ἡ κίνηση, τό «γίγνεσθαι» τῶν πραγμάτων, προέρχεται ἀπό κάποια ἀρχή, τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος εἶναι τό «πρῶτον κινοῦν», ἡ πηγή τῆς κίνησης καί τῆς ἐνέργειας, καί γιά νά εἶναι τέτοια ἀρχή τῆς κίνησης καί τῆς ἐνέργειας, πρέπει τό ἴδιο νά εἶναι «ἀκίνητον» καί «καθαρά ἐνέργεια».

Εἶναι φανερό, ὅτι οἱ ἀντιλήψεις αὐτές διαφέρουν οὐσιαστικά ἀπό τήν Ὀρθόδοξη χριστιανική ἀντίληψη περί Θεοῦ. Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε, ὅτι ἡ ἀλήθεια περί τοῦ Θεοῦ, ὡς πραγματικοῦ Δημιουργοῦ τοῦ σύμπαντος, ἀπορρίπτεται, τή στιγμή πού ἡ Ἁγία Γραφή διδάσκει ἀπό τίς πρῶτες ἤδη σελίδες της ὅτι ὁ Θεός προϋπάρχει τοῦ κόσμου, ὅτι ὁ κόσμος ἔχει ἀρχή καί ὅτι δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό «ἐν χρόνῳ» καί «ἐξ οὐκ ὄντων», δηλαδή ἀπό τό μηδέν. Ἐπίσης, ἡ ἀλήθεια γιά τά τρία Πρόσωπα τοῦ Θεοῦ (τήν Ἁγία Τριάδα) εἶναι παντελῶς ἄγνωστη, τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὡς Θεοῦ ἀληθινοῦ, ἀπουσιάζει παντελῶς κ.ἄ.

Ἐπειδή ὑπάρχουν καί κάποιες ὁμοιότητες, οἱ ὁποῖες ἐνδεχομένως προκαλοῦν σύγχυση, ἡ Ἐκκλησία τόν 11ο μ.Χ. αἰ. καταδίκασε σαφῶς τό κέντρο τῆς διδασκαλίας τοῦ Πλάτωνα, δηλαδή τήν ἀντίληψη ὅτι οἱ «ἰδέες» εἶναι αὐθυπόστατες πραγματικότητες. Ἐπίσης, καταδίκασε, ἐμμέσως ἀλλά σαφῶς, ὡς αἵρεση, τή διδασκαλία τοῦ Ἀριστοτέλη ὅτι ὁ Θεός εἶναι «καθαρά ἐνέργεια» («actus purus», ὅπως τήν ἐπεξεργάστηκαν ἀργότερα οἱ φιλόσοφοι τοῦ Μεσαίωνα), προβάλλοντας τήν ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεός εἶναι Ἐνέργεια, ἐπειδή πρωτίστως εἶναι Οὐσία (14ος μ.Χ. αἰ.). Ὡς Ἐνέργεια, ὁ Θεός κινεῖται, μή ἔχοντας καμμία σχέση μέ τό «ἀκίνητον» τοῦ Ἀριστοτέλη. Ὡς Ἐνέργεια, ἐπίσης, εἶναι συνεχῶς ἐντός τοῦ κόσμου («πανταχοῦ παρών»), ὡς Οὐσία, ὅμως, εἶναι παντελῶς ἐκτός τοῦ κόσμου («πανταχοῦ ἀπών»!).

Ἴσως ἡ μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ φιλοσοφικῆς καί χριστιανικῆς προσέγγισης τοῦ Θεοῦ εἶναι τό γεγονός ὅτι στή φιλοσοφία, ἑλληνική καί νεότερη, ὁ Θεός ἀπό ζωντανό πρόσωπο καί ἐμπειρική πραγματικότητα, ἔγινε ξηρό καί ψυχρό ἀντικείμενο ἤ περιεχόμενο τῆς ἀνθρώπινης νόησης. Ἔγινε «ἰδέα» ἤ κέντρο ἑνός ἰδεολογικοῦ συστήματος, πού κατανοεῖται καί προσεγγίζεται μέσῳ τοῦ ἐλεύθερου στοχασμοῦ καί τῶν ἀνθρώπινων συλλογισμῶν. Στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας αὐτήν ἀκριβῶς τή «θεολογική» μέθοδο ἀκολούθησαν οἱ αἱρετικοί καί αὐτήν ἀκριβῶς καταδικάζουν οἱ Πατέρεςτῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, κατά τούς Πατέρες, οἱ αἱρετικοί «θεολογοῦν» «ἀριστοτελικῶς», δηλαδή μέ συλλογισμούς, ἐνῶ οἱ Θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Ἅγιοι θεολογοῦν ἐμπειρικῶς, δηλαδή μέ βάση τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στούς Προφῆτες, στούς Ἀποστόλους καί στούς Ἁγίους. 

Ὁ «θεός» στή νεότερη καί σύγχρονη φιλοσοφία 

Δυστυχῶς, τήν ἴδια μέθοδο τῶν συλλογισμῶν ἀκολούθησε ὁ δυτικός (ρωμαιοκαθολικός) Χριστιανισμός κατά τόν Μεσαίωνα. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ θεμελιωτής τῶν μεθόδων τοῦ συλλογισμοῦ, ἐκτιμήθηκε ἀφάνταστα τήν περίοδο ἐκείνη, ὡς μέγιστος τῶν φιλοσόφων καί ὡς ἰσάξιος τῶν Ἀποστόλων καί τῶν μεγάλων Πατέρων! Ἡ φιλοσοφία, ἐπίσης, ὑπερεκτιμήθηκε, θεωρούμενη «ὑπηρέτρια τῆς Θεολογίας», τή στιγμή πού ἡ ἴδια εἶχε οὐσιαστικά καταλύσει τήν ἐκκλησιαστική Θεολογία, μεταβάλλοντάς την σέ μιά μέθοδο θρησκευτικοῦ στοχασμοῦ. Στό πνεῦμα αὐτό θεωρήθηκε ὅτι ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά ἀποδειχθεῖ λογικά, μέ ἀποτέλεσμα νά κατασκευαστοῦν «ἀποδείξεις περί ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ» μέ γενική ἰσχύ κατά τήν περίοδο ἐκείνη.

Σέ ὅλο αὐτό τό κλίμα ἀντέδρασε ἡ νεότερη φιλοσοφία, θέτωντας ὅλα τά θέματα, μεταξύ αὐτῶν καί τά περί Θεοῦ, σέ νέα βάση καί ἐρευνώντας τα ἐξ ἀρχῆς. Ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Rene Descartes (1596-1650) καί ἔπειτα ἡ ἀφετηρία γιά τήν κατανόηση ὅλων τῶν προβλημάτων τοῦ ἀνθρώπου μετατίθεται ἀπό τόν Θεό, ὅπως ἴσχυε στόν Μεσαίωνα, στό σκεπτόμενο ὑποκείμενο (τό «cogito»). Ὁ «θεός» συνεχίζει νά εἶναι περιεχόμενο καί ἀντικείμενο τῆς ἀνθρώπινης νόησης, ὅμως ἡ προσέγγισή του εἶναι πλέον καθαρά ἀνθρωποκεντρική. Ἡ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας παραμερίζεται, τά «δόγματα» στό ἑξῆς δέν περιορίζουν τήν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ, οὔτε τήν καθοδηγοῦν, τό κύρος τους κλονίζεται καί οἱ περίφημες «ἀποδείξεις περί ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ» ἀποδεικνύεται ὅτι δέν ἰσχύουν. Ἡ στήριξη τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ ἀναζητεῖται πλέον ἀλλοῦ: ἄλλοτε θεωρεῖται λογική ἀναγκαιότητα, ἄλλοτε ἐκλαμβάνεται ὡς ἀπαίτηση τοῦ «πρακτικοῦ λόγου», ἄλλοτε ὁ «θεός» ταυτίζεται μέ τήν οὐσία τοῦ κόσμου ἤ μέ τόν ἴδιο τόν κόσμο κ.ἄ.

Εἶναι φανερό, ὅτι ἔχει ἤδη ἀνοίξει διάπλατα ὁ δρόμος γιά τήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία κατέληξε ἡ σύγχρονη φιλοσοφία. Ἔτσι, τό 1882 ὁ Γερμανός φιλόσοφος Friedrich Nietzsche (1844-1900), δημοσίευσε κείμενο μέ τίτλο «Ὁ τρελός», στό ὁποῖο διακήρυττε μέ πανηγυρικό τόνο ὅτι «ὁ Θεός εἶναι νεκρός»! Ὁ «θάνατος τοῦ Θεοῦ» ἐμφανιζόταν σάν «προφητεία», σάν μιά «ἀλήθεια», πού ἔρχεται ἀπό τό μέλλον καί πού πρόκειται νά ἐπικρατήσει, ὡς ἀφετηρία μιᾶς «νέας ἱστορίας». Ἤδη ἀπό τό 1841 ὁ Ludwig Feuerbach (1804-1872) εἶχε ἰσχυριστεῖ περίπου ὅτι ὁ Χριστιανισμός καί ἡ θρησκεία εἶναι προβολές ἐσωτερικῶν καταστάσεων τοῦ ἀνθρώπου. Στήν ἴδια γραμμή ὁ γνωστός ψυχίατρος Sigmund Freud (1856-1939) ἰσχυριζόταν (1927) ὅτι ἡ θρησκεία εἶναι μιά «αὐταπάτη», ζωτικῆς μέν σημασίας στή «νηπιακή» κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά προορισμένη νά ξεπεραστεῖ ὅσο ὁ ἄνθρωπος «ἐνηλικιώνεται». Σήμερα ὑπάρχουν, βέβαια, φιλόσοφοι πού εἶναι Χριστιανοί ἤ πιστεύουν, ἀλλά αὐτοί σπανίζουν. Γενικά, ἐπικρατεῖ ἡ ἀντίληψη ὅτι ἡ πίστη εἶναι «προσωπική» ἤ «ἰδιωτική ὑπόθεση».

Friedrich Nietzsche (1844-1900),
ὁ τραγικός «προφήτης» τοῦ «θανάτου τοῦ Θεοῦ»!

Ἀξίζει νά σημειωθεῖ, ὅτι ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἀπέρριψε ἡ σύγχρονη φιλοσοφία, δέν εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός τῆς Ἀποκαλύψεως καί τῆς Βίβλου, ὁ ἄγνωστος στούς φιλοσόφους, ἀλλά μιά ἰδέα, μιά εἰκόνα, ἕνα εἴδωλο τοῦ Θεοῦ (ἤ περισσότερα εἴδωλα), πού κατασκεύασε ἡ δυτική μεσαιωνική Θεολογία, ἀλλά καί ἡ ἴδια ἡ φιλοσοφία τοῦ παρελθόντος. Αὐτό τό εἴδωλο «ἀπέθανε», καί ὀρθά «ἀπέθανε», ἤ μᾶλλον ἦταν ἀπό τήν ἀρχή «νεκρό». Τόν ἀληθινό Θεό δέν τόν ἀγγίζει ἡ κριτική τῆς φιλοσοφίας, οὔτε ὁποιαδήποτε ἄλλη κριτική. «Ὁ Θεός τῶν Πατέρων ἡμῶν», δηλαδή ὁ Χριστός, ἀπέθανε μέν, ὅπως ἰσχυριζόταν ὁ Nietzsche, ἀλλά δέν ἔμεινε νεκρός! «Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν» καί «μένει εἰς τόν αἰῶνα»! (Ἰω. 12,34): «ἐγενόμην νεκρός, καί ἰδού ζῶν εἰμι εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων»! (Ἀποκ. 1,18). 

Ὀρθόδοξη Θεολογία καί φιλοσοφικός στοχασμός 

Μέ αὐτά τά δεδομένα, εἶναι κατανοητό γιατί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δέν ἔχουν σέ ἰδιαίτερη ἐκτίμηση τή φιλοσοφία καί γιατί στά ἱερά κείμενα ὑπάρχουν ὑποτιμητικές ἐκφράσεις γι’ αὐτήν, ἐνῶ δέν ἰσχύει τό ἴδιο γιά τήν ἐπιστήμη, ἡ ὁποία θεωρεῖται σοβαρότερη ἐνασχόληση τοῦ ἀνθρώπου. Γενικά, οἱ Πατέρες θεωροῦν ὅτι τό κατ’ ἐξοχήν ἀντικείμενο τῆς (παραδοσιακῆς τουλάχιστον) φιλοσοφίας, δηλαδή ἡ ἀπόπειρά της νά κατανοήσει τό «εἶναι» ἤ τό «ὄν» ἤ νά συλλάβει τήν «οὐσία» τῶν πραγμάτων, εἶναι κάτι ἀνέφικτο, ἤ ἀκόμη εἶναι ψευδοπρόβλημα. Ὁ συλλογισμός, ἡ κατ’ ἐξοχήν μέθοδος τῆς φιλοσοφίας, μᾶς βοηθᾶ στό νά σκεπτόμεθα ὀρθά, ἀλλά δέν ὁδηγεῖ στό νά γνωρίσουμε τόν κόσμο. Γι’ αὐτό ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη ἔχει ἀπορρίψει τόν Ἀριστοτελικό συλλογισμό, ὡς μέθοδό της, καί βασίζεται σέ καθαρά ἐμπειρικά δεδομένα, δηλαδή στήν παρατήρηση καί στό πείραμα. Γιά τήν ἐπιστήμη, τά συμπεράσματα τῶν συλλογισμῶν ἔχουν ἀξία μόνο ὅταν ἐπιβεβαιώνονται ἀπό ἐμπειρικά - πειραματικά δεδομένα. Ἄν ὁ συλλογισμός δέν ὁδηγεῖ στή γνώση τοῦ κόσμου, πολύ περισσότερο δέν ὁδηγεῖ στή γνώση τοῦ Θεοῦ!

Τότε, ὅμως, πῶς γνωρίζεται ὁ Θεός; Γνωρίζεται πάλι μέ ἐμπειρικά - ἀντικειμενικά δεδομένα, ὅπως συμβαίνει στίς ἐπιστῆμες καί, μάλιστα, στίς θετικές. Ἐμπειρικά δεδομένα εἶναι ἐδῶ οἱ ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ στούς Προφῆτες, Ἀποστόλους καί Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας, μέ τή διαφορά ὅτι οἱ ἀποκαλύψεις αὐτές εἶναι ἄκτιστες πραγματικότητες, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἄκτιστη Δόξα ἤ Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πού ἀποκαλύπτεται στούς Ἁγίους. Τό δέ γνωστικό ὄργανο ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι ἡ αἴσθηση ἤ ἡ νόηση, ἀλλά ὁ «κεκαθαρμένος νοῦς», ὁ «νοῦς» ὁ ὁποῖος ἔχει θεραπευτεῖ, ἀποκατασταθεῖ καί ἀνακτήσει τήν ἱκανότητά του νά «βλέπει». Ὁ «νοῦς» αὐτός διαφέρει ἀπό τή νόηση (τόν «λόγο»), κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Αὐτό σημαίνει, ὅτι ὁ Ἀποκαλυπτόμενος Θεός, «ὁ Θεός τῶν Πατέρων ἡμῶν», διαφέρει οὐσιαστικά ἀπό τόν «θεό» τῶν φιλοσόφων. Ὁ πρῶτος εἶναι ὁ ζωντανός Θεός τῆς προσωπικῆς ἐμπειρίας τῶν Ἁγίων καί τῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ δεύτερος εἶναι μιά «ἰδέα», μιά εἰκόνα, ἕνα περιεχόμενο τῆς σκέψης, χωρίς ἀντίκρισμα στήν πραγματικότητα.

Βέβαια, ἡ Ἐκκλησία, χρησιμοποίησε τή φιλοσοφία στή διατύπωση τῶν δογμάτων της. Τά δόγματα εἶναι διατυπώσεις τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀλήθειας μέ ὅρους πού προέρχονται ἀπό τή φιλοσοφία, μέ τή διευκρίνιση ὅμως, ὅτι τά δόγματα δέν εἶναι φιλοσοφικές ἀρχές. Ἀπεναντίας, ἔρχονται σέ ἀντίθεση (καταργοῦν!) κοινές φιλοσοφικές ἀρχές. Π.χ. τό δόγμα γιά τή δημιουργία τοῦ κόσμου ἀντιφάσκει στή ἀρχή, κατά τήν ὁποία «τίποτε δέν προέρχεται ἀπό τό μηδέν» («ex nihilo nihil est»), τό δόγμα γιά τίς δύο φύσεις καί τό ἕνα πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀντιφάσκει στις φιλοσοφικές ἀρχές «δύο τέλεια ἕν γενέσθαι οὐ δύναται» καί «οὐκ ἔστιν φύσιν ἀπρόσωπον ἤ ἀνυπόστατον εἰπεῖν» κ.ο.κ. Κάποιοι ἀρχαῖοι φιλόσοφοι πλησίασαν τή γνώση τοῦ Θεοῦ. Τήν πλησίασαν, ἀλλά δέν τήν ἔφτασαν! Μέ αὐτή τήν ἔννοια θεωροῦνται «πρόδρομοι τοῦ Χριστιανισμοῦ» καί εἰκονίζονται στούς Νάρθηκες κάποιων Ἐκκλησιῶν, ὄχι ὅμως ἐντός τῶν Ναῶν.

Συμπερασματικά, ἔξω ἀπό τήν Ἀποκάλυψή Του κανείς ποτέ δέν γνώρισε τόν Θεό. Ὅποιος ἀκολουθεῖ τήν ὁδό τῆς φιλοσοφίας, τό πιθανότερο εἶναι νά καταλήξει στήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ ἤ νά περιπλανᾶται σέ ἀδιέξοδα θεολογικοῦ ἀγνωστικισμοῦ ἤ νά λατρεύει εἴδωλα τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος ἀκολουθεῖ τήν ὁδό τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, θά γνωρίσει τόν ζῶντα καί ἀληθινό Θεό, εἴτε ἔμμεσα («ἐν ἐσόπτρῳ καί ἐν αἰνίγματι»), ὅπως συμβαίνει στούς πολλούς ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, εἴτε ἄμεσα («πρόσωπον πρός πρόσωπον»), ὅπως συμβαίνει στούς Ἁγίους της.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου