ΤΕΥΧΟΣ 57 ΤΡΙΠΟΛΙΣ ΙΟΥΛΙΟΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2008
Η ΥΠΕΡΑΓΙΑ
ΘΕΟΤΟΚΟΣ
ΣΤΗΝ
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΑΙΡΕΣΕΙΣ
Εἰσαγωγικά
Σέ προηγούμενο τεῦχος
τοῦ ἐντύπου μας (Νο 43) εἴχαμε ἀναφερθεῖ
στήν ἁγιότητα καί στή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας
μας γιά τήν τιμή τῶν Ἁγίων. Εἴδαμε ἐκεῖ,
ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη διδασκαλία περί τῶν Ἁγίων
διαστρέφεται ἀπ’ ὅλες γενικά τίς αἱρέσεις τοῦ
εὑρύτερου προτεσταντικοῦ χώρου, παλαιότερες
(Λουθηρανοί, Καλβινιστές κ.ἄ) καί σύγχρονες
(Πεντηκοστιανοί, Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ
κ.ἄ). Τήν ἴδια σχεδόν ἀντιμετώπιση
ἔχει καί ἡ διδασκαλία γιά τό
πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τό πρόσωπο πού διακρίνεται καί ὑπερέχει
σαφῶς ὅλων τῶν Ἁγίων.
Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ὑπερέχουσα θέση τῆς «Μητρός τοῦ
Κυρίου» μᾶς ὑποχρεώνει νά ἀσχοληθοῦμε
εἰδικά στό τεῦχος αὐτό
τοῦ ἐντύπου μας μέ τή διδασκαλία γιά τήν Θεοτόκο καί μέ τίς
διαστροφές αὐτῆς τῆς διδασκαλίας, πού κατά καιρούς ἐμφανίζονται.
Γενικά στίς αἱρέσεις
κυριαρχεῖ ἡ τάση ὑποτίμησης τῆς
Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Κατά τήν ἀντίληψη τῆς
πλειοψηφίας τῶν χριστιανικῶν αἱρέσεων,
ἡ Μήτηρ τοῦ Κυρίου δέν κατέχει
κάποια ἰδιαίτερη θέση στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ
γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἀποτελεῖ
ἕνα ἁπλό μέλος τῆς Ἐκκλησίας,
ἴσως τό πιό ξεχωριστό, ἀλλά ἕνα
μέλος, πού δέν διαφέρει πολύ ἀπό τά ὑπόλοιπα.
Θεωρεῖται «ἁγία», μέ τήν ἴδια
ἔννοια, μέ τήν ὁποία θεωροῦνται
ἅγιοι ὅλοι οἱ
πιστοί (ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ
Προτεσταντισμός ἀπορρίπτει τήν εἰδική ἔννοια
τῆς ἁγιότητας, τήν τιμή τῶν Ἁγίων,
τή μεσιτεία τους κ.λ.π.). Ἡ παρθενία τῆς
Θεοτόκου συνήθως ἀπορρίπτεται (ὅπως καί τό ἀειπάρθενο),
καί ἀντ’ αὐτῆς
προβάλλεται ἡ πλάνη ὅτι ἡ
Παναγία εἶχε καί ἄλλα παιδιά πλήν τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιά τήν κατοχύρωση
τέτοιων ἰσχυρισμῶν ἐπιστρατεύεται
ἡ γνωστή μέθοδος τῶν αἱρέσεων:
ἡ παρερμηνεία τῆς Ἁγ.
Γραφῆς. Οἱ αἱρετικές αὐτές ἀντιλήψεις,
προβαλλόμενες κατάλληλα ἀπό τίς ὁμάδες, πού τίς ἀποδέχονται,
διασπείρουν ἀμφιβολίες μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων
πιστῶν γιά βασικά δόγματα τῆς πίστης μας καί
δημιουργοῦν ἕνα κλῖμα ὑποτίμησης
πρός τό πιό σεβαστό ἀνθρώπινο πρόσωπο.
Ἀπό
τήν ἄλλη πλευρά παρατηρεῖται τό φαινόμενο τῆς
ὑπερτίμησης τοῦ προσώπου τῆς
Θεοτόκου στόν χῶρο τοῦ Παπισμοῦ,
φαινόμενο πού εἶναι γνωστό ὡς «Μαριολατρία». Ἡ
Ρωμαιοκαθολική ἀντίληψη εἶναι, βέβαια, πολύ πιό
κοντά στήν Ὀρθόδοξη, διακρίνεται, ὅμως, γιά ὑπερβολές,
τέτοιες πού τήν κάνουν νά ἐξέρχεται τῶν
ὁρίων τῆς Παράδοσης καί νά
μεταβάλλεται σέ πλάνη. Ἡ Θεοτόκος ἐδῶ
θεοποιεῖται, ἐξομοιώνεται σχεδόν μέ
τόν Τριαδικό Θεό καί ἡ τιμή της μεταβάλλεται σέ πραγματική λατρεία.
Ἡ Θεοτόκος στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση
Ἡ
κορυφαία θέση τῆς Θεοτόκου στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση (ὑπεράνω
τῶν Ἁγίων καί τῶν Ἀγγέλων),
εἶναι γνωστή καί αὐτονόητη. Ἡ
Παναγία εἶναι τό πιό ἀγαπητό ἀνθρώπινο
πρόσωπο. Ναοί, ἑορτές, ἱερές Ἀκολουθίες,
τελετές, Παρακλήσεις, προσκυνήματα, θαυματουργές Εἰκόνες,
θαύματα καί σημεῖα ὑπερφυσικά, πλήθη προσκυνητῶν, ἐκδηλώσεις
τιμῆς καί ἀγάπης, τάματα καί ἀφιερώματα
εἶναι συνηθισμένα φαινόμενα μεταξύ τῶν
Ὀρθοδόξων. Πολλά ἴσως φαίνονται ὑπερβολικά.
Ὅμως, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο
ἀπό τήν ἔκφραση τῆς
ζωντανῆς σχέσης τοῦ Ὀρθοδόξου
πιστοῦ μέ τό πρόσωπο τῆς Παναγίας. Στήν
πραγματικότητα εἶναι μᾶλλον λίγα, γιατί ἡ
ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας
μας ἐπανειλημμένα τονίζει ὅτι κανένας ὕμνος,
καμιά ἐκδήλωση τιμῆς, δέν ἐκφράζει
τήν δόξα τῆς Θεοτόκου, οὔτε ἀποδίδει
τίς εὐχαριστίες πού ὀφείλουμε γιά τίς πλούσιες
εὐεργεσίες της.
Οἱ
ἐκδηλώσεις αὐτές δέν εἶναι
αὐθαίρετες. Ἔχουν τή ρίζα τους στήν
Ἁγ. Γραφή καί μάλιστα στήν προφητεία τῆς
ἴδιας τῆς Θεοτόκου, ὅτι
θά τήν τιμοῦν οἱ γενιές τῶν ἀνθρώπων:
«ἰδού γάρ ἀπό τοῦ
νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι
αἱ γενεαί» (Λουκ. α', 48). Ἡ Θεοτόκος ἦταν
τό πρόσωπο πού ἀνέμενε ἐπί αἰῶνες
ὁ Θεός γιά νά σαρκωθεῖ. Δέν εἶναι
μόνο πάνω ἀπ’ ὅλους, ὅσους γεννήθηκαν στή γῆ
καί ἀπ’ ὅσους θά γεννηθοῦν μέχρι τό τέλος τοῦ
κόσμου, ἀλλά καί πάνω ἀπό τά ἀγγελικά
τάγματα. «Τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως
τῶν Σεραφείμ» τήν ἀποκαλοῦμε
στή λατρεία μας, ἐνῶ κάποιοι Πατέρες λένε ὅτι ἡ
Θεοτόκος «κατέχει τά δευτερεῖα τῆς
Ἁγ. Τριάδος» καί ὅτι εἶναι
«μετά Θεόν, θεός». Τό πρόσωπό της προτυπώνεται στήν Παλαιά Διαθήκη μέ εἰκόνες
καί σύμβολα ὅπως ἡ «Ράβδος Ἀαρών» ἡ
βλαστήσασα (Ἀρ. ιζ', 16-23), ἡ καταφλεγομένη καί μή
καιομένη «Βάτος» πού εἶδε ὁ Μωϋσῆς (Ἐξ.
γ', 2-3), ἡ «Στάμνος» πού φυλασσόταν τό μάννα (Ἑβρ.
θ', 4), τό «Ἀλατόμητον ὄρος» ἀπό
τό ὁποῖο προῆλθε λῖθος
(Δαν. β', 34), ἡ «Πύλη ἡ κελεισμένη» (Ἰεζ.
μδ', 1-2) ἀπό τήν ὁποία θά εἰσέλθη
«Κύριος ὁ Θεός», ἡ «Κλῖμαξ»
τοῦ Ἰακώβ (Γεν. κη',12) πού ὁδηγεῖ
στόν οὐρανό κ.ἄ. Ἡ
Ὀρθόδοξη Παράδοση ὁμόφωνα δέχεται ὅτι
ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ
«Βασίλισσα», πού εἶδε ὁ προφήτης Δαβίδ (Ψαλμ. μδ', 10) νά παρίσταται «ἐκ
δεξιῶν» τοῦ Βασιλέως τῆς
Δόξης, «ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ
περιβεβλημένη πεποικιλμένη». Ἀπό τή θέση αὐτή
πρεσβεύει γιά τή σωτηρία μας. Ὅπως κάθε βασιλιάς ἱκανοποιεῖ
τά αἰτήματα τῆς μητέρας του, ἔτσι
καί ὁ Βασιλεύς τῆς Δόξης δέχεται καί ἐκπληρώνει
τά αἰτήματα τῆς Θεομήτορος. Ἡ
Θεοτόκος ἔχει «μητρική παρησία», δηλαδή ὅ,τι
ζητᾶ γίνεται. Οἱ πρεσβεῖες
της διαφέρουν ἀπ’ αὐτές τῶν Ἁγίων
καί εἶναι σωστικές, γι’ αὐτό λέμε «Ὑπεραγία
Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς» (δέν σώζει, βέβαια, ἡ Θεοτόκος ἀφ’
ἑαυτῆς, ἀπό μόνη της, ἀλλά διά τοῦ
Υἱοῦ της, διά τοῦ Χριστοῦ).
Ποῦ
ὀφείλεται, ὅμως, ἡ
κορυφαία αὐτή θέση τῆς Παναγίας; Δέν ὀφείλεται
μόνο στήν προσωπική της ἁγιότητα, ἀλλά καί στόν ρόλο πού
διαδραμάτησε στή σωτηρία τοῦ κόσμου. Στόν Εὐαγγελισμό
ἔδειξε τήν ἐλεύθερη συγκατάθεσή
της στήν Σάρκωση τοῦ Λόγου καί ἔγινε ἡ
Κλίμακα, ἀπό τήν ὁποία κατέβηκε ὁ
Θεός. Μέ τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀνεδείχθη
ὄντως Θεοτόκος, ἀφοῦ
ὁ Υἱός της δέν εἶναι μόνο ἄνθρωπος,
ἀλλά καί Θεός. Μέ τήν ἔλευσή Του στόν κόσμο ὁ
Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ
ὑπέστη δεύτερη (ἀνθρώπινη) Γέννηση στή
γῆ, διαφορετική ἀπό τήν πρώτη καί αἰώνια
Γέννησή Του ἀπό τόν Πατέρα. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι
τό Δευτέρο πρόσωπο τῆς Ἁγ. Τριάδος ἄρχισε νά ὑπάρχει
ὅταν Σαρκώθηκε ἀπό τήν Θεοτόκο, ἀλλά
σημαίνει ὅτι ὁ Θεός Λόγος, λόγῳ τῆς
στενῆς («ὑποστατικῆς») ἕνωσής
Του μέ τήν ἀνθρώπινη φύση Του, οἰκειοποιεῖται
ποιότητες καί ἰδιότητες τῆς ἀνθρώπινης
φύσης Του, ὅπως ἡ Γέννηση. Μέ ἄλλα λόγια τό τί εἶναι
ἡ Θεοτόκος καί ποιά εἶναι ἡ
θέση της ἐξαρτᾶται ἀπό τό τί ἀκριβῶς
εἶναι ὁ Χριστός. Τό ὅτι ἡ
Παρθένος Μαρία εἶναι ὄντως Θεοτόκος καί ὄντως Μητέρα τοῦ
Θεοῦ ἐξαρτᾶται ἀπό τόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖο
ἑνώθηκαν ἡ θεία καί ἡ
ἀνθρώπινη φύση στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Τό ὅτι ἡ Παναγία ἀνεδείχθη Θεοτόκος εἶναι
μοναδικό καί ἀνεπανάληπτο φαινόμενο, πού δέν συναντᾶται
σέ καμία ἄλλη περίπτωση, καί μέσα στόν ὅρο
«Θεοτόκος» κρύπτεται ὁλόκληρο τό μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας.
Ἀλλά
καί ἡ ἀνθρώπινη Γέννηση τοῦ Υἱοῦ
τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἐντελῶς
φυσική, δέν εἶναι ἀπόλυτα σύμφωνη μέ τούς φυσικούς νόμους: Οἱ
ἄνθρωποι γεννιοῦνται ἀπό
τόν πατέρα καί τή μητέρα τους· ὁ Χριστός, ὅμως,
γεννήθηκε «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς
Παρθένου». Ἡ ΓέννησήΤου ἀπό τήν Παρθένο εἶχε
προφητευθεῖ ἀπό τόν Ἡσαΐα
(ζ',14) πολλούς αἰῶνες πρίν. Ἡ παρθενία τῆς
Θεοτόκου (ἤ μᾶλλον τό ἀειπάρθενο) ἀποτελεῖ
θεμελειῶδες δόγμα τῆς πίστης μας. Ἡ
Θεοτόκος ἦταν Παρθένος πρό τοῦ τόκου της καί
παρέμεινε Παρθένος μετά τόν τόκο της. Κλασική εἶναι ἡ
διατύπωση τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, κατά τήν ὁποία ἡ
Θεοτόκος «Παρθένος συνέλαβε, Παρθένος ἔτεκε, καί μετά τόν
τόκο Παρθένος ἔμεινε» (De Symbol, 3,5). Στό πρόσωπο τῆς
Θεοτόκου νικήθηκαν οἱ νόμοι τῆς πεπτωκυίας φύσης μας
καί ἄρχισε νά ἐνεργεῖ
στόν κόσμο ἡ λυτρωτική Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἀπόπειρες ὑποτίμησης τῆς Θεοτόκου
Ἡ
ὑποτίμηση τῆς Ὑπεραγίας
Θεοτόκου δέν εἶναι φαινόμενο μόνο τῶν τελευταίων αἰώνων.
Τόν 5ο μ.Χ. αἰ. ὁ αἱρετικός Πατριάρχης Κων/πόλεως Νεστόριος (428 - 431 μ.Χ.), ἀρνήθηκε
τή χρήση τοῦ ὅρου «Θεοτόκος», καί ἀποκαλοῦσε
τήν Παναγία «Χριστοτόκο» ἤ «ἀνθρωποτόκο»! Ὁ Νεστόριος πίστευε ὅτι
ἡ Παρθένος Μαρία γέννησε ἕναν ἁπλό
ἄνθρωπο, στόν ὁποῖο
ἦλθε καί κατοίκησε ὁ Λόγος τοῦ
Θεοῦ. Κατά τή διδασκαλία του, ἡ θεία καί ἡ
ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ
δέν ἑνώθηκαν πραγματικά, ἀλλά συνδέθηκαν μέ μιά ἐξωτερική
καί ἐπιφανειακή «ἕνωση» ἤ
«συνάφεια». Ἡ αἵρεση αὐτή, πού ἔχει
τεράστιες συνέπειες γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου
καί ὑποτιμᾶ βάναυσα τό πρόσωπο τῆς
Παναγίας, καταδικάστηκε ἀπό τήν Γ' Οἰκουμενική Σύνοδο (431
μ.Χ.). Ὑπερασπιστής τῆς πίστεως καί τοῦ
ὅρου «Θεοτόκος» ἀνεδείχθη τότε ὁ
ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας (370 - 444
μ.Χ.), ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας. Τόν ὅρο «Θεοτόκος»
χρησιμοποιοῦσαν ἤδη οἱ προηγούμενοι Πατέρες. Μάλιστα ὁ
ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέει
χαρακτηριστικά ὅτι «εἴ τις οὐ
Θεοτόκον τήν ἁγίαν Μαρίαν ὑπολαμβάνει, χωρίς ἐστι
τῆς θεότητος» (MPG, 37, 180).
Βέβαια, ἡ
ὑποτίμηση τῆς Θεοτόκου κορυφώνεται
στίς σύγχρονες προτεσταντικές αἱρέσεις, οἱ
ὁποῖες, ὅπως ἀναφέραμε, ἀρνοῦνται
τήν εἰδική ἔννοια τῆς
ἁγιότητας, δηλαδή τήν τιμή τῶν Ἁγίων,
τά θαύματα, τή μεσιτεία, τίς πρεσβεῖες τους κ.τ.λ. Ἅγιοι
θεωροῦνται γενικά ὅλοι οἱ
Χριστιανοί. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ
Θεοτόκος εἶναι ἁγία, ὅσο «ἅγιος»
εἶναι καί κάποιος πού ἀνήκει σ’ αὐτές
τίς αἱρέσεις! Ἡ Θεοτόκος δέν
μεσιτεύει γιά τή σωτηρία μας, δέν προσεύχεται γιά μᾶς,
δέν κάνει θαύματα, ἄρα δέν τῆς ὀφείλουμε
κάποια ἰδιαίτερη τιμή! Ἡ ἀντίληψη
αὐτή ἔχει περάσει καί σέ σύγχρονες αἱρέσεις,
ὅπως οἱ Μάρτυρες τοῦ
Ἰεχωβᾶ καί οἱ Πεντηκοστιανοί. Οἱ
Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ οὐσιαστικά ἀρνοῦνται
τή συνέχεια τῆς ζωῆς μετά τόν θάνατο. Ἄρα ἡ
Θεοτόκος στήν παροῦσα φάση θεωρεῖται ἐντελῶς
νεκρή, βρίσκεται σέ κατάσταση πλήρους ἀνυπαρξίας καί δέν
μπορεῖ νά ὀφελήσει κανέναν! Φυσικά, κανένας λόγος δέ γίνεται γιά
θαύματα τῆς Παναγίας, γιά θαυματουργές Εἰκόνες
κ.λ.π. Οἱ σχετικές μαρτυρίες τῆς Ἁγ.
Γραφῆς, ὅπως «ἀπό τοῦ
νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι
αἱ γενεαί» (Λουκ. α', 48), «μακαρία ἡ
κοιλία ἡ βαστάσασά σε καί μαστοί οὕς ἐθήλασας»
(Λουκ. ια',27), «χαῖρε κεχαριτωμένη» (Λουκ. α', 28), «εὐλογημένη
σύ ἐν γυναιξί» (Λουκ. α', 28,41), «πολύ ἰσχύει
δέησις δικαίου ἐνεργουμένη» (Ἰακ. ε',16) κ.ἄ.,
ἡ ἔκφραση «Μήτηρ τοῦ Κυρίου μου» (Λουκ. α',
43), καθώς καί οἱ προφητεῖες τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης ἔντεχνα παραμερίζονται.
Οἱ
Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ καί ἄλλες αἱρέσεις
ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ
Θεοτόκος δέν εἶναι Παρθένος καί ὅτι εἶχε
ἀποκτήσει καί ἄλλα παιδιά ἐκτός
τοῦ Ἰησοῦ. Τίς πλάνες αὐτές ἐπιχειροῦν
νά τίς θεμελιώσουν στόν ὅρο «πρωτότοκος», πού χρησιμοποιεῖ
ἡ Ἁγ. Γραφή γιά τόν Ἰησοῦ
(Ματθ. α', 25) καί στίς ἐκφράσεις γιά τούς «ἀδελφούς τοῦ
Κυρίου» (Ματθ. ιβ', 46-50, Μάρκ. γ', 31-35, Λουκ. η', 19-21 κ.ἄ.).
Ὅμως, ὁ ὅρος
«πρωτότοκος» στήν Ἁγ. Γραφή δέν ἔχει τήν ἴδια
ἀκριβῶς ἔννοια μέ τή σημερινή. Δέ σημαίνει τόν πρῶτο
ἀπό μιά σειρά ἀδελφῶν,
ἀλλά αὐτόν πού γεννήθηκε πρῶτος,
ἄσχετα ἄν ἀκολουθοῦν
ἄλλοι ἀδελφοί ἤ
ὄχι (Ἔξ. ιγ', 2,12-13, λδ', 19 ἑξ.). Τόν «πρωτότοκο» αὐτόν
τόν θεωροῦσαν ἅγιο καί εὐλογημένο, χωρίς νά περιμένουν
ἄν θά ἀκολουθήσει ἄλλη
γέννηση. Μ’ αὐτή τήν ἔννοια ὁ
Χριστός εἶναι ὁ «πρωτότοκος» υἱός τῆς
Μαρίας (Ματθ. α', 25), ἀλλά καί ὁ «πρωτότοκος» Υἱός
τοῦ Θεοῦ (Κολ. α', 15, Ἑβρ. α', 6), χωρίς αὐτό
νά σημαίνει ὅτι ὁ Θεός ἔχει καί «δευτερότοκον»
υἱό, ἀφοῦ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ
εἶναι μέν «πρωτότοκος», ἀλλά καί «μονογενής» (Ἰω.
α', 14,18, γ', 16,18, Α' Ἰω. δ', 9), καί οἱ δυό ἔννοιες
δέν ἀλληλοαποκλείονται. Ἄλλωστε, ἄν
ἡ Θεοτόκος εἶχε καί ἄλλα
παιδιά, ὁ Κύριος ἀπό τόν Σταυρό δέν θά
τήν ἀνέθετε στόν Μαθητή Του Ἰωάννη γιά νά τήν
φροντίζει σάν μητέρα του (Ἰω, ιθ', 26-27). Οἱ
παραπάνω αἱρετικοί παρεμηνεύουν καί τήν ἔκφραση
«ἕως οὗ» στό χωρίο Ματθ. α', 25: «καί οὐκ
ἐγίνωσκεν (ὁ Ἰωσήφ)
αὐτήν (τήν Θεοτόκο) ἕως οὗ
ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς
τόν πρωτότοκον». Ὅμως, ἡ ὑπόθεση
ὅτι ἡ Θεότόκος καί ὁ Ἰωσήφ
εἶχαν σχέσεις μετά τήν Γέννηση τοῦ
Χριστοῦ μόνο νοσηρῆς φαντασίας ἑρμηνεία
μπορεῖ νά θεωρηθεῖ.
Παρόμοια ἰσχύουν
καί γιά τήν ἔκφραση «ἀδελφοί τοῦ
Κυρίου». Στήν Ἁγ. Γραφή ὁ ὅρος
«ἀδελφός» ἔχει πολλαπλή σημασία.
Κατά τό Λεξικό Βιβλικῆς Θεολογίας (ἔκδ. Ἄρτος
Ζωῆς, Ἀθήνα 1980, στ. 33) σημαίνει «τούς ἀνθρώπους
πού γεννήθηκαν ἀπό τήν ἴδια μητέρα», ἀλλά
καί «τά μέλη τῆς ἴδιας οἰκογένειας (Γεν 13,8·
Λευ 10,4· βλ Μκ 6,3), τῆς ἴδιας φυλῆς (2 Βασ 19,13), τοῦ
ἴδιου λαοῦ (Δτ 25,3· 15,2 εξ)».
Δέν γνωρίζουμε τί ἀκριβῶς σημαίνει ἡ ἔκφραση
«ἀδελφοί τοῦ Κυρίου» στήν Καινή
Διαθήκη. Πιθανόν νά σημαίνει στενούς συγγενεῖς (π.χ. ἐξαδέλφια)
ἤ νά σημαίνει τέκνα τοῦ Ἰωσήφ
ἀπό προηγούμενο γάμο. Καί οἱ δύο ἐκδοχές
εἶναι πολύ πιθανές καί εὔλογες, Πάντως, δέν ὑπάρχει
καμία ἀπολύτως νύξη ὅτι πρόκειται γιά τέκνα
τῆς Παναγίας. Ἀντίθετα, μαρτυρεῖται
σαφῶς ἡ παρθενία τῆς Θεοτόκου (Ἡσ.
ζ', 14, Ἰεζ. μδ', 1-2, Ματθ. α', 18,23,25, Λουκ. α', 35).
Ἡ λατινική Μαριολατρία
Στόν χῶρο
τοῦ Παπισμοῦ συναντᾶμε
τό ἄλλο ἄκρο στήν τιμή τῆς Θεοτόκου, δηλαδή τήν
θεοποίηση ἤ τήν τιμή πού μεταβάλλεται σέ λατρεία. Ἡ
Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ
ἀπό τήν ἐποχή τῆς
Ζ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787 μ.Χ.) ἔχει
θέσει σαφεῖς προϋποθέσεις καί ὅρια στήν τιμή τοῦ
Θεοῦ, τῶν Ἁγίων, τῶν ἱερῶν
Εἰκόνων κ.λ.π. ῎Ετσι, πραγματική
λατρεία ἀποδίδεται μόνο στόν Τριαδικό Θεό, στόν Πατέρα, τόν Υἱό
καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Στούς Ἁγίους
ἀποδίδεται τιμή, ὄχι λατρεία. Στόν Θεό ἀπονέμεται
λατρευτική προσκύνηση. Στούς Ἁγίους ἀπονέμεται
τιμητική προσκύνηση. Τόν Θεό τόν λατρεύουμε, γι’ αὐτό
πού εἶναι ὁ Ἴδιος. Τούς Ἁγίους καί τήν Θεοτόκο
τούς τιμᾶμε ἐξ αἰτίας τοῦ Θεοῦ.
Τούς μέν Ἁγίους ἐπειδή εἶναι
(ἔγιναν) «φίλοι τοῦ Χριστοῦ»,
τήν δέ Θεοτόκο ἐπειδή εἶναι (ἔγινε)
«Μήτηρ τοῦ Θεοῦ». Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ
τιμή πρός τούς Ἁγίους ἔχει τελικό ἀποδέκτη
τόν ἴδιο τόν Θεό. Ἡ λατρεία ἀποδίδεται
μόνο στήν ἄκτιστη φύση. Στήν κτιστή φύση μπορεῖ
νά ἀποδίδεται μόνο τιμή. Ἡ ἀπόδοση
λατρείας στήν κτιστή φύση ἀποτελεῖ
εἰδωλολατρία. Ἄκτιστη φύση εἶναι
μόνο ὁ Τριαδικός Θεός. Ὅλα τά ἄλλα,
τά ἐκτός τοῦ Θεοῦ
(Ἄγγελοι, ἄνθρωποι, Ἅγιοι,
ἀκόμη καί ἡ Θεοτόκος), ἀποτελοῦν
κτιστές φύσεις. Ἡ Θεοτόκος καί οἱ Ἅγιοι
μετέχουν στήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ,
ἔχουν θεωθεῖ «κατά Χάριν». Αὐτό,
ὅμως, δέν σημαίνει ὅτι ἡ
φύση τους μετεβλήθη ἀπό κτιστή σέ ἄκτιστη.
Μ’ αὐτές
τίς προϋποθέσεις μποροῦμε εὔκολα νά διακρίνουμε τίς ὑπερβολές τοῦ
Παπισμοῦ στήν τιμή τῆς Θεοτόκου. Στίς
8/12/1854 ὁ Πάπας Πῖος ὁ
Θ' σέ Βούλλα του μέ τίτλο «Ineffabilis Deus» ἀνεκήρυξε τό λεγόμενο
δόγμα τῆς «Ἀσπίλου Συλλήψεως», κατά τό ὁποῖο
«ἡ Παρθένος Μαρία ἀπό τῆς
πρώτης στιγμῆς τῆς συλλήψεώς της διετηρήθη καθαρά παντός ἐκ
τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος
ρύπου». Ἡ νέα αὐτή διδασκαλία, ὅπως
εἶναι φυσικό, οὔτε στήν Ἁγ.
Γραφή βασίζεται οὔτε στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Βασίζεται μόνο στό ἀλάθητο τοῦ Πάπα (θεωρεῖται
ἀλήθεια μόνο καί μόνο ἐπειδή τό διεκήρυξε ὁ
Πάπας), ὅπως συμβαίνει καί μέ ὅλα τά παπικά δόγματα. Ἡ
Πατερική Παράδοση, ἀντίθετα, δέχεται ὅτι ἀπαλλαγμένος
ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα ἦταν
μόνο ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ὁποῖος
γεννήθηκε «ὑπερφυῶς», «ἐκ
Πνεύματος Ἁγίου» καί «ὑπό μητρός Παρθένου».
Κατά τούς Πατέρες, ἡ Θεοτόκος γεννήθηκε μέ τόν ρύπο τοῦ
προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί ἀπαλλάχθηκε ἀπ’
αὐτόν κατά τόν Εὐαγγελισμό της.
Σέ κορυφαίους παπικούς
θεολόγους συναντᾶμε τίς διδασκαλίες ὅτι ἡ
Θεοτόκος εἶναι «Μεσίτρια παρά τῷ Πατρί» (Mediatrix,
πρόκειται γιά αὐτόνομη μεσιτεία τῆς Θεοτόκου πρός τόν
Πατέρα καί ὄχι πρός τόν Υἱό της), «Συλλυτρώτρια»
(Corredemptrix, ρόλος ἀνάλογος μέ αὐτόν τοῦ
Χριστοῦ) καί «Μήτηρ τῆς Ἐκκλησίας»
(Mater Ecclesiae, ἔκφραση ἄγνωστη στήν Πατερική
Παράδοση). Οἱ διδασκαλίες αὐτές ἐνδέχεται
νά ἀναδειχθοῦν σέ ἐπίσημα
δόγματα καί ἐκφράζουν μιά ἔντονη τάση θεοποίησης
τῆς Μητρός τοῦ Κυρίου. Τήν τάση αὐτή
εἶχε διαβλέψει ὁ κατ’ ἐξοχήν
ὑπερασπιτής τῆς Θεοτόκου ἅγ.
Κύριλλος Ἀλεξανδρείας (370 - 444), ὁ ὁποῖος
χαρακτηριστικά ἔγραφε: «τεθεοποιήκαμεν δέ οὐδένα τῶν
τελούντων ἐν κτίσμασι ... ἴσμεν δέ ἄνθρωπον
οὖσαν καθ’ ἡμᾶς
τήν μακαρίαν Παρθένον» (Κατά Νεστορίου, Ι, 10, MPG, 76, 57Β).
Συμπεράσματα
Ἡ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τιμᾶ
τήν Ὑπεραγία Μητέρα τοῦ Κυρίου. Τήν τιμᾶ
πάρα πολύ, κάθε μέρα, σέ κάθε στιγμή, συνεχῶς καί ἀδιαλείπτως.
«Τιμᾶν καί μεγαλύνειν ἐμάθομεν πρῶτον
μέν καί κυρίως καί ἀληθῶς τήν τοῦ Θεοῦ
Γεννήτριαν» (Δ' Πρᾶξις τῆς Ζ' Οἰκ.
Συνόδου). Τήν τιμᾶ μέ ὕμνους, μέ προσευχές, μέ δεήσεις. Τήν τιμᾶ
μέ τή συναίσθηση ὅτι καμιά ἐκδήλωση δέν μπορεῖ
νά ἐκφράσει τά «ὑπέρ ἔννοιαν
καί ὑπερένδοξα τῆς Θεοτόκου μυστήρια». Ὅμως,
ἡ τιμή αὐτή δέν ἐκτρέπεται
στίς αἱρετικές ὑπερβολές τῆς
Παπικῆς πλάνης καί, φυσικά, δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν
ὑποτίμηση τῆς Θεοτόκου πού
κυριαρχεῖ στό πλῆθος τῶν
Προτεσταντικῶν αἱρέσεων.
Ἡ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ζεῖ
κυριολεκτικά μέσα στήν ἐμπειρία τῶν ἐνεργειῶν,
τῶν θαυμάτων, τῶν εὐεργεσιῶν
τῆς Θεοτόκου. Ἡ ἐμπειρία
αὐτή εἶναι ζωντανή, καθημερινή, ἔντονη. Ἡ
δέ τιμή τῆς Θεοτόκου δέν ἀποτελεῖ
τυπική ὑποχρέωση τοῦ Ὀρθόδοξου
πιστοῦ, ἀλλά ἔκρηξη χαρᾶς, εὐγνωμοσύνης
καί εὐχαριστίας πρός τό πρόσωπό της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου